ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 8425/2020 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

ΖΩΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

Κατηγορούμενη

 

Ημερομηνία: 31 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Παπαγεωργίου Μ.

Για τον Κατηγορούμενο: κος Δημητρίου Χ.

Κατηγορούμενη παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στην παρούσα υπόθεση, η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει δυο κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 8, 19 και 20Α του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 όπως τροποποιήθηκε.

 

 Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, κατά την 18.06.2020 η κατηγορούμενη οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα [ ] στην οδό Γρίβα Διγενή στην Πάφο χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή και προκάλεσε δυστύχημα ενώ σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας της αποδίδεται ότι κατά τον ίδιο χρόνο οδηγούσε το υπό αναφορά όχημα στη συμβολή της οδού Μεσσηνίας και Μαρκαντώνη Βραγαδίνου και πάλι χωρίς τη προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή και προκάλεσε δυστύχημα. Η κατηγορούμενη αρνήθηκε ενοχή σε αμφότερες τις κατηγορίες και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. 

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τρεις μάρτυρες, ήτοι τον Δημήτρη Ευσταθίου (ΜΚ.1) τον Αστ. 1142 Κ. Κωνσταντίνου (ΜΚ.2), και την Ειρήνη Ζυπιτή (ΜΚ.3) 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Η προσαχθείσα μαρτυρία στα κύρια σημεία της μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

 

O MK.1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 στο Δικαστήριο γραπτή κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της υπό κρίση υπόθεσης της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της, είναι συνιδιοκτήτης του οχήματος [ ] μαζί με το παιδί του και την κατηγορούμενη η οποία ήταν εν διαστάσει σύζυγος του. Κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε το εν λόγω όχημα, με χαμηλή ταχύτητα, στη λεωφόρο Γρίβα Διγενή στην Πάφο με κατεύθυνση τον κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου και με συνοδηγό την ΜΚ.3

 

Σε κάποιο σημείο της Γ. Διγενή έξω από το σχολείο «Δημήτριο» αντιλήφθηκε πίσω του το όχημα [ ] το οποίο οδηγείτο από την κατηγορούμενη. Αφού αυτή άναψε τα φώτα πορείας στην ψηλή στάση και τους προβολείς, άρχισε να κορνάρει και να φωνάζει αγριεμένη για να σταματήσει. Ο ίδιος ανέπτυξε ταχύτητα για να κατευθυνθεί στον αστυνομικό σταθμό και να καταγγείλει το συμβάν, καθότι αισθάνθηκε ότι απειλείτο η σωματική τους ακεραιότητα.

 

Σε άλλο σημείο του δρόμου απέναντι από το Νικολαϊδειο Γυμνάσιο αφού η κατηγορούμενη τους προσέγγισε, ήρθε πλευρικά με το όχημα του, και μπήκε στη λωρίδα του από δεξιά προς τα αριστερά και συγκρούστηκε μαζί του επίτηδες με σκοπό να τον αναγκάσει να σταματήσει. Παρά ταύτα, συνέχισε την πορεία του προς στον σταθμό και είπε την ΜΚ.3 να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να τους ενημερώσει για το τι συνέβαινε. Η κατηγορούμενη συνέχιζε να έρχεται από δίπλα του. Ο ίδιος έστριψε από τα φώτα του Μακάριου δεξιά προς τη διαδρομή που καταλήγει στην αστυνομία. Έχασε το πρώτο στρίψιμο που οδηγεί απευθείας στο φρουρό του σταθμού και πήρε το τρίτο στρίψιμο φθάνοντας σε αλτ της Μαρκαντώνη Βραγαδίνου. Προκειμένου να στρίψει αριστερά από την εν λόγω οδό, έπιασε ανοιχτά τη στροφή, και η κατηγορούμενη εκείνη τη στιγμή κινήθηκε στην αριστερή του πλευρά και του κτύπησε με τη δεξιά πλευρά του οχήματος της. Παρά τω ότι φοβήθηκε από την οδική της συμπεριφορά εντούτοις συνέχισε να πορεύεται προς τον αστυνομικό σταθμό με την κατηγορούμενη να τον ακολουθά. Όταν έφθασε, κατέβηκε μαζί με την ΜΚ.3 και εισήλθαν εντός του κτηρίου του σταθμού. Στη συνέχεια μετέβηκε με κάποιους αστυνομικούς στα σημεία που έγιναν οι συγκρούσεις και τους τα υπέδειξε. Ετοιμάστηκαν σχέδια τα οποία του υποδείχθηκαν και τα υπέγραψε ως ορθά. Από τις συγκρούσεις δεν τραυματίστηκε ενώ σε εξέταση άλκοτεστ που υποβλήθηκε  έδειξε αποτέλεσμα 5mg αντί 22mg.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ο ΜΚ.1 υπέδειξε επί του πρώτου συμμετρικού σχεδιαγράμματος (που είχε καταθέσει ως τεκμήριο προς αναγνώριση Α) την πορεία του οχήματος του και της κατηγορούμενης. Σημείωσε σε αυτό το σημείο σύγκρουσης με το γράμμα Χ αναφέροντας ότι ήταν μπροστά από το Νικολαϊδειο επίσης ανέφερε ότι δέχθηκαν και κτύπημα έξω από το γραφείο της ΑΤΗΚ. Πρόσθεσε στη συνέχεια ότι τα κτυπήματα που είχαν ήταν επαναλαμβανόμενα και πλευρικά πάντα. Στη συνέχεια υπέδειξε επί του δεύτερου συμμετρικού σχεδιαγράμματος (που είχε καταθέσει ως τεκμήριο προς αναγνώριση Β) την πορεία που ακολουθούσε τόσο ο ίδιος όσο και η κατηγορούμενη. Σημείωσε στη συνέχεια το σημείο με το οποίο συγκρούστηκαν τα δυο ενεχόμενα οχήματα. Επιπλέον κατατέθηκε ως τεκμήριο προς αναγνώριση Γ έντυπο ζημιών του οχήματος του και ανέφερε ότι κτυπήθηκε στα πλαϊνά ως είναι σημειωμένο στο τυπωμένο σχέδιο. Για τις ζημιές αυτές δεν αποζημιώθηκε επειδή το όχημα δεν είναι στην κατοχή του.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το όχημα το εντόπισε μεταγενέστερα στη Λάρνακα και ήταν στην κατοχή κάποιου εγκληματικού στοιχείου. Ερωτώμενος για τις συγκρούσεις ανέφερε ότι η πρώτη σύγκρουση των οχημάτων έγινε μπροστά από το Νικολαϊδειο Γυμνάσιο με τη δεύτερη να διενεργείται έξω από την ΑΤΗΚ με τα κτυπήματα, που δεν ήταν μόνο ένα, να γίνονται στην δεξιά του πλευρά. Ακολούθως και όταν έφθασαν στην Μαρκαντώνη τα χτυπήματα γίνονταν στην αριστερή του πλευρά. Ο ίδιος οδηγούσε στην αριστερή πλευρά του δρόμου όμως η κατηγορούμενη λόγω του ότι ο δρόμος ήταν αρκετά πλατύς είχε την ευχέρεια να μπαίνει και δεξιά και αριστερά του. Δέχθηκε ότι στην κατάθεση του δεν ανέφερε για τα κτυπήματα που έγιναν έξω από την ΑΤΗΚ, εκφράζοντας την άποψη πως μπορεί να το είπε η ΜΚ.3 στη δική της κατάθεση. Για τον ίδιο δεν ήταν ουσιώδες να αναφέρει τον αριθμό των κτυπημάτων. Ερωτώμενος για το σημείο «Χ» που είναι τυπωμένο στο πρώτο σχεδιάγραμμα ανέφερε ότι πρόκειται για το σημείο που ο ίδιος υπέδειξε στον αστυνομικό και που δεν αναφέρει στην κατάθεση του ενώ το σημείο που σημείωσε χειρόγραφα ως «Χ» το είχε αναφέρει. Στην υποβολή ότι δεν αναφέρει την αλήθεια ανέφερε ότι το όχημα του ήταν αρκετά βαρύ, πέραν των δυο τόνων, και δεν αντιλήφθηκε όλα τα χτυπήματα. Η έγνοια του ήταν να φτάσει στην αστυνομία. Κατάλαβε ότι ήταν πολλά μετά που είδε τις ζημιές

 

Η κατηγορούμενη βρισκόταν πίσω τους και δεξιά πλευρικά και σε καμιά περίπτωση δεν τους προσπέρασε. Στην συμβολή των Μαρκαντώνη και Μεσσηνίας το κτύπημα ήταν ένα καθότι η απόσταση του αστυνομικού σταθμού ήταν αρκετά κοντά από εκεί. Στην ερώτηση γιατί σημείωσε διαφορετικό σημείο από το χαραγμένο επί του δεύτερου σχεδιαγράμματος σημείου «Χ» ανέφερε ότι αυτό που σημείωσε ο ίδιος είναι κατά προσέγγιση, με περιθώριο λάθους ένα με δυο μέτρα. Ο ίδιος υπέδειξε στο δρόμο το σημείο και το σχεδιάγραμμα ετοιμάστηκε μετά. Πήρε ανοιχτά τη στροφή στην εν λόγω συμβολή επειδή είχε αναπτύξει ταχύτητα για να ξεφύγει από την κατηγορούμενη. Αυτό ήταν αναγκαίο υπό τις περιστάσεις.

 

Όταν κατέβηκαν από το όχημα τους στον αστυνομικό σταθμό η ΜΚ.3 φώναζε να συλλάβουν την κατηγορούμενη, με την τελευταία να διερωτάται τί έπραξε και να αναφέρει ότι «έτρεχα τους» και «εν εσταματούσαν». Αρνήθηκε ότι η καταγγελία στην αστυνομία έγινε κατόπιν πιέσεως του από την ΜΚ.3. Ερωτώμενος για το αν είχε καταναλώσει αλκοόλ ανέφερε ότι δεν συνηθίζει να πίνει.

 

ΜΚ.2

 

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο αστυφύλακας 1142 Κ. Κωνσταντίνου. Αναγνώρισε την κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης και αφού υιοθέτησε το περιεχόμενο της, αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2. Σε αυτή αρχικά, παραθέτει τα προσόντα και εκπαιδεύσεις που έτυχε σε σχέση με τη διερεύνηση τροχαίων αδικημάτων. Εν συνεχεία αναφέρει ότι την 19.06.2015 ώρα 00:15 προσήλθε στην τροχαία Πάφου ο ΜΚ.1 με την ΜΚ.3 και η κατηγορούμενη, με τους πρώτους να αναφέρουν ότι η κατηγορούμενη στην προσπάθεια τοης να τους ανακόψει την πορεία συγκρούστηκε μαζί τους σε δυο σημεία. Περί την 01:40 μετέβηκε μαζί με τον Αστ. 4323 και τα εμπλεκόμενα μέρη στη λεωφόρο Γρίβα Διγενή όπου ο ΜΚ.1 του υπέδειξε το σημείο σύγκρουσης το οποίο σημείωσε με το γράμμα «Χ» και με το οποίο συμφώνησε και υπέγραψε. Η κατηγορούμενη όμως διαφώνησε και υπέδειξε άλλο σημείο επί της ίδιας οδού το οποίο σημείωσε ως «Χ1», και που βρισκόταν σε απόσταση 108 μέτρων από το αρχικά υποδειχθέν υπό του ΜΚ.1. Το πρόχειρο σχέδιο εξηγήθηκε στην κατηγορούμενη η οποία επίσης το υπέγραψε. Στη συνέχεια μετέβηκαν στη συμβολή των οδών Μεσσηνίας και Βραγαδίνου όπου από κοινού ο ΜΚ.1 και η κατηγορούμενη του υπέδειξαν το σημείο στο δρόμο όπου τα οχήματα συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Ετοίμασε και στην περίπτωση αυτή πρόχειρο σχέδιο, σημειώνοντας με το γράμμα «Χ» το υποδειχθέν σημείο, και το οποίο αμφότερα τα πιο πάνω πρόσωπα υπέγραψαν ως ορθό. Ακολούθως επέστησε την προσοχή της κατηγορούμενης στο νόμο και αφού την κατηγόρησε γραπτώς αυτή απάντησε «Δεν θέλω να πω τίποτε»

 

Επιπρόσθετα ο μάρτυρας προβαίνει στην περιγραφή των ζημιών αμφότερων των οχημάτων. Συγκεκριμένα ο όχημα του ΜΚ.1 υπέστη τρίψιμο στη δεξιά πλευρά από τη σύγκρουση στην Γρίβα Διγενή και επίσης τρίψιμο στην αριστερή πλευρά από τη σύγκρουση στη συμβολή των οδών Μεσσηνίας και Βραγαδίνου. Ανάλογες ζημιές είχε και που οδηγούσε η κατηγορούμενη

 

Τέλος σημειώνεται στην κατάθεση του μάρτυρα ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε ίχνη ή μαρτυρία που να καταδεικνύει επακριβώς τα σημεία σύγκρουσης ώστε να επιβεβαιώνεται ή να αναιρείται η εκδοχή της μιας ή της άλλης πλευράς. Επί της Γρίβα Διγενή το σημείο που υπέδειξε ο ΜΚ.1 βρίσκεται επί της άσπρης διαχωριστικής γραμμής ενώ το σημείο που υπέδειξε η κατηγορούμενη βρίσκεται η συμβολή της 25ης Μαρτίου. Σε ό,τι αφορά τη σύγκρουση στις Βραγαδίνου και Μεσσηνίας το σημείο ήταν προς την αριστερή γωνιά η κατηγορούμενη επιχείρησε να προσπεράσει το όχημα που οδηγείτο από τον ΜΚ.1 από αριστερά. Πρόκειται για οδούς σε κατοικημένη περιοχή που το όριο ταχύτητας είναι 50ΧΑΩ.

 

Στη συνέχεια της κύριας εξέτασης του ο μάρτυρας κατέθεσε τα πρόχειρα σχεδιαγράμματα ως τεκμήρια 3Α και 3Β, τα οποία αμφότερα απεικονίζουν την οδό Γρίβα Διγενή, με το πρώτο να απεικονίζει το σημείο σύγκρουσης ως αυτό υποδείχθηκε από τον ΜΚ.1 και με το δεύτερο να αποτελεί την προέκταση της και να απεικονίζει το σημείο σύγκρουσης ως αυτό υποδείχθηκε από την κατηγορούμενη. Υπέδειξε στο τεκμήριο 3Α την υπογραφή του ΜΚ.1 και του ιδίου ενώ στο τεκμήριο 3Β την υπογραφή της κατηγορούμενης και του ιδίου. Στο μάρτυρα υποδείχθηκε το τεκμήριο προς αναγνώριση Γ (έντυπο ζημιών του [ ]) το οποίο αναγνώρισε ως ετοιμασθέν από τον ίδιο και έτσι αυτό μετατράπηκε σε κανονικό τεκμήριο με αρ.4. Παρουσίασε και έντυπο ζημιών του οχήματος που οδηγούσε η κατηγορούμενη το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5. Ανέφερε ότι και στα δυο οχήματα οι ζημιές ήταν και στην αριστερή και τη δεξιά πλευρά τους, όπως σημειώνεται με πένα σε αυτά. Στη συνέχεια κατέθεσε ως Τεκμήριο 6 το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της συμβολής των οδών Βραγαδίνου και Μεσσηνίας το οποίο φέρει τόσο την υπογραφή του ΜΚ.1 όσο και της κατηγορούμενης. Ακολούθως ο μάρτυρας αναγνώρισε το τεκμήριο προς αναγνώριση Α (συμμετρικό σχεδιάγραμμα της Γρίβα Διγενή) ως και το τεκμήριο προς αναγνώριση Β (συμμετρικό σχεδιάγραμμα των οδών Βραγαδίνου και Μεσσηνίας) τα οποία ετοίμασε ο ίδιος και έτσι αυτά μετατράπηκαν σε τεκμήρια 7 και 8 αντίστοιχα. Έλαβε ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 9 καθώς επίσης την κατηγόρησε γραπτώς (τεκμήριο 10). Εν συνεχεία κατέθεσε και έντυπο καταγραφής αποτελέσματος προκαταρκτικής εξέτασης αλκοόλης που διενήργησε τόσο στην κατηγορούμενη όσο και στον ΜΚ.1 ως Τεκμήριο 11. Ως ανέφερε το αποτέλεσμα για την κατηγορούμενη ήταν 0 και του ΜΚ.1 5 με νόμιμο όριο και για τους δυο τα 22mg. Υπέδειξε τις πορείες των δυο ενεχόμενων οχημάτων  καθώς και των δυο σημείων σύγκρουσης με «Χ» του ΜΚ.1 και «Χ1» της κατηγορούμενης επί του τεκμηρίου 7. Το ίδιο έπραξε και για το σχεδιαγράφημα τεκμήριο 8.

 

 Αντεξεταζόμενος και σε ερώτηση αν του αναφέρθηκε κατά πόσο έγιναν περισσότερες συγκρούσεις από αυτές που του ανέφερε είτε η κατηγορούμενη είτε ο ΜΚ.1 και που σημειώθηκαν επί των σχεδιαγραμμάτων της Γρίβα Διγενή όσο και της συμβολής των οδών Μεσσηνίας και Βραγαδίνου απάντησε αρνητικά. Το προσπέρασμα που επιχειρήθηκε από την κατηγορούμενη στη Μεσσηνίας για να εισέλθει στη Βραγαδίνου το συμπέρανε ο ίδιος από τα λεγόμενα στην κατάθεση της κατηγορούμενης. Το στρίψιμο αριστερά από τη Μεσσηνίας δεν οδηγεί στον αστυνομικό σταθμό Πάφου. Κατά την άφιξη τους στη σκηνή υπήρχε κάποια ένταση μεταξύ και των τριών προσώπων. Όταν έδινε κατάθεση η κατηγορούμενη φαινόταν αναστατωμένη. Αυτή καταγράφηκε από τον ίδιο το μάρτυρα, ήταν ανακριτική και όχι με ερωταπαντήσεις. Δόθηκε ταυτόχρονα με αυτή που έδωσε ο ΜΚ.1 και που λήφθηκε από άλλο συνάδελφο του. Ήταν η θέση του ότι στη συμβολή των Μεσσηνίας και Βραγαδίνου η κατηγορούμενη μπήκε αριστερά του οχήματος που οδηγούσε ο ΜΚ.1, και ο οποίος είχε πάρει ανοιχτά τη στροφή, με σκοπό να του ανακόψει την πορεία.

 

ΜΚ.3

 

Τελευταία μάρτυρας ήταν η συνοδηγός του ΜΚ.1 κατά τον ουσιώδη χρόνο. Παρεμβάλω στο σημείο αυτό ότι αίτημα της κατηγορούσας αρχής όπως η μάρτυρας κριθεί ως πρόσωπο που χρήζει βοήθειας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3(3)(στ) και (ζ) του Ν.95(Ι)/2001 απορρίφθηκε για τους λόγους που εξηγούνται στην από έδρας απόφαση του Δικαστηρίου, και αφού ακούσθηκε και ο συνήγορος της κατηγορούμενης.

 

Και αυτή η μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία σε σχέση με το επίδικο συμβάν, καταθέτοντας την στη συνέχεια ως Τεκμήριο 12. Σε αυτή αναφέρει ότι ήταν συνοδηγός στο όχημα [ ] το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγείτο από τον ΜΚ.1. Ήταν σταματημένοι στο αλτ της οδού Γρηγόρη Αυξεντίου για να εισέλθουν στην Γρίβα Διγενή, οπόταν και αντιλήφθηκε το όχημα με αρ. εγγραφής [ ]. Με την είσοδο τους στη Γρίβα Διγενή το όχημα άρχισε να κορνάρει ασταμάτητα και της είπε ο ΜΚ.1 ότι ήταν η εν διαστάσει σύζυγος του, ήτοι η κατηγορούμενη. Μεταξύ της ίδιας και της κατηγορούμενης υπήρχαν προβλήματα και έγιναν καταγγελίες στο τμήμα Μικροπαραβάσεων της αστυνομίας Πάφου. Η πιο πρόσφατη καταγγελία που της έκαμε ήταν την 30.04.2020 λόγω προβλημάτων που της δημιουργούσε ένεκα της σχέσης της με τον πρώην σύζυγο της. Λόγω του τρόπου που οδηγούσε κάλεσε την αστυνομία και ενώ συνομιλούσε σε κάποιο σημείο του δρόμου (Γρ. Διγενή) έξω από το Νικολαΐδειο, η κατηγορούμενη οδήγησε το όχημα της στη δεξιά λωρίδα ακριβώς δίπλα τους και ενώ κόρναρε χτύπησε με το αριστερό μέρος του στο δεξιό μέρος του δικού τους οχήματος. Συνέχισαν την πορεία τους προς την οδό Μαρκαντώνη με την κατηγορούμενη να συνεχίζει να κορνάρει  και σε κάποιο σημείο του δρόμου εισήλθε από την αριστερή τους πλευρά και τους χτύπησε στο αριστερό μέρος του οχήματος τους. Όταν έφθασαν στην πύλη κατέβηκε και μπήκε στο κτίριο όπου ανέφερε στους αστυνομικούς τι έγινε. Ακολούθως μετέβηκαν στα σημεία που έγιναν οι συγκρούσεις τα οποία και υπέδειξαν.

 

Στη συνέχεια της κυρίως εξέτασης της ανέφερε ότι το συμβάν είχε γίνει περί τα μεσάνυχτα. Θυμόταν ότι έρχονταν από Κάτω Πάφο και κατευθύνονταν προς το χωριό Μεσόγη. Για τη δεύτερη σύγκρουση ανέφερε ότι βρίσκονταν σε αλτ και ο δρόμος ήταν πλατύς. Επιχειρούσαν να στρίψουν δεξιά στην αστυνομία και ήρθε από την πλευρά του συνοδηγού η κατηγορούμενη και τους κτύπησε.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι η πρώτη σύγκρουση ήταν στην πλευρά του οδηγού και η άλλη στη δική της πλευρά (συνοδηγού). Ήταν συνολικά δυο οι συγκρούσεις. Στη δεύτερη σύγκρουση το όχημα που επέβαινε ήταν κανονικά στη λωρίδα του και δεξιότερα εντός αυτής, και έτσι χωρούσε και το όχημα της κατηγορούμενης να έρθει από την αριστερή τους πλευρά. Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν τους τράκαρε περισσότερες φορές, επειδή το δικό τους όχημα είναι βαρύ. Την κατηγορούμενη πρώτη φορά την είδε στα φώτα του υποστατικού «Πλατώ» και ακριβώς πίσω τους. Ξεκίνησε να κορνάρει μετά που έστριψαν στη Γρίβα Διγενή. Άκουσε την κατηγορούμενη να φωνάζει και να την υβρίζει. Ερωτώμενη για τα προβλήματα που της δημιουργεί η κατηγορούμενη αναφέρθηκε σε απειλές κατά της ζωής της για τις οποίες ενημέρωσε την αστυνομία και προχώρησε σε καταγγελία. Αναφέρθηκε σε περιπτώσεις που απέστελλε απειλητικά μηνύματα στο τηλέφωνο του ΜΚ.1 αλλά και που η κατηγορούμενη στάθμευε έξω από το σπίτι της μεταμεσονύχτιες ώρες. Επίσης αναφέρθηκε, σε άλλο σημείο της αντεξέτασης της, σε περιστατικά που έγιναν από τη θυγατέρα της κατηγορούμενης. Αρνήθηκε υποβολή ότι όλα είναι ψέματα και πως ο σκοπός καταγγελίας της για το δυστύχημα είναι αλλότριος από τα πραγματικά γεγονότα.

 

Το πρώτο σημείο σύγκρουσης, όπως τοποθετήθηκε από το σχεδιαστή (ΜΚ.2) το υπέδειξε ο ΜΚ.1 αν και θα μπορούσε να το υποδείξει και η ίδια. Για το δεύτερο σημείο σύγκρουσης δεν θυμόταν αν το υπέδειξε η ίδια. Το τηλεφώνημα στην αστυνομία το έκανε όταν βρισκόταν έξω από το Νικολαϊδειο και ήταν την ώρα που τους κτύπησε η κατηγορούμενη. Δεν θυμόταν να έγινε χτύπημα έξω από την Α.ΤΗ.Κ.

 

Όταν κατέβηκε στα γραφεία του ΤΑΕ άκουσε την κατηγορούμενη ότι να φωνάζει «το αυτοκίνητο μου, το κλειδί μου». Από το όλο συμβάν ένιωσε φόβο για τη ζωή της.

 

Αυτή ήταν η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή

 

Μετά που το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του (δοθείσα από έδρας) έκρινε ότι εναντίον της κατηγορούμενης αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και την κάλεσε σε απολογία. Αυτή επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες. Συνακόλουθα η υπόθεση ορίστηκε για τελικές αγορεύσεις

 

Αγορεύσεις

 

 Αμφότερες οι πλευρές καταχώρησαν γραπτό κείμενο αγόρευσης, το οποίο υιοθέτησαν χωρίς να προσθέσουν οτιδήποτε άλλο. Στη δική του αγόρευση ο κος Παπαγεωργίου αφού παραθέτει μια σύνοψη της μαρτυρίας καλεί το Δικαστήριο, αφού λάβει υπόψη του και την κατάθεση της κατηγορούμενης να κρίνει αξιόπιστη την ενώπιον του μαρτυρία και να κρίνει ένοχη την κατηγορούμενη.

 

Από την άλλη ο κος Δημητρίου είχε διαφορετική εισήγηση. Σε σχέση με τον ΜΚ.2 αναφέρει ότι εκτέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντα του για τους λόγους που παραθέτει ενώ παραβίασε τους δικαστικούς κανόνες και τα συνταγματικά δικαιώματα της κατηγορούμενης εφόσον δεν τα έφερε σε γνώση της και κατά δεύτερο της έλαβε ανακριτική κατάθεση ενώ η ώρα ήταν προχωρημένη και η ίδια σε τεταμένη κατάσταση. Σε σχέση με τον ΜΚ.1 εισηγείται ότι υπέπεσε σε ουσιαστικές αντιφάσεις ενώ δεν υπήρχε συνέπεια και με τα όσα αναφέρει στην κατάθεση του. Πανομοιότυπη εισήγηση προωθείται και για την ΜΚ.3 για τους λόγους που εξηγούνται. Καλεί το Δικαστήριο να απαλλάξει την κατηγορούμενη και από τις δυο κατηγορίες

 

Είναι υπόψη του Δικαστηρίου το πλήρες περιεχόμενο των αγορεύσεων καθώς και οι αυθεντίες που παραθέτουν οι δυο συνήγοροι. Αυτό έχει μελετηθεί επισταμένα και δεν κρίνεται σκόπιμο να αναπαραχθεί αυτολεξεί. Όπου κριθεί απαραίτητο θα γίνεται αναφορά.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

            Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

 Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους λαμβάνω υπόψη μου τον τρόπο που οι εν λόγω μάρτυρες απαντούσαν τις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, τις αντιδράσεις τους και γενικά την όλη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα.  Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο τόσο της προφορικής τους μαρτυρίας όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έχω υπόψη μου και τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα[1]. Διατηρώ επίσης υπόψιν μου και την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς[2], και ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη[3], αρκεί αυτό να δικαιολογείται και να επεξηγείται, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία τυχόν έφεσης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης[4]. Έχω επίσης κατά νου, πως δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να προβάλλουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει (βλ. κατ' αναλογία, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 401, 406), αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να ορμώνται από πλειάδα αιτιών, χωρίς αναγκαστικώς αυτές να εκπορεύονται από διάθεση ψεύδους ή παραπλάνησης. Πολύ σημαντική παράμετρος που χρήζει αναφοράς είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συνεκτιμάται, διερευνάται και αντιπαραβάλλεται με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας[5]. Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας.

 

Σε σχέση με την αξία ενός σχεδιαγράμματος, διατηρώ κατά νου ότι αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει τον τρόπο που έγινε ένα δυστύχημα αλλά αποτελεί σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας της υπόλοιπης μαρτυρίας για την εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων. (βλ. Αντώνη Σωτηρίου ν. Αστυνομίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 307).

 

Ξεκινώντας την αξιολόγηση μου από τον ΜΚ.2 που ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης κρίνω ότι αναμφίβολα ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Επισημαίνω κατ’ αρχήν ότι τα προσόντα του μάρτυρα, που αφορούν τις εκπαιδεύσεις τις οποίες έτυχε και τα πιστοποιητικά και ειδικότητες που κατέχει, δεν έχουν αμφισβητηθεί καθ’ οποιοδήποτε τρόπο από την Υπεράσπιση. Οι απαντήσεις του σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν ήταν άμεσες, σαφείς και θετικές. Έδωσε την εικόνα ενός αντικειμενικού και αμερόληπτου εξεταστή. Δεν θεωρώ, κατ’ αντίθεση με την εισήγηση του κου Δημητρίου, ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλημμέλεια στη διερεύνηση των δυο συγκρούσεων, τις οποίες σημείωσε ξεχωριστά επί των σχεδίων που ετοίμασε, στην παρουσία της κατηγορούμενης και του ΜΚ.1 ώστε να αντανακλάται η θέση της κάθε πλευράς. Ήταν άλλωστε αδύνατο, ως πειστικά ανέφερε, να καθοριστούν ακριβώς τα σημεία αυτά εφόσον δεν υπήρχαν οποιαδήποτε ίχνη ή ενδείξεις. Άλλωστε όχι μόνο δεν παρουσιάστηκε αντικρουστική των θέσεων του μαρτυρία μα ούτε και τέθηκε η θέση στο μάρτυρα ότι λανθασμένα κατέγραψε τα σημεία σύγκρουσης. Τα ίδια ασφαλώς ισχύουν και για τις μετρήσεις που έλαβε επί τόπου σε αμφότερα τα σημεία, τις πορείες των δυο οχημάτων καθώς και τις ζημιές που αυτά υπέστηκαν. Επίσης δεν συμμερίζομαι την εισήγηση της υπεράσπισης ότι δεν ερεύνησε τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης για ευθύνη του ΜΚ.1 ως προς τη δεύτερη σύγκρουση. Όπως αναφέρει στην κατάθεση της σχετικά, προσπάθησε να τον πλευρίσει ερχόμενη από αριστερά του για να του νέψει, όπως η ίδια ισχυρίστηκε, να σταματήσει, και όπως βρισκόταν στη θέση αυτή τα αυτοκίνητα ήρθαν σε επαφή. Αυτά κατ’ ουσία ανέφεραν και οι ΜΚ.1 και ΜΚ.3 και συνεπώς ήταν υπόψη του εξεταστή. Επιπλέον δεν αποτελεί αντίφαση στα λεγόμενα του ότι σημείωσε τα δυο σημεία σύγκρουσης στην παρουσία δυο οδηγών και πως δεν υπήρχε άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία. Η παρουσία και της ΜΚ.3 σαφώς και δεν διαφοροποιεί τα πιο πάνω λεγόμενα του, ούτε και η ΜΚ.3 μπορεί να θεωρηθεί ως «ανεξάρτητη» μάρτυρας. Αβάσιμη τέλος θεωρώ και την εισήγηση της Υπεράσπισης για τη μη καταγγελία του ΜΚ.1 λόγω της ταχύτητας που ανέπτυξε για να διαφύγει της κατηγορούμενης. Σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για «καταδίωξη ύποπτου οχήματος» όπως συναφώς αναφέρει στην αγόρευση του ο κος Δημητρίου.

 

Για το ζήτημα της λήψης κατάθεσης από την κατηγορούμενη όντως αυτή φαίνεται να λήφθηκε από την 02:30 μέχρι και την 03:15 όμως όπως ανέφερε ο ίδιος μάρτυρας, χωρίς να αμφισβητηθεί προς τούτο, παρά την αναστάτωση που είχε, εντούτοις ήταν πολύ σταθερή στην περιγραφή της και δεν ανέφερε ότι αδυνατούσε ή δεν ήθελε να δώσει κατάθεση. Σημειώνω άλλωστε ότι η κατάθεση της καταχωρήθηκε χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ένσταση. Σε σχέση με τη γραπτή κατηγορία της κατηγορούμενης παρατηρώ πως πράγματι αυτή αφορούσε το αδίκημα της αλόγιστης και επικίνδυνης ή απερίσκεπτης οδήγησης ενώ εν τέλει προσάφθηκαν κατηγορίες για αμελή οδήγηση. Πέραν του ότι πρόκειται για ήσσονος σοβαρότητας αδίκημα που εν τέλει διώχθηκε η κατηγορούμενη, ουδέποτε η πλευρά της υπεράσπισης ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με το ζήτημα αυτό παρά μόνο στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Εν πάσει περιπτώσει δεν έχω διαπιστώσει να έχει επέλθει οποιαδήποτε δυσμένεια στην προώθηση των θέσεων της Υπεράσπισης έχοντας κατά νου τον όλο χειρισμό της υπόθεσης αλλά και δεδομένου και του ότι η σοβαρότητα του αδικήματος της αμελούς οδήγησης είναι ελαφρύτερη των γραπτών κατηγοριών. Αβάσιμη επίσης κρίνω και την εισήγηση της υπεράσπισης για παραβίαση των δικαιωμάτων της κατηγορούμενης επί τω ότι δεν της εξηγήθηκαν τα δικαιώματα της. Η συγκεκριμένη εισήγηση προέκυψε προφανώς από την προσπάθεια της κατηγορούσας αρχής να καταθέσει ως τεκμήριο το έντυπο δικαιωμάτων υπόπτων και κατηγορουμένων, η οποία όμως δεν πέτυχε λόγω της μη ύπαρξης υπογραφής από την κατηγορούμενη. Επαναλαμβάνεται όμως ότι η κατάθεση της κατηγορούμενης κατατέθηκε άνευ οποιασδήποτε ένστασης. Ζητήματα αποδεκτότητας μιας κατάθεσης θα πρέπει να εγείρονται κατά το στάδιο που επιχειρείται η κατάθεση της ώστε να εξετάζονται σε κατάλληλη διαδικασία. Περαιτέρω ο ΜΚ.2 ανέφερε συναφώς ότι της επιστήθηκε η προσοχή της στο νόμο όπως προκύπτει και από τεκμήριο 9 την οποία και υπέγραψε η μάρτυρας, θέση η οποία όχι μόνο δεν αντικρούστηκε μα ούτε και αμφισβητήθηκε.

 

Το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία του ΜΚ.2 ως ειλικρινή, αληθοφανή και αξιόπιστη.

 

Σε σχέση με τη μαρτυρία των ΜΚ.1 και ΜΚ.3 τις οποίες συνεξετάζω κρίνω ότι αμφότεροι σε γενικές γραμμές ανέφεραν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Δεν εισηγούμαι βέβαια ότι έλεγαν πάντοτε την αλήθεια σε κάθε ερώτηση που τους ετίθετο, ούτε και ότι υπήρχε πλήρης αρμονία και συνοχή στα όσα περιλαμβάνονται στις καταθέσεις τους στην αστυνομία και στα όσα ανέφεραν δια ζώσης. Η όλη τους συμπεριφορά στο εδώλιο και ο τρόπος που απαντούσαν στις ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης σε συνδυασμό με την ένταση κάποιων ανακολουθιών ή μεταστροφών στις θέσεις που εξέφρασαν δια ζώσης δεν ήταν ενδεικτική μάρτυρα που ήρθε με πρόθεση να καταθέσει ψευδώς στο Δικαστήριο ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για ολοκληρωτική απόρριψη της μαρτυρίας τους. Η ουσία των όσων κατέθεσαν συνάδει άλλωστε και με τα όσα ανέφερε στην κατάθεση της η κατηγορούμενη για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω.

 

Ειδικότερα για τον ΜΚ.1 το γεγονός ότι αναφέρθηκε σε περισσότερες από μια συγκρούσεις που έλαβαν χώρα επί της οδού Γ. Διγενή, σε αντίθεση με τα όσα αναφέρει στην κατάθεση του δεν αναιρεί το γεγονός ότι επήλθε σύγκρουση και προκλήθηκαν ζημιές στα δυο οχήματα. Κάτι που άλλωστε προκύπτει και από τις διαπιστώσεις του ίδιου του ΜΚ.2 που ετοίμασε τα σχετικά έντυπα ζημιών των οχημάτων αλλά και την κατάθεση της κατηγορούμενης η οποία δέχεται τις δυο συγκρούσεις (μια στη Γ. Διγενή και μια στη Βραγαδίνου). Επίσης η διάσταση ως προς το ακριβές σημείο σύγκρουσης, όπως ο ίδιος το σημείωσε χειρόγραφα σε σχέση με αυτό που χαράκτηκε από τον ΜΚ.2 καθ’ υπόδειξη του πρώτου, επίσης δεν αποτελεί βαρυσήμαντο παράγοντα. Το που ακριβώς έγινε η σύγκρουση ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί ως πειστικά εξήγησε ο ΜΚ.2, αλλά και ως ανέφερε ο ΜΚ.1 αυτό που υπέδειξε ήταν κατά προσέγγιση.

 

Τούτων λεχθέντων δεν μπορώ να αποδεχθώ από τα όσα ανέφερε ο ΜΚ.1 ότι τα χτυπήματα στην Γρίβα Διγενή ήταν περισσότερα του ενός, εφόσον αν ίσχυε κάτι τέτοιο σαφώς και θα το ανέφερε είτε ο ίδιος είτε ο η ΜΚ.3 στην αστυνομία ή στις καταθέσεις τους. Η υπόλοιπη του μαρτυρία γίνεται αποδεκτή.

 

Κατ’ ανάλογο τρόπο δεν μπορώ να αποδεχθώ την εισήγηση για καθολική απόρριψη της μαρτυρίας της ΜΚ.3 για τις ανακολουθίες που παρατηρήθηκαν και στη δική της μαρτυρία. Αναφέρομαι ειδικότερα στην αντίφαση μεταξύ της αναφορά της στην κατάθεση της ότι εισήλθε στη Γρίβα Διγενή από την Γρηγόρη Αυξεντίου ενώ ενόρκως ανέφερε ότι αντιλήφθηκε την κατηγορούμενη ενόσω ήταν στα φώτα του υποστατικού «Πλατώ». Επίσης δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι ενώ αρχικά ανέφερε είχαν πρόθεση να έστριβαν δεξιά από τη συμβολή των οδών Βραγαδίνου και Μεσσηνίας στη συνέχεια ανέφερε ότι θα έστριβαν αριστερά. Πρόκειται για επουσιώδης αντιφάσεις και όχι της σοβαρότητας που παρουσιάζει στη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος υπεράσπισης.  

 

Κατά τα λοιπά, συμβαδίζει πλήρως η  μαρτυρία αμφότερων των εν λόγω μαρτύρων στα όσα ανέφεραν για το τηλεφώνημα από την ΜΚ.3 στην αστυνομία, την όλη οδική συμπεριφορά της κατηγορούμενης, τα χτυπήματα που δέχθηκαν από το όχημα της τόσο στην πλευρά του οδηγού όσο και στην πλευρά του συνοδηγού, ότι τα χτυπήματα αυτά έγιναν στη Γρίβα Διγενή και στη συμβολή των οδών Μεσσηνίας και Βραγαδίνου,  καθώς και τον τρόπο με το οποίο πήρε ανοιχτά τη στροφή στην εν λόγω συμβολή ο ΜΚ.1, με την κατηγορούμενη να οδηγεί το όχημα της στην αριστερή του πλευρά. Ειδικότερα για τις ζημιές που υπέστη το όχημα που οδηγούσε ο ΜΚ.1 αυτές επιβεβαιώνονται και από τα σχετικά έντυπα που ετοιμάστηκαν και κατατέθηκαν, χωρίς να αμφισβητηθεί το περιεχόμενο τους, από τον ΜΚ.2. Σημειώνω στο σημείο αυτό και τις σχετικές αναφορές της κατηγορούμενης στην κατάθεση της για το όλο συμβάν στην οποία θα αναφερθώ αμέσως πιο κάτω.

 

Σε ό,τι αφορά τις αναφορές της ΜΚ.3 για τις σχέσεις της με την κατηγορούμενη καθώς και τις όποιες καταγγελίες έχει, κατ’ ισχυρισμό, προβεί εναντίον της, αναφέρω ότι σε αυτές δεν μπορώ να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα δεδομένου ότι είναι άσχετες με τα επίδικα θέματα. Συνεπώς και αγνοούνται από το Δικαστήριο. Κατά τα λοιπά η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή.

             

  Κατάθεση Κατηγορούμενης

 

            Όπως έχει λεχθεί η κατηγορούμενη επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής. Αυτό βέβαια είναι αναφαίρετο συνταγματικό της δικαίωμα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον της[6] και δεν υπόκειται σε αξιολόγηση[7]. Διατηρώ επίσης υπόψη μου ότι το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος δεν έδωσε ο ίδιος ένορκη κατάθεση ή ότι δεν παρουσίασε μάρτυρες, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συμπληρώνει τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Κρίνος Θεοχάρους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22).

 

Την ίδια ώρα, η κατηγορούμενη έδωσε κατάθεση στην αστυνομία για το όλο συμβάν. Είναι γνωστή η νομολογία ως προς τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο είτε στο να προσδώσει βαρύτητα είτε να απορρίψει μέρος είτε το σύνολο του περιεχομένου μιας κατάθεσης (βλ. Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 96/16 κ.α., ημερ. 28.11.17, ECLI:CY:AD:2017:B430 και Μακρίδης ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 181/2019 ημερ. 07.09.2020, ECLI:CY:AD:2020:B312). Αποδοχή της κατάθεσης ή μέρους αυτής, συνιστά αποδεκτή μαρτυρία ως προς την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Μπορεί, όμως, να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης που συνθέτει παραδοχή σε αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στο συμφέρον του κατηγορουμένου. Το βάρος που θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως κριτή των γεγονότων της υπόθεσης. Το Δικαστήριο είναι ελεύθερο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης, για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις[8].

 

Στην συγκεκριμένη περίπτωση η κατηγορούμενη στη γραπτή της κατάθεση δέχεται ότι οδηγούσε το όχημα [ ] και τοποθετεί το εαυτό της έξω από το κτήριο της ΑΤΗΚ. Δέχεται ακόμα ότι όταν αντίκρισε τον πρώην σύζυγο της με την ΜΚ.3 ταράχτηκε και ότι κόρναρε για να σταματήσουν. Στη συνέχεια αναφέρει ότι στο σημείο της Γ. Διγενή έξω από την ΑΤΗΚ πλεύρισε από δεξιά τον ΜΚ.1 και μεταξύ τους επήλθε η σύγκρουση, την οποία η ίδια αποδίδει στο ότι κινήθηκε δεξιότερα το όχημα του ΜΚ.1. Συνέχισε να τους ακολουθεί και σε κάποιο σημείο της διαδρομής που περιγράφει, αντιλήφθηκε ότι είχαν πρόθεση να οδηγήσουν προς την Αστυνομία. Προσθέτει ότι ο ΜΚ.1 πήρε ανοιχτά τη στροφή και επειδή είχε χώρο επέλεξε να εισέλθει από τα αριστερά του (να τον πλευρίσει) προκειμένου να του κάμει νόημα να σταματήσει. Τότε και ενώ βρίσκονταν στη στροφή τα οχήματα τους ήλθαν σε επαφή. Ακολούθησαν διαφορετικές πορείες με τελική κατάληξη αμφότερων στην αστυνομία. Τέλος αναφέρει ότι της υποδείχθηκε το σχέδιο της σκηνής που ετοίμασε ο ΜΚ.2 το οποίο και υπέγραψε.

 

Όλες οι πιο πάνω αναφορές της κατηγορούμενης επιβεβαιώνουν ουσιαστικά τα όσα έχουν αναφερθεί από τους μάρτυρες κατηγορίας ως προς τον τρόπο με τον οποίο οδηγούσε καθώς και τις δυο συγκρούσεις που επήλθαν μεταξύ των εμπλεκόμενων οχημάτων. Επιβεβαιώνουν ακόμα και την πορεία που ακολούθησε ο ΜΚ.1 προς τον αστυνομικό σταθμό, προκειμένου, ως ο ίδιος ανέφερε, να διαφύγει του κινδύνου και να προβεί σε καταγγελία. Καταδεικνύεται έτσι ότι τα επίδικα περιστατικά πράγματι έλαβαν χώρα και δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας των ΜΚ.1 και ΜΚ.3. Αποδέχομαι συνεπώς όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς που περιέλαβε η κατηγορούμενη στην γραπτή της κατάθεση  ως αληθινούς. Απορρίπτω όμως τις εξηγήσεις που δίδονται ως προς τα αίτια των συγκρούσεων εφόσον δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε ενώπιον μου μαρτυρία.

 

Ευρήματα

 

Στη βάση των όσων έγιναν αποδεκτά από πλευράς μαρτύρων και της πραγματικής μαρτυρίας καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Στις 18.06.2020 μεταξύ των ωρών 23:56 – 23:59 ο ΜΚ.1 οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] επί της λεωφόρου Γρίβα Διγενή, έχοντας ως συνοδηγό την ΜΚ.3. Σε κάποιο σημείο του δρόμου αντιλήφθηκαν την κατηγορούμενη, και εν διαστάσει σύζυγο του ΜΚ.1, να τους ακολουθεί με το όχημα της υπ’ αρ. εγγραφή [ ] η οποία όταν τους είδε άρχισε να κορνάρει. Αμφότερα τα οχήματα είναι συνιδιόκτητα από τον ΜΚ.1 και την κατηγορούμενη. Σε κάποιο σημείο επί της πιο πάνω λεωφόρου η κατηγορούμενη οδήγησε προς τη δεξιά πλευρά του οχήματος που οδηγούσε ο ΜΚ.1 και στην προσπάθεια της να τον αναγκάσει να σταματήσει συγκρούστηκε μαζί του. Ο ΜΚ.1 συνέχισε την πορεία του κατευθυνόμενος προς τον αστυνομικό σταθμό Πάφου με την κατηγορούμενη να συνεχίζει να τον ακολουθά

 

Αφού έφτασε στη συμβολή των οδών Μεσσηνίας και Βραγαδίνου ο ΜΚ.1 φθάνοντας στο αλτ, κατέλαβε το δεξιότερο μέρος της αριστερή λωρίδας που εκινείτο.  Τότε η κατηγορούμενη βλέποντας ότι μπορούσε να οδηγήσει το όχημα της αριστερότερα, έπραξε τούτο ερχόμενη στην αριστερή πλευρά του [ ]. Αποτέλεσμα της ενέργειας της αυτής ήταν να συγκρούστεί η δεξιά πλευρά του οχήματος που οδηγούσε με την αριστερή πλευρά του οχήματος που οδηγούσε ο ΜΚ.1. Ο τελευταίος και πάλι δεν σταμάτησε το όχημα του και συνέχισε να οδηγεί μέχρι που έφθασε στον αστυνομικό σταθμό, όπου επίσης αφίχθηκε και η κατηγορούμενη η οποία συνέχιζε να τον ακολουθά.

 

Ο ΜΚ.1 με την ΜΚ.3 κατάγγειλαν τα πιο πάνω στον ΜΚ.2 ο οποίος μαζί με τα πρόσωπα αυτά και την κατηγορούμενη μετέβηκαν με τα οχήματα τους στα δυο σημεία που συγκρούστηκαν. Διαφώνησαν ως προς το πρώτο σημείο με τον ΜΚ.1 να το υποδεικνύει έξωθεν του Νικολαΐδειου Γυμνασίου ενώ η Κατηγορούμενη υπέδειξε αυτό σε 108 μέτρα απόσταση από αυτό ήτοι στο ύψος της συμβολής της οδού 25ης Μαρτίου με τη λεωφόρο Γρίβα Διγενή. Στη συνέχεια μετέβηκαν στη συμβολή των οδών Μεσσηνίας και Μαρκαντώνη όπου από κοινού αυτή τη φορά υπέδειξαν το σημείο σύγκρουσης. Ο ΜΚ.2 ετοίμασε πρόχειρα σχεδιαγράμματα στα οποία σημείωσε τα δυο διιστάμενα σημεία σύγκρουσης ως προς την πρώτη επαφή των οχημάτων καθώς και το από κοινού υποδειχθέν σημείο σύγκρουσης αναφορικά με τη δεύτερη επαφή. Αμφότερα τα σχέδια υπογράφηκαν από τον ΜΚ.1 και την κατηγορούμενη.

 

Τα ακριβή σημεία σύγκρουσης δεν κατέστη εφικτό να εξακριβωθούν λόγω της έλλειψης ιχνών ή άλλων ευρημάτων που να οδηγούν σε τέτοια διαπίστωση. Αυτά σε κάθε περίπτωση ήταν δυο ήτοι ένα επί της λεωφόρου Γρίβα Διγενή και ένα επί της συμβολής των οδών Μεσσηνίας και Βραγαδίνου. Αμφότερα ήταν εντός της λωρίδας που εκινείτο ο ΜΚ.1.

 

Ο ΜΚ.2 στη συνέχεια, περί των ωρών 02:25 με 03:00 έλαβε ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη αφού την πληροφόρησε για τα εξεταζόμενα αδικήματα και της επέστησε γραπτώς την προσοχή της στο νόμο. Παρά το προχωρημένο της ώρας, η κατηγορούμενη ήταν σε θέση να δώσει γραπτή κατάθεση και δεν εξέφρασε αντίρρηση προς τούτο.   

 

Νομική Πτυχή

 

            Σε σχέση με το αδίκημα της αμελούς οδήγησης που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη σχετικά είναι τα ακόλουθα:

 

            Το άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 αναφέρει ότι οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, είναι ένοχος αδικήματος.

 

            Το τι συνιστά αμέλεια έχει επανειλημμένα κριθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην Παύλου ν. Αστυνομίας, (1998) 2 ΑΑΔ 68 αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελίδα 73:

 

«Η οδήγηση εξυπακούει την εξάσκηση προσήκουσας προσοχής. Το ερώτημα που εγείρεται σε περιπτώσεις αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του Νόμου 86/72 είναι κατά πόσο ο οδηγός εκπλήρωσε την υποχρέωση εξάσκησης λογικής φροντίδας και προσοχής για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι αντικειμενικό και οι παράμετροι του αναφέρονται στη συμπεριφορά ενός συνετού και σώφρονα και όχι του τέλειου οδηγού. (Ιδε Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1982)1 Α.Α.Δ. 585, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202)».

 

Το καθήκον φροντίδας και μέριμνας (duty of care) οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού. Τα συστατικά στοιχεία της αμέλειας είναι τα ίδια στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο. Το τι διαφέρει είναι το βάρος της αποδείξεως. Διαφωτιστική είναι επίσης και η πρόσφατη απόφασηΧαραλάμπους ν. Mc Gill, Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2015, 18/12/2019 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«…ένας οδηγός οφείλει να επιδεικνύει την ανάλογη επιμέλεια κινούμενος με το όχημα του, έχει δε καθήκον φροντίδας για τους υπόλοιπους που χρησιμοποιούν επίσης τον δρόμο, περιλαμβανομένων και πεζών.  Η αμέλεια επί των τροχαίων ατυχημάτων είναι η ίδια και στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο και ό,τι διαφέρει είναι ως προς το βάρος απόδειξης, (Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και  Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202).  Όπως τονίστηκε επανειλημμένα το καθήκον φροντίδας και μέριμνας οφείλεται και επιδεικνύεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις ενός οδηγού.  Το κριτήριο για την διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, με μέτρο το μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό και η πρόβλεψη για την δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας.  Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράληψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια (Αργυρού ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 378). 

 

Αναφέρθησαν και από τις δυο πλευρές διάφορες αποφάσεις ως προς την κατανομή της ευθύνης και την κατ΄ ισχυρισμόν  επίδειξη συντρέχουσας αμέλειας από την πλευρά της εφεσίβλητης.  Δεν χρειάζεται όμως αναφορά σε αυτές δεδομένου ότι όπως έχει υποδειχθεί και στη Γεώργιου Μάρκου ν. Παναγιώτη Μιχαήλ ECLI:CY:AD:2018:A310, Πολιτική Έφεση αρ. 246/12 ημερ. 27.6.2018, η αμέλεια ως νομική έννοια εξαντλείται στην πράξη στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης.  Ούτε είναι  μετρήσιμη με απολύτους μαθηματικούς υπολογισμούς, παραμένουσα ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής  των πραγματικών περιστατικών του ατυχήματος στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.  Ο οδηγός έχοντας υπόψη το αντικειμενικό επίπεδο επιμέλειας έχει την υποχρέωση να συμπεριφέρεται κατά τον έλεγχο του οχήματος του όπως αναμένεται από ένα μέσο συνετό οδηγό  (Κωνσταντίνου ν. Κατσιάρδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 1178).  Από την άλλη, οι άλλοι χρήστες του δρόμου, είτε οδηγοί, είτε πεζοί, υπέχουν συντρέχουσα αμέλεια εάν  δεν   λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας.  Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά σε καθήκον αυτοπροστασίας, (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad  Al Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28).

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις. Η αμέλεια είναι συνυφασμένη με το χρόνο, τόπο και άλλες συνθήκες, και παράλειψη να δει κανείς ότι είναι απλά ορατό αποτελεί αμέλεια. Όταν η απόφραξη του δρόμου συνδέεται ευθέως με το δυστύχημα και αποτελεί μέρος των γενεσιουργών αιτίων που το προκάλεσαν, δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης (βλ.  Ξιπτέρα ν. Κυπριανού (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1696, Γιωργαλλή ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 21 ημερ. 23/01/2004).

 

Την ίδια ώρα διατηρώ κατά νου ότι σύμφωνα με την Λουκά v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 187/2018, ημερ. 18/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B375 ECLI:CY:AD:2019:B375, σε ποινική υπόθεση, έστω και μικρού βαθμού αμέλεια είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.

 

Βάρος Απόδειξης

 

Στις ποινικές υποθέσεις αποτελεί πάγια αρχή ότι το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα αρχή και η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη[9] . Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη, αλλά και σαφής[10]. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας[11].

 

Κατάληξη

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών αρχών και των ευρημάτων του Δικαστηρίου έρχομαι να εξετάσω κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή απέδειξε την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση έχοντας κάνει αποδεκτή τη μαρτυρία που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή στην ουσία της, η οποία επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από την κατάθεση της κατηγορούμενης, διαπιστώνω ότι η οδηγητική συμπεριφορά της κατηγορούμενης συνιστούσε αναμφίβολα αμελή οδήγηση. Πέραν του ότι χωρίς εύλογη αιτία ηχούσε την κόρνα της σε προχωρημένη ώρα, οδήγησε το όχημα της δυο φορές πλευρικά του ΜΚ.1 με σκοπό να τον εξαναγκάσει να σταματήσει χωρίς να υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος προς τούτο. Στην προσπάθεια της αυτή συγκρούστηκε δυο φορές μαζί του προκαλώντας στο όχημα που οδηγούσε (και που είναι και δικής του ιδιοκτησίας) ζημιές τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά του πλευρά. Την ίδια ώρα με δικαιολογημένο το φόβο που προκλήθηκε στον ΜΚ.1 από την εν λόγω συμπεριφορά της κατηγορούμενης, εύλογα ανέπτυξε ταχύτητα προκειμένου να διαφύγει οποιασδήποτε περαιτέρω σύγκρουσης με την κατηγορούμενη και κατ’ επέκταση πρόκληση περαιτέρω ζημιών ή και τραυματισμού του ιδίου ή και της συνοδηγού του.  

 

Για τη διαπίστωση της αμελούς οδήγησης από την κατηγορούμενη δεν απαιτείτο να διαπιστωθούν τα ακριβή σημεία σύγκρουσης εφόσον η επαφή των δυο οχημάτων έγινε λόγω της εκάστοτε ενέργειας της κατηγορούμενης να πλευρίσει, αρχικά από δεξιά και κατόπιν από αριστερά, το όχημα που οδηγούσε ο ΜΚ.1. Η οδηγητική συμπεριφορά της κατηγορούμενης φαίνεται να προκλήθηκε από την αναστάτωση της όταν αντιλήφθηκε τον εν διαστάσει σύζυγο της να βρίσκεται στο ίδιο αυτοκίνητο με την ΜΚ.3.

 

Τα πιο πάνω θεωρώ ότι συνιστούν αρκετά χαμηλότερο του μέσου συνετού οδηγού επίπεδο επιμελούς οδήγησης.

 

Συνακόλουθα, και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αμφότερες τις κατηγορίες  της αμελούς οδήγησης και η κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη σε αυτές.

 

 

                                                                                               (Υπ.).......................................

                                                                                                             Μ. Μυτίδης, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Βλ. Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.α (2009) 1 Α.Α.Δ. 288

[2] Βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1998) 1 ΑΑΔ 263, και Γενικός Εισαγγελεας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207

[3] Βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454

[4] Βλ. Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Χαριδήμου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2290, και Μελεκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832

[5] Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 AAΔ 1056

[6] Βλ. Δημοσθένους κ.α. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ 129

[7] Βλ. Themistocleous v. The Police (1981) 2 CLR 200 και Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97

[8] Βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 με αναφορά στην Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359, Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:B430, Ποιν. Έφ. 96/2016, ημερ.28.11.2017 καθώς και Μ. Γιώρκας ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 27/2021 ECLI:CY:AD:2022:B97, ημερ. 16.03.2022

[9] Βλ. Γεν. Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Σάζου (2001) 2 ΑΑΔ 18, Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71)

[10] Βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401

[11] Βλ. Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο