ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μ. Παπαλλά, Ε. Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 356/2019

Μεταξύ :

 

Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

 

-εναντίον-

 

Α.Λ.

 

Κατηγορούμενος

 

----------

Ημερομηνία: 28 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Σ. Παπαλαζάρου.

Για Κατηγορούμενο: κος Ν. Ιωάννου με κα Μ. Πιερή

Κατηγορούμενος, Παρών

 

----------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Κατηγορούμενος, αντιμετωπίζει, τις πιο κάτω κατηγορίες στις οποίες απάντησε μη παραδοχή:

 

-     Βία στην Οικογένεια, Απειλή κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1) (4) του Νόμου που προνοεί την πρόληψη της βίας στην οικογένεια και την προστασία των θυμάτων 119(I)/2000 και άρθρο 91Α του Κεφ. 154. Σύμφωνα με την κατηγορία αυτή, ο κατηγορούμενος, την 31/10/2018 στην Πάφο, προκάλεσε τρόμο στην πρώην σύζυγο του Ι. Τ. από την Πάφο, απειλώντας την με βία ή παράνομη πράξη, δηλαδή με την φράση «Θα σε διαλύσω, θα σε σκοτώσω και το κινητό το Σάββατο να έρθει στο σπίτι μου». (1η κατηγορία)

 

 

-           Βία στην οικογένεια, πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1)(4) και 23 του Νόμου που προνοεί για την πρόληψη της βίας στην οικογένεια και την προστασία των θυμάτων 119(Ι)/2000 όπως έχει τροποποιηθεί. Σύμφωνα με την κατηγορία αυτή, ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία, με τις πράξεις ή την συμπεριφορά του προς την πρώην σύζυγο του Ι. Τ. από την Πάφο, της προκάλεσε ψυχική βλάβη.  (2η κατηγορία)

 

 

Κατά την ακρόαση, η Κατηγορούσα Αρχή, κάλεσε για την υπόθεση της ένα (1) μάρτυρα κατηγορίας, ήτοι την ΜΚ1 Ι. Τ.

 

Μετά την ενδιάμεση απόφαση για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον τoυ κατηγορουμένου  και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο κατηγορούμενος  επέλεξε να καταθέσει ενόρκως, ενώ δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης. Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους και τα όσα εισηγήθηκαν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της Απόφασης του Δικαστηρίου.

 

Από κοινού κατατέθηκε η κατάθεση του Αστ. 1299 Σ. Γιούπη ως τεκμήριο 2 στην οποία αναφέρεται ότι ουσιαστικά συνέλαβε τον κατηγορούμενο από τον οποίο έλαβε κατάθεση.

 

Επίσης δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι ο Αστ. 3218 Α. Ιωάννου έλαβε κατάθεση από την παραπονούμενη ΜΚ1.

 

Προσαχθείσα μαρτυρία:

 

Η ΜΚ1 κα Ι. Τ., ήταν η παραπονούμενη – πρώην σύζυγος του κατηγορούμενου. Η μάρτυρας αυτή αναγνώρισε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της την κατάθεση της ημερομηνίας 31/10/2018 και την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 1.  Συνοπτικά, στην εν λόγω κατάθεση αναφέρει ότι με τον κατηγορούμενο είναι πρώην σύζυγοι και έχουν αποκτήσει μαζί δυο κόρες. Με τον πρώην σύζυγο της ήταν μαζί εννέα χρόνια παντρεμένοι. Ο πρώην σύζυγος της από τον καιρό που παντρεύτηκαν είχε βίαιη συμπεριφορά προς την ίδια και τα παιδιά του και του έκανε κατά καιρούς σχετικές καταγγελίες τόσο στην Αστυνομία όσο και στο Γραφείο ευημερίας.

 

Κατά τον χρόνο που έδωσε κατάθεση τελούσε υπό εκδίκαση η υπόθεση που τον κατάγγειλε για βία στην οικογένεια ήτοι η υπόθεση με αριθμό 799/2019 όταν αυτός την κτύπησε μπροστά στα παιδιά της και την εξύβρισε.

 

Υπάρχει όπως αναφέρει στην κατάθεση της, σχετικό διάταγμα από το οικογενειακό δικαστήριο το οποίο έχει καθορίσει όπως παίρνει τα παιδία από τη διεύθυνση της κατοικίας της στις ώρες και μέρες που καθορίζει το σχετικό διάταγμα. 

 

Το Σάββατο 27/10/18 περί την 1300 όταν πήγε να παραλάβει τις θυγατέρες του από το σπίτι της ΜΚ1 , την συνάντησε έξω από την οικία της ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητο της με τις θυγατέρες τους. Όταν η ΜΚ1 άφησε τα παιδιά για να πάνε μαζί του, η μικρή πήγε αλλά η μεγάλη δεν ήθελε να πάει χωρίς να της αναφέρει τον λόγο. Η ΜΚ1  την παρακάλεσε να πάει να του το πει αλλά αυτή δεν κατέβαινε από το αυτοκίνητο. Η ΜΚ1 είδε ότι η μικρή εξακολουθούσε να μην θέλει να κατεβεί από το αυτοκίνητο , αλλά λόγω του ότι έπρεπε να παρεβρεθεί σε κάποια συνάντηση εκκίνησε το αυτοκίνητο για να φύγει.

 

Τότε ο κατηγορούμενος πήρε την ΜΚ1 τηλέφωνο και το απάντησε η κόρη της και όταν την ρώτησε τον λόγο που δεν ήθελε να έρθει μαζί του, αυτή του απάντησε ότι ήθελε να μείνει μαζί του. Τότε αυτός της είπε ότι ήθελε να μιλήσει με την ΜΚ1. Η κόρη της δεν της έδινε το τηλέφωνο διότι γνώριζε τι θα ακολουθούσε. Τότε τον άκουγε να φωνάζει από το τηλέφωνο και να τους καλεί να επιστρέψουν πίσω στο σπίτι για να πάρουν το κινητό που αγόρασε στην άλλη τους κόρης που βρισκόταν εκείνη την στιγμή μαζί του.  

 

Μετά η κόρη της έβαλε ανοικτή ακρόαση το τηλεφώνημα και αυτός συνέχισε να φωνάζει ότι θα τους κατάγγελλε στην αστυνομία εάν δεν επέστρεφαν πίσω. Μετά τον έπιασε η ΜΚ1 τηλέφωνο και ζήτησε όπως μιλήσει με την κόρη της. Αυτός είπε ότι την είχε βάλει ανοικτή ακρόαση. Τότε η ΜΚ1 ρώτησε την κόρη της κατά πόσο ήθελε το κινητό της και αυτή απάντησε αρνητικά. Αυτός συνέχισε να φωνάζει αναφέροντας ότι την επόμενη φορά δεν θα το δεχθεί.

 

Την 31/10/2018 και περί 1650 , όταν πήγε να παραλάβει τα παιδιά από τον χώρο του φροντιστηρίου τους και ενώ η ίδια βρισκόταν μαζί με τη μικρή της κόρη μέσα στο αυτοκίνητο και είχαν σταθμεύσει πίσω από το αυτοκίνητο του, η μικρή του κόρη πήγε στο αυτοκίνητο του ενώ ήδη στο αυτοκίνητο του ήταν και η μεγάλη του κόρη.

 

Εκείνη την στιγμή όταν μπήκε και η μικρή του κόρη μέσα στο αυτοκίνητο του, κατέβηκε αυτός και αφού ήρθε προς την ΜΚ1 στο παράθυρο του οδηγού την απείλησε σε κανονικό τόνο φωνής, με θυμωμένο ύφος, με την φράση «Θα σε διαλύσω, θα σε σκοτώσω και το κινητό το Σάββατο να έρθει σπίτι μου», εννοώντας το κινητό που είχε αγοράσει στη μικρή τους κόρη. Η ΜΚ1 σύμφωνα με την κατάθεση της, πάγωσε από τον φόβο της και άρχισε να τρέμει.  Ο κατηγορούμενος όπως αναφέρει στην κατάθεση της έχει δυο αεροβόλα στην κατοχή του.

 

Στη συνέχεια της κυρίως εξέτασης και ερωτώμενη εάν φοβήθηκε από την ισχυριζόμενη ουσιαστικά συμπεριφορά του κατηγορούμενου που περιγράφει στην κατάθεση της, απάντησε ότι φοβήθηκε και ήταν και ο λόγος που προήλθε και ο χωρισμός αφού ήταν συνεχείς οι φοβέρες και οι απειλές του κατηγορούμενου. Σε σχέση με την επικοινωνία του κατηγορούμενου με τα παιδιά τους, δήλωσε ότι πάντα ήταν θετική προς αυτό.

 

Ερωτώμενη ως προς το ποια είναι τα συναισθήματα της για την υπόθεση αυτή σήμερα, ανέφερε  ότι τα παιδιά της δεν βλέπουν τον πατέρα τους σήμερα και δεν έχουν καμία επικοινωνία μαζί του αφού ζει πλέον στην Λευκωσία. Τον χαρακτήρισε ανύπαρκτο . Τα παιδιά της τον έβλεπαν όπως ανέφερε συνέχεια να απειλεί, να φωνάζει και να εξυβρίζει με το κάθε τι, χωρίς η ίδια να μιλά. Υποστήριξε επίσης ότι ιδιαίτερα η μεγάλη τους κόρη παρουσιάζει επιθετικές τάσεις και προσπαθεί να την βοηθήσει.

 

Αντεξεταζόμενη, και ερωτώμενη ως προς τον λόγο που επήλθε διάσταση στην σχέση τους, ανέφερε ότι βασικός λόγος ήταν οι εξωσυζυγικές σχέσεις του κατηγορούμενου, η απρεπής συμπεριφορά του και η άσεμνη και υβριστική στάση του προς αυτήν. Υποστήριξε ότι ο σύζυγος της πάντα είχε αυτή την στάση, και ένεκα αυτής της συμπεριφοράς του, η μια τους κόρη είχε προβλήματα και δεν μπορούσε να μιλήσει, αναφέροντας ότι αυτό ήταν διαπίστωση γιατρού.

 

Συγκεκριμένα όπως ανέφερε τη μείωνε ως άνθρωπο και ως εκπαιδευτικό γιατί είναι μουσικός και για αυτόν ήταν κάτι πολύ κατώτερο από τον ίδιο όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Ζούσε όπως εξήγησε μια φοβισμένη ζωή με τον κατηγορούμενο.

 

Για όσα ζούσε, έκανε αρκετές καταγγελίες στην Αστυνομία και στο Γραφείο ευημερίας, τις οποίες ανέφερε αντεξεταζόμενη, χωρίς όμως όπως ανέφερε να θυμάται αριθμούς και χρονολογίες. Όπως ανέφερε ο κατηγορούμενος δεν είχε κάποιες επιπτώσεις για αυτές τις καταγγελίες, ενώ της είχε αναφερθεί ότι θα έπρεπε να κρατά χαμηλούς τόνους.

 

Το διαζύγιο τους παραδέχθηκε ότι είχε εκδοθεί για λόγους που αφορούσαν και τους δυο, ενώ συμφώνησε ότι για τον κατηγορούμενο υπάρχει διάταγμα επικοινωνίας με τα παιδιά του, «στα χαρτιά» όπως ανέφερε.

 

Σε σχέση με την ποινική υπόθεση 799/17 του Ε.Δ Πάφου,  την οποία ήταν παραπονούμενη και αναφέρει στην κατάθεση της, ανέφερε ότι είναι πολύ απογοητευμένη από την εν λόγω απόφαση αφού κρίθηκε ως μη αξιόπιστη μάρτυρας και αυτό της προκάλεσε μεγάλο θυμό, αφού η ίδια όπως ανέφερε έζησε όλα τα γεγονότα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η Δικαστής που εξέδωσε τότε την απόφαση «έπαυσε» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.

 

Σε σχέση με την θέση της υπεράσπισης το ότι  η ίδια πέτυχε την έκδοση διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης του Κατηγορούμενου από ψυχίατρο, υποστήριξε ότι η ίδια δεν γνώριζε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε τέτοια αίτηση διότι έπαψε να είναι σύζυγος του Κατηγορούμενου και έτσι όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «δημιουργήθηκαν κάποια προβλήματα». Σε υπόδειξη από τον συνήγορο υπεράσπισης ότι το συγκεκριμένο διάταγμα του οποίου πέτυχε την έκδοση του η παραπονούμενη ακυρώθηκε με την πολιτική  αίτηση με αριθμό 19/2017, αυτή συμφώνησε υποστηρίζοντας ότι δεν γνώριζε ότι δεν μπορεί να κάνει τη συγκεκριμένη αίτηση, αφού της είπε αστυνομικός όπως υποστήριξε να την υποβάλει χωρίς να την ρωτήσει για πόσο καιρό βρίσκονταν σε διάσταση. Υπέβαλε την αίτηση καθώς όπως υποστήριξε η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ήταν αλλόκοτη. Σε υπόδειξη ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στα πλαίσια της πολιτικής αίτηση 19/17, ανέφερε ότι σκόπιμα παραπλάνησε το πρωτόδικο Δικαστήριο με σκοπό την προώθηση της αίτησης της , ανέφερε ότι ενημέρωσε το Δικαστήριο αφού είχε κληθεί εκεί.

 

Ερωτώμενη εάν θυμάται να περιγράψει ακριβώς το περιστατικό που έγινε στις 31/10/2018, ανέφερε ότι αφού πήγαν και τα δυο παιδιά στο αυτοκίνητο του, τότε ήρθε προς την ίδια για να την απειλήσει ότι «θα με σκοτώσει και θα με καταστρέψει ότι, ότι ότι και το επόμενο Σάββατο όπως να μην μείνει το κινητό πίσω». Ερωτώμενη εάν της είπε οτιδήποτε άλλο απάντησε αρνητικά. 

 

Σε ερώτηση για το που βρισκόταν το αυτοκίνητο της όταν συνάντησαν τον κατηγορούμενο, απάντησε ότι αυτό βρισκόταν μπροστά και πίσω του κατηγορούμενου. Υποστήριξε επίσης ότι «ήρθε στο αυτοκίνητο μου, κτύπησε το τζάμι, κατέβασα το τζάμι» και τις είπε αυτά που της είπε, υποστηρίζοντας ότι το είπε στην κατάθεση της του αστυνομικού όταν αυτή έδινε κατάθεση, ενώ στη συνέχεια της αντεξέτασης ανέφερε ότι είπε απλά ότι ήρθε στο αυτοκίνητο της και δεν είπε ότι της κτύπησε το τζάμι του αυτοκινήτου.

 

Σε σχέση με τις αναφορές της ότι φοβήθηκε ανέφερε ότι δεν χρειάστηκε να πάει σε κάποιο γιατρό, όμως ένεκα του φόβου που της προκλήθηκε, δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ, είχε αυπνίες και έβλεπε εφιάλτες και αυτό διήρκησε μέρες. Σε υπόδειξη ότι ο Κατηγορούμενος ουδέποτε την απείλησε, ανέφερε ότι γενικότερα την απειλούσε «μέχρι που έπεσε η αιμοσφαιρίνη της και ο σίδηρος της» και έκανε μετάγγιση αίματος και έχει και στοιχεία γιατρού όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, τα οποία όμως δεν είχε μαζί της για να παρουσιάσει. Στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν πήγε ποτέ για μετάγγιση αίματος. Επιπλέον ανέφερε ότι έχει και στοιχεία γιατρού για αυτά όπου το πιστοποιητικό γράφει ότι για όλα ευθύνεται η απρεπής συμπεριφορά του προς την ίδια.

 

Επανεξεταζόμενη, υποστήριξε ότι ήταν πρόεδρος συνδέσμου γονέων, πρόεδρος ομοσπονδίας, αναπληρώτρια πρόεδρος Παγκύπριας ομοσπονδίας γονέων ενώ παράλληλα είναι και αντιπρόεδρος της Τόλμης Πάφου, εκφράζοντας την θέση ότι για να είναι σε αυτά τα πόστα, είναι ένας αξιόπιστος άνθρωπος.

 

Ο Κατηγορούμενος όπως προαναφέρθηκε, κατέθεσε ενόρκως.

 

Εξηγώντας τις θέσεις του και την δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα, ανέφερε τα εξής:

 

Αρχικά ο κατηγορούμενος στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του, υιοθέτησε την κατάθεση του (Τεκμήριο 3) ημερομηνίας 01/11/2018, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι την 31/10/2018 και ώρα 1650 συνάντησε την παραπονούμενη ΜΚ1 για την παράδοση της κόρης τους. Απορρίπτει σε αυτή την θέση της παραπονούμενης ότι απείλησε την παραπονούμενη με την φράση «Θα σε διαλύσω, θα σε σκοτώσω» και ότι απλά της ανέφερε να επιτρέπει στην κόρη του να έχει στην κατοχή της το κινητό τηλέφωνο που της αγόρασε ο κατηγορούμενος για να μπορεί να επικοινωνεί μαζί της. Ταυτόχρονα αναφέρει ότι όλες οι καταγγελίες της παραπονούμενης εναντίον του είναι ψευδείς και σκοπό έχουν την στοχοποίηση του.

 

Δίνοντας τη δική του εκδοχή, ανέφερε ότι στις 1650 είχε πάει στο φροντιστήριο για να παραλάβει τη μεγάλη του θυγατέρα και η πρώην σύζυγος του θα έφερνε την μικρή θυγατέρα τους εκεί. Όταν έφτασε στο φροντιστήριο, σταμάτησε το αυτοκίνητο του και περίμενε τη μεγάλη του κόρη να τελειώσει στις 1700. Μόλις τελείωσε, ήρθε στο αυτοκίνητο η πρώην σύζυγος του και την πήρε, κατέβηκε η μικρή του κόρη και μπήκε στο δικό του αυτοκίνητο και εκκίνησε το αυτοκίνητο του. Επειδή ήταν αδιέξοδος , έκανε επαναστροφή για να φύγει και κατά τη διάρκεια της επαναστροφής, η μικρή του κόρη, του ανέφερε ότι η μητέρα της δεν την αφήνει να χρησιμοποιεί το κινητό τηλέφωνο το οποία της είχε αγοράσει να έχει επικοινωνία μαζί της. Στην επιστροφή του άνοιξε το τζάμι του αυτοκινήτου και της ανέφερε μπροστά στα παιδιά «Σε παρακαλώ άφηνε τη μικρή να χρησιμοποιεί το κινητό της» και έφυγαν.

 

Απέρριψε περαιτέρω ότι είχε βίαιη συμπεριφορά προς την παραπονούμενη και τα παιδιά του. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 4 την απόφαση στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης 799/17 του Ε.Δ Πάφου, για την οποία κάνει αναφορά η παραπονούμενη στην κατάθεση της τεκμήριο 1, στην οποία όπως εξήγησε αθωώθηκε.

 

Σε σχέση με τη θέση την οποία υποστήριξε στην κατάθεση του για ψευδείς ουσιαστικά καταγγελίες της παραπονούμενης , ανέφερε ότι αυτή με την αίτηση 129/16, προέβη σε αίτηση για ψυχιατρική εξέταση του, αποκρύβοντας ότι βρίσκονταν σε διάσταση, αναφέροντας ότι ήταν σύζυγοι, το οποίο ακυρώθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, καταθέτοντας ως Τεκμήριο 5 την σχετική απόφαση. Απέδωσε όλα τα πιο πάνω στις προσπάθειες της παραπονούμενης για αποξένωση της από τα παιδιά του, ενώ ταυτόχρονα αναφέρθηκε ότι όλες οι καταγγελίες ήταν ψευδείς.

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι ο λόγος που ήθελε η κόρη του να κρατά κινητό τηλέφωνο, ήταν διότι επιθυμούσε να έχει επικοινωνία μαζί της τις ημέρες που δεν βρισκόταν μαζί του. Ο λόγος που έδωσε σημασία στο θέμα με το κινητό, ήταν διότι η κόρη του του ανέφερε ότι η παραπονούμενη δεν την άφηνε να το χρησιμοποιεί.  Δεν θύμωσε καθόλου όπως εξήγησε, απλά όταν προέβη σε επαναστροφή με το αυτοκίνητο του, σταμάτησε το αυτοκίνητο και της ανέφερε να επιτρέπει στην κόρη τους να χρησιμοποιεί το κινητό τηλέφωνο, έτσι ώστε να έχουν επικοινωνία τις ημέρες που δεν ήταν μαζί του. Επανέλαβε τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του απορρίπτοντας τις θέσεις της εκπροσώπου της κατηγορούσας Αρχής. Αναφέρθηκε σε πολλά προβλήματα που η παραπονούμενη του δημιουργούσε σε σχέση με την επικοινωνία με τα παιδιά τους, αναφέροντας ότι ο στόχος της Παραπονούμενης ήταν η αποξένωση του από τα παιδιά αφού με το παραμικρό τον κατάγγελλε όπως αναφέρει στην Αστυνομία για διάφορους και ασήμαντους λόγους με στόχο να τον βασανίσει και τον ταλαιπωρεί. Επιπλέον ανέφερε ότι για ένα χωρισμένο πατέρα οι δυο φορές την εβδομάδα ως επικοινωνία με τα παιδιά του δεν είναι ποτέ αρκετές .

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας:

Κατά την ακροαματική διαδικασία το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία και ευχέρεια να παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του. Με κριτήρια την όλη στάση και συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καθώς και το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους, σε συνυφασμό με τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί στη δίκη το Δικαστήριο προχωρεί στην αξιολόγηση τους, πάντοτε με πλήρη επίγνωση ότι η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και αποσυναρτημένα του επιπέδου απόδειξης με δείχτη το στάδιο από το οποίο ανέκυψε, την πηγή των γνώσεων τους στον βαθμό που αυτές αφορούσαν τα επίδικα γεγονότα, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος, τις ευκαιρίες που είχαν για να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την μνήμη και τους λόγους που είχαν να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους, την ειλικρίνεια τους και την ύπαρξη σε αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών εγγενών αντιφάσεων (βλέπε κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Το Δίκαιο της Απόδειξης’ του Τάκη Ηλιάδη σελίδες 24 και 215, Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 447 και Ζαμπάς v. A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 820).

 

Στη συνέχεια και κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στα σημεία της μαρτυρίας, που στηρίζεται η κρίση του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία ή μη της μαρτυρίας αυτής και κατά λογική συνέχεια για την αποδοχή ή απόρριψη της είτε στην ολότητα της είτε μέρος της (Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256). Επομένως το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί την μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητα της είτε μέρος της, η οποία ασκείται στη βάση των αρχών που το Εφετείο επισήμανε στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 219/2012, ημερ. 29.11.13. Η προσέγγιση που το Δικαστήριο υιοθετεί στο θέμα αποδοχής ή όχι μιας μαρτυρίας υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης (Λαζάρου v. Δημοκρατίας, (2010) 2 Α.Α.Δ. 633). Το ακόλουθο απόσπασμα από την Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266 εξηγεί με σαφήνεια τα πιο πάνω:

... ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως            προς την αξιοπιστία του. Αυτή όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται    ως αξιόπιστοι μάρτυρες. Σε μια       τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να        επιλέξει το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα το οποίο, κατά την άποψη του             Δικαστηρίου, εκφράζει την πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να            απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο θεωρείται λανθασμένο, είτε λόγω ανεπίγνωστα ανεπαρκούς παρατήρησης, είτε λόγω αδυναμίας          μνήμης. (Γεωργιάδης v. Αστυνομίας (1985) 1 Α.Α.Δ. 56). Στις περιπτώσεις όμως όπου ένας μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος για καλό         λόγο, σίγουρα δεν υπάρχει διαθέσιμη μια τέτοια επιλογή μερών μαρτυρίας. (Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168).

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, υπό την έννοια πως δεν απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Μπορεί η αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα να είναι ατομική, δηλαδή να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα της και την πειστικότητά της, όμως θα πρέπει τα όσα αναφέρονται από τον κάθε μάρτυρα να συναρτώνται, να αντιπαραβάλλονται και να συγκρίνονται με τα λεγόμενα των λοιπών μαρτύρων και έτσι να διερευνάται η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών (Μουσταφά ν. Καυκαρή, Πολιτική Έφεση 10705 ημερ. 08.02.2002, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).

 

Η παρούσα υπόθεση είναι από αυτές που θα κριθεί με γνώμονα την αξιοπιστία των εμπλεκομένων ατόμων που πρωταγωνίστησαν στα επίδικα επεισόδια, δηλαδή της παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου. Είναι μέσα από την αξιοπιστία της μαρτυρίας αυτών των προσώπων επικουρούμενη από την όποια άλλη μαρτυρία γίνει αποδεκτή που θα καθοριστεί το πλαίσιο των επίδικων γεγονότων. Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές των μερών αφού πρώτα αξιολογήσει την προσκομισθείσα μαρτυρία.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω το Δικαστήριο προχωρεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πάντοτε σε σχέση με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.

 

Η ΜΚ1 - Παραπονούμενη δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Από τον τρόπο που παρέθεσε τα όσα ισχυρίστηκε σε σχέση με το επίδικα περιστατικά, τόσο στην κυρίως εξέταση της, όσο και κατά την αντεξέταση της, μου έδωσε την εντύπωση ότι η μαρτυρία της ήταν προσχεδιασμένη ενώ ο τρόπος που απαντούσε , ουδόλως έπειθε για το αληθές των ισχυρισμών της. Η ταχύτητα των απαντήσεων της, το ύφος και η συμπεριφορά της, προβλημάτισαν αρκετά το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο έχει εντοπίσει έντονα το στοιχείο της προκατάληψης και της εμπάθειας από πλευράς της μάρτυρος προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου.

 

Η όλη μαρτυρία της φάνηκε να έχει ως σκοπό να φανεί ως το αθώο θύμα του κατηγορουμένου και η συμπεριφορά της στο εδώλιο και ο τόνος της φωνής της απαντώντας κατά την εξέταση της, διακρινόταν από νευρικότητα και έκφραση που κάθε άλλο παρέπεμπε σε μάρτυρα που έλεγε την αλήθεια. Δεν παρέβλεψα στην αξιολόγηση της, ότι αυτή ήταν παραπονούμενη για κατ' ισχυρισμόν αδικήματα που έχουν σχέση με βία στην οικογένεια, όπου η νευρικότητα ενός θύματος βίας είναι δικαιολογημένη σε ένα βαθμό, όμως η παρούσα δεν είναι μία τέτοια περίπτωση.

 

Περαιτέρω αυτό που παρατήρησα κατά την κατάθεση της ήταν μια γενικότερη προσπάθεια να αναφερθεί στα όσα κατ’ ισχυρισμό πέρασε με τον Κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια του γάμου τους και τις διαφορές που αυτοί είχαν όλο αυτό το διάστημα, ζητήματα τα οποία φυσικά δεν ήταν επίδικα. Αυτό που επιπλέον διαπιστώνεται από τον τρόπο και το ύφος που αυτή κατέθετε, ήταν ότι δυστυχώς μέχρι και σήμερα, ενώ οι άνθρωποι αυτοί έχουν ήδη λάβει διαζύγιο και έχουν μαζί και δυο παιδιά, υπάρχει έχθρα και αντιπαράθεση, δεδομένα τα οποία λαμβάνω υπόψη κατά την αξιολόγηση της παραπονούμενης.

 

Συνεπώς το Δικαστήριο δεν αποδέχεται τη μαρτυρία της ΜΚ1 ως αληθή και αξιόπιστη είτε αυτή περιλαμβάνεται στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία και αποτελεί το Τεκμήριο 1 είτε της δια ζώσης μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου.

Προς τεκμηρίωση των πιο πάνω αναφέρω τα εξής:

 

Ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά συγκεκριμένο περιστατικό, το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της αφορούσε γενικά τα προβλήματα του γάμου τους και πως τα πράγματα οδήγησαν στον χωρισμό τους. Ο κατηγορούμενος χαρακτηρίστηκε ως ανύπαρκτος σε σχέση με την σχέση του με τα παιδιά του, γεγονός το οποίος δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση. Ενώ στην κυρίως εξέταση της ερωτήθηκε από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής έτσι όπως αναφέρει τα συναισθήματα της για την υπό εκδίκαση υπόθεση, αυτή ξεκίνησε να εξιστορεί γενικότερα τα προβλήματα τα οποία είχε με τον Κατηγορούμενο στην πορεία των χρόνων, και το ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει καμιά σχέση με τα παιδιά του, χαρακτηρίζοντας τον ως ανύπαρκτο.

 

Συνεχίζοντας και χωρίς να απαντά επί της ουσίας για το συγκεκριμένο περιστατικό, ανέφερε ότι τα παιδιά τον έβλεπαν συνεχώς να την απειλεί, επιρρίπτοντάς ευθύνες στον κατηγορούμενο ότι η κόρη τους έχει σήμερα επιθετικές τάσεις, ένεκα προφανώς της ισχυριζόμενης συμπεριφοράς που αποδίδεται στον κατηγορούμενο στην πορεία των χρόνων. Από τις πιο πάνω αναφορές, διαπιστώνεται ότι μέχρι και σήμερα υπάρχει έντονη πικρία προς το πρόσωπο του κατηγορούμενου, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τις ειλικρινείς της προθέσεις. Επιπλέον η παραπονούμενη, καταθέτοντας στο Δικαστήριο και σε μια προσπάθεια της να ενισχύσει τις θέσεις της ως προς τις συμπεριφορές που αποδίδει προς το πρόσωπο του Κατηγορούμενου, (γενικά και πάλι), υποστήριξε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ένεκα της γενικότερης συμπεριφοράς του, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας με την αιμοσφαιρίνη της και τον σίδηρο της χωρίς να είναι σε θέση να παρουσιάσει οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό, παρά τον ισχυρισμό της ότι το ιατρικό πιστοποιητικό που κατέχει αυτό καθαυτό περιλαμβάνει αναφορά ότι για τα προβλήματα υγείας που επικαλείται αναγράφεται ρητά σε αυτό ότι ευθύνεται ο σύζυγος της ένεκα της ισχυριζόμενης απρεπούς του συμπεριφοράς. Επίσης στη σελίδα 18 των πρακτικών της αντεξέτασης της, διαπιστώνεται ότι ενώ αρχικά λέει ότι έκανε μετάγγιση αίματος για να αντιμετωπίσει προφανώς τα πιο πάνω ισχυριζόμενα ιατρικά προβλήματα τα οποία αποδίδει στον Κατηγορούμενο, στη συνέχεια αμέσως πιο κάτω αναφέρει ότι ποτέ δεν έκανε μετάγγιση αίματος. Σημειώνω ότι στην κατάθεση της τεκμήριο 1 που γενικά αναφέρεται στην συμπεριφορά του συζύγου της ουδεμία τέτοια αναφορά έχει κάνει, ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου προβαίνει σε τέτοιους ισχυρισμούς, σε μια προσπάθεια της προφανώς να παρουσιάσει μια γενικά αρνητική για τον κατηγορούμενο εικόνα. Τα πιο πάνω κρίνονται εκ των ύστερων σκέψεις, τα οποία έμειναν χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση, που σε συνάρτηση με τα στοιχεία προκατάληψης και της εμπάθειας που διαπιστώνονται από το Δικαστήριο, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από το Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω ενώ αναφέρεται σε καταγγελίες που προέβη εναντίον του Κατηγορούμενου, (εκτός του επίδικου περιστατικού) και ενώ κλήθηκε να συγκεκριμενοποιήσει τις αναφορές της αυτές, δεν φάνηκε να ήταν σε θέση να το κάνει με συγκεκριμένο τρόπο, ενώ ανέφερε ότι της ζητήθηκε να κρατά χαμηλούς τόνους. Το μόνο που διαπιστώνεται από τη γενική της αναφορά σε καταγγελίες, είναι από τα όσα ανέφερε σε σχέση με την  ποινική υπόθεση 799/17 του Ε.Δ Πάφου, για περιστατικό βίας στην οικογένεια εναντίον του Κατηγορούμενο, όπου όμως φαίνεται αυτός να αθωώθηκε σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από το Τεκμήριο 4.  Επίσης αρνητική εντύπωση προκάλεσε η ειδικότερη αναφορά της και η ευκολία με την οποία προβαίνει σε τέτοιους ισχυρισμούς, ότι η Δικαστής που εκδίκασε την εν λόγω υπόθεση, «έχει παύσει» (πράγμα που δεν ισχύει) προφανώς για να δικαιολογήσει τη διαπίστωση στην εν λόγω απόφαση ότι η μαρτυρία της δεν έγινε αποδεκτή.

 

Προβληματισμό επίσης στο σύνολο των όσων ανέφερε αποτελεί και το ότι ο κατηγορούμενος παρουσιάζεται από την ίδια να έχει τέτοια αρνητική συμπεριφορά προς την ίδια, και ενώ χαρακτηρίζεται ως ανύπαρκτος με τα παιδία του, αποδέχεται ότι εκδόθηκε διαζύγιο για λόγους που αφορούν και τους δυο, ενώ ταυτόχρονα ο κατηγορούμενος έχει εξασφαλίσει και διατάγματα επικοινωνίας με τα παιδιά του.

 

Επιπλέον κατά την αντεξέταση της, φαίνεται να αποκαλύφθηκε ακόμα μια πτυχή της έντονης διαμάχης την οποία είχαν η παραπονούμενη με τον κατηγορούμενο. Από τα όσα αναφέρθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου , προκύπτει ότι η παραπονούμενη προχώρησε στην καταχώρηση αίτησης για υποχρεωτική ψυχιατρική εξέταση του Κατηγορούμενου, δυνάμει των προνοιών του Περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου (Ν.77(Ι)/97), όπου το διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό που διαπιστώθηκε κατά την υπόδειξη από την υπεράσπιση του ζητήματος αυτού ήταν η έντονη αμηχανία της παραπονούμενης για το θέμα αυτό η οποία αμέσως τοποθετήθηκε ότι «δεν ήξερα ακριβώς τι ήταν», ενώ στη συνέχεια και μετά από διευκρινιστική ερώτηση κατά πόσο γνώριζε το είδος και τη φύση ουσιαστικά της αίτησης που είχε υποβάλει, παραδέχθηκε ότι γνώριζε , αναφερόμενη γενικά και αόριστα σε κάποιο αστυνομικό ο οποίος θα ερχόταν να μιλήσει αλλά άργησε. Στο στάδιο αυτό να αναφέρω ότι αυτό που προκύπτει από το τεκμήριο 5, το οποίο αποτελεί την απόφαση επί της πολιτικής αίτησης 19/2019 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου ακυρώθηκε το συγκεκριμένο διάταγμα, ότι στην απόφαση αναφέρεται ότι «από το πρακτικό του Δικαστηρίου και τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του από την Καθ΄ ης η Αίτηση σίγουρα εντοπίζεται σκόπιμη παραπλάνηση του Δικαστηρίου προς τον σκοπό προώθησης της αίτησης». Με όλο τον σεβασμό προς την παραπονούμενη, τα πιο πάνω ενισχύουν την αρνητική εικόνα που διαπιστώθηκε αλλά και ότι διαπιστώνεται γενικότερα προκατάληψη και εμπάθεια από πλευράς της μάρτυρος προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου.

 

Σε συνάρτηση επιπλέον με τα πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι προσθέτει αναφορές σε σχέση με το επίδικο περιστατικό, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος της κτύπησε και το τζάμι του αυτοκινήτου, γεγονός το οποίο δεν αναφέρει στην κατάθεση της, ενώ αντεξεταζόμενη υποστήριξε ότι την απείλησε λέγοντας της «ότι θα την σκοτώσει, θα την καταστρέψει και ότι ότι ότι και το επόμενο Σάββατο όπως να μην μείνει το κινητό πίσω», ενώ στην κατάθεση της αναφέρει ότι της είπε «θα σε διαλύσω, θα σε σκοτώσω και το κινητό το Σάββατο να έρθει σπίτι μου». Επίσης ενώ στην κατάθεση της τεκμήριο 1, όταν περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκαν με τον κατηγορούμενο, αναφέρει ότι είχε σταθμεύσει πίσω από το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου, όταν αντεξετάζετο ανέφερε ότι αυτή στάθμευσε μπροστά από το αυτοκίνητο του.

 

Όλα τα πιο πάνω συνολικά ιδωμένα, δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Γενικά το Δικαστήριο κρίνει ότι η όλη εικόνα που παρουσίασε η ΜΚ 1 είναι τέτοια, που δεν πείθει το Δικαστήριο. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο απορρίπτει την εκδοχή που παρουσίασε η ΜΚ 1 στην ολότητα της ως αναληθή και αναξιόπιστη.

 

Ο κατηγορούμενος μου έκανε καλή εντύπωση. Από την όλη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, διαφάνηκε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια. Απάντησε ευθέως τα όσα ερωτήθηκε τόσο στην κυρίως εξέταση του όσο και στην αντεξέταση του και δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση. Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε στον τρόπο που κατέθετε, από το οποίο να φαίνεται προσπάθεια του να παραποιήσει τα γεγονότα, ούτε ανίχνευσα στη μαρτυρία του οποιοδήποτε ψήγμα ψέματος ή πρόθεσης παραπλάνησης του Δικαστηρίου. Απαντούσε με πολύ ηρεμία και σταθερό ύφος σε όσα του τέθηκαν χωρίς υπερβολές στοιχείο το οποίο το Δικαστήριο λαμβάνει πολύ σοβαρά  υπόψη. Παρά το γεγονός ότι φαίνεται να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις τους γενικότερα στην πορεία των χρόνων, πράγμα λυπηρό για δυο ανθρώπους που έχουν μαζί δυο παιδιά, το ύφος και ο τρόπος που απαντούσε έπεισαν το Δικαστήριο ότι έλεγε την αλήθεια για το συγκεκριμένο επίδικο περιστατικό. Η ένταση που υπάρχει γενικότερα στις σχέσεις τους στην πορεία των χρόνων, διαπιστώνεται και από τα τεκμήρια 4 και 5 που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Αξιοσημείωτο και το σχόλιο που υπάρχει στην απόφαση επί της πολιτικής αίτησης 19/17, ότι σίγουρα «εντοπίζεται σκόπιμη παραπλάνηση του Δικαστηρίου προς τον σκοπό προώθησης της αίτησης» από την παραπονούμενη.   Σε κάθε περίπτωση, η όλη του μαρτυρία σε σχέση με το περιστατικό είχε συνοχή, ευθύτητα και διαφάνηκε ότι παρέθεσε την αλήθεια. Δεν παραβλέπω τα προβλήματα τα οποία φαίνεται να υπάρχουν στις σχέσεις τους, όμως η μαρτυρία του δεν διαπίστωσα να είχε στοιχεία υπερβολής ή εκδικητικά στοιχεία προς το πρόσωπο της παραπονούμενης. Περαιτέρω η θέση του ότι δεν θα διέπραττε αυτά τα αδικήματα είναι πιστευτή. Με βάση τα πιο πάνω η μαρτυρία του κατηγορούμενου γίνεται δεκτή.

Νομική Πτυχή & Ευρήματα & Συμπεράσματα:

 

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων v. Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υιοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton v. D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (Λοϊζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Σωτηριάδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482, Γενικός Εισαγγελέας v. Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71 και Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 434). Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, στην οποία επίσης υιοθετείται η ανωτέρω αρχή της υπόθεσης Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, επισημαίνεται επιπρόσθετα ότι:

“Οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.”

 

Στις Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος v. Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97 καθορίζεται, ότι, εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.

 

Τη νομική πτυχή που διέπει το σύνολο των Κατηγοριών που έχουν περιληφθεί στο υπό εξέταση κατηγορητήριο την έχω μελετήσει και έχω στα υπόψη μου κατά το στάδιο συγγραφής της παρούσας απόφασης.

 

Υπενθυμίζεται πως η υπό εξέταση υπόθεση έχει στηριχθεί αποκλειστικά για την στοιχειοθέτηση των κατηγοριών που προσάπτονται στον Κατηγορούμενο στην μαρτυρία της παραπονούμενης (ΜΚ1).

 

Η μαρτυρία όμως της παραπονούμενης (ΜΚ1) έχει κριθεί για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, ως μη αξιόπιστη με αποτέλεσμα το σύνολο αυτής να απορριφθεί από το Δικαστήριο.

 

Συνεπώς από την στιγμή που το σύνολο του κατηγορητηρίου στηρίζεται ουσιαστικά στη δική της εκδοχή γεγονότων τα οποία στηρίχθηκαν για την στοιχειοθέτηση τους αποκλειστικά στην δική της μαρτυρία η οποία απορρίφθηκε, αυτό έχει ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να καταλήξει σε ευρήματα ότι πράγματι το κατ’ ισχυρισμό περιστατικό / συμβάν έλαβε χώρα και αναπόφευκτα το σύνολο των όσων καταλογίζονται στον Κατηγορούμενο να οδηγείται σε απόρριψη.

 

Από την άλλη, η αποδοχή της μαρτυρίας του Κατηγορουμένου, δείχνει ότι αφού ο κατηγορούμενος βρέθηκε με την παραπονούμενη σε σημείο που βρίσκεται το φροντιστήριο που φοιτούσε η κόρη τους, της ζήτησε να επιτρέπει στην κόρη του να έχει στην κατοχή της το κινητό τηλέφωνο που της είχε αγοράσει, χωρίς να την απειλήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Επίσης αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι μεταξύ τους σχέσης στην πορεία του χρόνου δεν ήταν αρμονικές όπως προκύπτει τόσο από την μαρτυρία του ίδιου του Κατηγορουμένου αλλά και ειδικότερα από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 και 5.

 

Κατάληξη:

Υπό το φως των πιο πάνω η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του κατηγορουμένου, ο οποίος, αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

                                                                         (Υπ.)  ...........................

          Χρ. Μ. Παπαλλάς, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο