ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Μ. Παπαλλά, Ε.Δ.                             

  Αρ. Υπόθεσης: 7880/19

Μεταξύ:

Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου                                                       

                                                   v.

                                    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΛΑΟΝΤΑΣ

                                                                                                                 Κατηγορούμενος

                                                                                                                       

Ημερομηνία:              12 Απριλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή:         κος Ν. Νεοκλέους

Για Κατηγορούμενη:               κος Χρ. Χατζηλοϊζου

Κατηγορούμενος:                   παρών

 

                                                ΠΟΙΝΗ

Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, στις πιο κάτω  κατηγορίες:

 

1)    Πλαστογραφία, κατά των άρθρων 331, 333 και 335 του Κεφ. 154 (Κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 5)

2)    Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 332, 333, 335 και 339 του Κεφ. 154 ( Κατηγορίες 6, 7, 8, 9, 10,).

3)    Πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 341 και 335 του Κεφ. 154. (Κατηγορίες 11 και 12)

 

Σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υιοθέτησε τις λεπτομέρειες των αδικημάτων .

 

Σύμφωνα με αυτές, ο κατηγορούμενος μεταξύ διάφορων ημερομηνιών που φαίνονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, κατά το έτος 2018 ( κατηγορίες 1 – 5) κατάρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση, δηλαδή αφού φωτοτύπησε το ιατρικό πιστοποιητικό έντυπο της αστυνομίας (175 Α) που του παραχωρήθηκε στις 31/07/2018 από τον Δρ. Αττιπά και το οποίο αφορούσε άδεια ασθενείας του για τις ημερομηνίες 31/07 – 03/08/2018 και με διάγνωση έλκος στομάχου, το αλλοίωσε αφού έκαμε επέμβαση με αλλαγές και διορθώσεις , δηλαδή ως διάγνωση έγγραψε γαστρεντερίτιδα, με ισχύ σε διάφορες περιόδους του 2018 που φαίνονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 1 έως 5. Τα εν λόγω έγγραφα που αφορούν τις κατηγορίες 1 μέχρι 5, ο κατηγορούμενος τα έθεσε σε κυκλοφορία, παρουσιάζοντας τα γνήσια ενώ στην πραγματικότητα ήταν πλαστογραφημένα.  (κατηγορίες 6 έως 10). Τέλος σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 11 και 12 , ο κατηγορούμενος με ψευδείς και δόλιες παραστάσεις ως προς τον χαρακτήρα , το περιεχόμενο ή την ισχύ του εγγράφου προκάλεσε άλλο να υπογράψει να εκτελέσει τα πλαστά ιατρικά πιστοποιητικά ασθενείας της Αστυνομίας με αποτέλεσμα να του παραχωρηθεί άδεια ασθενείας κατά τις ημερομηνίας που καταγράφονται στα εν λόγω πιστοποιητικά ασθενείας. (Κατηγορίες 11 και 12).

 

Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής δεν έχει προηγούμενες καταδίκες. 

 

 

 

 

Λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ετοιμάστηκε έκθεση από το Γραφείο Ευημερίας (Έγγραφο Α). Σύμφωνα  με το περιεχόμενο της, ο κατηγορούμενος είναι 43 ετών, αστυφύλακας σε διαθεσιμότητα. Έχει δυο παιδιά ηλικίας 15 και 13 ετών από το γάμο του και ένα παιδί 6 ετών το οποίο αποκτήθηκε από εκτός γάμου σχέση. Εργάζεται από το 2002 ως αστυφύλακας και από το 2018 μέχρι σήμερα βρίσκεται σε διαθεσιμότητα λόγω της παρούσας ποινικής υπόθεσης. Το 2007 ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με αποτέλεσμα να υποστεί απώλεια όρασης αριστερού οφθαλμού.

 

Χωρίς να αμφισβητήσει επί της ουσίας τους τα γεγονότα που εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορουμένου κάλεσε το Δικαστήριο να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

1)       Τα όσα εκτίθενται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας σε σχέση με τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις. Περαιτέρω σημείωσε ότι ο κατηγορούμενος τώρα βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγο του, ενώ τόνισε ιδιαίτερα ότι είναι πατέρας τριών παιδιών τα οποία χρειάζονται την βοήθεια του.

2)     Το ότι ο κατηγορούμενος πλήρωσε ακριβά τις συνέπειες των πράξεων του, αφού ένεκα των αδικημάτων που διέπραξε οδηγήθηκε σε διάσταση με τη σύζυγο του, ενώ ταυτόχρονα τέθηκε και σε διαθεσιμότητα όλη αυτή την περίοδο ενώ ταυτόχρονα ένεκα αυτής της κατάστασης, ο μισθός του μειώθηκε περίπου στο μισό και λαμβάνει €780=, έχοντας απωλέσει μισθούς περί τις €50.000 όλη αυτή την περίοδο. 

3)    Την πάροδο 5 ½  χρόνων από τη διάπραξη των αδικημάτων.

4)    Το Λευκό του ποινικό μητρώο.

5)    Τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει με την όραση του.

6)    Τις συνέπειες που θα έχει από την πειθαρχική δίωξη στην αστυνομία.

7)    Την παραδοχή του, γεγονός που δείχνει ότι αναγνώρισε το λάθος του.

8)    Την απολογία του.

9)    Κάλεσε τέλος το Δικαστήριο να αναστείλει την οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης αφού συντρέχουν προς τούτο όλες οι προϋποθέσεις.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα για τα οποία ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι διέπραξε είναι σοβαρά. Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων φαίνεται, κατ’ αρχήν, από τις προβλεπόμενες στην σχετική νομοθεσία ποινές. Το ύψος της ποινής που προβλέπεται στο νόμο ως η μέγιστη ποινή για κάθε αδίκημα αποτελεί ένδειξη της σοβαρότητας του και παράγοντα που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Λεβέντης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632 και Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας v. Χρυσοστόμου κ.α. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Συγκεκριμένα, τα αδικήματα  πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου τιμωρούνται έκαστο δυνάμει των άρθρων 331, 332, 333, 335 και 339 Κεφ.154 με ποινή φυλάκισης 3 ετών. Σε σχέση με το αδίκημα πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις , κατά παράβαση των άρθρων 341 και 335 του Κεφ. 154, αυτό τιμωρείται επίσης με ποινή φυλάκισης 3 ετών. 

 

Τα αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου θεωρούνται σοβαρά για τον επιπλέον λόγο ότι ενέχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών, οργανισμών και ατόμων (Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ματθαίου άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Η φύση του είδους του πλαστογραφημένου εγγράφου που χρησιμοποιείται και τίθεται σε κυκλοφορία σκοπεύει να δημιουργήσει μια εσκεμμένη πλασματική εικόνα και παράλληλα να παραπλανήσει το νομικό πρόσωπο ή το άτομο προς το οποίο προορίζεται. Πρόκειται για αδικήματα που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους, όπως είναι η Κύπρος. Η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών ενισχύεται ακόμη από το γεγονός ότι η διάπραξη τους παρουσιάζει ανησυχητική έξαρση στο νησί, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις διάφορες υποθέσεις που συχνά καταχωρούνται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μάλιστα πολλές από αυτές υπό την μορφή των εκτάκτων περιπτώσεων αναγκάζοντας το Δικαστήριο να διακόπτει το βαρυφορτωμένο πρόγραμμα του προκειμένου να τις επιληφθεί.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων στη βάση των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών που τα διέπουν καλούν την επιβολή αυστηρών ποινών με αποτρεπτικό χαρακτήρα. Είναι γι’ αυτό που τα Δικαστήρια, μέσα από επισημάνσεις και υποδείξεις της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντιμετωπίζουν τέτοιας φύσης αδικήματα με αυστηρότητα μέσω της επιβολής  αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια αναχαίτισης τους και προστασίας της κοινωνίας. Η ανάγκη επιβολής αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής δημιουργεί τις συνθήκες για επιβολή ποινής στερητικής ελευθερίας του παραβάτη.

 

Στην υπόθεση Δημητρίου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 46 που αφορούσε τη διάπραξη των αδικημάτων κλοπής επιταγής Λ.Κ.£52,80 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας) των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων και πλαστοπροσωπίας, κατόπιν ομολογίας στην αστυνομία, παραδοχής και αποζημίωσης του δικαιούχου επιβλήθηκαν σε άτομο ηλικίας 52 ετών, πατέρα 4 παιδιών που αποζημίωσε τον παραπονούμενο, αφού λήφθηκε υπόψη μία προηγούμενη καταδίκη σε παρόμοιες υποθέσεις, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3, 6, 6, 3 και 4 μηνών αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία, παρόλο ότι παρήλθαν πέραν των 3 ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής και εν τω μεταξύ ο εφεσείοντας συνήψε γάμο και εξασφάλισε μόνιμη εργασία.

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 206 συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκαν στον γραμματέα της Σ.Π.Ε. Επιφανείου και παράλληλα εκλελεγμένο κοινοτάρχη του χωριού, ηλικίας 60 ετών, πατέρα 3 ενήλικων παιδιών, ο οποίος απολύθηκε από την εργασία του εξ’ αιτίας της καταδίκης του και δεν επανεκλέγηκε στη θέση του κοινοτάρχη στις κοινοτικές εκλογές που ακολούθησαν, με λευκό ποινικό μητρώο, χωρίς να έχει αποκομίσει οικονομικό όφελος, κατόπιν παραδοχής και μεταμέλειας, με εξάλειψη των συνεπειών των αδικημάτων από το 2004 όταν πώλησε δική του ακίνητη περιουσία αποπληρώνοντας το ποσό του ελλείμματος που δημιουργήθηκε και ανερχόταν στις Λ.Κ.£70.000 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας), ύπαρξη ψυχολογικών προβλημάτων και άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας, ο οποίος διέπραξε 3 κατηγορίες πλαστογραφίας, μειώθηκαν σε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 6 μηνών σε κάθε κατηγορία.

 

Επίσης στην υπόθεση Κουμίδου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 209 σε άτομο που διέπραξε τα αδικήματα πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, το οποίο συνεργάστηκε με την αστυνομία, αποζημίωσε τον παραπονούμενο, παραδέχτηκε αμέσως τα αδικήματα, με σοβαρές συνέπειες στη ζωή της και στην καριέρα της αφού είχε απολυθεί από την εργασία της και με πολλούς προσωπικούς παράγοντες να επενεργούν υπέρ της, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 9 μηνών, οι οποίες όμως αναστάληκαν κατ’ έφεση.

 

Επιπλέον στην υπόθεση Καλαθά v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 658 ποινή άμεσης φυλάκισης 14 μηνών σε κατηγορία πλαστογραφίας συμβολαίου ενοικιαγοράς και κυκλοφορίας ιδίου εγγράφου καθώς και 9 μηνών σε κατηγορία απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, ποσού £8.000 με το οποίο χρηματοδοτήθηκε η ενοικιαγορά σε άτομο που ήταν πατέρας τεσσάρων παιδιών ηλικίας 10-18 ετών, μειώθηκε κατ’ έφεση σε 9 μήνες στις δύο πρώτες κατηγορίες και σε 6 μήνες στην τρίτη κατηγορία.

 

Η έννοια της επιβολής αποτρεπτικών ποινών εξηγήθηκε στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

“Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.”

 

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση καθώς και εκείνων που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Το ότι τα υπό εκδίκαση αδικήματα είναι σοβαρά δεν ατονεί το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής (βλέπε Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Όπως εξάλλου επισημάνθηκε στην υπόθεση Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135:

“Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη. όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη [Βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 194].”

 

Η διαδικασία όμως εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλέπε Καλανίδης v. Αστυνομίας, Τσιβιτσώφ v. Αστυνομίας, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Καλανίδη και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τσιβιτσώφ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 3/2008, 4/2008, 6/2008 και 7/2008, ημερομηνίας 11.05.09). Οι ατομικές συνθήκες του παραβάτη δικαιολογούν την εξισορρόπηση της ποινής ώστε να μη συνιστά μόνο τιμωρία για το έγκλημα, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλέπε Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέα Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95).

 

 

Προς όφελος του Κατηγορουμένου για σκοπούς μετριασμού της ποινής του στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου τα εξής:

  1. Το λευκό ποινικό μητρώο του.
  2. Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, στο βαθμό που αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη σε τέτοιου είδους κατηγορίες, όπως αυτές εκτέθηκαν μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (βλ. ανωτέρω) αλλά και αναφέρθηκαν από το συνήγορο υπεράσπισης και ιδιαίτερα το γεγονός ότι είναι πατέρα τριών ανήλικων παιδιών. Την ίδια όμως στιγμή πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, όπου διαπράττονται σοβαρά αδικήματα για τα οποία πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας έτσι ώστε, όπως προηγουμένως έχει λεχθεί, με την εξατομίκευση της ποινής να μην υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής (Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104, Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438 και Μιχαήλ. Ψύλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).
  3. Την παραδοχή του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο, με την οποίαν εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος που αχρείαστα θα αναλωνόταν για την εκδίκαση κάθε μίας περίπτωσης. Αυτή η στάση με βάση τη νομολογία πρέπει να αμείβεται επειδή αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Χαρτούμπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Βασιλείου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014 ημερ. 15.06.15).
  4. Την απολογία του.
  5. Τις συνέπειες που έχει υποστεί μέχρι τώρα ένεκα των πράξεων του και ιδιαίτερα ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα όλη αυτή την περίοδο ενώ ταυτόχρονα ένεκα αυτής της κατάστασης, ο μισθός του μειώθηκε περίπου στο μισό και λαμβάνει €780=, έχοντας απωλέσει μισθούς περί τις €50.000 όλη αυτή την περίοδο. 
  6. Τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει με την όραση του. Αναμφίβολά το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το δεδομένο αυτό, πλην όμως δεν προκύπτει ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης θα προκαλούσε ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού και θα συνιστούσε άνευ ετέρου απάνθρωπη μεταχείριση ή η επιβολή ποινής φυλάκισης θα επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας του (βλέπε Adli Yousef  El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ.536 και  Παντελής Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 37/13, ημερομηνίας 17/12/2013).
  7. Τις συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει αντιμετωπίσει από την πειθαρχική του δίωξη (βλ. Θεοχάρους Θεοχάρης ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575).
  8. Η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής, είναι ένας παράγοντας που από μόνος του λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην επιβολή της ποινής, ιδιαίτερα αν η σοβαρότητα του αδικήματος δικαιολογεί την επιβολή ποινής φυλάκισης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 358 και Μυροφόρα ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 84). Όπου όμως ο κατηγορούμενος ευθύνεται για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης δεν μπορεί να την επικαλείται ως ελαφρυντικό παράγοντα (Γεώργιος Τσιόλης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 154, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πεγειώτη και άλλης (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617 και Γενικός Εισαγγελέας v. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223).

 

Το Δικαστήριο δεν αγνοεί τον συνολικό χρόνο που διέρρευσε από την ημερομηνία που διαπιστώθηκε η διάπραξης των αδικημάτων του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα που καλείται να επιβάλει ποινή, τον οποίο και λαμβάνει υπόψη. Όπως και να έχει, δεν έχω διαπιστώσει ότι ο Κατηγορούμενος ευθύνεται για τον χρόνο που έχει διαρρεύσει.  Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος που διέρρευσε θα έχει, επομένως, αντίκρισμα στην επιβληθεισόμενη ποινή, όχι, όμως, σε βαθμό που να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των υπό τιμωρία αδικημάτων.

 

  1. Τα όσα γενικά αναφέρθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης προς μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου.

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω περιλαμβανομένου των δεδομένων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, χωρίς παράλληλα να παραγνωρίζονται οι προαναφερόμενοι ελαφρυντικοί παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Ειδικότερα, η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως αυτή πηγάζει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, καθιστά αναπόφευκτη την επιβολή στον κατηγορούμενο ποινή στερητικής της ελευθερίας της.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι παρόλο που όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας και συχνότητας διάπραξης των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και των περιστατικών της υπόθεσης αυτής, για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν το ύψος αλλά όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Καταληκτικά επιβάλλεται στην κατηγορούμενη οι εξής ποινές:

1η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

2η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

3η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

4η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

5η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

6η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

7η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

8η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

9η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

10η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

11η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

12η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Έχοντας καταλήξει στις πιο πάνω ποινές φυλάκισης, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η αναστολή τους, όπως ήταν και η εισήγηση της υπεράσπισης.

 

Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».

 

Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373)

 

Οι αρχές για αναστολή ποινής φυλακίσεως έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπω ενδεικτικά στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Μελέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1Δημοκρατία ν. Δημητρίου Παντελή (1974) 2 C.L.R. 45, Athanasiou vRepublic (1978) 2 C.L.R. 17, Koukos vPolice (1986) 2 C.L.R. 1, Republic vGeorgiou (1989) 2 Α.Α.Δ. 31Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 .

 

Όπως έχει αναφερθεί στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (πιο πάνω), οι ακόλουθοι είναι παράγοντες που λαμβάνονται υπ' όψιν στην απόφαση του κατά πόσο θα ανασταλεί η ποινή φυλακίσεως:

 

(α)       Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του εγκλήματος.

 

(β)       Το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτη για την ανάγκη αποτροπής.

 

(γ)        Η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

 

(βλ. επίσης Σκεύη Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22).

 

Πέραν των πιο πάνω, στην πρόσφατη απόφαση Δάφνη Αριστοδήμου v. ΔημοκρατίαECLI:CY:AD:2017:D311, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017, Ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311 έγινε αναφορά στον τρόπο άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης και λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ' όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά ως αναφέρθηκε ανωτέρω, ενώ σημειώνεται ότι αυτά βρίσκονται σε έξαρση.

 

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνω υπόψη μου το λευκό του ποινικό μητρώο, κάτι το οποίο του δίνει το δικαίωμα να έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης, όπως επίσης και την παραδοχή του στο Δικαστήριο. Επίσης, λαμβάνω υπόψη μου ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό στη ζωή του για το οποίο έχει ήδη υποστεί συνέπειες στην εργασία του αφού σήμερα βρίσκεται σε διαθεσιμότητα.

 

Επίσης, υπόψη μου θα λάβω τον χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που ανέρχεται στα 5 ½ περίπου χρόνια.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο. 

 

Ως εκ τούτου οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν αναστέλλονται για περίοδο τριών ετών από σήμερα. Η αναστολή ποινής φυλάκισης, άλλωστε, ναι μεν λειτουργεί ως δεύτερη ευκαιρία, επικρέμαται δε, πάνω από τους Κατηγορούμενους, ως δαμόκλειος σπάθη η φυλάκιση, αν εμπλακούν στην όποια εγκληματική δραστηριότητα (Louka v. The Republic (1986) 2 CLR 141).

 

(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).

 

 

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο