ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Συμεού, Ε.Δ.   

         Aρ. Υπόθεσης: 2251/21

 

                                           

                                        Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

                                                          - ν -  

                                    

        ISAAK TATARIDIS

 

Ημερομηνία: 10/09/24

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Μ. Αντωνίου              

Για τον Κατηγορούμενο : κ. Κ. Σιαηλής

Κατηγορούμενος : παρόν      

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ExTempore)

 

Ο Kατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της παράνομης κατοχής περιουσίας, κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία) σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της οποίας την 07.05.21 στην Πάφο είχε στην κατοχή του τα αντικείμενα που περιγράφονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας και για τα οποία υπήρχαν εύλογες υπόνοιες ότι ήταν κλοπιμαία.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της, δεν κάλεσε μάρτυρες για να καταθέσουν καθότι με την σύμφωνη γνώμη της Υπεράσπισης του Κατηγορούμενου ανέφεραν στο Δικαστήριο ότι η μαρτυρία μπορεί να κατατεθεί υπό τη μορφή παραδεκτών γεγονότων. Προς τούτο κατατέθηκε στο Δικαστήριο αριθμός εγγράφων και πιο συγκεκριμένα τα Τεκμήρια 1‑ 8 εκ των οποίων κάποια από αυτά  δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα.  Ειδικότερα το περιεχόμενο των εγγράφων που αποτελεί παραδεκτό γεγονός είναι το Τεκμήριο 3 που αφορά την κατάθεση του Αστυφύλακα 2814 ο οποίος μετέβηκε στην επίδικη αποθήκη στην οποία εντοπίστηκαν τα αντικείμενα που περιγράφονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος, αλλά και στην οικία την οποία διαμένει ο Κατηγορούμενος για σκοπούς έρευνας με βάση το ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί δηλαδή τα Τεκμήρια 1 και 2. Παραδεκτό επίσης κατατέθηκε και το Τεκμήριο 4 που αφορά την κατάθεση του Α/Αστυφύλακα 2169 αλλά και το Τεκμήριο 8 που αφορά στην κατάθεση του αδελφού του Κατηγορούμενου Αριστοτέλη Ταταρίδη ο οποίος ήταν και το πρόσωπο που εντόπισε η αστυνομία στην οικία του Κατηγορούμενου αφού ο τελευταίος απουσίαζε κατά την εν λόγω χρονική στιγμή. Ανάμεσα στα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί εντοπίζεται και το ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί αναφορικά με το επίδικο υποστατικό καθώς και ο όρκος με βάση τον οποίο αυτό εκδόθηκε, καθώς και η ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο. Περαιτέρω σημειώνεται ότι δηλώθηκε με την σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών ότι η συνολική αξία των επίδικων αντικείμενων ανέρχεται στο ποσό 35 ευρώ καθώς και ότι η διακίνηση των τεκμηρίων έγινε νόμιμα και νομότυπα. 

 

Ακολούθως μετά το τέλος της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή το Δικαστήριο καθήκοντος εξετάζει κατά πόσο έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου.  Όπως έχει λεχθεί στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ 851 τόσο θεμελιώδες είναι το εκ πρώτης όψεως στάδιο, που το ίδιο το Δικαστήριο ακόμη και αν θέσει ζήτημα ο Κατηγορούμενος είναι υποχρεωμένο να σταματήσει την υπόθεση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Εν προκειμένω σημειώνεται ότι υπήρξε εισήγηση εκ μέρους της πλευράς της Υπεράσπισης μέσω της οποίας υποδείχθηκε στο Δικαστήριο ότι η Κατηγορούσα Αρχή με βάση την μαρτυρία που έχει προσάξει ενώπιον του Δικαστηρίου απέτυχε να αποδείξει και τα δύο συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 309.


Η νομολογία είναι γνωστή καθώς και οι αρχές (βλ.
Azinas v. Police 1981) 2 C.L.R 9, in Re Kakos(1985) 1 CLR250. Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου 1990, 2 Α.Α.Δ 133 αναλύθηκε η πληρότητα ο όρος εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Συνοπτικά σημειώνεται ότι είναι δυνατή η απαλλαγή και αθώωση σε αυτό το στάδιο εφόσον δεν αποδείχθηκε ή ελλείπει συστατικό στοιχείο του αδικήματος ή η μαρτυρία που παρουσιάστηκε είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας ή είναι εμφανώς αναξιόπιστη σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί για να καταδικάσει τον κατηγορούμενο. Το εκ πρώτης όψεως στάδιο παραμένει ένα θεμελιακό στάδιο της ποινικής δίκης που προστατεύει στην ουσία τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό να δώσει μαρτυρία για λόγους που δεν άπτονται στην έννοια της καλώς νοούμενης απονομής της Δικαιοσύνης.


Το έργο του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Η μαρτυρία στο στάδιο αυτό κρίνεται στην όψη της και μόνο, σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Μόνο όπου η μαρτυρία που δόθηκε με την συμπλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να αντιπαρέλθει το Δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση να απαντηθεί ( Παναγιώτου v. Αστυνομίας 2000, 2 Α.Α.Δ191 και Δράκου ανωτέρω). Περαιτέρω στην υπόθεση Αστυνομία v. Ι. ΣΕΛΛΑ κ.α Π.Ε 136/2019, 9 Ιουλίου 2020, ECLI:CY:AD:2020:B234 τόνισε ότι το κριτήριο αναφορικά με το κατά πόσο μια μαρτυρία είναι αντινομική ή στερείται πειστικότητας είναι αντικειμενικό γιατί το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσει του συγκεκριμένου Δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου. Δεν προβαίνει ο Δικαστής σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας εφόσον το έργο αυτό επιτελείται στο τέλος της δίκης. 

 

Στην παρούσα περίπτωση όπως έχω αναφέρει ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα. Το συγκεκριμένο αδίκημα περιλαμβάνει τα εξής συστατικά στοιχεία, πρώτο την κατοχή κινητής περιουσίας και δεύτερο την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι αυτή η περιουσία είναι κλοπιμαία. Με τη απόδειξη των πιο πάνω το αποδεικτικό βάρος μετατίθεται στον Κατηγορούμενο να αποδείξει, στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι απέκτησε νόμιμα την κατοχή της περιουσίας. Η εύλογη υπόνοια ότι η περιουσία είναι κλοπιμαία πρέπει να αποδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκφραση υποκειμενικής κρίσης και αντίληψης περί τούτου από οποιονδήποτε, περιλαμβανομένων των Αστυνομικών Αρχών δεν αποτελεί τέτοια απόδειξη. Αντίθετα πρέπει να προσκομισθεί τέτοια μαρτυρία ώστε αντικειμενικά εξεταζόμενη να κριθεί από το Δικαστήριο ότι στοιχειοθετείτε η απαιτούμενη εύλογη υπόνοια περί του κλοπιμαίου της περιουσίας.

 

Συστατικό στοιχείο του αδικήματος κατά το Άρθρο 309 είναι η ύπαρξη εύλογων υπονοιών ότι η περιουσία που κατέχεται είναι κλοπιμαία. Η εμβέλεια του αδικήματος εξηγήθηκε από τον Lord Goddard. Αποφασίστηκε περαιτέρω ότι για να θεμελιωθεί κατηγορία βάσει του Άρθρου 309 η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι «a given date a certain person had in his possession property which some other person reasonably suspected to be stolen property». Η εύλογη υπόνοια πρέπει να προκαλείται σε κάποιο πρόσωπο που βλέπει ή βρίσκει την περιουσία στην κατοχή του Κατηγορούμενου, ενόσω η περιουσία παραμένει στην κατοχή του τελευταίου. Προκύπτει ότι το Άρθρο 309 βρίσκει εφαρμογή όταν ο Κατηγορούμενος κατέχει περιουσία υπό τέτοιες ύποπτες περιστάσεις ώστε, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι είναι κλοπιμαία, εύλογα, εξ' αντικειμένου δημιουργούνται υποψίες στο πρόσωπο που τον βλέπει να κατέχει τέτοια περιουσία, ότι αυτή είναι κλοπιμαία.

 

Στρεφόμενος λοιπόν στην υπό κρίση υπόθεση και εξετάζοντας το κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος για το οποίο ο Κατηγορούμενος κατηγορείται,  σχετικά με το δεύτερο συστατικό στοιχείο αυτό δηλαδή της εύλογης υπόνοιας είναι φανερό ότι αυτό θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της κατάθεσης του Αστυφύλακα 2814 ο οποίος ήταν και το πρόσωπο το οποίο μετέβηκε στην επίδικη αποθήκη εντός της οποίας και εντοπίστηκαν τα αντικείμενα για τα οποία ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι κατείχε παράνομα αφού αυτός ήταν και ένας εκ των προσώπων τα οποία την ερεύνησαν στην παρουσία του αδερφού του Κατηγορούμενο αφού προηγουμένως είχε ασκηθεί σωματική βία με σκοπό να την ανοίξουν. Όλα τα πιο πάνω γεγονότα καθώς και η θέση του εν λόγω αστυφύλακα περί ευλόγων υπονοιών που του δημιουργήθηκαν εμπεριέχονται στο Τεκμήριο 3 το οποίο και αποτελεί παραδεκτό γεγονός.   Σύμφωνα λοιπόν  με την τεθείσα ενώπιον μου μαρτυρία ο εν λόγω αστυφύλακας μετέβηκε σε αποθήκη κατόπιν πληροφορίας ότι σε αυτήν υπήρχαν κλοπιμαία αντικείμενα τα οποία μετέφερε μαζί με άλλα πρόσωπα ο Κατηγορούμενος. Κατά την άφιξη του αρχικά στο διαμέρισμα του Κατηγορούμενου και στην παρουσία του αδερφού του, ο τελευταίος πληροφορήθηκε για το ένταλμα το οποίο και του υποδείχθηκε και αφού του επιστήθηκε η προσοχή στον αυτός του απάντησε να κάμει τη δουλειά του. Ακολούθως με τη βοήθεια άλλων αστυνομικών ερευνήθηκε το συγκεκριμένο διαμέρισμα χωρίς ωστόσο να ανευρεθεί οτιδήποτε το παράνομο.  Στην συνέχεια σύμφωνα με το Τεκμήριο 3, ο αδερφός του Κατηγορουμένου πληροφορήθηκε ότι θα ερευνηθεί και η αποθήκη για την οποία ουσιαστικά εκκρεμούσε και γι’ αυτήν ένταλμα έρευνας. Ο αδελφός του Κατηγορούμενου ανέφερε ότι την αποθήκη τη διαχειρίζεται ο αδελφός του ο Ισαάκ, δηλαδή ο Κατηγορούμενος και μόνο αυτός έχει κλειδιά και πράγματα μέσα. Ακολούθως και ώρα 17:35 αφού παραβιάστηκε από τον αστυφύλακα με σωματική βία η ξύλινη πόρτα της αποθήκης άρχισε η έρευνα όπου εντοπίστηκαν όλα τα αντικείμενα που περιγράφονται στο κατηγορητήριο.  Αυτά τα αντικείμενα υποδείχθηκαν στον αδελφό του Κατηγορούμενου ο οποίος του απάντησε «είπα σου εν του αδελφού μου».  Βεβαίως να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το παραδεκτό γεγονός που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 8 ο ίδιος ο αδελφός του Κατηγορούμενου μέσα από την γραπτή κατάθεση που του λήφθηκε ανέφερε ότι η εν λόγω αποθήκη ήταν κλειδωμένη και το μοναδικό κλειδί το έχει ο Κατηγορούμενος ο οποίος την χρησιμοποιεί καθώς και ότι κάθε φορά που του υποδεικνυόταν έκαστο από τα αντικείμενα που ανευρέθηκαν και ερωτώμενος από τον αστυνομικό σε ποιο πρόσωπο ανήκουν, ο ίδιος ανέφερε ότι η αποθήκη είναι του αδερφού του, δηλαδή του Κατηγορούμενου.

 

Υπό το φως της πιο πάνω προσαχθείσας μαρτυρίας προκύπτει ευλόγως το ερώτημα για το κατά πόσο η μαρτυρία που έχει τεθεί στο Δικαστήριο από της Κατηγορούσας Αρχής απέδειξε το συστατικό στοιχείο της εύλογης υπόνοιας. Το ερώτημα αυτό θα εξεταστεί με βάση τις αρχές ανωτέρω ανέφερα και οι οποίες έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το σε τι συνίσταται το εύλογο των υπονοιών.  Σε ότι αφορά λοιπόν την απόδειξη του συγκεκριμένου συστατικού στοιχείου του αδικήματος του άρθρου 309, δηλαδή αυτού της εύλογης υπόνοιας, η μόνη μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο δεν είναι καμία άλλη πέραν της απλής αναφοράς του Αστ. 2814 Μ. Μενελάου ότι αφού εντόπισε τα επίδικα αντικείμενα εντός της συγκεκριμένης αποθήκης την οποία σύμφωνα με τον αδερφό του Κατηγορούμενου την διαχειρίζεται ο ίδιος ο Κατηγορούμενος, και χωρίς καν ο Κατηγορούμενος να είναι παρόν, τον ενημέρωσε ότι έχει εύλογη υποψία ότι τα εν λόγω αντικείμενα που ανευρέθηκαν αποτελούν προϊόν κλοπής. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο πέραν της απλής αναφοράς του η οποία και βασίστηκε στην πληροφορία που είχε δοθεί με βάση το ένταλμα έρευνας που του είχε δοθεί για να εκτελέσει και στο οποίο γινόταν αναφορά ότι ο Κατηγορούμενος μεταφέρει κλοπιμαία τα οποία φυλάττει στην εν λόγω αποθήκη. Καμία άλλη μαρτυρία δεν έχει προσαχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή που να καταδεικνύει ότι ακόμη και αν τελικά ο Κατηγορούμενος ήταν ο κάτοχος αυτής της περιουσίας υπήρχαν τέτοιες ύποπτες περιστάσεις πέραν της πληροφορίας αυτής, ούτως ώστε,  ενώ δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι αυτά τα αντικείμενα που ανευρέθηκαν ήταν κλοπιμαία εύλογα και εξ' αντικειμένου να δημιουργούνται οι υποψίες στο αστυνομικό που ερεύνησε την αποθήκη ότι η περιουσία αυτή είναι κλοπιμαία. Σύμφωνα την υπόθεση Καρυπίδης v. Αστυνομίας του 2007 2ΑΑΔ 237, το εύλογο των υπονοιών του προσώπου που τις επικαλέστηκε, εν προκειμένω του αστυνομικού, δεν μπορεί να υποδειχθεί με την έκφραση της υποκειμενικής του κρίσης όπως και εν προκειμένω έπραξε αλλά πρόκειται για ζήτημα αντικειμενικό. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 309 δηλαδή αυτό της εύλογης υπόνοιας.  Εν' όψει της πιο πάνω κατάληξης μου δεν θεωρώ ότι χρήζει να ασχοληθώ με το πρώτο συστατικό στοιχείο που είναι το συστατικό στοιχείο του κατά πόσο ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του αυτήν την περιουσία. Η κατάληξη της κατηγορίας είναι ούτως ή άλλως δεδομένη εν' όψει της μη απόδειξης ενός συστατικού στοιχείου. 

 

Συνεπακόλουθα ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 1η κατηγορία. Τα τεκμήρια που βρίσκονται στην κατοχή της Αστυνομίας να επιστραφούν στον  νόμιμο δικαιούχο.

 

                                                                       (Υπ.)  ……………………………

                                                                                 Σ. Συμεού, Ε.Δ                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο