ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2912/2020 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

BEATA EWA SYLKOWSKA

Κατηγορούμενη

 

Ημερομηνία: 15 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Παπαγεωργίου Μ.

Για τον Κατηγορούμενο: κος Παπαγεωργίου Α.

Κατηγορούμενη παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στην παρούσα υπόθεση, η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει δυο κατηγορίες ήτοι της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 8, 19 και 20Α του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 όπως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία) και την κατηγορία της οδήγησης χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης που αφορά ευθύνη του οδηγού έναντι τρίτου (2η κατηγορία).

 

 Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, κατά την 11.10.2019 η κατηγορούμενη οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα [ ] στην οδό Πετράκη Γιάλλουρου στην Πάφο χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή και προκάλεσε δυστύχημα. Η κατηγορούμενη παραδέχθηκε ενοχή στη 2η κατηγορία πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και έτσι εκδικάστηκε μόνο η 1η κατηγορία.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τέσσερις μάρτυρες, ήτοι τον Αστ.3882 Π. Πόρακο (ΜΚ.1) την Φροσούλα Θωμά (ΜΚ.2), την Ελένη Σπύρου (ΜΚ.3) και τον Νεοφύτου Χριστάκη (ΜΚ.4) 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Η προσαχθείσα μαρτυρία στα κύρια σημεία της μπορεί να συνοψισθεί ως εξής :

 

O MK.1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 στο Δικαστήριο γραπτή κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της υπό κρίση υπόθεσης της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της, κατά τον ουσιώδη χρόνο η κατηγορούμενη ενώ οδηγούσε επί της οδού Πετράκη Γιάλλουρου με δυτική κατεύθυνση σε κάποιο σημείο του δρόμου και εντός της λωρίδας κυκλοφορία της υπήρχε σταθμευμένο όχημα. Κατά τη στιγμή που επιχείρησε να το προσπεράσει συγκρούστηκε με το όχημα με αρ. εγγραφής [ ], το οποίο ερχόταν από την αντίθετη λωρίδα κατεύθυνσης και οδηγείτο από την Έφη Θωμά (ΜΚ.2 – παραπονούμενη). Η κατηγορούμενη δεν ακινητοποίησε το όχημα της, σταθμεύοντας το μερικά μέτρα πιο κάτω, και αφού αντάλλαξε κάποιες κουβέντες με την παραπονούμενη αναχώρησε από το μέρος. Αντίθετα η παραπονούμενη παρέμεινε επί τόπου μέχρις ότου ήλθε η Αστυνομία και ανέφερε στον μάρτυρα τι έγινε.

 

Ο μάρτυρας επικοινώνησε τηλεφωνικά με την κατηγορούμενη 10 λεπτά προτού αφιχθεί στη σκηνή, η οποία του ανέφερε ότι ο λόγος που έφυγε από το μέρος ήταν επειδή έπρεπε να μεταφέρει το γιο της στο μάθημα που είχε και αργότερα θα επέστρεφε. Μετά από έλεγχο που διενήργησε διαπίστωσε ότι η κατηγορούμενη οδηγούσε χωρίς ασφάλεια.

 

Στις 16:20 της ίδιας μέρας επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος και βρήκε το όχημα [ ] στην τελική του θέση, πήρε τις αναγκαίες μετρήσεις και σχεδιαγράφησε τη σκηνή σημειώνοντας το σημείο σύγκρουσης με το γράμμα «Χ».  Στις 04.11.2019 έλαβε ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη, στην οποία υπέδειξε το πρόχειρο σχέδιο με το σημείο σύγκρουσης και το οποίο αυτή υπέγραψε ως ορθό στην παρουσία του. Όταν την κατηγόρησε γραπτώς αρνήθηκε, στην αγγλική, ότι είχε ευθύνη για το ατύχημα και συμφώνησε ότι δεν είχε ασφάλεια.

 

Στο υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα ως Τεκμήριο 2, την ανακριτική κατάθεση της κατηγορούμενης ως Τεκμήριο 3 (μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα) και την συνταγμένη στην αγγλική ως Τεκμήριο 4, τη γραπτή κατηγορία της κατηγορούμενης στην αγλλική γλώσσα ως Τεκμήριο 5Α, και αυτή μεταφρασμένη στην ελληνική ως Τεκμήριο 5Β, καθώς και συμμετρικό σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος ως Τεκμήριο 6.

 

Κληθείς να περιγράψει τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά την άφιξη του στη σκηνή, πέραν των όσων περιλαμβάνονται στη γραπτή του κατάθεση, ανέφερε ότι το όριο ταχύτητας του δρόμου Πετράκη Γιάλλουρου είναι 50 ΧΑΩ, και υπάρχουν δυο λωρίδες κυκλοφορίας μία με ανατολική κατεύθυνση προς τη λεωφόρο Ευαγόρα Παλληκαρίδη και μία με δυτική προς την οδό Αθηνάς. Από την Αθηνάς για να εισέλθει κάποιος στην οδό Γιάλλουρου υπάρχει πινακίδα με σήμα μονόδρομου, όμως κατά μήκος της τελευταίας, υπάρχει συμβολή με την οδό Άννης Κομνηνής απ’ όπου εξήλθε η παραπονούμενη, ως του ανέφερε, και έστριψε δεξιά για να εισέλθει στη Γιάλλουρου. Στην εν λόγω συμβολή (Κομνηνής και Γιάλλουρου) δεν υπάρχει απαγορευτικό βέλος που να καθορίζει την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο οδηγός εξερχόμενος της οδού Κομνηνής. Ανέφερε ότι στο σημείο σύγκρουσης υπήρχε κομμωτήριο, ο ιδιοκτήτης του οποίου, κάποιος Χρίστος Νεοφύτου, άκουσε τη σύγκρουση και είδε την παραπονούμενη να σταματά ενώ την κατηγορούμενη να προχωρά και να σταματά λίγα μέτρα πιο κάτω. Το όχημα της παραπονούμενης είχε ζημιές από γδάρσιμο (λόγω τριβής) στη δεξιά πλευρά του, από τις πόρτες μέχρι πίσω στο φτερό.

 

Υπέδειξε επί του συμμετρικού σχεδιαγράμματος τις πορείες των δυο εμπλεκόμενων οχημάτων καθώς και την τελική θέση του [ ]. Επίσης υπέδειξε το σημείο του δρόμου που ήταν το σταθμευμένο όχημα. Το πλάτος του δρόμου ήταν 6,80μ. Το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν σε 4,90μ από την αριστερή, σύμφωνα με την πορεία της κατηγορούμενης, άκρη του δρόμου. Πρόκειται για ευθύ και επίπεδο δρόμο με αρκετή και ανεμπόδιστη ορατότητα, εκτός του σταθμευμένου οχήματος. Υπήρχε φως μέρας και επρόκειτο για κατοικημένη περιοχή

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι είχε και το όχημα της κατηγορούμενης γδαρσίματα στο πίσω δεξιό φτερό και τον πίσω δεξί προφυλακτήρα. Διευκρίνισε ότι παρά την αναφορά της κατηγορούμενης ότι θα επέστρεφε στη σκηνή αυτή δεν το έπραξε. Ο ίδιος είχε ολοκληρώσει τις εξετάσεις που έπρεπε να κάνει και αναχώρησε. Χρειάστηκε 20 περίπου λεπτά. Η παραπονούμενη του είχε αναφέρει ότι τη στιγμή που περνούσε δίπλα από το σταθμευμένο όχημα προχώρησε εξ’ αντιθέτου και η κατηγορούμενη. Θα μπορούσε η παραπονούμενη να προέβαινε σε κάποια αποφευκτική ενέργεια αλλά θα μπορούσε και η κατηγορούμενη να αναμένει στην αριστερή άκρη του δρόμου, εφόσον μπροστά της υπήρχε σταματημένο όχημα, και αφού ο δρόμος ήταν καθαρός τότε να προσπεράσει. Στη σκηνή δεν εντοπίστηκαν ίχνη τροχοπέδησης. Διαπίστωσε και ο ίδιος την ύπαρξη της οδού Κομνηνής που του είχε αναφέρει η παραπονούμενη.

 

Δεν θυμόταν αν ρώτησε την παραπονούμενη κατά πόσο γνώριζε για τη μονοδρόμηση της Πετράκη Γιάλλουρου, ούτε και μέτρησε την απόσταση από το δυστύχημα μέχρι το νηπιαγωγείο που αυτή εργαζόταν ή ακόμα και το μήκος της επίμαχης οδού. Αρνήθηκε ότι ερεύνησε βιαστικά το δυστύχημα.

 

ΜΚ.2

 

Επόμενη μάρτυρας ήταν η κα Ε. Θωμά (παραπονούμενη). Αναγνώρισε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία για την υπό κρίση υπόθεση και υιοθέτησε το περιεχόμενο της. Αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 7. Σε αυτή αναφέρει ότι μετά που σχόλασε από την εργασία της στο νηπιαγωγείο «Τα νανάκια» οδήγησε βόρεια προς το πρατήριο «Πετρολίνα» και έστριψε δεξιά προκειμένου να κατευθυνθεί προς τη λεωφόρο Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Στην πορεία της αυτή, σε κάποιο σημείο του δρόμου, είδε ότι έξω από ένα κομμωτήριο υπήρχε σταματημένο όχημα. Πίσω από αυτό είδε να έρχεται ένα όχημα με χρυσαφί χρώμα τη στιγμή που η ίδια περνούσε δίπλα από το σταματημένο όχημα. Ελάττωσε ταχύτητα όμως το άλλο όχημα τρίφτηκε με το δικό της. Η οδηγός του άλλου αυτοκινήτου την εξύβρισε και προχώρησε να σταματήσει στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία της. Η ίδια ακινητοποίησε το όχημα της εκεί που ήρθαν σε επαφή. Κατέβηκαν από τα οχήματα τους ενώ στο μέρος βρισκόταν και μια φίλη της παραπονούμενης ονόματι Ελένη. Της ζήτησε να αναφέρει στην άλλη οδηγό, επειδή μιλούσε αγγλικά, να μην φύγει μέχρι να ειδοποιηθούν οι ασφάλειες τους. Τότε η άλλη οδηγός τους είπε να βγάλουν φωτογραφία τον αριθμό  εγγραφής του οχήματος της γιατί έπρεπε να φύγει και θα επέστρεφε. Όταν προσπάθησε να φωτογραφήσει τον αριθμό εγγραφής της η άλλη οδηγός την εξύβρισε και πάλι και την έσπρωχνε. Στη συνέχεια, και αφού έφυγε η άλλη οδηγός, στο μέρος ήρθε κάποιος αστυνομικός ο οποίος πήρε κάποιες μετρήσεις και ετοίμασε σχεδιάγραμμα στο οποίο τοποθέτησε το σημείο σύγκρουσης με το γράμμα «Χ». Υπέγραψε το σχεδιάγραμμα ως ορθό.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κύριας εξέτασης της η μάρτυρας έδειξε επί του σχεδίου την υπογραφή της και προέβηκε σε μια περιγραφή του όλου συμβάντος. Διευκρίνισε ότι η κατηγορούμενη περίμενε πίσω από σταθμευμένο όχημα και προσπάθησε να το προσπεράσει όταν η ίδια το είχε ήδη πλησιάσει. Ανέφερε ακόμα ότι η κατηγορούμενη είχε μικρό παιδάκι (μωρό) στο αυτοκίνητο που έπρεπε να πάρει σε φροντιστήριο.  Στη συνέχεια υπέδειξε επί του σχεδίου την πορεία που ακολουθούσε και ανέφερε ότι από την πάροδο που εξήλθε δεν υπήρχε απαγορευτική σήμανση ως προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Για τις ζημιές που υπέστηκε στο όχημα της αποζημιώθηκε από το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκίνητων Οχημάτων (M.I.F).

 

Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι το νηπιαγωγείο που εργαζόταν ήταν κοντά και εκεί εργάστηκε συνολικά για ενάμιση χρόνο. Από το αλτ που εισήλθε στην Γιάλλουρου δεν ήταν μονόδρομος και ήταν η θέση της ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχε πινακίδα απέναντι από το αλτ που βγήκε στη Γιάλλουρου που απεικόνιζε τόξα προς τα δεξιά και αριστερά, την οποία και υπέδειξε στους οδηγούς η αστυνομία. Δεν είχε αναφέρει στην κατάθεση της για την ύπαρξη της πινακίδας, όμως ανέφερε ότι έφευγε από το νηπιαγωγείο που εργαζόταν καθώς και ότι ανέφερε στον αστυνομικό (ΜΚ.1) ότι εξήλθε από πάροδο. Μόνο ένα όχημα ήταν σταθμευμένο στη λωρίδα της κατηγορούμενης. Η τελευταία σταμάτησε το όχημα της και όταν η ίδια ξεκίνησε να κινείται στο ύψος του δρόμου που βρισκόταν το σταθμευμένο όχημα τότε προσπάθησε να το προσπεράσει. Δεν υπήρχε περιθώριο να λάβει αποφευκτική κίνηση εφόσον αριστερά της υπήρχε πεζοδρόμιο, δεξιά της κινείτο η κατηγορούμενη και πίσω της υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα. Η απόσταση από την πάροδο που έστριψε μέχρι το σημείο που ήταν σταθμευμένο το όχημα η απόσταση είναι πάρα πολύ μικρή, και όταν η ίδια αντιλήφθηκε την κατηγορούμενη και σταμάτησε, ήδη βρισκόταν στο σημείο που ήταν και το σταματημένο όχημα. Συνεπώς και δεν μπορούσε να στρίψει δεξιά για να αποφύγει το ατύχημα, ως της είχε υποβληθεί. Αυτό που έκανε ήταν να ελαττώσει ταχύτητα και να σταματήσει στο σημείο που συγκρούστηκαν (υποδεικνύοντας το σημείο «Χ» επί του σχεδιαγράμματος).

 

Αρνήθηκε ότι ήταν μόνο με το καθρεφτάκι που τη χτύπησε η κατηγορούμενη, αν και αυτά συγκρούστηκαν, όμως υπήρχε και ζημιά στη μέση των πορτών, λίγο πιο κάτω από το παράθυρο, μέχρι το πίσω μέρος του οχήματος. Επέμενε ότι η κατηγορούμενη την εξύβρισε όμως δεν ήταν σίγουρη για το τι είπε. Έκανε καταγγελία στην αστυνομία για την εξύβριση και την έπαιρναν τηλέφωνα από τις Μικροπαραβάσεις. Δεν γνώριζε αν καταχωρήθηκε υπόθεση στην αστυνομία. Αρνήθηκε υποβολή ότι αυτό που της είπε η κατηγορούμενη ήταν «Τι κάνεις και γιατί προχωράς μέσα στο μονόδρομο;».

 

Όταν έφυγε η κατηγορούμενη από το μέρος δεν ξαναήλθε πίσω ούτε όταν ήταν η αστυνομία. Στο μέρος έμεινε πολλές ώρες γιατί εκτός από την αστυνομία ήρθαν και οι ασφάλειες. Πίσω της κατά το χρόνο του ατυχήματος βρισκόταν και μια φίλη της που είδε το πως έγινε αυτό.

 

ΜΚ.3

 

Επόμενη μάρτυρας ήταν η Ελένη Σπύρου. Αναγνώρισε και αυτή με τη σειρά της την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία για το επίδικο ατύχημα και αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8. Σε αυτή αναφέρει ότι εργαζόταν στο ίδιο νηπιαγωγείο με την ΜΚ.2 απ’ όπου την ημερομηνία του ατυχήματος σχόλασε για να κατευθυνθεί στο σπίτι της. Ακολουθώντας την ΜΚ.2 έφθασαν σε αλτ που βρίσκεται το πρατήριο «Πετρολίνα» και έστριψαν δεξιά. Σε εκείνο το δρόμο βρισκόταν σταθμευμένο στη δεξιά πλευρά (σύμφωνα με την πορεία τους) ένα όχημα έξω από ένα κομμωτήριο. Καθώς η ΜΚ.2 προχωρούσε, και ενώ περνούσε δίπλα από το σταματημένο όχημα ένα αυτοκίνητο από την αντίθετη λωρίδα, χωρίς να περιμένει, προσπέρασε το σταθμευμένο όχημα. Στη συνέχεια η ΜΚ.2 σταμάτησε το όχημα της ενώ το άλλο όχημα συνέχιζε την πορεία του και σταμάτησε λίγη απόσταση μετά. Τότε σταμάτησε και η ίδια πίσω από το όχημα της ΜΚ.2 και σε κάποια απόσταση. Κατέβηκαν όλοι από τα οχήματα τους και η ίδια πλησίασε το όχημα της ΜΚ.2 και είδε ότι όλη η δεξιά μεριά του ήταν τριμμένη, με την ΜΚ.2 να αναφέρει ότι της το έτριψε η οδηγός του άλλου οχήματος. Η τελευταία είχε έντονο ύφος, ήταν προκλητική και έσπρωχνε την ΜΚ.2, και ήθελε να φύγει για να πάρει το γιο της στο μάθημα ως ανέφερε. Η ΜΚ.2 της είχε αναφέρει ότι η άλλη οδηγός την εξύβρισε. Στη συνέχεια αφίχθηκε η αστυνομία, έδωσε τα στοιχεία της και έφυγε από το μέρος.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης της περιέγραψε με δικά της λόγια το όλο συμβάν. Διευκρίνισε ότι η άλλη οδηγός την ώρα που περνούσε το όχημα της «έγδαρε» το όχημα της παραπονούμενης. Πρόσεξε ότι είχε ένα μικρό παιδάκι στο όχημα της. Από το σημείο που έστριψαν δεξιά δεν υπήρχε σήμανση για μονόδρομο.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι υπήρχε σήμανση στο αλτ ότι επιτρεπόταν που συνήθως είναι μπλε τόξο. Δεν ήταν όμως σίγουρη. Στην ερώτηση αν είδε πως έγινε το δυστύχημα ανέφερε ότι είδε την άλλη κοπέλα που πέρασε, αλλά δεν είδε εκείνη την ώρα το γδάρσιμο, παρά μετά που κατέβηκε. Σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου αν είδε την κατηγορούμενη να κτυπά στο όχημα της κατηγορούμενης ανέφερε ότι δεν θυμόταν, όμως είδε ότι πέρασε.

 

ΜΚ.4

 

Τελευταίος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν ο Χριστάκης Νεοφύτου. Υιοθέτησε και αυτός τη γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία αναφορικά με το επίδικο ατύχημα. Αυτή κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 9. Ως αναφέρει σε αυτή είναι κομμωτής στο επάγγελμα και διατηρεί επαγγελματικό υποστατικό στην οδό Πετράκη Γιάλλουρου στην Πάφο. Κατά την 11.10.19 ήταν εντός αυτού και μπροστά από το κομμωτήριο είχε σταθμεύσει το όχημα του ένας Άγγλος καταλαμβάνοντας την αριστερή πλευρά του δρόμου. Καθώς ήταν εντός του κομμωτηρίου άκουσε ένα κτύπημα από το δρόμο και είδε να σταματά ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από τα αριστερά του κομμωτηρίου. Είδε ότι είχε ένα τρίψιμο στη δεξιά πλευρά του. Πίσω από αυτό, είχε σταθμεύσει ακόμα ένα αυτοκίνητο που προκάλεσε το δυστύχημα και το οποίο είχε έρθει από τη δεξιά μεριά του κομμωτηρίου. Το εν λόγω αυτοκίνητο προχώρησε και στάθμευσε λίγα μέτρα πιο μπροστά από το σημείο που έγινε το ατύχημα. Όταν βγήκε από το υποστατικό του είδε ότι η οδηγός του οχήματος που προκάλεσε το ατύχημα ήταν ξένη και η άλλη οδηγός κύπρια που εργάζεται στο νηπιαγωγείο της περιοχής. Αντιλήφθηκε ότι η ξένη ήταν λίγο προκλητική, και έλεγε ότι θα φύγει γιατί βιάζεται. Αναφέρει ακόμα ότι η ξένη οδηγός έβριζε την κύπρια οδηγό και την έσπρωχνε με τα χέρια της.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ανέφερε ότι το ατύχημα έγινε απόγευμα, και ότι στα αριστερά του κομμωτηρίου υπάρχει δρόμος, απέναντι του οποίου έχει ταμπέλες με σήματα που δείχνουν ότι μπορείς να στρίψεις δεξιά και αριστερά. Δεν γνώριζε οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες στο ατύχημα. Όπως εξήγησε η Γιάλλουρου είναι μέρος μονόδρομος, ο οποίος ξεκινά από την άκρια του δρόμου και δεν μπορούσε να μπει κάποιος «που πάνω», εννοώντας προφανώς την οδό Αθηνάς.

 

Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι διαμένει στην περιοχή για από το 2016. Δεν είχε ερωτηθεί στην κατάθεση του για το αν υπήρχαν ταμπέλες. Σήμερα υπάρχουν προσωρινές ταμπέλες που δείχνουν ότι είναι μονόδρομος λόγω των έργων που γίνονται. Τώρα είναι μονόδρομος να πάει κάποιος δεξιά από την πάροδο που εξήλθε η παραπονούμενη. Δεν γνώριζε το συνολικό μήκος της Γιάλλουρου. Έμαθε για το ότι η παραπονούμενη είναι νηπιαγωγός από την ίδια την ημέρα του συμβάντος και μαζί της ήταν ακόμα μια συνάδελφος της και αρνήθηκε ότι την γνώριζε από προηγουμένως. Δεν θυμόταν αν υπήρχαν πέραν του ενός σταθμευμένα οχήματα στο χώρο εκεί και πρόσθεσε ότι συνεχώς στάθμευαν οχήματα. Το ατύχημα δεν το είδε αλλά άκουσε το θόρυβο και βγήκε έξω. Το κομμωτήριο του είναι σε πολύ κοντινή απόσταση από τη στιγμή που κάποιος εισέρχεται από την Ευαγόρα Παλληκαρίδη στη Γιάλλουρου. Δεν θυμόταν πότε είχαν ξεκινήσει τα έργα στη Γιάλλουρου.

 

Αυτή ήταν η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή.

 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε την κατηγορούμενη σε απολογία. Αυτή επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως και δεν κάλεσε οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα.

 

Μαρτυρία Κατηγορούμενης

 

Η κατηγορούμενη υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία σχετικά με το ατύχημα. Περιγράφοντας, στη δια ζώσης μαρτυρία της, τι έγινε κατά την ημέρα του δυστυχήματος ανέφερε ότι βρισκόταν στην αδελφή της με το παιδί της και είχε αναχωρήσει για το σπίτι της. Έστριψε αριστερά από κάποια οδό που δεν θυμόταν το όνομα της και ανέφερε ότι ο δρόμος που εισήλθε, μετά που της υποδείχθηκε το συμμετρικό σχεδιάγραμμα, ήταν η Πετράκη Γιάλλουρου. Στην εν λόγω οδό υπήρχαν δυο σταθμευμένα οχήματα, το ένα μπροστά από το άλλο, στην αριστερή πλευρά σύμφωνα με την πορεία της. Η απόσταση που είχαν από το δρόμο από τον οποίο εισήλθε ήταν περίπου 50 μέτρα. Είδε ένα όχημα να έρχεται από την άλλη πλευρά και η ίδια σταμάτησε στο πλευρό των οχημάτων, αφού τα είχε προσπεράσει, και ανέμενε, επειδή δεν μπορούσε να πάει ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Έβλεπε το άλλο όχημα να την πλησιάζει και σκεφτόταν αν έπρεπε να πάει μπροστά γρήγορα ή να βάλει όπισθεν, και ενόσω ανέμενε το άλλο όχημα συνέχιζε να την προσεγγίζει. Αποφάσισε να βάλει όπισθεν και όταν κοίταξε ξανά μπροστά το δρόμο, είδε την άλλη οδηγό να τη κτυπά στο καθρεφτάκι. Γνωρίζει πολύ καλά την οδό γιατί ο τέως σύζυγος της είχε κατάστημα εκεί. Ήξερε ότι για 20 χρόνια ήταν μονόδρομος και περνούσε πολύ συχνά από εκεί για να πάρει το παιδί της στο σχολείο. Διευκρίνισε ότι ήταν μονόδρομος από την άλλη πλευρά που βρίσκεται η υπεραγορά Παπαντωνίου, ήτοι την κατεύθυνση που ερχόταν η άλλη οδηγός.

 

Στο όχημα είχε μαζί της το παιδί της 2,5 ετών και για αυτό άρχισε να φωνάζει δυνατά στη γυναίκα να σταματήσει. Συνέχιζε να ουρλιάζει και άρχισε να ουρλιάζει και η άλλη οδηγός όμως η τελευταία συνέχισε την πορεία της. Η ίδια είχε σταματήσει. Γδάρθηκαν κάποια σημεία στο καθρεφτάκι και κτυπήθηκε και λίγο ο τροχός της. Στη συνέχεια ήρθε η αστυνομία και έβγαλε φωτογραφίες όμως δεν βρέθηκαν άλλα γδαρσίματα, εκτός από αυτά στο καθρεφτάκι και τον τροχό της, ενώ δεν είδε γδαρσίματα στο όχημα της άλλης οδηγού. Μετά τη σύγκρουση, η άλλη οδηγός προχώρησε ενώ και η ίδια προχώρησε μπροστά και μόλις προσπέρασε τα δυο οχήματα στάθμευσε και βγήκε έξω να δει τις ζημιές της και να βγάλει φωτογραφίες. Το ίδιο έπραξε και η άλλη οδηγός, όμως άρχισε να βγάζει φωτογραφίες του δικού της οχήματος. Άρχισε τότε να της λέει ότι μπήκε σε μονόδρομο κάτι το οποίο ανέφερε και στην αστυνομία. Είπε στην άλλη οδηγό ότι μπορεί να πάρει φωτογραφίες του οχήματος της με τον αριθμό εγγραφής της, όμως εκείνη τη στιγμή έπρεπε να πάρει το παιδί της στο σχολείο και θα επέστρεφε. Το παιδί της είχε αναστατωθεί πάρα πολύ από το περιστατικό λόγω του ότι είχε αποβιώσει πρόσφατα ο πατέρας του. Ήθελε να πάρει το παιδί της σχολείο για να μην δει την αστυνομία και να ακούει τις φωνές. Δεν επέστρεψε στο σημείο του δυστυχήματος αλλά την κάλεσε τηλεφωνικά η αστυνομία και πήγε στο σταθμό.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι οδηγεί για 20 χρόνια και ουδέποτε πριν είχε άλλο δυστύχημα. Αντιλήφθηκε το όχημα της άλλης οδηγού όταν ήδη αυτή βρισκόταν δίπλα από τα δυο σταθμευμένα οχήματα. Στην υπόδειξη ότι στην κατάθεση της αναφέρει ότι είδε το άλλο όχημα τη στιγμή που αντιλήφθηκε και τα δυο σταθμευμένα οχήματα απάντησε ότι είδε τα οχήματα και προχώρησε μπροστά και όταν βρισκόταν δίπλα τους πρόσεξε το άλλο όχημα. Η ίδια γνωρίζει, όπως διδάχθηκε στα μαθήματα οδήγησης, ότι όταν μια οδός είναι μονόδρομος αυτό ισχύει για όλη την έκταση του δρόμου και γνώριζε ότι υπήρχε ένδειξη για μονόδρομο στη Γιάλλουρου στην οποία ο τέως σύζυγος της διατηρούσε πρακτορείο στοιχημάτων με την ονομασία «Megabet» απέναντι από την υπεραγορά Παπαντωνίου. Ουδέποτε είδε όχημα να εισέρχεται από την αντίθετη πλευρά τα τελευταία 20 χρόνια. Τα σταθμευμένα οχήματα ήταν δυο και δεν θυμάται κάποιο τρίτο. Δέχθηκε ότι στην κατάθεση της κάνει λόγο για «δυο ή τρία σταθμευμένα οχήματα». Αρνήθηκε ότι υπήρχε μόνο ένα αυτοκίνητο και ότι σε τέτοια περίπτωση θα υπήρχε επαρκής χώρος για να περάσει.

 

Στη συνέχεια αναγνώρισε το πρόχειρο σχέδιο που της υπέδειξε η αστυνομία (τεκμήριο 2) και ανέφερε ότι είπε στον αστυνομικό ότι υπήρχαν δυο οχήματα και αυτός της απάντησε ότι θα το κατάγραφε στο πρωτόκολλο. Πρόσθεσε ότι της ανέφερε να μην ανησυχεί, και να υπογράψει το τεκμήριο 2. Είδε ότι στο σχέδιο υπήρχε μόνο ένα όχημα σταθμευμένο καταγραμμένο. Επίσης θυμόταν ότι του είπε πως υπήρχε μονόδρομος και ο αστυνομικός της υποσχέθηκε ότι θα το καταγράψει.

 

Στην υποβολή ότι η ίδια δεν έλεγξε ικανοποιητικά το δρόμο και φέρει ευθύνη για το ατύχημα, προκύπτει λόγω ακριβώς και του σημείου σύγκρουσης επί του δρόμου που έγινε αυτό, ανέφερε ότι δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε εκτός από του να σταματήσει. Επανέλαβε ότι έφυγε από το χώρο του ατυχήματος επειδή είχε αναστατωθεί το παιδί της και δεν ήθελε να έχει περαιτέρω ανάμιξη στο περιστατικό, αλλά και λόγω του ότι ο σύζυγος της είχε αποβιώσει μπροστά από το παιδί της και του είχαν δημιουργηθεί ψυχολογικά προβλήματα. Όπως εξήγησε βίωσε το θάνατο του πατέρα του στο σπίτι και είδε πολύ αίμα. Ήθελε να τον προστατέψει να μην βιώσει περαιτέρω διενέξεις και να δει ξανά αστυνομικούς. Αρνήθηκε ότι είχε πρόθεση να αποφύγει τις ευθύνες της για το δυστύχημα και την μη ύπαρξη ασφάλειας που να την καλύπτει, αφού επέτρεψε στην άλλη κυρία να βγάλει φωτογραφίες.

 

Επανεξεταζόμενη ανέφερε ότι ο γιος της τον επίδικο χρόνο ήταν ηλικίας περίπου 3 ετών και τον έπαιρνε σε ιδιωτικό σχολείο.

 

Αυτή ήταν η υπόθεση και για την υπεράσπιση

 

Αγορεύσεις

 

Αμφότεροι οι συνήγοροι κατέθεσαν γραπτά κείμενα των αγορεύσεων τους υποστηρίζοντας εκατέρωθεν τις θέσεις τους για αθώωση και απαλλαγή της κατηγορούμενης ή όπως αυτή κριθεί ένοχη.

 

Ουσιαστικά ο συνήγορος της κατηγορούμενης εισηγείται ότι ο ισχυρισμός της παραπονούμενης για είσοδο της από την πάροδο Άννης Κομνηνής στην οδό Γιάλλουρου, είναι εκ των υστέρων επινόηση της εφόσον δεν τον ανέφερε στην κατάθεση της, ενώ η θέση της για ανυπαρξία σήμανσης που της απαγόρευε να εισέλθει στη Γιάλλουρου από την Α. Κομνηνής έρχεται σε αντίθεση με ότι ανέφερε ο ΜΚ.4. Επινόησε τα πιο πάνω, λόγω του ότι είχε αντιληφθεί ότι είχε εισέλθει σε μονόδρομο. Σε σχέση με τον εξεταστή της υπόθεσης ισχυρίζεται ότι ενήργησε βεβιασμένα ενώ δεν ανέμενε την επιστροφή της κατηγορούμενης στη σκηνή του δυστυχήματος. Προέβηκε σε ελλιπή διερεύνηση και ουσιώδη στοιχεία που ανέφερε στη δια ζώσης μαρτυρία του δεν τα καταγράφει στην κατάθεση του. Ως προς την ΜΚ.3 εισηγείται ότι δεν είδε πως ακριβώς έγινε το ατύχημα, ενώ θα έπρεπε να θυμόταν αν υπήρχε στη διαστάρωση Α. Κομνηνής και Γιάλλουρου πινακίδα που να επιτρέπει ή όχι τη διέλευση προς τα δεξιά. Τέλος για τον ΜΚ.4 ανέφερε ότι προσήλθε για να ανασκευάσει τα όσα αναφέρθηκαν για τη μονοδρόμηση της Γιάλλουρου, και προέβαλε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Κάλεσε το Δικαστήριο να αποδεχθεί την εκδοχή της κατηγορούμενης.

 

Από την άλλη ο συνήγορος της κατηγορούσας αρχής κάλεσε το Δικαστήριο όπως κάνει αποδεκτή τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και να απορρίψει την εκδοχή της κατηγορούμενης. Η τελευταία, ως εισηγείται, θεώρησε ολόκληρη την Π. Γιάλλουρου ως μονόδρομο και προσπέρασε το σταθμευμένο όχημα χωρίς να αντιληφθεί το όχημα της παραπονούμενης, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί μαζί της.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

 Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους λαμβάνω υπόψη μου τον τρόπο που οι εν λόγω μάρτυρες απαντούσαν τις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, τις αντιδράσεις τους και γενικά την όλη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα.  Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο τόσο της προφορικής τους μαρτυρίας όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έχω υπόψη μου και τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα[1]. Διατηρώ επίσης υπόψιν μου και την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς[2], και ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη[3], αρκεί αυτό να δικαιολογείται και να επεξηγείται, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία τυχόν έφεσης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης[4]. Έχω επίσης κατά νου, πως δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να προβάλλουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει (βλ. κατ' αναλογία, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 401, 406), αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να ορμώνται από πλειάδα αιτιών, χωρίς αναγκαστικώς αυτές να εκπορεύονται από διάθεση ψεύδους ή παραπλάνησης. Πολύ σημαντική παράμετρος που χρήζει αναφοράς είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συνεκτιμάται, διερευνάται και αντιπαραβάλλεται με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας[5]. Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας.

 

Σε σχέση με την αξία ενός σχεδιαγράμματος, διατηρώ κατά νου ότι αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει τον τρόπο που έγινε ένα δυστύχημα αλλά αποτελεί σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας της υπόλοιπης μαρτυρίας για την εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων. (βλ. Αντώνη Σωτηρίου ν. Αστυνομίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 307).

 

Μη αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Είναι παγίως θεμελιωμένο ότι η αξιολόγηση χωρεί μόνο επί των αμφισβητούμενων γεγονότων. Από την ακροαματική διαδικασία διαφάνηκε ότι τα πιο κάτω γεγονότα δεν έχουν αμφισβητηθεί.

 

 

Για όλα τα πιο πάνω προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

Κύρια διαφωνία των δυο πλευρών είναι οι συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος με την παραπονούμενη να ισχυρίζεται ότι κατά τη στιγμή που περνούσε δίπλα από ένα σταθμευμένο όχημα που βρισκόταν στην δεξιά, σύμφωνα με την πορεία της, η κατηγορούμενη εισήλθε αιφνίδια στη λωρίδα της με αποτέλεσμα τα οχήματα τους να έλθουν σε επαφή και τριφτούν οι πλευρές τους. Η δε κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι ενόσω βρισκόταν μεταξύ δυο σταθμευμένων οχημάτων η παραπονούμενη που ερχόταν από την εξ’ αντιθέτου πορεία δεν σταμάτησε και συνέχισε την πορεία της με αποτέλεσμα να έρθει σε επαφή με το δικό της όχημα.

 

Αξιολόγηση μαρτύρων κατηγορούσας αρχής         

 

Αρχίζοντας από τον ΜΚ.1 θα πρέπει να αναφέρω κατ’ αρχήν ότι δεν έχουν αμφισβητηθεί τα προσόντα και οι εκπαιδεύσεις που έχει τύχει σε θέματα τροχαίας. Συνεπώς και οι σχετικές του αναφορές γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο. Μέσα από τη μαρτυρία του, μου έδωσε την εντύπωση ενός ειλικρινούς, καταρτισμένου και αμερόληπτου εξεταστή του επίδικου δυστυχήματος. Έδιδε σαφείς, ειλικρινείς και άμεσες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν τόσο κατά την κυρίως εξέταση του όσο και κατά την μακρά αντεξέταση του. Περιέγραψε με σαφήνεια όλες τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά την άφιξη του στη σκηνή. Σε κανένα σημείο δεν αμφισβητήθηκαν οι μετρήσεις στις οποίες προέβηκε, η κατάσταση του δρόμου περιλαμβανομένης της ορατότητας που υπήρχε στο σημείο, το όριο ταχύτητας που ανέφερε ότι ίσχυε και το γεγονός ότι ήταν κατοικημένη περιοχή.  Αντιπαραβάλλοντας το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης με τα όσα ανέφερε δια ζώσης δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε απόκλιση ή αντίφαση, όπως καμία αντίφαση δεν διαπίστωσα στα όσα ανέφερε δια ζώσης. Δεν θεωρώ ότι η παράλειψη συμπερίληψης στο σχέδιο που ετοίμασε της οδού Άννης Κομνηνής, από την οποία του ανέφερε η παραπονούμενη ότι εισήλθε στη Γιάλλουρου ή η αναφορά του ισχυρισμού αυτού στη γραπτή του κατάθεση καταδεικνύει ελλιπή διερεύνηση εκ μέρους του ή προκατάληψη εναντίον της κατηγορούμενης. Ο μάρτυρας αποτύπωσε επί τόπου τη σκηνή του δυστυχήματος και δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η σχεδιαγράφηση και της υπό αναφορά οδού. Άλλωστε ως ανέφερε επισκέφθηκε επιτόπου τη συγκεκριμένη οδό και διαπίστωσε ότι πράγματι υπήρχε, κάτι το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε περί του αντιθέτου μαρτυρία. Δεν θεωρώ επίσης ως ουσιώδη παράλειψη την μη αναφορά στη γραπτή του κατάθεση ότι η οδός Γιάλλουρου είναι μονόδρομος από την είσοδο σε αυτή από την Αθηνάς. Τούτο καθότι ως ήταν η θέση της παραπονούμενης, αυτή εισήλθε στη Γιάλλουρου από πάροδο ήτοι την Άννης Κομνηνής και που όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας σύγκλιναν στο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν απαγορευόταν η είσοδος από αυτή. Μαρτυρία που επίσης δεν αντικρούστηκε. Δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε υπερβολή ή τάση για υποβοήθηση της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή. Η ολοκλήρωση της εξέτασης του ατυχήματος, εντός της χρονικής περιόδου που ανέφερε, ήτοι περί τα 20 λεπτά, δεν δικαιολογούν την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης περί βιαστικής και πλημμελούς έρευνας ενός κατά τ’ άλλα πολύ απλού ατυχήματος.

 

Συνακόλουθα κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

 

            Στρεφόμενος στη μαρτυρία της ΜΚ.2 (παραπονούμενης) οφείλω να ομολογήσω ότι άφησε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Οι θέσεις της ήταν καθ’ όλη την ένορκη μαρτυρία της σαφείς, αμετάκλητες, και αληθοφανείς. Κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου με άνεση και φυσικότητα και απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν χωρίς οποιαδήποτε δυσκολία η δισταγμό. Η αφήγηση των γεγονότων είχε λογική συνέπεια. Η εκδοχή της, ότι οδηγούσε νόμιμα επί της οδού Γιάλλουρου και όχι σε μονόδρομο επιβεβαιώνεται από τις μαρτυρίες όλων των μαρτύρων κατηγορίας, ενώ επίσης ανέφερε στον ΜΚ.1 ότι η ίδια ήδη είχε φτάσει στο ύψος του σταθμευμένου οχήματος προτού η κατηγορούμενη επιχειρήσει να το προσπεράσει. Ως προς το ζήτημα της σήμανσης στη συμβολή των οδών Κομνηνής και Γιάλλουρου η εκδοχή της διαφέρει από του ΜΚ.1 εφόσον ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε ότι δεν υπήρχε απαγορευτικό σήμα για στροφή δεξιά, ενώ αντίθετα συνάδει με αυτή του ΜΚ.4. Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι είτε υπήρχε σήμανση με τόξο που επέτρεπε τη στροφή δεξιά από την Κομνηνής είτε απουσία σήμανσης που να απαγορεύει τέτοια στροφή είναι άνευ σημασίας και συνεπώς δεν θεωρώ ως ουσιώδη την αντίφαση μεταξύ των μαρτύρων για το ζήτημα αυτό. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η παραπονούμενη μετά που έστριψε στη Γιάλλουρου τηρούσε την νόμιμη πορεία της καταλαμβάνοντας την αριστερή, σε σχέση με αυτή, λωρίδα. Δεν έχει ακόμα αμφισβητηθεί η υπόδειξη του σημείου σύγκρουσης που έγινε από την ίδια προς το ΜΚ.1 και που βρίσκεται εντός της δικής της λωρίδας. Αποδέχομαι τη θέση της ότι η κατηγορούμενη είχε επιθετική στάση απέναντι της γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την αναντίλεκτη προς τούτο, μαρτυρία της ΜΚ.3 και του ΜΚ.4, όμως δεν αποδέχομαι ως γενική και αόριστη τη θέση της ότι την ύβρισε. Η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τι ακριβώς εκστόμισε η κατηγορούμενη, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία. Κανένα ουσιαστικά σημείο της μαρτυρίας του δεν έχει κλονισθεί ένεκα της αντεξέτασης. Συγκρίνοντας την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία (Τεκμήριο ) με την δια ζώσης μαρτυρία της δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση. Κρίνω λοιπόν ότι η ΜΚ.2 μετέφερε στο Δικαστήριο την αληθινή εικόνα των όσων συνέβησαν και προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια. Η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της, με εξαίρεση το σημείο αναφορικά με την εξύβριση που υπέστηκε.

 

Η ΜΚ.3 κρίνεται ως γενικά αξιόπιστη μάρτυρας. Παρά το ότι φίλη και συνάδελφος της παραπονούμενης εντούτοις η όλη συμπεριφορά της από το εδώλιο ανέδυε μάρτυρα φιλαλήθη και ειλικρινή. Η δια ζώσης μαρτυρία της συνάδει ουσιωδώς με το περιεχόμενο της κατάθεσης της. Μοναδικό σημείο που δεν μπορώ να αποδεχθώ από τη μαρτυρία της είναι οι αναφορές της για τη σήμανση επί της συμβολής των δυο οδών. Ενώ στην κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι δεν υπήρχε σήμανση για μονόδρομο προς τα δεξιά κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι υπήρχε σήμανση που επέτρεπε τέτοια στροφή και σε άλλο σημείο δέχθηκε ότι δεν θυμόταν. Σε σχέση με το τι αντιλήφθηκε ως προς τον τρόπο που έγινε το ατύχημα η μάρτυρας παρέμεινε σταθερή στη θέση της ότι αυτό επισυνέβηκε ενόσω η παραπονούμενη βρισκόταν δίπλα από το σταθμευμένο όχημα και τη στιγμή εκείνη η κατηγορούμενη προσπάθησε να περάσει το όχημα που εμπόδιζε τη δική της πορεία. Δεν συμμερίζομαι συνεπώς την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης, ότι δηλαδή δεν είδε πως έγινε αλλά ως εξήγησε δεν είδε τη σύγκρουση και το γδάρσιμο στο όχημα της ΜΚ.2 εκείνη τη χρονική στιγμή. Το γεγονός ότι δεν είδε την κατηγορούμενη να συγκρούεται με την παραπονούμενη μικρή σημασία έχει εφόσον το ότι ήρθαν σε επαφή τα δυο οχήματα δεν αμφισβητείται. Με εξαίρεση συνεπώς του πιο πάνω σημείου αποδέχομαι τη  μαρτυρία της.

 

Τέλος σε ό,τι αφορά τον ΜΚ.4 η μαρτυρία του ουσιαστικά περιστράφηκε γύρω από το θέμα της μονοδρόμησης της Πετράκη Γιάλλουρου. Ως έχει λεχθεί η θέση του συνάδει με τα όσα ανέφερε η ΜΚ.2. Όπως επίσης έχει εξηγηθεί μικρή σημασία μπορεί να έχει το γεγονός αν υπήρχε σήμανση που επέτρεπε τη στροφή δεξιά ή αν απουσίαζε απαγορευτική προς τούτο σήμανση. Ουσιώδες είναι, και σε αυτό ο μάρτυρας ήταν σταθερός, ότι δεν απαγορευόταν να στρίψει κάποιο όχημα από την Κομνηνής προς τα δεξιά για να εισέλθει στη Γιάλλουρου. Κατά τα λοιπά ο μάρτυρας με ειλικρίνεια ανέφερε ότι δεν είδε πως έγινε το ατύχημα ενώ δεν ήταν σε θέση να θυμάται αν υπήρχαν πέραν του ενός σταματημένα οχήματα έξω από το κομμωτήριο του. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως ειλικρινή και αξιόπιστη. Δεν περιέπεσε σε ουσιώδης αντιφάσεις ενώ τα όσα ανέφερε συνάδουν και με τη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία. Το Δικαστήριο δεν αποδίδει οποιαδήποτε βαρύτητα στα λεγόμενα του μάρτυρα ως προς τις αλλαγές στη μονοδρόμηση της Γιάλλουρου ή στο χρονικό σημείο που ξεκίνησαν να εκτελούνται οδικά έργα επί της εν λόγω οδού εφόσον δεν άπτονται των επίδικων ζητημάτων.  

 

Αξιολόγηση Κατηγορούμενης

 

Η κατηγορούμενη άφησε φτωχή εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της περιβάλλεται από θέσεις και ισχυρισμούς που δεν υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας ενώ κάποιες από αυτές δεν συνάδουν με την κοινή λογική. Είναι καλά γνωστή αρχή ότι κατά την αντεξέταση πρέπει να τίθενται στους μάρτυρες οι θέσεις που θα προβληθούν από τον αντίδικο και ότι παράλειψη τέτοιων υποβολών δημιουργεί ρήγμα στην αξιοπιστία της πλευράς που παραλείπει να το πράξει. Όπως επίσης πλήττει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα η προώθηση θέσεων αντίθετων ή ουσιωδώς διαφορετικών από τις θέσεις που υποβάλλονται στους μάρτυρες (βλ. Πολυκάρπου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 149/15, ημερ. 25.4.17, ECLI:CY:AD:2017:D145 και Tekinder Pal κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ., 551).

 

Για παράδειγμα ανέφερε πρώτη φορά στο Δικαστήριο ότι ο λόγος που έφυγε από την σκηνή ήταν επειδή ότι ο σύζυγος της είχε αποβιώσει μπροστά από το παιδί της και του είχαν δημιουργηθεί ψυχολογικά προβλήματα. Τόσο όμως στην κατάθεση της όσο και στις υποβολές του συνηγόρου της στους μάρτυρες κατηγορίας ανέφερε ότι ο λόγος ήταν πως ήθελε να πάρει το παιδί της σε μάθημα. Ασχέτως όμως του λόγου που έφυγε, δεν έδωσε πειστική εξήγηση για το λόγο που δεν επέστρεψε έγκαιρα στο σημείο του ατυχήματος, εφόσον παρήλθαν πέραν των 20 λεπτών μέχρι να αφιχθεί η αστυνομία στο μέρος και ακόμα 20 λεπτά μέχρι να ολοκληρωθεί η εξέταση της σκηνής μετά από την άφιξη του ΜΚ.1. Υπενθυμίζω πως σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του ΜΚ.1 το δυστύχημα επεσυνέβη στις 15:55 και ο ίδιος αφίχθηκε στη σκηνή στις 16:20. Η στάση της αυτή δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι επιθυμούσε να αποφύγει τις ευθύνες της από το ατύχημα και δεν ήθελε να καταγγελθεί είτε για αυτό είτε για το αδίκημα της ανασφάλιστης οδήγησης που άλλωστε παραδέχθηκε. Επιπλέον αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης προς τον ΜΚ.1 ότι ενημέρωσε την αστυνομία ότι θα επέστρεφε και ότι μάλιστα το έπραξε, επιρρίπτοντας του και ευθύνη ότι ενήργησε βιαστικά, ενώ κατά την κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι δεν επέστρεψε στη σκηνή και μετέβηκε στο σταθμό για να δώσει κατάθεση μετά που επικοινώνησαν μαζί της

 

Ενώ στην κατάθεση της αναφέρει ότι αντιλήφθηκε το όχημα της παραπονούμενης να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση τη στιγμή που είχε αντιληφθεί δυο ή τρία σταθμευμένα οχήματα, ως ήταν η θέση της, κατά τη δια ζώσης μαρτυρία της υποστήριξε ότι είδε το άλλο όχημα να έρχεται μετά που ήδη προσπέρασε το πρώτο σταθμευμένο όχημα και βρισκόταν μεταξύ των δυο οχημάτων. 

 

Για πρώτη φορά ανέφερε στην δια ζώσης μαρτυρία της ότι το όχημα της παραπονούμενης δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά. Τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ.1 ο οποίος ξεκάθαρα ανέφερε ότι υπήρχαν ζημιές και στα δυο οχήματα τις οποίες και περιέγραψε, χωρίς να αμφισβητηθεί. Είναι άλλωστε αντίθετο με την κοινή λογική να έχουν τριφτεί τα δυο οχήματα και να μην δημιουργούνταν γδαρσίματα από την επαφή αυτή, και θεωρώ ότι η θέση αυτή της κατηγορούμενης προβλήθηκε για να παρουσιαστεί η ίδια ως το μόνο θύμα από την όλη υπόθεση.

 

Πέραν των πιο πάνω η μάρτυρας δεν με έπεισε για την παρουσία πέραν του ενός σταθμευμένο οχήματος στην αριστερή, σύμφωνα με την πορεία της, πλευρά. Όπως δηλώνει και η ίδια στην γραπτή της κατάθεση αλλά και ως ανέφερε δια ζώσης της υποδείχθηκε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα και το υπέγραψε. Σε αυτό υπήρχε μόνο ένα όχημα που απεικονιζόταν ως σταματημένο. Ο ισχυρισμός της, ότι ανέφερε στον εξεταστή ότι υπήρχαν δυο αυτοκίνητα δεν μπορεί να γίνει πιστευτός πρώτον καθότι τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ.1 και δεύτερον επειδή δεν περιλήφθηκε στην κατάθεση της. Σε κάθε περίπτωση δεν θα έπρεπε να υπογράψει το σχέδιο ή να σημείωνε χειρόγραφα σε αυτό ότι υπήρχαν δυο σταθμευμένα οχήματα.

 

Παρατηρώντας τη κατηγορούμενη ενόσω κατέθετε διαπίστωσα ότι η συναισθηματική φόρτιση που εκδήλωσε ήταν υπερβολική και μη γνήσια. Δεν παραγνωρίζω ότι έχασε το σύζυγο της, όμως από το θάνατό του παρήλθαν περίπου 5 χρόνια και δεν ερωτήθηκε οτιδήποτε για το ζήτημα αυτό. Ήταν δε έκδηλη η προσπάθεια της να πείσει, ανεπιτυχώς, το Δικαστήριο ότι η θέση στην οποία βρέθηκε (δίπλα και παράλληλα από τα σταθμευμένα οχήματα) δεν της άφηνε περιθώριο για να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια και πως η άλλη οδηγός συνέχισε κανονικά την πορεία της χωρίς να σταματήσει.

 

Για τους λόγους που ανέφερε δεν θεωρώ την κατηγορούμενη ως αξιόπιστο μάρτυρα και απορρίπτω τις θέσεις της που άπτονται των επίδικων ζητημάτων.

 

Σύνοψη Ευρημάτων

 

Στη βάση των ενώπιον μου μη αμφισβητούμενων γεγονότων, των όσων έγιναν αποδεκτά από πλευράς μαρτύρων και της πραγματικής μαρτυρίας καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Την 11.10.2019 και περί ώρα 15:55 η κατηγορούμενη οδηγούσε το ιδιόκτητο μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] στην οδό Πετράκη Γιάλλουρου με δυτική κατεύθυνση προς την οδό Αθηνάς έχοντας μαζί της στο όχημα τον ανήλικο γιο της. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, έξω από παρακείμενο κομμωτήριο που βρισκόταν στην αριστερή, σε σχέση με την πορεία της, πλευρά, υπήρχε ένα σταθμευμένο όχημα. Κατά τον ίδιο χρόνο και οδό, από την αντίθετη κατεύθυνση και με ανατολική πορεία προς την οδό Ευαγόρα Παλληκαρίδη, οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] η Έφη Θωμά (παραπονούμενη / ΜΚ.2).

 

Ενώ η τελευταία περνούσε δίπλα από το σταθμευμένο όχημα η κατηγορούμενη επιχείρησε να το προσπεράσει με αποτέλεσμα το όχημα της αν τριφτεί με το όχημα της παραπονούμενης. Όταν η παραπονούμενη αντιλήφθηκε την κατηγορούμενη να περνά από δίπλα της και να έρχεται σε επαφή με το όχημα της αυτή σταμάτησε ενώ η κατηγορούμενη συνέχισε την πορεία της και σταμάτησε μπροστά από το σταθμευμένο όχημα. Αφού αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες η κατηγορούμενη αναχώρησε από το μέρος λέγοντας στην παραπονούμενη ότι θα επέστρεφε αργότερα πίσω.

 

Περίπου 15 λεπτά μετά το ατύχημα, ήτοι περί την 16:10, επικοινώνησε ο ΜΚ.1 με την κατηγορούμενη η οποία του ανέφερε ότι έφυγε από το μέρος για να μεταφέρει το γιο της σε ιδιωτικό σχολείο Ο ΜΚ.1 μετέβηκε στη σκηνή του ατυχήματος 10 λεπτά αργότερα όπου έλαβε σχετικές μετρήσεις και ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα στο οποίο τοποθέτησε ως σημείο σύγκρουσης το γράμμα «Χ» ως αυτό του υποδείχθηκε από την παραπονούμενη. Επίσης επισκέφθηκε την οδό Άννης Κομνηνής από την οποία η παραπονούμενη του είπε ότι εισήλθε στη Γιάλλουρου και διαπίστωσε ότι όντως υφίστατο. Επίσης δεν διαπίστωσε να υπάρχει απαγορευτική σήμανση για στροφή είτε προς τα δεξιά είτε προς αριστερά, από την εν λόγω οδό. Η όλη εξέταση διήρκησε περί τα 20 λεπτά και η κατηγορούμενη δεν επέστρεψε στη σκηνή, αλλά μετέβηκε στον αστυνομικό σταθμό όπου έδωσε κατάθεση.

 

Τα δυο οχήματα υπέστησαν ζημιές. Το όχημα της παραπονούμενης υπέστη γδαρσίματα από το τρίψιμο στη δεξιά του πλευρά από την πόρτα του οδηγού μέχρι το πίσω φτερό, ενώ το όχημα της κατηγορούμενης είχε γδαρσίματα στο πίσω δεξιό φτερό και στον πίσω δεξί προφυλακτήρα.

 

Η οδός Γιάλλουρου αποτελείτο από δυο λωρίδες μία για κάθε κατεύθυνση, χωρίς να υπάρχει διαχωριστική γραμμή. Το συνολικό πλάτος του δρόμου είναι 6,80 μέτρα ενώ το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται σε απόσταση 4,90 μέτρων από την αριστερή, σύμφωνα με την πορεία της κατηγορούμενης, άκρια του δρόμου και συνεπώς εντός της λωρίδας που κινείτο η παραπονούμενη. Πρόκειται για ευθύ και επίπεδο δρόμο ενώ υπήρχε αρκετή ορατότητα στο σημείο που έγινε το ατύχημα. Αυτό δε επισυνέβει κατά τη διάρκεια μέρας, και εκτός από το σταθμευμένο όχημα δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που να εμποδίζει την ορατότητα. Το όριο ταχύτητας ήταν 50 ΧΑΩ.

 

Νομική Πτυχή

 

            Ως προς την 1η κατηγορία που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη σχετικά είναι τα ακόλουθα:

 

            Το άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 αναφέρει ότι οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, είναι ένοχος αδικήματος.

 

            Το τι συνιστά αμέλεια έχει επανειλημμένα κριθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην Παύλου ν. Αστυνομίας, (1998) 2 ΑΑΔ 68 αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελίδα 73:

 

«Η οδήγηση εξυπακούει την εξάσκηση προσήκουσας προσοχής. Το ερώτημα που εγείρεται σε περιπτώσεις αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του Νόμου 86/72 είναι κατά πόσο ο οδηγός εκπλήρωσε την υποχρέωση εξάσκησης λογικής φροντίδας και προσοχής για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι αντικειμενικό και οι παράμετροι του αναφέρονται στη συμπεριφορά ενός συνετού και σώφρονα και όχι του τέλειου οδηγού. (Ιδε Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1982)1 Α.Α.Δ. 585, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202)».

 

Το καθήκον φροντίδας και μέριμνας (duty of care) οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού. Τα συστατικά στοιχεία της αμέλειας είναι τα ίδια στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο. Το τι διαφέρει είναι το βάρος της αποδείξεως. Διαφωτιστική είναι επίσης και η πρόσφατη απόφασηΧαραλάμπους ν. Mc Gill, Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2015, 18/12/2019 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«…ένας οδηγός οφείλει να επιδεικνύει την ανάλογη επιμέλεια κινούμενος με το όχημα του, έχει δε καθήκον φροντίδας για τους υπόλοιπους που χρησιμοποιούν επίσης τον δρόμο, περιλαμβανομένων και πεζών.  Η αμέλεια επί των τροχαίων ατυχημάτων είναι η ίδια και στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο και ό,τι διαφέρει είναι ως προς το βάρος απόδειξης, (Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και  Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202).  Όπως τονίστηκε επανειλημμένα το καθήκον φροντίδας και μέριμνας οφείλεται και επιδεικνύεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις ενός οδηγού.  Το κριτήριο για την διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, με μέτρο το μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό και η πρόβλεψη για την δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας.  Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράληψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια (Αργυρού ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 378). 

 

Αναφέρθησαν και από τις δυο πλευρές διάφορες αποφάσεις ως προς την κατανομή της ευθύνης και την κατ΄ ισχυρισμόν  επίδειξη συντρέχουσας αμέλειας από την πλευρά της εφεσίβλητης.  Δεν χρειάζεται όμως αναφορά σε αυτές δεδομένου ότι όπως έχει υποδειχθεί και στη Γεώργιου Μάρκου ν. Παναγιώτη Μιχαήλ ECLI:CY:AD:2018:A310, Πολιτική Έφεση αρ. 246/12 ημερ. 27.6.2018, η αμέλεια ως νομική έννοια εξαντλείται στην πράξη στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης.  Ούτε είναι  μετρήσιμη με απολύτους μαθηματικούς υπολογισμούς, παραμένουσα ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής  των πραγματικών περιστατικών του ατυχήματος στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.  Ο οδηγός έχοντας υπόψη το αντικειμενικό επίπεδο επιμέλειας έχει την υποχρέωση να συμπεριφέρεται κατά τον έλεγχο του οχήματος του όπως αναμένεται από ένα μέσο συνετό οδηγό  (Κωνσταντίνου ν. Κατσιάρδη (2007) 1 Α.Α.Δ. 1178).  Από την άλλη, οι άλλοι χρήστες του δρόμου, είτε οδηγοί, είτε πεζοί, υπέχουν συντρέχουσα αμέλεια εάν  δεν   λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας.  Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά σε καθήκον αυτοπροστασίας, (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad  Al Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28).

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις. Η αμέλεια είναι συνυφασμένη με το χρόνο, τόπο και άλλες συνθήκες, και παράλειψη να δει κανείς ότι είναι απλά ορατό αποτελεί αμέλεια. Όταν η απόφραξη του δρόμου συνδέεται ευθέως με το δυστύχημα και αποτελεί μέρος των γενεσιουργών αιτίων που το προκάλεσαν, δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης (βλ.  Ξιπτέρα ν. Κυπριανού (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1696, Γιωργαλλή ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 21 ημερ. 23/01/2004).

 

Στην περίπτωση που ένας οδηγός επιθυμεί να προσπεράσει ένα εμπόδιο, όπως π.χ ένα σταθμευμένο όχημα, μπορεί να κινηθεί δεξιότερα αφού βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλές να το πράξει και κάνει χρήση του σηματοδότη του εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό την επιθυμία του για προσπέρασμα.  Σε ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως όταν υπάρχει μια κλειστή στροφή ή και όταν ο χώρος που είναι ελεύθερος είναι περιορισμένος ο οδηγός που προσπερνά οφείλει να ηχήσει και τη σειρήνα του (βλ. Ανδρέου ν. Γρηγορίου κ.α (1999) 1 ΑΑΔ 57). Σύμφωνα επίσης με τον Κανονισμό 58(5)(β)(ii) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, Κ.Δ.Π. 66/1984, όπως ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο:

 

58(5)(β). Ο Οδηγός κάθε μηχανοκίνητου οχήματος οφείλει –

 

(i)………………

(ii) πριν αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας να βεβαιωθεί ότι η λωρίδα που προτίθεται να ακολουθήσει είναι ελεύθερη, να καταστήσει γνωστή την πρόθεση του δίδοντας το κατάλληλο σήμα προς τους άλλους οδηγούς με τον ηλεκτρικό σηματοδότη κατεύθυνσης ή και με το χέρι και να καταβάλει προσπάθεια για να μην εμποδίσει την κυκλοφορία, ούτε να προκαλέσει κίνδυνο σε άλλα οχήματα ή άλλη τροχαία

 

Την ίδια ώρα διατηρώ κατά νου ότι σύμφωνα με την Λουκά v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 187/2018, ημερ. 18/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B375 ECLI:CY:AD:2019:B375, σε ποινική υπόθεση, έστω και μικρού βαθμού αμέλεια είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.

 

Βάρος Απόδειξης

 

Στις ποινικές υποθέσεις αποτελεί πάγια αρχή ότι το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα αρχή και η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη[6] . Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη, αλλά και σαφής[7]. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας[8].

 

Κατάληξη

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών αρχών και των ευρημάτων του Δικαστηρίου έρχομαι να εξετάσω κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή απέδειξε την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση έχοντας κάνει αποδεκτή τη μαρτυρία της παραπονούμενης και συνάμα απορρίπτοντας την εκδοχή της κατηγορούμενης προκύπτει ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος η πρώτη οδηγούσε νομίμως και δεόντως εντός της αριστερής πλευράς του δρόμου, σύμφωνα με τη δική της πορεία, και με ταχύτητα εντός του νόμιμου ορίου. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε περίπτωση η παραπονούμενη να προέβλεπε ή να απέφευγε τη σύγκρουση με την κατηγορούμενη εφόσον κατά τη στιγμή που η τελευταία επέλεξε να προσπεράσει το σταθμευμένο όχημα, η ΜΚ.2 οδηγούσε ήδη στο πλάι του και συνεπώς σε πολύ κοντινή απόσταση από αυτή και χωρίς περιθώρια αντίδρασης. Είμαι της άποψης ότι η πρόκληση του ατυχήματος δεν μπορεί να αποδοθεί σε οτιδήποτε άλλο παρά στην αποτυχία εκ μέρους της κατηγορούμενης να ελέγξει επαρκώς την τροχαία κίνηση και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας προτού προσπαθήσει να προσπεράσει το σταθμευμένο όχημα που της απέκοπτε την πορεία. Το γεγονός ότι εισήλθε στη λωρίδα κυκλοφορίας της παραπονούμενης φαίνεται και από το σημείο σύγκρουσης, που δεν αμφισβητήθηκε, και βρισκόταν περίπου 1,5 μέτρο εντός της πλευράς της τελευταίας. Αν και δεν υπήρχε χαραγμένη είτε συνεχής είτε διακεκομμένη γραμμή και με δεδομένο ότι το όλο πλάτος του δρόμου ήταν 6,80 μέτρα κάθε λωρίδα κυκλοφορίας είχε πλάτος 3,40μ (διαχωριζόμενες με νοητή γραμμή). Προέβηκε προφανώς στην ενέργεια αυτή, από την εσφαλμένη, ως διαφάνηκε, εντύπωση που είχε, ότι ολόκληρη η οδός Γιάλλουρου ήταν μονόδρομος και δεν υπήρχε πιθανότητα να ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση άλλο όχημα.

 

 

Συνακόλουθα, και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία αρ.1 ήτοι της αμελούς οδήγησης και η κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη σε αυτή.

 

 

                                                                                               (Υπ.).......................................

                                                                                                             Μ. Μυτίδης, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Βλ. Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.α (2009) 1 Α.Α.Δ. 288

[2] Βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1998) 1 ΑΑΔ 263, και Γενικός Εισαγγελεας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207

[3] Βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454

[4] Βλ. Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Χαριδήμου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2290, και Μελεκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832

[5] Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 AAΔ 1056

[6] Βλ. Γεν. Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Σάζου (2001) 2 ΑΑΔ 18, Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71)

[7] Βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401

[8] Βλ. Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο