ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 5221/2019 

 

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΑΣΩΝ

Κατηγορούσα Αρχή

 

εναντίον

 

 

1.    ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΣΙΒΙΚΟΥ, από τις Κάτω Αρόδες

2.    ΑΝΔΡΕΑ ΤΣΙΒΙΚΟΥ, από τις Κάτω Αρόδες

Κατηγορούμενοι

 

 

Ημερομηνία: 27 Μαρτίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χαραλάμπους Ε.

Για τον Κατηγορούμενους: κος Αλεξάνδρου Α.

Κατηγορούμενοι παρόντες

 

 

Ενδιάμεση Απόφαση

(Αναφορικά με το εκ πρώτης όψεως)

 

            Με το παρόν κατηγορητήριο, ως αυτό τροποποιήθηκε την 09.10.2023, οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού έξι (6) κατηγορίες που αφορούν παραβιάσεις του περί Δασών Νόμου (Ν.25(Ι)/2012). Συγκεκριμένα κατηγορούνται ότι κατά ή περί το έτος 2019 και/ή προγενέστερα και/ή μέχρι σήμερα εντός του τεμαχίου 96 του Φ/Σχ. 34/47, στο χωριό Κάτω Αρόδες της Επαρχίας Πάφου, τοποθεσία «Λάρα», που αποτελεί μέρος του Εθνικού Δασικού Πάρκου Ακάμα, παράνομα ανήγειραν εστιατόριο χωρίς να εξασφαλίσουν άδεια από την αρμόδια αρχή ήτοι το Διευθυντή του Τμήματος Δασών (1η κατηγορία). Επιπλέον κατηγορούνται ότι κατά ή περί το έτος 2019 και/ή από το 2016 μέχρι σήμερα, εντός του αναφερόμενου τεμαχίου και χωρίς άδεια παράνομα κατέχουν και/ή χρησιμοποιούν επί του αναφερόμενου τεμαχίου ένα εστιατόριο (2η κατηγορία), ότι παράνομα εγκατέστησαν και/ή χρησιμοποιούν ένα εστιατόριο (3η κατηγορία), ότι παράνομα κατέχουν και/ή χρησιμοποιούν μια κατοικία (4η κατηγορία), ότι παράνομα κατέχουν και/ή χρησιμοποιούν αποθήκες και/ή άλλα υποστατικά (5η κατηγορία) και τέλος ότι παράνομα κατέχουν και/ή χρησιμοποιούν το υπο αναφορά τεμάχιο.

 

 Για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή προσέφερε τρεις μάρτυρες ήτοι το δασικό λειτουργό Κώστα Ιωάννου (ΜΚ.1), το δασικό λειτουργό Αγγελή Αγγελή (ΜΚ.2) και τον κτηματολογικό λειτουργό κο Σάββα Ιωάννου (ΜΚ.3).

 

Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή, ο συνήγορος των κατηγορούμενων εισηγήθηκε την απόρριψη της υπόθεσης για τους κατηγορούμενος από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Αντίθετη ήταν η εισήγηση της κατηγορούσας αρχής. Προτού παραθέσω τις θέσεις των δυο πλευρών κρίνω σκόπιμο να παραθέσω συνοπτικά τη δοθείσα μαρτυρία

 

ΜΚ.1

 

Ο ΜΚ.1 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του (Τεκμήριο Α). Σε αυτή αναφέρει ότι θέση που κατέχει καθώς τα καθήκοντα που ασκεί. Επίσης κάνει αναφορά στα ακαδημαϊκά του προσόντα. Αναφέρει ότι με βάση τη Κ.Δ.Π 187/2016 το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του κήρυξε τα κρατικά χαλίτικα τεμάχια εντός του Δικτύου «Natura 2000» στην περιοχή χερσονήσου του Ακάμα της επαρχίας Πάφου αρχικά σε κρατικό δάσος και με την ίδια απόφαση σε Εθνικό Δασικό Πάρκο με την επωνυμία «Εθνικό Δασικό Πάρκο Ακάμα» (εφεξής το Πάρκο Ακάμα). Μέρος του πάρκου Ακάμα αποτελεί και το τεμάχιο αρ. 96 του Φ/Σχ. 34/47 (νυν αριθμός 244) στο χωρίο Κάτω Αρόδες της επαρχίας Πάφου στην τοποθεσία «Λάρα». Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, το Τμήμα Δασών προέβηκε σε χωρομετρική εργασία στην αναφερόμενη τοποθεσία προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο υφίσταντο οποιεσδήποτε επεμβάσεις εντός του νεοκηρυχθέντος πάρκου Ακάμα. Εντοπίστηκε τέτοια επέμβαση υπό μορφή κατασκευών, διαχειριστές των οποίων είναι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι κατέχουν παράνομα την κρατική δασική γη και στην οποία λειτουργούν εστιατόριο, διατηρούν κατοικία και άλλες κατασκευές, όπως πέργολα, αποχωρητήρια, αποθήκη, ανοικτό αποθηκευτικό χώρο, ράμπα, κήπο σκαλιά και χώρο στάθμευσης. Τα πιο πάνω εντοπίστηκαν εντός του υπό αναφορά τεμαχίου και ουδέποτε εκδόθηκε οποιαδήποτε άδεια από το Τμήμα Δασών ως η νυν αρμόδια αρχή, μα ούτε και από τον Έπαρχο Πάφου προ της κήρυξης του σε κρατική δασική γη. Ο κατηγορούμενος αρ.1 ειδοποιήθηκε γραπτώς για τις εν λόγω παρανομίες με επιστολή η οποία του επιδόθηκε στις 14.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:D147. Αυτός απάντησε με δυο επιστολές ημερομηνίας 30.12.16 και 08.02.17 με τις οποίες εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για τα όσα περιέχονταν στην επιστολή του τμήματος δασών. Περί το 2001 δυνάμει σύμβασης μίσθωσης παραχωρήθηκε στη μητέρα των κατηγορούμενων εκ νέου ο γεωργικός κλήρος τεμάχιο αρ.94/1. Μέχρι το 2011 το εστιατόριο που βρίσκεται, σύμφωνα με το μάρτυρα, εντός του τεμαχίου 96 το διαχειριζόταν η μητέρα των κατηγορούμενων και έκτοτε ανέλαβαν αυτοί. Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν από τον κατηγορούμενο αρ.1 σε κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε ο μάρτυρας μαζί με κάποιο Ανδρέα Δράκου επίσης δασικό λειτουργό, την 10.10.2017 και ο οποίος τους προσκόμισε διάφορα δικαιολογητικά έγγραφα. Τους ανέφερε ακόμα ότι συνδιαχειρίζεται το επίδικο εστιατόριο μαζί με τον αδελφό του και κατηγορούμενο αρ.2, καθώς και ότι εκεί βρίσκεται η οικία του όπου και διαμένει με την οικογένεια του. Ο μάρτυρας καταχώρησε αριθμό τεκμηρίων για τα οποία κάνει αναφορά στη γραπτή του δήλωση και για τα οποία θα προβώ σε ειδική αναφορά όπου χρειάζεται.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ο ΜΚ.1 προέβηκε σε καταχώριση αριθμού τεκμηρίων για τα οποία κάνει αναφορά στη γραπτή του δήλωση. Πρόκειται για τα ακαδημαϊκά του προσόντα (Τεκμήρια 1Α και 1Β), αποσπάσματα πρακτικών συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου  ημερ. 11.01.16 και 21.03.16 (τεκμήρια 2Α και 2Β), πιστό αντίγραφο κτηματολογικού χάρτη για το Φ/Σχ. 34/47 πριν την ανακήρυξη της περιοχής σε κρατική δασική γη, καθώς και χάρτη μετά τη σχετική ανακήρυξη (τεκμήρια 3 και 4), κτηματολογικό χάρτη στον οποίο φαίνεται η αλλαγή του τεμαχίου 96 σε 244 (τεκμήριο 5), επιστολή του τμήματος δασών ημερομηνίας 05.12.16 με επισυνημμένους χάρτες (τεκμήριο 6), δυο επιστολές του κατηγορούμενου αρ.1 ημερομηνίας 30.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 και 08.02.2017 (τεκμήρια 7 και 8), τη σύμβαση μίσθωσης με την οποία παραχωρήθηκε ο γεωργικός κλήρος στη μητέρα των κατηγορούμενων (τεκμήριο 9), επιστολή του Έπαρχου Πάφου ημερ. 13.02.2017 με επισυνημμένη άδεια οικοδομής (τεκμήριο 10), αντίγραφο βεβαίωσης κοινοτικού συμβουλίου Κάτω Αρόδων (τεκμήριο 11), αντίγραφο αίτησης για διάθεση κρατικής γης υποβληθείσα από τον κατηγορούμενο αρ.1 και τη μητέρα του (τεκμήρια 12 και 13), δυο έγχρωμες αποτυπώσεις του κτηματολογίου Πάφου αναφορικά με το τεμάχιο 94/1 νυν 202 για τα έτη 1963 και 2014 (τεκμήρια 14Α και 14Β), δυο φωτογραφίες για το τεμάχιο 96 νυν 244 με έτος λήψης το 2014 (τεκμήρια 15Α και 15Β), δυο αεροφωτογραφίες στις οποίες φαίνεται, μεταξύ άλλων, το τεμάχιο 96 νυν 244 για τα έτη 2019 και 2014 (τεκμήρια 16Α και 16Β), έντυπο πληροφοριών ακινήτου από το κτηματολόγιο Πάφου αναφορικά με το τεμάχιο 244 και 202 (τεκμήρια 17 και 18).

 

Στο μάρτυρα υποδείχθηκε ένα έγγραφο που φέρει τίτλο διάθεση τουρκοκυπριακής γης με δικαιούχο τη Σταυρούλα Τσίβικου (μητέρα των κατηγορούμενων), το οποίο όμως δεν αναγνώρισε και κατατέθηκε ως τεκμήριο προς Αναγνώριση Α. Τα σχέδια που κατάθεσε τα ετοίμασε ο συνάδελφος του και ΜΚ.2 κος Αγγελή ο οποίος είναι ειδικευμένος σε αποτυπώσεις και χωρομετρικές εργασίες και ο ίδιος ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει την ορθότητα τους. Στην υποβολή ότι οι κατασκευές που ανέφερε στη γραπτή του δήλωση βρίσκονται εντός του τεμαχίου 94/1 και όχι στο 96 ανέφερε ότι σε άλλο χάρτη φαίνεται με κόκκινο χρώμα η επέμβαση. Δεν γνώριζε την έκταση του τεμαχίου 94/1. Στη συνέχεια υπέδειξε επί του χάρτη τεκμήριο 3 τα σύνορα του τεμαχίου 94 και περιέγραψε τι υπάρχει γύρω του. Ως προς τα σημάδια που φαίνονται σαν αγκύλες επί συνόρου δυο τεμαχίων αυτά καταδεικνύουν ότι τα τεμάχια αυτά ενώνονται. Στις αεροφωτογραφίες τεκμήρια 16Α και 16Β δεν φαίνονται τα πλήρη σύνορα των τεμαχίων παρά μόνο τα φυσικά σύνορα όπως η θάλασσα και ο γκρεμός. Οι κατασκευές που εντοπίστηκαν βρίσκονται εντός του τεμαχίου 96 και κτίστηκαν σίγουρα πριν το 1999 που προσλήφθηκε στο Τμήμα Δασών. Ήταν η θέση του ότι η άδεια οικοδομής εκδόθηκε για το τεμάχιο 94/1. Για τη σχέση του κατηγορούμενου αρ.2 με το επίδικο εστιατόριο ανέφερε ότι σύμφωνα με τον αδελφό του και κατηγορούμενο αρ.1 εργάζεται ως υπάλληλος ενώ τον ίδιο τον κατηγορούμενο αρ.2 δεν τον ρώτησαν, ούτε και του απέστειλαν οποιαδήποτε επιστολή ως τμήμα. Η ποινική δίωξη εναντίον και του 2ου κατηγορούμενου ήταν αποτέλεσμα οδηγιών που είχαν λάβει σαν τμήμα από τον Γενικό Εισαγγελέα. Αρνήθηκε υποβολή ότι ουδέποτε του ανέφερε ο κατηγορούμενος αρ.1 πως διαχειρίζεται το επίδικο εστιατόριο με τον αδελφό του και κατηγορούμενο αρ.2. Το τεκμήριο 11 (βεβαίωση κοινοτικής αρχής Αρόδων) το παρέλαβε από τον κατηγορούμενο αρ.1, όμως δεν διασταύρωσε το αληθές του περιεχομένου του με το Κοινοτικό Συμβούλιο Κάτω Αρόδων. Όταν πήγε εκ νέου στην τοποθεσία που βρίσκονται οι επίδικες κατασκευές, λίγες μέρες πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν εντόπισε τον 2ο κατηγορούμενο, όμως το εστιατόριο ήταν σε λειτουργία. Σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου ανέφερε ότι δεν εντόπισε κανένα από τους δυο κατηγορούμενους. Στην επανεξέταση του ανέφερε ότι στην πρόσφατη επίσκεψη του εντόπισε τη σύζυγο του κατηγορούμενου αρ.1.

 

 

 

 

ΜΚ.2

 

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο κος Αγγελή, ο οποίος με τη σειρά του ετοίμασε και υιοθέτηση γραπτή δήλωση ως μέρος της κύριας εξέτασης του (Τεκμήριο Β). Σύμφωνα με το περιεχόμενο της είναι τοποθετημένος στον τομέα Γαιών και Χωρομετρίας του Τμήματος Δασών στη Λευκωσία από το 2010. Έχει φοιτήσει το δασικό κολλέγιο και έτυχε δίμηνης εκπαίδευσης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Στη συνέχεια αναφέρεται και αυτός στην κήρυξη των κρατικών χαλίτικων τεμαχίων εντός του δικτύου Natura 2000 στην περιοχή της χερσονήσου του Ακάμα σε δασικό πάρκο, στο οποίο σύμφωνα με την Κ.Δ.Π 187/2016 εντάσσεται και το τεμάχιο 96 του Φ/Σχ. 34/47. Του ανατέθηκε από το Τμήμα Δασών ο εντοπισμός τυχόν επεμβάσεων στην τοποθεσία Λάρα στις Κάτω Αρόδες. Εκ τούτου μετέβηκε στην εν λόγω τοποθεσία στις 06.06.2016 έχοντας μαζί του χάρτες από τη βάση δεδομένων του τομέα Γαιών και χωρομετρίας του τμήματος δασών και εκεί εντόπισε τις επεμβάσεις. Προέβηκε σε χωρομετρική εργασία δηλαδή σε χαρτογράφηση χρησιμοποιώντας χωρομετρικά εργαλεία μαζί με σύστημα εντοπισμού θέσης ακριβείας (GPS). Οι συντεταγμένες που συνέλεξε μεταφέρθηκαν σε χάρτη που περιείχε τα όρια του Πάρκου Ακάμα και διαπιστώθηκε ότι οι επεμβάσεις όντως βρίσκονταν εντός του τεμαχίου 96 (νυν 244) οι οποίες καταλάμβαναν συνολική έκταση 6000τ.μ. και των οποίων διαχειριστές είναι οι κατηγορούμενοι. Πρόκειται ουσιαστικά για το εστιατόριο με την ονομασία «Οικογενειακό Κέντρο Λάρα», μια πέργολα, κατοικία, αποχωρητήρια, αποθήκη, ανοικτό αποθηκευτικό χώρο, ράμπα, κήπο, διάτρηση, σκαλιά και χώρου στάθμευσης. Προώθησε τα ευρήματα του στους ανωτέρους του με σκοπό την προώθηση ποινικής δίωξης των κατηγορούμενων.  

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ο μάρτυρας κατέθεσε το αντίγραφο φοίτησης του στο δασικό κολλέγιο (τεκμήριο 19) και αντίγραφο βεβαίωσης της δίμηνης εκπαίδευσης που έτυχε στο Κτηματολόγιο (τεκμήριο 20). Ανέφερε ότι την επιστολή ημερ. 05.12.16 (τεκμήριο 6) τη συνέταξε ο προϊστάμενος του, ενώ τους επισυνημμένους σε αυτή χάρτες τους ετοίμασε ο ίδιος μετά την ολοκλήρωση της χωρομετρικής εργασίας που διεξήγαγε στην τοποθεσία Λάρα. Πρόσθεσε ότι στο χάρτη στη σελ. 3 του τεκμηρίου απεικονίζεται με κόκκινο χρώμα η συνολική επέμβαση που υφίσταται εντός του Πάρκου Ακάμα. Κληθείς να εξηγήσει το περιεχόμενο των αεροφωταγραφιών (τεκμήρια 16Α και 16Β), ανέφερε ότι σε αυτές φαίνεται ο χώρος όπου διεξήγαγε την χωρομετρική του εργασία.

 

Κατά την αντεξέταση του είπε ότι τους χάρτες που αναφέρει στην παράγραφο 6 της γραπτής του δήλωσης τους προμηθεύτηκε από το Κτηματολόγιο και τοποθετήθηκαν επ’ αυτών από το τμήμα Γαιών, τα όρια του Πάρκου Ακάμα. Όταν του υποδείχθηκε τοπογραφικό σχέδιο του 1950 του χωριού Κάτω Αρόδες αναγνώρισε ότι επρόκειτο για χάρτη της περιοχής που διεξήγαγε την χωρομετρική του εργασία. Αυτός σημειώθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Β. Επ’ αυτού ανέφερε ότι στο τεμάχιο αρ.96 υπάρχει ένα σημάδι (cleft) το οποίο έθεσε σε κύκλο και ανέφερε ότι ενώνει το συγκεκριμένο τεμάχιο με ένα άλλο. Διευκρίνισε ότι η οριοθέτηση του κρατικού δάσους έγινε από το τμήμα δασών και η εργασία ελέγχθηκε από το κτηματολόγιο. Στο μέρος ο ίδιος πήγε αρκετές φορές και είδε μόνο τον κατηγορούμενο αρ.1 επιτόπου, χωρίς να μιλήσει μαζί του. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει από που λήφθηκε η πληροφορία ότι ήταν οι κατηγορούμενοι που διαχειρίζονται τις επίδικες κατασκευές. Πλησίον του υποστατικού που επιθεώρησε υπάρχει γκρεμός τον οποίο υπέδειξε επί της αεροφωτογραφίας, και ανέφερε ότι ανήκει στο τεμάχιο 96, νυν 244.

 

Σε σχέση με την επιστολή του Έπαρχου Πάφου ημερ. 13.02.2017 με επισυνημμένη άδεια οικοδομής (τεκμήριο 10), στην οποία αναφέρεται ότι εντός του τεμαχίου 94/1 είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής ημερ. 09.09.1950, ανέφερε ότι δεν αφορά τις κατασκευές που επεμβαίνουν στο πάρκο Ακάμα, και δεν γνώριζε σε τι είδους κατασκευές αναφερόταν. Δεν έλεγξε τα σχέδια που αφορούσαν τη εν λόγω άδεια οικοδομής. Δεν διερεύνησε το ιστορικό του τεμαχίου 94/1 ούτε και γνώριζε ποια ήταν τα σύνορα του. Στο μάρτυρα υποδείχθηκε ένα έγγραφο αποτελούμενο από 6 σελίδες το οποίο δεν αναγνώρισε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Γ. Αναγνώρισε στη συνέχεια έγγραφο ως τον τίτλο ιδιοκτησίας του τεμαχίου 94/1 μεταφρασμένο από ορκωτό μεταφραστή στην ελληνική γλώσσα το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο 21.

 

ΜΚ.3

 

Τελευταίος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν ο κος Ιωάννου λειτουργός του επαρχιακού κτηματολογίου Πάφου και υπεύθυνος του κλάδου διαχείρισης κρατικής γης. Ο μάρτυρας κατέθεσε μετά που με ενδιάμεση απόφαση του επέτρεψε το δικαστήριο, το ιστορικό των τεμαχίων 94/1 νυν αριθμός 202 και 96 νυν αριθμός 244 του Φ/Σχ. 34/47 στο χωριό Κάτω Αρόδες. Το έγγραφο που περιέχει το ιστορικό με επισυνημμένα τρία κτηματικά σχέδια της περιοχής σημειώθηκε ως τεκμήριο 22. Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο το τεμάχιο 96 ενεγράφηκε την 28.03.2018 στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τη δημιουργία του φακέλου ΑΧ1004/2016 ένεκα της απόφαση του Υπ. Συμβουλίου με αρ. 80462 ημερ. 21.03.2016. Το τεμάχιο 94 περί το έτος 1943 διαχωρίστηκε σε πέντε νέα τεμάχια στα πλαίσια καταχωρηθείσας αίτησης διαχωρισμού για την οποία ανοίχθηκε ο φάκελος Α376/1943. Συγκεκριμένα προέκυψαν τα τεμάχια 94/1, 94/2, 94/3, 69.30 και τα τεμάχια 67 και 69.29. Το τεμάχιο 67 διαχωρίστηκε περαιτέρω σε 67/1 και 67/2. Αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα εγγεγραμμένα σε διάφορα φυσικά πρόσωπα. Το αρχικό τεμάχιο 94 ήταν εγγεγραμμένο και κατείχετο κατά 1/2 μερίδιο από κάποιο Ahmed Mehmed Dorou και κατά 1/2 σε κάποια Ferdie Hj Kefil.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ανέφερε ότι το πρώτο σχέδιο που επισυνάπτεται επί του τεκμήριο 22, απεικονίζει το διαχωρισμό που έγινε από το 1943 και που περιγράφεται στο περιεχόμενο του ιστορικού. Το δεύτερο επισυνημμένο σχέδιο είναι ουσιαστικά το ίδιο με το πρώτο, με τη διαφορά ότι έχουν χρωματιστεί τα τεμάχια στα οποία γίνεται αναφορά στο ιστορικό καθώς επίσης έχουν αναγραφεί οι νέοι αριθμοί των τεμαχίων. Το τρίτο σχέδιο είναι το εν χρήσει σχέδιο όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Εξήγησε ότι το τεκμήριο 3 αποτελεί το αρχικό σχέδιο που ετοιμάστηκε κατά τη γενική χωρομετρία το 1943 και για αυτό δεν αποτυπώνεται επ’ αυτού ο διαχωρισμός που επήλθε στο τεμάχιο 94.

 

Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι για την ετοιμασία του ιστορικού ανέτρεξε σε κάποιους φακέλους που διατηρεί το κτηματολόγιο. Οι δυο εγγραφές από ½ μερίδιο επί του τεμαχίου 96 είναι ξεχωριστές. Πρόσθεσε ότι μια εγγραφή για να βασίζεται στο εν χρήση σχέδιο πρέπει να μπορεί να αντικριστεί με το σχέδιο, και υπάρχουν εγγραφές μεταγενέστερες του 1925, όταν συμπληρώθηκε η Γενική Χωρομετρία που δεν βασίζονται στο εν χρήση σχέδιο, εφόσον ακριβώς δεν έχουν αντικριστεί. Η μόνη καταχώρηση για εμβαδόν του τεμαχίου 94 είναι στο φόρμα / έντυπο 115, όπου περιλαμβάνονται και άλλα τεμάχια, ως ήταν τότε, και αναφέρεται ότι είναι 21 σκάλες. Το έντυπο κατατέθηκε ως τεκμήριο 23. Η εγγραφή με τίτλο ιδιοκτησίας υπ’ αρ. 2044 που έγινε τον Αύγουστο του 1905 επ’ ονόματι του Dorou είχε έκταση περίπου 4 σκάλες και η εγγραφή 5900 επ’ όνοματι της Ferdie έκταση 21 σκάλες. Κατέθεσε έντυπο Ν.63 το οποίο αποτελεί μέρος του φακέλου Α376/43 ως τεκμήριο 25.

 

Στη συνέχεια ανέφερε ότι το εν χρήση σχέδιο δημιουργήθηκε το 1925 με τη χωρομετρία του 1925. Το αρχικό αυτό σχέδιο κατατέθηκε ως τεκμήριο 24. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τι ήταν διάφοροι αναγραφόμενοι αριθμοί επί των τεμαχίων και υπέθεσε πως ενδεχόμενα να ήταν παλιές αριθμήσεις των τεμαχίων. Στην υπόδειξη του κου Αλεξάνδρου ότι στο κάτω μέρος του τεμαχίου 96 υφίσταται με κόκκινο χρώμα σύμβολο που ενώνει το τεμάχιο με ένα άλλο ενώ σε άλλα τεμάχιο αυτό το σύμβολο είναι μαύρο, ο μάρτυρας συμφώνησε ότι πρόκειται περί συνδετικού κλειδιού το οποίο συμβολίζει την επέκταση του συνόρου ενός τεμαχίου και τοποθετήθηκε εκεί λόγω της ύπαρξης δόμης προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι αυτή αποτελούσε το σύνορο. Διαφώνησε με ύστερη υποβολή ότι επρόκειτο για μεταγενέστερη και παράνομη παρέμβαση επί του σχεδίου και υπόθεσε ότι πρέπει να τέθηκε με την αρίθμηση του συγκεκριμένου τεμαχίου σε 96, κάτι το οποίο έγινε με την χωρομετρία του 1925. Όσοι αριθμοί είναι γραμμένοι με κόκκινο χρώμα συμβαδίζουν και με το έντυπο 115 (τεκμήριο 23).

 

Στο μάρτυρα υποδείχθηκε το τεκμήριο προς Αναγνώριση Α και ανέφερε ότι πρόκειται για σχέδιο που ετοιμάστηκε από το Κτηματολόγιο. Αυτό μετατράπηκε σε κανονικό τεκμήριο και έλαβε τον αριθμό 26.

 

Ερωτώμενος για τα σύνορα του τεμαχίου 94 ανέφερε ότι υπήρχε περιγραφή των συνόρων στις εγγραφές 2044 και 5900. Είχε στην κατοχή του αντίγραφο του μητρώου εγγραφής του κτηματολογίου για την τελευταία εγγραφή το οποίο κατέθεσε ως τεκμήριο 27. Κλήθηκε από τον κο Αλεξάνδρου να υποδείξει επί του τεκμηρίου 24 τον γκρεμό στον οποίο αναφέρθηκε και που αφορά το τεμάχιο 94. Σημείωσε το γκρεμό με ροζ χρώμα επί του σχεδίου αν και σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι μπορεί να είναι και ψηλή δόμη. Στην υποβολή ότι είναι όχτος αυτό που ζωγράφισε ανέφερε ότι μπορεί να διαπιστωθεί από κάποιο σχεδιαστή, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ο τότε σχεδιαστής του τεκμηρίου 24 να αποτύπωσε γκρεμό ενώ στην πραγματικότητα να ήταν δόμη. Επανέλαβε όμως ότι από το 1930 που έγινε το εν λόγω σχέδιο και αποτυπώθηκαν τα σύνορα έχει γίνει εκσυγχρονισμός. Ως πρόσθεσε σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του, η οποία συνεχίστηκε σε άλλη ημερομηνία, είχε προβεί σε αντιπαραβολή των συνόρων για την εγγραφή 5900 και έτσι εντόπισε όλα τα σύνορα μαζί με τον γκρεμό, ενώ επίσης έλαβε καθοδήγηση και από μητρώα εγγραφής του 1905, 1910 και 1915. Επομένως ο «γυρός του γκρεμού» ήταν όντως αυτό που είχε υποδείξει στο τεκμήριο 24 με ροζ χρώμα και όχι η υπόδειξη του συνηγόρου υπεράσπισης.

 

Για την εγγραφή με αριθμό 2044 σύμφωνα με το αντίγραφο μητρώου εγγραφής που είχε στην κατοχή του ως ένα από τα σύνορα αυτού αναφέρετο «ο γυρός του γκρεμού». Το αντίγραφο αυτό κατατέθηκε ως τεκμήριο 28. Διαφώνησε με τη θέση του κου Αλεξάνδρου ότι αυτό που εννοούσε ο συντάκτης της σχετικής καταχώρησης ήταν σημείο που υπέδειξε επί του τεκμηρίου 24 ο εν λόγω συνήγορος και ανέφερε ότι δεν το γνώριζε. Επίσης διαφώνησε με τη θέση ότι το συγκεκριμένο μέρος αποτελεί μέρος του τεμαχίου 94 και ήταν της θέσης ότι ανήκε από πριν στο τεμάχιο 96.

 

Στην συνέχεια εξήγησε ότι η τακτική που ακολουθείτο ήταν πως μετά την επιτόπια έρευνα διενεργείτο χωρομετρική εργασία και ετοιμαζόταν το σχέδιο μαζί με έντυπο Ν63. Πάγια επίσης τακτική ήταν να υποδεικνύονταν και τα σύνορα μετά το διαχωρισμό ενός ακινήτου. Την περίοδο που έγινε η αίτηση διαχωρισμού δεν υποβάλλονταν σχέδια ως προς το πως επιθυμούσε ο ή οι αιτητές να διενεργηθεί ο διαχωρισμός. Υποδείκνυαν οι ενδιαφερόμενοι / αιτητές στο κτηματολόγο πως να χωριστεί το ακίνητο. Με το φάκελο διαχωρισμού Α376/43 μέρος του τεμαχίου 94 ενώθηκε με μέρος τμήματος ποταμού, ενώ άλλο μέρος του τεμαχίου 94 ενεγράφηκε ως μέρος του ποταμού. Ήταν η θέση του ότι ο ορθή αναγραφή των τεμαχίων είναι αυτή που γίνεται με κόκκινο χρώμα και μπορούν να συσχετιστούν με το εν χρήσει σχέδιο ή το έντυπο 115. Τέλος ως προς την άδεια οικοδομής που εκδόθηκε αρνήθηκε τη θέση ότι αφορούσε το τεμάχιο 94.

 

Επανεξεταζόμενος ανέφερε ότι επί του τεκμηρίου 24 υπάρχουν και άλλα συνδετικά κλειδιά με κόκκινο χρώμα τα οποία έβαλε σε κύκλο. Επίσης σημείωσε τα αντίστοιχα κλειδιά που υπάρχουν και στο τεκμήριο 26.

 

Αυτή ήταν η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή.

 

Αγορεύσεις

 

Ο κος Αλεξάνδρου αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως εισηγήθηκε την αθώωση και απαλλαγή των κατηγορούμενων για τους ακόλουθους λόγους:

 

Σε σχέση με την 1η κατηγορία η θέση του ήταν ότι καμία απολύτως μαρτυρία δεν τέθηκε ως προς το ότι οι κατηγορούμενοι ανέγειραν το περιγραφόμενο ως εστιατόριο υποστατικό που περιλαμβάνεται στην εν λόγω κατηγορία.

 

Σε σχέση με τις κατηγορίες αρ.2 αρ.4 και αρ.5 που έχουν ως νομικό υπόβαθρο το άρθρο 37(δ) του περί Δασών Νόμου, εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι οι κατηγορούμενοι κατέχουν ή χρησιμοποιούν υποστατικά, που να εμπίπτουν εντός την έννοιας του δασικού κτιρίου ως ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του πιο πάνω νόμου.

 

Στη συνέχεια εισηγήθηκε ο κος Αλεξάνδρου ότι πλήττεται η εγκυρότητα του παρόντος κατηγορητηρίου καθότι δεν έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του άρθρου 43 του Ν.25(Ι)/2012 και συγκεκριμένα δεν έχει καταδειχθεί ότι δόθηκαν οδηγίες εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης και δίωξη των κατηγορούμενων. Αναγνώρισε ότι ο ΜΚ.1 στην παράγραφο 20 της γραπτής του δήλωσης αναφέρει ότι ο υπηρεσιακός φάκελος προωθήθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα όμως τίποτε δεν αναφέρθηκε ως προς τις οδηγίες που δόθηκαν για την καταχώρηση υπόθεσης. Πρόκειται, ως εισηγήθηκε, για θέμα που ως διαδικαστικό πρέπει να αποφασιστεί από το παρόν στάδιο.

 

Σε σχέση με την κατηγορία αρ.3 η οποία δεν εδράζεται στο άρθρο 37 αλλά στο 45 του υπό αναφορά Νόμου καθώς και με την κατηγορία αρ. 6 ήταν η εισήγηση του ότι η μαρτυρία που δόθηκε από τους μάρτυρες κατηγορίας στερείται πειστικότητας στο συγκεκριμένο μέρος εφόσον α) ο ΜΚ.1 δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με θετικότητα στα ερωτήματα που του θέτονταν αλλά παρέπεμπε στον ΜΚ.2 β) υπήρχαν τέτοιες αδυναμίες και κενά σε σχέση με ερωτήματα που τέθηκαν στον ΜΚ.2 σε σχέση με την εργασία που επιτέλεσε εξ’ ου και η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε και τον ΜΚ.3, και τέλος γ) όπως διαφάνηκε από τη μαρτυρία του ΜΚ.3 αυτός είχε πλήρη άγνοια για στοιχειώδη θέματα όπως τα διάφορα σύμβολα που υφίσταντο επί των χαρτών παραπέμποντας σε λειτουργούς του σχεδιαστηρίου. Αναφέρθηκε ειδικότερα στο αμφισβητούμενο μέρος που κατά τη θέση του ΜΚ.3 ανήκε στο τεμάχιο 96 και στο επίμαχο σύμβολο που ενώνει αυτό το τεμάχιο με το επίδικο μέρος. Ήταν η θέση του ότι εξόφθαλμα το σύμβολο αυτό τέθηκε εκ των υστέρων και άγνωστο πότε. Συμπλήρωσε ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από το σχεδιαστήριο του κτηματολογίου για διευκρίνιση του ζητήματος αυτού. Πρόσθεσε ότι αν παρατηρήσει το Δικαστήριο τους υπόλοιπους χάρτες θα διαφανεί η αντιφατικότητα της θέσης του εν λόγω μάρτυρα ως προς τα σύνορα που αφορούν τον γκρεμό σε σχέση με το τεμάχιο 96.

 

Τέλος εισηγήθηκε ότι καμία μαρτυρία δεν δόθηκε ως προς την κατοχή ή σχέση του με το τεμάχιο 96 σε σχέση με τον 2ο κατηγορούμενο.

 

Η πλευρά της κατηγορούσας αρχής κατέθεσε γραπτό κείμενο αγορεύσεων. Η κα Χαραλάμπους αγόρευσε και προφορικά σε συμπλήρωση των όσων περιλαμβάνονται στο γραπτό κείμενο. Στη γραπτή της αγόρευση αφού εκθέτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αφορούν το άρθρο 37 του Ν.25(Ι)/2012, τις αρχές που διέπουν το παρόν στάδιο και παραθέτει συνοπτικά τη μαρτυρία εισηγείται ότι δικαιολογείται η κλήση των κατηγορούμενων σε απολογία. Προφορικά αν και εισηγήθηκε ότι υφίστανται εντός του φακέλου του Δικαστηρίου οι σχετικές οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε ούτε από το Δικαστήριο μα ούτε από την κα Χαραλάμπους στην οποία δόθηκε ο φάκελος. Ως προς την εισήγηση του κου Αλεξάνδρου για εκ των υστέρων σημείωση του συμβόλου που ενώνει δυο τεμάχια, επεσήμανε ότι ο ΜΚ.3 εντόπισε τα ίδια σύμβολα και επί τεκμηρίου που κατατέθηκε από την Υπεράσπιση.  

 

Νομικές Πτυχές

 

(α) Σε σχέση με το εκ πρώτης όψεως

 

            Οι αρχές οι οποίες οριοθετούν το έργο του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο έχουν ανακεφαλαιωθεί στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ (ΤΑΚΗΣ) ΣΙΕΓΓΕΡΗΣ κ.α, Ποιν. Έφ. Αρ. 121/2014, 16/12/2016, όπου λεχθήκαν τα ακόλουθα:

 

«Η διαχρονική θέση της νομολογίας αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως κρίση είναι η ακόλουθη:

 

Όπως ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Χρήσιμη ανάλυση του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R.250.

 

Το δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης.  Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη.  Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα.  Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962.  Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

 

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ’ αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητικού λογικού δικαστηρίου...»

 

Το κριτήριο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κατά πόσο υπάρχει λογική δυνατότητα καταδίκης του κατηγορούμενου σε περίπτωση που δεν δοθεί ικανοποιητική εξήγηση από τον ίδιο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82, σελ. 86-87). Με άλλα λόγια ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση που η Κατηγορούσα Αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορουμένου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση. Σε διαφορετική περίπτωση ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει της ατέλειες που υπάρχουν στην μαρτυρία που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, πράγμα ανεπίτρεπτο.

 

Η μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή λαμβάνεται υπόψη στο απόγειο της (βλ. R. v. Galbraith (1981) 2 All ER 1060, 1062). Η λογική υποψία δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση (βλ. Shaaban bin Hussien v. Chong Fook Kam [1970] 2 W.L.R. 441). Το δε βάρος απόδειξης που πρέπει να αποσείσει η κατηγορούσα αρχή στο στάδιο αυτό δεν είναι το ίδιο όπως στο τέλος της δίκης, αλλά η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε, από μια προκαταρκτική εκτίμηση, να μπορεί να στηρίξει καταδίκη (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευστάθιος Θεοδώρου, (2002) 2 ΑΑΔ 9, ημερομηνίας 13.2.2002).

 

(β) Σε σχέση με τα υπό κρίση αδικήματα

 

Σε ότι αφορά την αξιόποινη συμπεριφορά που καταλογίζεται στους κατηγορούμενους με το υπό κρίση κατηγορητήριο σχετικές είναι οι πρόνοιες του Περί Δασών Νόμου του 2012 (Ν. 25(I)/2012), ως τροποποιήθηκε με το Ν. 104(I)/2018.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Νόμου το οποίο φέρει τίτλο «Εξουσία του Διευθυντή να εκδίδει άδειες που αφορούν τα κρατικά δάση» προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«22.-(1) Ο Διευθυντής δύναται να εκδίδει άδειες που αφορούν κρατικά δάση για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο απαιτείται άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

 

(2) Κανένα δικαίωμα δεν ασκείται ή αποκτάται μέσα ή πάνω σε οποιοδήποτε κρατικό δάσος, εκτός των περιπτώσεων όπου έχει εκδοθεί άδεια από τον Διευθυντή δυνάμει του παρόντος άρθρου και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που ο Διευθυντής κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.»

 

Σχετικό είναι και το άρθρο 37 το οποίο στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«37. Οποιοδήποτε πρόσωπο, που δεν είναι εξουσιοδοτημένο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και που ενεργεί χωρίς άδεια που εκδόθηκε από τον Διευθυντή και το οποίο σε κρατικό δάσος -

 

(β) ανεγείρει οποιαδήποτε οικοδομή, περίφραξη, στάνη, κλίβανο, πινακίδα, διαφήμιση ή αφίσα ή οποιαδήποτε άλλη μόνιμη ή προσωρινή κατασκευή∙ ή

……..

(δ) κατέχει ή χρησιμοποιεί, για οποιοδήποτε σκοπό, γη ή δασικό κτίριο που βρίσκεται σε κρατικό δάσος∙

 

είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο (2) αυτές ποινές.»

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που κωδικοποιείται στο εδάφιο (β) του άρθρου 37 του Νόμου είναι: (α) η ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής, περίφραξης, στάνης, κλίβανου, πινακίδας, διαφήμισης ή αφίσας ή οποιασδήποτε άλλη μόνιμης ή προσωρινής κατασκευής (β) εντός κρατικού δάσους και (γ) χωρίς εξουσιοδότηση δυνάμει των διατάξεων του Περί Δασών Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και χωρίς άδεια που εκδόθηκε από τον Διευθυντή.

 

Σε ό,τι δε αφορά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που κωδικοποιείται στο εδάφιο (δ) του εν λόγω άρθρου 37 αυτά είναι: (α) η κατοχή ή χρήση για οποιοδήποτε σκοπό γης ή δασικού κτιρίου (β) εντός κρατικού δάσους και (γ) χωρίς εξουσιοδότηση δυνάμει των διατάξεων του Περί Δασών Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και χωρίς άδεια που εκδόθηκε από τον Διευθυντή.

 

Το δε άρθρο 45 του υπό αναφορά Νόμου, το οποίο τιτλοφορείται «Απαγόρευση χρήσης κρατικών δασών για εμπορικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες» προβλέπει τα ακόλουθα:

 

45. Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εγκαθιστά ή χρησιμοποιεί οποιοδήποτε περίπτερο, εδώλιο, όχημα ή άλλη κατασκευή για σκοπούς διεξαγωγής εμπορίου ή άλλης επιχειρηματικής συναλλαγής σε κρατικό δάσος χωρίς να κατέχει άδεια που εκδόθηκε από τον Διευθυντή για το σκοπό αυτό είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες και πεντακόσια ευρώ (€2.500,00) ή και στις δύο (2) αυτές ποινές.

 

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αυτού είναι η α) κατοχή, β) οποιασδήποτε κατασκευής γ) για σκοπούς διεξαγωγής εμπορίου ή επιχείρησης δ) εντός κρατικού δάσους ε) για την οποία δεν υφίσταται άδεια του Διευθυντή.

 

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου «εθνικό δασικό πάρκο» σημαίνει περιοχή που έχει κηρυχθεί ως εθνικό δασικό πάρκο δυνάμει του άρθρου 15[1] και «Διευθυντής» σημαίνει τον Διευθυντή του Τμήματος Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Στο ίδιο άρθρο ο όρος «δασικό κτίριο» ορίζεται ότι «περιλαμβάνει οποιοδήποτε κτίριο, αυλή, στάνη, υπόστεγο, δεξαμενή ύδατος, εδώλιο ή άλλο κατασκεύασμα που βρίσκεται εντός κρατικού δάσους που έχει κατασκευασθεί ή αποκτηθεί με σκοπό την προστασία, διαχείριση ή ανάπτυξή του»

 

Επιπλέον σύμφωνα με το Διάταγμα που εκδόθηκε στη βάση των προνοιών του άρθρου 15(β) του περί Δασών Νόμου με την Κ.Δ.Π 187/2016 κηρύχθηκε κρατική (χαλίτικη) γη συνολικής έκτασης 512 εκταρίων σε κρατικά δάση. Επιπλέον με την ίδια απόφαση κηρύχθηκαν σε εθνικό δασικό πάρκο με την επωνυμία Εθνικό Δασικό Πάρκο Ακάμα τα κρατικά δάση της χερσονήσου Ακάμα. Περαιτέρω και σύμφωνα με τον Πίνακα Α της υπό αναφορά Κ.Δ.Π,  το τεμάχιο 96 του Φ/Σχ. 34/47, ευρισκόμενο στην κοινότητα Κάτω Αρόδες περιλαμβάνεται στα κρατικά τεμάχια (χαλίτικα) τα οποία και ενσωματώθηκαν στο παρακείμενο δάσος ʺΑκάμαʺ και στη συνέχεια κηρύχθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο σε ʺΕθνικό Δασικό Πάρκο Ακάμαʺ.

 

Συμπεράσματα / Εκτίμηση Δικαστηρίου

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών και με τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, θεωρούμενα πάντα για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, έρχομαι να εξετάσω κατά πόσο θα πρέπει γίνει αποδεκτή η εισήγηση της Υπεράσπισης.

 

Κρίνω σκόπιμο όπως εξετάσω πρώτιστα τη θέση του κου Αλεξάνδρου αναφορικά με την ακυρότητα της όλης διαδικασίας όπως αυτή εκτέθηκε πιο πάνω. Για τους λόγους που θα αναφέρω είμαι της άποψης πως η εν λόγω θέση είναι αβάσιμη

 

Στο άρθρο 43 του περί Δασών Νόμου πράγματι γίνεται αναφορά ότι οι ποινικές διώξεις, γίνονται σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Είναι επίσης γεγονός ότι εντός του φακέλου της υπόθεσης δεν έχει εντοπιστεί οτιδήποτε σχετικό.

 

Πρόκειται αναμφίβολα για διαδικαστικής φύσεως ζήτημα το οποίο έπρεπε να εγερθεί πριν την ολοκλήρωση της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή. Παρόμοιο θέμα είχε εξεταστεί στην υπόθεση Ioannou and Another v. Police (1958) 23 C.L.R. 266, στην οποία γίνεται αναφορά στην Αγγλική απόφαση Price v. Humphries [958] 2 All E.R. 725. Η υπόθεση αφορούσε αδικήματα κλοπής και κατοχής κλοπιμαίας περιουσίας τα οποία διέπονταν από το Νόμο περί Κλοπής και Κατοχής Ωρισμένης Ιδιοκτησίας Νόμο, (Property of Her Majesty (Theft and Possession) Law, Κεφ. 28). Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου πρόβλεπε ότι δίωξη κάτω από το Άρθρο 3 δεν θα καταχωρείτο εκτός με την συγκατάθεση ενός Νομικού Λειτουργού (Law Officer) ειδάλλως θα ήταν άκυρη η διαδικασία. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αφ’ ης στιγμής δεν εγέρθηκε οποιαδήποτε ένσταση ως προς το σημείο αυτό μέχρι μετά που έκλεισε η κατηγορούσα αρχή την υπόθεση της και επιτράπηκε στη δίκη να προχωρήσει, δημιουργείτο τεκμήριο ότι η συγκατάθεση δόθηκε δεόντως και πως η διαδικασία ορθά ξεκίνησε (proceedings properly instituted). Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και στην Κονναρής ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 184/2019 ημερ. 16.07.2020, ECLI:CY:AD:2020:B248, στην οποία έγινε παραπομπή στις Ιωάννου και Humphries, και η οποία αφορούσε ισχυρισμό περί έλλειψης της αναγκαίας συγκατάθεσης για έγερση ποινικής διαδικασίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 24(2) του Ν.14/1960. Επίσης, απόλυτα σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την Πολ. Αίτηση 166/2017, ημερ. 29.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D431, ECLI:CY:AD:2017:D431 για παραχώρηση άδειας καταχώρισης αίτησης για ένταλμα της φύσης Certiorari και/ή Prohibition που δόθηκε από τον Δικαστή Οικονόμου (ως ήταν τότε):

 

Τέτοιες διαδικαστικές ενστάσεις, όπως ήταν και η περίπτωση της υπόθεσης Ioannou Andreas and Another vThe Police 23 CLR 266, που αφορούσε ισχυρισμό περί έλλειψης της αναγκαίας συγκατάθεσης για την έγερση ποινικής διαδικασίας, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση εκείνη, πρέπει να εγείρονται πριν την περάτωση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής. Όπως συνοψίστηκε το ζήτημα από τον ΖαννετίδηΔ. «If the case for the prosecution is closed without any objection as to the consent, the presumption is that the proceedings have been properly instituted».  Αυτά αποφασίστηκαν σε αναφορά με την απόφαση Price v. Humphries [1958] 2 ALL E.R. 725, από την οποία υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα:

" if the prosecution is allowed without objection to close its case, then the prosecution has done all that is necessary and the summons is presumed to be a good one and properly authorised. If the defence wants to challenge that and take objection, they should take their objection before the prosecution case is closed, and, having taken their objection, the burden will pass to the prosecution to produce what evidence they have which shows that the proceedings were duly authorised".

 

            Είναι ξεκάθαρο ότι και στην προκειμένη περίπτωση η ένσταση η οποία εγείρεται είναι διαδικαστικής φύσεως και ο χρόνος που εγέρθηκε είναι μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή. Συνακόλουθα και υπό το φως των πιο πάνω η συγκεκριμένη εισήγηση απορρίπτεται.

 

Εξέταση κατηγοριών

1η Κατηγορία

 

Η πρώτη κατηγορία ως έχει λεχθεί αφορά το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής ή άλλης προσωρινής έστω κατασκευής, από αμφότερους τους κατηγορούμενους. Έχοντας υπόψη μου τη δοθείσα μαρτυρία, εν σχέση με την 1η κατηγορία φαίνεται ότι τουλάχιστον για σκοπούς εκ πρώτης όψεως υπόθεσης έχει τεθεί μαρτυρία αναφορικά με την ύπαρξη του εστιατορίου ως αυτό περιγράφεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Παρά ταύτα η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας η οποία να συνδέει την ανέγερση του υπό αναφορά εστιατορίου με τους κατηγορούμενους ούτε και πότε αυτή έγινε. Τουναντίον σύμφωνα και με την επιστολή τεκμήριο 6 που αποστάλθηκε στον κατηγορούμενο αρ.1 αναφέρεται από τον κατήγορο ότι «οι κατασκευές αυτές υπάρχουν εκεί για πολλά χρόνια». Ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας που να συνδέει τους κατηγορούμενους με την κατασκευή του επίδικου εστιατορίου, μα και οποιαδήποτε άλλη κατασκευή, και τον χρόνο που αυτή έγινε, δεν δικαιολογείται να κληθούν να προβάλουν την υπεράσπιση τους στη εν λόγω κατηγορία.

 

Υπόλοιπες Κατηγορίες

 

Οι κατηγορίες αρ.2, αρ.4 και αρ.5 έχουν ως κύριο υπόβαθρο το άρθρο 37(δ) του περί Δασών Νόμου. Ο κος Αλεξάνδρου εισηγήθηκε ότι τα διαλαμβανόμενα στις λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών εμπίπτουν, προφανώς, στο σκέλος του άρθρου που αναφέρεται σε κατοχή ή χρήση δασικού κτιρίου. Κατ’ επέκταση, και δεδομένου ότι δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία ότι οι κατασκευές που κατ’ ισχυρισμό εντοπίστηκαν εντός του τεμαχίου 96 αποτελούν δασικά κτίρια, δεν έχει αποδειχθεί το υπό αναφορά συστατικό στοιχείο των αδικημάτων. Εξετάζοντας με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εδαφίου υπό το φως της ερμηνείας που δίδεται στη φράση «δασικό κτίριο» στο άρθρο 2 του Νόμου, προκύπτει ότι πράγματι, για να καθίσταται παράνομη η κατοχή ή η χρήση τέτοιου κτιρίου αυτό θα πρέπει να έχει ειδική διασύνδεση με το κρατικό δάσος εντός του οποίου ευρίσκεται. Όπως αναφέρεται στο ερμηνευτικό άρθρο, να έχει κατασκευασθεί ή αποκτηθεί με σκοπό την προστασία, διαχείριση ή ανάπτυξή του (αναφερόμενο προφανώς στο κρατικό δάσος). Δεν είναι συνεπώς για κάθε κτίριο ή υποστατικό που ποινικοποιείται, σύμφωνα με τις πρόνοιες του υπο αναφορά Νόμου, η κατοχή ή η χρήση του, αλλά θα πρέπει να έχει δασική χρήση ή σκοπό. Αυτό προκύπτει άλλωστε και από το ότι ο νομοθέτης χρησιμοποιεί το επίθετο «δασικό» στα εδάφια (στ) και (ζ) αναφερόμενος σε τηλέφωνο και δρόμο. Μόνο στο εδάφιο (β) του Νόμου χρησιμοποιείται η λέξη «οικοδομή» και διαζευκτικά η φράση «οποιαδήποτε άλλη μόνιμη ή προσωρινή κατασκευή» και μόνο σε σχέση με το αδίκημα της ανέγερσης.

 

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι αποδιδόμενες κατηγορίες δεν μπορούν να εδράζονται στο σκέλος που αφορούν κατοχή και χρήση δασικού κτιρίου. Τίποτε από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου τίποτε δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος. Οι κατασκευές που εντοπίστηκαν, όπως το ίδιο το τμήμα δασών ισχυρίζεται στην επιστολή τεκμήριο 6, υπήρχαν από πολύ παλιά και ασφαλώς πολύ προτού, κατ’ ισχυρισμό, κηρυχθεί η περιοχή σε κρατικό δάσος. Εκ τούτου και δεν μπορεί να λεχθεί ότι αποτελούν δασικά κτίρια. Ούτε και μπορεί ένα υποστατικό που χρησιμοποιείται είτε ως εστιατόριο ή ως κατοικία ή αποθήκη να θεωρηθεί, άνευ ετέρου, ως δασικό κτίριο.

 

Πρόκειται συνεπώς για κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της κατοχής και χρήσης γης. Το οποίο βέβαια αδίκημα φέρεται να διαπράττεται δια της χρήσης των υπό αναφορά κατασκευών. Η θέση μου αυτή ενισχύεται και από το ότι το άρθρο 42(2) του Νόμου, που επίσης περιλαμβάνεται στην έκθεση αδικήματος και το οποίο παραπέμπει ρητά στα άρθρα 37 και 38, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης να διατάξει την «κατεδάφιση οποιουδήποτε παραπήγματος ή κατασκευάσματος που σχετίζεται με το εν λόγω αδίκημα, την απομάκρυνση οποιωνδήποτε σωλήνων ή υλικών, την επίχωση οποιασδήποτε διάτρησης ή πηγαδιού ή αυλακιού και τον τερματισμό της διαπραχθείσας παράνομης επέμβασης». Είμαι συνεπώς της άποψης ότι η αναφορά του νομοθέτη σε απαγόρευση κατοχής ή χρήσης «για οποιοδήποτε σκοπό γη(ς)» περιλαμβάνει την κατοχή και χρήση κτιρίων ή υποστατικών ή οποιουδήποτε κατασκευάσματος, επί της οποίας ευρίσκονται και τα οποία μπορεί να μην είναι δασικά, δηλ. να μην έχουν αποκλειστικά δασικό σκοπό ή χρήση. Θα ήταν θεωρώ άτοπο να ερμηνευτεί το συγκεκριμένο άρθρο κατά τρόπο ώστε να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται η χρήση και κατοχή κατασκευής που δεν αποτελεί δασικό κτίριο, αλλά την ίδια ώρα να απαγορεύεται η κατοχή της γης επί της οποίας βρίσκεται η περί ου ο λόγος κατασκευή. Σκοπός άλλωστε του νομοθέτη ήταν να προστατέψει τις δασικές εκτάσεις κατά απόλυτο τρόπο, ως αναδύεται μέσα από τις σχετικές διατάξεις του περί Δασών Νόμου και Κανονισμών, παρέχοντας προς τούτο ευρύτατες εξουσίες στο Διευθυντή του τμήματος δασών, περιλαμβανομένης και της απομάκρυνσης μη αδειοδοτημένων κατασκευών ή αντικειμένων εντός αυτών (βλ. άρθρο 42(1)(β)).

 

Την ίδια ώρα δεν παραγνωρίζω ότι οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ξεχωριστή κατηγορία για την κατοχή γης εντός δασικής περιοχής (κατηγορία αρ.6). Εάν και εφόσον οι κατηγορούμενοι κριθούν ένοχοι στις υπό αναφορά κατηγορίες, το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία αφού λάβει υπόψιν του όλα τα γεγονότα να αποφασίσει κατά τρόπο ανάλογο την ποινική τους μεταχείριση. Υπό το φως των πιο πάνω γίνεται δεν δεκτή η εισήγηση του κου Αλεξάνδρου.

 

Σε σχέση με την 3η κατηγορία όπως σωστά υπέδειξε ο κος Αλεξάνδρου αυτή εδράζεται ουσιαστικά, κατά αντίθεση προς τις κατηγορίες αρ.2, αρ.4 και αρ.5, στο άρθρο 45 του Ν.25(Ι)/2012 το λεκτικό του οποίου έχει ήδη παρατεθεί πιο πάνω.

 

Έχω διέλθει με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και που αφορούν τις πιο πάνω κατηγορίες (αρ.2 έως και αρ.6). Είναι διαπίστωση του Δικαστηρίου, ότι έχει προσαχθεί ικανοποιητική μαρτυρία η οποία να πληροί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που περιλαμβάνεται τόσο στο άρθρο 45 όσο και στο άρθρο 37 (δ) του υπό αναφορά Νόμου (κατηγορίες αρ.3 και αρ.6 αντίστοιχα) στο μέτρο και την έκταση που αφορά κατοχή γης. Ενώπιον του Δικαστηρίου έχει τεθεί μαρτυρία ότι αυτές ευρίσκονται εντός του τεμαχίου 96 του Φ/Σχ. 34/47, το οποίο κηρύχθηκε ως μέρος κρατικής δασικής γης καθώς και ότι για τις εν λόγω κατασκευές δεν υπάρχει οποιαδήποτε άδεια από το Διευθυντή του Τμήματος Δασών ως ρητά προνοείται από το άρθρο 22 του Νόμου. Επίσης, προκύπτει από την Κ.Δ.Π 187/2016, ότι το υπό αναφορά τεμάχιο περιλαμβάνεται στα τεμάχια τα οποία κηρύχθηκαν με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου σε εθνικό δασικό πάρκο με την επωνυμία Εθνικό Δασικό Πάρκο Ακάμα. Σχετικό επίσης είναι και το τεκμήριο 4 με τον επισυναπτόμενο επ’ αυτού χάρτη. Υπάρχει επίσης μαρτυρία από τον ΜΚ.1 ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν τη διαχείριση του εστιατορίου από το 2011 και έπειτα (παράγραφος 12 της γραπτής δήλωσης του) καθώς και ότι αυτό βρισκόταν σε λειτουργία όταν το επισκέφθηκε το 2017. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο το μάρτυρα, ο 1ος κατηγορούμενος του ανέφερε ότι λειτουργεί το επίδικο εστιατόριο με υπάλληλο τον αδελφό του και κατηγορούμενο αρ.2. Σχετικό επίσης είναι και το τεκμήριο 11 που κατέθεσε ο ΜΚ.1 που αποτελεί τη βεβαίωση της Κοινοτικής Αρχής Κάτω Αρόδων ότι το επίδικο εστιατόριο βρίσκεται εντός του τεμαχίου 96 και κατέχεται από την οικογένεια Τσίβικου από το 1975 μέχρι σήμερα. Αν και η σχετική μαρτυρία είναι αναμφίβολα εξ’ ακοής δεν σημαίνει ότι είναι έκθετη σε απόρριψη στο στάδιο αυτό, αφού το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει σε κατοπινό στάδιο της δίκης εις βάθος τη δοθείσα εξ’ ακοής μαρτυρία για να κρίνει τη βαρύτητα και αποδεικτική αξία της, συμφώνως των όσων διαλαμβάνονται στο άρθρο 26 του Κεφ.9. Επιπρόσθετα υπάρχει μαρτυρία και από τον ΜΚ.2 ότι στο εστιατόριο εντόπισε τον κατηγορούμενο αρ.1. Τέλος μέσα από την επιστολή του κατηγορούμενου αρ.1 τεκμήριο 7, πάντα για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, φαίνεται να δέχεται ότι το λειτουργεί για εμπορικούς σκοπούς. Ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, «το χρησιμοποιούμε ως εστιατόριον από το 1975 και είναι ο μόνος πόρος ζωής της οικογένειας μου». Όλη η πιο πάνω μαρτυρία κρινόμενη στο απόγειο της καθιστά την καταδίκη των κατηγορούμενων στις κατηγορίες αρ.2 έως και αρ.6, οι οποίες και είναι αλληλένδετες, μια πραγματική πιθανότητα.

 

Δεν θα συμφωνήσω με την εισήγηση του κου Αλεξάνδρου ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ώστε κανένα λογικό δικαστήριο να μην μπορεί να στηρίξει επ’ αυτής καταδίκη. Δεν εντόπισα σημεία των όσων κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας που να αλληλοσυγκρούονται μα ούτε και με παρέπεμψε σε τέτοιες περιπτώσεις ο ευπαίδευτος συνήγορος των κατηγορούμενων. Αντίθετα ήταν η θέση όλων τους ότι τα επίδικα υποστατικά βρίσκονται εντός του τεμαχίου 96. Ούτε και συμμερίζομαι το επιχείρημα πως είναι εξόφθαλμα που συγκεκριμένο σύμβολο (cleft) τοποθετήθηκε με σκοπό την παραποίηση των πραγματικών συνόρων των τεμαχίων 94 και 96. Δεν μου διαφεύγει ότι πράγματι υπήρχε μια δυσκολία στην εξήγηση ορισμένων συμβόλων επί των διάφορων χαρτών που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ή στο πότε ακριβώς τοποθετήθηκαν τα υπό αναφορά σύμβολα (cleft) και οι αριθμοί τεμαχίων με κόκκινο χρώμα. Τίποτε όμως από τα λεγόμενα του ΜΚ.3 καταδείκνυε με τέτοια σαφήνεια ότι τοποθετήθηκαν εσκεμμένα και με σκοπό να αλλοιώσουν την πραγματική εικόνα των συνόρων των τεμαχίων. Τέτοια άλλωστε συνδετικά σύμβολα (με κόκκινο χρώμα) υφίστανται και σε άλλα τεμάχια. Σε κάθε περίπτωση το κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι τα επίδικα υποστατικά εμπίπτουν πράγματι εντός του τεμαχίου 96 είναι κάτι το οποίο θα απασχολήσει το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας όταν θα έχει αποκρυσταλλωθεί η όλη μαρτυρία η οποία βέβαια και θα εξεταστεί συνολικά.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση των όσων προσπάθησα να εξηγήσω οι κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από την 1η κατηγορία. Αντίθετα κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους για τις κατηγορίες αρ.2 έως και αρ.6 για τις οποίες και θα πρέπει να κληθούν σε απολογία

 

Εξηγούνται τα δικαιώματα των κατηγορούμενων δυνάμει του άρθρου 74(1)(γ) του Κεφ.155.

 

 

 

                                                                            (Υπ.)……………………………..

                                                                                            Μ. Μυτίδης, Ε.Δ

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 



[1] 15. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με Διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να κηρύσσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21, οποιαδήποτε περιοχή κρατικού δάσους ως –

(β) εθνικό δασικό πάρκο, όταν το δάσος, το οποίο διατηρεί σε σημαντικό βαθμό τη φυσικότητά του-

(i) περιέχει σημαντικά στοιχεία βιοποικιλότητας ή γενετικούς πόρους ή τοπία ή και γεωμορφώματα, και

(ii) τυγχάνει διαχείρισης για σκοπούς προστασίας και διατήρησης των οικολογικών διαδικασιών και των αξιόλογων φυσικών στοιχείων που περιέχει, και

(iii) παρέχει τη δυνατότητα για πνευματικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές ή αναψυχικές δραστηριότητες, οι οποίες είναι περιβαλλοντικά και πολιτισμικά συμβατές∙

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο