ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.                    

                                                                                        Αρ. Υπόθεσης: 1441/24

 

                                                Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου  

v.

 

                  LILIANA TALPALARU                                                                                                                               Κατηγορούμενη  

                                                                                                

Ημερομηνία: 01 Aυγούστου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Ε. Μανώλη

Για την Κατηγορούμενη: Η κα. Γ. Παπασάββα  

Κατηγορούμενη: Παρούσα

ΠΟΙΝΗ

(δοθείσα αυθημερόν)

Το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης η οποία καταχωρήθηκε στις 12.03.2024 με την κατηγορούμενη έκτοτε αλλά και μέχρι σήμερα να κρατείται στα πλαίσια αυτής ως υπόδικος.

Η παραδοχή της δεν ήταν άμεση άλλα αυτή έλαβε χώρα την 01.08.2024 στις ακόλουθες κατηγορίες:

1η Κατηγορία: Το αδίκημα της πλαστογραφίας κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας η κατηγορούμενη στις 07 Μαρτίου του 2016 στην Πάφο, κατάρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση, δηλαδή το πληρεξούσιο έγγραφο που αφορούσε τον διορισμό της ως ειδικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της SUSAN JOYCE MERRIMAN, θέτοντας την υπογραφή της πιο πάνω, χωρίς την εξουσιοδότηση της.

2η Κατηγορία: Το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας η κατηγορούμενη στις 07 Μαρτίου του 2016 στην Πάφο, εν γνώσει της και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία το πληρεξούσιο έγγραφο που αναφέρεται στην 1η Κατηγορία ως γνήσιο, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πλαστό, καταθέτοντας το στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου. 

3η Κατηγορία: Το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου κατά παράβαση των άρθρων 270(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας η κατηγορούμενη μεταξύ των ημερομηνιών 09.11.2015 με 18.02.2016 στην Πάφο, ενώ ανέλαβε αντιπρόσωπος της SUSAN JOYCE MERRIMAN και της παραχώρησε προφορική πληρεξουσιότητα για την πώληση ακινήτου της στην Πέγεια, μετά την πώληση του ακινήτου για το χρηματικό ποσό των €101.000= έδωσε στην πιο πάνω μόνο το χρηματικό ποσό των €14.250= και το υπόλοιπο ποσό των €86.750= το οικειοποιήθηκε.

4η Κατηγορία: Το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας η κατηγορούμενη μεταξύ των ημερομηνιών 09.11.2015 με 18.02.2016 στην Πάφο, με ψευδείς παραστάσεις και με πρόθεση δόλου απέσπασε από την SUSAN JOYCE MERRIMAN το χρηματικό ποσό των €86,750=. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίστατο στο ότι η κατηγορούμενη παρουσιάστηκε στην πιο πάνω ως πρόσωπο που θα μπορούσε να πωλήσει το ακίνητο της στην Πέγεια και για την πώληση του για το ποσό των €101.000= δεν έδωσε όλο το χρηματικό ποσό από την πώληση στην πιο πάνω, αλλά μόνο €14.250=.

Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής στην υπό εξέταση υπόθεση η πλευρά της Κατηγορουμένης με την σύμφωνη γνώμη και της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη και η υπόθεση 9379/23 Ε.Δ.Πάφου στην οποία η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει τις ακόλουθες τρείς κατηγορίες και που αφορούν τον ανακριτικό φάκελο ΠΑΦ/ΤΑΕ/Σ/567/2022:

1η Κατηγορία: Το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου κατά παράβαση των άρθρων 270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας η κατηγορούμενη μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 09.11.2016 στην Πάφο, ενώ ανέλαβε αντιπρόσωπος του ζεύγους STEPHEN JOHN KEAY και JANET MARGARET KEAY και της εμπιστεύτηκαν το χρηματικό ποσό των €3,771.48= για διεκπεραίωση εργασιών τους στο Κτηματολόγιο Πάφου αυτή οικειοποιήθηκε το πιο πάνω ποσό.

2η Κατηγορία: Το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες κατηγορίας η κατηγορούμενη στις 09 Νοεμβρίου του 2016 στην Πάφο, με ψευδείς παραστάσεις και με πρόθεση δόλου απέσπασε από το ζεύγος STEPHEN JOHN KEAY και JANET MARGARET KEAY το χρηματικό ποσό των €3,771.48=. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίστατο στο ότι η κατηγορούμενη παρουσιάστηκε στους πιο πάνω ως πρόσωπο που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει μέσω του κτηματολογίου τους τίτλους ιδιοκτησίας δύο ακινήτων τους και αφού εισέπραξε το πιο πάνω ποσό δεν το κατέθεσε στο Κτηματολόγιο Πάφου για να εκδοθούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας των ακινήτων των πιο πάνω προσώπων. 

3η Κατηγορία: Το αδίκημα της ανάκρισης ποινικών αδικημάτων κατά παράβαση των άρθρων 5(1)(4) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες κατηγορίας η κατηγορούμενη στις 16 Νοεμβρίου του 2022[1] στην Πάφο, ενώ της είχε δοθεί γραπτή ειδοποίηση από τον Αστ. 959 Χ. Χρυσοστόμου του ΤΑΕ Πάφου όπως παραστεί στις 16.11.2022 και ώρα 1930 στο ΤΑΕ Πάφου, καθότι διεξήγαγε ανακρίσεις σχετικά με το ποινικό αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, αυτή χωρίς εύλογη αιτία αρνήθηκε να παραστεί.

Τα γεγονότα που αφορούν την πιο πάνω υπόθεση (9379/23 Ε. Δ. Πάφου) έχουν εκτεθεί προφορικά και αποτυπωθεί στα τηρηθέντα πρακτικά του Δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους.  

Υπενθυμίζεται πως η εξουσία του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του αδικήματα άλλων ποινικών υποθέσεων κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής σε μια άλλη ποινική υπόθεση πηγάζει μέσα από τις διατάξεις του άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.155) αλλά και από σχετική νομολογία (Ηρακλέους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 150). Το σκεπτικό αυτό κατ’ αρχήν εφαρμόζεται σε ιδίας ή παρόμοιας φύσεως αδικήματα. Έχοντας όμως παράλληλα υπόψη την υπόθεση Παραρέ v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2013, ημερ. 20.03.12, η εφαρμογή του πιο πάνω σκεπτικού επεκτείνεται και σε υποθέσεις διαφορετικών αδικημάτων.

Ως έχει λεχθεί στην Ιωάννου v. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αδικήματα άλλων υποθέσεων μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές τις κατηγορίες (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας vCham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ. 129, Ιωάννου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 382 και Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194)

Σημειώνεται επίσης πως σε σχέση με την υπόθεση 9379/23 Ε.Δ.Πάφου η Κατηγορούμενη κρατείται υπόδικος στα πλαίσια αυτής από τις 26.10.2023.

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης (1441/24 Ε.Δ.Πάφου) έχουν εκτεθεί επίσης προφορικά από την ευπαίδευτη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής δεν έτυχαν αμφισβήτησης και λαμβάνονται επίσης υπόψη από το Δικαστήριο στο σύνολο τους και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω στο περιεχόμενο της παρούσας απόφασης.

Η κα. Μανώλη τέλος ανέφερε πως η Κατηγορούμενη είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου ενώ ζήτησε την διαχείριση των τεκμηρίων με τον τρόπο που περιγράφεται στο τέλος της παρούσας απόφασης.

Η κα. Παπασάββα αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής σημείωσε την παραδοχή και απολογία της πελάτιδας της, το γεγονός ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει σε αυτήν ποινή με την πάροδο 8 ετών από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους η πελάτιδα της χρησιμοποίησε τα χρήματα που έλαβε και τα διέθεσε για άλλα προσωπικά της ζητήματα αλλά τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός ότι έχει επέλθει συμφωνία με την παραπονούμενη στην υπόθεση 1441/24 Ε.Δ.Πάφου για πλήρη αποζημίωση.

Κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του επίσης το γεγονός ότι αυτή κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές και μακριά από την οικογένεια της από τις 26.10.2023 συμπληρώνοντας έτσι πέραν των εννέα ημερολογιακών μηνών και με αναφορά στο λευκό της ποινικό μητρώο και την συμφωνία για αποζημίωση κάλεσε το Δικαστήριο να αναστείλει τυχόν ποινή στερητικής της ελευθερίας η αν απορρίψει τέτοιο αίτημα να συνυπολογίσει / προσμετρήσει τον χρόνο που η πελάτιδα της κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές.

Αξιοσημείωτο ότι την 01.08.2024 παρευρέθηκε στο Δικαστήριο η παραπονούμενη στην υπόθεση 1441/2024 Ε.Δ.Πάφου η οποία επιβεβαίωσε πως έχει συγχωρέσει την Κατηγορούμενη και πως μαζί με τον πρώην σύζυγο και τα παιδιά της τελευταίας έχει συνάψει συμφωνία με την οποία θα λαμβάνει συγκεκριμένο μηνιαίο ποσό για πλήρη αποζημίωση της.

Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασής της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264).

Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632:

«το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα τα οποία η Κατηγορούμενη  έχει διαπράξει είναι σοβαρά. Μάλιστα σημειώνεται πως κάποια εξ αυτών (1η & 2η κατηγορία που αφορά πλαστογράφηση και κυκλοφορία πληρεξουσίου εγγράφου) επισύρουν ποινές φυλάκισης μέχρι και 14 χρόνια, η 3η κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι και 12 έτη όπως επίσης και το αδίκημα της 4ης Κατηγορίας που αφορά την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις με την υπόθεση να εκδικάζεται συνοπτικά μετά από συγκατάθεση που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Συνεπώς στην υπο εξέταση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει για το ποια υπο τις περιστάσεις είναι καταλληλότερη ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί στην Κατηγορούμενη τόσο σε σχέση με το είδος όσο και σε σχέση με το ύψος αυτής.

Έχει νομολογηθεί ότι σε συμπεριφορές πλαστογραφιών και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και άλλων ομοειδών αδικημάτων που υπονομεύουν την αξιοπιστία και το κύρος των συναλλαγών, απαιτείται η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την Χριστάκης Πίτσιλλος v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 346, όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε τα αδικήματα της πλαστογραφία δελτίων πληρωμής πιστωτικών καρτών, κυκλοφορίας αυτών των εγγράφων και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις:

«Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά και βρίσκονται σε έξαρση. Είναι αδικήματα που διαπράττονται πολύ εύκολα και υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Η ποινή φυλάκισης είναι αναγκαία, όχι μόνο για να τιμωρηθεί ο παραβάτης, αλλά και για να καταδειχθεί σε όσους σκοπεύουν να αποκομίσουν φθηνό και εύκολο κέρδος ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο. (βλ. Γεν. Εισαγγελέας v. Λεωνίδα Ματθαίου άλλως Μαλέγγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Α.Α. Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κώστας Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216).» 

Τα αδικήματα πλαστογραφιών και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων είναι ιδιαίτερα σοβαρά εκ της φύσεως τους και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Κατά κανόνα σε τέτοιου είδους αδικήματα επιβάλλονται ποινές φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd edition, p. 145). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης τους και τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου με σκοπό να καθοριστεί τόσο το είδος όσο και το ύψος των ποινών.

Η ευκολία και η μεγάλη συχνότητα με την οποία αδικήματα τούτης της φύσεως διαπράττονται, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τις διάφορες υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον μου, είναι στοιχεία που ενισχύουν την σοβαρότητα.

Τα πιο πάνω σκιαγραφούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την αυστηρή αντιμετώπιση που τέτοιας φύσης αδικήματα θα πρέπει να τυγχάνουν, όμως δεν  παραγνωρίζω πως το Δικαστήριο πρέπει να έχει πάντοτε υπόψη του, τη βασική αρχή της εξατομίκευσης της ποινής, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενδεικτικά αναφέρω την Σακαρίδης Κυριάκος και Άλλος ν. Αστυνομίας, (2011) 2 Α.Α.Δ, 272. Η εξατομίκευση της ποινής όμως, σίγουρα δεν απαλείφει τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου. (Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κάττου και Άλλον ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 498)

Θα ασχοληθώ τώρα με τη θέση της υπεράσπισης ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή.

Πράγματι διαπιστώνετε ότι τα αδικήματα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή έλαβαν χώρα τα έτη 2015 – 2016 ενώ οι καταγγελίες στην Αστυνομία έγιναν αναφορικά με την υπόθεση 9379/23 την 01.07.2022 ενώ για την υπόθεση 1441/24 στις 14.12.2021 με την κ. Μανώλη να εξηγεί πως ο λόγος που δεν έγιναν ενωρίτερα καταγγελίες ήταν γιατί οι εμπλεκόμενοι παραπονούμενοι προσπαθούσαν είτε να δουν τι έγινε είτε να έρθουν σε συνεννόηση με την Κατηγορούμενη.

Διαπιστώνετε όμως καθυστέρηση στην καταχώρηση των υποθέσεων από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής μετά την υποβολή των καταγγελιών καθυστέρηση η οποία σίγουρα λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και γενικά το σύνολο του χρόνου που φαίνεται να έχει παρέλθει μέχρι και σήμερα που θα επιβληθεί ποινή. 

Η Νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι η καθυστέρηση στην έναρξη της ποινικής δίωξης με την καταχώρηση της υπόθεσης λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623). Αναφορικά με το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την διάπραξη των υπό τιμωρία αδικημάτων σημειώνονται τα ακόλουθα. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267 λέχθηκε ότι η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του. 

Η πάροδος μεγάλου χρόνου από τον χρόνο διάπραξης ενός αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη.  Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355).

Προς όφελος της Κατηγορουμένης, λαμβάνω υπόψη μου τους ακόλουθους μετριαστικούς παράγοντες:

 

(1) το λευκό της ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία της (56 ετών σήμερα)

 

(2) την παραδοχή της και στις δύο υποθέσεις, παραδοχή που παρά το ότι δεν ήταν άμεση περισώζει το Δικαστήριο από πολύτιμο δικαστικό χρόνο

 

(3) το ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή 8 χρόνια μετά την διάπραξη των αδικημάτων (τα αδικήματα έλαβαν χώρα μεταξύ των ημερομηνιών Νοεμβρίου 2015 με Μάρτιο 2016 αναφορικά με την υπόθεση 1441/24)

 

(4) το ότι έχει επέλθει συμφωνία για πλήρη αποζημίωση της παραπονούμενης στην ποινική υπόθεση 1441/2024 Ε.Δ.Πάφου με την υπογραφή σχετικής συμφωνίας κάτι το οποίο επιβεβαίωσε και η ίδια η παραπονούμενη κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο την 01.08.2024 πριν την επιβολή της ποινής δηλώνοντας μάλιστα πως έχει συγχωρέσει την Κατηγορούμενη.  

  

(5) τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές περιστάσεις, όπως αυτές έχουν αναφερθεί από την συνήγορο της

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και ασκώντας τη μέγιστη δυνατή επιείκεια προς το πρόσωπο της Κατηγορουμένης, επιβάλλονται σε αυτήν οι ακόλουθες ποινές:

 

1η Κατηγορία: Το αδίκημα της πλαστογραφίας ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

 

2η Κατηγορία: Το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

 

3η Κατηγορία: Το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

 

4η Κατηγορία: Το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν

Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία για την αναστολή ποινών φυλάκισης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος  (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην Κατηγορούμενη.

Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται.

Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017, Ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

Η σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξης τους έχουν αναφερθεί ανωτέρω.

Υπενθυμίζεται επίσης πως το σύνολο των ελαφρυντικών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου λήφθηκαν σοβαρά υπόψη για σκοπούς καθορισμού του ύψους των ποινών φυλάκισης που έχουν επιβληθεί και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής που δεν μπορεί να είναι άλλη από την φυλάκισης.

Θεωρώ πως στην υπό εξέταση υπόθεση δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να διαταχθεί η αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην Κατηγορούμενη.

Η σοβαρότητα των αδικημάτων που αυτή αντιμετωπίζει σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης αποτελούν σοβαρότατους λόγους που δεν θα δικαιολογούσαν σε καμιά περίπτωση την έκδοση τέτοιας διαταγής αφού κάτι τέτοιο θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα προς την κοινωνία και τους επίδοξους παραβάτες.

Υπενθυμίζεται επίσης ότι σε περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων οι προσωπικές περιστάσεις ενός Κατηγορούμενου είναι ήσσονος σημασίας ενώ επαναλαμβάνεται για ακόμα μια φορά πως στην προκειμένη περίπτωση το σύνολο των μετριαστικών περιστάσεων της Κατηγορουμένης έχουν ήδη ληφθεί σοβαρά υπόψη στον καθορισμό του τελικού ύψους της ποινής που της επιβλήθηκε. 

Συνεπώς οι ποινές φυλάκισης που της έχουν επιβληθεί θα έχουν άμεση ισχύ.

Η περίοδος έκτισης όμως μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Κατηγορούμενη τελεί σε προφυλάκιση στα πλαίσια της υπόθεσης 9379/2023 Ε.Δ.Πάφου (βλ. Άρθρο 117 Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155) ήτοι από τις 26.10.2023.

 

Στα πλαίσια επιβολής ποινής στην παρούσα υπόθεση λήφθηκε υπόψη και η ποινική υπόθεση 9379/2023 Ε.Δ.Πάφου.

Διαχείριση Τεκμηρίων:

Υπόθεση 1441/2024 Ε.Δ.Πάφου: Να κατασχεθούν από την Αστυνομία και να διατεθούν στους νόμιμους δικαιούχους τους.

Υπόθεση 9379/2023 Ε.Δ.Πάφου: Να κατασχεθούν από την Αστυνομία και να διατεθούν στους νόμιμους δικαιούχους τους.

Έξοδα:

Τα έξοδα ύψους €30= που αφορούν την υπόθεση 9379/23 Ε.Δ.Πάφου να πληρωθούν από την Δημοκρατία

 

                        (Υπ.).......................................

            N. Φακοντής, Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1]Έγινε τροποποίηση των λεπτομερειών της Κατηγορίας την 01.02.2024.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο