ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Μ. Παπαλλά, Ε.Δ.        

  Αρ. Υπόθεσης: 8962/23

Μεταξύ:

            Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

v.

 

Petko Dimitrov

                                                                             Κατηγορουμένου

                                                                                                                       

Ημερομηνία: 15 Μαΐου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή:         κα Σ. Παπαλαζάρου

Για Κατηγορούμενο: κα Α. Σαββίδου

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΠΟΙΝΗ

Ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, στις πιο κάτω κατηγορίες:

 

1)    Διάρρηξη κατοικίας κατά την διάρκεια της νύχτας, κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α) του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες, ο κατηγορούμενος την 18/09/2023 στην Πάφο, διέρρηξε και εισήλθε στην κατοικία συγκεκριμένου προσώπου και διέπραξε μέσα σε αυτή το κακούργημα της κλοπής που περιγράφεται στη δεύτερη κατηγορία.( 1η κατηγορία)

2)    Κλοπή από κατοικία, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 266(β) του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία, έκλεψε από την κατοικία που περιγράφεται στην 1η κατηγορία διάφορα αντικείμενα , περιουσία συγκεκριμένου προσώπου συνολικής αξία €2120= (2η κατηγορία).

3)    Παράνομη κατοχή περιουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 309 του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες , ο κατηγορούμενος την 05/10/2023 στην Πάφο, είχε στην κατοχή του περιουσία για την οποία υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαία, ήτοι ένα χρυσό σταυρό με την αλυσίδα του.(5η κατηγορία)

 

Σε σχέση τώρα με τις κατηγορίες 3 και 4 που αφορούσαν κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και κλοπής από κατοικία, η κατηγορούσα Αρχή καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης για αυτές.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής έχουν συνοπτικά ως εξής:

 

Την 18.9.23 καταγγέλθηκε ότι στην καταγγελία στην οδό [ ] 6 στην Κάτω Πάφο κλάπηκαν μετά από διάρρηξη διάφορα αντικείμενα,  όλα συνολικής αξίας €2120 ευρώ. Μετά την καταγγελία του Παραπονουμένου η Αστυνομία έκανε επιτόπιες εξετάσεις όπου διαπιστώθηκε ότι η είσοδος επιτεύχθηκε από παράθυρο της κουζίνας το οποίο ήταν κλειστό αλλά ανασφάλιστο και η έξοδος επιτεύχθηκε από κύρια πόρτα την οποία ο δράστης ξεκλείδωσε από μέσα. Από περαιτέρω εξετάσεις εντοπίστηκε κρυμμένη κάτω από δέντρο τσάντα όπου μέσα υπήρχαν τα κλοπιμαία αντικείμενα, εκτός από €300 σε μετρητά. Όλα τα ανευρεθέντα φωτογραφήθηκαν και παραδόθηκαν στον Παραπονούμενο.

Το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης το οποίο υπήρχε στο πιο πάνω συγκρότημα παραλήφθηκε από την Αστυνομία, αξιολογήθηκε και μέσα από αυτό αναγνωρίστηκε ο Κατηγορούμενος. Εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης το οποίο και εκτελέστηκε. Μέσα από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης φαίνεται ο Κατηγορούμενος να φορεί άσπρο καπέλο και να έχει καλυμμένο το πρόσωπο του και να μπαίνει από το παραθυράκι της κουζίνας και στη συνέχεια να εξέρχεται από την κύρια είσοδο της κατοικίας. Όταν συνελήφθηκε οδηγήθηκε στην Αστυνομία και με γραπτή του συγκατάθεση παραλήφθησαν παρειακά επιχρίσματα. Επίσης από έλεγχο που του έγινε, υπήρχε στην κατοχή του ένας σταυρός χρυσός με αλυσίδα για τον οποίο δεν έδωσε καμία εξήγηση. Αφού παραλήφθηκε ο συγκεκριμένος σταυρός από την Αστυνομία, εντοπίστηκε η ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου σταυρού και της παραδόθηκε.

Τέλος σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η εκπρόσωπος της κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος βαρύνεται με  μια προηγούμενη καταδίκη με ημερομηνία καταδίκης την 10.2.23 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην ποινική υπόθεση 3042/22 σε σχέση με αδικήματα παράνομης χρήσης και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, , κατοχής επιθετικών όπλων, παράνομης κατοχής περιουσίας, διάρρηξης και κλοπής για τα οποία επιβλήθηκε μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης, αυτή των 14 μηνών η επιμέτρηση της οποία μετρούσε από την 27/05/22.  Ο κατηγορούμενος μετά την επιβολή της πιο πάνω ποινής, αποφυλακίστηκε την 20/03/2023 από τις κεντρικές φυλακές με προεδρική χάρη και οφείλει ακόμα 43 ημέρες. Τα πιο πάνω προκύπτουν τόσο από τις αναφορές της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής όσο και από το περιεχόμενο του Δικαστηριακού φακέλου στον οποίο υπάρχει καταχωρημένο το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου για την πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση το οποίο λήφθηκε υπόψη στα πλαίσια του αιτήματος κράτησης του Κατηγορούμενου.

Στον φάκελο του Δικαστηρίου βρίσκεται και η Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ημερομηνίας 17/10/23 (Έγγραφο Α), σύμφωνα με την οποία, ο κατηγορούμενος είναι 25 ετών και πατέρας δυο ανήλικων παιδιών ηλικίας 2 ετών και 9 μηνών σήμερα. Κατάγεται από τη Βουλγαρία, ενώ έφτασε στην Κύπρο το 2018 για βιοποριστικούς λόγους. Ο κατηγορούμενος και η σύντροφος του δεν διαθέτουν ακίνητη ή κινητή περιουσία στην Κύπρο, ούτε δάνεια. Το εισόδημα του πριν από τη σύλληψη του ανέρχεται στα €700 μηνιαίως από περιστασιακή απασχόληση σε οικοδομές. Η σύντροφος του δεν εργάζεται γιατί ανέλαβε την φροντίδα και φύλαξη των ανήλικων παιδιών της.

Χωρίς να αμφισβητήσει επί της ουσίας τους τα γεγονότα που εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, η ευπαίδευτη συνήγορος υπεράσπισης κάλεσε το Δικαστήριο μέσω της αγόρευσης της να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

(1)        Την παραδοχή του στο Δικαστήριο η οποία όπως ανέφερε ήταν άμεση αμέσως μετά την διακοπή των κατηγοριών 3 και 4.

(2)         Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορούμενου ως περιγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας την οποία ουσιαστικά υιοθέτησε. Ειδικότερα αναφέρθηκε, ότι ουσιαστικά ο κατηγορούμενος συντηρεί τρία παιδιά ένα της συντρόφου του από προηγούμενη σχέση της και τα δυο βιολογικά του παιδιά . Κάλεσε επίσης το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν ως οικογένεια μια δύσκολη οικονομική κατάσταση και ότι η σύντροφος του δεν εργάζεται για να συντηρεί τα παιδιά. 

(3)         Το ότι δεν τέθηκε σε κίνδυνο το οποιοδήποτε πρόσωπο από τις πράξεις του Κατηγορούμενου.

(4)         Κάλεσε επίσης το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την απουσία προσχεδιασμού και να λάβει υπόψη του τον τρόπο που βρέθηκαν τα κλοπιμαία. 

(5)        Το ότι ουσιαστικά δεν επήλθε ουσιαστική ζημιά στον παραπονούμενο αφού το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας ανευρέθηκε ενώ ταυτόχρονα για τα €300 ευρώ που δεν επεστράφησαν, ο κατηγορούμενος αποδέχεται την έκδοση διατάγματος αποζημίωσης.

(6)         Το ότι τελεί υπό κράτηση από την 09/10/2023.

(7)          Τέλος κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι στη βάση της αρχής της συνολικότητας θα κληθεί να εκτίσει ακόμα 43 μέρες από την ποινή για την οποία του δόθηκε προεδρική χάρη.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος  παραδέχτηκε ότι διέπραξε είναι πολύ σοβαρά. Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων αντανακλάται, κατ’ αρχήν, μέσα από τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Το ύψος της ποινής που προβλέπεται στο νόμο ως η μέγιστη ποινή για κάθε αδίκημα αποτελεί ένδειξη της σοβαρότητας του και παράγοντα που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Λεβέντης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632 και Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας v. Χρυσοστόμου κ.α. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Σε σχέση με την κατηγορία της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, κατά παράβαση των άρθρων 291 και 292(α) του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων  (1η κατηγορία). Σε σχέση με την κατηγορία της κλοπής από κατοικία, κατά παράβαση του άρθρου 255 και 266 (β) του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων. (2η κατηγορία). Τέλος σε σχέση με την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 309 του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος υπόκειται σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.(5η κατηγορία)

 

To γεγονός της παραπομπής της υπόθεσης αυτής, για συνοπτική εκδίκαση, ήτοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και όχι ενώπιον Κακουργιοδικείου, μετά από συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, o οποίος, προφανώς και θεωρεί, ένεκα της προαναφερόμενης συγκατάθεσης του, ότι, η ποινή που μπορεί να επιβληθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, είναι, φυλάκιση μέχρι πέντε έτη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Cham κ. α. (1993) 2 Α.Α.Δ. 129), αποτελεί επαρκή τιμωρία για την συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Chafari v Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442). Εντούτοις, όπως έχει επαναβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσα από την απόφαση του στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Μυλωνας, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, 14/12/2018, ένα τέτοιο γεγονός, δεν καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά: «Το Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και όχι την ανώτατη ποινή που το ίδιο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442). Η ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Νόμος συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης με στόχο τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής που θα επιβληθεί (Δημοκρατία ν. Κυριάκου & άλλου (1990) 2 ΑΑΔ 264, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9.) Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.». Μάλιστα, όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο δια του έντιμου, Δ. Α. Δ., ως ήταν τότε, Π. Καλλή, στην υπόθεση Chafari v Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, «κατά την επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις Κακουργιοδικείου, οι οποίες παραπέμπονται για συνοπτική εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και να επιβάλει αν τα γεγονότα και περιστάσεις της υποθέσεως το απαιτούν ακόμη και το ανώτατο όριο της ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε συνοπτική διαδικασία - φυλάκιση 5 ετών»

 

Τα αδικήματα αυτά θεωρούνται αρκετά σοβαρά για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η συνδυασμένη διάπραξη τους παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερα ανησυχητική έξαρση στο νησί, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις πολλές υποθέσεις οι οποίες συχνά καταχωρούνται ενώπιον του Δικαστηρίου, μάλιστα πολλές από αυτές υπό την μορφή των εκτάκτων περιπτώσεων. Ιδιαίτερα πρόσφατα στην επαρχία Πάφου η ραγδαία αύξηση της συχνότητας διάπραξης των αδικημάτων της διάρρηξης, κλοπής καθώς και άλλων ομοειδών αδικημάτων έλαβε πολύ ανησυχητικές διαστάσεις.

 

Πρόκειται για αδικήματα που φανερώνουν ασέβεια και καταπατούν κατάφωρα τα συνταγματικά δικαιώματα της κατοχής και απόλαυσης περιουσίας. Επίσης, είναι αδικήματα που η διάπραξη τους προκαλεί αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες για επικράτηση της παρανομίας.

Είναι γεγονός ότι τέτοιου είδους αδικήματα προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104).

 

Στην υπόθεση Nabokov v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 381 παρατίθενται προγενέστερες αποφάσεις που αντικατοπτρίζουν την ανησυχητικά αυξητική τάση και έκταση διαρρήξεων και κλοπών στον τόπο μας:

“Στη Γ. Εισαγγελέας v. Cham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ. 129, αδικήματα διάρρηξης και κλοπής κατέστησαν, ως χαρακτηρίζεται, ‘μάστιγα για την κυπριακή κοινωνία…’, η οποία δεν μπορεί να αφεθεί ανέλεγκτη.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου Παναγίδη v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104 συνοψίζει την κρατούσα κατάσταση, όπως και το καθήκον της Δικαιοσύνης προς διαφύλαξη της έννομης τάξης (σελ. 105-106):

 

Η θλιβερή διαπίστωση είναι πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται, αντίθετα, έξαρση. Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφαλείας του πολίτη.

 

Τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά που διέπουν τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι διέπραξε καλούν την επιβολή αυστηρών ποινών με αποτρεπτικό χαρακτήρα. Είναι γι’ αυτό που τα Δικαστήρια, μέσα από επισημάνσεις και υποδείξεις της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντιμετωπίζουν τέτοιας φύσης αδικήματα με αυστηρότητα μέσω της επιβολής  αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια αναχαίτισης τους και προστασίας της κοινωνίας (Παναγιώτου (Αντάρτης) v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, AI - Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160 και Lungu κ.α. v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 545). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Φραντζίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77  είναι επιτακτική ανάγκη αυτού του είδους η εγκληματικότητα να ανακοπεί γιατί έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας.

 

Θεώρηση της νομολογίας επισημαίνει ότι για τα αδικήματα της διάρρηξης και κλοπής η συνήθης ποινή που επιβάλλεται είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών και συνήθως στερητικής της ελευθερίας στα αδικήματα διάρρηξης και κλοπής είναι ένας τρόπος πάταξης του φαινομένου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστάκη Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125, Francis Kenneth Smith and another v. The Police (1969) 2 C.L.R. 189, Yiannakou v. The Police (1982) 2 C.L.R. 37, Nicolaou and another v. The Republic (1982) 2 C.L.R. 156. Charitou v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 170, Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (1993) 2 C.L.R. 158 και Nabokov v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 381).

 

Στην υπόθεση Τσιλικίδης v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7/2013 ημερ. 26.03.13, ποινή φυλάκισης 3 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ηλικίας 23 ετών που διέπραξε 3 διαρρήξεις κατοικίας και 3 κλοπές από κατοικία σε διάστημα περίπου 6 μηνών μέσα από την οποία εγκληματική συμπεριφορά ερασιτέχνη αποκόμισε περιουσία σε τιμαλφή και μετρητά αξίας περίπου €64.000 χωρίς οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο να επιστραφεί στους δικαιούχους, κατόπιν παραδοχής, λευκού ποινικού μητρώου, απολογίας και συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές και που στο μεταξύ δημιούργησε δεσμό και απέκτησε παιδί ηλικίας 2 ετών κατά την επιβολή της ποινής, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ποινή σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυστηρή, όχι όμως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Στην υπόθεση Hussein v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 252/2018, 31/05/2019, το Ανώτατο Δικαστήριο, επικύρωσε την ποινή φυλάκισης που το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο (μετά από παραδοχή του), -ηλικίας τότε 47 ετών και πατέρα πέντε ανήλικων παιδιών, λευκού ποινικού μητρώου-, των τεσσάρων χρόνων (σε κάθε μία από τις δέκα κατηγορίες που αντιμετώπισε, οι οποίες διατάχθηκε να ήταν συντρέχουσες), για δεκαέξι συνολικά διαρρήξεις που έλαβαν χώρα σε διάστημα τριών χρόνων περίπου, από τις οποίες ο κατηγορούμενος αποκόμισε όφελος €30.000, χωρίς αποζημίωση των θυμάτων της παράνομης δράσης του, εφόσον τα κλαπέντα δεν ανευρέθηκαν.

 

Στην υπόθεση Nteni Bezanidis ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 57 και 58/2013 ημερ. 5/12/2013 επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης 3 ½ ετών σε υποθέσεις διαρρήξεων και μετά από παραδοχή και την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου για αντικείμενα που αφορούσαν €45.134,17 εκ των οποίων ανακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος αυτών.

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Ilie κ.α. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 180-182/2011 ημερ. 16.05.12, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών και 18 μηνών που επιβλήθηκαν σε 3 εφεσείοντες ηλικίας 54 ετών, πατέρα 2 παιδιών εκ των οποίων το ένα ανήλικο και με τη σύζυγο του να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, 21 ετών, πατέρα δύο ανήλικων παιδιών και με τη σύντροφο του να εγκυμονεί και 33 ετών που εκ γενετής αντιμετωπίζει πρόβλημα με το δεξί του αυτί και πατέρα 3 ανηλίκων παιδιών, που διέπραξαν τα αδικήματα της παράνομης κατοχής περιουσίας, διάρρηξης κατοικίας και κλοπής από αυτής το χρηματικό ποσό των €680 καθώς ρολόγια και χρυσαφικά αξίας περίπου €220, στην κατοχή των οποίων εντοπίστηκαν μερικά από τα κλοπιμαία αντικείμενα, κατόπιν παραδοχής, δεν κρίθηκαν υπερβολικές από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Επίσης στην υπόθεση Piliev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 587 ποινή φυλάκισης 2 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ηλικίας 32 ετών που διέπραξε 2 διαρρήξεις κατοικιών και κλοπές από αυτές όταν οι ιδιοκτήτες τους απουσίαζαν προσωπικών αντικειμένων και χρημάτων με μικρό μέρος των κλαπέντων αντικειμένων να ανευρίσκεται, λευκού ποινικού μητρώου, κατόπιν παραδοχής, μεταμέλειας, συνεργασία με τις ανακριτικές αρχές, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, άθλια οικονομική κατάσταση, χρήστη σκληρών ναρκωτικών που διέπραξε τα αδικήματα για να εξασφαλίσει χρήματα για τη δόση του ενεργώντας κάτω από τη φόρτιση συναισθημάτων. Ο συνήγορος τόνισε ιδιαίτερα τον εθισμό του εφεσείοντος, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, στα σκληρά ναρκωτικά, εθισμό από τον οποίο πέτυχε να αποστασιοποιηθεί μετά τη συνειδητοποίηση της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε. Αναφέρθηκε επίσης, στην επιθυμία του να επιστρέψει στην πατρίδα του, για να βοηθήσει την οικογένεια του και, συγκεκριμένα, το οκτάχρονο παιδί του και τη μητέρα του. To Εφετείο απέρριψε την Έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.  

 

Επιπλέον στην υπόθεση Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104 ποινές φυλάκισης 2 ετών και 2,5 ετών αντίστοιχα που επιβλήθηκαν στους εφεσείοντες ηλικίας 18 ετών και 38 ετών που μαζί με άλλους ομοεθνείς τους διέρρηξαν κατοικία εν καιρώ νυκτός από την οποία έκλεψαν Λ.Κ.£2.070 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κύπρου), $6.700 δολάρια Η.Π.Α. και άλλα χρηματικά ποσά σε νόμισμα Κίνας, Ινδονησίας και Βιετνάμ, από τα οποία κλαπέντα ποσά ανευρέθηκε μόνο το ποσό των Λ.Κ.£2.070, με λευκό ποινικό μητρώο, κατόπιν παραδοχής και χωρίς να είχε διωχθεί ο εγκέφαλος της διάπραξης των αδικημάτων, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Επιπροσθέτως στην υπόθεση Petrica v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 159/12 ημερ. 28.03.13 ποινή φυλάκισης 2 ετών που επιβλήθηκε σε 2 κατηγορίες διάρρηξης κτιρίου κατά τη διάρκεια νύχτας και κλοπής μειώθηκε κατόπιν προβληματισμού από το Ανώτατο Δικαστήριο σε 15 μήνες. Μείωση ποινής φυλάκισης από δύο χρόνια σε δεκαπέντε μήνες, επί τω ότι, ο εφεσείων ενδεχόμενα να αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη επιείκεια εάν η υπόθεση στην υπό κρίση έφεση, λαμβανόταν υπόψη σε εκδίκαση προηγούμενης  ποινικής υπόθεσης από Επαρχιακό Δικαστήριο. Μετά που απολύθηκε από τις κεντρικές φυλακές, όπου είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης, η οποία όμως δεν αποτελούσε προηγούμενη καταδίκη, σύμφωνα με τη δήλωση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, συνελήφθηκε και αντιμετώπισε τα αδικήματα που αφορούν την παρούσα έφεση. Το Ανώτατο Δικαστηριο ανέφερε ότι ο εφεσείων ενδεχόμενα να αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη επιείκεια εάν η παρούσα υπόθεση λαμβανόταν υπόψη στην Υπόθεση 3470/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ( HUSEYIN VEDAT v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Π.Ε. 142/2012 ημερ. 22.11.12 2ΑΑΔ 787) επικύρωσε την επιβολή ποινής φυλάκισης ύψους 18 μηνών που είχε επιβληθεί πρωτόδικα στον Εφεσείοντα για το αδίκημα της κλοπής χρηματικού ποσού ύψους €370 ευρώ. Η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή ήταν αυτή των 3 ετών. Στην απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στην προηγούμενη διαγωγή του Εφεσείοντα και ότι αυτός ουσιαστικά δεν είχε ανταποκριθεί στην επιείκια που του είχε δοθεί αφού βαρύνετο με τρείς προηγούμενες καταδίκες για παρόμοιας φύσης αδικήματα εκ των οποίων στη μία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης ύψους 12 μηνών για το αδίκημα της απόπειρας διάρρηξης καταστήματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επίσης στην απόφαση του, ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα ο οποίος είχε οικογενειακές υποχρεώσεις αφού είχε αποκτήσει 5 παιδιά δεν μπορούσαν από μόνες να καθορίσουν υπερβολικότητα στην ποινή. Όσον αφορά το γεγονός ότι τα κλαπέντα είχαν επιστραφεί, αυτό σύμφωνα με το Εφετείο δεν αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία με αναφορά στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων αφού στη μία περίπτωση ο Εφεσείων είχε συλληφθεί από την αστυνομία επ’ αυτοφώρο.

 

 

Επίσης, το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας θεωρείται σοβαρό επειδή ενέχει το στοιχείο της παράνομης στέρησης κατοχής και απόλαυσης περιουσίας από το νόμιμο ιδιοκτήτη της. Η πολιτεία οφείλει μέσω τη θέσπισης και εφαρμογής ποινικών νομοθεσιών αλλά και άλλων κατάλληλων μηχανισμών να διασφαλίσει το δικαίωμα σεβασμού της απρόσκοπτης κατοχής και απόλαυσης περιουσίας από το νόμιμο ιδιοκτήτη της, το οποίο κατοχυρώνεται συνταγματικά από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Τέτοιας φύσεως αδικήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα.

 

Στην υπόθεση Huseyin Vedat v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 142/2012, ημερομηνίας 22.11.12 ποινή φυλάκισης 4 μηνών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας σε σχέση με ποσό €955,00 το οποίο ανευρέθηκε στο πρόσωπο του εφεσείοντα και για το οποίο υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Εν πάσει περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση καθώς και εκείνων που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Το ότι τα υπό εκδίκαση αδικήματα είναι σοβαρά δεν ατονεί το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής (βλέπε Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575). Όπως εξάλλου επισημάνθηκε στην υπόθεση Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135:

“Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη. όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη [Βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 194].”

 

Η διαδικασία όμως εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλέπε Καλανίδης v. Αστυνομίας, Τσιβιτσώφ v. Αστυνομίας, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Καλανίδη και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τσιβιτσώφ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 3/2008, 4/2008, 6/2008 και 7/2008, ημερομηνίας 11.05.09). Οι ατομικές συνθήκες του παραβάτη δικαιολογούν την εξισορρόπηση της ποινής ώστε να μη συνιστά μόνο τιμωρία για το έγκλημα, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλέπε Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέα Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95).

 

Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση παρατηρώ ότι ο κατηγορούμενος καταπάτησε κατάφωρα το συνταγματικό δικαίωμα της κατοχής και απόλαυσης περιουσίας του παραπονούμενου, επιδεικνύοντας ασέβεια και θράσος. Τέτοια συμπεριφορά μόνο καταδικαστέα μπορεί να είναι αφού διαβρώνει το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.

 

Επίσης λαμβάνεται υπόψη η ταλαιπωρία και ανησυχία που προφανώς προκλήθηκε στον παραπονούμενο ως αποτέλεσμα της δράσης του κατηγορουμένου.

 

Όσον αφορά την ύπαρξη της προηγούμενης καταδίκης του  κατηγορούμενου, σημειώνω εκ των προτέρων ότι κανένας δεν τιμωρείται εκ νέου για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη καταδικαστεί. Η σημασία των προηγούμενων καταδικών, έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό ανάλογα με τον αριθμό, τον χρόνο και την φύση των αδικημάτων, την επιείκεια που μπορεί να επιδείξει το Δικαστήριο, αφού αποτελούν κυρίως ένδειξη της στάσης του κατηγορουμένου προς την τήρηση των Νόμων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1).

 

Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565, όπου αναφέρθηκε ως γενική αρχή ότι με κάθε μεταγενέστερη καταδίκη ο κατηγορούμενος προοδευτικά χάνει τη μείωση την οποία θα είχε ως κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο. Όμως από την άλλη, ανεξάρτητα από το πόσο βεβαρημένο είναι το μητρώο των προηγούμενων καταδικών του κατηγορούμενου, αυτό δεν θα δικαιολογήσει την επιβολή ποινής φυλάκισης πέραν από την παραδεκτή οροφή για τα γεγονότα του υπό κρίση αδικήματος.

         

Ο κατηγορούμενος έχει μια προηγούμενη καταδίκη ως εξηγήθηκε ανωτέρω στην οποία περιλαμβάνονταν και κατηγορίες διαρρήξεων. Αποφυλακίστηκε με Προεδρική χάρη και ο κατηγορούμενος σήμερα σύμφωνα με την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής οφείλει ακόμη 43 ημέρες.

 

 Στην παρούσα υπόθεση, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι ο κατηγορούμενος  6 περίπου μήνες μετά την αποφυλάκιση του με την απονομή χάριτος υπέπεσε και πάλιν σε αδικήματα παρόμοιας φύσης. Γενικά όμως λαμβανομένων υπόψη των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, η όλη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, καταδεικνύει ότι ουδόλως επηρεάστηκε από την προσαγωγή του ενώπιον Δικαστηρίων, ούτε και την επιβολή ποινών. Επιβλήθηκαν σε αυτόν ποινές άμεσης φυλάκισης για αδικήματα της ίδιας και ή παρόμοιας φύσης, πλην όμως, όπως φαίνεται τίποτε από αυτά δεν τον έχει επηρεάσει σε βαθμό ώστε να νιώθει την υποχρέωση για οποιουσδήποτε λόγους να τηρεί τους Νόμους. Ο κατηγορούμενος δεν εκμεταλλεύτηκε τη χάρη που του δόθηκε και διέπραξε τα υπό κρίση αδικήματα κατά την περίοδο της αναστολής.

 

Σε κάθε περίπτωση προς όφελος του κατηγορουμένου για σκοπούς μετριασμού της ποινής στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου τα εξής:

 

  1. Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, στον βαθμό που αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη σε τέτοιου είδους κατηγορίες, όπως αυτές εκτέθηκαν μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (βλ. ανωτέρω) αλλά και αναφέρθηκαν από το συνήγορο υπεράσπισης. Την ίδια στιγμή πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, όπου διαπράττονται σοβαρά αδικήματα για τα οποία πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας έτσι ώστε, όπως προηγουμένως έχει λεχθεί, με την εξατομίκευση της ποινής να μην υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής (Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104, Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438 και Μιχαήλ. Ψύλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).

 

  1. Ταυτόχρονα κατανοώ ότι ο κατηγορούμενος ήταν αντιμέτωπος και με οικονομικά προβλήματα. Αλλοίμονο όμως όποιος βρίσκεται σε άσχημη οικονομική κατάσταση να προβαίνει σε διαρρήξεις και κλοπές περιουσίας συμπολιτών του. Όπως τονίστηκε στις υποθέσεις Τσιλικίδης v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7/2013, ημερ. 26.03.13, Mixaylov και άλλοι v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 94-96/2011 ημερ. 30.03.12 και Μακρή v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, τα οικονομικά προβλήματα που ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε και/ή αντιμετωπίζει  δεν μπορεί να θεωρηθούν ως ελαφρυντικός παράγοντας που θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, σε υποθέσεις αδικημάτων, όπως στην παρούσα, εναντίον περιουσίας και τούτο με στόχο την προστασία της περιουσίας των πολιτών.

 

 

  1. Την παραδοχή του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο, με την οποίαν εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος που αχρείαστα θα αναλωνόταν για την εκδίκαση κάθε μίας περίπτωσης. Αυτή η στάση με βάση τη νομολογία πρέπει να αμείβεται επειδή αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Χαρτούμπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Βασιλείου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014 ημερ. 15.06.15).

 

  1. Το ότι από την δράση του, δεν τέθηκε σε κίνδυνο το οποιοδήποτε πρόσωπο, όπως επίσης και το γεγονός ότι εντοπίστηκε μεγάλο μέρος της κλοπιμαίας περιουσίας.

 

  1. Την απουσία προσχεδιασμού την οποία η συνήγορος υπεράσπισης στήριξε στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των κλοπιμαίων βρέθηκαν σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης κάτω από δέντρο σε τσάντα, εκτός από €300 σε μετρητά. Επιπλέον λαμβάνω υπόψη και τον ερασιτεχνικό τρόπο δράσης του.

 

  1. Το γεγονός ότι από τη σύλληψη του, τελεί υπό κράτηση ως υπόδικος, ήτοι από την 09/10/23.

 

  1. Την προθυμία του κατηγορουμένου να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα  αποζημίωσης ύψους €300 που αφορά την αξία της    κλοπιμαίας περιουσίας που δεν εντοπίστηκε και για το οποίο συναινεί η  κατηγορούσα αρχή.

 

8.    Τέλος λαμβάνω επίσης υπόψη και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος θα εκτίσει επιπρόσθετα ποινή φυλάκισης 43 ημερών, σε προηγούμενη καταδίκη του, η οποία ανεστάλη, λόγω Προεδρικής χάρης ως λεπτομερώς εξηγήθηκε ανωτέρω. Παραπέμπω ως προς την προσέγγιση του εν λόγω ζητήματος στην υπόθεση Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: «Ο εφεσείων μας παρέπεμψε και σε δική μας απόφαση στην Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ.62, η οποία αφορούσε παρόμοια γεγονότα και την οποία εισηγήθηκε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσουμε. Στην υπόθεση εκείνη 14 περίπου μήνες ανασταλείσας ποινής φυλάκισης ενεργοποιήθηκαν και ο εφεσείων θα υποχρεωνόταν να υπηρετήσει την περίοδο αυτή μετά τη νέα φυλάκιση 2  μηνών που του είχε επιβληθεί. Το Εφετείο έκρινε ότι τόσο η Κατηγορούσα Αρχή όσο και η υπεράσπιση είχαν καθήκον να θέσουν τα γεγονότα αυτά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθόσον αυτά ήταν γεγονότα ουσιαστικά, που δυνατόν να επηρέαζαν την κρίση του Δικαστηρίου στη φύση και την έκταση της επιβληθησόμενης ποινής.

Στην πιο πάνω υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τις αρχές επιβολής ποινών σε τέτοιες περιπτώσεις:

«Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται το σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p.255)."

Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές, κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή υπό τις περιστάσεις ήταν υπερβολική ένεκα του γεγονότος της αυτόματης ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής.

Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ενώπιον μας συνθήκες, εν όψει του γεγονότος ότι ενεργοποιείται περίοδος 9 μηνών και 23 ημερών φυλάκισης, μειώνουμε την επιβληθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή από 15 σε 9 μήνες φυλάκιση.» Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν  μεταξύ άλλων και στις Μιχαήλ ν Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 243, Balampanidis ν Δημοκρατίας,  Ποιν. Έφεση 210/2018, ημερ. 10.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B178 και Ζαχαρία ν Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 179/2019, ημερ. 20.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:D158.

 

 

Σε κάθε περίπτωση η επιείκεια η οποία θα επιδειχθεί λόγω των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορούμενου και των υπόλοιπων μετριαστικών παραγόντων που επικαλείται η υπεράσπιση, δεν πρέπει να καταστίσει την ποινή που το Δικαστήριο θα επιβάλει ανεπαρκή και να στείλει λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία.

 

Καθοδηγούμενος λοιπόν από την σχετική επί του θέματος νομολογία και συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω περιλαμβανομένων των δεδομένων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, χωρίς παράλληλα να παραγνωρίζονται οι προαναφερόμενοι ελαφρυντικοί παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Ειδικότερα, η σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, καθιστά αναπόφευκτη την επιβολή στον κατηγορούμενο ποινή στερητική της ελευθερίας του.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι παρόλο που όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας και συχνότητας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν το ύψος αλλά όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Καταληκτικά επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι εξής ποινές:

 

1η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     20 μηνών

2η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     12 μηνών

5η κατηγορία – ποινή φυλάκισης     3 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορουμένου, αξιολογώντας ορθά τις περιστάσεις των αδικημάτων σε συνάρτηση και με τις προσωπικές συνθήκες του πελάτη της,  δεν εισηγήθηκε την αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης. Εν πάση περιπτώσει εξετάζω το συγκεκριμένο ζήτημα, εάν δηλαδή η ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να οδηγήσει στην άμεση φυλάκιση του ή δύναται να ανασταλεί δυνάμει των διατάξεων του Περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72.

 

Με το Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε την πιο πάνω νομοθεσία, η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς όπως προνοείται μέσα από το άρθρο 3(2) το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου (βλέπε επίσης Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09).

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 τέθηκαν τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση αυτή είναι χαρακτηριστικό και ομιλεί από μόνο του:

“Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν.41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας. Ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή (βλ. Sentencing in Cyprus του κ. Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λ. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).”

 

 

Στην περίπτωσή του Κατηγορουμένου, δεν συντρέχουν, κρίνω, παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να ληφθούν υπόψη, ως συνηγορούντες υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του έχει επιβληθεί. Απόφαση στην οποία καταλήγω, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τέλεσης των αδικημάτων και των συνεπειών που αυτές είχαν στους παραπονούμενους και τις προσωπικές συνθήκες του Κατηγορουμένου , οι οποίες, θεωρώ, ότι δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν μία τέτοια απόφαση, επειδή, τέτοια απόφασης, δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε, δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως, ιδιαιτέρως αφής στιγμής βρίσκονται σε έξαρση και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σε ότι αφορά τις συνέπειες από την διάπραξη τους, ιδιαίτερα από την στιγμή που ο ίδιος προσπάθησε να αποφύγει τις συνέπειες των πράξεων του εγκαταλείποντας μέσω κατεχομένων την Κύπρο. Ούτε ο χρόνος που έχει παρέλθει, είναι ικανός να οδηγήσει σε αναστολή των ποινών φυλάκισης ένεκα και της υπαιτιότητα την οποία επέδειξε ο κατηγορούμενος ως αναλυτικά εξηγείται ανωτέρω.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, έχει σε πάρα πολλές αποφάσεις του, τονίσει ότι, δεν ενδείκνυται η αναστολή της ποινής φυλάκισης, όταν το αδίκημα ή τα αδικήματα που αφορούν την υπόθεση, βρίσκονται σε έξαρση και η τιμωρία ενός συγκεκριμένου παραβάτη, είναι επιπρόσθετα το μέσο, να αποτραπούν άλλοι πιθανοί παραβάτες από την διάπραξη τους, διότι, η προστασία του δημοσίου συμφέροντος είναι υπεράνω των οποιονδήποτε προσωπικών περιστάσεων του (βλ. Σ. Π. Ε. Λακατάμιας-Δευτερας Λτδ. ν Δράκου, Πoινική Έφεση Αρ.129/2015, 15/11/2017).

 

Η προκείμενη, είναι μια τέτοια περίπτωση. Όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη για την μείωση της ποινής που του επιβλήθηκε (βλέπε άρθρο 3(2) του Περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72, Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09, Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Λεωνίδου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 663).

 

Νοείται ότι στην έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα ποινική υπόθεση λαμβάνεται υπόψη η περίοδος που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, ήτοι από τις 16/10/2023.

 

Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα αποζημίωσης εναντίον του κατηγορουμένου  και υπέρ του παραπονούμενου ΜΚ1 επί του κατηγορητηρίου, για το ποσό των €300=.

 

 

 (Υπ.) ......................................

                                                                                          Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο