ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 8062/2020 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

ΑΡΧΟΝΤΗ ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 16 Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Παπαγεωργίου Μ. (για να ακούσει απόφαση ο κος Χρυσοστόμου Σ.)

Για τον Κατηγορούμενο: κος Αλεξάνδρου Α. με κα Αλεξάνδρου Μ.

Κατηγορούμενος παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            O κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση αντιμετωπίζει την κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγο αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, ως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 181(Ι)/2000.

 

Η κατηγορία αυτή ήταν το αποτέλεσμα εξέτασης από την Αστυνομία τροχαίου θανατηφόρου δυστυχήματος που επεσυνέβη στις 19/04/2019 στην λεωφόρο Ποσειδώνος στην Κάτω Πάφο της επαρχίας Πάφου. Αυτό που αποδίδεται στο Κατηγορούμενο, είναι ότι ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] στην προσπάθεια του να προσπεράσει από δεξιά προπορευόμενο αυτού όχημα, και βεβιασμένα να επανέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας που αρχικά εκινείτο, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του με αποτέλεσμα να εκτραπεί προς τα αριστερά, να ανέβει σε ποδηλατόδρομο, και να κτυπήσει θανάσιμα τον πεζό Willet Andrew Evan (το θύμα), τέως από την Αγγλία.  

 

Για να αποδείξει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε επτά (7) συνολικά μάρτυρες ήτοι τους Αστ. 1142 Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου (ΜΚ.1), τον Ραφαήλ Χαραλάμπους (ΜΚ.2), την Alicia Vince (ΜΚ.3), την Πέρσια Στυλιανού (ΜΚ.4), τον αρχιαστυφύλακα 2641 Χριστάκη Αντρέου (ΜΚ.5), τον Βασίλειο Φραντζή (ΜΚ.6) και τον Λοχ. 1289 κο Πάμπο Αναστάση (ΜΚ.7)

 

Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ο Κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του επέλεξε όπως προβεί σε ανόμωτη δήλωση. Κάλεσε προς υπεράσπιση του μόνο ένα μάρτυρα, δηλαδή τον Νίκο Μαρκουλλή (ΜΥ1).

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και συγκεκριμένα μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του ΜΚ.1 δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα και κατατέθηκε σχετικά αριθμός εγγράφων που τιτλοφορούνται σε σχετικό κατάλογο (Τεκμήριο 8). Πρόκειται για τα ακόλουθα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως αποδεκτά για την αλήθεια του περιεχομένου τους:

 

·        Όρκος του Χριστάκη Ανδρέου της τροχαίας Πάφου προς υποστήριξη έκδοσης εντάλματος σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου (Τεκμήριο 8Α)

·        Ένταλμα σύλληψης υπόπτου (νυν κατηγορούμενου) ημερομηνίας 19.04.2019 (Τεκμήριο 8Β)

·        Διάταγμα προφυλάκισης του υπόπτου (νυν κατηγορούμενου) ημερομηνίας 20.04.2019

·        Κατάθεση της Fiora Bakkir στην αγγλική γλώσσα ημερομηνίας 20.04.2019 (Τεκμήριο 8Δ) και μετάφραση αυτής στην ελληνική (τεκμήριο 8Ε)

·        Κατάθεση της Δέσποινας Μιχαήλ, νοσηλευτικής λειτουργού ημερομηνίας 21.04.2019 (Τεκμήριο 8 Στ)

·        Αναφορά προς τον θανατικό ανακριτή ημερομηνίας 20.04.2019 (Τεκμήριο 8Ζ)

·        Διάταγμα για μεταθανάτια εξέταση του θύματος ημερομηνίας 20.04.2019

·        Πιστοποιητικό θανάτου του Willet Andrew Ivan ημερομηνίας 19.04.2019 (τεκμήριο 8Η) και ιατρικό πιστοποιητικό αιτών θανάτου του (Τεκμήριο 8Ι)

·        Διάταγμα μετακίνησης του πτώματος του Willet Andrew Ivan ημερ. 24.04.2019

·        Βεβαίωση παραλαβής οχήματος αναφορικά με το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] (Τεκμήριο 8Λ)

·        Μεταθανάτιος ιατροδικαστική έκθεση αναφορικά με τον Willet Andrew Ivan (Τεκμήριο 8Μ) και

·        Έντυπο Δικαιωμάτων Συλληφθέντων και κρατουμένων προσώπων στην ελληνική γλώσσα υπογεγραμμένο από τον κατηγορούμενο ημερομηνίας 19.04.2019 (Τεκμήριο 8Ν)

 

Περαιτέρω αμέσως πριν την κατάθεση της ΜΚ.3 κατατέθηκε από κοινού ως προς το αληθές του περιεχομένου της η κατάθεση του Γιώργου Ματθαίου, οδηγού εκσκαφέα, ως Τεκμήριο 10.

 

Τα εν λόγω παραδεκτά γεγονότα εγκρίθηκαν ως τέτοια και ως αυτά θα επεξηγηθούν στη συνέχεια αποτελούν μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου

 

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

ΜΚ.1

 

Ο ΜΚ.1 αναγνώρισε την κατάθεση του το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1. Σε αυτή αναφέρει ότι είναι αποσπασμένος στο τμήμα διερεύνησης τροχαίων δυστυχημάτων. Έτυχε εκπαίδευσης στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου και είναι κάτοχος διαφόρων πιστοποιητικών τα οποία περιγράφει και τα οποία κατέθεσε ως δέσμη εγγράφων (τοποθετούμενα σε φάκελο) η οποία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2. Στις 19.04.2019 ώρα 15:40 επισκέφθηκε τη σκηνή θανατηφόρας σύγκρουσης που έγινε την ίδια μέρα περί ώρα 14:40 στη λεωφόρο Ευρώπης με ενεχόμενα οχήματα το [ ] που οδηγούσε ο Κατ/νος και το [ ] που οδηγούσε κάποιος Βασίλειος Φραντζής και με θύμα τον πεζό Willet Andrew Evan, τέως από την Αγγλία. Η σκηνή είχε αποκλειστεί όταν έφθασε και την εξέταση της υπόθεσης ανέλαβε ο Λοχ.1289 Π. Αναστάση της τροχαίας Πάφου. Αφού επιθεώρησαν μαζί τη σκηνή ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 3) στο οποίο σημειώθηκαν οι πορείες των εμπλεκόμενων οχημάτων, καθώς και αριθμός σημαδιών από μαυρίσματα που προήλθαν από τους τροχούς του [ ], σε διάφορα σημεία. Στην κατάθεση του κάνει αναφορά και σε αριθμό άλλων σημείων που κατέγραψε και περιέλαβε στο τεκμήριο 3 τα οποία και περιγράφει. Αυτά αφορούν, μεταξύ άλλων, το σημείο που παρασύρθηκε ο πεζός, η πορεία του, το δεξί του παπούτσι, το δέντρο στο οποίο εκτινάχθηκε μετά τη σύγκρουση, σταθερά σημεία, και το σημείο σύγκρουσης των δυο οχημάτων. Αποτύπωσε τη σκηνή με το πρόγραμμα Topcon GR-5 GNSS Receiver operation with FC-236 field Controller. Το πρόχειρο σχεδιάγραμμα επεξηγήθηκε στον κατηγορούμενο ο οποίος και το υπέγραψε ως ορθό.

 

Στις 20.04.2019 μαζί με την ιατροδικαστή Ελένη Αντωνίου και την Fiona Bakkir είδε και αναγνώρισε τη σορό του νεκρού Willet Andrew Evan. Έλαβε αριθμό φωτογραφιών τις οποίες και αντέγραψε σε ένα CD με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή και συσκευής αντιγραφής CD χωρίς να αλλοιώσει οτιδήποτε από το περιεχόμενο. Αφού έδωσε κάποια διακριτικά σε αυτό, και πάλι με τη βοήθεια Η/Υ επέλεξε 35 αρχεία φωτογραφιών τα οποία και αρίθμησε από το 1 έως το 35 και τα φύλαξε σε φάκελο (folder) τον οποίο ονόμασε «ARITHMISI FFTP 10/2019». Στη συνέχεια ο φάκελος αυτός αντιγράφηκε σε ψηφιακό δίσκο (CD) με διακριτικά «K.K.3 ARITHMISI FFTP10/2019 Νεκροψία Willet Andrew Evan». Από τον ψηφιακό αυτό δίσκο εκτυπώθηκαν 4 αντίγραφα των φωτογραφιών και τα οποία έδεσε σε βιβλιάρια με ευρετήριο στο πίσω μέρος. Στη συνέχεια με βάση τις μετρήσεις που έλαβε στο πρόχειρο σχέδιο και με το πρόγραμμα  Topcon GR-5 GNSS Receiver operation with FC-236 field Controller, ετοίμασε σχέδιο της σκηνής επί κλίμακας 1:250. Αυτό κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4 αφού προηγούμενα ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο και ευρετήριο του. Στην κατάθεση που έδωσε ο ΜΚ.1 απεικονίζονται σε ασπρόμαυρη φωτογραφία τα δυο εμπλεκόμενα οχήματα και περιγράφονται οι ζημίες που αυτά υπέστησαν. Αναφέρει περαιτέρω ότι το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της μέρας και ο δρόμος αποτελείτο από δυο λωρίδες κυκλοφορίας, μία για κάθε κατεύθυνση οι οποίες διαχωρίζονταν με νησίδα. Αριστερά του δρόμου, με ανατολική κατεύθυνση υπάρχει νησίδα με ανθώνα, στη συνέχεια ποδηλατόδρομος, ξανά νησίδα / ανθώνας και στη συνέχεια πιο αριστερά πεζοδρόμιο. Αυτό, σε ένα σημείο ήταν κλειστό, αφού είχε τοποθετηθεί περίφραξη λόγω των έργων που γίνονταν. Για αυτό και ο πεζός κατά τον ουσιώδη χρόνο, περπατούσε επί του ποδηλατόδρομου. Το όριο ταχύτητας, ένεκα του ότι ήταν κατοικημένη περιοχή, ήταν 50 χιλιόμετρα ανά ώρα (χαω). Η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν ξηρή και καθαρή.

 

Δια ζώσης και στο υπόλοιπο μέρος της κυρίως του εξέτασης, ανέφερε ότι οι μετρήσεις στη σκηνή έγιναν με μετρική κορδέλα. Υπέδειξε το σημείο που ο κατηγορούμενος υπέγραψε το πρόχειρο σχέδιο το οποίο του το επεξήγησε κατά την ώρα που εκεί αναγράφεται, ήτοι στις 18:20. Επί του τεκμηρίου 4 υπέδειξε το σημείο Χ και ανέφερε ότι βρίσκεται στη λωρίδα που οδηγεί από Κάτω Πάφο προς Γεροσκήπου και το σημείο Χ1 είναι το σημείο όπου το όχημα [ ] κτύπησε τον πεζό ενόσω αυτός περπατούσε επί του ποδηλατόδρομου στην αριστερή πλευρά του. Η πορεία του δεικνύεται με το γράμμα Β. Στη συνέχεια σημείωσε χειρόγραφα με το στοιχείο Α1 την τελική θέση του οχήματος [ ], καθότι καίτοι αναφέρεται στο ευρετήριο εκ παραδρομής δεν το έθεσε επί του σχεδίου. Το όχημα [ ] στάθμευσε στο σημείο που σημειώνεται με το στοιχείο Γ1. Η αποτύπωση της σκηνής έγινε με το σχεδιαστικό πρόγραμμα Autocad και οι μετρήσεις λήφθηκαν με πρόγραμμα GPS το οποίο επιτρέπει λήψη πληροφοριών από δορυφόρο.

 

Στη συνέχεια κατατέθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α δέσμη 107 φωτογραφιών που αφορούν τη σκηνή του δυστυχήματος, καθώς και δέσμη 35  φωτογραφιών που ο ίδιος έλαβε από τη νεκροτομή του θύματος ως Τεκμήριο 5. Κληθείς να αναφερθεί σε αριθμό φωτογραφιών από τη νεκροτομή, ο μάρτυρας αναγνώρισε τη σορό του θύματος (φωτογραφία 1) και τον τραυματισμό που του προκλήθηκε από την εκτίναξη του στο δέντρο (φωτογραφίες 3, 5 και 7). Ακολούθως κατέθεσε ως Τεκμήρια 6 και 7 έντυπα ζημιών σε σχέση με τα εμπλεκόμενα οχήματα [ ] και [ ] αντίστοιχα και επεξήγησε αυτές στο Δικαστήριο. Περιγράφοντας το δρόμο που έγινε το δυστύχημα, ανέφερε ότι η λωρίδα στην οποία οδηγούσε ο κατηγορούμενος, είναι επίπεδη και σχηματίζει μια πολύ ελαφριά στροφή αριστερά. Ανάμεσα στις δυο λωρίδες υπάρχει κτιστή νησίδα και σε κάποιο σημείο άνοιγμα για έξοδο και είσοδο σε χώρο στάθμευσης και παρακείμενο ξενοδοχείο. Δεν εκτελούνταν εργασίες, ο καιρός ήταν αίθριος, και η επιφάνεια του δρόμου ξηρή και καθαρή. Αρκετά καλή ήταν και η κατάσταση του οδοστρώματος. Το προσπέρασμα απαγορευόταν.

 

Στη συνέχεια ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε αριθμό φωτογραφιών από το Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α και επεξήγησε για την κάθε φωτογραφία τι απεικονιζόταν. Αυτές αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα σε διάφορα σημεία ίχνη μαυρισμάτων και τριψίματος από τους τροχούς του οχήματος του κατηγορούμενου, το δέντρο που εκτινάχθηκε το θύμα, το σημείο που κατέληξε από την πτώση του εξ’ αυτού, οι κηλίδες αίματος του,  η τελική θέση του οχήματος του κατηγορούμενου, και οι ζημίες επί των οχημάτων.

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι το σημείο «Χ» το τοποθέτησε σύμφωνα με την περιγραφή που τους είχε κάνει ο οδηγός του άλλου οχήματος, ήτοι του ΗΖΥ 246, που ενεπλάκηκε στη σύγκρουση. Δεν υπήρχε κάποιο ίχνος στο σημείο σύγκρουσης και έτσι τοποθετήθηκε κατά προσέγγιση, λαμβανομένου υπόψη και του μαυρίσματος που εντοπίστηκε από τον μπροστινό δεξιό τροχό του [ ], επί της άκριας της νησίδας (σημ.2 στο υπόμνημα του τεκμηρίου 4). Στην υποβολή ότι η σύγκρουση επήλθε 2 με 3 μέτρα πιο πίσω ή και περισσότερο ανέφερε ότι σε τέτοια περίπτωση και νοουμένου ότι θα επηρεαζόταν η πορεία του [ ], θα υπήρχαν ίχνη τριβής στο δρόμο πιο πίσω από το σημείο αρ.2. Στην προκειμένη περίπτωση ο δρόμος ήταν καθαρός πριν το σημείο αυτό. Διαφώνησε με τη θέση ότι αν ο οδηγός του εν λόγω οχήματος υποδείκνυε στην Αστυνομία που ακριβώς είχε ακινητοποιηθεί αρχικά θα διαφώτιζε την υπόθεση, και κυρίως το σημείο της σύγκρουσης, αναφέροντας ότι πρέπει να υπάρχουν ίχνη για να ισχύει αυτό, και αυτό συμβαίνει μόνο στην περίπτωση που ένα όχημα ακινητοποιηθεί χρησιμοποιώντας τα φρένα του και όχι ελεγχόμενα.

 

Σύμφωνα με το μάρτυρα, η σύγκρουση των δυο ενεχόμενων οχημάτων δεν συνετέλεσε στην ανεξέλεγκτη πορεία που πήρε το όχημα του κατηγορούμενου, λόγω του ότι δεν ήταν σοβαρή ενώ και η ζημιά στον τροχό του [ ] ήταν ελαφριά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ήταν το πίσω αριστερό μέρος του [ ] που ήρθε σε επαφή με το δεξιό τροχό του [ ]. Υπέδειξε συγκεκριμένα επί της φωτογραφίας 45 το σημείο του πίσω αριστερού τροχού και έθεσε σε κύκλο συγκεκριμένο μαύρισμα, αναφέροντας ότι ήταν εκεί που ήρθε σε επαφή με το άλλο όχημα. Κατά τον ίδιο, πρέπει να ήρθε σε επαφή και ο τροχός του [ ] με το [ ]. Δέχθηκε ότι δεν είναι ειδικός στις αναπαραστάσεις όμως η δεκαετής εμπειρία του στην τροχαία του επιτρέπει να γνωρίζει πότε μια σύγκρουση δυο οχημάτων συντείνει στην πρόκληση κάποιου άλλου συμβάντος. Στην υποβολή ότι δεν ήταν δυνατό να συγκρουστούν τα οχήματα όπως υπέδειξε και ότι το μόνο σημείο που θα μπορούσε να υπήρχε επαφή είναι με το μπροστινό μέρος του [ ], διαφώνησε. Ανέφερε ότι το όχημα του κατηγορούμενου είχε πάρει μια διαγώνια πορεία προς τα αριστερά. Εξηγώντας τους λόγους ανέφερε ότι οφείλετο στην κλίση του οχήματος του κατηγορούμενου, που ήταν ελαφριά, αλλά και στο ότι το όχημα που προσπερνούσε ήταν διαφορετικού τύπου, SUV, δηλαδή πιο ψηλό όχημα με πιο μεγάλους τροχούς στο ύψος. Δεν θυμόταν αν προεξείχαν οι τροχοί του άλλου οχήματος, ενώ σύμφωνα με τον οδηγό του, και εξ’ όσων θυμόταν από τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του,  η σύγκρουση έγινε όταν το όχημα του κατηγορούμενου επιχείρησε να επανέλθει στην πορεία του.

 

Διαφώνησε με τη θέση ότι και μια ασήμαντη σύγκρουση μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για τα οχήματα που εμπλέκονται σε αυτή και εξέφρασε τη θέση ότι στην υπό κρίση περίπτωση αν ασκείτο σημαντική πίεση στο [ ] τότε ο κατηγορούμενος θα έχανε τον έλεγχο και θα στριφογύριζε. Επειδή όμως αυτό δεν συνέβηκε δεν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την τελική κατάληξη του οχήματος του κατηγορούμενου. Ο τελευταίος λόγω του βεβιασμένου τρόπου που οδηγούσε έχασε τον έλεγχο του στο σημείο της κτιστής νησίδας. Ερωτηθείς για τις ταχύτητες των οχημάτων ανέφερε ότι ο οδηγός του [ ] στην κατάθεση του ανέφερε ότι οδηγούσε με 40 ΧΑΩ ενώ ο κατηγορούμενος είχε αυξημένη ταχύτητα, άνω των 50 ΧΑΩ. Δεν έγιναν όμως εξετάσεις για την ταχύτητα. Για το στράβωμα που υπέστη το ριμς (ζάντα) του [ ] λόγω του πάχους του μετάλλου, που δεν είναι μεγάλο, ανέφερε ότι εύκολα παραμορφώνεται. Δεν ήταν όμως βέβαιος τι είδους μέταλλο ήταν. Διαφώνησε με τη θέση ότι κατά τη διάρκεια προσπέρασης του [ ] από το όχημα του κατηγορούμενου, το πρώτο κινήθηκε δεξιότερα με αποτέλεσμα να συγκρουστεί στο σημείου που φαίνεται στη φωτογραφία αρ. 103, καθότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη προς τούτο και επικαλέστηκε και τις ζημιές που υπέστη το [ ]. Όπως επίσης διαφώνησε ότι αυτός ήταν ο λόγος που το όχημα του κατηγορούμενου, ο οποίος έτρεχε, πήρε ανεξέλεγκτη πορεία. Πρόσθεσε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε επαρκή χώρο να προσπεράσει, λόγω της ύπαρξης κτιστής νησίδας και βεβιασμένα κινήθηκε για να μπει μπροστά από το [ ] και προκάλεσε δυστύχημα. Δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς στο συμμετρικό σχέδιο από ποιο σημείο άρχισε το όχημα του κατηγορούμενου να παίρνει λοξή πορεία (κλίση). Αρνήθηκε επίσης τη θέση ότι όταν ένα αυτοκίνητο τρέχει η οποιαδήποτε πίεση, είτε μικρή είτε μεγάλη, είναι άκρως επικίνδυνη.

 

Ο μάρτυρας κλήθηκε να σημειώσει επί του τεκμηρίου 4 ένα σημείο που του υποδείχθηκε από τον κο Αλεξάνδρου το οποίο και έπραξε σημειώνοντας το με το σύμβολο «+».  Η απόσταση από το μαύρισμα που εντοπίστηκε στο δρόμο από το τροχό του [ ] (σημείο αρ.2 του υπομνήματος) μέχρι το σύμβολο «+» είναι 1 μέτρο. Υπολόγισε το πλάτος του αυτοκινήτου του κατηγορούμενου σε περίπου 1,70 με 1,80 μέτρα.

 

Ως είχε αναφέρει στην κατάθεση του ο οδηγός του [ ] σταμάτησε το όχημα του μετά τη σύγκρουση, όμως μέχρι να έρθει στο μέρος η Αστυνομία το μετακίνησε γιατί εμπόδιζε την τροχαία κίνηση.

 

ΜΚ.2

 

Επόμενος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν ο Ραφαήλ Χαραλάμπους. Για την υπό κρίση υπόθεση έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, η οποία αφού του υποδείχθηκε υιοθέτησε το περιεχόμενο της και αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9. Σύμφωνα με αυτή ο ΜΚ.2 βρισκόταν με κάποιο φίλο του Βασίλη Φραντζή σε καφετέρια όταν περί τις 14:30 αναχώρησαν με το αυτοκίνητο του Φραντζή με σκοπό να μεταβούν σε κάποιο φροντιστήριο στη Γεροσκήπου. Ο ίδιος κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ενώ ο Φραντζής οδηγούσε στο παραλιακό δρόμο της Κάτω Πάφου με κατεύθυνση τη Γεροσκήπου ο ΜΚ.2 άκουσε «παλάρισμα» αυτοκινήτου το οποίο κινείτο από πίσω τους και ενώ βρισκόντουσαν στο σημείο που είναι το ξενοδοχείο «Aloe», και ακολούθως άκουσε ένα κτύπημα στη δεξιά πλευρά του οχήματος. Το κτύπημα το είχε ακούσει και ο Φραντζής ο οποίος σταμάτησε το αυτοκίνητο. Ακριβώς μετά είδε ένα όχημα άσπρου χρώματος, χαμηλό, αγωνιστικό, να τους προσπερνά από τα δεξιά και αφού μπήκε μπροστά τους πορευόταν ζιγκ – ζαγκ. Το εν λόγω όχημα εκινείτο ανεξέλεγκτο και συγκρούστηκε με παρακείμενο ανθώνα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, βρέθηκε επί ποδηλατόδρομου και κτύπησε ένα άντρα μεγάλης ηλικίας ο οποίος εκείνη την ώρα περπατούσε επί αυτού και κατευθυνόταν προς το λιμανάκι της Κάτω Πάφου. Υπολόγισε την απόσταση από το όχημα του μέχρι του σημείου της σύγκρουσης στα 10 μέτρα και η ορατότητα του ήταν ανεμπόδιστη. Από το κτύπημα ο πεζός εκτινάχθηκε στον αέρα, χτύπησε σε κλαδιά δέντρου και ακολούθως τον είδε να πέφτει με το μπροστινό μέρος του σώματος του επί του πεζοδρομίου, δίπλα από τον ποδηλατόδρομο. Η σύγκρουση με τον πεζό έγινε λίγα μέτρα μετά το ξενοδοχείο «Aloe». Μετά τα πιο πάνω, το υπό αναφορά όχημα επανήλθε στη λωρίδα κυκλοφορίας του και ακολούθως το μισό αμάξωμα του βγήκε πάνω στον ανθώνα αριστερά, ενώ το άλλο μισό έμεινε εντός του δρόμου, λίγα μέτρα παρακάτω μετά από μια στάση λεωφορείου που επίσης βρισκόταν στα αριστερά τους, και εκεί ακινητοποιήθηκε. Μετά το όλο συμβάν ο ίδιος έτρεξε προς τον πεζό για βοήθεια ενώ ο Φραντζής μετακίνησε το όχημα του προς τη στάση του λεωφορείου για να μην εμποδίζει την κίνηση. Στο μέρος του πεζού προσέτρεξε και ο οδηγός του άσπρου οχήματος μαζί με δυο νεαρές κοπέλες που ήταν μαζί στο αυτοκίνητο του. Στη σκηνή ήρθε ασθενοφόρο μετά από τρία με τέσσερα λεπτά και ένα λεπτό αργότερα η αστυνομία. Το βράδυ της ίδιας μέρας μίλησε τηλεφωνικά με τον Φραντζή ο οποίος του ανέφερε ότι υπήρχε κτύπημα στο αυτοκίνητο του στο δεξιό μπροστινό τροχό.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ανέφερε ότι το μόνο που αντιλήφθηκε την ώρα που τους προσπερνούσε το άσπρο όχημα ήταν το δυνατό μπαμ που άκουσε, και υπέθεσε ότι είτε κτύπησε μαζί τους είτε ότι κτύπησε στη νησίδα. Ο Φραντζής δεν έκανε κάποια ενέργεια κατά τη διάρκεια της προσπέρασης από τον κατηγορούμενο, εκτός από το να φρενάρει. Μετά που κατέβηκε ο ίδιος από το αυτοκίνητο ο φίλος του μετακίνησε το όχημα του για να μην εμποδίζει την κίνηση. Πριν τη σύγκρουση είχε δει το πεζό. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που οδηγούσε το άλλο άσπρο όχημα.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το όχημα που ο ίδιος επέβαινε κινείτο εντός του ορίου ταχύτητας, μέχρι τα 50 ΧΑΩ μέχρι 1 με 2 λεπτά πριν το δυστύχημα. Η ταχύτητα τους αυτή ήταν σταθερή από προηγουμένως. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι το κτύπημα το άκουσε μετά που είδε το άλλο όχημα κατά το χρόνο που τους προσπερνούσε. Αυτό βρισκόταν αρκετά κοντά από το αυτοκίνητο που επέβαινε και από το πεζοδρόμιο που ήταν δίπλα. Το όχημα που επέβαινε ήταν πλησιέστερα προς το πεζοδρόμιο δεξιά. Ερωτηθείς αν το όχημα που επέβαινε εκινείτο επί της διακεκομμένης γραμμής, το μέρος της οποίας, ως υποδείχθηκε επί του τεκμηρίου 4, ξεκινά πριν το τόξο με το γράμμα «Α» και φτάνει μέχρι το σημείο με αρ.2 επ’ αυτού,  απάντησε αρνητικά και ήταν σίγουρος γιατί πορεύονταν σε ευθεία πορεία. Το όλο περιστατικό έγινε σε κλάσματα δευτερολέπτων και όταν άκουσε το μπαμ δεν αντιλήφθηκε αν ήταν στο όχημα τους που έγινε η σύγκρουση ή με τη νησίδα. Ο Φραντζής σταμάτησε σε μικρή απόσταση από όταν άκουσαν το θόρυβο και αμέσως μετά που αντιλήφθηκαν το [ ]. Ως ανέφερε σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του ο Φραντζής σήκωσε και χειρόφρενο. Το όχημα τους ακινητοποιήθηκε σε μικρή απόσταση από το φρενάρισμα, και βρίσκονταν κοντά στην αρχή της νησίδας. Σημείωσε επί του τεκμηρίου 4 με ένα σταυρό (κάτω από το σημείο Χ) το σημείο που άκουσε το «μπαμ» και με διπλό σταυρό που σταμάτησε το όχημα στο οποίο επέβαινε. Στην υποβολή ότι ήταν αδύνατο να ακινητοποιήθηκε το όχημα τους εκεί που σημείωσε το διπλό σταυρό και ότι χρειάστηκε να καλυφθεί μια απόσταση μεταξύ 20 με 30 μέτρων, ανέφερε ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει ακριβώς τα μέτρα αλλά ήταν σίγουρος για το σημείο που σημείωσε.

 

Το ότι είχε κτυπηθεί το όχημα του Φραντζή το είχε πληροφορηθεί από τον ίδιο όταν του τηλεφώνησε το ίδιο βράδυ. Διαφώνησε με την υποβολή ότι το όχημα που επέβαινε κινήθηκε ελαφρώς δεξιότερα όταν άκουσαν το «παλάρισμα» λόγω του ότι αμέσως μετά το όχημα του κατηγορούμενου τους είχε ήδη προσπεράσει. Στην υποβολή ότι το όχημα του κατηγορούμενου ήταν ήδη σε διαδικασία προσπεράσματος, και βρισκόταν πλάι του οχήματος που οδηγούσε ο Φραντζής, στο σημείο που υπάρχει το πρώτο τόξο με το γράμμα «Α» επί του τεκμηρίου 4, ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν ήταν σίγουρος ποιο ήταν το ακριβές σημείο εφόσον ο ίδιος κοίταζε ευθεία.

 

Όταν του υποδείχθηκε η φωτογραφία αριθμός 85 (μέρος του τεκμηρίου Α προς αναγνώριση) και συγκεκριμένα η λωρίδα πορείας που οδηγείτο το όχημα ΗΖΥ 246, ο μάρτυρας σημείωσε με σταυρό το μέσο του ασφάλτινου δρόμου, στο ύψος που ξεκινά η νησίδα ως το σημείο που σταμάτησε ο Φραντζής. Επέμενε ότι δεν πατούσαν στη διακεκομμένη γραμμή καθότι οδηγούσαν ευθεία, ήταν στο κέντρο της λωρίδας και εντός των γραμμών που υφίσταντο δεξιά και αριστερά της λωρίδας πορείας τους. Αρνήθηκε υποβολή ότι ήταν αδύνατο να κινείται ευθεία και να έγινε δυστύχημα στο δεξιό μπροστινό τροχό του οχήματος που επέβαινε.

 

Το όχημα του κατηγορούμενου το είδε να πηγαίνει ζιγκ – ζαγκ για περίπου 15 με 20 μέτρα και το έβλεπε ενόσω το όχημα που επέβαινε ήταν σταματημένο. Κληθείς να αναφέρει σε ποιο σημείο του ανθώνα κτύπησε ο κατηγορούμενος, αφού του τέθηκαν οι φωτογραφίες τεκμήριο Α προς αναγνώριση, ο μάρτυρας σημείωσε επί της φωτογραφίας αρ.4 με σταυρό το σημείο που περίπου θυμόταν, και συγκεκριμένα λίγο πιο πίσω από τον στύλο που φαίνεται.

ΜΚ.3  

 

Με τη σειρά της η ΜΚ.3 υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία για το μοιραίο δυστύχημα, και αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11. Σε αυτή αναφέρει ότι ήταν συνοδηγός στο όχημα του Αρχοντή, στο οποίο επίσης επέβαινε η φίλη της Πέρσια (ΜΚ.4). Πλησίον του ΣΟΔΑΠ ακολουθούσαν ένα όχημα που κινείτο αργά και σε σημείο που τελειώνει η νησίδα του δρόμου και αρχίζει άλλη ο Αρχοντής ανέπτυξε ταχύτητα και κινήθηκε δεξιότερα για να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα. Στην προσπάθεια του αυτή έχασε τον έλεγχο του οχήματος του, πήγε προς τα αριστερά και βγήκε εκτός δρόμου και επί ποδηλατόδρομου. Όταν ανέβηκε στον ποδηλατόδρομο κτύπησε ένα πεζό το σώμα του οποίου προσέκρουσε στο μπροστινό γυαλί του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος με αποτέλεσμα να το σπάσει. Εξ’ αυτού δεν μπορούσε να δει οτιδήποτε  και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Παρέμειναν στο χώρο μέχρι που ήρθε η Αστυνομία ενώ από το δυστύχημα δεν τραυματίστηκε.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης της επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα αναφέρει στην κατάθεση της. Δεν  είχε προσέξει τον πεζό πριν τον κτυπήσουν και δεν είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση από το όχημα που προσπερνούσαν.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν μπορούσε να ξέρει αν επήλθε κάποια σύγκρουση μεταξύ των δυο οχημάτων, γιατί δεν κατάλαβε κάτι τέτοιο. Στην υποβολή ότι το όχημα που προσπερνούσαν κινήθηκε ελαφρά δεξιότερα απάντησε «Νομίζω πως ναι γιατί είχαμε πολλά… ήμαστουν πολλά κοντά τα αυτοκίνητα».

Δεν επιτράπηκε επανεξέταση της μάρτυρος για να εξηγήσει τι εννοούσε με την πιο πάνω απάντηση της.

 

ΜΚ.4

 

            Στη συνέχεια προσήλθε να καταθέσει η ΜΚ.4, η οποία επίσης υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία και η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 12. Όπως αναφέρεται σε αυτή, ήταν συνεπιβάτης στο όχημα του Κατηγορούμενου και πήγαιναν βόλτα στην Κάτω Πάφο και στη συνέχεια επέστρεφαν Γεροσκήπου. Οδηγούσε με κανονική ταχύτητα καθότι υπήρχε κίνηση στο δρόμο. Έμπροσθεν τους ήταν ένα αυτοκίνητο χρώματος ασημί τύπου 4χ4 και παρά το ξενοδοχείο «ALOE» σε σημείο που δεν υπάρχει νησίδα ο Αρχοντής προσπάθησε να το προσπεράσει, οδηγώντας δεξιότερα. Σε κάποιο όμως σημείο του δρόμου ξεκινούσε άλλη νησίδα και ο δρόμος στένευε, και έτσι ο Κατηγορούμενος ανέπτυξε απότομα ταχύτητα προκειμένου να προλάβει να προσπεράσει. Το προπορευόμενο όχημα σταμάτησε. Μετά που ανέπτυξε απότομα ταχύτητα ο Κατηγορούμενος, έχασε ξαφνικά τον έλεγχο του οχήματος του και κτύπησε αρχικά στη διαχωριστική νησίδα με το δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του. Ακολούθως κινήθηκε αριστερά και ανέβηκε σε παρακείμενο ποδηλατόδρομο, στον οποίο υπήρχε ένας πεζός και οδηγούσαν κατά πάνω του. Άκουσε ένα δυνατό χτύπημα όμως δεν πρόσεξε που ακριβώς αυτό έγινε γιατί προσπαθούσε να κρατηθεί για να μην κτυπήσει. Το όχημα του κατηγορούμενου ακινητοποιήθηκε αρκετά μέτρα μετά από παρακείμενη στάση λεωφορείου, με το μπροστινό του μέρος να βρίσκεται πάνω στο πεζοδρόμιο και το πισινό στο δρόμο. Στη συνέχεια βγήκαν όλοι έξω και ο Αρχοντής μετέβηκε στο σημείο που είχε κτυπήσει τον πεζό και μετά παρόδου μερικών λεπτών επέστρεψε πίσω και τους ανέφερε ότι τον σκότωσαν. Η ίδια δεν τραυματίστηκε και παρέμειναν στο μέρος μέχρι που κατέφθασε η αστυνομία. Στο μέρος μαζεύτηκε κόσμος.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης της ανέφερε ότι το σημείο που οδηγούσαν λίγο πριν το δυστύχημα ήταν πλησίον του ΣΟΔΑΠ, και η ίδια καθόταν στο πίσω κάθισμα αριστερά.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν ήταν σίγουρη αν το αυτοκίνητο που προσπερνούσαν σταμάτησε τελείως ή αν ελάττωσε ταχύτητα. Όπως επίσης ήταν αβέβαιη κατά πόσο το εν λόγω όχημα κινήθηκε δεξιότερα κατά τη στιγμή που το προσπερνούσε ο Αρχοντής, και κατά πόσο ήρθαν σε επαφή. Το δικό τους όχημα πορευόταν σε ευθεία πορεία και δεν κινήθηκε αριστερότερα.

 

ΜΚ.5

 

            Επόμενος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν ο Αρχιαστυφύλακας Χ. Ανδρέου. Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε για το συμβάν, την οποία αφού υιοθέτησε και κατέθεσε ως Τεκμήριο 13, έτυχε εκπαίδευσης στην αστυνομική ακαδημία Κύπρου στη διερεύνηση και σχεδιαγράφηση τροχαίων δυστυχημάτων, στο Κέντρο Παραγωγικότητας στην επιθεώρηση μηχανοκίνητων οχημάτων και επίσης είναι ειδικός φωτογράφος στην Αστυνομία. Μετά που λήφθηκε πληροφόρηση για το δυστύχημα μετέβηκε στο μέρος με την Αστ. 3381 Νάσω Χαραλάμπους. Εκεί διαπίστωσαν ότι ενεχόμενα μέρη ήταν το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] το οποίο οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο με επιβάτες τις ΜΚ.3 και ΜΚ.4, το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] με οδηγό το Βασίλειο Φραντζή και επιβάτη τον ΜΚ.2 καθώς και ένας άνδρας ο οποίος βρισκόταν πεζός στο ποδηλατόδρομο και είχε κτυπηθεί από το όχημα [ ]. Αυτός δε, βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο και φαινόταν βαριά τραυματισμένος. Οι ΜΚ.3 και ΜΚ.4 δεν ήταν παρούσες. Το [ ] παρέμεινε στην τελική του θέση ενώ το [ ] είχε μετακινηθεί. Η σκηνή αποκλείστηκε και παρέμεινε να τη φυλάτει μέχρι την άφιξη του Λοχ. 1289 Π. Αναστάση, ο οποίος και ανέλαβε τη διερεύνηση του δυστυχήματος. Επί τόπου βρισκόταν και κάποιος Εσθονός τουρίστας τον οποίο κατονομάζει, ο οποίος και του ανέφερε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Εκ τούτου, του έλαβε κατάθεση μεταξύ των ωρών 15:15 και 15:30

 

            Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Β την κατάθεση που έλαβε από τον Εσθονό τουρίστα Vaiko Kivi, η οποία ήταν συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα. Ερωτηθείς για την γνώση της αγγλικής γλώσσας ανέφερε ότι παρακολούθησε φροντιστήρια από τα οποία εξασφάλισε διάφορα διπλώματα από Primary / Preliminary μέχρι Toefel. Επίσης παρακολούθησε επιμορφωτικά μαθήματα στα κρατικά ινστιτούτα και είναι κάτοχος διπλώματος «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής» στο έκτο επίπεδο. Στη συνέχεια κατέθεσε το μεταφρασμένο κείμενο της υπό αναφορά κατάθεσης στην ελληνική. Αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Γ με τη δέσμευση του κου Αλεξάνδρου όπως συμφωνήσει να μετατραπεί σε κανονικό τεκμήριο εφόσον προσέλθει ο Kivi και υιοθετήσει την κατάθεση του (τεκμήριο προς αναγνώριση Β)

 

Κατά την αντεξέταση του από τον κο Αλεξάνδρου ανέφερε ότι είχε συνομιλήσει με τα ενεχόμενα μέρη και το μάρτυρα. Δεν θυμόταν αν ο Φραντζής ήρθε από μόνος του να του μιλήσει, ούτε τη σειρά με την οποία τους μίλησε. Δεν θυμόταν επίσης το ακριβές περιεχόμενο της συνομιλίας του με το Φραντζή, όμως ρώτησε και αυτόν και τον Κατηγορούμενο για το ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο και αν υπήρχαν επιβάτες. Ακολούθως κατέγραψε τους ενεχόμενους. Δεν ρωτήθηκε ο Φραντζής για το λόγο που μετακίνησε το όχημα, το οποίο βρισκόταν πιο κάτω στην αριστερή πλευρά του δρόμου από το σημείο που έγινε η σύγκρουση. Δεν θυμόταν να του είχε αναφέρει ο Φραντζής ότι είχε σύγκρουση με το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου. Επέμενε ότι οι ενέργειες του περιορίστηκαν στα όσα αναφέρει στην κατάθεση του.

 

ΜΚ.6

 

            Στη συνέχεια κατέθεσε ο Β. Φραντζής οδηγός του οχήματος [ ]. Υιοθέτησε με τη σειρά του το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία αναφορικά με το επίδικο δυστύχημα. Αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 14 και αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σε αυτή, συνοπτικά, αναφέρει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε τη θητεία του και ήταν με άδεια. Οδηγούσε το πιο πάνω όχημα έχοντας ως συνοδηγό το ΜΚ.2 προκειμένου να πάνε σε κάποιο σύμβουλο για σκοπούς σπουδών του τελευταίου. Κινούμενος με ταχύτητα περί των 40 χαω παρά το χώρο στάθμευσης του ΣΟΔΑΠ άκουσε ένα δυνατό ήχο μηχανής αυτοκινήτου και αιφνίδια κάποιο αυτοκίνητο προέβαλε από τα δεξιά του και μπήκε μπροστά του. Αντιδρώντας ο ίδιος ελάττωσε ταχύτητα σε περίπου 10 με 20χαω. Τη στιγμή που το αναφερόμενο όχημα μπήκε μπροστά του είχε σχεδόν φτάσει σε νησίδα και άκουσε ένα μπαμ. Αντιλήφθηκε ότι το εν λόγω αυτοκίνητο, χρώματος άσπρου, χαμηλό, αφού πρώτα χτύπησε στη νησίδα που υπήρχε στο κέντρο του δρόμου, στη συνέχεια  χτύπησε στην άκρια του δρόμου αριστερά, μετά βγήκε σε παρακείμενους θάμνους, μετά στον ποδηλατόδρομο και εκεί το είδε να χτυπά ένα πεζό που βρισκόταν επ’ αυτού και περπατούσε. Διευκρινίζει σε άλλο σημείο της κατάθεσης του ότι  όταν μπήκε μπροστά του το υπό αναφορά αυτοκίνητο χτύπησε στη νησίδα που υπήρχε στη μέση του δρόμου. Ακολούθως είδε τον πεζό να εκτινάσσεται προς τα πάνω και να χτυπά με δύναμη πάνω σε ένα δέντρο που ήταν στο πεζοδρόμιο, και μετά να πέφτει με δύναμη σε αυτό. Στη συνέχεια ο ίδιος σταμάτησε τελείως ενώ το άσπρο αυτοκίνητο επανήλθε στο δρόμο, πέρασε δίπλα από μια στάση λεωφορείου, μπήκε ξανά στο δρόμο, χτύπησε στη νησίδα του δρόμου αυτού, και μετά γύρισε αριστερά και σταμάτησε στην άκρια του δρόμου αφού βγήκε λίγο στη νησίδα με τα φυτά. Ο ίδιος και ο ΜΚ.2 κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και ειδοποίησαν συγγενικά τους πρόσωπα. Είδε ότι και από το άσπρο αυτοκίνητο κατέβηκαν ο κατηγορούμενους και δυο κοπέλες. Στη συνέχεια μετακίνησε το όχημα του προς τη στάση του λεωφορείου καθότι είχαν μαζευτεί αρκετά αυτοκίνητα. Έλεγξε το όχημα του για ζημιές όμως η προσοχή του επικεντρώθηκε στις λαμαρίνες και δεν εντόπισε οτιδήποτε. Αργότερα έμαθε από τον πατέρα του, ο οποίος παρέλαβε το όχημα του, ότι είχε ζημιά στο δεξιό μπροστινό τροχό.

 

            Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του περιέγραψε με δικά του λόγια πως έγινε το δυστύχημα. Τα όσα ανέφερε εν πολλοίς περιλαμβάνονται στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Διευκρίνισε ότι υπάρχει κενό πριν τη νησίδα που υπάρχει στο δρόμο που έγινε το δυστύχημα προκειμένου να μπορεί κάποιος να εισέλθει στο χώρο στάθμευσης του ΣΟΔΑΠ. Πρόσθεσε επίσης ότι μετά τη πτώση του θύματος από το δέντρο, το άσπρο αυτοκίνητο συνέχισε τη ζιγκ ζαγκ πορεία του. Το όχημα του συγκρούστηκε με το όχημα του κατηγορούμενου, την οποία όμως αρχικά δεν αντιλήφθηκε λόγω και του σοκ που υπέστη. Ανέφερε επίσης ότι η αστυνομία κατέφθασε στο μέρος 15 με 20 περίπου λεπτά μετά και έδωσαν τα στοιχεία τους ενώ την επόμενη μέρα έδωσαν κατάθεση. Μετά ταύτα έφυγαν από το μέρος καθότι είχαν ραντεβού με το σύμβουλο σπουδών. Δεν έκανε οποιαδήποτε αποφευκτική κίνηση κατά το χρόνο της σύγκρουσης με το όχημα του κατηγορούμενου και οδηγούσε ευθεία. Υπέδειξε στο τεκμήριο 7 το δεξιό μπροστινό τροχό του οχήματος του στον οποίο προκλήθηκαν ζημιές. Επίσης επίδειξε επί του συμμετρικού σχεδίου (τεκμήριο 4) την πορεία που ακολουθούσε ο ίδιος και το όχημα του κατηγορούμενου. Υπέδειξε ακόμα το σημείο σύγκρουσης που είναι σημειωμένο με το γράμμα «Χ», καθώς και τις τελικές θέσεις του δικού του οχήματος και του οχήματος του κατηγορούμενου. Στη συνέχεια υποδείχθηκαν στο κατηγορούμενο αριθμός φωτογραφιών από το Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α για τις οποίες ανέφερε τι απεικονιζόταν. Πιο συγκεκριμένα αναγνώρισε το σημείο που έγινε η σύγκρουση με το όχημα του κατηγορούμενου το οποίο σημείωσε με «Χ», το σημείο που συγκρούστηκε το όχημα του κατηγορούμενου με τη νησίδα αφότου συγκρούστηκε με το δικό του αυτοκίνητο, το σημείο που κτυπήθηκε το θύμα, το σημείο στο οποίο κατέπεσε, το όχημα του κατηγορούμενου και τη θέση που είχε μετά το δυστύχημα καθώς και τις ζημιές που υπέστηκε και τέλος το δικό του όχημα και τη ζημιά που υπέστηκε στο δεξιό μπροστινό τροχό. Στη συνέχεια περιέγραψε την πορεία που ακολούθησε το όχημα του κατηγορούμενου μετά που συγκρούστηκε μαζί του.

 

            Η αντεξέταση του μάρτυρα διενεργήθηκε μια μέρα μετά την κυρίως εξέταση του. Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο τεκμήριο Α για Αναγνώριση του υποδείχθηκαν για πρώτη φορά κατά την αμέσως προηγούμενη μέρα της κατάθεσης του. Ήταν η θέση του ότι κατάλαβε με σιγουριά ότι τον είχε χτυπήσει ο κατηγορούμενος προσπερνώντας τον, όμως δεν ήταν σίγουρος για το αν έπαθε ζημιά το όχημα του. Υπέδειξε επί του τεκμηρίου 4 (κάτω από το δεύτερο γράμμα «Α») το σημείο που ξεκίνησε να τον προσπερνά ο κατηγορούμενος και που αντιλήφθηκε το μπροστινό μέρος του. Διευκρίνισε ότι δεν ολοκληρώθηκε το προσπέρασμα καθότι συγκρούστηκε μαζί του και στη συνέχεια με την νησίδα στο δρόμο ενώ στη συνέχεια ακολούθησε διαγώνια πορεία. Ήταν με το αριστερό μπροστινό μέρος του οχήματος ΚΒΤ 911 που είχε συγκρουστεί. Υπολόγισε ότι η απόσταση που είχε το ΚΒΤ 911 από τη νησίδα σε λιγότερο από 5 μέτρα. Στη συνέχεια ο μάρτυρας σημείωσε επί του τεκμηρίου 4 με κύκλο το σημείο που σταμάτησε πλήρως το όχημα του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσα μέτρα χρειάστηκε να σταματήσει από τη στιγμή που αντιλήφθηκε το όχημα του κατηγορούμενου. Το αυτοκίνητο του το είχε οδηγήσει και άλλες φορές και είχε εμπειρία μερικών μηνών ως οδηγός. Θυμόταν ότι είχε ρωτήσει τον ΜΚ.2 αν κτυπήθηκαν από το [ ]. Στην αστυνομία ανέφεραν τι είχε συμβεί και που ουσιαστικά αναφέρονται και στην κατάθεση του. Αρνήθηκε ότι σκόπιμα δεν ανέφερε στους αστυνομικούς που ήρθαν στη σκηνή ότι δεν συγκρούστηκε με τον κατηγορούμενο και υποστήριξε ότι η ζημιά στο δεξιό μπροστινό του τροχό έγινε αντιληπτή μετά που ο πατέρας του πήρε το όχημα σε μηχανικό. Συμφώνησε ότι ήταν δική του απόφαση να μετακινήσει το όχημα του από το σημείο που είχε σταματήσει λόγω του ότι τα οχήματα που ήταν πίσω του δεν μπορούσαν να προσπεράσουν εξαιτίας και της ύπαρξης της νησίδας. Στην υπόδειξη ότι στην κατάθεση του χρησιμοποιεί τη φράση «μήπως και μου φάτσιησεν» ενώ δια ζώσης ανέφερε ότι ήταν σίγουρος ότι χτυπήθηκε ανέφερε ότι ισχύει το ότι ήταν βέβαιος. Όταν το έμαθε το ανέφερε στον ΜΚ.2 και στη συνέχεια στην κατάθεση του στην αστυνομία. Ο μάρτυρας αναγνώρισε στις φωτογραφίες 52 και 53 το όχημα του, ενώ στη φωτογραφία 103 τη ζημιά που υπέστηκε ο δεξιός μπροστινός τροχός. Τόσο το γδάρσιμο όσο και το «βαθούλωμα», στο πάνω και αριστερό μέρος της ζάντας αντίστοιχα, προκλήθηκαν από το δυστύχημα.

 

Διαφώνησε με τη θέση του κου Αλεξάνδρου ότι έφερε ευθύνη για τη σύγκρουση με το όχημα του κατηγορούμενου καθώς και τη θέση ότι ο δεξιός μπροστινός του τροχός πήρε δεξιά κλίση κατά τη στιγμή που αυτός βρισκόταν στη διαδικασία προσπέρασης. Επέμενε ότι ο ίδιος οδηγούσε ευθεία. Διαφώνησε επίσης με τη θέση ότι ήταν περίπου 8 με 10 μέτρα πριν το σημείο που υποδεικνύεται με το δεύτερο γράμμα «Α» (από αριστερά προς δεξιά) κάτω από το «Γ», που ξεκίνησε να τον προσπερνά ο κατηγορούμενος. Το σημείο σύγκρουσης των δυο ενεχόμενων οχημάτων είναι το σημείο «Χ» επί του τεκμηρίου 4. Δεν ήταν σε θέση να θυμάται πόσα μέτρα κάλυψε όταν ελάττωσε την ταχύτητα του σε 10 με 20 χιλιόμετρα. Η σκηνή του προσπεράσματος διήρκησε περίπου 2 δευτερόλεπτα μέχρι τη στιγμή που ο κατηγορούμενος πέρασε διαγώνια μπροστά του και ο ίδιος σταμάτησε το όχημα του, Όπως αντιλήφθηκε τη σύγκρουση ήταν το μπροστινό αριστερό μέρος του οχήματος του κατηγορούμενου που ήλθε σε επαφή με το δικό του. Υπέδειξε το μέρος αυτό στη φωτογραφία αρ.44.

 

ΜΚ.7

 

Τελευταίος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή κατέθεσε ο εξεταστής της υπόθεσης. Για την υπό κρίση περίπτωση έδωσε δυο γραπτές καταθέσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν ως Τεκμήρια 15 και 16. Με τη δεύτερη του κατάθεση ο μάρτυρας απλώς καταγράφει ότι κατηγόρησε γραπτώς τον κατηγορούμενο με τον τελευταίο να απαντά «Ό,τι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι τα προσόντα του μάρτυρα, ως αυτά καταγράφονται στο πιο πάνω αναφερόμενα τεκμήρια δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα κατά την κυρίως εξέταση του και αυτά εγκρίθηκαν ως τέτοια από το Δικαστήριο.

 

Όπως αναφέρει στη γραπτή του κατάθεση την 19.04.2019 περί ώρα 15:20 μετέβηκε στη λεωφόρο Ποσειδώνος όπου ενημερώθηκε ότι έλαβε χώρα θανατηφόρα σύγκρουση. Από προκαταρκτικές εξετάσεις που διενήργησε και σχετική ενημέρωση που έτυχε από τον ΜΚ.5 διαπίστωσε ότι ενέχονταν στο δυστύχημα τα προαναφερόμενα οχήματα με οδηγούς και συνοδηγούς τα πρόσωπα που έχουν προαναφερθεί. Ο πεζός έχοντας τραυματιστεί θανάσιμα είχε μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Η σύγκρουση έγινε στην αριστερή πλευρά της λεωφόρου Ποσειδώνος σύμφωνα με κατεύθυνση προς Γεροσκήπου. Εντοπίστηκαν στη αριστερή πλευρά του δρόμου ίχνη των μπροστινών τροχών του [ ] τα οποία κατευθύνονταν προς το πεζοδρόμιο και ποδηλατόδρομο που βρισκόταν αριστερά. Στη συνέχεια εντόπισε ίχνη των τροχών του ίδιου οχήματος επί της λίνιας που διαχωρίζει το δρόμο από τον ποδηλατόδρομο. Επίσης επί του ποδηλατόδρομου και του πεζοδρομίου υπήρχαν ίχνη από τα ελαστικά του ίδιου οχήματος καθώς και χαραγές που προκλήθηκαν από αυτό και που καθόριζαν την πορεία που ακολούθησε περνώντας πάνω από αυτά. Στο πεζοδρόμιο εντοπίστηκαν κηλίδες από το αίμα του πεζού καθώς και παπούτσι του. Στη συνέχεια εντός του δρόμου υπήρχαν ίχνη του ίδιου οχήματος τα οποία καθόριζαν την πορεία του όταν εισήλθε ξανά στο δρόμο μέχρι και την τελική του θέση. Κατόπιν, ο Αστ. 1142 ετοίμασε πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής επί του οποίου σημείωσε την προαναφερθείσα πραγματική μαρτυρία καθώς και τα σημεία σύγκρουσης, αφενός των δυο ενεχόμενων οχημάτων με το γράμμα «Χ» και αφετέρου του [ ] με τον πεζό ως «Χ1». Λήφθηκαν φωτογραφίες από τη σκηνή και το [ ] μεταφέρθηκε στην τροχαία Πάφου για εξετάσεις. Την ίδια μέρα και περί ώρα 18:55 συνέλαβε με δικαστικό ένταλμα σύλληψης τον κατηγορούμενο ως ύποπτο για την πρόκληση θανάτου του θύματος. Περί την 20.04.2019 και μεταξύ των ωρών 11:40 και 12:50 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο και στη συνέχεια κάνει αναφορά στο περιεχόμενο της. Την επόμενη μέρα προέβηκε σε επιθεώρηση των δυο ενεχόμενων οχημάτων. Σε αμφότερα τα οχήματα το σύστημα τροχοπέδησης και διεύθυνσης ήταν σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση. Επίσης σε καλή κατάσταση ήταν και τα ελαστικά, με το μάρτυρα να αναφέρει ότι τα ελαστικά του [ ] κένωσαν λόγω της ζημιάς που υπέστησαν οι ζάντες τους από τη σύγκρουση τους με το πεζοδρόμιο. Αφού καταγράφει τις ζημιές που υπέστησαν ο μάρτυρας αναφέρει ότι κατά τη γνώμη του δεν υπήρχε οποιαδήποτε βλάβη στα ενεχόμενα οχήματα που να προκάλεσε το δυστύχημα. Αυτό δε έγινε κατά τη διάρκεια της ημέρας σε δρόμο που αποτελείται από 2 λωρίδες κυκλοφορίας οι οποίες διαχωρίζονται μεταξύ τους από κτιστή νησίδα. Στα αριστερά του δρόμου (με κατεύθυνση προς Γεροσκήπου) υπάρχει άλλη νησίδα με ανθώνα, στη συνέχεια ποδηλατόδρομος, ξανά νησίδα με ανθώνα και στη συνέχεια πιο αριστερά πεζοδρόμιο. Ο πεζός περπατούσε επί του ποδηλατοδρόμου εφόσον το πεζοδρόμιο ήταν περιφραγμένο λόγω έργων. Το όριο ταχύτητας ήταν 50 χαω και η επιφάνεια της ασφάλτου ξηρή και καθαρή.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του, δηλώθηκαν ως παραδεκτά τα εξής προσόντα του μάρτυρα, τα οποία και αναγράφονται στις δυο καταθέσεις του. Συγκεκριμένα έγινε παραδεκτό ότι ο μάρτυρας:

 

1.    Είναι κάτοχος πιστοποιητικού στη διερεύνηση και σχεδιαγράφηση τροχαίων οδικών δυστυχημάτων και σκηνών εγκλήματος

 

2.    Είναι κάτοχος πιστοποιητικού του Υπουργείου Παιδείας στη σχεδιαγράφηση με Ηλεκτρονικό Υπολογιστή Autocad βασικού και προχωρημένου επιπέδου

 

3.    Είναι ειδικός φωτογράφος της αστυνομίας

 

4.    Έτυχε εκπαίδευσης στις συσκευές ανίχνευσης ποσοστού αλκοόλης στην εκπνοής σε προκαταρκτική και τελικής εξέταση

 

5.    Είναι εξουσιοδοτημένος χειριστής της συσκευής skidman η οποία υπολογίζει το συντελεστή τριβής με δοκιμή τροχοπέδησης και

 

6.    Έτυχε εκπαίδευσης στο πρόγραμμα Topcon GR-5 GNSS Receiver operation with FC – 236 field controller

 

Ο μάρτυρας επανέλαβε συνοπτικά τα όσα περιέλαβε στη γραπτή του κατάθεση ως προς τις ενέργειες τις οποίες προέβηκε για το μοιραίο δυστύχημα. Υπέδειξε επί του συμμετρικού και επι κλίμακος σχεδιαγραφήματος (τεκμήριο 4) τις πορείες των δυο οχημάτων και του πεζού καθώς και το σημεία συγκρούσεως. Αναγνώρισε το τεκμήριο προς αναγνώριση Α ως το σετ φωτογραφιών που έλαβε από τη σκηνή και το οποίο, κατ’ ακολουθία, μετατράπηκε σε κανονικό τεκμήριο (τεκμήριο 17). Ερωτώμενος για την απόσταση που εν τέλει ακινητοποιήθηκε το όχημα του κατηγορούμενου μέτρησε επί του σχεδίου και την υπολόγισε σε ευθεία πορεία περίπου στα 115 μέτρα. Επειδή όμως ο κατηγορούμενος είχε ακολουθήσει καμπύλη τροχιά η συνολική απόσταση θα ήταν περίπου 125 με 130 μέτρα. Στη συνέχεια κατέθεσε ως Τεκμήριο 18Α τη γραπτή επίστηση της προσοχής του κατηγορούμενου στο νόμο και ως Τεκμήριο 18Β γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου μαζί με την επίστηση της προσοχής του. Ως εξήγησε, πρώτα γίνεται η επίστηση της προσοχής του κατηγορούμενου στο νόμο την οποία και, όπως εν προκειμένω, την υπογράφει, και στη συνέχεια δίδεται η κατάθεση η οποία εκτυπώνεται μαζί με αυτή, την οποία και πάλι υπέγραψε.

 

Ακολούθως ο μάρτυρας περιέγραψε τις ζημιές του οχήματος [ ] αναφέροντας ότι υπήρξε «επαφή» ως την χαρακτήρισε, της ζάντας του μπροστινού δεξιού του τροχού με το πίσω αριστερό φτερό του [ ] με ενδεχόμενη επαφή και του πίσω αριστερού τροχού του με τη ζάντα του [ ]. Ο λόγος που δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος για το τελευταίο ήταν οι εκτεταμένες ζημιές που υπέστη το [ ] στη ζάντα από τη μετέπειτα πορεία που ακολούθησε.

 

Για τον καθορισμό του σημείου συγκρούσεως «Χ» δεν υπήρχε οποιαδήποτε πραγματική μαρτυρία και κατέληξε σε αυτό βάση της περιγραφής του ΜΚ.6. Ήταν η θέση του πως από τη σύγκρουση των δυο οχημάτων δεν επηρεάστηκε η μετέπειτα πορεία του οχήματος του κατηγορούμενου. Αναφερόμενος στη φωτογραφία αρ.103 του τεκμηρίου 17 υπέδειξε ότι η ζημιά της ζάντας του [ ] είναι από το εξωτερικό μέρος αυτής προς το κέντρο της. Με δεδομένη την πορεία του οχήματος του κατηγορούμενου κατά τη στιγμή της σύγκρουσης, το σημείο που κτυπήθηκε η ζάντα ήταν στραμμένο προς το πισινό μέρος του αυτοκινήτου του ΜΚ.6. Από την αντίθετη δηλαδή πλευρά ως απεικονίζεται στην εν λόγω φωτογραφία. Πρόσθεσε ότι για να γίνει με τον τρόπο που έγινε η ζημιά το όχημα του ΜΚ.6 ήταν ευθυγραμμισμένο με το δρόμο. Αυτή δε, πρέπει να προκλήθηκε από τον πισινό αριστερό τροχό και φτερό του οχήματος [ ] όπως φαίνεται και από κάποιο μαύρο σημάδι από τριβή, στο πάνω μέρος της ζάντας του [ ] το οποίο και έθεσε σε κύκλο επί της φωτογραφίας.

 

Με βάση τις δικές του διαπιστώσεις ο κατηγορούμενος σε κάποιο σημείο του δρόμου ανέπτυξε υπερβολική ταχύτητα στην προσπάθεια του να προσπεράσει τον ΜΚ.7 προτού πλησιάσουν τη κτιστή νησίδα, και στην προσπάθεια του αυτή ήρθαν σε επαφή τα δυο αυτοκίνητα. Όταν πλησίασε στη νησίδα έκανε απότομο ελιγμό στα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση με αυτή, ή λόγω του ότι είχε κάποια επαφή, ο οποίος σε συνδυασμό την ταχύτητα που είχε αμέσως πριν αναπτύξει προκάλεσε την απώλεια του ελέγχου του οχήματος του, και την επακόλουθη καμπύλη πορεία που ακολούθησε. Ερωτηθείς κατά πόσο έγιναν υπολογισμοί για τον καθορισμό της ταχύτητας του κατηγορούμενου ανέφερε ότι λόγω του ότι το όχημα του ανέβηκε σε διάφορες επιφάνειες, με διαφορετικό συντελεστή τριβής, αυτό ήταν αδύνατο.

 

Τέλος ο μάρτυρας κατέθεσε τη γραπτή κατηγορία του κατηγορούμενου ως Τεκμήριο 19.

 

Κατά την αντεξέταση του από τον κο Αλεξάνδρου, ανέφερε ότι ο Φραντζής (ΜΚ.7) δεν τους είπε ότι είχε εμπλακεί και το δικό του όχημα στο δυστύχημα, παρά μόνο ότι είχε ακούσει κάποιο θόρυβο. Τους περιέγραψε το δυστύχημα και δεν υπόδειξε οτιδήποτε. Η διαπίστωση έγινε από τον ίδιο. Ο ΜΚ.7 δεν είχε ενημερωθεί σχετικά. Ως τους είχε αναφέρει μετακίνησε το όχημα του λόγω του ότι εμπόδιζε την τροχαία κίνηση. Δεν ρωτήθηκε ο Φραντζής σε πόση απόσταση βρισκόταν από τη κτιστή νησίδα όταν αντιλήφθηκε το όχημα του κατηγορούμενου να τον προσπερνά. Αρνήθηκε υποβολή ότι το σημείο σύγκρουσης «Χ» μπορούσε να ήταν και 5 με 10 μέτρα πιο μακριά από εκεί που τοποθετήθηκε καθότι ο κατηγορούμενος σε τέτοια περίπτωση θα είχε την ευχέρεια να επαναφέρει το όχημα του στην κανονική λωρίδα χωρίς να προκληθεί το δυστύχημα, και χωρίς να προβεί σε απότομο ελιγμό. Πρόσθεσε ότι δεν μπορούσε να ήταν βέβαιος για το ακριβές του σημείου, και δεν απέκλεισε να είχε μια απόκλιση περίπου 2 με 3 μέτρα προς τα πίσω.

 

Η δική του εκδοχή για το πώς έγινε στο δυστύχημα περιλαμβάνεται στη συνοπτική έκθεση γεγονότων την οποία είχε ετοιμάσει, και την οποία αφού κλήθηκε σχετικά την κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 20. Σύμφωνα με αυτή πρώτα έγινε η επαφή των δυο οχημάτων και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος χτύπησε στη λίνια της νησίδας. Απέδωσε το χαρακτηρισμό ως «ελαφριάς» της σύγκρουσης των δυο οχημάτων στη βάση των ζημιών που υπέστησαν. Δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την έκταση της ζημιάς που υπέστη το όχημα του κατηγορούμενου κατά τη σύγκρουση, όμως όπως διευκρίνισε σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του αυτή ήταν «φρέσκια». Κατά την υπόδειξη της φωτογραφίας αρ. 103 του τεκμηρίου 7 ανέφερε ότι οι ζημιές που φαίνονται ότι προκλήθηκαν στο όχημα του ΜΚ.6 ήταν στη ζάντα και το μαύρο σημάδι που είχε βάλει σε κύκλο κατά την κυρίως εξέταση του. Δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε ίχνη τροχοπέδησης του οχήματος του κατηγορούμενου, από το σημείο που αυτό τέθηκε εκτός ελέγχου μέχρι της τελικής του θέσης.

 

Κατά την υπόδειξη της φωτογραφίας αρ.45 ανέφερε ότι το σημείο που έβαλε σε κύκλο ήταν ένα από τα σημεία που ήρθαν σε επαφή τα δυο οχήματα. Το άλλο πιθανόν να ήταν η ζάντα του πισινού αριστερού τροχού του κατηγορούμενου, όμως δεν μπορούσε να εντοπιστεί λόγω των εκτεταμένων ζημιών που υπέστη στη συνέχεια. Κατά την άποψη του το όχημα του κατηγορούμενου όταν έγινε η επαφή των δυο οχημάτων είχε ευθεία πορεία. Στην υποβολή ότι με τη θέση του αυτή αναιρεί τα όσα αναφέρει στη συνοπτική του έκθεση (τεκμήριο 20) απάντησε ότι ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την κατάθεση του ισχυρίστηκε ότι οδηγούσε με 80χαω, ταχύτητα με την οποία ένα όχημα καλύπτει 22 μέτρα το δευτερόλεπτο, και συνεπώς τα 7 περίπου μέτρα που διένυσε από την σύγκρουση μέχρι να χάσει τον έλεγχο του οχήματος του καλύφθηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Αρνήθηκε ότι ο λόγος απώλειας του ελέγχου του οφείλετο στη σύγκρουση του με το όχημα του Φραντζή και πρόσθεσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι το αυτοκίνητο [ ] κινήθηκε δεξιότερα έτσι ώστε να δώσει την όποια ώθηση στο όχημα του κατηγορούμενου για να τεθεί εκτός ελέγχου. Απέδωσε το τελευταίο στην υπερβολική ταχύτητα του σε συνδυασμό με τον αριστερό απότομο ελιγμό του. Επικαλέστηκε προς τούτο και την κατάθεση του κατηγορούμενου. Συμφώνησε με τη θέση του κου Αλεξάνδρου ότι και το όχημα του κατηγορούμενου οδηγείτο σε ευθεία πορεία κατά τη σύγκρουση. Κληθείς να εξηγήσει πως γίνεται δυο οχήματα που κινούνται ευθεία να συγκρουστούν προέβαλε ως το μόνο πιθανό σενάριο την απότομη επιτάχυνση του οχήματος του κατηγορούμενου με αποτέλεσμα να είχε αποσταθεροποιηθεί το πισινό μέρος του οχήματος του και να κινήθηκε προς το μέρος του οχήματος του Φραντζή. Ήταν κάθετος στο ότι δεν κινήθηκε δεξιότερα ο Φραντζής εφόσον δεν θα προκαλείτο ζημιά στο συγκεκριμένο σημείο του τροχού του. Τέλος επισήμανε ότι ακόμα και αν είχε κινηθεί το όχημα [ ] δεξιότερα θα υπήρχαν ίχνη από το πισινό τροχό του [ ] στο σημείο της σύγκρουσης.

 

            Αυτή ήταν η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή.

 

Μαρτυρία Υπεράσπισης

 

Ως ήδη αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Αυτή περιέχεται στο τεκμήριο 21 και την παραθέτω αυτούσια:

 

Εγώ ο Αρχοντής Ευθυβούλου από την Πάφο, κατηγορούμενος στην πιο πάνω ποινική υπόθεση, κατ’ αρχήν εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του αποβιώσαντος, καθώς και τον συγκλονισμό μου για τις τραγικές συνέπειες αυτού του δυστυχήματος

 

Σε σχέση με τις συνθήκες που έλαβε χώρα αυτό το τραγικό δυστύχημα, θέλω να αναφέρω στο Δικαστήριο σας, ότι κατά το χρόνο που προσπερνούσα το αυτοκίνητο «γκρίζο», όπως αναφέρω στην κατάθεση μου, και οδηγείτο από το Βασίλειο Φραντζή, όπως έμαθα μετά, ένιωσα ένα κτύπημα στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου μου, ενώ εγώ οδηγούσα σε ευθεία πορεία, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να χάσω τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσα και να ακολουθήσει την πορεία όπως αυτή φαίνεται στο σχεδιαγράφημα που ετοίμασε η αστυνομία και κατατέθηκε στο Δικαστήριο σας ως τεκμήριο. Το μόνο που δεν συμφωνώ από το σχεδιαγράφημα που ετοίμασε η αστυνομία, και είναι ενώπιον του Δικαστηρίου σας, είναι το σημείο Χ (σημείο σύγκρουσης του δικού μου αυτοκινήτου με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Βασίλειος Φραντζής), γιατί αυτό ήταν λίγα μέτρα πιο πίσω, σύμφωνα με την πορεία μου, από το σημείο που το τοποθέτησε η αστυνομία στο σχεδιαγράφημα.

 

Τα πιο πάνω δεν τα ανέφερε στην κατάθεση μου, που έδωσα στην αστυνομία στις 20.04.2019 γιατί, όταν έδινα την κατάθεση μου στην αστυνομία, ήμουν σε πολύ άσχημη κατάσταση, για αυτό που συνέβηκε, ήμουν σε κατάσταση σοκ.

 

Η πραγματικότητα και αλήθεια, είναι αυτή που αναφέρω στη δήλωση μου αυτή, και ο λόγος που έγινε το δυστύχημα, είναι γιατί όταν προσπερνούσα το προπορευόμενο όχημα, είχα αναπτύξει ταχύτητα για να το προσπεράσω και αυτό κινήθηκε δεξιότερα και κτύπησε στο δικό μου αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να χάσω τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσα.

 

Είμαι αθώος στην κατηγορία που αντιμετωπίζω.

 

ΜΥ.1

 

Για την υπεράσπιση κλήθηκε και κατέθεσε ο κος Νίκος Μαρκουλλή. Ανέφερε ότι είναι εκτιμητής και εμπειρογνώμονας μηχανοκίνητων οχημάτων, και κατέθεσε στο Δικαστήριο ως σετ εγγράφων το τεκμήριο 22, το οποίο περιλαμβάνει σύντομο βιογραφικό του καθώς και διάφορες εκπαιδεύσεις και πιστοποιήσεις που κατέχει. Κληθείς να αναφέρει δια ζώσης τα προσόντα του είπε ότι έτυχε τετραετούς σπουδής στο κολέγιο Aeronautical and Automobile Engineering του Λονδίνου και πως με επιπρόσθετες σπουδές απέκτησε το πιστοποιητικό Full Technological Certificate του City and Guilds of London Institute. Επιπλέον ότι εξελέγηκε μέλος του Institute of the Motor Industry Αγγλίας και του Institute of Road Transport Engineers Αγγλίας. Απέκτησε τον τίτλο του Technician Engineer του Engineering Registration Board και έγινε μέλος του Cyprus Association of Automotive Engineers. Εργάστηκε δύο χρόνια σαν Service Supervisor στην εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδης Λτδ. Στη συνέχεια εργάστηκε τρία χρόνια Service Manager στην εταιρεία C. D. HAY & SONS LTD που είναι εισαγωγείς αυτοκινήτων. Έχει 46 χρόνια εμπειρίας ως εμπειρογνώμονας ατυχημάτων και εκτιμητής. Μεταξύ των εργασιών που διεξάγει είναι και σύμβουλος αγοραπωλησιών αυτοκινήτων.

 

Έχοντας λάβει, ένα μήνα πριν καταθέσει, το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης επισκέφθηκε επιτόπου τον τόπο του δυστυχήματος και πήρε «μια ιδέα» που έγινε το δυστύχημα. Κληθείς να εξηγήσει πώς έγινε η σύγκρουση των δυο οχημάτων, ανέφερε πως βλέποντας τη φωτογραφία αρ.103 του τεκμήριο 17, φαίνεται ότι ο μπροστινός δεξιός τροχός του [ ] φέρει ένα κτύπημα «από μέσα προς τα έξω». Αυτό το κτύπημα, κατά τη θέση του, δεν έγινε από την εξωτερική πλευρά προς τα μέσα, καθότι σε τέτοια περίπτωση η φορά του κτυπήματος θα έδειχνε προς το ελαστικό και όχι μακριά από το ελαστικό. Ήταν η θέση του πως το δυστύχημα προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο τροχός του [ ] σκάλωσε πάνω στο διερχόμενο όχημα του κατηγορουμένου ([ ]) τη στιγμή που περνούσε ο πισινός αριστερός τροχός του, δίπλα από τον μπροστινό δεξί τροχό του [ ]. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή, ως ανέφερε,  ο τροχός του [ ] έκανε ελαφριά κλίση προς τα δεξιά. Απέκλεισε δε το ενδεχόμενο να ήταν ο τροχός του κατηγορούμενου που πήρε κλίση, έχοντας υπόψιν του το μαρτυρικό υλικό. Ήταν δε αδύνατο ο οδηγός του [ ] να μην κατάλαβε τη σύγκρουση. Από το συγκεκριμένο κτύπημα, πρέπει να ξαφνιάστηκε ο κατηγορούμενος, ο οποίος σε συνδυασμό με την ταχύτητα των 80 χαω που ανέπτυξε, έχασε τον έλεγχο, κτύπησε πάνω στη κτιστή νησίδα και κατ’ επέκταση το όχημα πήρε ανεξέλεγκτη πορεία. Απέκλεισε επίσης τη θέση να είχε μετατοπιστεί το όχημα του κατηγορούμενου, αναφέροντας πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε συμβεί αν στο δρόμο υπήρχε τσιακίλι ή αν ήταν βρεγμένος ή αν τα ελαστικά του οχήματος [ ] ήταν πολύ φθαρμένα. Επιπλέον για το λόγο ότι και να γινόταν τέτοια μετατόπιση για τους λόγους αυτούς, η επαφή που θα γινόταν με τη ζάντα του [ ] θα ήταν διαφορετικού είδους και συγκεκριμένα θα ήταν από έξω προς τα μέσα. Τέλος ανέφερε ότι σε περίπτωση που το όχημα του κατηγορούμενου έπαιρνε κλίση προς τα αριστερά τα σημεία σύγκρουσης θα ήταν διαφορετικά και συγκεκριμένα το μπροστινό δεξιό μέρος του [ ] με το μπροστινό αριστερό μέρος του [ ].

 

Η Κατηγορούσα Αρχή αντεξετάζοντας τον ΜΥ1 αμφισβήτησε έντονα τόσο τα προσόντα όσο και την εμπειρία του. Αποτέλεσε βασική θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο ΜΥ1 δεν είναι ειδικός και δεν κατέχει τα προσόντα για να εκφέρει την γνώμη του σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου θανατηφόρου δυστυχήματος αφού δεν είναι εμπειρογνώμονας τροχαίων δυστυχημάτων και ούτε ότι έχει διδαχθεί ή είναι ειδικός στην διενέργεια αναπαράστασης τροχαίων δυστυχημάτων. Απαντώντας στις σχετικές υποβολές ανέφερε ότι κατά την τετραετή φοίτηση του στο Λονδίνο, διδάχθηκε φυσική κινηματική η οποία ασχολείται με τη συμπεριφορά οχημάτων στο δρόμο. Στην υποβολή ότι πουθενά δεν φαίνεται από το τεκμήριο 22 ότι είχε οποιαδήποτε εμπειρία στην αναπαράσταση δυστυχημάτων είπε πως στα πανεπιστημιακά διπλώματα δεν αναφέρονται πουθενά λεπτομέρειες για το τι διδάσκεται ο φοιτητής. Αν και ισχυρίστηκε ότι κατέθεσε πάμπολες φορές στα Δικαστήρια ως ειδικός θυμόταν να αναφέρει μια υπόθεση στη Λεμεσό που αφορούσε τα θάνατο ενός ανήλικου και μια υπόθεση στη Πάφο με το δικηγόρο Χ. Ζόππο. Αρνήθηκε ότι στην υπόθεση που κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας στη Λεμεσό κρίθηκε ότι δεν κατείχε τα προσόντα ειδικού για διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων.

 

Ο ΜΥ.1 υπέδειξε και σημείωσε επί της φωτογραφίας 103, σημάδια από άσπρισμα στον τροχό του [ ] αναφέροντας ότι εκεί έγινε η επαφή του τροχού του αλλά άγνωστο που ακριβώς. Εκείνο το σημείο ήταν ως ανέφερε το πλέον εξωτερικό μέρος του ελαστικού αυτού. Διαφώνησε με τη θέση ότι έπρεπε να υπήρχε κάποιο σημάδι από την επαφή καθότι ήταν σε κλάσματα του δευτερολέπτου που έγινε με την ταχύτητα που έτρεχε ο κατηγορούμενος. Επίσης διαφώνησε ότι αν έστριβε ο τροχός του [ ] η ζημιά θα ήταν στο πάνω μέρος του πέλματος του ελαστικού. Σε περίπτωση δε, που ο κατηγορούμενος κτυπούσε στον τροχό του [ ] τότε το στράβωμα του ριμς θα ήταν προς την αντίθετη φορά από αυτή που απεικονίζεται στη φωτογραφία 103, ενώ επίσης το όχημα του ΜΚ.6 (ΗΖΥ 246) θα εκτινασσόταν βίαια μπροστά και θα είχε υποστεί σημαντικότερη ζημιά από αυτή που απεικονίζεται. Ήταν επίσης η θέση του ότι αν το όχημα του ΜΚ.6 κινείτο πίσω και σε ευθεία διάταξη τότε η ζημιά θα φαινόταν 180 μοίρες πίσω και θα ήταν η ίδια.

 

Πρόσθεσε ότι η σύγκρουση που έγινε δεν ήταν μεγάλη, και δικαιολογούσε το στράβωμα της ζάντας του [ ]. Στην υποβολή ότι με βάση την αναφορά του αυτή, δεν δικαιολογείτο ο κατηγορούμενος να απωλέσει τον έλεγχο του οχήματος του ανέφερε επί λέξει «ένας νεαρός όπως ήταν ο κατηγορούμενος και με την ταχύτητα την οποία είχε αναπτύξει, με την επαφή που είχαν τα δύο οχήματα, πρέπει να τρόμαξε και έχασε τον έλεγχό του». Διευκρίνισε στη συνέχεια ότι αν δεν γινόταν η επαφή δεν θα γινόταν το δυστύχημα καθότι ο κατηγορούμενος θα προσπερνούσε και θα έφευγε. Στην υποβολή ότι αν ίσχυε το σενάριο που υποστήριξε δια ζώσης, δηλ. αν ο τροχός του ΜΚ.6 είχε στροφή δεξιά κατά τη σύγκρουση του με το [ ], τότε τόσο το όχημα του όσο και του κατηγορούμενου θα άφηναν ίχνη πλαγιολίσθησης, απέρριψε τη θέση βασιζόμενος στο ότι κανείς από τους δυο δεν χρησιμοποίησε τα φρένα του, ούτε και υπήρξε πλαγιολίσθηση από οποιοδήποτε των ενεχόμενων οχημάτων.

 

Κληθείς να αναφέρει τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε όταν επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος ανέφερε ότι ουσιαστικά είδε το σημείο που έγινε το δυστύχημα. Συμπλήρωσε ότι θα ήταν άσκοπο να λάβει οποιεσδήποτε μετρήσεις διότι το είχε ήδη κάνει η αστυνομία αλλά και για το λόγο ότι το σημείο συγκρούσεως δεν ήταν, πλέον, εμφανές. Οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο τροχός του ΜΚ.6 έστριψε δεξιά από τις φωτογραφίες, το οποίο και δικαιολόγησε δια ζώσης. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η φωτογραφία αρ.103 «μιλά για τα πάντα», και πως οι φωτογραφίες, χρόνια μετά το δυστύχημα, ήταν η μόνη μελέτη που μπορούσε να κάνει. Αν ο ίδιος είχε κληθεί στη σκηνή του δυστυχήματος, όταν αυτό έγινε, θα είχε αντιπαραβάλει τα δυο ενεχόμενα οχήματα για να δει που κάμνουν επαφή, κάτι που δεν έπραξε η Αστυνομία. Τέλος ανέφερε ότι το δυστύχημα είχε γίνει έξω από το ξενοδοχείο Aloe.

 

Αυτός ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας που κάλεσε η πλευρά της Υπεράσπισης

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

 

Αμφότερες οι πλευρές προχώρησαν σε εμπειρστατωμένες αγορεύσεις εκθέτοντας με επάρκεια τις εισηγήσεις τους.

 

Ξεκινώντας από το κο Αλεξάνδρου, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία σε σχέση με ίδιας φύσεως αδικήματα, υπογράμμισε ότι το βάρος απόδειξης της κατηγορίας βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, και πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα και να προβαίνει σε υποθέσεις. Ουσιαστικά υποστήριξε ότι το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει δυο ερωτήματα. Πρώτον κατά πόσο η σύγκρουση των δυο οχημάτων είχε ως συνεπακόλουθο να απωλέσει τον έλεγχο του οχήματος του ο Κατηγορούμενος και δεύτερο ποιος ευθύνεται για την εν λόγω σύγκρουση. Ήταν η θέση του ότι το πρώτο ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί καταφατικά ενώ την ευθύνη φέρει ο οδηγός του [ ]. Υποστήριξε ότι η φωτογραφία 103 του τεκμηρίου 17 απαντά στον τρόπο με τον οποίο επήλθε η σύγκρουση μεταξύ των δυο οχημάτων. Υποστήριξε ότι σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής όταν δυο οχήματα κινούνται παράλληλα δεν μπορούν να συγκρουστούν και για να συμβεί αυτό, κάποιο εξ’ αυτών θα πρέπει να κάνει κάποια κίνηση. Αυτή η κίνηση ως υποστήριξε, πρέπει να έγινε από πλευράς ΜΚ.6 διότι σε αντίθετη περίπτωση το σημείο επαφής θα ήταν διαφορετικό και δη στο μπροστινό μέρος του [ ]. Κάλεσε το Δικαστήριο όπως αποδεχθεί την εκδοχή του ΜΥ.1, του οποίου τα προσόντα ως τα παρουσίασε σε συνδυασμό με την εμπειρία του τον καθιστούν εμπειρογνώμονα. Ότι δηλαδή η επαφή των δυο οχημάτων έγινε ένεκα της δεξιάς κίνησης του οχήματος του ΜΚ.6, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο ο κατηγορούμενος να συγκρουστεί επί της νησίδας και μετέπειτα να ακολουθήσει ανεξέλεγκτη πορεία και να επέλθει το τραγικό συμβάν. Την ίδια ώρα κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης ΜΚ.7 λόγω ελλιπούς διερεύνησης εφόσον δεν καθόρισε την έκταση των ζημιών των οχημάτων μα ούτε και μέτρησε το ύψος τους. Αναφέρθηκε επίσης στο ότι ότι δεν καθορίστηκε επακριβώς το σημείο σύγκρουσης. Επίσης κάλεσε το δικαστήριο να απορρίψει τις μαρτυρίες των ΜΚ.6 και ΜΚ.2. Παρέπεμψε το Δικαστήριο σε αποσπάσματα των καταθέσεων τους.

 

Από την άλλη ο συνήγορος της κατηγορούσας αρχής δια του γραπτού κειμένου αγόρευσης που κατέθεσε (Έγγραφο Α1), και στο οποίο παραθέτει τη μαρτυρία και κάνει αναφορά στις αρχές της νομολογίας, εισηγήθηκε την καταδίκη του κατηγορούμενου. Αποτέλεσε εισήγηση του ότι η κύρια και ουσιαστική θέση της Υπεράσπισης πως η απώλεια ελέγχου του οχήματος του κατηγορούμενου προήλθε από τη σύγκρουση του οχήματος του με αυτό του ΜΚ.6, ο οποίος κινήθηκε δεξιότερα κατά τη στιγμή της προσπέρασης του, πέραν του ότι παρέμεινε ατεκμηρίωτη, καταρρίπτεται από την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ.1, ΜΚ.2, ΜΚ.6 και ΜΚ.7, από την οποία παρέθεσε σχετικά αποσπάσματα προς επίρρωση της θέσης του. Καταλογίζει εγωιστική και επικίνδυνη οδήγηση από μέρους του κατηγορούμενου εφόσον επιχείρησε να προσπεράσει σε σημείο που αυτό απαγορεύεται, ενώ ο απότομος ελιγμός που επιχείρησε σε συνδυασμό με την υπερβολική ταχύτητα που ανέπτυξε έθεσαν το όχημα του εκτός ελέγχου. Με τελικό αποτέλεσμα να χάσει το ζωή του το θύμα. Ενδεικτικό δε της επικινδυνότητας και απερισκεψίας της οδηγητικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου είναι ότι το όχημα του χρειάστηκε να καλύψει μια απόσταση 125 μέτρων περίπου, σε καμπύλη τροχιά, μέχρι να σταματήσει.

 

Το Δικαστήριο έχει μελετήσει τις εισηγήσεις των συνηγόρων και τις έχει κατά νου όπως επίσης και τη σχετική νομολογία που με έχουν παραπέμψει. Ειδικότερη αναφορά σε αυτές θα γίνει κατωτέρω, όπου αυτό κριθεί αναγκαίο

 

ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Όπως διαφάνηκε από την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, πέραν των δεδηλωμένων ως παραδεκτών γεγονότων, υπήρξαν σωρεία άλλων που δεν έτυχαν αμφισβήτησης και αποτέλεσαν ουσιαστικά κοινό έδαφος. Είναι καλά νομολογημένο ότι το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε ευρήματα επί γεγονότων που εμφανίζονται μη αμφισβητούμενα δια των χειρισμών των διαδίκων κατά την ακρόαση[1]. Η ανάγκη αξιολόγησης μαρτυρίας υφίσταται μόνο επί των επίδικων γεγονότων όπου παρουσιάζονται διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολόγηση τους ώστε να καταλήξει σε ευρήματα[2]. Τα γεγονότα αυτά έχουν ως ακολούθως:

 

Παραδεκτά γεγονότα που έχουν δηλωθεί και εγκριθεί από το Δικαστήριο:

 

Στις 19.04.2019 εκδόθηκε εναντίον του Κατηγορούμενου ένταλμα σύλληψης για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο και εκτελέστηκε την ίδια μέρα και ώρα 18:55. Στις 20 Απριλίου εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης του κατηγορούμενου (τότε ύποπτου) για μια μέρα προς διερεύνηση του αδικήματος (Τεκμήρια 8Α έως και 8Γ). Στον κατηγορούμενο δόθηκε το έντυπο δικαιωμάτων συλληφθέντων και κρατούμενων προσώπων, το οποίο στη σελίδα 12 φέρει ολογράφως το όνομα του καθώς και την υπογραφή του, τα οποία και φαίνεται να τέθηκαν κατά την 19.04.2019 και περί ώρα 18:55. Επί του ίδιου εντύπου στη σελίδα 14 υπογράφεται κατά την ίδια μέρα και ώρα από τον κατηγορούμενο βεβαίωση πληροφόρησης και παραλαβής εγγράφων δικαιωμάτων (Τεκμήριο 8Ν).  

 

Σύμφωνα με την κατάθεση της νοσηλευτικής λειτουργού Δέσποινας Μιχαήλ στις 19.04.2019 μετά από κλήση που έλαβαν ως πλήρωμα ασθενοφόρου για το επίδικο δυστύχημα, μετέβηκαν επιτόπου και εκεί εντόπισαν ξαπλωμένο μπρούμυτα έναν άνδρα. Αυτός έφερε μεγάλο θλαστικό τραύμα στην αριστερή πλευρά της κοιλιάς και στο αριστερό χέρι καθώς και διάφορα άλλα θλαστικά τραύματα σε διάφορα άλλα μέρη του σώματος του. Κατά την παραμονή της εκεί κατέφθασαν μέλη της αστυνομίας που έθεσαν κάποια σημάδια. Αναχώρησαν από τη σκηνή στις 15:05 και στις 15:15 έφθασαν στο Νοσοκομείο. Εκεί παρέδωσαν τον τραυματία στη Δρα Ελλάδα Καλαϊτσίδου η οποία και διαπίστωσε το θάνατο του. (Τεκμήριο 8ΣΤ). Σύμφωνα με την κατάθεση της Fiona Bakir αυτή αναγνώρισε τη σορό του θύματος στις 20.04.2019 και ώρα 12:35. Είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες της εταιρείας που εργαζόταν για να έρθει στην Κύπρο και τον είχε δει αρκετές φορές στο ξενοδοχείο Aloe (Τεκμήρια 8Δ και 8Ε).

 

Σύμφωνα με την παραδεκτή ως προς το αληθές του περιεχομένου της κατάθεση του Γιώργου Ματθαίου, το εν λόγω πρόσωπο βρισκόταν κατά τον ουσιώδη σε διπλανό του ξενοδοχείου Aloe οικόπεδο κατά το χρόνο που έγινε το δυστύχημα. Αφού άκουσε ένα δυνατό κτύπημα γύρισε το κεφάλι του και είδε ένα άνθρωπο να πετά στον αέρα, να κτυπά σε δέντρο και στη συνέχεια να πέφτει στο πεζοδρόμιο. Είδε επίσης ένα άσπρο όχημα να περνά αμέσως πίσω από τον άνθρωπο αυτό, οδηγώντας πάνω στο πεζοδρόμιο και στον ποδηλατόδρομο ζιγκ – ζαγκ, και αφού ακολούθησε τρελή πορεία εν τέλει ακινητοποιήθηκε δίπλα από στάση λεωφορείου, μεταξύ πεζοδρομίου και δρόμου. Είδε επίσης τον οδηγό του άσπρου οχήματος να καταβαίνει από αυτό και πλησιάζει στο μέρος που ήταν πεσμένο το πρόσωπο που εκτινάχθηκε στον αέρα και στη συνέχεια να απομακρύνεται και να κάθεται στο πεζοδρόμιο σοκαρισμένος. Επίσης είδε και δυο κοπέλες που βρίσκονταν στο όχημα του να κατεβαίνουν και να κάθονται και αυτές σοκαρισμένες στο πεζοδρόμιο

 

Σύμφωνα με την αναφορά προς τον Θανατικό Ανακριτή ο Υπαστυνόμος Κυριάκος Κυριάκου προσωπικά διαπίστωσε ότι η σορό του αποθανόντα αφορούσε τον Willet Andrew Ivan, 67 ετών από την Αγγλία, την ταυτότητα του οποίου διαπίστωσε από το διαβατήριο του. Ο θάνατος του προήλθε από τη σύγκρουση του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ] το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος την 19.04.2019 και περί ώρα 14:35 στη λεωφόρο Ποσειδώνος στην Πάφο με ανατολική κατεύθυνση (Τεκμήριο 8Ζ). Στις 19.04.2019 και ώρα 15:38 εκδόθηκε πιστοποιητικό θανάτου του θύματος από την Δρα Ελλάδα Καλαϊτσίδου (Τεκμήριο 8Θ). Κατά την ίδια μέρα και ώρα εκδόθηκε Ιατρικό Πιστοποιητικό Αιτιών Θανάτου, στο οποίο αναφέρεται ως τελική αιτία θανάτου «Πολυτραυματισμός συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος», από την ιατροδικαστή Ελένη Αντωνίου (Τεκμήριο 8Ι). Στις 20.04.2019 και ώρα 09:10 εκδόθηκε διάταγμα για μεταθανάτια εξέταση του θύματος από τον Θανατικό Ανακριτή (Τεκμήριο 8Η). Η εν λόγω ιατροδικαστής συνέταξε και υπέγραψε την μεταθανάτιο ιατροδικαστική έκθεση του θύματος στην οποία περιγράφονται τα τραύματα που διαπιστώθηκαν στη σωρό του θύματος καθώς επίσης αναφέρεται η τελική αιτία θανάτου (Τεκμήριο 8Μ). Στις 24.04.2019 δόθηκε εξουσιοδότηση από τον Θανατικό Ανακριτή για μετακίνηση του πτώματος εκτός της δικαιοδοσίας του, συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 15(2) του Κεφ. 153 (Τεκμήριο 8Κ)

 

Ο κατηγορούμενος παρέλαβε το όχημα του από την τροχαία Πάφου στις 17.05.2019 και ώρα 13:35 στην ίδια κατάσταση που αυτό ήταν πριν παραληφθεί από την τροχαία Πάφου.

 

Ο ΜΚ.6 έτυχε εκπαίδευσης στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου στη διερεύνηση και σχεδιαγράφηση τροχαίων δυστυχημάτων, στο Κέντρο Παραγωγικότητας στην επιθεώρηση μηχανοκίνητων οχημάτων, στις Βρετανικές Βάσεις Δεκέλειας στη διερεύνηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων καθώς και επιθεώρηση μηχανοκίνητων οχημάτων Επίσης είναι ειδικός φωτογράφος και κάτοχος πιστοποιητικού βασικού και προχωρημένου επιπέδου του Υπουργείου Παιδείας στη σχεδιαγράφηση σε Ηλεκτρονικό Υπολογιστή με το λογισμικό πρόγραμμα Autocad. Τέλος είναι εξουσιοδοτημένος χειριστής της συσκευής SKID MAN.

 

 

 

Παραδεκτά γεγονότα που προκύπτουν από το χειρισμό της υπόθεσης:

 

α) Ο κατηγορούμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι την 19.04.2019, ήταν ο οδηγός του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ] το οποίο οδηγούσε επί της λεωφόρου Ποσειδώνος στην Κάτω Πάφο με ανατολική κατεύθυνση προς Γεροσκήπου της επαρχίας Πάφου. Είχε ως συνεπιβάτες τις ΜΚ.3 και ΜΚ.4.

 

β) Κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο ο ΜΚ.6 οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] με την ίδια κατεύθυνση και είχε ως συνοδηγό τον ΜΚ.2.

 

γ) Ο πιο πάνω δρόμος αποτελείται από δυο λωρίδες κυκλοφορίας μία για κάθε κατεύθυνση και διαχωρίζονται μεταξύ τους με κτιστή νησίδα. Το προσπέρασμα απαγορευόταν.

 

δ) Στο σημείο του δρόμου, όπου υπάρχει κενό μεταξύ των δυο κτιστών νησίδων, ο κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να προσπεράσει το όχημα του ΜΚ.6, κάτω από συνθήκες και λόγους που αμφισβητούνται, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του αυτό ακολούθησε ανεξέλεγκτη και τεθλασμένη πορεία με αποτέλεσμα να εκτραπεί από το δρόμο προς τα αριστερά, να ανέλθει επί παρακείμενου ποδηλατόδρομου και να συγκρουστεί με το θύμα, που εκείνη την ώρα περπατούσε με δυτική κατεύθυνση

 

ε) Από το κτύπημα, το θύμα εκτινάχθηκε στον αέρα και αφού το σώμα του κτύπησε σε δέντρο κατέληξε σε παρακείμενο πεζοδρόμιο δίπλα από τον υπό αναφορά ποδηλατόδρομο. Μετά δε τη σύγκρουση αυτή, το όχημα του κατηγορούμενου συνέχισε την πορεία του ανατολικά και αφού πέρασε δια μέσω του πεζεοδρομίου και πάλι του ποδηλατόδρομου, κάλυψε απόσταση 82 μέτρων και εν τέλει κατέληξε στην αριστερή άκρη της λεωφόρου Ποσειδώνος.

 

ζ) Στη σκηνή του δυστυχήματος αφίχθηκαν μετά το ασθενοφόρο, μέλη της αστυνομίας, τα οποία απέκλεισαν τη σκηνή, στη συνέχεια και περί ώρα 15:20 ο ΜΚ.7 και μετά από είκοσι περίπου λεπτά και ο ΜΚ.1. Ο τελευταίος ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα στο οποίο σημειώθηκαν οι πορείες των ενεχόμενων οχημάτων, και τα όσα εντοπίστηκαν επί σκηνής. Επίσης σημειώθηκε το σημείο σύγκρουσης των οχημάτων και το σημείο σύγκρουσης του [ ] με το θύμα. Καταγράφηκαν οι ζημιές των ενεχόμενων οχημάτων και λήφθηκε αριθμός φωτογραφιών αυτών και της σκηνής (τεκμήριο 17). Το πρόχειρο σχεδιάγραμμα υπογράφηκε από τον κατηγορούμενο και στη βάση αυτού ετοιμάστηκε συμμετρικό σχεδιάγραμμα (τεκμήριο 4).

 

η) Ο ΜΚ.1 έλαβε φωτογραφίες της σωρού του θύματος κατά την νεκροτομή (τεκμήριο 5) την 20.04.2019 και ώρα 12:30

 

θ) Ο υπό αναφορά δρόμος είναι επίπεδος, βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και το όριο ταχύτητας είναι 50χαω. Η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν ξηρή και καθαρή και ο καιρός ήταν αίθριος.

 

ι) Τα ενεχόμενα οχήματα έτυχαν επιθεώρησης από τον ΜΚ.7 ο οποίος διαπίστωσε ότι το σύστημα τροχοπέδης και διεύθυνσης των βρισκόταν σε καλή και λειτουργίσιμη κατάσταση όπως επίσης σε καλή κατάσταση βρίσκονταν και τα ελαστικά τους. Όλα τα ελαστικά του [ ] κένωσαν αέρος συνεπεία της ζημιάς που υπέστησαν οι ζάντες τους. Οι ζημιές που παρατηρήθηκαν στο εν λόγω όχημα ήταν στην μπροστινή αριστερή του πλευρά δηλαδή τον μπροστινό προφυλακτήρα, στον μπροστινό καπό, φτερό και ανεμοθώρακα καθώς και στην οροφή. Οι ζημιές του [ ] ήταν μόνο στη ζάντα του μπροστινού δεξιού του τροχού.

 

Για όλα τα πιο πάνω προβαίνω σε σχετικά ευρήματα

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

             Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους λαμβάνω υπόψη μου τον τρόπο που οι εν λόγω μάρτυρες απαντούσαν τις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, τις αντιδράσεις τους και γενικά την όλη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα.  Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο τόσο της προφορικής τους μαρτυρίας όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έχω υπόψη μου και τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα[3]. Διατηρώ επίσης υπόψιν μου και την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς[4], και ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη[5], αρκεί αυτό να δικαιολογείται και να επεξηγείται, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία τυχόν έφεσης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης[6]. Έχω επίσης κατά νου, πως δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να προβάλλουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει (βλ. κατ' αναλογία, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 401, 406), αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να ορμώνται από πλειάδα αιτιών, χωρίς αναγκαστικώς αυτές να εκπορεύονται από διάθεση ψεύδους ή παραπλάνησης. Πολύ σημαντική παράμετρος που χρήζει αναφοράς είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συνεκτιμάται, διερευνάται και αντιπαραβάλλεται με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας[7]. Επιπλέον, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας. Επιπρόσθετο εφόδιο αξιολόγησης, αποτέλεσε η δικαστική μου τριβή, εμπειρία και γνώση περί της ανθρώπινης φύσης, που κατά τη νομολογία, αποτελούν γνώμονες που προσδίδουν στο Δικαστήριο δυνατότητα κρίσης (ανθρώπινη βεβαίως), για εύρεση της αλήθειας (βλ. κατ' αναλογία, C & A Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273, 1280-1281).

 

Δεν μου διαφεύγει επίσης ότι τα γεγονότα σε περιπτώσεις δυστυχήματος εξελίσσονται σε ελάχιστο χρόνο, ενώ τα οχήματα βρίσκονται σε κίνηση και δεν είναι αναμενόμενο και λογικό να μπορεί κάποιος να υπολογίζει με ακρίβεια τις αποστάσεις ή το χρόνο. Είναι αναμενόμενο να εντοπίζονται μικροαντιφάσεις σε επουσιώδη σημεία, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν επηρεάζουν την ουσία της μαρτυρίας, αλλά φυσιολογικά αναμένεται να υπάρχουν (βλ. Τιμοθέου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 671).

 

Στα πλαίσια αξιολόγησης μαρτυρίας λαμβάνεται υπόψη και οποιαδήποτε πραγματική μαρτυρία έχει προσκομιστεί κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Αναφορικά με την αξία της πραγματικής μαρτυρίας της αναφέρθηκε στην υπόθεση Derek Knell v Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51:

«Η πραγματική μαρτυρία, όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί, συνιστά σταθερό οδηγό για την ιχνηλάτηση των περιστατικών του δυστυχήματος και γνώμονα για την κρίση τόσο της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας.  Όχι σπάνια, η αναστάτωση που επιφέρει στους οδηγούς η σύγκρουση οχημάτων προκαλεί σύγχυση ως προς τα διαδραματιζόμενα με επακόλουθο ενίοτε ανακρίβειες στην μαρτυρία τους. Είναι γι' αυτό που η πραγματική μαρτυρία παρέχει αμετακίνητη βάση για την αξιολόγηση των μαρτύρων και την εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων για τα διαδραματισθέντα. Η αξία της πραγματικής μαρτυρίας είναι η ίδια σε πολιτικές και ποινικές υποθέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις αποτυπώνει γεγονότα που αποτελούν οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την ακρίβεια της μαρτυρίας της».

Περαιτέρω, όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 337 – 338, οι φωτογραφίες μπορούν να κατατεθούν ως πραγματική μαρτυρία για οποιοδήποτε σκοπό, όπως για παράδειγμα την κατάδειξη ζημιών σε όχημα ή για τον σκοπό αντεξέτασης ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος. Σε σχέση με την αξία ενός σχεδιαγράμματος, αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει τον τρόπο που έγινε ένα δυστύχημα αλλά αποτελεί σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας της υπόλοιπης μαρτυρίας για την εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων (βλ. Αντώνη Σωτηρίου ν. Αστυνομίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 307).

Σε ότι αφορά την αξιολόγηση μαρτύρων εμπειρογνωμόνων παραθέτω μια σύνοψη της νομολογίας επί του ζητήματος. Οι πραγματογνώμονες μάρτυρες δεν αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο με διαφορετικό τρόπο από ότι οι άλλοι μάρτυρες[8]. Η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών και το Δικαστήριο μπορεί να δεχτεί μέρος της μαρτυρίας του ενός ή άλλου εμπειρογνώμονα και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα[9]. Ο ρόλος του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύει το Δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του για να μπορέσει έτσι το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία[10]. Αν και η συμπεριφορά τους στο εδώλιο δεν έχει και τόση σημασία εντούτοις είναι ένα στοιχείο που προσμετράται για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους. Αναμφίβολα, η σοβαρότητα και υπευθυνότητα με την οποία οι πραγματογνώμονες προσεγγίζουν το έργο τους, έχει ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους[11]. Αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα ότι οι εμπειρογνώμονες δεν αποφασίζουν την ουσία της υπόθεσης, και η μαρτυρία τους δεν υποκαθιστά την κρίση του Δικαστηρίου το οποίο θα πρέπει να καταλήξει σε δικά του ευρήματα[12]. Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε συγκεκριμένο αντικείμενο[13]. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να προτιμήσει τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα που κατέχει και ακαδημαϊκά προσόντα και εμπειρία από τον πραγματογνώμονα που κατέχει μόνο εμπειρία[14]. Το βάρος απόδειξης της πραγματογνωμικής ιδιότητας του μάρτυρα με αρμόζουσα μαρτυρία ως προς τα αφορώντα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά και εμπειρικά του προσόντα το φέρει η πλευρά που τον παρουσιάζει[15].

Αξιολόγηση μαρτύρων κατηγορίας

Αρχίζοντας με την αξιολόγηση του ΜΚ.1 θα πρέπει να αναφέρω κατ’ αρχήν ότι τα προσόντα του μάρτυρα, που αφορούν τις εκπαιδεύσεις τις οποίες έτυχε και τα πιστοποιητικά και ειδικότητες που κατέχει, δεν έχουν αμφισβητηθεί καθ’ οποιοδήποτε τρόπο από την Υπεράσπιση. Όπως επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί η αναφορά κατά την αντεξέταση του σε 10ετή εμπειρία κατά την υπηρεσία του στην τροχαία. Διερχόμενος τα πιστοποιητικά που παρουσίασε και που αναφέρει στην γραπτή του κατάθεση τον αποδέχομαι ως πραγματογνώμονα ειδικό στη διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων, στην ετοιμασία σχεδιαγραφημάτων σκηνής δυστυχήματος, στη σχεδίαση σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές με τη χρήση του προγράμματος Autocad, και στη φωτογράφιση. Προσεγγίζω τη μαρτυρία του ως η νομολογία επιτάσσει.

 

Τα όσα αναφέρθηκαν σε σχέση με τον ενεργό ρόλο που είχε κατά την διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης αλλά και τα όσα διενήργησε έχουν ήδη εκτεθεί κατά την παράθεση της μαρτυρίας του και συνεπώς δεν χρήζουν οποιαδήποτε επανάληψης. Πλην της τοποθέτησης του σημείου σύγκρουσης καμία άλλη μέτρηση ή καταγραφή ευρήματος (μαυρίσματα, ζημιές των οχημάτων, τελική θέση οχημάτων κλπ) επί της σκηνής ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια δεν έτυχαν αμφισβήτησης, τις επεξήγησε με σαφήνεια και συνεπώς τις αποδέχομαι και υιοθετώ.

 

Δυο ήταν οι άξονες που εστιάστηκε η αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα. Ο πρώτος, ως ήδη λέχθηκε, αφορούσε την τοποθέτηση του σημείου σύγκρουσης και ο δεύτερος τη σύγκρουση των δυο οχημάτων και τις συνέπειες που προέκυψαν εξ’ αυτής.

 

Ως προς το σημείο σύγκρουσης, με ειλικρίνεια δέχθηκε ο ΜΚ.1, ότι ο προσδιορισμός του έγινε κατά προσέγγιση, εφόσον ως πειστικά εξήγησε δεν υπήρχε οποιοδήποτε ίχνος επιτόπου που να επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό του. Για να το καθορίσει έλαβε υπόψιν του την περιγραφή που τους έδωσε ο ΜΚ.6, οδηγός του [ ], ο οποίος ανέφερε ότι μόλις ένοιωσε το κτύπημα αμέσως είδε το όχημα [ ] μπροστά του, αλλά και το μαύρισμα επί της κτιστής νησίδας που άφησε ο μπροστινός δεξιός τροχός του οχήματος [ ]. Αυτά ήταν θεωρώ και τα μόνα στοιχεία που μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν από το μάρτυρα. Δεν υποβλήθηκε άλλωστε ότι παρέλειψε να λάβει υπόψιν του οτιδήποτε άλλο, ώστε να καθοριζόταν με ακρίβεια το συγκεκριμένο σημείο, ούτε και παρουσιάστηκε προς τούτο άλλη μαρτυρία ανάλογης βαρύτητας. Ο ίδιος ο ΜΥ.1 δεν αμφισβήτησε οτιδήποτε από τα όσα περιλήφθηκαν στο σχεδιάγραμμα της αστυνομίας τα οποία ως ανέφερε μελέτησε για να εκφράσει τα δικά του συμπεράσματα. Έχοντας δε κατά νου ότι η επαφή των δυο οχημάτων έγινε σχεδόν ταυτόχρονα με τη σύγκρουση του [ ] επί της άκριας της νησίδας αλλά και την απουσία οποιωνδήποτε ενδείξεων επί του δρόμου η αδυναμία επακριβούς προσδιορισμού του ακριβούς σημείου σύγκρουσης, δεν αποτελεί αδυναμία ή ανεπάρκεια, ούτε και αφήνει σκιές στην αξιοπιστία των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής (βλ. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. Ντάνη Τσολακη (2009) 1 ΑΑΔ 1626). Επίσης αποδέχομαι τη θέση του ότι και να παρέμεινε ακινητοποιημένο το όχημα του ΜΚ.6 μετά τη σύγκρουση δεν θα μπορούσε να καθοριστεί με ακρίβεια το σημείο σύγκρουσης αν σταματούσε ελεγχόμενα και συνεπώς δεν δημιουργείτο κάποιο σημάδι στο δρόμο.

 

Σε ό,τι αφορά τώρα το ζήτημα της σύγκρουσης των δυο οχημάτων και τις τυχόν συνέπειες που προέκυψαν εξ’ αυτής παρατηρώ τα ακόλουθα. Διευκρίνισε ευθαρσώς από την αρχή ότι δεν κατέχει ειδικές γνώσεις στο θέμα της αναπαράστασης δυστυχημάτων, πλην όμως επικαλέστηκε την 10ετή εμπειρία του στο τμήμα τροχαίας, και κατ’ επέκταση στη διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων, χωρίς να αμφισβητηθεί. Συνεπώς μπορούσε υπό τις περιστάσεις ο μάρτυρας να εκφέρει τη γνώμη του για το ζήτημα αυτό, εξ’ ου και ο συνήγορος υπεράσπισης τον αντεξέταση επί του θέματος εκτεταμένα. Ο μάρτυρας ήταν σταθερός και σαφής στη θέση του ότι επρόκειτο για μια ελαφριά επαφή των δυο οχημάτων. Η θέση του αυτή κρίνω ότι ενισχύεται και από τη ζημιά της ζάντα του δεξιού μπροστινού του τροχού το [ ], η οποία απεικονίζεται στη φωτογραφία 103 ως ένα απλό στράβωμα. Άλλωστε σύμφωνα και με τη μαρτυρία του ΜΥ.1 η σύγκρουση των δυο οχημάτων δεν ήταν μεγάλη εφόσον σε τέτοια περίπτωση θα καταστρεφόταν ο τροχός (βλ. πρακτικά ημερ. 23.11.23 σελ.16). Θεωρώ ότι έδωσε μια καθόλα λογική εξήγηση για τη θέση του ότι ήταν τόσο το πίσω αριστερό μέρος (φτερό) του οχήματος του κατηγορούμενου όσο και ο πίσω αριστερός τροχός του που ήρθαν σε επαφή  με το [ ]. Τόσο ο ίδιος όσο και ο ΜΚ.7 υποστήριξαν χωρίς να τους υποβληθεί άλλη θέση ότι τα δυο οχήματα έχουν διαφορά στο ύψος τους. Αν και αυτή δεν έχει μετρηθεί ακριβώς, είναι φανερό μέσα από την αντιπαραβολή των φωτογραφιών ότι το όχημα του ΜΚ.6 είναι ψηλότερο από το όχημα του κατηγορούμενου. Συνεπώς είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι το σημείο / μαύρισμα που τέθηκε σε κύκλο από τον ΜΚ.1 στο πισινό αριστερό μέρος του [ ], και που απεικονίζεται στη φωτογραφία 45 ήρθε σε επαφή με το πάνω μέρος του ελαστικού του [ ], όντας χαμηλότερο. Αυτό προκύπτει και από το άσπρισμα που φαίνεται επί της φωτογραφίας 103 και που υπέδειξε ο ΜΥ.1. Τέλος η θέση του ότι και τα ελαστικά των δυο οχημάτων ήρθαν σε επαφή λόγω της ζημιάς στη ζάντα του [ ], υποστηρίχθηκε και από την υπεράσπιση.

 

Ένα σημείο που δεν μπορώ να αποδεχθώ από τα όσα ανέφερε είναι η θέση του πως τα οχήματα του ΜΚ.6 και του κατηγορούμενου ήρθαν σε επαφή κατά την προσπάθεια του κατηγορούμενου να εισέλθει στην λωρίδα του. Ενόσω δηλαδή αυτός κινείτο αριστερότερα. Αυτή του η θέση, πέραν από το ότι δεν εκφράστηκε με βεβαιότητα, αντικρούεται και από τη θέση του ΜΚ.7 ο οποίος και εξήγησε με σαφήνεια ότι πρώτα προηγήθηκε η σύγκρουση / επαφή των δυο οχημάτων και στη συνέχεια ακολούθησε ο ελιγμός του κατηγορούμενου να επανέλθει στην κανονική λωρίδα κυκλοφορίας και η επαφή του τροχού του με τη νησίδα. Το ότι τα δυο οχήματα συγκρούστηκαν ενόσω όδευαν σε ευθεία πορεία αποτέλεσε και θέση της Υπεράσπισης. Τέλος δεν μπορώ να αποδεχθώ τη θέση του πως το όχημα του κατηγορούμενου δεν έστριψε προς τα αριστερά για να επανέλθει στην λωρίδα του, αλλά πήρε ελαφριά κλίση. Και αυτή του η θέση φαίνεται να συγκρούεται με τη θέση του ΜΚ.7 ο οποίος έκανε λόγο για απότομο ελιγμό προς τα αριστερά. Αυτή η εξήγηση είναι και πιο λογικοφανής δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να συγκρουστεί με τη νησίδα που υπήρχε μπροστά του επιχείρησε βεβιασμένα να εισέλθει στη κανονική λωρίδας πορείας. Βέβαια τα πιο πάνω δεν πλήττουν την αξιοπιστία του μάρτυρα έχοντας ως δεδομένο ότι τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα σε κλάσματα δευτερολέπτου, ενώ την ίδια ώρα δεν θεωρώ ότι συνιστούν ουσιώδεις αντιφάσεις.

 

Σε σχέση τώρα με τις προκληθείσες συνέπειες από τη σύγκρουση των δυο οχημάτων αποδέχομαι τη θέση του ότι ουσιαστικά επρόκειτο για μια ελαφριά επαφή μεταξύ των. Αυτό δικαιολογείται πλήρως από την φωτογραφία 103 του τεκμηρίου 17 στην οποία εμφανίζεται μια ελαφριά παραμόρφωση (στράβωμα) της ζάντας του δεξιού μπροστινού του τροχού, και που ως ο ΜΚ.1 ανέφερε, χωρίς να αμφισβητηθεί, εύκολα παραμορφώνεται. Λογική κρίνεται και η αταλάντευτη θέση του μάρτυρα ότι η μετέπειτα ανεξέλεγκτη πορεία του οχήματος του κατηγορούμενου δεν μπορεί να εδράζεται στην επαφή των δυο οχημάτων εφόσον αυτή ήταν ελαφριά και δεν είχε κατ’ επέκταση ασκηθεί τέτοια πίεση στο [ ] ώστε να δικαιολογείται τέτοιο συμπέρασμα. Αν δε η πίεση ήταν μεγάλη, ως με ειλικρίνεια αποδέχτηκε ο μάρτυρας, τότε ανεξάρτητα από τους όποιους χειρισμούς του οδηγού του [ ] αυτό θα τίθετο εκτός ελέγχου.

 

Ο μάρτυρας ήταν σαφής, σταθερός και συνεπής στις απαντήσεις του καθ’ όλη της διάρκεια της κατάθεσης του. Δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις ούτε και έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε προσπάθεια εκ μέρους του να παρουσιάσει διαφορετική εικόνα των γεγονότων από τα όσα περιήλθαν σε γνώση του. Αντίθετα, θεωρώ ότι μετέφερε επακριβώς τα γεγονότα που αυτά. H μαρτυρία του δεν χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις ή υπερβολές και δεν παρατηρείται οποιαδήποτε διαφοροποίηση στα όσα είχε ήδη αρχικά αναφέρει στη γραπτή κατάθεσή του. Τουναντίον ο μάρτυρας επεκτάθηκε και ανέφερε περαιτέρω λεπτομέρειες όταν αυτό του ζητήθηκε από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του. Η όλη εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο ήταν θετική και τον κρίνει ως αξιόπιστο και μάρτυρα της αλήθειας. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του πλην των σημείων που επεσήμανα πιο πάνω.

 

Συνεχίζοντας το έργο της αξιολόγησης θα προχωρήσω στην αξιολόγηση του ΜΚ.7, διαφοροποιώντας έτσι την σειρά που παρουσίασε την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή  απλά και μόνο για να υπάρχει μια σφαιρική εικόνα και συνοχή αναφορικά με την μαρτυρία που τέθηκε εκ μέρους των αστυνομικών της Τροχαίας που διερεύνησαν το δυστύχημα.

 

Εν πρώτοις να αναφέρω ότι στη βάση της ρητής αποδοχής των προσόντων, εκπαιδεύσεων και ιδιοτήτων του μάρτυρα, αποδέχομαι αυτόν, μεταξύ άλλων, ως πραγματογνώμονα ειδικό για την διερεύνηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων. Επίσης ως ανέφερε κατά την αντεξέταση του, χωρίς να αμφισβητηθεί, διαθέτει τριάντα χρόνια εμπειρία στον τομέα διερεύνησης τροχαίων ατυχημάτων και συνεπώς τη μαρτυρία του την προσεγγίζω ως η νομολογία επιτάσσει. Ειδικότερα ως προς την ειδίκευση του στην αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων, ως επεξήγησε ο ΜΚ.7 κατά την αντεξέταση του αυτή περιλαμβάνει και την «συμπεριφορά των αυτοκινήτων» πως δηλαδή συμπεριφέρεται όταν τίθεται εκτός ελέγχου όταν κάνει μια απότομη στροφή όταν τροχοπεδά ή πλαγιολισθαίνει.

 

Η μαρτυρία του ΜΚ7 ως προς τις ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την διερεύνηση του δυστυχήματος, τόσο δηλαδή στην σκηνή του δυστυχήματος κατά την στιγμή που αυτό επεσυνέβη, όσο και αργότερα κατά τον τεχνικό έλεγχο του οχήματος του κατηγορούμενου δεν έχουν αμφισβητηθεί σε οποιοδήποτε σημείο. Συνεπώς και τις αποδέχομαι. Από την άλλη, η δική του μαρτυρία αναφορικά με τον τρόπο που διερευνήθηκε το επίδικο δυστύχημα υποστηρίζεται από την μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2. Συνεπώς μεταξύ της μαρτυρίας των μαρτύρων αστυνομικών που διερεύνησαν το δυστύχημα υπάρχει συνοχή και ταυτίζεται.

 

Ο μάρτυρας επίσης θεωρώ ότι ήταν πλήρως κατατοπιστικός και εξήγησε με τρόπο σαφή, πειστικό και τεκμηριωμένο όλα τα συμπεράσματα που διαπίστωσε για το επίδικο τροχαίο θανατηφόρο δυστύχημα. Παρόλο που υπέστηκε επίμονη αντεξέταση από την υπεράσπιση η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε σε κανένα σημείο της. Τουναντίον υπήρξε σταθερός και σαφής στις θέσεις του απαντώντας σε όλα τα ερωτήματα που του τέθηκαν με αμεσότητα και χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Η δια ζώσης μαρτυρία του θεωρώ ότι συνάδει και με την γραπτή του κατάθεση αλλά και τη συνοπτική έκθεση γεγονότων που ετοίμασε. Χωρίς δισταγμό παραδέχθηκε ότι δεν ρωτήθηκε ο ΜΚ.6 για το σημείο σύγκρουσης αλλά εξήγησε αιτιολογημένα το λόγο που σημειώθηκε το σημείο σύγκρουσης ως φαίνεται στο συμμετρικό σχεδιάγραμμα. Απόλυτα λογική και αποδεκτή γίνεται η θέση του πως αν το σημείο σύγκρουσης  ήταν 5 έως και 10 μέτρα μακριά, τότε ο κατηγορούμενος θα είχε τον απαραίτητο χρόνο να επαναφέρει το όχημα του στην κανονική λωρίδα κυκλοφορίας χωρίς να προκαλέσει δυστύχημα. Ως έχω ήδη αναφέρει κατά την αξιολόγηση του ΜΚ.1 επί του συγκεκριμένου ζητήματος δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε διαφορετική μαρτυρία. Αποδέχομαι την εξήγηση που έδωσε για τη μη αναγραφή στην κατάθεση του, του τρόπου που επήλθε η σύγκρουση των δυο οχημάτων, την οποία άλλωστε κατέγραψε στο τεκμήριο 20 (Συνοπτική έκθεση γεγονότων). Το ότι δεν ανέφερε στο εν λόγω τεκμήριο, τις όλες λεπτομέρειες που δια ζώσης είπε στην κυρίως εξέταση του για το εν λόγω ζήτημα, καθόλου δεν με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν εκ των υστέρων κατασκευάσματα. Δεν αναμένεται από ένα μάρτυρα να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια και στοιχείο σε μια κατάθεση του. Για αυτό άλλωστε διεξάγεται η ακροαματική διαδικασία στην οποία προσφέρονται περαιτέρω λεπτομέρειες και αναλυτικές επεξηγήσεις των θέσεων ενός μάρτυρα. Αποδέχομαι επίσης τη θέση του ότι δεν έχει προκληθεί άλλη ζημιά στη ζάντα του μπροστινού τροχού του [ ] κάτι που άλλωστε προκύπτει και από τη φωτογραφία 103 του τεκ.17. Δικαιολόγησε και παρέμεινε σταθερός στη θέση πως ήταν δυο τα σημεία του οχήματος του Κατηγορούμενου που ήρθαν σε επαφή με τον μπροστινό δεξιό τροχό του [ ] εφόσον από την επαφή του πισινού αριστερού φτερού του [ ] δεν θα μπορούσε να είχε προκληθεί η ζημιά στη ζάντα του [ ], και συνεπώς αυτή πρέπει να προήλθε από τον τροχό του. Αυτή του η θέση θεωρώ ότι δικαιολογείται απόλυτα και από το άσπρισμα που υπάρχει και είναι ευδιάκριτο στο πάνω μέρος του τροχού του [ ] και που είναι και το χρώμα του οχήματος του [ ], καθώς και από την αναφορά του μάρτυρα ότι η ζημιά στο φτερό του [ ] ήταν φρέσκια. Επίσης κρίνω ως επαρκώς τεκμηριωμένη τη θέση πως όταν έγινε η επαφή του τροχού του [ ] με το σημείο στη ζάντα του [ ], τούτο πρέπει να ήταν στην πίσω πλευρά του τροχού, δηλαδή 180 μοίρες από τη θέση που απεικονίζεται στη φωτογραφία 103 του τεκ. 17 εφόσον η ζημιά θα ήταν προς το ελαστικό και όχι στο κέντρο της ζάντας. Επίσης αποδέχομαι τη θέση του ότι οι τροχοί του [ ] ήταν ευθυγραμμισμένοι κατά την επαφή και πως αν είχε στροφή δεξιά ο μπροστινός τροχός του, ως ήταν η θέση της Υπεράσπισης, τότε δεν θα μπορούσε να υπήρχε επαφή με τη ζάντα αφού αυτή θα ήταν προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου και θα προεξείχε το ελαστικό. Ο ΜΚ.7 ήταν σαφής ότι όταν έγινε η μεταξύ τους επαφή τα δυο οχήματα πήγαιναν σε ευθεία πορεία. Στο εύλογο της θέσης ότι δυο οχήματα που κινούνται σε ευθεία – και άρα παράλληλη πορεία – δεν είναι δυνατόν να έρθουν σε επαφή, ο ΜΚ.7 το απέδωσε, ως τη μόνη πιθανή εξήγηση, σε μετατόπιση του πισινού μέρους του οχήματος του [ ] λόγω της απότομης επιτάχυνσης του. Δεν θεωρώ ότι πρόκειται περί εικασίας αλλά ως ξεκάθαρα ανέφερε ο μάρτυρας πρόκειται για τη μόνη λογική εξήγηση αποκλεισμένου του ενδεχόμενου να ήταν από δεξιά κλίση του τροχού του [ ], για τους λόγους που εξήγησε. Αποδέχομαι ως αναντίλεκτη τη θέση του πως ακόμα και αν ο τροχός του ΜΚ.6 έκανε δεξιά κλίση και ερχόταν σε επαφή με το όχημα του κατηγορούμενου, προκαλώντας απώλεια  ελέγχου του οχήματος του [ ], θα υπήρχαν ίχνη από τον πισινό (προφανώς αριστερό) τροχό του [ ]. Θέση που επίσης υποστηρίχτηκε και από τον ΜΚ.1. Τέλος γίνεται αποδεκτή και η θέση του πως με ταχύτητα 80ΧΑΩ το αυτοκίνητο καλύπτει μια απόσταση περίπου 22 μέτρων ανα δευτερόλεπτο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η μαρτυρία του ΜΚ.7 γίνεται αποδεκτή και αυτός κρίνεται αξιόπιστος.

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση του ΜΚ.2. Όντας ο συνοδηγός του ΜΚ.6 κατά το χρόνο του επίδικου δυστυχήματος, κρίνω ότι μετέφερε επακριβώς στο Δικαστήριο τα όσα υπέπεσαν στην αντίληψη του χωρίς υπερβολές και χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις. Δεν θεωρώ ότι η αδυναμία του μάρτυρα να προσδιορίσει με ακρίβεια συγκεκριμένες αποστάσεις που του ζητήθηκαν κατά την αντεξέταση έπληξε καθ’ ο κατέστησε τη μαρτυρία του ακροσφαλή για να βασιστεί επ’ αυτής το Δικαστήριο. Είναι άλλωστε γεγονός ότι το επίδικο συμβάν έγινε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου με τον κατηγορούμενο να αναπτύσσει απότομα ταχύτητα και να προσπαθεί να προσπεράσει το όχημα στο οποίο ο μάρτυρας επέβαινε. Ήταν σταθερός στη θέση του ότι ο ΜΚ.6 οδηγούσε σε ευθεία πορεία χωρίς να παρεκκλίνει της λωρίδας που χρησιμοποιούσε, ευρισκόμενος στο μέσο αυτής. Κρίνω ειλικρινή την τοποθέτηση του ότι δεν αντιλήφθηκε με σιγουριά ότι είχαν συγκρουστεί με το [ ], λόγω ακριβώς της ελαφρότητας της ζημιάς που υπέστηκε η ζάντα του [ ]. Είναι δε προφανές ότι τα σημεία «+» και «++» που σημειώθηκαν επί του τεκμηρίου 4 ως το σημείο σύγκρουσης και που το [ ] σταμάτησε είναι κατά προσέγγιση και δεν θα ανέμενα από το μάρτυρα να μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια αυτά τα σημεία λόγω της ταχύτατης εξέλιξης των γεγονότων. Κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή

 

Στη συνέχεια κατέθεσαν οι ΜΚ.3 και ΜΚ.4 οι οποίες επέβαιναν στο όχημα του κατηγορούμενου. Στο μέτρο και την έκταση που αναφέρθηκαν στα επίδικα γεγονότα η μαρτυρία τους δεν μπορεί να αποτελέσει στέρεη βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων. Τούτο βέβαια όχι γιατί διαπίστωσα εκ μέρους τους πρόθεση παραπλάνησης του Δικαστηρίου, αλλά μάλλον λόγω της παρόδου του χρόνου από το επίδικο δυστύχημα και της ταχύτητας με την οποία εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Άλλωστε πλείστα εκ των όσων κατέθεσαν αποτελούν άλλωστε κοινό έδαφος.

 

Η ΜΚ.3 δεν ήταν σαφής και διαφωτιστική ως προς το γεγονός του κατά πόσο επήλθε σύγκρουση ή όχι μεταξύ των δυο οχημάτων. Ενώ στην κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι δεν είχε αντιληφθεί κάτι τέτοιο κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι δεν γνώριζε. Καμία δε αναφορά δεν έγινε περί τούτου στην κατάθεση της. Επίσης ήταν αβέβαιη ως προς το κατά πόσο κινήθηκε το όχημα [ ] προς το μέρος του οχήματος του κατηγορούμενου.

 

Επίσης διαφάνηκε ότι η ΜΚ.4 δεν ήταν σίγουρη για την αναφορά της σε πλήρη στάση του [ ] κατά την προσπέραση του από [ ], αναφέροντας ότι μπορεί απλά και να ελάττωσε ταχύτητα. Επιπλέον ούτε αυτή η μάρτυς ήταν διαφωτιστική σε σχέση με τυχόν κίνηση του [ ] δεξιότερα ή αν τα δυο οχήματα ήρθαν σε επαφή.

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί συνεπώς να στηριχτεί με ασφάλεια στα λεγόμενα των εν λόγω μαρτύρων και να εξάγει με ασφάλεια συμπεράσματα, ως προς τα ζητήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

 

Ερχόμενος εν συνεχεία στη μαρτυρία του ΜΚ.5 Α/Αστ. 2641, δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι ο μάρτυρας αυτός έχει παραθέσει με ακρίβεια όλες τις ενέργειες που προέβηκε κατά την διερεύνηση του δυστυχήματος ως αυτές περιγράφονται μέσα από την γραπτή του κατάθεση (τεκμήριο 13). Τα όσα είδε και αντιλήφθηκε συνάδουν πλήρως με το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας. Διαφάνηκε από τη μαρτυρία του ότι ήταν ο πρώτος μαζί με συνάδελφο του που κατέφθασαν στη σκηνή του δυστυχήματος την οποία και απέκλεισαν μέχρι να αφιχθούν ο ΜΚ.1 και ο ΜΚ.7, και δεν είχαν ασχοληθεί με την ουσιαστική διερεύνηση του δυστυχήματος. Αν και αντεξετάστηκε επίμονα στο κατά πόσο του ανέφερε ο ΜΚ.6 αν συγκρούστηκε με το όχημα του Κατηγορούμενου ο μάρτυρας ήταν σταθερός στη θέση του ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί το ακριβές περιεχόμενο της συνομιλίας. Εκείνο που έπραξαν με τη συνάδελφο του ήταν η λήψη των στοιχείων των ενεχόμενων οδηγών και η αναζήτηση ανεξάρτητης μαρτυρίας. Δεν θεωρώ ότι η αδυναμία του να περιγράψει τη συνομιλία που είχε με τον ΜΚ.6 οφείλεται σε επιλεκτική μνήμη του μάρτυρα, παρά εύλογα μπορεί να αποδοθεί στην πάροδο του χρόνου από της εμπλοκής του στην υπόθεση, αλλά και στο γεγονός ότι δεν ήταν των καθηκόντων του να λάβει καταθέσεις από τους ενεχόμενους οδηγούς. Αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αληθινή και αξιόπιστη.

 

Στο σημείο αυτό να αναφέρω παρενθετικά ότι τα Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β και που ουσιαστικά αποτελούν τη λήψη κατάθεσης από τον ΜΚ.5 του τουρίστα Εσθονού Vaiko Kivi στα αγγλικά και μετάφρασης της στην ελληνική αντίστοιχα, ουδέποτε έχουν μετατραπεί σε κανονικά τεκμήρια. Συνεπώς και τα εν λόγω τεκμήρια ουδόλως λαμβάνονται υπόψιν από το Δικαστήριο.

 

Ολοκληρώνω την αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας με την μαρτυρία του ΜΚ.6, οδηγού του [ ]. Και αυτός ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος και ειλικρινής απέναντι στο Δικαστήριο. Απαντούσε με αμεσότητα, σαφήνεια και αληθοφάνεια σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Η αξιοπιστία του δεν θεωρώ ότι έχει κλονιστεί παρά την εκτεταμένη αντεξέταση που έτυχε και η μαρτυρία του συνάδει με τα όσα ανέφερε ο συνοδηγός του ΜΚ.2 ως προς την εξέλιξη των γεγονότων κατά τον επίδικο χρόνο. Παρά τις επανειλημμένες υποβολές περί δεξιάς κίνησης του οχήματος του ο μάρτυρας επέμενε μέχρι τέλους ότι καθόλου δεν είχε κινηθεί και οδηγούσε ευθεία.  Δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη μου ότι μάρτυρας απέκρυψε οποιεσδήποτε πληροφορίες ή γεγονότα που ήταν υπόψιν του για να αποφύγει τυχόν επιβάρυνση της θέσης του ή απόδοση ευθύνης.

 

Η δια ζώσης μαρτυρία του κινήθηκε στις ίδιες γραμμές με την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Είναι βέβαια γεγονός ότι στην κατάθεση του ανέφερε πως δεν ήταν σίγουρος για το κατά πόσο συγκρούστηκε με τον κατηγορούμενο, ενώ στην αντεξέταση του είπε ότι ήταν βέβαιος για το κτύπημα. Δεν θεωρώ όμως ότι πρόκειται περί ουσιώδους αντίφασης και εν πάση περιπτώσει δεν έχει διαφανεί οποιοσδήποτε επηρεασμός της εξέτασης της υπόθεσης από την αστυνομία ένεκα του ότι δεν ανέφερε ότι συγκρούστηκε με το [ ]. Όπως επίσης δεν θεωρώ ότι πλήττει την αξιοπιστία του η διάσταση στην αναφορά στην κατάθεση του στην αστυνομία ότι σταμάτησε το όχημα του εντελώς μετά που είδε το χτύπημα του [ ] με τον πεζό ενώ δια ζώσης υποστήριξε ότι σταμάτησε μόλις πέρασε το εν λόγω όχημα διαγώνια μπροστά του.  

 

Χωρίς δισταγμό δέχθηκε ότι είχε επιθεωρήσει τις φωτογραφίες λίγο πριν τη κυρίως εξέταση του. Δεν έχω όμως πειστεί ότι αυτό έγινε για να προσαρμόσει τη μαρτυρία του σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν από τους άλλους μάρτυρες, και ξεκαθάρισε ότι πρώτα χτύπησε με το αυτοκίνητο του ο κατηγορούμενος και μετά με την άκρια της νησίδας. Σε πλήρη συμφωνία και με τα όσα ανέφερε ο ΜΚ.2 ο μάρτυρας ήταν σίγουρος για το ότι πρώτα ελάττωσε ταχύτητα και στη συνέχεια, μετά που άκουσε το χτύπημα, σταμάτησε υποδεικνύοντας κατά προσέγγιση επί του συμμετρικού σχεδιαγράμματος.

 

 Όπως και στην περίπτωση του ΜΚ.2 δεν ανέμενα από το μάρτυρα να προσδιορίσει με ακρίβεια τα μέτρα που διένυσε μέχρι να σταματήσει το όχημα του ή την απόσταση από την οποία βρισκόταν το μπροστινό μέρος του [ ] από τη στιγμή που το αντιλήφθηκε να τον προσπερνά. Όπως συμβαίνει στα περισσότερα δυστυχήματα, το όλο συμβάν έγινε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και στο μέτρο του δυνατού ο μάρτυρας προσδιόρισε κατά προσέγγιση τα πιο πάνω σημεία. Η δε θέση της υπεράσπισης ότι μετακίνησε το όχημα του προκειμένου να παραπλανήσει τις αρχές ως προς τις συνθήκες σύγκρουσης του με το όχημα του κατηγορούμενου παρέμεινε στη σφαίρα της εικασίας. Κενή περιεχομένου παρέμεινε και η θέση της Υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να προσπερνά 8 με 10 μέτρα πιο πίσω από το σημείο που υπέδειξε ο μάρτυρας (2ο τόξο με το γράμμα Α επί του τεκμηρίου 4). Επ’ αυτού δέχθηκα την εξήγηση του ΜΚ.7 ότι δηλαδή θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να προσπερνούσε και να επέστρεφε χωρίς πρόβλημα στην κανονική λωρίδα κυκλοφορίας. Ο ισχυρισμός του για παρεμπόδιση της κυκλοφορίας είναι αληθοφανής και κατ’ επέκταση αποδεκτός από το Δικαστήριο, με δεδομένο ότι ο δρόμος αποτελείται από δυο λωρίδες μια για κάθε κατεύθυνση που διαχωρίζεται με κτιστή νησίδα. Εκεί που κατά την, επίσης αποδεκτή, θέση του σταμάτησε το όχημα του ήταν ακριβώς στο ύψος που ξεκινούσε η κτιστή νησίδα. 

 

Μοναδική θέση που δεν μπορώ να αποδεχθώ από τα όσα ανέφερε ήταν ο ισχυρισμός πως η σύγκρουση του με το όχημα [ ] επήλθε με το αριστερό μπροστινό του μέρος και συγκεκριμένα το μέρος του τροχού (φτερό). Αυτή του η θέση εκφράστηκε ως μια απλή εικασία ενώ την ίδια ώρα δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου.

 

Κατά τα λοιπά η μαρτυρία του ΜΚ.6 γίνεται αποδεκτή ως ειλικρινής και αξιόπιστη.

 

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση του ΜΥ.1 κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στην ανώμοτη δήλωση που προέβηκε χωρίς να υιοθετήσει το περιεχόμενο της κατάθεσης του (Τεκμήριο 18Β).

 

H επιλογή ενός Κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση ή να παραμείνει σιωπηλός δεν δύναται να εκληφθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του[16] και δεν υπόκειται σε αξιολόγηση. Η ανώμοτη δήλωση έχει κάποια αξία η οποία θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας αλλά όχι τέτοια που να ισοδυναμεί με μαρτυρία[17]. Δεν προσφέρεται για την απόδειξη ή την κατάρριψη γεγονότων, ούτε μπορεί να συμπληρώσει τυχόν κενά στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έχει το βάρος απόδειξης της υπόθεσής της[18]. Μπορεί, όμως, σε περιπτώσεις όπου τα γεγονότα που απέδειξε η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρειάζεται να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου τέτοια εξήγηση βρίσκεται στη δική του αποκλειστική γνώση, η ανώμοτη δήλωση να αποκτά διαφορετική σημασία[19]. Έχει περισσότερο πειστική παρά αποδεικτική αξία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση και για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια δεν μπορώ να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στη ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου.

 

Με βάση το περιεχόμενο της, ο κατηγορούμενος αποδίδει το τραγικό συμβάν στην απώλεια ελέγχου του οχήματος του η οποία προκλήθηκε κατά τον ίδιο λόγω του κτυπήματος που ένιωσε στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου του, λόγω δεξιάς κίνησης του οχήματος του Φραντζή και ενόσω αυτός οδηγούσε σε ευθεία πορεία. Αποδέχεται το περιεχόμενο του σχεδιαγράμματος που ετοιμάστηκε από την αστυνομία (τεκμήριο 4) πλην του σημείου σύγκρουσης το οποίο ως αναφέρει ήταν λίγα μέτρα πιο πίσω. Αποδίδει τη μη αναφορά των πιο πάνω στη γραπτή του κατάθεση στο ότι ήταν σοκαρισμένος κατά την διάρκεια της

 

Το ότι συγκρούστηκαν τα δυο οχήματα καθώς και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε αναπτύξει ταχύτητα στην προσπάθεια του να προσπεράσει το Φραντζή αποτελούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Όπως επίσης δεν αμφισβητείται ότι απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του. Δεν μπορώ όμως να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στους ισχυρισμούς του περί λανθασμένης τοποθέτησης του σημείου σύγκρουσης ή της κίνησης προς τα δεξιά του [ ]. Κατ’ αρχήν δεν έχει προσφερθεί από την υπεράσπιση οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την ορθή σήμανση του σημείου σύγκρουσης. Η μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής ως προς τον καθ’ υπολογισμό προσδιορισμό του έγινε αποδεκτή. Οι περί του αντιθέτου υποβολές πέραν του ότι ήταν αόριστες και αντιφατικές (άλλοτε υποβάλλετο θέση για 5 μέτρα και άλλοτε για 10 μέτρα πιο πίσω) παρέμειναν έωλες και ανυποστήρικτες. Σε ότι αφορά τη θέση του για σύγκρουση με το όχημα του Φραντζή στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά για οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους του εν λόγω μάρτυρα. Ως αναφέρει δεν ήταν καν σίγουρος για την επαφή του με το όχημα του Φραντζή. Πρόκειται για πολύ ουσιαστική θέση την οποία αναμφίβολα θα την έλεγε στην κατάθεση του.  Αν ο κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να δώσει κατάθεση στην αστυνομία όταν το έπραττε όφειλε να το αναφέρει σχετικά ώστε να του δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για να είναι σε κατάσταση να το πράξει. Ή ακόμα θα μπορούσε να επιδιώξει να δώσει μια συμπληρωματική κατάθεση. Πέραν τούτου στην κατάθεση του τεκμήριο 18Β αναγράφεται ιδιοχείρως από τον ίδιο ότι είχε πληροφορηθεί για το δικαίωμα του να προβεί σε οποιεσδήποτε αλλαγές σε αυτή. Ουδέποτε άλλωστε υποβλήθηκε στο ΜΚ.7 που του έλαβε την κατάθεση ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε κατάσταση σοκ όπως αναφέρει στην ανώμοτη του δήλωση. Πρόκειται για εξήγηση μιας κατάστασης η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στην ανώμοτη του δήλωση και δεν μπορώ να της αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα. Δεν παραβλέπω βέβαια το γεγονός ότι η θέση του για κίνηση του Φραντζή υποστηρίχθηκε από τη μαρτυρία του ΜΥ.1 την οποία αξιολογώ σε επόμενο στάδιο.

 

Στρέφομαι τώρα στο περιεχόμενο της κατάθεσης του κατηγορούμενου που έδωσε στις 20.04.2019.

 

Είναι γνωστή η νομολογία ως προς τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο είτε στο να προσδώσει βαρύτητα είτε να απορρίψει μέρος είτε το σύνολο του περιεχομένου μιας κατάθεσης (βλ. Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 96/16 κ.α., ημερ. 28.11.17, ECLI:CY:AD:2017:B430 και Μακρίδης ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 181/2019 ημερ. 07.09.2020, ECLI:CY:AD:2020:B312). Αποδοχή της κατάθεσης ή μέρους αυτής, συνιστά αποδεκτή μαρτυρία ως προς την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Μπορεί, όμως, να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης που συνθέτει παραδοχή σε αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στο συμφέρον του κατηγορουμένου. Το βάρος που θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως κριτή των γεγονότων της υπόθεσης. Το Δικαστήριο είναι ελεύθερο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης, για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις[20].

 

Διερχόμενος της κατάθεσης του κατηγορούμενου παρατηρώ ότι αυτή συμβαδίζει κατά το μεγαλύτερο μέρος της απόλυτα με τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου ενώ την ίδια ώρα περιέχει δηλώσεις ενάντια του συμφέροντος του κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ανέπτυξε ταχύτητα 80 ΧΑΩ ήτοι πέραν του επιτρεπόμενου ορίου των 50ΧΑΩ ενώ επιχείρησε να τον προσπεράσει από δεξιά λωρίδα η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από οχήματα που επιθυμούσαν να στρίψουν δεξιά. Γίνεται επίσης αναφορά για σύγκρουση του τροχού του με μέρος της κτιστής νησίδας, απώλεια ελέγχου του οχήματος του και εν τέλει για τη σύγκρουση του με το θύμα, γεγονότα πλήρως υποστηριζόμενα από την ενώπιον μου μαρτυρία και μη αμφισβητούμενα. Αποδίδω επίσης βαρύτητα στην αναφορά του για αποδοχή του σχεδίου που ετοιμάστηκε επιτόπου από την αστυνομία. Οι αναφορές του για μετατροπές που έκανε στο όχημα του αλλάζοντας το βαρελάκι του εξώστ, το φίλτρο του αέρα καθώς και τοποθέτηση ειδικής ταινίας από αμίαντο για απομόνωση της θερμοκρασίας δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε βαρύτητα εφόσον ως ο ίδιος αναφέρει δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν επηρέασαν την ιπποδύναμη του οχήματος του μα ούτε και υπάρχει σχετική μαρτυρία

 

Μάρτυρας Υπεράσπισης ΜΥ.1

 

Η μαρτυρία του κου Μαρκουλλή σκοπό είχε να πείσει το Δικαστήριο για την εκδοχή της Υπεράσπισης ως προς την ευθύνη της σύγκρουσης των δυο οχημάτων αλλά και των συνεπειών αυτής.

 

Δεδομένου ότι έχουν αμφισβητηθεί τα προσόντα του, εξετάζω πρώτιστα κατά πόσο ο εν λόγω μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας για διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων ή αναπαράσταση δυστυχημάτων, έχοντας πάντα κατά μου τις νομολογιακές αρχές τις οποίες έχω εκθέσει πιο πάνω.

 

Εξετάζοντας με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΥ1, δεν έχω πειστεί ότι ο μάρτυρας κατέχει τα προσόντα, τις γνώσεις ή την εμπειρία στην διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων. Ούτε και μπορώ να αποδεχτώ ότι ο ΜΥ1 είναι ειδικός σε αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων.

 

Μέσα από το τεκμήριο 22 που κατέθεσε, η ειδικότητα που φαίνεται να κατέχει ο εν λόγω μάρτυρας είναι αυτή του μηχανολόγου μηχανικού αυτοκινήτων  (automobile engineering) του τεχνικού μηχανικού (Techincal Engineering), καθώς και του εκτιμητή οχημάτων. Το τελευταίο αποτέλεσε και θέση της κατηγορούσας αρχής. Κανένα από τα πιστοποιητικά ή διπλώματα που έχει παρουσιάσει δεν έχει καταδεικνύει ότι έχει διδαχτεί οτιδήποτε σχετικό με την διερεύνηση ή την αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων. Ο ίδιος κατά την κυρίως του εξέταση ανέφερε ότι το επάγγελμα του είναι «εκτιμητής και εμπειρογνώμονας μηχανοκίνητων οχημάτων». Τέτοια όμως ειδίκευση δεν ισοδυναμεί με πραγματογνωμοσύνη στον τομέα των δυστυχημάτων. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη και Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές σελ. 578: «Δεν σημαίνει ότι κάθε μάρτυς που τυγχάνει να έχει κάποια εξειδίκευση σε συγκεκριμένο τομέα και που καλείται να δώσει μαρτυρία επί γεγονότων, επιβάλλεται να λογίζεται ως πραγματογνώμονας, όπως ούτε και σημαίνει ότι κάθε αναφορά ενός πραγματογνώμονα μάρτυρα που δεν εμπίπτει εντός της πραγματογνωμοσύνης του, θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως αξιολογήσιμη μαρτυρία γνώμης». Η αναφορά του και μόνο ότι δηλαδή έχει διδαχτεί στο Πανεπιστήμιο κατά την εκεί τετραετή φοίτηση του φυσική κινηματική που μελετά τη συμπεριφορά οχημάτων δεν ήταν αρκούντως επεξηγηματική και πειστική για το ζήτημα αυτό. Όταν ζητήθηκε από τον μάρτυρα να αναφέρει κατά πόσο έδωσε μαρτυρία σε Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας τροχαίων ατυχημάτων, ο μάρτυρας, παρά το ότι χωρίς δισταγμό απάντησε «πάμπολες φορές» αμέσως μετά ήταν σε θέση να αναφέρει δυο μόνο περιπτώσεις, και μάλιστα τις πιο πρόσφατες.

 

Η έλλειψη ακαδημαϊκής κατάρτισης στο τομέα διερεύνησης δυστυχημάτων και αναπαραστάσεων καθώς και η απουσία πραγματικής εμπειρίας, παρά το ότι ισχυρίστηκε ότι κατείχε τέτοια για 46 χρόνια, διαφάνηκαν κατά κύριο λόγο από τον τρόπο εξέτασης του επίδικου δυστυχήματος. Ο ίδιος ο ΜΥ.1 αποδέχτηκε αντεξεταζόμενος, ότι επισκέφτηκε τη σκηνή του δυστυχήματος για να πάρει «μια ιδέα» χωρίς να διερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτό προκλήθηκε. Μάλιστα υποστήριξε ότι, μετά από μελέτη της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή σε συνδυασμό πάντοτε με τις φωτογραφίες που έχουν κατατεθεί, Τεκμήριο 17, δεν ήταν απαραίτητη η διενέργεια οποιωνδήποτε μετρήσεων ή λήψεων φωτογραφιών ή εξετάσεων ή άλλης μελέτης εφόσον αυτά έγιναν από την αστυνομία. Αν και ανέφερε ότι έλαβε υπόψιν του το μαρτυρικό υλικό περιλαμβανομένων και των καταθέσεων των μαρτύρων, αποδέχτηκε ότι μόνο από τη φωτογραφία 103 του τεκμηρίου 17 μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς το πως έγινε η σύγκρουση των δυο οχημάτων. Εν ολίγοις δεν επεξεργάστηκε οποιαδήποτε στοιχεία ή δεδομένα που περιήλθαν στην αντίληψη του και που αφορούσαν το δυστύχημα, έστω και αν αυτά ετοιμάστηκαν από τρίτους, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε μία και μόνη φωτογραφία. Χαρακτηριστικό της επιδερμικής προσέγγισης του όλου ζητήματος ήταν η θέση του πως το σημείο σύγκρουσης αμφισβητήθηκε και ότι αυτό θα μπορούσε να ήταν 3 μέτρα πιο πίσω ή και περισσότερο, χωρίς βέβαια ο ίδιος να προβεί σε οποιαδήποτε εξέταση. Εξέλαβε δε την πιθανότητα αυτή ως στέρεη βάση για να διατυπώσει την αυθαίρετη προσέγγιση πως σε περίπτωση μη ύπαρξης σύγκρουσης των δυο οχημάτων ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να προσπεράσει με άνεση και να έφευγε.

 

Με όλο το σεβασμό προς το πρόσωπο του ΜΥ.1 ο τρόπος που εξέτασε το επίδικο δυστύχημα δεν συνάδει με την επιστημοσύνη και επαγγελματισμό που το Δικαστήριο θα ανέμενε, ιδιαίτερα από κάποιο ειδικό που ισχυρίζεται ότι κατέχει εμπειρία 46 χρόνων, στη διερεύνηση ή αναπαράσταση δυστυχημάτων.

 

Αν και η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι καταλυτικής σημασίας και ισοδυναμεί με απόδοση μηδενικής βαρύτητας στη εκπεφρασθείσα γνώμη του, εντούτοις για σκοπούς πληρότητας της απόφασης μου και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί λανθασμένη η πιο πάνω προσέγγιση προχωρώ να εξετάσω και επί της ουσίας την εκδοχή που προώθησε η Υπεράσπιση.

 

Διήλθα με ιδιαίτερη προσοχή τη μαρτυρία του ΜΥ1 και την αντιπαρέβαλα με την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει δοθεί, ιδιαίτερα αυτήν των ΜΚ.1 και ΜΚ.7. Υπενθυμίζω ότι η προσπάθεια του ΜΥ.1 ήταν να καταδείξει ότι αφενός ήταν η κίνηση προς τα δεξιά του ΜΚ.6 που προκάλεσε τη σύγκρουση, και αφετέρου ότι εκ της συγκρούσεως προκλήθηκε στον κατηγορούμενο απώλεια ελέγχου του [ ], κάτι που στη συνέχεια οδήγησε σε ανεξέλεγκτη πορεία του και εν τέλει τη σύγκρουση του με το θύμα και το θάνατο αυτού.

 

Η διαπίστωση μου είναι ότι ο ΜΥ1 περισσότερο επιχείρησε να υποστηρίξει πάση θυσία τη θέση του κατηγορούμενου και να τον απαλλάξει από οποιαδήποτε ουσιαστικά ευθύνη υποκαθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό τον εαυτό του σε συνήγορο υπεράσπισης. Η εκδοχή που, με ιδιαίτερη μπορώ να πω επιμονή, παρουσίασε με αναφορά τη σύγκρουση των δυο οχημάτων, εκτός του ότι αποτελεί ένα εξαιρετικά απίθανο σενάριο, δεν έχει επίσης υποβληθεί στην άλλη πλευρά και δη στους ΜΚ.1 και ΜΚ.7 για να τοποθετηθούν. Στερείται δε πειστικότητας και αληθοφάνειας.

 

Όπως έχω ήδη επισημάνει ο ΜΥ.1 ανέφερε ότι ουσιαστική, αν όχι αποκλειστική, βαρύτητα απέδωσε στη φωτογραφία αρ.103 του τεκμηρίου 17, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αναφορά σε οτιδήποτε άλλο. Από αυτή δε τη φωτογραφία μπορούσε να συμπεράνει ότι κατά το χρονικό σημείο που ο πισινός αριστερός τροχός του [ ] περνούσε δίπλα από τον μπροστινό δεξιό τροχό του ΜΚ.6, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο τροχός του [ ] έκλινε προς τα δεξιά με αποτέλεσμα το τροχός του [ ] να σκαλώσει στον τροχό του [ ]. Πρόκειται για μια εντελώς απομακρυσμένη πιθανότητα αν κάποιος λάβει υπόψη του ότι το όχημα του κατηγορούμενου ανέπτυξε ταχύτητα τουλάχιστον 80ΧΑΩ και που σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΚ.6, με αυτή κάλυπτε 22 μέτρα απόσταση το δευτερόλεπτο. Όπως γίνεται αντιληπτό η πιθανότητα να έκλινε προς τα δεξιά το [ ] τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι εξαιρετικά απίθανη και κινείται εκτός των πλαισίων της κοινής λογικής. Δεν θεωρώ ότι είχε οποιοδήποτε λόγο ο ΜΚ.6 να προέβαινε σε τέτοια κίνηση ούτε και προβλήθηκε οποιαδήποτε εξήγηση προς τούτο. Την ίδια ώρα η πλευρά της Υπεράσπισης ουδέποτε υπέβαλε στους ΜΚ.1 και ΜΚ.7 ότι προκλήθηκε σκάλωμα του τροχού του κατηγορούμενου στον τροχό του ΜΚ.6, ή ότι σε περίπτωση που το [ ] ερχόταν σε επαφή με το [ ] τότε η ζημιά (στράβωμα) στη ζάντα θα ήταν από έξω προς τα μέσα, δηλαδή αντίθετα όπως φαίνεται στη φωτογραφία 103 ώστε να έχουν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν. Αυτή η εκδοχή παρουσιάστηκε πρώτη φορά κατά την κατάθεση του ΜΥ.1. Η αρχή ότι κατά την αντεξέταση πρέπει να τίθεται στους μάρτυρες η υπόθεση που θα προωθηθεί από τον αντίδικο και ότι παράλειψη τέτοιας υποβολής εξουδετερώνει τις θέσεις που θα προβληθούν για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία του αντιδίκου, έχει υιοθετηθεί κατ' επανάληψη στη νομολογία (βλ. ενδεικτικά Πολυκάρπου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 149/15 ημερ. 25.04.2017), ECLI:CY:AD:2017:D145. Ενώ δε η θέση της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση των ΜΚ.1 και ΜΚ.7 ήταν ότι η σύγκρουση των δυο οχημάτων δεν ήταν ελαφριά ο ΜΥ.1 υποστήριξε ευθαρσώς ότι δεν ήταν μεγάλη η σύγκρουση ενώ την ίδια ώρα απέφυγε επιμελώς να τοποθετηθεί ως προς την ευκολία που μπορούσε να στραβώσει η ζάντα, χαρακτηρίζοντας τη σχετική υποβολή ως αόριστη θέση.

 

Κρίνω ως πιο πειστική και λογική την εξήγηση του ΜΚ.7. Αν όντως ο τροχός του Φραντζή ήταν στραμμένος προς τα δεξιά τότε δεν θα μπορούσε να είχε προκληθεί ζημιά στη ζάντα του εφόσον το ελαστικό θα προεξείχε, ενώ η ζάντα θα ήταν προς το εσωτερικό του οχήματος του. Επιπρόσθετα, δεν έχω διαπιστώσει οποιοδήποτε λόγο για να κινηθεί δεξιότερα ο ΜΚ.6 και μάλιστα κατά τη χρονική στιγμή που τον προσπερνούσε ο κατηγορούμενος. Όπως πειστικά ανέφερε ο ίδιος αυτό το οποίο έπραξε ήταν να ελαττώσει στο ελάχιστο την ταχύτητα του και εν τέλει να σταματήσει. Συνεπώς περισσότερο λογικοφανής προβάλλει η εξήγηση ότι το πίσω μέρος του οχήματος του κατηγορούμενου λόγω της απότομης επιτάχυνσης του μετατοπίστηκε αριστερότερα και κτύπησε πάνω στον τροχό του Φραντζή αφενός με το φτερό του στο πλαϊνό του ελαστικού (εξ’ ου και το άσπρισμα) όσο και με τη ζάντα του στη ζάντα του [ ].

 

Σε κάθε περίπτωση βέβαια, αδιαμφησβήτητο γεγονός παραμένει ότι το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται στη λωρίδα που ο ΜΚ.6 εκινείτο κατά το χρόνο της επαφής. Ήταν καθήκον του κατηγορούμενου να τηρούσε την δέουσα απόσταση ασφαλείας από το [ ] μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να επανέλθει στην κανονική λωρίδα κυκλοφορίας ή να εφάρμοζε τα φρένα του εφόσον δεν πρόφτανε να προσπεράσει. Με τον τρόπο που προσπέρασε ο Κατηγορούμενος προκάλεσε μια επικίνδυνη κατάσταση στο δρόμο παραγνωρίζοντας πλήρως τυχόν συνέπειες που μπορούσαν να προκληθούν από αυτή. Ο ΜΚ.6 δεν έπραξε ή παρέλειψε να πράξει οτιδήποτε πέραν του ότι οδηγούσε στην κανονική του πορεία και εντός του νόμιμου ορίου ταχύτητας.

 

Τέλος όσον αφορά το ζήτημα της απώλειας ελέγχου του οχήματος του κατηγορούμενου το μόνο που έχω να παρατηρήσω είναι ότι η σχετική θέση του ΜΥ.1 δεν αποτελεί παρά ένα αόριστο, ασαφές και ατεκμηρίωτο συμπέρασμα. Σημειώνω επίσης ότι ενώ αρχικά ο ΜΥ.1 ανέφερε πως ο κατηγορούμενος λόγω της σύγκρουσης και με την ταχύτητα που είχε αναπτύξει, πανικοβλήθηκε και έχασε τον έλεγχο, στη συνέχεια υποστήριξε ότι ήταν αποκλειστικά λόγω της σύγκρουσης που επήλθε η απώλεια ελέγχου. Στην υποβολή ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε μπροστά στο κίνδυνο να συγκρουστεί με τη κτιστή νησίδα που υπήρχε στην πορεία του, απέφυγε να τοποθετηθεί στο κατά πόσο αυτό συνέτεινε στην απώλεια ελέγχου και υπεκφεύγοντας αναφέρθηκε στο πιθανό ενδεχόμενο το σημείο σύγκρουσης να ήταν πιο πίσω από εκεί που σημειώθηκε από τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής. Χωρίς βέβαια ο ίδιος να προσδιορίζει κατά πόσο θα μπορούσε πράγματι να ήταν πιο πίσω και σε ποιο σημείο. Η θέση δε αυτή, παραγνωρίζει και το γεγονός ότι η χρονική αλληλουχία της επαφής των δυο οχημάτων και της σύγκρουσης του μπροστινού δεξιού τροχού του [ ] με την άκρια της νησίδας (σημ. 2 επί του τεκμηρίου 4), και με δεδομένη την υπερβολική ταχύτητα του κατηγορούμενου, ήταν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Με άλλα λόγια σχεδόν ταυτόχρονη. Καμία μέτρηση ή εξέταση δεν διενεργήθηκε από τον ΜΥ.1 προκειμένου να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο αλλοιώθηκε η πορεία του κατηγορούμενου με αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση επί της νησίδας. Δεν έχει συνεπώς διαφανεί με σαφή και θετική μαρτυρία ότι η σύγκρουση με τη νησίδα προήλθε από την επαφή των δυο οχημάτων και η θέση των ΜΚ.1 και ΜΚ.7 προς τούτο παρέμεινε ακλόνητη.

 

Για τους λόγους που έχω αναφέρει κρίνω ότι δεν μπορώ να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΥ.1 την οποία και απορρίπτω ως αναξιόπιστη.

 

ΣΥΝΟΨΗ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ

 

Υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα.

           

Στις 19.04.2019 και περί ώρα 14:40 ο κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] επί της λεωφόρου Ποσειδώνος στην Κάτω Πάφο με ανατολική κατεύθυνση προς Γεροσκήπου της επαρχίας Πάφου. Είχε ως συνεπιβάτες τις ΜΚ.3 και ΜΚ.4. Την ίδια ώρα επί του πιο πάνω δρόμου κινείτο το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] το οποίο οδηγείτο από τον ΜΚ.6 και με συνοδηγό τον ΜΚ.2 και το οποίο προπορευόταν του [ ].

 

Η λεωφόρος Ποσειδώνος αποτελείται από δυο λωρίδες, μία προς Γεροσκήπου και μια προς Κάτω Πάφο και οι οποίες διαχωρίζονται με κτιστή νησίδα. Αριστερά του δρόμου με ανατολική κατεύθυνση υπάρχει νησίδα με ανθώνα, στη συνέχεια ποδηλατόδρομος, ξανά νησίδα  και στη συνέχεια πιο αριστερά πεζοδρόμιο. Μέρος του πεζοδρομίου ήταν κλειστό με περίφραξη λόγω έργων. Ο εν λόγω δρόμος βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή με αρκετή κίνηση από οχήματα και πεζούς, και το ανώτατο όριο ταχύτητας είναι 50ΧΑΩ. Λόγω του ότι ο δρόμος αποτελείτο από μια λωρίδα δεν επιτρεπόταν το προσπέρασμα

 

 Σε κάποιο σημείου του δρόμου, παρά το ξενοδοχείο Aloe, η διαχωριστική νησίδα διακόπτεται και υφίσταται λωρίδα που χρησιμοποιείται μόνο για οχήματα που θέλουν να στρίψουν δεξιά. Ο κατηγορούμενος πλησιάζοντας το όχημα του ΜΚ.6 ένεκα του ότι αυτό κινείτο με χαμηλότερη ταχύτητα του ιδίου, ανέπτυξε ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα πέραν του νόμιμου ορίου και επιχείρησε να τον προσπεράσει από δεξιά καταλαμβάνοντας τη λωρίδα που οδηγούσε μόνο δεξιά. Από την απότομη επιτάχυνση του και ενώ βρισκόταν σε διαδικασία προσπεράσματος, το πισινό μέρος του οχήματος του μετατοπίστηκε στα αριστερά με αποτέλεσμα να συγκρουστεί το πισινό αριστερό φτερό και κάποιο σημείο της ζάντας του πισινού αριστερού τροχού με το δεξί μπροστινό τροχό και ζάντα του [ ] αντίστοιχα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ο κατηγορούμενος έκανε απότομο ελιγμό προς τα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση με τη κτιστή νησίδα που ξεκινούσε ακριβώς μπροστά του, όμως η προσπάθεια του αυτή απέτυχε, χτυπώντας με το δεξιό μπροστινό τροχό του στην άκρη της νησίδας (σημείο 2 επί του τεκμηρίου 4). Η επαφή του [ ] με το [ ] ουδόλως συνέτεινε στη σύγκρουση του τροχού του πρώτου οχήματος με τη κτιστή νησίδα. Η απώλεια ελέγχου του οχήματος [ ] προήλθε από την υπερβολική ταχύτητα, τον απότομο αριστερό ελιγμό του και την επαφή με τη κτιστή νησίδα στο σημείο αρ.2 του τεκμηρίου 4. Ο ΜΚ.6 καθ’ όλη τη διαδικασία προσπεράσματος οδηγούσε σε ευθεία πορεία στο μέσο της λωρίδας αυτής και με ταχύτητα περί τα 40 με 50ΧΑΩ. Δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αποφευκτική ενέργεια όταν αντιλήφθηκε τον Κατηγορούμενο να τον προσπερνά, ούτε κινήθηκε προς το μέρος του. Όταν αντιλήφθηκε το όχημα του κατηγορούμενου εφάρμοσε τα φρένα του ελαττώνοντας την ταχύτητα του στα 10 με 20 ΧΑΩ, και μετά από λίγο σταμάτησε. Η ταχύτητα του κατηγορούμενου δεν μπορούσε να υπολογιστεί, όμως έχοντας κατά νου την ταχύτητα του ΜΚ.6, την ενώπιον μου μαρτυρία καθώς και την κατάθεση του κατηγορούμενου στην αστυνομία προκύπτει ότι ήταν υπό τις περιστάσεις υπερβολική και βεβαίως πέραν του επιτρεπτού ορίου.

 

Η επαφή των δυο οχημάτων έγινε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας που οδηγούσε προς Γεροσκήπου όμως το ακριβές σημείο σύγκρουσης δεν μπορούσε να καθοριστεί με ακρίβεια ένεκα του ότι δεν ανευρέθηκε πραγματική μαρτυρία επιτόπου. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να ήταν πέραν των δυο μέτρων πιο πίσω από το σημείο που σημειώνεται με το γράμμα «Χ» επί του τεκμηρίου 4 και δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η διαφορά της απόστασης αυτής θα διαδραμάτιζε οποιοδήποτε ουσιώδη ρόλο στην εξέλιξη των όσων ακολούθησαν. Όπως προκύπτει από το συμμετρικό και επι κλίμακος σχέδιο 1:250, με τη χρήση χάρακα, το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται 75 εκατοστά (0,3εκ χ 250) από τη διακεκομμένη γραμμή και εντός της λωρίδας που οδηγεί προς Γεροσκήπου. Το δε πλάτος της λωρίδας αυτής όπως και το πλάτος της λωρίδας που οδηγεί δεξιά, είναι 3,75μ[21]. Οι διαστάσεις του οχήματος του κατηγορούμενου ήταν 4,40μ μήκος και 1,70μ πλάτος, ενώ του ΜΚ.6 4,10μ μήκος και επίσης 1,70μ πλάτος.

 

Μετά την απώλεια ελέγχου του οχήματος του κατηγορούμενου, αυτό εκτράπηκε και αφού ακολούθησε τεθλασμένη πορεία (ζιγκ – ζαγκ) για κάποια μέτρα, κατευθύνθηκε αριστερά και ανέβηκε στον ποδηλατόδρομο. Εκείνη την ώρα το θύμα περπατούσε στον ποδηλατόδρομο με δυτική κατεύθυνση. Ο κατηγορούμενος χτύπησε με το μπροστινό μέρος του οχήματος του και με σφοδρότητα το θύμα το οποίο εκτινάχθηκε στον αέρα και αφού το σώμα του χτύπησε σε δέντρο κατέληξε στο πεζοδρόμιο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από τον ποδηλατόδρομο. Η ανεξέλεγκτη πορεία του [ ] συνεχίστηκε και μετά τη σύγκρουση, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και πάλι στον ποδηλατόδρομο, στη συνέχεια στο δρόμο και κατέληξε σε μια απόσταση 82 περίπου μέτρων από το σημείο σύγκρουσης του με τον πεζό. Στην τελική του θέση το όχημα του κατηγορούμενου βρισκόταν δίπλα από παρακείμενη στάση λεωφορείου με το μπροστινό του μέρος εντός του ανθώνα και με το πισινό του μέρος εντός της ασφάλτου.

 

Από της σύγκρουσης του δεξιού μπροστινού τροχού του [ ] μέχρι της τελικής του θέσης διανύθηκε μια συνολική απόσταση περίπου 125 μέτρων, ενώ σε διάφορα σημεία επί της ασφάλτου, του πεζοδρομίου και του ποδηλατόδρομου σημειώθηκαν μαυρίσματα από τα ελαστικά του ως αυτά επεξηγούνται στο ευρητήριο του τεκμηρίου 4. Επιπλέον επί του πεζοδρομίου εντοπίστηκαν κηλίδες από αίμα του θύματος ενώ στον ανθώνα που διαχωρίζει το πεζοδρόμιο από τον ποδηλατόδρομο εντοπίστηκε το δεξί του παπούτσι.

 

Το όχημα του κατηγορούμενου υπέστη ζημιές στην μπροστινή αριστερή του πλευρά δηλαδή τον μπροστινό προφυλακτήρα, στον μπροστινό καπό, φτερό και ανεμοθώρακα καθώς και στην οροφή. Οι ζημιές του [ ] ήταν μόνο στη ζάντα του μπροστινού δεξιού του τροχού. Περαιτέρω τα ενεχόμενα οχήματα έτυχαν επιθεώρησης από τον ΜΚ.7 ο οποίος διαπίστωσε ότι το σύστημα τροχοπέδης και διεύθυνσης των βρισκόταν σε καλή και λειτουργίσιμη κατάσταση όπως επίσης σε καλή κατάσταση βρίσκονταν και τα ελαστικά τους. Όλα τα ελαστικά του [ ] κένωσαν αέρος συνεπεία της ζημιάς που υπέστησαν οι ζάντες τους. Δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε μηχανικό ή άλλο πρόβλημα του [ ] που να συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος.

 

Αμέσως μετά το δυστύχημα μετέβηκε επιτόπου ασθενοφόρο τα μέλη του οποίου εντόπισαν το θύμα ξαπλωμένο μπρούμυτα και με πολλαπλά τραύματα στην κοιλιά, στο αριστερό χέρι και σε διάφορα άλλα μέρη του σώματος του. Κατά την παραμονή τους εκεί κατέφθασαν μέλη της αστυνομίας. Αναχώρησαν από τη σκηνή στις 15:05 και στις 15:15 έφθασαν στο Νοσοκομείο. Εκεί παρέδωσαν τον τραυματία στη Δρα Ελλάδα Καλαϊτσίδου η οποία και διαπίστωσε το θάνατο του. Η σωρός του θυματος αναγνωρίστηκε από την Fiona Bakir στις 20.04.2019 και ώρα 12:35.

 

Στη σκηνή του δυστυχήματος αφίχθηκαν επίσης μέλη της αστυνομίας, τα οποία απέκλεισαν τη σκηνή, στη συνέχεια και περί ώρα 15:20 ο ΜΚ.7 και μετά από είκοσι περίπου λεπτά και ο ΜΚ.1, οι οποίοι προέβηκαν στην καταγραφή των ευρημάτων επί σκηνής, των ζημιών των οχημάτων ενώ επίσης λήφθηκαν και φωτογραφίες. Το πρόχειρο σχεδιάγραμμα υπογράφηκε από τον κατηγορούμενο και στη βάση αυτού ετοιμάστηκε συμμετρικό σχεδιάγραμμα (τεκμήριο 4).

 

Στις 19.04.2019 και ώρα 15:38 εκδόθηκε πιστοποιητικό θανάτου του θύματος από την Δρα Ελλάδα Καλαϊτσίδου. Κατά την ίδια μέρα και ώρα εκδόθηκε από την ιατροδικαστή Ελένη Αντωνίου Ιατρικό Πιστοποιητικό Αιτιών Θανάτου, στο οποίο αναφέρεται ως τελική αιτία θανάτου «Πολυτραυματισμός συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος».

 

Κατά την στιγμή του δυστυχήματος ο καιρός ήταν αίθριος και το οδόστρωμα στεγνό και καθαρό. Το δυστύχημα έγινα κατά τη διάρκεια μέρας και η ορατότητα στο σημείο του δυστυχήματος ήταν καλή και ανεμπόδιστη.

 

Νομική Πτυχή

 

Το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Όποιος λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες».

 

Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου προκύπτει ότι το ζητούμενο είναι η απόδειξη του ότι ο Κατηγορούμενος προκάλεσε τον θάνατο του θύματος λόγω κάποιας αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς. Οι προαναφερόμενοι όροι υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του ιδίου αδικήματος (βλ. Κώστας Ζυπιτής ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 7223 και 7224, ημερ. 22.4.2003, Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409). Όπως επίσης προκύπτει, το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη. Το ζήτημα αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (βλ. Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233).   Τέλος, με βάση το λεκτικό του εν λόγω άρθρου οι πιο πάνω αναφερόμενες συμπεριφορές, πρέπει να συνδέονται με το αποτέλεσμα. Δηλαδή, θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς με το αποτέλεσμα, δηλαδή τον θάνατο άλλου προσώπου.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα (βλ. Στέλιος Σάββα ν. Αστυνομίας Π.Ε. 6753, ημερ. 23.2.2000). Όπως επισημάνθηκε στην εν λόγω απόφαση, αυτό που πρέπει να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο στην τελευταία περίπτωση είναι το κατά πόσο το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνο που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό, ενώ στην πρώτη περίπτωση (επικίνδυνη οδήγηση), είναι αν η ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Επιπρόσθετα τούτου θα πρέπει να καταδειχθεί η περί ου ο λόγος πράξη ή συμπεριφορά προκλήθηκε από κάποιο σφάλμα (βλ. και ΧΧΧ Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 221/18 ημερ. 26.03.2019, ECLI:CY:AD:2019:B107). Το πιο κάτω απόσπασμα της αγγλικής υπόθεσης R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502  ως υιοθετήθηκε στην υπόθεση Σαββα ανωτέρω, ως προς την έννοια του σφάλματος, είναι χαρακτηριστικό:

 

«Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία, πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντας το λογικά, αποτελεί μια αιτία».

 

Όπως αναφέρθηκε, περαιτέρω στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέας Σαζός, Ποιν. Εφ. 6853, ημερ. 19.1.2001, απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους εκ μέρους του οδηγού, ο οποίος έστω και στιγμιαία πέφτει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού.  Η δε λέξη «επικίνδυνος» στην συνήθη της γραμματική έννοια, σημαίνει αυτόν που εμπεριέχει κίνδυνο.

 

Σε ότι δε αφορά την ερμηνεία του όρου «απερίσκεπτη» το κριτήριο δεν είναι μόνο αντικειμενικό αλλά και υποκειμενικό και θα πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την οδήγηση του κατηγορουμένου. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του με τέτοιο τρόπο που συνιστούσε εμφανή ή σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης σε κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο ενδεχόμενα να χρησιμοποιούσε το δρόμο ή πρόκλησης ουσιαστικής ζημίας σε περιουσία.  Επιπλέον, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος οδήγησε τοιουτοτρόπως, παραγνωρίζοντας την πιθανότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή ότι ενώ αντιλήφθηκε την ύπαρξη του, εντούτοις ενέργησε με τον τρόπο που ενέργησε διακινδυνεύοντας (βλ. R v Lawrence [1981] 1 ALL E. R. 974, R v Reid [1992] 3 ALL E. R. 673, R v. Caldwell [1981] 1 ALL ER 961). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν Αντώνη Χρυσοστόμου (αρ.1) (2002) 2 ΑΑΔ σελ.473 με αναφορά στη Reid και στο σύγγραμμα Wilkinson's Road Traffic Offences 4η έκδοση παράγραφοι 1-302 και 1-307:

 

«Δεν στοιχειοθετείται απερίσκεπτη ενέργεια ή συμπεριφορά απλώς με την απόδειξη αμελούς οδήγησης, με την έννοια της οδήγησης που εξ αντικειμένου υπολείπεται της αναμενόμενης από το μέσο συνετό οδηγό. Υπεισέρχεται ως συστατικό του όρου, με τη συνήθη του έννοια, υποκειμενικό στοιχείο. Αυτό είναι συναρτημένο προς τη συγκεκριμένη ενέργεια, στην οδήγηση εφόσον συζητούμε για τέτοια περίπτωση».

 

Σύμφωνα με την απόφαση του Λόρδου Diplock στην υπόθεση R v. Lawrence, (ανωτέρω), για να στοιχειοθετηθεί απερίσκεπτη οδήγηση πρέπει οι ένορκοι να ικανοποιηθούν για δύο πράγματα.  Πρώτο, ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα κατά τρόπο που να δημιουργεί εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης φυσικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που τυγχάνει να χρησιμοποιεί τον δρόμο ή ουσιαστικής ζημιάς σε περιουσία και, δεύτερο, ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε κατ' αυτόν τον τρόπο χωρίς να στρέψει την προσοχή του προς την πιθανότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή αφού αναγνώρισε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, εντούτοις, αποφάσισε να διακινδυνεύσει οδηγώντας με τον τρόπο αυτό.         

 

Σε σχέση με την ερμηνεία του όρου «αλόγιστη», είναι η πράξη ή συμπεριφορά η οποία εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια προσώπων, τον οποίο ο Κατηγορούμενος αψηφά. Είναι η μη λελογισμένη ενέργεια δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις (βλ. Κώστας Ζυπίτης κ.α. ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220, 223).

 

Σημειώνω ακόμα, ότι όπως έχει νομολογηθεί θέματα που σχετίζονται με οδική συμπεριφορά και δυνατότητα αντίδρασης οδηγού σε επερχόμενο κίνδυνο αντικρίζονται με βάση τη γενική αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τα πράγματα, υπό το φως πάντοτε της λογικής, εκτός όπου παρουσιάζεται κάποια επιστημονική ή τεχνική πτυχή όπου απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνώμονα (ΧΧΧ Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας ανωτέρω).

 

Όσον αφορά την υπερβολική ταχύτητα, δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκτός αν οι υπόλοιποι παράγοντες συνηγορούν στην ύπαρξη αμέλειας[22]. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση SAVENCU v Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 194/19 ημερ. 9.7.20, ECLI:CY:AD:2020:B236, επαναλήφθηκε η αρχή ότι η υπερβολική ταχύτητα δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκτός αν οι υπόλοιπες λεπτομέρειες συνηγορούν στην ύπαρξη αμέλειας. Αυτό που στην ουσία εξετάζεται είναι αν το δυστύχημα είναι απόρροια της ταχύτητας, αν υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης συνάφεια ταχύτητας και σύγκρουσης. Όπως επίσης έχει νομολογηθεί ο υπολογισμός της ταχύτητας μπορεί να συμπεραθεί και στη βάση της κοινής λογικής σε συνδυασμό πάντοτε με το σύνολο των γεγονότων που αφορούν την κάθε περίπτωση (βλ. Χρυσοστόμου ν. Cameron (2010) 1Γ ΑΑΔ 1992 και Χρίστου ν. Χρίστου Πολ. Εφ. 250/10 ημερ. 07.07.2015). Επίσης στην υπόθεση Μιχάλης Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 409 επικυρώθηκε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων οδηγούσε επικίνδυνα στοιχειοθετώντας έτσι το αδίκημα του άρθρου 210 του Κεφ.154, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αποδεικνύετο η υπερβολική ταχύτητα. Όταν δε, συντρέχει και αυτός ο παράγοντας τότε η οδήγηση ταξινομείται και ως απερίσκεπτη.

 

Τελικά Συμπεράσματα

 

Δεδομένων των πιο πάνω νομικών αρχών, των παραδεκτών γεγονότων και των ευρημάτων στα οποία έχω καταλήξει θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η Κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Κατηγορούμενος αντι να οδηγεί εντός του νόμιμου ορίου ταχύτητας και εντός της κανονικής λωρίδας κυκλοφορίας, ανέπτυξε ταχύτητα αρκετά μεγαλύτερη από το ανώτατο όριο ταχύτητας ενώ ταυτόχρονα επιχείρησε παράνομο προσπέρασμα καταλαμβάνοντας λωρίδα κυκλοφορίας που οδηγούσε μόνο δεξιά. Έπραξε δε τούτο κινούμενος σε σχετικά κοντινή απόσταση από το όχημα ΗΖΥ 246, όπως καταμαρτυρείται και από το σημείο σύγκρουσης που βρίσκεται στη λωρίδα που κινείτο ο ΜΚ.6 αλλά και από το γεγονός ότι αμφότερα τα οχήματα κινούνταν ευθεία και παράλληλα. Παρέλειψε έτσι να τηρήσει δέουσα απόσταση ασφαλείας, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα εντελώς τον κίνδυνο να συγκρουστεί μαζί του, όπως επίσης παραγνώρισε τον κίνδυνο να συγκρουστεί με τη κτιστή νησίδα που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του.

 

Λόγω της απότομης και μεγάλης ταχύτητας που ανέπτυξε προκλήθηκε αστάθεια του αυτοκινήτου του η οποία επέφερε την ελαφριά επαφή με το όχημα του ΜΚ.6, και η εν συνεχεία αποτυχία του να ολοκληρώσει τη διαδικασία προσπεράσματος επέφερε τη σύγκρουση του δεξιού τροχού του με την άκρη της κτιστής νησίδας. Ήταν βέβαια αυτή η ίδια η σύγκρουση με τη νησίδα σε συνδυασμό με την αυξημένη ταχύτητα και την πρόωρη και απότομη απόπειρα επαναφοράς του οχήματος του στην κανονική λωρίδα κυκλοφορίας που προκάλεσαν την απώλεια του ελέγχου του οχήματος του, το οποίο ακολούθησε ανεξέλεγκτη πορεία και επέφερε το θάνατο του θύματος. Είναι δε φανερό από την ενώπιον μου μαρτυρία πως ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί την ύπαρξη της νησίδας η οποία βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το σημείο που ξεκίνησε να προσπερνά και χωρίς να την επισκιάζει οποιοδήποτε εμπόδιο. Αντί λοιπόν να εγκαταλείψει έστω και την υστάτη την προσπάθεια του να προσπεράσει, εφαρμόζοντας τα φρένα του οχήματος του, επέμεινε μέχρι τέλους στην ολοκλήρωση της, αναλαμβάνοντας μεγάλο ρίσκο να συγκρουστεί με τη νησίδα όπως και έγινε. Με αποτέλεσμα τις τραγικές συνέπειες που επακολούθησαν.

 

Αν και δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί επακριβώς η ταχύτητα του, αυτή προκύπτει με ενάργεια να ήταν αρκετά υπερβολική ώστε ο κατηγορούμενος να απωλέσει τον έλεγχο του οχήματος του για μια συνολική απόσταση 125 περίπου μέτρων, έχοντας διέλθει ποδηλατόδρομο, ανθώνα, πεζοδρόμιο, ξανά ποδηλατόδρομο και πίσω στο δρόμο, αφήνοντας σωρεία μαυρισμάτων και άλλων ιχνών, και με αυτό να ακινητοποιείται, εν μέρει επί πεζοδρομίου και εν μέρει επί ασφάλτου. Στα πιο πάνω και επίσης ενδεικτικό της υπερβολικής ταχύτητας που ανέπτυξε ο κατηγορούμενος, θα πρέπει να προστεθεί και η βίαιη σύγκρουση του με το θύμα το οποίο και εκτίναξε στον αέρα σε απόσταση τριών μέτρων περίπου προκαλώντας του σοβαρότατους τραυματισμούς που οδήγησαν άμεσα, αν όχι ακαριαία, στο θάνατο του. Αποτέλεσε άλλωστε και θέση του συνηγόρου του κατηγορούμενου ότι ο πελάτης του έτρεχε (βλ. σελ. 11 πρακτικών ημερ. 16.12.22)

 

Με την πιο πάνω οδηγητική συμπεριφορά που επέδειξε ο κατηγορούμενος προκάλεσε από μόνος του μια επικίνδυνη κατάσταση και έθεσε ο ίδιος τον εαυτό του στην δυσμενή θέση να μην μπορεί να αντιμετωπίσει με ασφάλεια τους κινδύνους στο δρόμο. Αν ο κατηγορούμενος οδηγούσε επί της κανονικής λωρίδας κυκλοφορίας και εντός του ορίου ταχύτητας τίποτε από τα πιο πάνω δεν θα είχε συμβεί. Αντ’ αυτού παραγνωρίζοντας την ασφάλεια άλλων οδηγών μα και πεζών που βρίσκονταν στο μέρος, σε μια κατοικημένη περιοχή, δημιούργησε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης δυστυχήματος. Εν πρώτοις ανέπτυξε υπερβολική ταχύτητα, εν συνεχεία επιχείρησε να προσπεράσει παράνομα και σε πολύ κοντινό σημείο από το όχημα του ΜΚ.6 αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο να συγκρουστεί μαζί του, και τέλος προσπέρασε σε λωρίδα στην οποία υφίστατο, και που ήταν σε θέση να αντιληφθεί, κτιστή νησίδα που ξεκινούσε μερικά μέτρα μπροστά του, παραγνωρίζοντας την πιθανότητα να συγκρουστεί επ’ αυτής. Εδώ έγκεινται και τα σφάλματα του Κατηγορουμένου, η πτώση του από το επίπεδο της φροντίδας ή της δεξιότητας του μέσου ικανού και έμπειρου οδηγού. Είτε δεν έστρεψε την προσοχή του στην πιθανότητα να συμβούν τα πιο πάνω, είτε ότι αν και αναγνώρισε ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, εντούτοις αποφάσισε να τον αγνοήσει και να λάβει την απόφαση να οδηγήσει με τον τρόπο που επέλεξε αδιαφορώντας για τυχόν συνέπειες. Καμία ανάγκη δεν υπήρχε μα ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση ή δικαιολογία για τους λόγους που τον οδήγησαν να λάβει τέτοια απόφαση. Προφανώς κυριάρχησε το απερίσκεπτο του νεαρού της ηλικίας του.

 

Έστω όμως και αν δεχόμουν ότι ήταν ο ΜΚ.6 που κινήθηκε δεξιότερα εντός της λωρίδας του και ακούμπησε τον πισινό αριστερό τροχό του [ ], αλλά και τη θέση ότι συνέτεινε κατ’ αυτό τον τρόπο στην απώλεια του ελέγχου του οχήματος του κατηγορούμενου, σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δεν θα εξουδετέρωνε την ευθύνη που θα έφερε ο τελευταίος για την ανεξέλεγκτη πορεία που ακολούθησε εξ’ αυτής, και την πρόκληση θανάτου του θύματος. Στην υπόθεση Αχιλλέως κ.α  ν. Αλέξη (1998) 1 ΑΑΔ 952, το δυστύχημα είχε προκληθεί από την προσπάθεια της εφεσείουσας – εναγόμενης αρ.1 να προσπεράσει το όχημα του εφεσίβλητου – ενάγοντα, και η σύγκρουση έγινε κατά 75 εκατοστά εντός της λωρίδας που κινείτο ο δεύτερος. Έγινε δεκτό ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αντιληφθεί το όχημα της εφεσείουσας αρ.1 αλλά και ότι αυτός κινήθηκε δεξιότερα εντός της λωρίδας του κατά το χρόνο που τον προσπερνούσε. Το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την απόδοση αποκλειστικής ευθύνης στην εφεσείουσα αρ.1 αποδίδοντας ποσοστό 20% ευθύνης στον εφεσίβλητο λέγοντας όμως τα εξής:

 

Παρόλον τούτο κρίνουμε ότι το μεγάλο μέρος της αμέλειας φέρει η οδηγός του άλλου οχήματος που ώφειλε (sic) να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα, ούτως ώστε η προσπέραση να καταστεί ασφαλής. Δηλαδή έπρεπε να τηρεί ασφαλή απόσταση από την πλευρά του οχήματος που προσπερνούσε, τέτοια που να της επέτρεπε να προσπεράσει με ασφάλεια· με άλλα λόγια θα έπρεπε να οδηγήσει όσο δεξιότερα μπορούσε εντός της εξωτερικής λωρίδας του δρόμου. Τούτο όπως φαίνεται απέτυχε να πράξει η εφεσείουσα-ενάγουσα[23] (sic) γιατί προφανώς οδήγησε το αυτοκίνητό της πολύ πλησίον του οχήματος που προσπερνούσε και κοντά στη διαχωριστική γραμμή αν όχι και εν μέρει εντός της αριστερής λωρίδας του δρόμου.

 

 Ομοίως και στην προκειμένη περίπτωση, με δεδομένο ότι τα δυο οχήματα κινούνταν παράλληλα σε ευθεία πορεία, ως ήταν και η θέση της Υπεράσπισης, και έχοντας επίσης κατά νου ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν και εδώ κατά 75εκ. εντός της λωρίδας που κινείτο ο ΜΚ.6 κατά τη στιγμή της επαφής των δυο οχημάτων, αναπόφευκτα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να προσπεράσει κινήθηκε πολύ κοντά στο [ ] και συνεπώς παρέλειψε να εκπληρώσει το καθήκον του για τήρηση ασφαλούς απόστασης κατά την προσπέραση. Συν τοις άλλοις αυτό καθ’ εαυτό το προσπέρασμα του ήταν παράνομο, εφόσον κατέλαβε λωρίδα που οδηγούσε μόνο δεξιά, ενώ παράλληλα αγνόησε το ενδεχόμενο να συγκρουστεί με τη κτιστή νησίδα που υπήρχε έμπροσθεν του.  Επομένως και σε αυτή την περίπτωση το μόνο που θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί ως προς την κατάληξη μου θα ήταν η απόδοση αποκλειστικής ευθύνης στον κατηγορούμενο για την πρόκληση του δυστυχήματος. Όπως όμως είναι καλά γνωστό για την διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου είναι αδιάφορο κατά πόσο υπάρχει ευθύνη και άλλου προσώπου στο επίδικο δυστύχημα (βλ. Νικολάου ν. Αστυνομίας, (2001) 2 Α.Α.Δ. 748).

 

Έχει γίνει όμως δεκτό πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επαφή των δυο οχημάτων ήταν τόσο ελαφριά που σε καμιά περίπτωση δεν θα του προκαλούσε απώλεια του ελέγχου του οχήματος του. Επί του προκειμένου η μαρτυρία του ΜΥ.1 δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που εξηγήθηκαν και συνεπώς το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που να οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Συμπερασματικά την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα τη φέρει ο Κατηγορούμενος. Αυτός είναι που έλαβε την απόφαση να οδηγήσει επικίνδυνα και απερίσκεπτα με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματος του κατά την προσπάθεια του να προσπεράσει παράνομα το όχημα του ΜΚ.6, χωρίς ο τελευταίος να είχε συνδράμει με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτό λόγω πράξης ή παράλειψης του.

 

Τέλος η οδική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου λαμβανομένων υπόψη του τρόπου οδήγησης του και των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης ήταν μη λελογισμένη. Όπως λέχθηκε και ανωτέρω η οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα εντός κατοικημένης περιοχής και περί ώρα 14:40 εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια των ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν την ίδια με τον Κατηγορούμενο οδό.  Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι μια τέτοια ενέργεια δεν είναι ασφαλής και ο λογικός άνθρωπος δεν θα επιδίδονταν σε μια τέτοια συμπεριφορά (βλ. Clarke v. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 734)

           

Κατάληξη

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω ότι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος και συνεπώς ο τελευταίος κρίνεται ένοχος σε αυτή.

                                                                                      (Υπ.).......................................

                                                                                                       Μ. Μυτίδης , Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2018:A179, Π.Ε 185/2012, ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179

[2] Βλ. Ιωάννου κ.α ν. Αληφαντή κ.α Ποιν. Εφ. 163, 164 και 165/2017 ημερ. 07.10.2019

[3] Βλ. Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.α (2009) 1 Α.Α.Δ. 288

[4] Βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1998) 1 ΑΑΔ 263, και Γενικός Εισαγγελεας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207

[5] Βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454

[6] Βλ. Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Χαριδήμου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2290, και Μελεκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832

[7] Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 AAΔ 1056

[8] Βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298 και Κίτση ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1077

[9] Βλ. Πιττάλης v. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814

[10] Βλ. Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1Β Α.Α.Δ. 967

[11] Βλ. Μιτσιγιώργη και Άλλος ν Αδελφών Γαλάζη (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811

[12] Βλ. Νεάρχου ν Στεφανίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 351 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (ανωτέρω)

[13] Χατζηξενοφώντος Ανδρέας κ.α ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316

[14] Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 841

[15] Χρίστου v. Γεωργίου Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2013, 26/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:A403

[16] Βλ. Δημοσθένους κ.α. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ 129

[17] Βλ. Ονησιφόρου ν. The Police (1987) 2 CLR 261 και Ιωάννου & Συμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195

[18] Χαραλάμπους κ.α ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 96, 100 και 101/2016 ECLI:CY:AD:2017:B430, ημερ. 28.11.2017

[19] ibid

[20] Βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 με αναφορά στην Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359, Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:B430, Ποιν. Έφ. 96/2016, ημερ.28.11.2017 καθώς και Μ. Γιώρκας ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 27/2021 ECLI:CY:AD:2022:B97, ημερ. 16.03.2022

[21] Βλ. το Σύγγραμμα των Σάντη και Ηλιάδη Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές πτυχές σελ. 609, ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να προχωρεί στις δικές του διαπιστώσεις επί  μη επίδικων γεγονότων.

[22] βλ. Quinn v. Scott [1965] 2 All E.R. 588, Alexandrou v. Gamble (1974) 1 CLR 5, Demou v. Constantinou (1979) 1 CLR 21, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 CLR 175, Παναγίδου ν. Κόκκινου (2001) 1 ΑΑΔ 122, Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1Γ ΑΑΔ 1825 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 383)

[23] Προφανώς εννοούσε εφεσείουσα εναγόμενη αρ.1


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο