ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Μ. Παπαλλά, Ε.Δ.        

  Αρ. Υπόθεσης: 1018/24

Μεταξύ:

            Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

v.

 

KEVIN HODARA

                                                                             Κατηγορουμένου

                                                                                                                       

Ημερομηνία: 30 Απριλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή:         κος Ν. Νεοκλέους

Για Κατηγορούμενο: κα Μ. Νεοφύτου

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΠΟΙΝΗ

Ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, στις πιο κάτω κατηγορίες:

 

1)    Διάρρηξη κατοικίας κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α),του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας ο κατηγορούμενος την 22/01/2024 στην Πάφο διέρρηξε και εισήλθε στην κατοικία που βρίσκεται στην οδό [ ] διαμ. 102, ιδιοκτησίας της Σ.Κ και διέπραξε μέσα σε αυτή κακούργημα, δηλαδή την κλοπή που αναφέρεται στην κατηγορία 2. (1η κατηγορία).

2)    Κλοπή από κατοικία, κατά παράβαση του άρθρου 255 και 266(β), του Κεφ. 154.  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες ο Κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο και τόπο της 1ης κατηγορίας, έκλεψε από την κατοικία που αναφέρεται στην 1η κατηγορία  ένα χρηματοκιβώτιο και δυο κάμερες άγνωστης αξίας περιουσία της Σ.Κ.(2η κατηγορία)

3)    Κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 296(δ)(ii) του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος την 22/01/2024 στη Πάφο, κατά τη διάρκεια της ημέρας, είχε στην κατοχή του διαρρηκτικά εργαλεία, δηλαδή ένα λιβέρι χρώματος μαύρου, ένα κατσαβίδι μάρκας STANLEY με μαύρη χειρολαβή και μια δέσμη με έξι κλειδιά, άνευ νόμιμου δικαιολογίας, με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος.( 3η κατηγορία)

4)    Κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 296(δ)(ii) του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της εν λόγω κατηγορίας ο κατηγορούμενος την 05/02/2024 στη Λευκωσία, κατά τη διάρκεια της ημέρας, είχε στην κατοχή του διαρρηκτικά εργαλεία, δηλαδή μια τέλλα διαφανές πλάτους 5cm , ένα διαρρηκτικό ηλεκτρικό κατσαβίδι μάρκας KLOM μια κλειδωνιά πόρτας οικίας, τρία κλειδιά πόρτας οικίας, ένα USB μεγάλο, ένα USB χρώμα μαύρο και ένα USB χρώματος γαλάζιο, ένα διαρρηκτικό ηλεκτρικό κατσαβίδι καθώς και διάφορα μικροεργαλεία που χρησιμοποιούνται για να ανοίγουν πόρτες άνευ δικαιολογίας με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος .( 4η κατηγορία)

5)    Παράνομη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας , κατά παράβαση των άρθρων 6(1)(κ) και 19 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες , ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 24/01/2024 με 05/02/2024, διέμενε παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας αφού ενώ είναι αλλοδαπός από το Ισραήλ, ο οποίος στις 26/10/2023 αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω του αερολιμένα Λάρνακας και του παραχωρήθηκε άδεια επισκέπτη μέχρι τις 24/01/2024, αυτός δεν εγκατέλειψε τη Δημοκρατία ως όφειλε κατά την πιο πάνω ημερομηνία και έκτοτε διέμενε παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς την άδεια του Διευθυντή του Τμήματος Μετανάστευσης. (6η κατηγορία)

 

Ο κατηγορούμενος επίσης αντιμετώπιζε την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας (5η κατηγορία) η οποία διακόπηκε.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής έχουν συνοπτικά ως εξής:

 

Αρχικά ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής υιοθέτησε τις λεπτομέρειες που περιγράφονται στις κατηγορίες ως ανωτέρω. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος είχε αναγνωριστεί από αυτόπτη μάρτυρα όταν έφευγε από την οικία την οποία διέρρηξε. Ακολούθησε η έκδοση εντάλματος σύλληψης ενώ έγινε έρευνα σε όχημα το οποίο βρισκόταν κοντά στην οικία που έγινε η διάρρηξη όπου ανευρέθηκαν τα αντικείμενα που περιγράφονται στην 3η κατηγορία.  Ο κατηγορούμενος, καταζητείτο όπου και τελικώς συνελήφθηκε στο οδόφραγμα. Εντός του οχήματος που οδηγούσε εντοπίστηκαν τα αντικείμενα που αναφέρονται στις κατηγορίες 4 και 5, ενώ από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε και η παράνομη παραμονή του στην Κύπρο.

Τέλος σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.

Χωρίς να αμφισβητήσει επί της ουσίας τους τα γεγονότα που εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, η ευπαίδευτη συνήγορος υπεράσπισης κάλεσε το Δικαστήριο μέσω της εμπεριστατωμένης αγόρευσης της να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

(1)        Το λευκό του ποινικό

(2)  Την ηλικία του κατηγορούμενου, ήτοι ότι είναι 34 ετών.

(3)  Την άμεση παραδοχή του στην Αστυνομία και ενώπιον του Δικαστηρίου.

(4)  Την μεταμέλεια του.

(5)  Σε σχέση με τις συνθήκες που βρέθηκε στην Κύπρο, ανέφερε ότι ήρθε με σκοπό να εργαστεί, αφού η Κύπρος βρίσκεται κοντά στη χώρα καταγωγής του, ήτοι το Ισραήλ. Δυστυχώς όπως ανέφερε έμπλεξε με κακές παρέες γεγονός που τον παρέσυρε στο να διαπράξει τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε.

(6)  Δεν έδρασε με επαγγελματισμό αφού όπως ανέφερε ενοικίασε ένα αυτοκίνητο στο όνομα του, πήγε σε μια γειτονία όπου τον γνώριζαν οι περίοικοι όπου και αναγνωρίστηκε κατά την διάπραξη των αδικημάτων.

(7)  Τελικώς τα αντικείμενα της διάπραξης εντοπίστηκαν αφού από την φασαρία προσήλθαν οι γείτονες στη σκηνή, φοβήθηκε και έφυγε.

(8)  Η οικογένεια του είναι πρόθυμη μετά το τέλος της ποινής του να πληρώσουν τα έξοδα απέλασης του.

(9)  Αυτή την στιγμή βρίσκεται μόνος του στη Δημοκρατία χωρίς την οικογένεια του.

(10)        Το ότι βρίσκεται ήδη υπό κράτηση.

(11)        Δεν έχει μεταφερθεί στις Κεντρικές Φυλακές, ένεκα των θρησκευτικών του πεποιθήσεων και δεν μπορεί να απολαύσει για παράδειγμα την άθληση ή την βιβλιοθήκη που παρέχεται στις φυλακές.

 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος  παραδέχτηκε ότι διέπραξε είναι πολύ σοβαρά. Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων αντανακλάται, κατ’ αρχήν, μέσα από τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Το ύψος της ποινής που προβλέπεται στο νόμο ως η μέγιστη ποινή για κάθε αδίκημα αποτελεί ένδειξη της σοβαρότητας του και παράγοντα που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Λεβέντης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632 και Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας v. Χρυσοστόμου κ.α. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Σε σχέση με την διάρρηξη κατοικίας κατά παράβαση των άρθρων  291 και 292(α) του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων (1η Κατηγορία). Σε σχέση με την κατηγορία της κλοπής από κατοικία, κατά παράβαση του άρθρου 255 και 266 (β) του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων. (2η κατηγορία). Σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 296(δ)(ii) του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων. (3η και 4η κατηγορία).

 

To γεγονός της παραπομπής της υπόθεσης αυτής, για συνοπτική εκδίκαση, ήτοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και όχι ενώπιον Κακουργιοδικείου, μετά από συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, o οποίος, προφανώς και θεωρεί, ένεκα της προαναφερόμενης συγκατάθεσης του, ότι, η ποινή που μπορεί να επιβληθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, είναι, φυλάκιση μέχρι πέντε έτη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Cham κ. α. (1993) 2 Α.Α.Δ. 129), αποτελεί επαρκή τιμωρία για την συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Chafari v Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442). Εντούτοις, όπως έχει επαναβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσα από την απόφαση του στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Μυλωνάς, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, 14/12/2018, ένα τέτοιο γεγονός, δεν καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά: «Το Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και όχι την ανώτατη ποινή που το ίδιο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442). Η ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Νόμος συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης με στόχο τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής που θα επιβληθεί (Δημοκρατία ν. Κυριάκου & άλλου (1990) 2 ΑΑΔ 264, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9.) Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.». Μάλιστα, όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο δια του έντιμου, Δ. Α. Δ., ως ήταν τότε, Π. Καλλή, στην υπόθεση Chafari v Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, «κατά την επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις Κακουργιοδικείου, οι οποίες παραπέμπονται για συνοπτική εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και να επιβάλει αν τα γεγονότα και περιστάσεις της υποθέσεως το απαιτούν ακόμη και το ανώτατο όριο της ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε συνοπτική διαδικασία - φυλάκιση 5 ετών»

 

Τα αδικήματα αυτά θεωρούνται αρκετά σοβαρά για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η συνδυασμένη διάπραξη τους παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερα ανησυχητική έξαρση στο νησί, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις πολλές υποθέσεις οι οποίες συχνά καταχωρούνται ενώπιον του Δικαστηρίου, μάλιστα πολλές από αυτές υπό την μορφή των εκτάκτων περιπτώσεων. Ιδιαίτερα πρόσφατα στην επαρχία Πάφου η ραγδαία αύξηση της συχνότητας διάπραξης των αδικημάτων της διάρρηξης, κλοπής καθώς και άλλων ομοειδών αδικημάτων έλαβε πολύ ανησυχητικές διαστάσεις.

 

Πρόκειται για αδικήματα που φανερώνουν ασέβεια και καταπατούν κατάφωρα τα συνταγματικά δικαιώματα της κατοχής και απόλαυσης περιουσίας. Επίσης, είναι αδικήματα που η διάπραξη τους προκαλεί αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες για επικράτηση της παρανομίας.

Είναι γεγονός ότι τέτοιου είδους αδικήματα προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104).

 

Στην υπόθεση Nabokov v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 381 παρατίθενται προγενέστερες αποφάσεις που αντικατοπτρίζουν την ανησυχητικά αυξητική τάση και έκταση διαρρήξεων και κλοπών στον τόπο μας:

“Στη Γ. Εισαγγελέας v. Cham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ. 129, αδικήματα διάρρηξης και κλοπής κατέστησαν, ως χαρακτηρίζεται, ‘μάστιγα για την κυπριακή κοινωνία…’, η οποία δεν μπορεί να αφεθεί ανέλεγκτη.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου Παναγίδη v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 συνοψίζει την κρατούσα κατάσταση, όπως και το καθήκον της Δικαιοσύνης προς διαφύλαξη της έννομης τάξης (σελ. 105-106):

 

Η θλιβερή διαπίστωση είναι πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται, αντίθετα, έξαρση. Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφαλείας του πολίτη.

 

 

Τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά που διέπουν τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι διέπραξε καλούν την επιβολή αυστηρών ποινών με αποτρεπτικό χαρακτήρα. Είναι γι’ αυτό που τα Δικαστήρια, μέσα από επισημάνσεις και υποδείξεις της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντιμετωπίζουν τέτοιας φύσης αδικήματα με αυστηρότητα μέσω της επιβολής  αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια αναχαίτισης τους και προστασίας της κοινωνίας (Παναγιώτου (Αντάρτης) v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, AI - Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160 και Lungu κ.α. v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 545). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Φραντζίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77  είναι επιτακτική ανάγκη αυτού του είδους η εγκληματικότητα να ανακοπεί γιατί έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας.

 

Θεώρηση της νομολογίας επισημαίνει ότι για τα αδικήματα της διάρρηξης και κλοπής η συνήθης ποινή που επιβάλλεται είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών και συνήθως στερητικής της ελευθερίας στα αδικήματα διάρρηξης και κλοπής είναι ένας τρόπος πάταξης του φαινομένου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστάκη Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125, Francis Kenneth Smith and another v. The Police (1969) 2 C.L.R. 189, Yiannakou v. The Police (1982) 2 C.L.R. 37, Nicolaou and another v. The Republic (1982) 2 C.L.R. 156. Charitou v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 170, Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (1993) 2 C.L.R. 158 και Nabokov v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 381).

 

Στην υπόθεση Τσιλικίδης v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7/2013 ημερ. 26.03.13, ποινή φυλάκισης 3 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ηλικίας 23 ετών που διέπραξε 3 διαρρήξεις κατοικίας και 3 κλοπές από κατοικία σε διάστημα περίπου 6 μηνών μέσα από την οποία εγκληματική συμπεριφορά ερασιτέχνη αποκόμισε περιουσία σε τιμαλφή και μετρητά αξίας περίπου €64.000 χωρίς οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο να επιστραφεί στους δικαιούχους, κατόπιν παραδοχής, λευκού ποινικού μητρώου, απολογίας και συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές και που στο μεταξύ δημιούργησε δεσμό και απέκτησε παιδί ηλικίας 2 ετών κατά την επιβολή της ποινής, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ποινή σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυστηρή, όχι όμως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Στην υπόθεση Hussein v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 252/2018, 31/05/2019, το Ανώτατο Δικαστήριο, επικύρωσε την ποινή φυλάκισης που το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο (μετά από παραδοχή του), -ηλικίας τότε 47 ετών και πατέρα πέντε ανήλικων παιδιών, λευκού ποινικού μητρώου-, των τεσσάρων χρόνων (σε κάθε μία από τις δέκα κατηγορίες που αντιμετώπισε, οι οποίες διατάχθηκε να ήταν συντρέχουσες), για δεκαέξι συνολικά διαρρήξεις που έλαβαν χώρα σε διάστημα τριών χρόνων περίπου, από τις οποίες ο κατηγορούμενος αποκόμισε όφελος €30.000, χωρίς αποζημίωση των θυμάτων της παράνομης δράσης του, εφόσον τα κλαπέντα δεν ανευρέθηκαν.

 

Στην υπόθεση Nteni Bezanidis ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 57 και 58/2013 ημερ. 5/12/2013 επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης 3 ½ ετών σε υποθέσεις διαρρήξεων και μετά από παραδοχή και την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου για αντικείμενα που αφορούσαν €45.134,17 εκ των οποίων ανακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος αυτών.

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Ilie κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 180-182/2011 ημερ. 16.05.12, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών που επιβλήθηκαν σε 3 εφεσείοντες ηλικίας 54 ετών, πατέρα 2 παιδιών εκ των οποίων το ένα ανήλικο και με τη σύζυγο του να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, 21 ετών, πατέρα δύο ανήλικων παιδιών και με τη σύντροφο του να εγκυμονεί και 33 ετών που εκ γενετής αντιμετωπίζει πρόβλημα με το δεξί του αυτί και πατέρα 3 ανηλίκων παιδιών, που διέπραξαν τα αδικήματα της παράνομης κατοχής περιουσίας, διάρρηξης κατοικίας και κλοπής από αυτής το χρηματικό ποσό των €680 καθώς ρολόγια και χρυσαφικά αξίας περίπου €220, στην κατοχή των οποίων εντοπίστηκαν μερικά από τα κλοπιμαία αντικείμενα, κατόπιν παραδοχής, δεν κρίθηκαν υπερβολικές από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Επίσης στην υπόθεση Piliev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 587 ποινή φυλάκισης 2 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ηλικίας 32 ετών που διέπραξε 2 διαρρήξεις κατοικιών και κλοπές από αυτές όταν οι ιδιοκτήτες τους απουσίαζαν προσωπικών αντικειμένων και χρημάτων με μικρό μέρος των κλαπέντων αντικειμένων να ανευρίσκεται, λευκού ποινικού μητρώου, κατόπιν παραδοχής, μεταμέλειας, συνεργασία με τις ανακριτικές αρχές, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, άθλια οικονομική κατάσταση, χρήστη σκληρών ναρκωτικών που διέπραξε τα αδικήματα για να εξασφαλίσει χρήματα για τη δόση του ενεργώντας κάτω από τη φόρτιση συναισθημάτων. Ο συνήγορος τόνισε ιδιαίτερα τον εθισμό του εφεσείοντος, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, στα σκληρά ναρκωτικά, εθισμό από τον οποίο πέτυχε να αποστασιοποιηθεί μετά τη συνειδητοποίηση της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε. Αναφέρθηκε επίσης, στην επιθυμία του να επιστρέψει στην πατρίδα του, για να βοηθήσει την οικογένεια του και, συγκεκριμένα, το οκτάχρονο παιδί του και τη μητέρα του. To Εφετείο απέρριψε την Έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.  

 

Επιπλέον στην υπόθεση Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104 ποινές φυλάκισης 2 ετών και 2,5 ετών αντίστοιχα που επιβλήθηκαν στους εφεσείοντες ηλικίας 18 ετών και 38 ετών που μαζί με άλλους ομοεθνείς τους διέρρηξαν κατοικία εν καιρώ νυκτός από την οποία έκλεψαν Λ.Κ.£2.070 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κύπρου), $6.700 δολάρια Η.Π.Α. και άλλα χρηματικά ποσά σε νόμισμα Κίνας, Ινδονησίας και Βιετνάμ, από τα οποία κλαπέντα ποσά ανευρέθηκε μόνο το ποσό των Λ.Κ.£2.070, με λευκό ποινικό μητρώο, κατόπιν παραδοχής και χωρίς να είχε διωχθεί ο εγκέφαλος της διάπραξης των αδικημάτων, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Επιπροσθέτως στην υπόθεση Petrica v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 159/12 ημερ. 28.03.13 ποινή φυλάκισης 2 ετών που επιβλήθηκε σε 2 κατηγορίες διάρρηξης κτιρίου κατά τη διάρκεια νύχτας και κλοπής μειώθηκε κατόπιν προβληματισμού από το Ανώτατο Δικαστήριο σε 15 μήνες. Μείωση ποινής φυλάκισης από δύο χρόνια σε δεκαπέντε μήνες, επί τω ότι, ο εφεσείων ενδεχόμενα να αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη επιείκεια εάν η υπόθεση στην υπό κρίση έφεση, λαμβανόταν υπόψη σε εκδίκαση προηγούμενης  ποινικής υπόθεσης από Επαρχιακό Δικαστήριο. Μετά που απολύθηκε από τις κεντρικές φυλακές, όπου είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης, η οποία όμως δεν αποτελούσε προηγούμενη καταδίκη, σύμφωνα με τη δήλωση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, συνελήφθηκε και αντιμετώπισε τα αδικήματα που αφορούν την παρούσα έφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο εφεσείων ενδεχόμενα να αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη επιείκεια εάν η παρούσα υπόθεση λαμβανόταν υπόψη στην Υπόθεση 3470/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

 

Στην υπόθεση Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 219 ο εφεσείων κατόπιν παραδοχής του καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ½ ετών σε επτά κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα κλοπής υπό υπαλλήλου.  Προβλεπόταν τότε κατά ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης επτά ετών.  Το συνολικό ποσό της κλοπής ανερχόταν σε Λ.Κ.£36.000.  Ήταν 31 ετών, οικογενειάρχης με 3 μικρά παιδιά και με την απόλυσή του από τη θέση που κατείχε και γενικότερα την απώλεια της σταδιοδρομίας του, υπέστη μαζί με την οικογένεια του καταστροφικό πλήγμα.  Λήφθηκε υπόψη και το αρκετά μεγάλο διάστημα εκκρεμότητας της υπόθεσης.  Οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης παραμερίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και επιβλήθηκαν σε αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών καθότι τα όσα το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε στον εφεσείοντα ως ελαφρυντικά και μετριαστικούς παράγοντες για την ποινή θα έπρεπε να είχαν προσμετρήσει και άλλο στην ποινή που έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ( HUSEYIN VEDAT v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Π.Ε. 142/2012 ημερ. 22.11.12 2ΑΑΔ 787) επικύρωσε την επιβολή ποινής φυλάκισης ύψους 18 μηνών που είχε επιβληθεί πρωτόδικα στον Εφεσείοντα για το αδίκημα της κλοπής χρηματικού ποσού ύψους €370 ευρώ. Η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή ήταν αυτή των 3 ετών. Στην απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στην προηγούμενη διαγωγή του Εφεσείοντα και ότι αυτός ουσιαστικά δεν είχε ανταποκριθεί στην επιείκεια που του είχε δοθεί αφού βαρύνετο με τρείς προηγούμενες καταδίκες για παρόμοιας φύσης αδικήματα εκ των οποίων στη μία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης ύψους 12 μηνών για το αδίκημα της απόπειρας διάρρηξης καταστήματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επίσης στην απόφαση του, ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα ο οποίος είχε οικογενειακές υποχρεώσεις αφού είχε αποκτήσει 5 παιδιά δεν μπορούσαν από μόνες να καθορίσουν υπερβολικότητα στην ποινή. Όσον αφορά το γεγονός ότι τα κλαπέντα είχαν επιστραφεί, αυτό σύμφωνα με το Εφετείο δεν αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία με αναφορά στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων αφού στη μία περίπτωση ο Εφεσείων είχε συλληφθεί από την αστυνομία επ’ αυτοφώρω.

 

Στην υπόθεση Petrica v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 278, επικυρώθηκε ποινή φυλάκιση 12 μηνών για κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων σε άτομο 18 ετών, λευκού ποινικού μητρώου που μαζί με την κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κρίθηκε ένοχος στη διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης και κλοπής.

 

Στην υπόθεση MICHAL BUKOWSKI ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2011) 2 ΑΑΔ 92, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών στην κατηγορία της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός την οποία οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν μαζί με κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, απόπειρας κλοπής,  κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία και εγκληματικής επέμβασης. Οι εφεσείοντες οι οποίοι ήταν Πολωνοί υπήκοοι, ζούσαν και εργάζονταν στην Κύπρο ως οικοδόμοι. Ο κατηγορούμενος 1, ήταν ηλικίας 23 ετών και ο κατηγορούμενος 2 ηλικίας 32 ετών και ήταν παιδί διαλυμένης οικογένειας. Και οι δυο κατηγορούμενοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Το Εφετείο επεσήμανε, ότι αδικήματα αυτής της φύσης βρίσκονται σε έξαρση, γεγονός που επιβάλλει τη, διά μέσου και των ποινών, αποτροπή τους. Το Δικαστήριο θεώρησε τη συμπεριφορά των εφεσειόντων να στρέφεται εναντίον όχι μόνο της ιδιωτικής περιουσίας αλλά και της έννομης τάξης, γενικά. Επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης: επτά, πέντε, εννέα, τριών και τριών μηνών αντίστοιχα ― Η ποινή φυλάκισης των εννέα μηνών, χαρακτηρίστηκε αυστηρή, όμως δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωσή της.

Στην υπόθεση Glodan Andrian Petrica ν. Αστυνομίας (ΠΕ 159/2012, ημερ. 28.3.2013) όπου ο εφεσείων, μετά από δική του παραδοχή, βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε δύο κατηγορίες, μια για το αδίκημα της  διάρρηξης κτιρίου και κλοπής  καταστήματος χρυσαφικών αξίας 500 ευρώ εν καιρώ νυκτός  και μια για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά τη διάρκεια της νύκτας, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα το Ανώτατο Δικαστήριο ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών της υπόθεσης (ο εφεσείοντας είχε καταδικαστεί προηγουμένως σε άλλες υποθέσεις παρόμοιας φύσης όπου η υπό κρίση θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη) με μεγάλο δισταγμό όπως ανέφερε μείωσε την επιβληθείσα στην κατηγορία της διάρρηξης ποινή φυλάκισης των 2 χρόνων σε 15 μήνες αφήνοντας της επιβληθείσα ποινή του ενός χρόνου στην κατηγορία για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων.

Σε σχέση τώρα με τα αδικήματα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά παράβαση του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, αυτά στρέφονται ευθέως κατά του κράτους και της έννομης τάξης, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύουν τη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών για άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου στην επικράτεια, προκειμένου να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ποιος παραμένει και ποιος εργάζεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και για ποιο λόγο, πέραν του γεγονότος ότι προκαλούνται προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως. Η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα και συνάμα συντεταγμένο κράτος το οποίο διέπεται από νόμους, οι οποίοι ρυθμίζουν τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων τόσο των πολιτών της όσο και αυτών άλλων κρατών. Σε ότι αφορά τους τελευταίους, η παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας επιτρέπεται, όχι όμως ανεξέλεγκτα, αλλά σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζει ο Νόμος. Παρόλο ότι τα Δικαστήρια δεν μπορούν παρά να εκφράζουν τη συμπάθεια τους σε πρόσωπα που εγκαταλείπουν τις χώρες καταγωγής τους αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στη χώρα μας ή για να αγωνιστούν για την επιβίωση τους ή ακόμη προσπαθώντας να αποφύγουν τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή τους στη χώρα καταγωγής τους για οποιονδήποτε λόγο π.χ. θρησκευτικούς, φυλετικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς λόγους κ.λπ., εντούτοις την ίδια στιγμή αναμένουν να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι τα άτομα αυτά οφείλουν να σέβονται τους νόμους του κράτους στο οποίο επιζητούν φιλοξενία.

 

Αδικήματα της παράνομης παραμονής, όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρουσιάζουν έξαρση στον τόπο μας, αφού αποτελούν καθημερινό φαινόμενο με αλυσιδωτές επιπτώσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν έλεγα ότι το φαινόμενο αυτό προσλαμβάνει διαστάσεις επιδημίας στη χώρα μας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τα Δικαστήρια, επιτελώντας την αποστολή τους για εφαρμογή του Νόμου, οφείλουν να επιβάλουν αποτρεπτικές ποινές για την πάταξη του φαινομένου καθώς επίσης και για ευρύτερη προστασία της κυπριακής κοινωνίας από τις επιπτώσεις που παρατηρούνται. Στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 το ακόλουθο απόσπασμα επιβεβαιώνει την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου:

"Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στη σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμη ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορούμενου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα."

 

Στην υπόθεση Ali Riza Mohamet v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295 ο εφεσείοντας καταδικάστηκε κατόπιν δικής του παραδοχής στο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του κατά παράβαση του άρθρου 19(1)(λ) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105 μετά των συναφών τροποποιήσεων, όπως στην παρούσα υπόθεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 5 μηνών. Ο εφεσείοντας ήταν Ιρανός, ηλικίας 31 ετών και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου ηλικίας 3 ετών. Εισήλθε στην Κύπρο με άδεια παραμονής η οποία έληγε στις 24.01.96. Μετά παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα. Αυτό διαπιστώθηκε από την Αστυνομία στις 10.10.96. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Το Εφετείο τονίζοντας την αυξητική τάση που παρατηρείται στην παράνομη παραμονή στην Κύπρο αλλοδαπών που εισήλθαν νόμιμα, τις δυσμενείς επιπτώσεις που δημιουργούνται στον τόπο από τη διάπραξη του αδικήματος αυτού σε διάφορους τομείς, όπως οικονομικούς, κοινωνικούς και άλλους και ότι στην περίπτωση της Κύπρου θα πρέπει να γίνει καθολικά σεβαστό ότι συντρέχουν ιδιαίτερα ισχυροί λόγοι για την αυστηρή εφαρμογή της αρχής του διεθνούς δικαίου που επιτρέπει τον αποκλεισμό αλλοδαπών προς διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος για επέμβαση.

 

Επίσης, στην υπόθεση Nazari ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231 τονίστηκε ότι η παράνομη παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο συνιστά δεσπόζον (prevalent) αδίκημα, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ίδια υπόθεση αποτυπώνει την σοβαρότητα της κατάστασης:

"Η Κύπρος, πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι μια μικρή χώρα, με τεράστια προβλήματα. Η περιφρούρηση της Κυπριακής Επικράτειας αποτελεί θεμελιώδες καθήκον. Δεν υποτιμούμε την αγωνία των όπου γης ανθρώπων για την εξασφάλιση εργασίας και, γενικά, τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Όμως, στην περίπτωση της Κύπρου, πρέπει να γίνει καθολικά σεβαστό ότι συντρέχουν ιδιαίτερα ισχυροί λόγοι για την αυστηρή εφαρμογή της αρχής του διεθνούς δικαίου που επιτρέπει τον αποκλεισμό αλλοδαπών προς διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Η συχνότητα, με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης, και οι αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο συνοψίζονται περιεκτικά στο απόσπασμα που ακολουθεί από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου. Mohamed και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166 που δόθηκε από το Νικήτα Δ.:-

 

«Δυστυχώς το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες διαπράττεται τελευταία με εντεινόμενη συχνότητα. Ο πρωτόδικος δικαστής, εκφράζοντας τη βαθιά ανησυχία του για το φαινόμενο, το χαρακτήρισε ως επιδημία. Δε θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι από την άποψη αυτή η Κύπρος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας. Οι αρνητικές επιπτώσεις, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες ήδη εκδηλώθηκαν και επηρεάζουν τη ζωή του τόπου.

 

Η Κύπρος είναι χώρα φιλόξενη και ανεκτική. Ιστορικά υπήρξε και εξακολουθεί να είναι κόμβος συγκοινωνιακός, οικονομικός και πολιτιστικός. Όμως κάθε κράτος διατηρεί το δικαίωμα μη αποδοχής αλλοδαπών (βλέπε ανάπτυξη του καθηγητή J.GStarke 'Introduction to International Law', 10η έκδοση στη σελ. 748 και επ.), το οποίο παραβιάζεται με διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων..»"

 

Το στίγμα της υπόθεσης δίδεται ακόμη μέσα από το απόσπασμα της προαναφερόμενης υπόθεσης Ali Riza Mohamet v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295:

Έπειτα, το δικαστήριο εξήγησε ότι λόγω της παρατηρούμενης έξαρσης αυτών των αδικημάτων, με έκδηλες τις αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του τόπου, καθίστατο αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών όπως άλλωστε τονίστηκε και στις πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου στις υποθέσεις Mohamed El Feky και άλλοι νΑστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166 και Nazari vΑστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231.

 

Τελευταία η Κύπρος αντιμετωπίζει πράγματι οξύ πρόβλημα τόσο από την παράνομη είσοδο στην Κύπρο αλλοδαπών όσο και από την παράνομη παραμονή αλλοδαπών που εισήλθαν νόμιμα. Έχει σημειωθεί μια κατακόρυφη αυξητική τάση και ο αριθμός του συνόλου των ευρισκομένων στην Κύπρο παράνομα έχει φτάσει σε επίπεδο τόσο ψηλό ώστε αφενός να καθίσταται δύσκολη η αποτελεσματική αστυνόμευση και αφετέρου να δημιουργούνται δυσμενείς επιπτώσεις σε διάφορους τομείς, οικονομικούς, κοινωνικούς αλλά και γενικότερα."

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Al Jibouri κ.ά v. Αστυνομίας (1992) 2 A.A.Δ. 143στην οποία αλλοδαποί που παρέμειναν στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά τη λήξη  της άδειας παραμονής τους καταδικάστηκαν σε ένα μήνα φυλάκιση έκαστος, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία, σημείωσε ότι οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων όσο και αν, όπως σε κάθε περίπτωση, είναι παράγοντες σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής, είναι περιορισμένης σημασίας και σίγουρα δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε υποθέσεις όπως η παρούσα, στις οποίες οι ποινές είναι αναγκαίο να είναι αποτρεπτικές.

 

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση καθώς και εκείνων που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Το ότι τα υπό εκδίκαση αδικήματα είναι σοβαρά δεν ατονεί το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής (βλέπε Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575). Όπως εξάλλου επισημάνθηκε στην υπόθεση Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135:

“Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη. όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη [Βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 194].”

 

Η διαδικασία όμως εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλέπε Καλανίδης v. Αστυνομίας, Τσιβιτσώφ v. Αστυνομίας, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Καλανίδη και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τσιβιτσώφ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 3/2008, 4/2008, 6/2008 και 7/2008, ημερομηνίας 11.05.09). Οι ατομικές συνθήκες του παραβάτη δικαιολογούν την εξισορρόπηση της ποινής ώστε να μη συνιστά μόνο τιμωρία για το έγκλημα, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλέπε Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέα Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95).

 

Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση παρατηρώ ότι ο κατηγορούμενος καταπάτησε κατάφωρα το συνταγματικό δικαίωμα της κατοχής και απόλαυσης περιουσίας της παραπονούμενης, επιδεικνύοντας ασέβεια και θράσος. Τέτοια συμπεριφορά μόνο καταδικαστέα μπορεί να είναι αφού διαβρώνει το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.

 

Επίσης λαμβάνεται υπόψη η ταλαιπωρία και ανησυχία που προφανώς προκλήθηκε ως αποτέλεσμα της δράσης του κατηγορουμένου.

 

 

Σε κάθε περίπτωση προς όφελος του κατηγορουμένου για σκοπούς μετριασμού της ποινής στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου τα εξής:

 

  1.  Λαμβάνω υπόψη μου τον ερασιτεχνικό τρόπο δράσης του όπως αυτός αναφέρθηκε από την Υπεράσπιση και δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή.

 

  1.  Το ότι δεν έχει αποκομίσει  όφελος ή κέρδος σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 2 αφού η κλοπιμαία περιουσία σύμφωνα με την υπεράσπιση παρέμεινε στη σκηνή.  Η θέση αυτή, παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε, λαμβάνεται υπόψη προς μετριασμό της ποινής του Κατηγορουμένου. Σίγουρα παρέχονται περιθώρια για επιεικέστερη μεταχείριση εκεί όπου εν τέλει ο κατηγορούμενος δεν αποκομίζει οποιασδήποτε μορφής όφελος.

 

 

  1. Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, στο βαθμό που αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη σε τέτοιου είδους κατηγορίες, όπως αυτές εκτέθηκαν από την εκπαιδευτή συνήγορο υπεράσπισης. Σήμερα φαίνεται να είναι 34 ετών και βρίσκεται μόνος του στην Κύπρο χωρίς να έχει κοντά του την οικογένεια του η οποία αυτή την στιγμή βρίσκεται στην Αργεντινή, γεγονός που σίγουρα δεν αφήνει αδιάφορο το Δικαστήριο. Την ίδια όμως στιγμή πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, όπου διαπράττονται σοβαρά αδικήματα για τα οποία πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας έτσι ώστε, όπως προηγουμένως έχει λεχθεί, με την εξατομίκευση της ποινής να μην υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής (Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104, Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438 και Μιχαήλ. Ψύλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).

 

 

  1. Την παραδοχή του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο, με την οποίαν εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος που αχρείαστα θα αναλωνόταν για την εκδίκαση κάθε μίας περίπτωσης. Αυτή η στάση με βάση τη νομολογία πρέπει να αμείβεται επειδή αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Χαρτούμπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Βασιλείου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014 ημερ. 15.06.15).

 

  1. Την συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές και την παραδοχή του σε αυτές της αξιόποινης συμπεριφοράς του βοηθώντας έτσι προφανώς στην εξιχνίαση της υπόθεσης, γεγονός που δεικνύει και την μεταμέλεια του. Η αναφορά αυτή της συνηγόρου υπεράσπισης δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Σίγουρα το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η συνεργασία του Κατηγορούμενου διευκόλυνε την εξιχνίαση των αδικημάτων του κατηγορητηρίου αυτής της υπόθεσης (βλ. Geoffrey Michael John Pernell v Alan Carl Ford (1998) 2 Α.Α.Δ. 417, Χαράλαμπος Θεοδουλίδης ν Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (1998) 2 Α.Α.Δ. 458, Κώστας Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632Stelios Αntoniou ν Police (1983) 2 C.L.R. 319, Kyriacos Georghiou Kakouris v The Police (1972) 2 C.L.R. 42).

 

 

  1. Το γεγονός ότι από την σύλληψη του, τελεί υπό κράτηση ως υπόδικος, ήτοι από την 09/02/2024.

 

 

  1.  Ότι ο Κατηγορούμενος, στην ηλικία των 34 ετών, είναι λευκού ποινικού μητρώου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Λεωνίδα Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Nicholas Stratos a. a. v Police V17 C.L.R. 73, Γεώργιος Χατζηνικολάου ν Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).

 

  1. Την πρόθεση του να καταβληθούν τα έξοδα απέλασης από την οικογένεια του αυτός εκτίσει την ποινή την οποία θα του επιβάλει το Δικαστήριο, γεγονός που δεικνύει την πρόθεση του να μετριάσει τις συνέπειες των πράξεων του.

 

  1. Το ότι δεν βρίσκεται κρατούμενος στις κεντρικές φυλακές αλλά σε άλλο χώρο κράτησης ένεκα των θρησκευτικών του πεποιθήσεων ως τις εξήγησε η συνήγορος του, γεγονός το οποίο του στερεί διάφορα πλεονεκτήματα που θα είχε αν βρισκόταν στις Κεντρικές Φυλακές ως , η ύπαρξη χώρων για άθληση, βιβλιοθήκης κα. 

 

  1. Γενικά, λαμβάνω υπόψη μου οτιδήποτε άλλο έχει αναφερθεί ή τεθεί ενώπιον μου και αποτελεί ελαφρυντικό στοιχείο για τον κατηγορούμενο.

 

Όμως, η επιείκεια η οποία θα επιδειχθεί λόγω των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορούμενου και των υπόλοιπων μετριαστικών παραγόντων που επικαλείται η υπεράσπιση, δεν πρέπει να καταστίσει την ποινή που το Δικαστήριο θα επιβάλει ανεπαρκή και να στείλει λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία.

 

Καθοδηγούμενος από την σχετική επί του θέματος νομολογία και συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω περιλαμβανομένων των δεδομένων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, χωρίς παράλληλα να παραγνωρίζονται οι προαναφερόμενοι ελαφρυντικοί παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Ειδικότερα, η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως αυτή πηγάζει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, καθιστά αναπόφευκτη την επιβολή στον κατηγορούμενο ποινή στερητική της ελευθερίας του.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι παρόλο που όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας και συχνότητας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και των περιστατικών της υπόθεσης αυτής, για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν σίγουρα το ύψος αλλά όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Καταληκτικά επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι εξής ποινές:

1η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     14 μηνών

2η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     8 μηνών

3η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     3 μηνών

4η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     3 μηνών

6η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     5 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου θα εξετάσω τώρα (παρά το γεγονός ότι δεν έγινε τέτοια εισήγηση) εάν η ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να οδηγήσει στην άμεση φυλάκιση του ή δύναται να ανασταλεί δυνάμει των διατάξεων του Περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72.

 

Με το Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε την πιο πάνω νομοθεσία, η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς όπως προνοείται μέσα από το άρθρο 3(2) το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου (βλέπε επίσης Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09).

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 τέθηκαν τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση αυτή είναι χαρακτηριστικό και ομιλεί από μόνο του:

“Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν.41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας. Ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή (βλ. Sentencing in Cyprus του κ. Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λ. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).”

 

 

 

Κατόπιν μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών συνθηκών του Κατηγορούμενου, κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ή παράγοντας που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγής για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Ειδικότερα έχω λάβει υπόψη μου τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι αυτά είναι τέτοια που θα έκλιναν την πλάστιγγα προς την κατεύθυνση της αναστολής εκτέλεσης των ποινών.

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγράψει την σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, για τα οποία εν πάση περιπτώσει η νομολογία υποδεικνύει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Τυχόν μη επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας υπό το φως της σοβαρότητας που διέπει τα αδικήματα αυτά αλλά και της αρχής ότι στα αδικήματα που επιβάλλονται ποινές αποτρεπτικής φύσεως οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων είναι ήσσονος σημασίας (Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438), θα ισοδυναμούσε με επικρότηση της παρανομίας.

 

Παρόλα αυτά, όπως έχει ήδη λεχθεί, όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη για τη δραστική μείωση της ποινής που του επιβλήθηκε (βλέπε άρθρο 3(2) του Περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72, Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Λεωνίδου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 663).

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, έχει σε πάρα πολλές αποφάσεις του, τονίσει ότι, δεν ενδείκνυται η αναστολή της ποινής φυλάκισης, όταν το αδίκημα ή τα αδικήματα που αφορούν την υπόθεση, βρίσκονται σε έξαρση και η τιμωρία ενός συγκεκριμένου παραβάτη, είναι επιπρόσθετα το μέσο, να αποτραπούν άλλοι πιθανοί παραβάτες από την διάπραξη τους, διότι, η προστασία του δημοσίου συμφέροντος είναι υπεράνω των οποιονδήποτε προσωπικών περιστάσεων του (βλ. Σ. Π. Ε. Λακατάμιας- Δευτεράς Λτδ. ν Δράκου, Ποινική Έφεση Αρ.129/2015, 15/11/2017).

 

Νοείται ότι στην έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα ποινική υπόθεση λαμβάνεται υπόψη η περίοδος που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, ήτοι από τις 09/02/2024.

 

 (Υπ.) ......................................

                                                                                          Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο