ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕνώπιονΧρ. Μ. Παπαλλά, Ε.Δ.             

           

Αρ. Υπόθεσης: 7364/23

Μεταξύ:

             Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου                                            

                                                             v.

1.   Χαράλαμπος Κίτσιος

2.    Δανιήλ Χαριλάου

                                                              Κατηγορούμενοι

                                                                                                   

Ημερομηνία12 Ιουνίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή:               κα Σ. Παπαλαζάρου

Για Κατηγορούμενο 1:                  κα Π. Σιαηλή

Κατηγορούμενος 1:                      Παρών

 

ΠΟΙΝΗ ΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 1

Ο Κατηγορούμενος 1, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, προέβη σε αλλαγή απάντησης από μη παραδοχή σε παραδοχή στις Κατηγορίες που τελικώς αντιμετωπίζει. Σημειώνεται ότι κάποιες από τις κατηγορίες που αρχικά αντιμετώπιζε έχουν διακοπεί. 

 

Οι Κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος 1, κατόπιν δικής του παραδοχής, είναι οι πιο κάτω:

 

-      Μεταφορά εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4(4)(δ) του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες ο Κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 07-13/08/23, μετέφερε εκρηκτικές ύλες , δηλαδή δυο πλήρη φυσίγγια, χωρίς άδεια. (2η κατηγορία)

-      Κατοχή Εκρηκτικών Υλών χωρίς άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4(4)(δ) του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες ο Κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 07-13/08/23, κατείχε εκρηκτικές ύλες , δηλαδή δυο πλήρη φυσίγγια, χωρίς άδεια. (3η κατηγορία)

-      Κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 272(1) του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες ο Κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 07-09/08/2023, στην Τρεμιθούσα, έκλεψε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ] , αξίας €1200= και πριν από την διάπραξη της πιο πάνω κλοπής, καταδικάστηκε για κλοπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις υποθέσεις με αριθμούς 10332/14 και 2827/18. (4η κατηγορία)

-      Κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας με σκοπό διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των άρθρων 296(δ)(ιι) του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες, ο κατηγορούμενος, ενώ καταδικάστηκε προηγουμένως σε ποινές φυλάκισης για κακουργήματα κατά περιουσίας, στις ποινικές υποθέσεις του Ε.Δ Πάφου με αριθμούς, 10332/14, 2827/18, 3630/19, 2208/18 και 7236/18, είχε στην κατοχή του μεταξύ 07-13/08/23 διαρρηκτικά εργαλεία με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος. (6η κατηγορία)

-      Κατοχή οποιουδήποτε αντικειμένου περιγραφής κατασκευασμένο ή διασκευασμένο για ηλεκτρική ή άλλης μορφής εκκένωσης ή εκτόξευσης οποιουδήποτε επιβλαβούς υγρού ή αερίου ή χημικής ουσίας, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 25(1)(2) του Περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων όπλων Νόμος 113(Ι)/2004. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του σπρέι δακρυγόνου.(8η κατηγορία)

-      Παράνομη Κατοχή Περιουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 309 του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες είχε στην κατοχή του τα αντικείμενα που περιγράφονται στις λεπτομέρειες της 10ης κατηγορίας για τα οποία υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαία. (10η κατηγορία)

-      Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ , κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών Νόμου 29/77. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες , ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, δηλαδή μεταμφεταμίνη βάρους ενός (1) γραμμαρίου χωρίς άδεια του Υπουργού Υγείας. (14η κατηγορία)

-      Παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών Νόμου 29/77. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες , ο κατηγορούμενος έκανε χρήση ελεγχόμενου φάρμακου τάξεως Α, δηλαδή μεταμφεταμίνη. (15η κατηγορία)

-      Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών Νόμου 29/77. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες , ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή το ελεγχόμενο φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάνναβη, άγνωστης ποσότητας, χωρίς άδεια του Υπουργού Υγείας . (16η κατηγορία)

-      Παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών Νόμου 29/77. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες , ο κατηγορούμενος έκανε χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάπνισε κάνναβη (17η κατηγορία)

-      Αμελής οδήγηση κατά παράβαση του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και τροχαίας κινήσεως Νόμου. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες ο κατηγορούμενος προκάλεσε δυστύχημα αφού οδηγούσε χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή. (19η κατηγορία)

-      Παράλειψη οδηγού που έχει εμπλακεί σε δυστύχημα να σταματήσει στην οδό που συνέβη το δυστύχημα κατά παράβαση των Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και τροχαίας κινήσεως κανονισμών. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αυτός μετά που ενεπλάκει σε δυστύχημα παρέλειψε να σταματήσει στο σημείο του δυστυχήματος. (20η κατηγορία)

-      Αλόγιστη ή επικίνδυνη οδήγηση κατά παράβαση του περί μηχανοκίνητων οχημάτων και τροχαίας κινήσεως Νόμου 86/72. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες οδηγούσε αλόγιστα και επικινδυνά για το κοινό λαμβανομένου υπόψη μεταξύ άλλων του όγκου της τροχαίας επί της οδού. (21η κατηγορία)

-      Οδήγηση χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη κατά παράβαση του περί μηχανοκίνητων οχημάτων και τροχαίας κινήσεως Νόμου. (22η κατηγορία)

-      Χρήση Μηχανοκίνητου Οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου, κατά παράβαση του περί μηχανοκίνητων οχημάτων (Ασφάλιση ευθύνης έναντι τρίτου. (23η κατηγορία)

-      Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος με ληγμένη άδεια οδήγησης κατά παράβαση του Περί Άδειας οδήγησης Νόμου 94(Ι)/2001. ( 24η κατηγορία)

 

Περαιτέρω τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, είναι τα ακόλουθα:

 

Αφού υιοθέτησε τα γεγονότα ως προκύπτουν από τις λεπτομέρειες του Κατηγορητηρίου , ανέφερε ότι είχε καταγγελθεί από συγκεκριμένο άτομο ότι κλάπηκε ένα αυτοκίνητο όπως αναγράφεται στην κατηγορία με αριθμό 4. Υπήρξε μαρτυρία ότι αυτό το αυτοκίνητο οδηγείτο από άτομο το οποίο αναγνώρισε ότι ήταν ο Κατηγορούμενος 1 και προς τούτο, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του. Μετά από συντονισμένη επιχείρηση την 12 Αυγούστου για εντοπισμό του και μετά από προσπάθεια για ανακοπή του Κατηγορουμένου ο οποίος οδηγούσε με άλλο άτομο το αυτοκίνητο, δεν κατέστη δυνατή η σύλληψη του και ο Κατηγορούμενος αφού οδηγούσε το όχημα αυτό, διέφυγε. Έγιναν διάφορες εξετάσεις και τελικά ο Κατηγορούμενος εντοπίστηκε και συνελήφθηκε. Την 13.08.2023 μέλη της ΥΚΑΝ Αρχηγείου συνέλαβαν τον Κατηγορούμενο στην Λεμεσό και τον μετέφεραν στο ΤΑΕ Πάφου. Κατά την διερεύνηση της υπόθεσης αυτής προέκυψαν η κατηγορία 10 ως επίσης και των διαρρηκτικών εργαλείων. Κατά τη διερεύνηση των υποθέσεων μετά τη σύλληψη του Κατηγορουμένου ανευρέθηκαν στην κατοχή του ναρκωτικές ουσίες όπως αυτές αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Μέσα στο αυτοκίνητο που ήταν κλοπιμαίο και ήταν οδηγός του ο Κατηγορούμενος διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν συγκεκριμένες ναρκωτικές ουσίες. Ο Κατηγορούμενος απάντησε «εν δικά μου». Την 14 Αυγούστου παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο όπου εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης του για (8) οκτώ ημέρες. Όταν εντοπίστηκε ο Κατηγορούμενος του έγινε σήμα για να σταματήσει, όμως παρέλειψε να σταματήσει και οδηγούσε με τρόπο αμελή, συγκρούστηκε  με το αυτοκίνητο της Αστυνομίας, βγήκε στο πεζοδρόμιο και εγκατέλειψε την σκηνή του δυστυχήματος. Τα αυτοκίνητα της Αστυνομίας χτυπήθηκαν στους προφυλακτήρες, στους τροχούς και προκλήθηκαν ζημιές. Ο Κατηγορούμενος, σύμφωνα με την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη στα πλαίσια της 7236/18, με ημερομηνία καταδίκης 23/02/2022 για την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, όπου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 1 μήνα.

 

Χωρίς να αμφισβητήσει επί της ουσίας τους τα γεγονότα που εκτέθηκαν από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, η ευπαίδευτη συνήγορος υπεράσπισης του Κατηγορούμενου 1, κάλεσε το Δικαστήριο να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

 

1)    Την παραδοχή του και την απολογία του.

2)    Τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, αφού κατά τον επίδικο χρόνο ο Κατηγορούμενος 1 ήταν χρήστης ναρκωτικών. Τόνισε ότι εάν δεν ήταν χρήστης ναρκωτικών, δεν θα ενεργούσε με τον τρόπο που ενήργησε.

3)    Τις προσωπικές, οικογενειακές, οικονομικές του περιστάσεις ως αυτές εκτίθενται στην έκθεση του γραφείου ευημερίας την οποία υιοθέτησε και σημειώθηκε ως έγγραφο Α. Ιδιαίτερα τόνισε, το νεαρό της ηλικίας του (27 ετών) και το ότι από μικρός μεγάλωσε στην παιδική στέγη αφού οι γονείς του χώρισαν. Επίσης τόνισε το ότι ο Κατηγορούμενος έχει σήμερα μια ανήλικη κόρη 9 ετών, το οποίο και αυτό σε πολύ μικρή ηλικία μπήκε στην παιδική στέγη και δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια. Σήμερα το παιδί βρίσκεται με την μητέρα του και ο ίδιος προσπαθεί να επανασυνδεθεί με το παιδί του.

4)    Το ότι ο κατηγορούμενος κατέβαλε προσπάθειες απεξάρτησης μετά από την αποφυλάκιση του.

5)    Τις δυσκολίες που πέρασε στη ζωή από την φυλάκιση σε άλλη υπόθεση για την οποία όμως τελικώς αθωώθηκε στο Εφετείο.

6)    Σε σχέση με τα φυσίγγια που ανευρέθηκαν στην κατοχή του, αυτά δεν χρησιμοποιήθηκε για οποιαδήποτε άλλη εγκληματική ενέργεια.

7)    Σε σχέση με την κλοπή του αυτοκινήτου, αυτό επιστράφηκε στο νόμιμο ιδιοκτήτη του.

8)    Σε σχέση με τις κατηγορίες διαρρηκτικών εργαλείων τόνισε ότι ούτε αυτά φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.

9)    Σε σχέση με την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, ανέφερε ότι επίσης δεν πρόκειται για αντικείμενα αξίας.

10)  Τη συνεργασία του με την αστυνομία σε σχέση με τα αδικήματα ναρκωτικών.

11) Τις πολύ μικρές ποσότητες που ανευρέθηκαν σε σχέση με τις κατηγορίες ναρκωτικών.

12) Σε σχέση με την προηγούμενη του καταδίκη σημείωσε ουσιαστικά ότι δεν πρόκειται για πολύ σοβαρό αδίκημα και πρόκειται για αδίκημα του 2018.

13)  Το ότι τελεί υπό κράτηση από την 18/08/23.

14) Την πρόθεση του να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα τα αδικήματα που ο Κατηγορούμενος 1 παραδέχτηκε ότι διέπραξε είναι πολύ σοβαρά. Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων αντανακλάται, κατ' αρχήν, μέσα από τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Το ύψος της ποινής που προβλέπεται στο νόμο ως η μέγιστη ποινή για κάθε αδίκημα αποτελεί ένδειξη της σοβαρότητας του και παράγοντα που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527Λεβέντης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632 και Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας v. Χρυσοστόμου κ.α. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, όλα σχεδόν τα αδικήματα που ο Κατηγορούμενος 1 παραδέχθηκε ότι διέπραξε, εμπίπτουν στην κατηγορία των σοβαρών αδικημάτων του Ποινικού Κώδικα και των υπόλοιπων νομοθετημάτων, με τον νομοθέτη να δείχνει τη σοβαρότητα που τους αποδίδει μέσω της θέσπισης των προβλεπομένων ποινών στην κείμενη νομοθεσία.

 

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια η εγκληματικότητα στην Κύπρο όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει αλλά αντίθετα παρουσιάζει αυξητική στάση (Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη και συνάμα να δημιουργηθεί ρήγμα στην πίστη που αυτός εναποθέτει στις αρμόδιες αρχές και εξουσίες της πολιτείας που είναι υπεύθυνες για την προστασία του ιδίου αλλά και της περιουσίας του.

 

Αδικήματα διάρρηξης, κλοπής, παράνομης κατοχής περιουσίας και  άλλων ομοειδών αδικημάτων, θεωρούνται αρκετά σοβαρά για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η συνδυασμένη διάπραξη τους παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερα ανησυχητική έξαρση στο νησί, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις διάφορες υποθέσεις που συχνά καταχωρούνται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η ραγδαία αύξηση της συχνότητας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων έλαβε πολύ ανησυχητικές διαστάσεις (Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος v. Ασυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565). Εξίσου όμως ανησυχητικό και συνάμα θλιβερό είναι το γεγονός ότι σημειώνεται αυξητική τάση κρουσμάτων διάπραξης τέτοιων σοβαρών αδικημάτων και ειδικότερα στην Πάφο.

 

Πρόκειται για αδικήματα που φανερώνουν ασέβεια και καταπατούν κατάφωρα τα συνταγματικά δικαιώματα της κατοχής και απόλαυσης περιουσίας. Επίσης, είναι αδικήματα που η διάπραξη τους προκαλεί αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες για επικράτηση της παρανομίας. Είναι γεγονός ότι τέτοιου είδους αδικήματα προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104). Η πολιτεία οφείλει μέσω τη θέσπισης και εφαρμογής ποινικών νομοθεσιών αλλά και άλλων κατάλληλων μηχανισμών να διασφαλίσει το δικαίωμα σεβασμού της απρόσκοπτης κατοχής και απόλαυσης περιουσίας από το νόμιμο ιδιοκτήτη της, το οποίο κατοχυρώνεται συνταγματικά από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Τέτοιας φύσεως αδικήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα.

 

Τα Δικαστήρια, μέσα από επισημάνσεις και υποδείξεις της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντιμετωπίζουν τέτοιας φύσης αδικήματα με αυστηρότητα μέσω της επιβολής  αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια αναχαίτισης τους και προστασίας της κοινωνίας (Παναγιώτου (Αντάρτης) v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194Dirazo ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113AI - Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160 και Lungu κ.α. v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 545). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Φραντζίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77  είναι επιτακτική ανάγκη αυτού του είδους η εγκληματικότητα να ανακοπεί γιατί έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας.

 

Σε σχέση ειδικότερα με την κατηγορία της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων, κατά την επιβολή ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του, ως επιβαρυντικούς παράγοντες, που προσμετρούν στην κατηγοριοποίηση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου ως σοβαρής, αν ο κατηγορούμενος διέπραξε, με το εν λόγω όργανο, διάρρηξη ή διαρρήξεις ή συνελήφθη ενώ επιχειρούσε διάρρηξη. Η ποινική ευθύνη κατηγορούμενου που εντοπίζεται να κατέχει όργανο με σκοπό να προβεί σε διάρρηξη, γενικά, χωρίς να συνδέεται με συγκεκριμένη διάρρηξη ή επιχειρούμενη διάρρηξη, θα πρέπει να κατηγοριοποιείται ως η πιο ήπια μορφή διάπραξης του αδικήματος. Όπου το αδίκημα επομένως, συνδυάζεται με την διάπραξη διάρρηξης ή κλοπής η ποινή φυλάκισης είναι η ενδεδειγμένη (βλ. ενδεικτικά,  Glodan Andrian Petrica ν. Αστυνομίας (2013) 2 A.A.Δ.278).

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που αφορούν την παράνομη μεταφορά και κατοχή εκρηκτικών υλών έγκειται επίσης στο γεγονός ότι η διάπραξη τους όταν η χρήση τους συνοδεύεται με παράνομη πράξη υπονομεύει την έννομη τάξη, οδηγεί στην αναρχία, καταρρακώνει την προσωπικότητα ατόμων, δημιουργεί αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους νομιμόφρονες πολίτες και γενικότερα διασαλεύει την ειρηνική διαβίωση πολιτών, στοιχεία που δεν έχουν θέση σε μια δημοκρατική κοινωνία.

  

Οι οδυνηρές συνέπειες αυτών των αδικημάτων είναι γνωστές και πρέπει να αρχίσει μια γενική επαγρύπνηση και εκτός αν εξαπολυθεί ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον όσων εμπλέκονται σε αυτού του είδους αδικήματα, η προστασία των φιλήσυχων και νομοταγών πολιτών και οι δημοκρατικές διαδικασίες σε αυτή την πολιτεία θα βρίσκονται σε συνεχή κίνδυνο (Παπαγεωργίου (Γιάγκος) v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646 και Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206).

 

Το Δικαστήριο αντιμετωπίζει τέτοιας φύσεως αδικήματα με αυστηρότητα επιβάλλοντας ποινές αποτρεπτικής φύσεως για προστασία των νομοταγών πολιτών. Θεώρηση της νομολογίας καταδεικνύει ότι για τέτοιου είδους αδικήματα συνήθως επιβάλλεται ποινή φυλάκισης. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει ακόμη στις υποθέσεις Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206Γενικός Εισαγγελέας v. Λεωνίδου (1997) 2 Α.Α.Δ. 300Παπαγεωργίου (Γιάγκος) v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646Γρηγορίου v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 158Ψωμάς v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α. Δ. 312Καύκαρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143Σούτζιης v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 224, Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ.582 και Κλεάνθους v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 281οι οποίες βέβαια διαχωρίζονται από την παρούσα υπόθεση καθότι εδώ οι εκρηκτικές ύλες που μετέφερε και είχε στην κατοχή του ο Κατηγορούμενος 1 δεν χρησιμοποιήθηκαν αλλά ούτε και έγινε απόπειρα χρήσης τους για τραυματισμό ατόμου ή εκφοβισμό προσώπου ή κακόβουλης ζημιάς ή καταστροφής περιουσίας.

 

 

Σε σχέση με τα αδικήματα που έχουν σχέση με ναρκωτικά, επισημαίνω ότι η εξάπλωση αυτών στην Κύπρο είναι διαχρονική και έλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Η συχνότητα διάπραξης αυτών των εγκλημάτων έχει ξεφύγει από τα όρια της λογικής, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις πολλές υποθέσεις οι οποίες καταχωρούνται ενώπιον μου.

 

 

Στην υπόθεση Ναζιπ ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2014, 21/11/2014, το Ανώτατο Δικαστήριο, δια του έντιμου, Π. Α. Δ.Σ. Ναθαναήλ, αναφέρθηκε γενικότερα στη σοβαρότητα των αδικημάτων του προαναφερόμενου Νόμου 29/1977, και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, σημειώνοντας τα εξής:

 

« πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία που υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών. Η ενασχόληση με ναρκωτικά είτε για ιδία χρήση, είτε κατά μείζονα λόγο, για εμπορία με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των τεραστίων προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση από τις ουσίες αυτές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που τα Δικαστήρια συνδράμουν έστω κατασταλτικά, στον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών με την επιβολή αυστηρών και συνάμα αποτρεπτικών ποινών».   

 

 Όπως προαναφέρθηκε, τα αδικήματα που σχετίζονται με τις ναρκωτικές ουσίες, είναι σε έξαρση, έχουν πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και για αυτό τον λόγο, η εφαρμογή από το Δικαστήριο του Νόμου, κατασταλτικά, δηλαδή, κατά τρόπο που να αποτρέπεται η διάπραξης τους, πρέπει, ως στοιχείο, να κυριαρχεί στον καθορισμό και την έκταση της ποινής.

 

Αποτελεί επίσης, πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 235/2013, ημερ. 5/10/2016, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551). Μολονότι τα Δικαστήρια επιβάλλουν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές σε υποθέσεις ναρκωτικών, εντούτοις, αδικήματα αυτής της φύσης αντί να παρουσιάζουν σημεία κάμψης, απεναντίας, δυστυχώς, παρουσιάζουν έξαρση.

 

Όσον αφορά τα τροχαία αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος 1, στην απόφαση Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 242 λέχθηκαν τα εξής:

 

  «Ο Κώδικας Οδικής συμπεριφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, σε μια σύγχρονη και αναπτυγμένη πολιτεία με του κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς.  Γι' αυτό και αποτελεί μια από τις τιμές μέτρησης και αξιολόγησης του σεβασμού του ανθρώπου προς το συνάνθρωπο. Τα τροχαία αδικήματα, όπως συνηθίσαμε να αναφερόμαστε στις παραβάσεις της οικείας νομοθεσίας ή γενικότερα τα αδικήματα που διαπράττονται κατά την οδήγηση, θεωρούνται πλέον σοβαρά και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Τα Δικαστήρια, που παρακολουθούν και είναι ευαίσθητα στις μεταβολές συμπεριφοράς της κοινωνίας, αναπροσαρμόζουν τις ποινές που επιβάλλουν ώστε να γίνει συνείδηση πως η ορθή ρύθμιση της τροχαίας κίνησης έχει άμεση σχέση με την καθημερινή λειτουργία της ζωής των ανθρώπων.»

 

Σε ότι αφορά τον παράγοντα της αποτροπής, ως προαναφέρθηκε, στην υπόθεση Πισκόπου ν Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, το Ανώτατο Δικαστήριο, δια του έντιμου, Π. Α. Δ., Γ. Μ. Πική, ως ήταν τότε, ανέφερε τα εξής:

 

«Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της      ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μια έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου    του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη         διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η     αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι             συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος . και δεύτερο, την          αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε         έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής            είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας των εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για   την αποτροπή τους.».

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα ενός αδικήματος, δεν εξαρτάται, αποκλειστικά, από το ανώτατο όριο ποινής, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται και από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης που προκλήθηκε και τις συνέπειες του (βλ. Μιχαηλίδης v Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, Θεοφάνους ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 298/2018, 27/06/2019).

 

 

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση καθώς και εκείνων που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Το ότι τα υπό εκδίκαση αδικήματα είναι σοβαρά δεν ατονεί το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής, χωρίς όμως η εξατομίκευση αυτή να συνεπάγεται εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων (Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

 

Ως προς το είδος και ύψος της αρμόζουσας ποινής, πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταπιάνεται με την επιβολή ποινών για αδικήματα της φύσης που διέπραξε ο Κατηγορούμενος 1.  Θα αναφερθώ σε ορισμένες από αυτές, γνωρίζοντας ότι οι προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, παρότι δεν έχουν το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου.  Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν καθώς και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123. Η όποια αναφορά σε παρόμοιες υποθέσεις γίνεται για να υπάρχει - όσο είναι δυνατό -, κοινή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των παραβατών (βλ. Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 217). Η παραπομπή σε δικαστικά προηγούμενα, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα, αλλά δεν προοιωνίζει ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια ποινή (βλ. Προεστού ν. ΔημοκρατίαςΠοιν. Έφ. 17/2016, ημερ. 22.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:D183, ECLI:CY:AD:2017:D183.  Καμιά υπόθεση δεν είναι ακριβώς όμοια με άλλη, οπότε, κατ' ακολουθία της νομολογίας δεν είναι απόλυτα σχετικές οι ποινές που επιβάλλονται σε άλλες υποθέσεις (βλ. Ιορδάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/2014, ημερ. 19.4.2016).

 

Στην υπόθεση Petrica v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 278, επικυρώθηκε ποινή φυλάκιση 12 μηνών για κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων σε άτομο 18 ετών, λευκού ποινικού μητρώου που μαζί με την κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κρίθηκε ένοχος στη διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης και κλοπής.

 

 

Στην υπόθεση MICHAL BUKOWSKI ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2011) 2 ΑΑΔ 92, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών στην κατηγορία της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός την οποία οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν μαζί με κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, απόπειρας κλοπής,  κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία και εγκληματικής επέμβασης. Οι εφεσείοντες οι οποίοι ήταν Πολωνοί υπήκοοι, ζούσαν και εργάζονταν στην Κύπρο ως οικοδόμοι. Ο κατηγορούμενος 1, ήταν ηλικίας 23 ετών και ο κατηγορούμενος 2 ηλικίας 32 ετών και ήταν παιδί διαλυμένης οικογένειας. Και οι δυο κατηγορούμενοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Το Εφετείο επεσήμανε, ότι αδικήματα αυτής της φύσης βρίσκονται σε έξαρση, γεγονός που επιβάλλει τη, διά μέσου και των ποινών, αποτροπή τους. Το Δικαστήριο θεώρησε τη συμπεριφορά των εφεσειόντων να στρέφεται εναντίον όχι μόνο της ιδιωτικής περιουσίας αλλά και της έννομης τάξης, γενικά. Επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης: επτά, πέντε, εννέα, τριών και τριών μηνών αντίστοιχα ― Η ποινή φυλάκισης των εννέα μηνών, χαρακτηρίστηκε αυστηρή, όμως δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωσή της.

Στην υπόθεση Glodan Andrian Petrica ν. Αστυνομίας (ΠΕ 159/2012, ημερ. 28.3.2013) όπου ο εφεσείων, μετά από δική του παραδοχή, βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε δύο κατηγορίες, μια για το αδίκημα της  διάρρηξης κτιρίου και κλοπής  καταστήματος χρυσαφικών αξίας 500 ευρώ εν καιρώ νυκτός  και μια για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά τη διάρκεια της νύκτας, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα το Ανώτατο Δικαστήριο ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών της υπόθεσης (ο εφεσείοντας είχε καταδικαστεί προηγουμένως σε άλλες υποθέσεις παρόμοιας φύσης όπου η υπό κρίση θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη) με μεγάλο δισταγμό όπως ανέφερε μείωσε την επιβληθείσα στην κατηγορία της διάρρηξης ποινή φυλάκισης των 2 χρόνων σε 15 μήνες αφήνοντας της επιβληθείσα ποινή του ενός χρόνου στην κατηγορία για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων.

 

Παράλληλα στην υπόθεση Ψύλλας v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430 όπου επικυρώθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών για κλοπή ποσών Λ.Κ.£350,00 και Λ.Κ.£20,00. Ακόμη στην υπόθεση Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222 το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 μηνών σε άτομο που  έκλεψε από σταθμευμένο αυτοκίνητο ραδιομαγνητόφωνο αξίας Λ.Κ.£350,00 μαζί με τον άλλο συγκατηγορούμενο του, το οποίο εγκατέστησε στο αυτοκίνητο του. Όταν συνελήφθηκε ομολόγησε αμέσως την πράξη του. Παραδέχθηκε ενοχή και στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη και άλλη παρόμοια υπόθεση. Στη δε υπόθεση Lungu κ.α. v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 545 το Ανώτατο Δικαστήριο μειώνοντας την ποινή των 6 μηνών του πρωτόδικου δικαστηρίου επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 μηνών για αδικήματα της διάρρηξης και κλοπής σε κάθε εφεσείοντα που ήταν άτομα νεαρής ηλικίας 22, 20 και 20 ετών αντιστοίχως, χωρίς προηγούμενες καταδίκες, οι οποίοι συνεργάστηκαν με την αστυνομία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και παραδέχθηκαν ενοχή. Η αξία της κλαπείσας περιουσίας ήταν Λ.Κ.£280, της οποίας μεγάλο μέρος βρέθηκε και θα επιστρεφόταν στον ιδιοκτήτη της. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη απουσία ιδιαίτερου προσχεδιασμού καθώς επίσης δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες.

 

Επίσης στην υπόθεση Huseyin Vedat v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 142/2012, ημερομηνίας 22.11.12 ποινή φυλάκισης 4 μηνών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας σε σχέση με ποσό €955,00 το οποίο ανευρέθηκε στο πρόσωπο του εφεσείοντα και για το οποίο υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο στην ίδια υπόθεση επικύρωσε την επιβολή ποινής φυλάκισης ύψους 18 μηνών που είχε επιβληθεί πρωτόδικα στον Εφεσείοντα για το αδίκημα της κλοπής χρηματικού ποσού ύψους €370 ευρώ. Η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή ήταν αυτή των 3 ετών. Στην απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στην προηγούμενη διαγωγή του Εφεσείοντα και ότι αυτός ουσιαστικά δεν είχε ανταποκριθεί στην επιείκεια που του είχε δοθεί αφού βαρύνετο με τρείς προηγούμενες καταδίκες για παρόμοιας φύσης αδικήματα εκ των οποίων στη μία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης ύψους 12 μηνών για το αδίκημα της απόπειρας διάρρηξης καταστήματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επίσης στην απόφαση του, ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα ο οποίος είχε οικογενειακές υποχρεώσεις αφού είχε αποκτήσει 5 παιδιά δεν μπορούσαν από μόνες να καθορίσουν υπερβολικότητα στην ποινή. Όσον αφορά το γεγονός ότι τα κλαπέντα είχαν επιστραφεί, αυτό σύμφωνα με το Εφετείο δεν αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία με αναφορά στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων αφού στη μία περίπτωση ο Εφεσείων είχε συλληφθεί από την αστυνομία επ’ αυτοφώρο.

 

Για προσδιορισμό, λοιπόν, της ποινής, λαμβάνω υπόψη μου ως επιβαρυντικό στοιχείο τη σοβαρότητα των αδικημάτων, καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, στα πλαίσια της προαναφερθείσας νομολογίας, αλλά και ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξης τους. Δεν παραβλέπω βεβαίως σε σχέση με τις κατηγορίες διαρρηκτικών εργαλείων  ότι δεν προέκυψε ότι τα όργανα που είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος 1 χρησιμοποιήθηκαν για τη διενέργεια διάρρηξης ή οποιουδήποτε άλλου αδικήματος. Δεν αναφέρθηκε κάτι τέτοιο στα γεγονότα της υπόθεσης. Περαιτέρω δεν προέκυψε ότι τα δυο φυσίγγια που είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος 1 είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει  για εγκληματική ενέργεια πλην όμως αυτό δεν μειώνει τη σοβαρότητα της αξιόποινης πράξης του λόγω της επικινδυνότητας που έχει η μεταφορά τέτοιων αντικειμένων σε περίπτωση χρήσης τους. Προς τούτο σημειώνω εδώ ότι στην υπόθεση Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.333  λέχθηκε ότι: «οι ευρύτερες παράμετροι της παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών λαμβάνονται βεβαίως υπόψη. Η κατοχή όπλων και πυρομαχικών χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο για εγκληματική ενέργεια, όπως και η συναισθηματική φόρτιση κάτω από την οποία επιτελείται εγκληματική πράξη αποτελούν στοιχεία μετριαστικά της παράνομης ενέργειας, (Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 169 και R. v. Julia Ann French (1994) 15 Cr. App. R. 194).».

 

Ως εκ της ύπαρξης της μιας προηγούμενης καταδίκης, ο κατηγορούμενος 1 δεν μπορεί να αναμένει την επιείκεια που δικαιούται πρόσωπο λευκού μητρώου.  Βεβαίως, αυτός δεν θα τιμωρηθεί ξανά για αδικήματα, για τα οποία του έχει ήδη επιβληθεί ποινή. Η σημασία της προηγούμενης καταδίκης έγκειται στο ότι είναι ενδεικτική της στάσης του έναντι της νομιμότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως ναι μεν υπάρχει μια προηγούμενη καταδίκη , για την οποία όμως είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 1 μήνα, ενώ δεν αφορά αδίκημα, από τα σοβαρότερα του ποινικού κώδικα. Συνεπώς σίγουρα αποτελεί μια προηγούμενη καταδίκη εις βάρος του Κατηγορούμενου, όμως κρίνω ότι δεν θα δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός αυτό.

 

Από την άλλη, προς όφελος του κατηγορουμένου 1 για σκοπούς μετριασμού της ποινής του στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου τα εξής:

(α)       Την παραδοχή του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο με την οποίαν εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος που αχρείαστα θα αναλωνόταν για την εκδίκαση κάθε μίας περίπτωσης. Αυτή η στάση με βάση τη νομολογία πρέπει να αμείβεται επειδή αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Βασιλείου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014 ημερ. 15.06.15).

 

(β)       Την απολογία του όπως αυτή εκφράστηκε στο Δικαστήριο δια της συνηγόρου του.

 

(γ)        Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου 1, όπως αυτές εκτέθηκαν μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και από την ευπαίδευτη συνήγορο υπεράσπισης και ιδιαίτερα τα δύσκολα παιδικά χρόνια που είχε και γενικά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην πορεία της ζωής του ως τις έχει εκθέσει ανωτέρω η ευπαίδευτη συνήγορος υπεράσπισης.

(δ)       Παράλληλα είναι η θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος που είναι χρήστης ναρκωτικών, εκφράζει την επιθυμία του και την πρόθεση του να απεξαρτηθεί, μέσω προγράμματος απεξάρτησης. Δεν αμφισβητώ τη θέση αυτή την οποίαν και δεν αγνοώ. Σε κάθε περίπτωση εφόσον πράγματι ο κατηγορούμενος 1 έχει την πρόθεση να συνεχίσει την προσπάθεια του αυτή την οποία το Δικαστήριο βεβαίως επικροτεί, δεν θεωρώ ότι εμποδίζεται να το συνεχίσει σε περίπτωση φυλάκισης του και εντός των κεντρικών φυλακών. Επίσης λαμβάνω υπόψη μου και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 κατέβαλε επίσης προσπάθειες απεξάρτησης . (Ιωάννου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513, Καρακάννας v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 463 και Τσιάκκα κ.α. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282).

    

(ε)        H ευπαίδευτη συνήγορος υπεράσπισης κάλεσε το δικαστήριο να λάβει υπόψη και το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε ενώ ήταν χρήστης ναρκωτικών, ενώ αν δεν ήταν χρήσης δεν θα ενεργούσε με αυτό τον τρόπο. Δέχομαι ότι ο εθισμός προφανώς του κατηγορουμένου από την χρήση ναρκωτικών πιθανόν να τον έστρεψαν προς την κατεύθυνση διάπραξης των αδικημάτων, παράμετρο την οποία δεν παραγνωρίζω. Κατανοητό το πρόβλημα με την χρήση ναρκωτικών αλλά καλό θα ήταν ο κατηγορούμενος να βρει τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος και όχι να το χρησιμοποιεί ως δικαιολογία για τις πράξεις του, αναζητώντας επιείκεια. Σε κάθε περίπτωση όπως πιο πάνω ανάφερα, λαμβάνεται υπόψη και η πρόθεση του να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης.

(ζ)        Τη συνεργασία του με τις Αρχές ειδικότερα στις κατηγορίες των ναρκωτικών τις οποίες παραδέχθηκε αμέσως αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για πολύ μικρές ποσότητες.

(η)        Το ότι όπως φαίνεται σε σχέση με τις κατηγορίες της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων, δεν διαπράχθηκε το οποιοδήποτε αδίκημα χρησιμοποιώντας αυτά.

(θ)        Το ίδιο ισχύει και για τις κατηγορίες κατοχής και μεταφοράς δυο φυσιγγίων.   Προς τούτο επαναλαμβάνω ότι στην υπόθεση Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.333  λέχθηκε ότι: «οι ευρύτερες παράμετροι της παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών λαμβάνονται βεβαίως υπόψη. Η κατοχή όπλων και πυρομαχικών χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο για εγκληματική ενέργεια, όπως και η συναισθηματική φόρτιση κάτω από την οποία επιτελείται εγκληματική πράξη αποτελούν στοιχεία μετριαστικά της παράνομης ενέργειας, (Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 169 και R. v. Julia Ann French (1994) 15 Cr. App. R. 194).». Ειδικότερα, λαμβάνω υπόψη μου ότι η αξιόποινη συμπεριφορά του κατηγορουμένου 1 περιορίστηκε απλά στην παράνομη μεταφορά δυο φυσιγγίων  και δεν επεκτάθηκε στη διάπραξη και άλλων σοβαρών αδικημάτων με την χρήση των συγκεκριμένων εκρηκτικών υλών  που θα μπορούσε να επιβαρύνει τη θέση του Κατηγορούμενου 1.

 

(ι)         Το γεγονός ότι τελεί υπό κράτηση από τις 18/08/2023.

(κ)        Το ότι το κλοπιμαίο αυτοκίνητο, έχει επιστραφεί στο νόμιμο ιδιοκτήτη του.

(λ)        Την πολύ μικρή αξία των αντικειμένων που αφορούν την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας.

(μ)        Γενικά, λαμβάνω υπόψη μου οτιδήποτε άλλο έχει αναφερθεί ή τεθεί ενώπιον μου και αποτελεί ελαφρυντικό στοιχείο για τον κατηγορούμενο.

 

Συνεκτιμώντας, λοιπόν, όλα τα δεδομένα που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο την ανάγκη για αποτροπή και από την άλλη όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που προανέφερα, κρίνω ότι η επιβολή στον  κατηγορούμενο 1 ποινής στερητικής της ελευθερίας του προβάλλει ως αναπόφευκτη, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί έσχατο μέτρο τιμωρίας, όπου άλλη ποινή κρίνεται ακατάλληλη και ότι αναμφίβολα η επιβολή ποινή φυλάκισης θα έχει επιπτώσεις στον ίδιον τον κατηγορούμενο. Το ύψος της ποινής θα αντανακλά το σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη. Οποιαδήποτε άλλη ποινή όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό του Νόμου, αλλά επιπλέον θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον κατηγορούμενο 1 όσο και σε νέους επίδοξους παραβάτες.

Οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το ύψος αλλά όχι όμως και το είδος της ποινής.

Καταληκτικά επιβάλλονται στον κατηγορούμενο 1 οι εξής ποινές:

2η κατηγορία - ποινή φυλάκισης 2 μηνών

3η κατηγορία - ποινή φυλάκισης 2 μηνών

4η κατηγορία - ποινή φυλάκισης 10 μηνών

6η κατηγορία - ποινή φυλάκισης 5 μηνών

8η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  2 μηνών

10η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  2 μηνών

14η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  2 μηνών

15η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  2 μηνών

16η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  1 μηνός

17η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  1 μηνός

19η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  2 μηνών

20η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  1 μηνός

21η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  3 μηνών

22η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  1 μηνός

23η κατηγορία - ποινή φυλάκισης 2 μηνών. Περαιτέρω επιβάλλω ποινή στέρησης της άδειας οδήγησής του για 6 μήνες από σήμερα.

24η κατηγορία - ποινή φυλάκισης  1 μηνός

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο 1 να συντρέχουν.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Επισημαίνω εξαρχής ότι μετά την αλλαγή την οποία επέφερε ο Ν. 186(Ι)/03 στον περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, έχει διευρυνθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο πλέον διατάσσει την αναστολή αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορούμενου.

 

Χρήσιμη καθοδήγηση αναφορικά με τα ανωτέρω προσφέρουν οι υποθέσεις Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 39, Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323, Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (Αρ. 2) (2005) 2 Α.Α.Δ. 327 και  Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161.

 

Στην υπόθεση Άγγελος Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930,  επισημάνθηκε ότι η εξέταση του ενδεχομένου αναστολής ποινής φυλάκισης συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του Δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Κατά την εξέταση του ζητήματος το σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του κατηγορούμενου και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του κατηγορούμενου θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.

 

Καθοδηγούμενος, λοιπόν, από τις πιο πάνω νομικές αρχές, λαμβάνω υπόψη αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστατικών της υπόθεσης, και αφετέρου όλους του παράγοντες που έχουν προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορουμένου. Με δεδομένη τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος διέπραξε, κρίνω ότι δεν υπάρχουν τέτοια χαρακτηριστικά στο σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του κατηγορούμενου, τα οποία συνολικά ορώμενα, στο παρόν στάδιο, είναι τέτοιου είδους ή αρκετά ώστε να δικαιολογούν την αναστολή έκτισης της ποινής φυλάκισης που του έχει επιβληθεί. Τυχόν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στον Κατηγορούμενο δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και θα εξέπεμπε στην κοινωνία λανθασμένα μηνύματα κατά παράβαση της νομολογίας και παραγνωρίζοντας τις ανάγκες και τους σκοπούς της νομοθεσίας για προστασία του πολίτη. Σε τέτοια περίπτωση ο σκοπός της νομοθεσίας θα υπονομευόταν και η αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας θα εξουδετερωνόταν. Ωστόσο επαναλαμβάνω πως όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες και οι περιστάσεις της υπόθεσης  λήφθηκαν σοβαρά υπόψη για την δραστική μείωση του ύψους της ποινής που του επιβλήθηκε ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι δεν είναι λευκού ποινικού μητρώου, (ως ανωτέρω εξηγώ)  χωρίς αυτό επαναλαμβάνω να σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος τιμωρείται για δεύτερη φορά για τις προγενέστερες πράξεις του.

 

Η ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου, όπως αυτή αναδύεται από το βαθμό και έκταση της ποικιλόμορφης παράνομης δράσης του κατηγορουμένου μέσα από τη διάπραξη αδικημάτων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, επιτάσσει την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης χωρίς έτσι να παρέχεται περιθώριο στο Δικαστήριο για κάτι διαφορετικό. Οτιδήποτε διαφορετικό δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και θα εξέπεμπε στην κοινωνία λανθασμένα μηνύματα. Ωστόσο όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες όπως προαναφέρθηκε, λήφθηκαν υπόψη για τη δραστική μείωση των ποινών που του επιβλήθηκαν (βλέπε άρθρο 3(2) του Περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72, Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Λεωνίδου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 663).

 

Συνεπώς, η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης να εκτελεστεί αμέσως και να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος  τελεί σε προφυλάκιση στα πλαίσια της παρούσας, δηλαδή από τις 18/08/2023.

                                   

 

       (Υπ.) ………..….……………

Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο