ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6577/2020

 

 

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ                                                                

                                                                                                                  Παραπονούμενοι

 

Εναντίον

 

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΣ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ, Α.Δ.Τ [ ]

                                                                                                                            Κατηγορούμενης

 

 

Ημερομηνία: 30/04/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Παραπονούμενη: κος Μ. Λουκά για Χριστάκη Λουκά & Σία Δ.Ε.Π.Ε (για να ακούσει απόφαση ο κος Σοφοκλέους Σ.)

Για Κατηγορούμενη: κος Ρ. Ροδοσθένους

Κατηγορούμενη: Απούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει συνολικά εξήντα μία (61) κατηγορίες που όλες αφορούν το αδίκημα της καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή, κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(γ)(2) και 4 του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου του 2008 (Ν.60(Ι)/2008) ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αυτών, ενώ η κατηγορούμενη ήταν εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους των παραπονούμενων στα πλαίσια της αγωγής υπ’ αριθμό 3070/13 του Ε.Δ Πάφου, και ενώ την 06/05/2015 στα πλαίσια της αναφερόμενης αγωγής διατάχθηκε από το αναφερόμενο Δικαστήριο να καταβάλλει το εξ’ αποφάσεως χρέος της με μηνιαίες δόσεις ύψους €150 έκαστης, αρχής γενομένης την 01/07/2015, παρέλειψε και εξακολουθεί να παραλείπει να καταβάλει το ποσό των €100 (μέρος της δόσης) για το μήνα Σεπτέμβριο του 2015 και ολόκληρο το ποσό της δόσης για τους μήνες από 01/10/2015 μέχρι και την  01/09/2020, ήτοι συνολικά 61 δόσεις για το συνολικό ποσό €9.100

 

Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και συγκεκριμένα την 19.12.2023 καταχωρήθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου Ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 18(6) του Περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου  (Ν.169(Ι)/2015) στην οποία αναφέρεται ότι δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(5) του ίδιου νόμου δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η μεταβίβαση στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λιμιτεδ (Κ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ) όλες οι πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που κατείχε η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Σ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ) μέχρι την 07.10.2022 και ώρα 2:30μ.μ. Αναφέρεται ακόμα ότι εντός της έννοιας των «πιστωτικών διευκολύνσεων» περιλαμβάνονται και αυτές που αφορούν την υπό εκδίκαση υπόθεση. Τέλος αναφέρεται ότι σε όλα τα μελλοντικά δικόγραφα ως κατήγορος θα φέρεται η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λιμιτεδ.

 

Κατατέθηκαν από κοινού και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους αντίγραφο της συνοπτικής Απόφασης του Ε.Δ Πάφου στα πλαίσια της αγωγής 3070/13, ημερομηνίας 11.03.2014 καθώς και το εκδοθέν στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής διάταγμα μηνιαίων πληρωμών, ημερομηνίας  06.05.2015. Αυτά σημειώθηκαν ως τεκμήρια 1 και 2 αντίστοιχα.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης των παραπονούμενων, μαρτυρία παρουσιάστηκε μόνο από την κα Αντιγόνη Χριστοδούλου (ΜΚ.1) λειτουργό της ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT (Cyprus) Ltd η οποία μετονομάστηκε σε Dovalue Cyprus Ltd (εφεξής Dovalue) η οποία κατέθεσε κατά την κυρίως εξέταση της αριθμό επιπλέον τεκμηρίων.

 

Το Δικαστήριο μετά από ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 29.01.24, για τους λόγους που εξηγούνται, έκρινε πως δικαιολογείτο η κλήση της κατηγορούμενης σε απολογία και της εξήγησε τα δικαιώματα της. Αυτή επέλεξε, δια του συνηγόρου της, να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες. Στη συνέχεια παραθέτω συνοπτικά τη μαρτυρία για την παραπονούμενη.

 

 

 

 

Μαρτυρία ΜΚ.1

 

Η ΜΚ.1 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, αφού προηγουμένως υιοθέτησε το περιεχόμενο της, ως Τεκμήριο Α. Σε αυτή αναφέρει ότι βρίσκεται στην υπηρεσία της DOVALUE CYPRUS LTD (εφεξής Dovalue) και η οποία σε συμφωνία με τους παραπονούμενους ενεργεί δια λογαριασμό τους και έχει αναλάβει τη διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων τους. Σε αυτές περιλαμβάνεται και το δάνειο που αφορά την αγωγή 3070/13 του Ε.Δ Πάφου καθώς και της σχετικής απόφασης και διατάγματος μηνιαίων δόσεων που εκδόθηκε στα πλαίσια της. Γίνεται σχετική περιγραφή των καθηκόντων της μάρτυρος

 

Στη συνέχεια αναφέρεται στην έκδοση δικαστικής απόφασης εναντίον της κατηγορούμενης, ημερομηνίας 11.03.2014, στα πλαίσια της υπό αναφορά αγωγής με την οποία διατάχθηκε να πληρώσει στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ (πρωην Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Πολεμίου Λτδ) το ποσό των €19.205,67σ πλέον έξοδα. Πρόκειται ουσιαστικά για το τεκμήριο 1 που κατατέθηκε από κοινού από τους συνηγόρους των μερών.

 

Ακολούθως η μάρτυρας δίδει μια λεπτομερή περιγραφή των συγχωνεύσεων και μετονομασιών που έλαβαν χώρα με τελευταία την συγχώνευση του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου Λτδ με την Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ κατά την 01.07.2017. Η τελευταία, στις 24.07.17 μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, και ακολούθως την 03.09.2018 σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Σ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ). Κατέθεσε σχετικά ως σετ εγγράφων το Τεκμήριο 3. Κατά δε την 07.10.2022 η Σ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ μεταβίβασε  στην Κ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ δυνάμει του Ν.169(Ι)2015 όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που κατείχε ως δανειστής κατά την αναφερόμενη ημερομηνία περιλαμβανομένης και αυτής που αφορά την αγωγή 3070/13 του Ε.Δ Πάφου. Κατατέθηκαν οι σχετικές ειδοποιήσεις και δημοσιεύσεις για την υπό αναφορά μεταβίβαση ως Τεκμήριο 4. Τέτοια ειδοποίηση, ως αναφέρει η μάρτυρας βρίσκεται και το φάκελο της παρούσας υπόθεσης, με ημερομηνία καταχώρησης την 19.12.2023. Συνεπεία τούτου, ως εισηγείται, η Κ.Ε.ΔΙ.ΠΕ.Σ Λτδ έχουν καταστεί οι εξ’ αποφάσεως πιστωτές της κατηγορούμενης.

 

Εν συνεχεία εκδόθηκε εναντίον της κατηγορούμενης το Τεκμήριο 2 που αφορά το διάταγμα πληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις ύψους €150 από την 01.07.2015 μέχρι εξόφλησης. Η ΜΚ.1 κατέθεσε επίσης το Τεκμήριο 5 που συνιστά κατάσταση λογαριασμού από την οποία φαίνεται ότι η κατηγορούμενη δεν συμμορφώθηκε με το εν λόγω διάταγμα, παρά μόνο κατέβαλε συνολικά ποσό ύψους €350 την 04.04.2016. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε δυο μηνιαίες δόσεις και στο 1/3 της επόμενης μηνιαίας δόσης και έχει πιστωθεί για τις δόσεις Ιουλίου, Αυγούστου και μέρους της δόσης Σεπτεμβρίου του 2015. Το συνολικό οφειλόμενο ποσό από τις καθυστερημένες δόσεις ανέρχεται σε €9.100. Μέχρι σήμερα δεν καταχωρήθηκε αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση του ποσού των €150 ούτε και ανέφερε στους παραπονούμενους ότι είχε αδυναμία να καταβάλλει το εν λόγω ποσό.

 

Αναφέρει ακόμα ότι οι παραπονούμενοι είχαν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν με την κατηγορούμενη για σκοπούς εξεύρεσης λύσης διευθέτησης και αναδιάρθρωσης του χρέους της σύμφωνα με τις πρόνοιες της οδηγίας Κ.Δ.Π. 315/2013 της Κεντρικής Τράπεζας. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι κάποια λειτουργός της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας (ως ήταν τότε) Γιαννούλα Χαραλάμπους την 10.11.2014 διευθέτησε μαζί της συνάντηση χωρίς όμως αυτό να καταστεί κατορθωτό. Μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων και περί το 2016 οι λειτουργοί των παραπονούμενων επικοινώνησαν μαζί της και της ζήτησαν να καταβάλει τις καθυστερημένες δόσεις της ενώ παράλληλα της δήλωσαν ότι θα ήταν πρόθυμοι να εξετάζουν την εξεύρεση λύσης διευθέτησης του χρέους. Η κατηγορούμενη δήλωσε ότι θα άρχιζε να καταβάλλει τις δόσεις της και προς τούτο κατέθεσε το ποσό των €350 περί την 04.04.2016. Υπήρξαν και άλλες επικοινωνίες για να προσέλθει στα γραφεία των παραπονούμενων για διευθέτηση του εξ’ αποφάσεως χρέους της όμως η κατηγορούμενη χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ως αναφέρει, προσπάθησαν να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια συμμόρφωσης εντός του πλαισίου της υπό αναφορά οδηγίας.

 

Περί τον Αύγουστο του 2019 δόθηκαν οδηγίες στους δικηγόρους της παραπονούμενης για περαιτέρω λήψη μέτρων εναντίον της. Λόγω όμως του ότι στις 17.05.2019 εκδόθηκε από το Δικαστή που προήδρευε της δικαιοδοσίας των ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων του Ε.Δ Πάφου, απόφαση στα πλαίσια της 7794/14, ημερ. 17.05.2019 και η οποία αφορούσε πανομοιότυπα αδικήματα με βάση το Ν.60(Ι)/2008 δεν θεωρήθηκε ενδεδειγμένο μέτρο η καταχώρηση υπόθεσης καταδολίευσης. Στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε από τον αδελφό μου Δικαστή ότι δεν μπορούσε να προωθηθεί διαδικασία καταδολίευσης από Συνεργατική Εταιρεία που είχε συγχωνευθεί με άλλη Συνεργατική Εταιρεία η οποία είχε διαλυθεί και προς όφελος της οποίας είχε αρχικά εκδοθεί το διάταγμα μηνιαίων δόσεων. Καταχωρήθηκε έφεση και κρίθηκε ορθότερο να αναμενόταν η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (ως ήταν τότε). Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε περί την 03.07.2020 (Ποιν. Εφ. 101/2019) με την οποία ανατράπηκε το πιο πάνω σκεπτικό. Μετά την εν λόγω απόφαση οι παραπονούμενοι προχώρησαν αμέσως στην καταχώρηση της υπό  κρίση υπόθεσης.

Τέλος αιτείται την έκδοση διατάγματος είσπραξης του ποσού των €9.100 που αφορά τις καθυστερημένες δόσεις πλέον τα έξοδα της διαδικασίας.

 

Η αντεξέταση της μάρτυρος εστιάστηκε στους ισχυρισμούς της για προσπάθειες επικοινωνίας των λειτουργών της παραπονούμενης με την κατηγορούμενη. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα λειτουργών που επικοινώνησαν με την κατηγορούμενη πλην του αναφερόμενου στη γραπτή της δήλωση. Η συγκεκριμένη λειτουργός διευθέτησε συνάντηση στην οποία όμως η κατηγορούμενη δεν εμφανίστηκε. Εξήγησε ότι αυτά ήταν περασμένα με κωδικούς στο σύστημα των παραπονούμενων, ενώ δεν υπήρχαν  συγκεκριμένες ημερομηνίες που έγιναν οι προσπάθειες επικοινωνίας. Όμως σύμφωνα με την ίδια, γίνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν γνώριζε το όνομα του λειτουργού που πέρασε τα δεδομένα αυτά, όμως δεν υπήρχε λόγος να υπήρχαν αυτά περασμένα στο σύστημα, απ’ όπου και τα πληροφορήθηκε, χωρίς να είχαν γίνει οι απαραίτητες ενέργειες. Διευκρίνισε ότι οι προσπάθειες επικοινωνίας γίνονταν δια τηλεφώνου. Τα μηνύματα που διάβασε από το σύστημα των παραπονούμενων δεν μπορούσε να τα εκτυπώσει και να τα προσκομίσει στο Δικαστήριο. Διαφώνησε ότι η ίδια η κατηγορούμενη αποτάθηκε στους παραπονούμενους για εξεύρεση λύσης όπως και στο ότι ήταν οι παραπονούμενοι που δεν ανταποκρίθηκαν. Σε περίπτωση που η απόφαση του Ανωτάτου στα πλαίσια της Ποιν. Έφεσης 101/19 ήταν διαφορετική τότε θα ζητούσαν να λάμβαναν νομική συμβουλή για το πως θα προχωρούσαν. Επέμενε στη θέση της ότι η πρωτόδικη απόφαση που εφεσιβλήθηκε είχε εκδοθεί το 2019 και όχι το 2021 ως της υποβλήθηκε. Αρνήθηκε υποβολές ότι όσα ανέφερε για κατ’ ισχυρισμό προσπάθειες εξεύρεσης λύσης είναι επινοήσεις δικές της προκειμένου  να δικαιολογηθεί το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων μέχρι της καταχώρησης της υπόθεσης. Ήταν η θέση της ότι η κατηγορούμενη ουδέποτε ανέφερε στους λειτουργούς των παραπονούμενων ότι δεν μπορούσε να καταβάλει τις δόσεις της  

 

Μετά το πέρας της μαρτυρίας της ΜΚ.1 δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα από το έτος 2014 είχε τον έλεγχο, διαχείριση και επόπτευση όλων των μη εξυπηρετούμενων δανείων των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων ανά το παγκύπριο. Το πιο πάνω γεγονός εγκρίθηκε ως παραδεκτό από το Δικαστήριο.

Οι Αγορεύσεις

  

Αμφότερες οι πλευρές καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησαν και τις οποίες αντάλλαξαν μεταξύ τους. Δεν πρόσθεσαν οτιδήποτε άλλο.

 

Αρχίζοντας από την αγόρευση του συνηγόρου της Κατηγορούμενης (έγγραφο Β1), αυτό που παρατηρώ είναι ότι ουσιαστικά έχει το ίδιο περιεχόμενο με τη γραπτή αγόρευση που κατέθεσε στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Η μόνη προσθήκη που γίνεται είναι η εισήγηση του συνηγόρου πως με την καθυστερημένη καταχώριση της υπό κρίση υπόθεσης αποστέρησε την κατηγορούμενη (και όχι «Αιτήτρια» ως αναγράφεται στη σελ . 8) να αντεξετάσει ουσιώδεις μάρτυρες, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα της σε δίκαιη δίκη.

 

Κατά τα λοιπά καλεί το Δικαστήριο όπως μην αποδεχθεί τη μαρτυρία της ΜΚ.1 στο μέτρο και την έκταση που αφορά τους ισχυρισμούς της περί προσπαθειών εξεύρεσης λύσης για το εξ’ αποφάσεως χρέος της κατηγορούμενης και οποίοι δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι αποτελούν εύλογους λόγους για την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης. Με αναφορά σε νομολογία εισηγείται ότι η πάροδος 5 ½ ετών από της διάπραξης του αδικήματος (προφανώς εννοώντας από αυτό που περιλαμβάνεται στην πρώτη κατηγορία) μέχρι της καταχώρησης του υπό κρίση κατηγορητηρίου καθιστά την παραπέρα συνέχιση της διαδικασίας ως καταχρηστική

 

Με τη δική του αγόρευση ο εκπρόσωπος των παραπονούμενων (Έγγραφο Β1) εισηγείται αρχικά ότι πληρούνται όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών μέσω της μαρτυρίας που προσφέρθηκε και παράλληλα αρνείται την εισήγηση περί αντινομικής ή αντιφατικής μαρτυρίας. Σε σχέση με την εισήγηση περί καταχρηστικότητας, αποτελεί θέση του ότι η απόφαση του παρόντος δικαστηρίου στα πλαίσια της υπ’ αρ. 6217/20, με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστική η καταχώρηση και προώθηση πανομοιότυπων κατηγοριών, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την υπό κρίση περίπτωση, όπως και με άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος της κατηγορούμενης. Πρώτον, καθότι οι εκεί κατηγορίες αφορούσαν καθυστερημένες δόσεις από το 2013 έως και το 2017 ενώ στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης οι, κατ’ ισχυρισμό, καθυστερημένες δόσεις οφείλονται από Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι και Σεπτέμβριο του 2020. Το δε κατηγορητήριο καταχωρήθηκε 18.09.2020. Δεύτερον, επειδή δόθηκαν εξηγήσεις από τους παραπονούμενους ως προς τους λόγους της καθυστέρησης οι οποίες θα πρέπει και να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Εξ’ αυτών, όπως εισηγείται, προκύπτει σαφής και εύλογη αιτιολογία ως προς το χρόνο και το λόγο καταχώρησης της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Προσθέτοντας, ανέφερε ότι αν υπάρχει καταχρηστικότητα στην παρούσα υπόθεση αυτή πηγάζει από την κατηγορούμενη εκ του ότι αφενός αδιαφόρησε για την καταβολή των καθυστερημένων δόσεων της, ενώ από της καταχώρησης της υπό κρίση υπόθεσης μέχρι και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας κατ’ επανάληψη αιτείτο χρόνο για να προβεί σε προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης, και χωρίς να προβάλει ποτέ ζήτημα καταχρηστικότητας. Επισημαίνει παράλληλα και αντιφατικές θέσεις που υποβλήθηκαν από την υπεράσπιση ενώ δεν έχει παρουσιαστεί από πλευράς της οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Εισηγείται επιπρόσθετα ότι η υπό κρίση διαδικασία πηγάζει από αστικής φύσεως υπόθεση, η οποία έχει τελεσιδικήσει όπως και η υποχρέωση της κατηγορούμενης να αποπληρώσει το εξ’ αποφάσεως χρέος της με μηνιαίες δόσεις. Κάτι που παρέλειψε και παραλείπει να εκπληρώσει.

 

Τέλος αναφέρει ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ως καταχρηστική η διαδικασία ένεκα του διαρρεύσαντα χρόνου, κάθε κατηγορία στο κατηγορητήριο συνιστά και ξεχωριστό αδίκημα, και συνεπώς για κάποιες εξ’ αυτών δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο, εφόσον αφορούν αδικήματα που διαπράχθηκαν πιο πρόσφατα από τις αρχικές κατηγορίες.

 

Είναι υπόψιν του Δικαστηρίου όλα όσα έχουν αναφερθεί από τους συνήγορους και δεν κρίνω σκόπιμο να τα καταγράψω αυτολεξεί. Επίσης είναι υπόψη μου οι αυθεντίες που έχω παραπεμφθεί καθώς και οι πρωτόδικες αποφάσεις.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Όπως έχει υποδειχθεί στην Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα γίνεται με γνώμονα το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα, αλλά και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Έχοντας υπόψη το πιο πάνω πλαίσιο έχω παρακολουθήσει τη μάρτυρα  στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις της, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούσε, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά της, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσε, παράγοντες που, σύμφωνα με τη νομολογία, ενέχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας (βλ. C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273). Δεν παραγνωρίζω βέβαια ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Σχετικά παραπέμπω στη Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797. Επιπλέον, σχετική είναι η απόφαση Βούτουνος Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 71, όπου υποδείχθηκε ότι είναι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα που τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση που αυτός άφησε στο Δικαστήριο.

 

Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (βλ. Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, 216 και Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45). Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας. Διευκρινίζεται, επίσης, ότι οι  υποβολές των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλά μετέωροι ισχυρισμοί (βλ. Ησαϊας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640).

 

Των πιο πάνω λεχθέντων και έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω αρχές προχωρώ κατωτέρω σε αξιολόγηση της μάρτυρος.

 

Μαρτυρία Παραπονούμενων

 

Έχει ήδη επισημανθεί ότι τόσο το εξ’ αποφάσεως χρέος όσο και το διάταγμα μηνιαίων δόσεων που εκδόθηκαν στα πλαίσια της αγωγής 3070/13 του Ε.Δ Πάφου έχουν γίνει αποδεκτά δια της εκ συμφώνου κατάθεσης των τεκμηρίων αρ.1 και αρ.2 αντίστοιχα. Περαιτέρω όπως διαφάνηκε και από το χειρισμό της υπόθεσης από πλευράς συνηγόρου υπεράσπισης, δεν έχει κατ’ ελάχιστο αμφισβητηθεί το γεγονός ότι οι δόσεις που περιλαμβάνονται σε όλο το κατηγορητήριο εξακολουθούν να παραμένουν απλήρωτες μέχρι σήμερα, όπως επίσης και όλες οι αναφορές της μάρτυρος ως προς τον αριθμό συγχωνεύσεων και αναδιαρθρώσεων που έχουν επέλθει από της δημιουργίας του χρέους μέχρι και της προώθησης της παρούσας υπόθεσης από τους παραπονούμενους. Ούτε επίσης έχει αμφισβητηθεί η νομιμοποίηση τους να προωθούν την παρούσα υπόθεση. Είναι καλά γνωστό στη νομολογία ότι αξιολόγηση χωρεί μόνο επί αμφισβητούμενων γεγονότων. Τούτων λεχθέντων, το μέρος αυτό της μαρτυρίας της ΜΚ.1 αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου.

 

Η μάρτυρας άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και δεν έχω οποιοδήποτε λόγο να θεωρώ ότι επινόησε τα όσα σχετικά ανέφερε για τις προσπάθειες είσπραξης των οφειλόμενων ποσών από την παραπονούμενη. Έδιδε άμεσες, ειλικρινείς και αληθοφανείς απαντήσεις στις επίμονες ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης, και παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της παρά την μακρά αντεξέταση της. Η μαρτυρία της θεωρώ ότι υποστηρίζεται και από την ενώπιον μου μαρτυρία. Όπως ανέφερε, οι λειτουργοί της παραπονούμενης άρχισαν τις προσπάθειες για εξεύρεση λύσης για το οφειλόμενο χρέος από το 2016, δηλαδή λίγους μήνες μετά δηλαδή την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων οι οποίες φαίνεται να είχαν κάποιο αποτέλεσμα, εφόσον όντως η κατηγορούμενη κατέθεσε περί τον Απρίλιο του 2016 ποσό δυο δόσεων και μέρος τρίτης. Η ανταπόκριση της αυτή εύλογα δημιουργούσε την πεποίθηση στους παραπονούμενους για το γνήσιο των προθέσεων της κατηγορούμενης για εξόφληση ή άλλως πως διευθέτηση του οφειλόμενου χρέους. Το γεγονός ότι πέρασε αρκετό διάστημα μέχρι και το 2019 για να δοθούν οδηγίες στους δικηγόρους των παραπονούμενων για λήψη περαιτέρω μέτρων δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις της παρούσας, παρά να θεωρηθεί ως επιβεβαίωση των προσπαθειών εξάντλησης κάθε ευκαιρίας που ήθελαν να δώσουν για μια ολοκληρωτική διευθέτηση του ζητήματος. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από το άρθρο 3 της Κ.Δ.Π 315/2013, για την οποία λαμβάνω δικαστική γνώση, όπου καλούνται τα ΑΠΙ για εφαρμογή, μεταξύ άλλων, αποτελεσματικών στρατηγικών και μηχανισμών για την επίτευξη δίκαιων και βιώσιμων αναδιαρθρώσεων των χορηγήσεων των δανειοληπτών.

 

Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι οι αναφορές της μάρτυρος για τα όσα η ίδια αντιλήφθηκε να αναγράφονται στο σύστημα των παραπονούμενων, ήτοι το ηλεκτρονικό αρχείο που τηρούσαν και τηρούν, αποτελούν όντως εξ’ ακοής μαρτυρία.

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι μαρτυρία που εισάγεται ως εξ’ ακοής δεν οδηγεί εκ του λόγου αυτού και μόνο στην παραγνώριση της από το Δικαστήριο (βλ. Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ. ν. Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779,  Νικηφόρου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 19/2022, ημερ. 06.03.2023, ECLI:CY:AD:2023:B79 ECLI:CY:AD:2023:B79 και την εκεί αναφερθείσα νομολογία). Για τον τρόπο αξιολόγησης τέτοιας μαρτυρίας το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το κατά πόσο ήταν εφικτό να κλητευθεί το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, το βαθμό της εξ’ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει γεγονότα, το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση κ.α[1]. Οι παράγοντες αυτοί προνοούνται στο Άρθρο 27(2) του Κεφ.9, όμως δεν είναι εξαντλητικοί[2]. Η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το Δικαστήριο, είτε όταν η μαρτυρία απορρέει από προφορική είτε από γραπτή μαρτυρία[3].

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, η μάρτυρας εξήγησε ότι δεν αναγράφονταν οποιαδήποτε ονόματα στο υπό αναφορά αρχείο των παραπονούμενων, παρά μόνο κωδικοί. Άλλωστε δεν θα υπήρχε λόγος να γίνουν κάποιες αναγραφές χωρίς να είχαν πράγματι γίνει οι ενέργειες στις οποίες αναφέρθηκε. Επίσης ως ανέφερε η μάρτυρας δεν ήταν δυνατόν να εκτυπωθεί η συγκεκριμένη καταγραφή. Δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε θέση περί ελαττωματικότητας του ηλεκτρονικού υπολογιστή ή λανθασμένης λειτουργίας του ή αλλοίωσης της καταχώρησης των συγκεκριμένων δεδομένων, ενώ την ίδια ώρα αποτελεί πρώτου βαθμού εξ’ ακοής μαρτυρία. Η ΜΚ.1 μετέφερε αυτό το οποίο εμφανιζόταν στο σύστημα στο οποίο καταγράφονταν οι πράξεις και οι ενέργειες των λειτουργών, που γίνονταν ανα τακτά χρονικά διαστήματα.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, και με δεδομένη τη θετική εντύπωση που αποκόμισα και από τη μάρτυρα, αλλά και το γεγονός ότι δεν προσφέρθηκε άλλη αντικρουστική μαρτυρία, εφόσον ούτε η κατηγορούμενη, ούτε οποιοσδήποτε άλλος μαρτύρησε, δεν θεωρώ ότι αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας θα έθετε εν κινδύνω την διασφάλιση των εχεγγύων της δίκαιας δίκης και της ακριβοδίκαιης μεταχείρισης των διαδίκων. Κρίνω ότι στη βάση των αρχών της νομολογίας και των όσων διαμείβονται στο Άρθρο 27(2) του Κεφ. 9, μπορώ να αποδώσω και αποδίδω πλήρη βαρύτητα στα όσα σχετικά ανέφερε. 

 

Πέραν τούτου, εύλογα υπήρξε περαιτέρω καθυστέρηση ενός έτους λόγω της πρωτόδικης απόφασης στην υπόθεση 7997/14, ημερομηνίας 17.05.2019 με την οποία απορρίφθηκε στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως κατηγορητήριο που εμπεριείχε ταυτόσημες κατηγορίες, στη βάση του ότι δεν μπορούσε προωθείται από τους παραπονούμενους, που τότε έφεραν την ονομασία Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ, καθότι δεν περιβάλλονταν από την ιδιότητα του εξ’ αποφάσεως πιστωτή. Αυτή η εξέλιξη εύλογα οδήγησε στην εισήγηση των συνηγόρων των παραπονούμενων για μη προώθηση περαιτέρω μέτρων μέχρις ότου εκδίδετο απόφαση στην έφεση που ασκήθηκε κατά της πρωτόδικης απόφασης η οποία είχε θετική έκβαση για αυτούς. Η σημασία της απόφασης για τους παραπονούμενους είναι έκδηλη εφόσον τυχόν διαφορετική προσέγγιση του Εφετείου να ισοδυναμούσε με αδυναμία προώθησης τέτοιας φύσεως υποθέσεων

 

Συνεπώς αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΚ.1 ως ειλικρινή και αξιόπιστη

 

Κατάχρηση Διαδικασίας

 

Το εν λόγω ζήτημα, συμφώνως της ενδιάμεσης απόφασης μου ημερομηνίας 29.01.24 παρέμεινε για να εξεταστεί κατά το τελικό αυτό στάδιο. Έκρινα ότι θα έπρεπε πρώτα να αξιολογηθεί η μαρτυρία της ΜΚ.1 καθώς και άλλοι παράγοντες που προέβαλε στην αγόρευση του ο συνήγορος των παραπονούμενων.

 

Το ζήτημα αυτό ενέχει μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα. Όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί, το Δικαστήριο έχει ευρύτατη, συμφυή εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο μιας ποινικής υπόθεσης, είτε κατόπιν αιτήματος είτε και αυτεπάγγελτα, να την τερματίσει και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, εφόσον κρίνει ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα συνιστούσε κατάχρηση (βλ. ενδεικτικά Δ/ντής των Φυλακών ν. xxx Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217). Το γεγονός ότι προηγήθηκε έγκριση της καταχώρησης ενός κατηγορητηρίου δεν επηρεάζει την εξουσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί τέτοιο αίτημα ή ακόμα και να το επανεξετάσει.

 

Το ζήτημα του κατά πόσο η καθυστέρηση στην προώθηση της δικαστικής διαδικασίας καθιστά την διεξαγωγή της δίκης μη δίκαια απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων.

 

 Στην υπόθεση Γ.Π.Β ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 5/2020, ημερομηνίας 30.7.2021 επισημάνθηκε κατ’ αρχάς, με αναφορά στην Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, ότι αποτελεί διαφορετικό ζήτημα το κατά πόσο ο χρόνος εντός του οποίου εκδικάστηκε μια υπόθεση είναι εύλογος συμφώνως του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο και εξετάζεται κατ’ αποκλειστικότητα εντός της χρονικής διάρκειας από την διατύπωση της κατηγορίας μέχρι της τελικής εκδίκασης της (περιλαμβανομένου και του σταδίου έφεσης), και άλλο το κατά πόσο μια δικαστική διαδικασία καθίσταται καταχρηστική λόγω της καθυστέρησης υποβολής παραπόνου (εν προκειμένω καταχώρησης κατηγορητηρίου). Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο τόνισε ότι η διακοπή της δίκης έστω και σε περίπτωση που η καθυστέρηση δεν είναι δικαιολογημένη θα πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, δεδομένου ότι γενικά η παρέλευση του χρόνου από μόνη της δεν αρκεί. Ωστόσο, ως περαιτέρω επισημάνθηκε, κάθε περίπτωση κρίνεται μα βάση τα δικά της περιστατικά.

 

Παρόμοια προσέγγιση ως προς το τρόπο αντιμετώπισης της καθυστέρησης σε ποινική δίωξη ενός προσώπου υποστηρίζεται  και από την αγγλική νομολογία. Σχετικό προς το πιο πάνω θέμα είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την αγγλική υπόθεση Attorney General's Reference (No. 1 of 1990) [1992] 3 All ER 169 όπου στη σελ. 176 λέχθηκαν τα ακόλουθα από το λόρδο Lane:

 

In principle, therefore, even where the delay can be said to be unjustifiable, the imposition of a permanent stay should be the exception rather than the rule. Still more rare should be cases where a stay can properly be imposed in the absence of any fault on the part of the complainant or prosecution. Delay due merely to the complexity of the case or contributed to by the actions of the defendant himself should never be the foundation for a stay.

 

…no stay should be imposed unless the defendant shows on the balance of probabilities that owing to the delay he will suffer serious prejudice to the extent that no fair trial can be held, in other words that the continuance of the prosecution amounts to a misuse of the process of the court.

 

Στην υπόθεση Κ&Μ (TRANSPORT) FUEL TANKERS LTD κ.α ν. Έφορου Φορολογίας, Ποιν. Εφ. 109/2021 ημερ. 06.03.2023, ECLI:CY:AD:2023:B78, η οποία αφορούσε ποινική υπόθεση για παράλειψη καταβολής βεβαιωμένου ποσού Φ.Π.Α και παράλειψη εμπρόθεσμης υποβολής φορολογικών δηλώσεων λέχθηκαν τα εξής:

 

Η κατάχρηση είναι ζήτημα που εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων πραγματικών γεγονότων, ως αυτά έχουν συμφωνηθεί ή γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ηλιάδης κ.ά. Ποινική Έφεση 348/2018, ημερ. 31.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:B207.  Ο διάδικος που εγείρει ζήτημα κατάχρησης μιας δικαστικής διαδικασίας φέρει το βάρος να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή της διαδικασίας, αποδεικνύοντας όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση, αλλά και ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, συνεπεία αυτής.

 

Ο κος Ροδοσθένους προς επίρρωση του ισχυρισμού του περί ύπαρξης κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με παρέπεμψε στην υπόθεση Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λιμιτεδ ν. ΧΧΧ Αθανασίου Ποιν. Εφ. 104/19 ημερ. 03.07.2020, ECLI:CY:AD:2020:B216 ECLI:CY:AD:2020:B216, καθώς και στην Πολυκάρπου ν. Τελεβάντου Ποιν. Εφ. 69/2021 ημερ. 07.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:B468 ECLI:CY:AD:2022:B468, αμφότερες αφορούσες το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής και για τις οποίες γίνεται μνεία σε άλλη απόφαση μου ήτοι στην υπόθεση 6217/2020. Σε αμφότερες τις υποθέσεις δεν είχαν προβληθεί οποιοιδήποτε λόγοι για την καθυστέρηση στην καταχώρηση του κατηγορητηρίου η οποία διενεργήθηκε στην μεν πρώτη υπόθεση 5 ½ χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος και στη δεύτερη μετά από 3 ½ χρόνια. Στην Αθανασίου υπογραμμίστηκε ότι ο κατήγορος έχει δικαίωμα να προβάλει γεγονότα που τείνουν να ανατρέψουν την εκ πρώτης όψεως εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης και σε περίπτωση που αυτά αμφισβητούνται το ζήτημα αυτό μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Σε περίπτωση όμως που δεν συμβεί αυτό, όπως ήταν η περίπτωση στην Αθανασίου, τότε «το ζήτημα θα κριθεί με αναφορά αποκλειστικά στην ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και στην ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου…». Λέχθηκε ακόμα ότι προβολές επιχειρημάτων κατά το στάδιο των αγορεύσεων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

 

Ό,τι προκύπτει από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές είναι πως σε υποθέσεις συνοπτικής διαδικασίας, όπως η παρούσα, η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της διάπραξης ενός αδικήματος και της δίωξης προς τούτο ενός προσώπου, σε περίπτωση που δεν υποστηρίζεται από επαρκείς εξηγήσεις από πλευράς κατήγορου και στην απουσία οποιασδήποτε συμβολής του κατηγορούμενου στην πρόκληση της καθυστέρησης, είναι πιθανόν να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαπίστωση δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορούμενου και συνακόλουθα να κρίνει την προώθηση της ποινικής υπόθεσης ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ως λέχθηκε στην LCA Domiki Ltd Ποιν. Αιτ. 14/2018, ημερ. 02.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:D424 «ο παράγων του χρόνου όμως έχει τη δική του αυτοτέλεια».

 

Με δεδομένη την αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΚ.1 και συγκεκριμένα των όσων ανέφερε για την παρατηρηθείσα καθυστέρηση κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε κατάχρηση. Η όλη στάση που τήρησε η κατηγορούμενη έναντι των προσπαθειών που κατέβαλαν οι παραπονούμενοι για εξεύρεση διευθέτησης αποτελεί παράγοντα που δικαιολογεί το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα (βλ. Ποιν. Αίτηση 14/19 Αναφορικά με την Amsteso Electric Ltd, ημερ. 09.05.2019). Αναφέρομαι ειδικότερα στην καταβολή κάποιου ποσού καθώς και στην αθέτηση των υποσχέσεων της για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης είναι πολύ διαφορετικές από τα όσα αφορούσαν την απόφαση μου στην υπόθεση 6217/2020 στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος της κατηγορούμενης. Στην τελευταία όχι μόνο οι καθυστερημένες δόσεις εκκινούσαν δυο χρόνια προηγουμένως αλλά υπήρχε και ένα κενό τριών χρόνων μεταξύ της τελευταίας κατηγορίας και της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Επιπρόσθετα εδώ η ΜΚ.1 έδωσε επαρκείς λόγους για την αργοπορημένη καθυστέρηση στην καταχώρηση του κατηγορητηρίου σε πλήρη αντίθεση με την περίπτωση στην 6217/2020 στην οποία η μάρτυρας δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε. Σε κάθε περίπτωση το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει θα ληφθεί υπόψη στα πλαίσια επιβολής ποινής.

 

Πέραν της αποδοχής των εξηγήσεων που δόθηκαν από πλευράς παραπονούμενων θα πρέπει να σημειώσω ότι απουσιάζει οποιαδήποτε μαρτυρία για δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων της κατηγορούμενης. Αντίθετα ως προκύπτει από τα πρακτικά της υπό κρίση υπόθεσης ο συνήγορος της παραπονούμενης υπέβαλε σωρεία αιτήματα αναβολών που είχαν ως υπόβαθρο τις προσπάθειες διευθέτησης. Ήδη από την 27.10.21, ως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, απέστειλε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με το οποίο εξέφραζε τη συμφωνία του στο αίτημα αναβολής των συνηγόρων των παραπονούμενων στη βάση προσπαθειών διευθέτησης. Ανάλογου περιεχομένου ηλεκτρονικό μήνυμα υπάρχει και την 04.03.2022 με τον συνήγορο να αναφέρει ρητά ότι η κατηγορούμενη θα προχωρήσει σε διευθέτηση τόσο της παρούσας όσο και άλλης υπόθεσης. Συνυπολογίζοντας τα πιο πάνω έπεται πως η εισήγηση της κατηγορούμενης είναι άνευ ερείσματος και απορρίπτεται.

 

Ευρήματα

 

            Έχοντας αξιολογήσει τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, τα παραδεκτά γεγονότα καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της παρούσας, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Στις 11.03.2014 στα πλαίσια της αγωγής υπ’ αριθμό 3070/13 του Ε.Δ Πάφου, εκδόθηκε απόφαση υπερ των παραπονούμενων (που τότε έφεραν την ονομασία Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ) και εναντίον της κατηγορούμενης για το ποσό των €19.205,67σ πλέον τόκο προς 8,5% το χρόνο από 01.07.2013 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση την 30η Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου έκαστου έτους μέχρι εξόφλησης πλέον €761 δικηγορικά έξοδα, πλέον τόκο προς 5,5% το χρόνο από 24.10.2013 μέχρι εξόφλησης πλέον Φ.Π.Α, πλέον €11 έξοδα επίδοσης.

 

Στις 06/05/2015 στα πλαίσια της αναφερόμενης αγωγής διατάχθηκε από το αναφερόμενο Δικαστήριο να καταβάλλει το εξ’ αποφάσεως χρέος της με μηνιαίες δόσεις ύψους €150 έκαστης, αρχής γενομένης την 01/07/2015, πλέον έξοδα €442, πλέον τόκο προς 5,5% το χρόνο από 20.11.14 μέχρι 31.12.14, και πλέον τόκο προς 4% το χρόνο από 01.01.15 μέχρι εξοφλήσεως πλέον Φ.Π.Α.

 

Η Κατηγορούμενη έναντι του χρέους της κατέβαλε συνολικά ποσό ύψους €350 την 04.04.2016. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε δυο μηνιαίες δόσεις και στο 1/3 της επόμενης μηνιαίας δόσης και έχει πιστωθεί για τις δόσεις Ιουλίου, Αυγούστου και μέρους της δόσης Σεπτεμβρίου του 2015. Το συνολικό οφειλόμενο ποσό από τις καθυστερημένες δόσεις ανέρχεται σε €9.100. Έγιναν προσπάθειες από πλευράς παραπονούμενων για διευθέτηση του εξ’ αποφάσεως χρέους της, χωρίς όμως η κατηγορούμενη να ανταποκρίνεται πλην της περίπτωσης που κατέβαλε το πιο πάνω αναφερόμενο ποσό.

 

Μέχρι σήμερα δεν καταχωρήθηκε αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση του ποσού των €150 ούτε και ανέφερε στους παραπονούμενους ότι είχε αδυναμία να καταβάλλει το εν λόγω ποσό. Δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για μεταβολή των οικονομικών δεδομένων της κατηγορούμενης

 

Νομική Πτυχή

           

Το Άρθρο 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμο του 2008, Ν. 60(Ι)/2008 (εφεξής ο Νόμος) προβλέπει τα εξής:

 

«3(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:

(α) .

(β) .

(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.

είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 3(4) του ίδιου νόμου αποτελεί Υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει ότι:

 

«α) έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις ή

β) ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή

γ) ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ' αυτόν»     

 

Το Άρθρο 4(3) του εν λόγω Νόμου προβλέπει ότι σε περίπτωση καταδίκης, δυνάμει του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου, το δικαστήριο δύναται, υπό τις καθοριζόμενες προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Συγκεκριμένα προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«4(3) Το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, εκδίδει, εφόσον υποβληθεί αίτηση προς τούτο, διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου καταργούντος ή τροποποιούντος τούτο. Το δικαστήριο κατά την έκδοση του εν λόγω διατάγματος δύναται να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσής του για περίοδο μέχρι έξι μήνες.»

 

Για τη στοιχειοθέτηση συνεπώς των υπό κρίση κατηγοριών, που υπενθυμίζω είναι πανομοιότυπα διατυπωμένες, σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(γ) του Ν. 60(Ι)/2008 χρειάζεται να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από το λεκτικό του εν λόγω άρθρου και επιβεβαιώνονται από τη σχετική νομολογία (βλ. Νικολάου ν. City Principal Investments Ltd, Ποιν. Έφεση 160/2014 ημ. 20/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:B558 και Ντάγκλας ν. Κυλίλη, Ποιν. Έφεση 76/19 ημ. 22/04/2020):

 

1.    Ο κατηγορούμενος να είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους με πιστωτή τον παραπονούμενο,

2.    Το εκ δικαστικής απόφασης χρέος να μην έχει εξοφληθεί

3.    Να έχει εκδοθεί διάταγμα πληρωμής του εκ δικαστικής απόφασης χρέους με μηνιαίες δόσεις και

4.    Ο κατηγορούμενος να έχει παραλείψει να καταβάλει τις δόσεις που είχε διαταχθεί να καταβάλει όταν αυτές κατέστησαν πληρωτέες

 

Όπως λέχθηκε στην Νικολάου ν. City Principal Investments Ltd, εναπόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος της μη καταβολής των οφειλόμενων δόσεων αφορούσε οικονομική ή φυσική αδυναμία, και όχι ο πιστωτής να αποδείξει το αντίστροφο (ότι δηλαδή ο λόγος δεν ήταν η ύπαρξη τέτοιας αδυναμίας). Αυτή είναι και η ερμηνεία που προκύπτει από το άρθρο 3(4)(γ) του αναφερόμενου νόμου οι πρόνοιες του οποίου τέθηκαν πιο πάνω.

 

            Προκύπτει, ακόμα, από την Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας ΛτδΠοιν. Έφεση 25/2012 ημ. 20/02/2014, ECLI:CY:AD:2014:B126, ότι το ζητούμενο σε τέτοιες υποθέσεις, όπως η παρούσα, δεν είναι το οποιοδήποτε συνολικό ποσό του χρέους κατά την ημέρα της ακρόασης αλλά το κατά πόσο οι επίδικες δόσεις είχαν ή όχι καταβληθεί.

 

Βάρος Απόδειξης

 

Όπως σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, έτσι και στην παρούσα, το βάρος απόδειξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της κατηγορίας που προσάπτεται εναντίον του κατηγορούμενου βρίσκεται επί των ώμων της κατηγορούσας αρχής, η οποία πρέπει να αποδείξει σωρευτικά την στοιχειοθέτησή τους με αποδεκτή μαρτυρία, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι δεν επιτρέπονται[4]. Εναπόκειται, επίσης, στην κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής[5]. Αν στο τέλος της υπόθεσης παραμείνει στο μυαλό του Δικαστηρίου έστω και η παραμικρή αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορούμενου, τότε αυτός θα πρέπει να απαλλαχθεί από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει[6].

 

Κατάληξη

 

Με την απόρριψη του ισχυρισμού περί κατάχρησης διαδικασίας, και με το μέρος της μαρτυρίας της ΜΚ.1 ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αφορά τον Ν.60(Ι)/2008 να παραμένει αναντίλεκτο και εύρημα του Δικαστηρίου, καταλήγω ότι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 3 (1) (γ) του Νόμου σε όλες τις κατηγορίες. Συγκεκριμένα έχει αποδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης με πιστωτή τον παραπονούμενο, ότι το χρέος του δεν έχει εξοφληθεί, ότι εναντίον του εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα αποπληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις, και ότι παρέλειψε να καταβάλει τις δόσεις που αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών αρ.1 (μέρος αυτής ήτοι για το ποσό των €100) έως και αρ.61 ήτοι για την περίοδο από 01.09.2015 μέχρι και την 01.09.2020 αμφότερων των ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, όταν αυτές κατέστησαν πληρωτέες. Το δε εξ’ αποφάσεως χρέος συνεχίζει να παραμένει ανεξόφλητο μέχρι σήμερα.

 

Συνακόλουθα, η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη σε όλες τις κατηγορίες.

 

(Υπογρ.)……………………….

                                                                                                                       Μ. Μυτίδης, Ε.Δ.

        

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. σχετικά Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. ΧριστοδούλουΠολ. Έφεση Αρ. 6/2011, ημερ. 15.7.16,

[2] Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2006) 2 ΑΑΔ 217

[3] Βλ. Μονός κ.αv. S. Xenides Trading Co Ltd κ.α(2010) 1 Α.Α.Δ. 1002

[4] Ενδεικτικά Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Έφεση 97/2017, ημ. 19/7/2019 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρος Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71

[5] Βλ. Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401

[6] Βλ. Ιωάννου Σάββας Πλαστήρα κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο