ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Μ. Παπαλλά, Ε.Δ.                             

  Αρ. Υπόθεσης: 5405/18

Μεταξύ:

Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου                                                       

                                                   v.

                                    1. Yordan Durgov

                                    2. Majd Albali

                                                                                                                 Κατηγορούμενοι

                                                                                                                       

Ημερομηνία:              29 Μαΐου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή:         κος Ν. Νεοκλέους

Για Κατηγορούμενος 2:          κα Μ. Σαββίδου

Κατηγορούμενος 2:                 παρών

 

ΠΟΙΝΗ ΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 2

Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, στις πιο κάτω  κατηγορίες:

 

1)    Πλαστογραφία, κατά των άρθρων 20, 331, 332, 333 και 336 του Κεφ. 154 (Κατηγορία, 5). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας , ο κατηγορούμενος, μεταξύ των ημερομηνιών 8-13/08/2018 στην Πάφο, κατάρτισε μαζί με άλλο πρόσωπο πλαστό έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση, δηλαδή πλαστογράφησαν την επιταγή του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου με συγκεκριμένο αριθμό για το ποσό των €600, γράφοντας στην πιο πάνω επιταγή την ημερομηνία 10/08/2018, το πιο πάνω ποσό αριθμητικώς και ολογράφως και θέτοντας την υπογραφή του εκδότη συγκεκριμένης εταιρείας ως να υπέγραψε αυτός, άνευ εξουσιοδοτήσεως.

2)    Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 20, 331, 332, 333, 336 και 339 του Κεφ. 154 ( Κατηγορία 6). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίες, ο κατηγορούμενος 2 μαζί με άλλο πρόσωπο, την 10/08/2018 εν γνώσει τους και δολίως έθεσαν σε κυκλοφορία την πλαστογραφημένη επιταγή που αναφέρεται στην 5η κατηγορία, παρουσιάζοντας την στον Δημήτρη Μαραγκό από την Πάφο, ιδιοκτήτη καταστήματος πώλησης τηλεφώνων για αγορά κινητού τηλεφώνου.

3)    Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 20, 297 και 298(1) του Κεφ. 154. (Κατηγορία 7). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, ο κατηγορούμενος 2 μαζί με άλλο πρόσωπο, κατά τον χρόνο και τόπο που αναγράφεται στην 6η κατηγορία, με ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης , απόκτησαν από τον ιδιοκτήτη του πιο πάνω καταστήματος Δημήτρη Μαραγκό, ένα κινητό αξίας €100=. Η ψευδής παράσταση συνίστατο στο ότι ο κατηγορούμενος μαζί με άλλο πρόσωπο παρουσίασαν την πλαστογραφημένη επιταγή που αναφέρεται στη 5η κατηγορία ως γνήσια και απέκτησαν το πιο πάνω κινητό.

4)     Κλοπή δια ευρέσεως, κατά παράβαση των άρθρων 255 (2αV και 266(β) του Κεφ. 154. (10η κατηγορία) Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, ο κατηγορούμενος 2 μεταξύ των ημερομηνιών 22-23/08/2018 στην Χλώρακα της επαρχίας Πάφου, έκλεψε από το δωμάτιο με αριθμό 1003 του ξενοδοχείου με τη ονομασία ΑΚΤΕΟΝ , δυο τσάντες χειρός που περιείχαν δυο ρωσικά διαβατήρια.

5)     Παράνομη κατοχή περιουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 309 του Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, ο 2ος κατηγορούμενος, την 24/08/2018 στην Χλώρακα της Επαρχίας Πάφου, είχε στην κατοχή του εντός του κλοπιμαίου οχήματος τα αντικείμενα που περιγράφονται στις λεπτομέρειες. (13η κατηγορία)

 

Σημειώνω ότι μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και αφού διακόπηκε μεγάλος μέρος των κατηγοριών που αντιμετώπιζε προέβη σε παραδοχή στις πιο πάνω αναφερόμενες κατηγορίες. Σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υιοθέτησε τις λεπτομέρειες των αδικημάτων που τελικώς αυτός αντιμετωπίζει . Επιπλέον ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος 2 παραδέχτηκε ετοιμάστηκε έκθεση από το Γραφείο Ευημερίας (Έγγραφο Α). Σύμφωνα  με το περιεχόμενο της, ο κατηγορούμενος είναι σήμερα 26 ετών και κατάγεται από τη Συρία. Έχει τρία αδέλφια 28, 23 και 20 ετών. Ο πατέρας του 53 ετών ήρθε στην Κύπρο το 2000 να εργαστεί. Απασχολείται με αλουμίνια. Ο γονείς του χώρισαν το 2007 και ο πατέρας του τέλεσε δεύτερο γάμο και απέκτησε ένα παιδί 14 ετών. Η μητέρα του, 44 ετών είναι οικοκυρά. Επίσης τέλεσε δεύτερο γάμο και απέκτησε ένα παιδί 3,5 ετών. Ο κατηγορούμενος 2, φοίτησε μέχρι τη Α’ Λυκείου (την οποία δεν ολοκλήρωσε) αλλά εγκατέλειψε το σχολείο για να εργαστεί με αλουμίνια με το πατέρα του. Πριν τη σύλληψη του διέμενε με τους δυο γονείς οι οποίοι διαμένουν με τις οικογένειες τους σε ενοικιαζόμενες οικίες. Δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, όμως άρχισε χρήση ουσιών στα 18 του χρόνια, ενώ επιθυμία του είναι να ενταχθεί σε κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης.

 

Χωρίς να αμφισβητήσει επί της ουσίας τους τα γεγονότα που εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορουμένου κάλεσε το Δικαστήριο να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

1)    Τα όσα εκτίθενται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας σε σχέση με τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις.

2)    Την παραδοχή του η οποία ήταν άμεση μετά την αναστολή μεγάλου μέρους των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.

3)    Την έμπρακτη μεταμέλεια του η οποία προκύπτει από την παραδοχή του.

4)    Την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την διάπραξη των αδικημάτων.

5)    Το ότι ο συγκατηγορούμενος του στην παρούσα υπόθεση δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ένεκα της αδυναμίας εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του.

6)    Το λευκό του ποινικό μητρώο.

7)    Το ότι τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης από 19/03/2024.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα για τα οποία ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι διέπραξε είναι σοβαρά. Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων φαίνεται, κατ’ αρχήν, από τις προβλεπόμενες στην σχετική νομοθεσία ποινές. Το ύψος της ποινής που προβλέπεται στο νόμο ως η μέγιστη ποινή για κάθε αδίκημα αποτελεί ένδειξη της σοβαρότητας του και παράγοντα που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής (Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Λεβέντης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632 και Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας v. Χρυσοστόμου κ.α. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Συγκεκριμένα, τα αδικήματα  πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου τιμωρούνται έκαστο δυνάμει των άρθρων 331, 332, 333, 336 και 339 Κεφ.154 με ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων χρόνων. Σε σχέση με το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδής παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298(1) του Κεφ. 154, ο κατηγορούμενος 2, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων. Τέλος σε σχέση με την κατηγορία της κλοπής δια ευρέσεως, κατά παράβαση του άρθρου 255 (2α) ΙV και 266(β) του Κεφ. 155  ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

 

Τα αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου θεωρούνται σοβαρά για τον επιπλέον λόγο ότι ενέχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών, οργανισμών και ατόμων (Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ματθαίου άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Η φύση του είδους του πλαστογραφημένου εγγράφου που χρησιμοποιείται και τίθεται σε κυκλοφορία σκοπεύει να δημιουργήσει μια εσκεμμένη πλασματική εικόνα και παράλληλα να παραπλανήσει το νομικό πρόσωπο ή το άτομο προς το οποίο προορίζεται. Πρόκειται για αδικήματα που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους, όπως είναι η Κύπρος. Η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών ενισχύεται ακόμη από το γεγονός ότι η διάπραξη τους παρουσιάζει ανησυχητική έξαρση στο νησί, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις διάφορες υποθέσεις που συχνά καταχωρούνται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μάλιστα πολλές από αυτές υπό την μορφή των εκτάκτων περιπτώσεων αναγκάζοντας το Δικαστήριο να διακόπτει το βαρυφορτωμένο πρόγραμμα του προκειμένου να τις επιληφθεί.

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων στη βάση των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών που τα διέπουν καλούν την επιβολή αυστηρών ποινών με αποτρεπτικό χαρακτήρα. Είναι γι’ αυτό που τα Δικαστήρια, μέσα από επισημάνσεις και υποδείξεις της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντιμετωπίζουν τέτοιας φύσης αδικήματα με αυστηρότητα μέσω της επιβολής  αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια αναχαίτισης τους και προστασίας της κοινωνίας. Η ανάγκη επιβολής αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής δημιουργεί τις συνθήκες για επιβολή ποινής στερητικής ελευθερίας του παραβάτη.

 

Στην υπόθεση Δημητρίου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 46 που αφορούσε τη διάπραξη των αδικημάτων κλοπής επιταγής Λ.Κ.£52,80 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας) των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων και πλαστοπροσωπίας, κατόπιν ομολογίας στην αστυνομία, παραδοχής και αποζημίωσης του δικαιούχου επιβλήθηκαν σε άτομο ηλικίας 52 ετών, πατέρα 4 παιδιών που αποζημίωσε τον παραπονούμενο, αφού λήφθηκε υπόψη μία προηγούμενη καταδίκη σε παρόμοιες υποθέσεις, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3, 6, 6, 3 και 4 μηνών αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία, παρόλο ότι παρήλθαν πέραν των 3 ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής και εν τω μεταξύ ο εφεσείοντας συνήψε γάμο και εξασφάλισε μόνιμη εργασία.

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 206 συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 12 μηνών που επιβλήθηκαν στον γραμματέα της Σ.Π.Ε. Επιφανείου και παράλληλα εκλελεγμένο κοινοτάρχη του χωριού, ηλικίας 60 ετών, πατέρα 3 ενήλικων παιδιών, ο οποίος απολύθηκε από την εργασία του εξ’ αιτίας της καταδίκης του και δεν επανεκλέγηκε στη θέση του κοινοτάρχη στις κοινοτικές εκλογές που ακολούθησαν, με λευκό ποινικό μητρώο, χωρίς να έχει αποκομίσει οικονομικό όφελος, κατόπιν παραδοχής και μεταμέλειας, με εξάλειψη των συνεπειών των αδικημάτων από το 2004 όταν πώλησε δική του ακίνητη περιουσία αποπληρώνοντας το ποσό του ελλείμματος που δημιουργήθηκε και ανερχόταν στις Λ.Κ.£70.000 (όπως ήταν τότε το νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας), ύπαρξη ψυχολογικών προβλημάτων και άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας, ο οποίος διέπραξε 3 κατηγορίες πλαστογραφίας, μειώθηκαν σε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 6 μηνών σε κάθε κατηγορία.

 

Επίσης στην υπόθεση Κουμίδου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 209 σε άτομο που διέπραξε τα αδικήματα πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, το οποίο συνεργάστηκε με την αστυνομία, αποζημίωσε τον παραπονούμενο, παραδέχτηκε αμέσως τα αδικήματα, με σοβαρές συνέπειες στη ζωή της και στην καριέρα της αφού είχε απολυθεί από την εργασία της και με πολλούς προσωπικούς παράγοντες να επενεργούν υπέρ της, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 9 μηνών, οι οποίες όμως αναστάληκαν κατ’ έφεση.

 

Επιπλέον στην υπόθεση Καλαθά v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 658 ποινή άμεσης φυλάκισης 14 μηνών σε κατηγορία πλαστογραφίας συμβολαίου ενοικιαγοράς και κυκλοφορίας ιδίου εγγράφου καθώς και 9 μηνών σε κατηγορία απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, ποσού £8.000 με το οποίο χρηματοδοτήθηκε η ενοικιαγορά σε άτομο που ήταν πατέρας τεσσάρων παιδιών ηλικίας 10-18 ετών, μειώθηκε κατ’ έφεση σε 9 μήνες στις δύο πρώτες κατηγορίες και σε 6 μήνες στην τρίτη κατηγορία.

 

Σε σχέση με την κατηγορία της κλοπής, θεώρηση της νομολογίας επισημαίνει ότι για τα αδικήματα η συνήθης ποινή που επιβάλλεται είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών και συνήθως στερητικής της ελευθερίας στα αδικήματα, κλοπής  είναι ένας τρόπος πάταξης του φαινομένου.  

 

Στην υπόθεση Ψύλλας v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430 επικυρώθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών για κλοπή ποσών Λ.Κ.£350,00 και Λ.Κ.£20,00.

 

Ακόμη στην υπόθεση Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222 το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 μηνών σε άτομο που  έκλεψε από σταθμευμένο αυτοκίνητο ραδιομαγνητόφωνο αξίας Λ.Κ.£350,00 μαζί με τον άλλο συγκατηγορούμενο του, το οποίο εγκατέστησε στο αυτοκίνητο του. Όταν συνελήφθηκε ομολόγησε αμέσως την πράξη του. Παραδέχθηκε ενοχή και στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη και άλλη παρόμοια υπόθεση.

 

Επίσης, το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας θεωρείται σοβαρό επειδή ενέχει το στοιχείο της παράνομης στέρησης κατοχής και απόλαυσης περιουσίας από το νόμιμο ιδιοκτήτη της. Η πολιτεία οφείλει μέσω της θέσπισης και εφαρμογής ποινικών νομοθεσιών αλλά και άλλων κατάλληλων μηχανισμών να διασφαλίσει το δικαίωμα σεβασμού της απρόσκοπτης κατοχής και απόλαυσης περιουσίας από το νόμιμο ιδιοκτήτη της, το οποίο κατοχυρώνεται συνταγματικά από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Τέτοιας φύσεως αδικήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα.

 

Στην υπόθεση Huseyin Vedat v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 142/2012, ημερομηνίας 22.11.12 ποινή φυλάκισης 4 μηνών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας σε σχέση με ποσό €955,00 το οποίο ανευρέθηκε στο πρόσωπο του εφεσείοντα και για το οποίο υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαίο, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η έννοια της επιβολής αποτρεπτικών ποινών εξηγήθηκε στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

“Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.”

 

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση καθώς και εκείνων που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Το ότι τα υπό εκδίκαση αδικήματα είναι σοβαρά δεν ατονεί το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής (βλέπε Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Όπως εξάλλου επισημάνθηκε στην υπόθεση Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135:

“Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη. όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη [Βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 194].”

 

Η διαδικασία όμως εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλέπε Καλανίδης v. Αστυνομίας, Τσιβιτσώφ v. Αστυνομίας, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Καλανίδη και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τσιβιτσώφ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 3/2008, 4/2008, 6/2008 και 7/2008, ημερομηνίας 11.05.09). Οι ατομικές συνθήκες του παραβάτη δικαιολογούν την εξισορρόπηση της ποινής ώστε να μη συνιστά μόνο τιμωρία για το έγκλημα, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλέπε Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέα Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95).

 

 

Προς όφελος του Κατηγορουμένου για σκοπούς μετριασμού της ποινής του στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω υπόψη μου τα εξής:

  1. Το λευκό ποινικό μητρώο του.
  2. Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, στο βαθμό που αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη σε τέτοιου είδους κατηγορίες, όπως αυτές εκτέθηκαν μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (βλ. ανωτέρω) αλλά και αναφέρθηκαν από το συνήγορο υπεράσπισης. Την ίδια όμως στιγμή πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις, όπως στην παρούσα υπόθεση, όπου διαπράττονται σοβαρά αδικήματα για τα οποία πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας έτσι ώστε, όπως προηγουμένως έχει λεχθεί, με την εξατομίκευση της ποινής να μην υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής (Xiaojin και άλλος v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 104, Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438 και Μιχαήλ. Ψύλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).
  3. Την παραδοχή του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο, μετά την διακοπή μεγάλου μέρους των κατηγοριών που αντιμετώπιζε μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, με την οποίαν εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος που αχρείαστα θα αναλωνόταν για την εκδίκαση κάθε μίας περίπτωσης. Αυτή η στάση με βάση τη νομολογία πρέπει να αμείβεται επειδή αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Χαρτούμπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Βασιλείου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014 ημερ. 15.06.15).
  4. Την απολογία του και την μεταμέλεια του η οποία προκύπτει από την παραδοχή του.
  5. Η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής, είναι ένας παράγοντας που από μόνος του λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην επιβολή της ποινής, ιδιαίτερα αν η σοβαρότητα του αδικήματος δικαιολογεί την επιβολή ποινής φυλάκισης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 358 και Μυροφόρα ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 84). Όπου όμως ο κατηγορούμενος ευθύνεται για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης δεν μπορεί να την επικαλείται ως ελαφρυντικό παράγοντα (Γεώργιος Τσιόλης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 154, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πεγειώτη και άλλης (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617 και Γενικός Εισαγγελέας v. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223).

 

Το Δικαστήριο δεν αγνοεί τον συνολικό χρόνο που διέρρευσε από την ημερομηνία που διαπιστώθηκε η διάπραξης των αδικημάτων του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα που καλείται να επιβάλει ποινή, τον οποίο και λαμβάνει υπόψη. Όπως και να έχει, δεν έχω διαπιστώσει ότι ο Κατηγορούμενος ευθύνεται για τον χρόνο που έχει διαρρεύσει.  Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος που διέρρευσε θα έχει, επομένως, αντίκρισμα στην ποινή που θα επιβληθεί, όχι, όμως, σε βαθμό που να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των υπό τιμωρία αδικημάτων.

 

  1. Το γεγονός ότι τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης από 19/03/2024.

 

  1. Το  ότι ο κατηγορούμενος ήταν χρήστης ναρκωτικών σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας. Δέχομαι ότι ο εθισμός προφανώς του κατηγορουμένου από την χρήση ναρκωτικών πιθανόν να τον έστρεψαν προς την κατεύθυνση διάπραξης των αδικημάτων, παράμετρο την οποία δεν παραγνωρίζω, πλην όμως αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό ελαφρυντικό υπό τις περιστάσεις, (βλ. Piliev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ.587 και Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.397). 

 

8.    Επίσης, η πρόθεσή του να υποβληθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης, επικροτείται από το Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, εάν ο κατηγορούμενος καταφέρει να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, ο πρώτος που θα ωφεληθεί θα είναι ο ίδιος. Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση, λαμβάνω υπόψη την πρόθεσή του να υποβληθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης.

 

9.    Όσον αφορά το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορούμενου αυτό αποτελεί ένα επίσης σημαντικό μετριαστικό παράγοντα, τον οποίο έχει υπέρ του ο κατηγορούμενος και τον οποίο λαμβάνω υπόψη. Δεν αποτελεί όμως πάντοτε παράγοντα που επηρεάζει από μόνος του το είδος της ποινής. Συνεκτιμάται και αυτός με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Σόλωνας Φανάρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50). Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνω υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν 20 ετών.

 

  1. Τα όσα γενικά αναφέρθηκαν από την συνήγορο υπεράσπισης προς μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου.

 

Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω περιλαμβανομένου των δεδομένων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, χωρίς παράλληλα να παραγνωρίζονται οι προαναφερόμενοι ελαφρυντικοί παράγοντες, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Ειδικότερα, η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως αυτή πηγάζει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, καθιστά αναπόφευκτη την επιβολή στον κατηγορούμενο ποινή στερητικής της ελευθερίας του.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι παρόλο που όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας και συχνότητας διάπραξης των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και των περιστατικών της υπόθεσης αυτής, για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν το ύψος αλλά όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

Καταληκτικά επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι εξής ποινές:

5η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

6η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 6 μηνών

7η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 4 μηνών

10η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 4 μηνών

13η κατηγορία – ποινή φυλάκισης 3 μηνών

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου θα εξετάσω τώρα εάν η ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να οδηγήσει στην άμεση φυλάκιση του ή δύναται να ανασταλεί δυνάμει των διατάξεων του Περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72.

 

Με το Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε την πιο πάνω νομοθεσία, η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς όπως προνοείται μέσα από το άρθρο 3(2) το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου (βλέπε επίσης Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09).

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 τέθηκαν τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση αυτή είναι χαρακτηριστικό και ομιλεί από μόνο του:

“Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν.41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας. Ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή (βλ. Sentencing in Cyprus του κ. Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λ. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).”

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών συνθηκών του κατηγορουμένου, κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ή παράγοντας που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγής για αναστολή της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί.

 

Η ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου, όπως αυτή αναδύεται από την παράνομη δράση του κατηγορουμένου μέσα από τη διάπραξη αδικημάτων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, επιτάσσει την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης χωρίς έτσι να παρέχεται περιθώριο στο Δικαστήριο για κάτι διαφορετικό. Τυχόν αναστολή των ποινών φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και θα εξέπεμπε στην κοινωνία λανθασμένα μηνύματα κατά παράβαση της νομολογίας και παραγνωρίζοντας τις ανάγκες και τους σκοπούς της νομοθεσίας. Ωστόσο όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη για τη δραστική μείωση της ποινής που του επιβλήθηκε (βλέπε άρθρο 3(2) του Περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72, Στεφάνου v. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09, Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Λεωνίδου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 663).

 

Νοείται ότι στην έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα ποινική υπόθεση λαμβάνεται υπόψη η περίοδος που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, ήτοι από τις 19/03/2024.

 

 (Υπ.) ......................................

                                                                                          Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο