ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Υπόθεση αρ. 3556/2024

 

 

 

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

 

1.    I. G. S.

 

2.    G. P.

 

 

 

 

 

 

 

 

__________________________

 

 

 

 

Ημερομηνία:  12 Σεπτεμβρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή

 

Χρ. Σιμιλλίδης, για τον Κατηγορούμενο 2

 

 

Αίτημα κράτησης του Κατηγορούμενου 2 ημερομηνίας 11.09.2024

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Ο Κατηγορούμενος 2 κατηγορείται, στην 1η Κατηγορία και στη 3η Κατηγορία, αντίστοιχα, ότι την 05.08.2024 συνωμότησε με τον Κατηγορούμενο 1 για να διαπράξουν κακούργημα κατά παράβαση του άρθρου 371 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154 (ΠΚ)[1], δηλαδή κλοπή, από μάντρα οχημάτων, δέκα κιβωτίων ταχυτήτων διαφόρων οχημάτων και ένα εργαλείο κάβουρα, συνολικής αξίας €2.520, και ενώ ο Κατηγορούμενος 2 είχε προηγουμένως καταδικαστεί για κλοπή στην υπόθεση 781/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, κατά παράβαση του άρθρου 272(1) ΠΚ[2].

 

Την 07.08.2024, ο Κατηγορούμενος 2 εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και παραδέχθηκε τις εναντίον του κατηγορίες. Όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, ενόψει της παραδοχής του, με τη συναίνεσή του, παρέμεινε υπό κράτηση. Η Κατηγορούσα Αρχή είχε επιφυλαχθεί, σε περίπτωση που ο Κατηγορούμενος 2 αλλάξει την απάντησή του, να υποβάλει αίτημα για κράτηση στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας και του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Η υπόθεση είχε οριστεί για γεγονότα και ποινή την 11.09.2024, ενώ είχε ζητηθεί, στο μεταξύ, να ετοιμαστεί έκθεση σχετικά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση του Κατηγορούμενου 2. Όμοια ήταν η πορεία για τον Κατηγορούμενο 1.

 

Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 11.09.2024, ο Κατηγορούμενος 2 άλλαξε συνήγορο υπεράσπισης και έπειτα και την απάντησή του από παραδοχή σε μη παραδοχή.

 

Στη βάση του πρακτικού ημερομηνίας 07.08.2024, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα για την κράτηση του Κατηγορούμενου 2 μέχρι τη δίκη, στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας και του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Προσκόμισε στο Δικαστήριο δέσμη που περιέχει το μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α), αντίγραφο της καταχώρισης της προηγούμενης καταδίκης του στην υπόθεση 781/2020 Ε.Δ. Πάφου (Τεκμήριο Β) και αντίγραφα των κατηγορητηρίων στις ποινικές υποθέσεις 3041/2019 Ε.Δ. Πάφου, 3925/2021 Ε.Δ. Πάφου και 9933/2023 Ε.Δ. Πάφου (Τεκμήριο Γ).

 

Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 2 υπέβαλε ένσταση στο αίτημα για κράτηση, ζητώντας όπως ο Κατηγορούμενος 2 παραμείνει ελεύθερος, υπό όρους που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την παρουσία του στο Δικαστήριο.

 

Και οι δύο πλευρές αγόρευσαν.

 

Η πρώτη επιλογή κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης κάθε κατηγορούμενου είναι η απόλυσή του υπό όρους, απόρροια του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας του. Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση[3]. Ιδίως στις συνοπτικές δίκες.

 

Η νομολογία έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους μπορεί από μόνος του να δικαιολογήσει την κράτηση: Τον κίνδυνο φυγοδικίας, την πιθανότητα διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτυρίας. Στην προκειμένη περίπτωση, απασχολούν οι δύο εξ αυτών, ο κίνδυνος φυγοδικίας και η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη.

 

Κίνδυνος φυγοδικίας[4]

 

Οι παράμετροι στη βάση των οποίων στηρίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι η σοβαρότητα του αδικήματος και το συνεπαγόμενο ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, η πιθανότητα καταδίκης όπως προκύπτει μέσα από το μαρτυρικό υλικό, και οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου (π.χ. δεσμοί με την Κυπριακή Δημοκρατία).

 

Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν απομονώνεται και δεν διαφεύγει από την προσοχή ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος. Δυνατόν να προκύπτει από το ύψος της ποινής αλλά και την ίδια τη φύση των αδικημάτων και την τιμωρία που δυνατόν να υπάρξει, σε περίπτωση καταδίκης. Η πιθανολόγηση καταδίκης προκύπτει από την ισχύ του μαρτυρικού υλικού, κρινόμενου στην όψη του. Στο στάδιο αυτό, δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ούτε το Δικαστήριο προβαίνει σε κρίσεις επί της δεκτότητας ή αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού, ούτε σε τελική διαπίστωση γεγονότων ή εξαγωγή συμπερασμάτων. Πιθανολογεί και το κριτήριο της πιθανολόγησης καταδίκης είναι χαμηλότερο από εκείνο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί ακόμα και σε εξ ακοής μαρτυρία[5]. Αποφασίζει κατά πόσον η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, έστω και αν υπάρχει εύλογη προσδοκία αθώωσης. Στην πιθανολόγηση λαμβάνεται υπόψη και η κατάθεση του κατηγορούμενου.

 

Ανάμεσα στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου είναι και οι δεσμοί του με τον τόπο στον οποίο γίνεται η δίκη. Εάν υπάρχουν δεσμοί με την Κυπριακή Δημοκρατία, δυνατόν να λειτουργούν αποτρεπτικά σε σχέση με την πιθανότητα διαφυγής του κατηγορουμένου και τη μη εμφάνισή του στη δίκη[6]. Ωστόσο, δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος ή αδικημάτων για τα οποία διώκεται ο κατηγορούμενος και δεν εξαλείφουν με κάποιον αυτονόητο τρόπο τον κίνδυνο φυγοδικίας. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε δεσμών, συνηθέστερα, καθιστά υπαρκτό τον κίνδυνο φυγοδικίας[7].

 

Η ταλαιπωρία του κατηγορουμένου από την διαταγή κράτησης του ή οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του, επίσης, δεν αποκλείουν την ανάγκη εξασφάλισης της παρουσίας του στη δίκη και κατ’ επέκταση το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης, εάν δεν μπορούν να επιβληθούν άλλοι όροι, για την εξασφάλισή της. Στο πλαίσιο αυτό, η οικονομική δυνατότητα ενός ατόμου για την παροχή εγγυήσεων δεν αποδυναμώνει απαρέγκλιτα τον κίνδυνο φυγοδικίας[8], όπως ούτε, αντίστοιχα, η οικονομική αδυναμία απαρέγκλιτα τον ενισχύει. Ακόμα και τα προβλήματα υγείας, περιλαμβανομένων των ουσιοεξαρτήσεων, ενδεχομένως να μπορούν να αντιμετώπιζονται από τις Αρχές, στο πλαίσιο των νόμιμων καθηκόντων τους, και να μην επιδρούν κατ’ ανάγκη θετικά στην εκτίμηση του κινδύνου μη προσέλευσης στη δίκη[9].

 

Γενικά, εάν ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης, σε κάθε υπό εξέταση περίπτωση, δικαιολογείται η κράτηση του υποδίκου.

 

Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2 εδώ έχουν βαθμό σοβαρότητας. Δείκτης της σοβαρότητάς τους είναι και οι προβλεπόμενες στον νόμο ποινές, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι είναι διακεκριμένη η μορφή κλοπής που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2. Ειδικότερα, η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή για το αδίκημα του άρθρου 371 ΠΚ, που αφορά τη συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, για κακούργημα που επισύρει κατά ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης κάτω των επτά ετών, τιμωρείται με φυλάκιση ως η προβλεπόμενη για το εν λόγω κακούργημα. Η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή για το αδίκημα του άρθρου 272(1) ΠΚ, για κλοπή όταν πριν από τη διάπραξή της υπήρξε καταδίκη για κλοπή σύμφωνα με το άρθρο 262 ΠΚ, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων (ανώτατο όριο).

 

Σε περίπτωση που ο Κατηγορούμενος 2 καταδικαστεί, πιθανόν να έχει να αντιμετωπίσει φυλάκιση, που σε αναλογία με τις ανώτατες προβλεπόμενες στον νόμο ποινές, ακόμα κι αν το Δικαστήριο κινηθεί στα κατώτατα επίπεδά τους, ενδέχεται να είναι πολύμηνη. Η εκτίμηση αυτή γίνεται ασφαλώς στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, με αναφορά στις προβλεπόμενες ποινές, χωρίς να διαφεύγει από την προσοχή του Δικαστηρίου το ενδεχόμενο αθώωσης του Κατηγορούμενου 2 και η λογική του προσδοκία γι’ αυτό.  

 

Από την όψη του μαρτυρικού υλικού στο οποίο παρέπεμψε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής (Τεκμήριο Α), υπάρχει ορατή πιθανότητα καταδίκης, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας:

 

Υπάρχει η κατάθεση του παραπονούμενου, ιδιοκτήτη της μάντρας, ο οποίος την 05.08.2024, περί ώρα 17:15, είδε, όπως αναφέρει, δύο άνδρες μέσα στη μάντρα. Έξω απ’ αυτήν, υπήρχε ακόμα ένας άνδρας, μέσα σε αυτοκίνητο, τους αριθμούς του οποίου κατέγραψε. Κατάλαβε, ο παραπονούμενος, ότι τον έκλεβαν. Προσέγγισε το άτομο που κάθονταν μέσα στο όχημα έξω από τη μάντρα, Ινδικής καταγωγής, τον ρώτησε τι γυρεύει εκεί, κι εκείνος του απάντησε στα ελληνικά: «ετηλεφώνησε μου τσίνος που μέσα ότι έλειψε του πεζίνα τζιαι ήρτα να του φέρω». Έδωσε μάλιστα τον αριθμό του τηλεφώνου του στον παραπονούμενο. Ο παραπονούμενος, μόλις μπήκε στον περιφραγμένο χώρο της μάντρας, ο ένας εκ των δύο ανδρών που ήταν ήδη μέσα έτρεξε και έφυγε. Τον άλλον, που ήταν πιο κοντά σε δεύτερο αυτοκίνητο που ήταν στο σημείο, τον συγκράτησε ο παραπονούμενος. Το δεύτερο αυτοκίνητο, το νούμερο του οποίου επίσης κατέγραψε ο παραπονούμενος, είχε κιβώτια ταχυτήτων φορτωμένα, που ο παραπονούμενος αναγνώρισε πως ήταν δικά του. Ρώτησε τον άνδρα που συγκράτησε, γιατί τον κλέβει, κι εκείνος απάντησε: «συγγώμη μάστρε έκαμα λάθος να πληρώσω τζιαι μεν τηλεφωνήσεις αστυνομία». Ο άνδρας εκείνος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του μάρτυρα, ήταν ο Κατηγορούμενος 1, ο οποίος ανέφερε στον παραπονούμενο ότι ο δεύτερος άνδρας, που είχε φύγει τρέχοντας, ήταν ο Κατηγορούμενος 2, που είναι γνωστός στην Αστυνομία, κατονομάζοντάς τον. Ο άνδρας Ινδικής καταγωγής που ήταν έξω από τη μάντρα, εντοπίστηκε, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, κι ανέφερε και ο ίδιος στην κατάθεσή του σχετικά με τη μετάβασή του στο σημείο της μάντρας για να πάρει βενζίνη και ότι μόνο τον Κατηγορούμενο 2 γνωρίζει, όχι τον Κατηγορούμενο 1. Ο Κατηγορούμενος 1 ομολόγησε στο Δικαστήριο την ενοχή του.

 

Ο Κατηγορούμενος 2, στη δική του κατάθεση στην Αστυνομία, ημερομηνίας 06.08.2024, αναφέρθηκε στη συνάντησή του με τον Κατηγορούμενο 1 στη μάντρα την 05.08.2024, λέγοντας πως την ευθύνη είχε ο Κατηγορούμενος 1, τον οποίο ο ίδιος δεν βοήθησε. Ήταν παρών, αλλά αμέτοχος, ενώ κάποια στιγμή, είχε φύγει και είχε αφήσει μόνο του τον Κατηγορούμενο 1. Μετά που άφησε μόνο του τον Κατηγορούμενο 1, τον πήρε τηλέφωνο ο Κατηγορούμενος 1 και του είπε πως δεν είχε βενζίνη και ο Κατηγορούμενος 2 πήρε τηλέφωνο τον φίλο του από τον Ινδία και του ζήτησε να πάρει βενζίνη και πήγαν μαζί πίσω στη μάντρα. Όταν ερωτήθηκαν τι κάνουν εκεί, από τον Κύπριο που τους είδε στη μάντρα, ο Κατηγορούμενος 2 έτρεξε και έφυγε. Ο Κατηγορούμενος 2 ανέφερε επίσης πως δεν ήταν καν δική του ιδέα η κλοπή εξαρτημάτων από τη μάντρα, ενώ το όχημα ήταν του Κατηγορούμενου 1.

 

Από το Τεκμήριο Β, φαίνεται πως ο Κατηγορούμενος 2 είχε καταδικαστεί στην υπόθεση 781/2020 την 01.03.2023, για κλοπή με βάση το άρθρο 262 ΠΚ, σε 1 μήνα φυλάκιση με αναστολή 3 ετών, από την 01.03.2023 μέχρι την 01.03.2026.

 

Πρόσθετα των πιο πάνω, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας πως ο Κατηγορούμενος 2 όταν προσεγγίστηκαν και ερωτήθηκαν τι γυρεύουν στη μάντρα τράπηκε σε φυγή, ο Κατηγορούμενος 2, όπως υπέδειξε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, προσκομίζοντας και το Τεκμήριο Γ, δεν έχει καθόλου δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Κατάγεται από τη Ρουμανία, δεν δήλωσε κάποια σταθερή διεύθυνσή του στην Κυπριακή Δημοκρατία ή κάποιον λόγο για τον οποίο να δεσμεύεται να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία, είναι άνεργος, δεν διαθέτει περιουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία, και έχει κάθε λόγο να φυγοδικήσει. Ανά πάσα στιγμή, είπε, εάν αφεθεί ελεύθερος, μπορεί να διαφύγει δια των περιοχών που δεν μπορεί να ελέγξει η Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Από τη δική του πλευρά, ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 2, ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος 2 διαμένει στην Κύπρο εδώ και 13 χρόνια, από την ηλικία των 19 ετών, διαμένει σε συγκρότημα διαμερισμάτων στο Προδρόμι, και μπόρεσε να συλληφθεί με ευκολία. Το γεγονός ότι δεν έχει εργασία, δεν λέει κάτι από μόνο του, προσπάθησε αρκετές φορές να βρει εργασία, πήγε περιστασιακά σε κάποιες δουλειές, δεν κατάφερε να στεριώσει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα εργαστεί στο μέλλον. Θεωρεί πως, με αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας, ενώ και στις άλλες υποθέσεις, πάντοτε ήταν παρών στο Δικαστήριο.

 

Όποιος δεν εργάζεται, νοείται, δεν σημαίνει πως θα φυγοδικήσει. Η εστίαση του κινδύνου είναι αλλού, με συνεκτίμηση του γεγονότος ότι ο Κατηγορούμενος 2 δεν εργάζεται, αλλά και του τρόπου εμπλοκής του στην υπό εξέταση υπόθεση, με εκδηλωμένη τάση φυγής.

 

Πέρα από την ήδη εκδηλωμένη τάση φυγής, δεν υπάρχουν δεσμοί με την Κυπριακή Δημοκρατία που να δίδουν λόγο στον Κατηγορούμενο 2, ο οποίος κατάγεται από τη Ρουμανία, να πρέπει να βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία και να θέλει να αντιμετωπίσει μια δίκη στην οποία υπάρχει πιθανότητα καταδίκης και σε τέτοια περίπτωση πιθανότητα φυλάκισης. Όσα αναφέρθηκαν από τον κύριο Σιμιλλίδη, περιλαμβανομένης της πολυετούς παραμονής στην Κύπρο του Κατηγορούμενου 2, δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο φυγοδικίας, υπό τις περιστάσεις, ο οποίος δεν αφορά κατ’ ανάγκη το να ταξιδέψει σε άλλη χώρα ή να διαφύγει στις μη ελεγχόμενες περιοχές. Από τα διάφορα διαφορετικά ανά καιρούς στοιχεία που φέρονται ως στοιχεία του Κατηγορούμενου 2, και που εκτέθηκαν και στο Δικαστήριο, δια του Τεκμηρίου Β, φαίνονται διάφορες ταχυδρομικές διευθύνσεις ως διευθύνσεις διαμονής του Κατηγορούμενου 2, στην ευρύτερη περιοχή και αστάθεια.

 

Ο Κατηγορούμενος 2, ο οποίος είναι άνεργος, χωρίς περιουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία, δεν μπορεί, πληρώνοντας οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, να εξασφαλίσει την παρουσία του ή να αναλάβει προσωπική υποχρέωση πληρωμής. Η επιβολή υποχρέωσης στον Κατηγορούμενο 2 να εμφανίζεται στον Αστυνομικό Σταθμό της περιοχής του ή η απαγόρευσή του να διέλθει τα οδοφράγματα ή να εξέλθει από την Κυπριακή Δημοκρατία δεν εξαλείφει τον κίνδυνο φυγοδικίας, υπό το σύνολο των περιστάσεων.

 

Γνωρίζοντας, ο Κατηγορούμενος 2, πως κινδυνεύει με ποινή φυλάκισης, εάν καταδικαστεί στα υπό εκδίκαση αδικήματα, και μη έχοντας επαρκείς δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία, μπορεί να φυγοδικήσει.

 

 

 

 Κίνδυνος Διάπραξης Άλλων Αδικημάτων[10]

 

 

Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος, στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη, δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Ο λόγος είναι για πιθανότητα. Αρκεί εάν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.

 

Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.

 

Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας. Μπορεί, επίσης, να εξαχθεί από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους. Δηλαδή, πέραν των εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων, στην εκτίμηση του υπό αναφορά κινδύνου, μπορούν να ληφθούν υπόψη στοιχεία προερχόμενα από την ίδια την υπόθεση την οποία ο υπόδικος αντιμετωπίζει[11].

 

Όπου τα υπό κατηγορία αδικήματα εμπίπτουν σε χρονική περίοδο κατά την οποία ο κατηγορούμενος ήταν ελεύθερος υπό όρους σε άλλη ποινική υπόθεση, για αδικήματα ιδίας ή παρόμοιας φύσης, αυτό αποκτά αυξημένη ισχύ κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεικνύοντας συγκεκριμένη τάση επαναλαμβανόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς[12].

 

Η πιθανολόγηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων βάσει ποινικών υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν εναντίον του υποδίκου ή στοιχείων προερχόμενων από την υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει, δεν αντίκειται στο τεκμήριο της αθωότητας[13].

 

Τα υπό εκδίκαση αδικήματα αφορούν σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό, την 05.08.2024. Τέθηκε όμως ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό (Τεκμήριο Β, Τεκμήριο Γ), από το οποίο προκύπτει εμπλοκή του Κατηγορούμενου 2 και σε άλλα αδικήματα παρόμοιας φύσης, για τα οποία εκκρεμούν ακόμα δύο ποινικές υποθέσεις. Ανάμεσα σε αυτά είναι και αδικήματα που διαπράχθηκαν το 2019.

 

Υπάρχει πρόσθετα προηγούμενη καταδίκη του Κατηγορούμενου 2 στην υπόθεση 781/2020 Ε.Δ. Πάφου, που περιέχεται στο ποινικό μητρώο του με αριθμό 1443/2016, για κλοπή που διαπράχθηκε την 24.10.2019, λόγος για τον οποίο ο Κατηγορούμενος 2 έχει να αντιμετωπίσει αυξημένη ποινή, σε περίπτωση καταδίκης του.

 

Η αξία των περιουσιακών στοιχείων σε κάθε εκκρεμούσα υπόθεση παρόμοιας φύσης δεν είναι μεγάλη. Αυτό όμως δεν έχει σημασία, από μόνο του.

 

Πέραν του ότι ο Κατηγορούμενος 2 δεν είναι πρωτόπειρος σε υποθέσεις που σχετίζονται με αδικήματα εναντίον της περιουσίας, στην υπόθεση 9933/2023, αντιμετωπίζει και αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κάνναβης), που φέρονται να έχουν διαπραχθεί τον Αύγουστο του 2023. Είναι μικρής ποσότητας, αλλά δεν παύουν να είναι αδικήματα που φέρονται να έχουν διαπραχθεί ενώ υπάρχει ενεργή τριετής αναστολή ποινής φυλάκισης στην προηγούμενη καταδίκη του στην υπόθεση 781/2020 Ε.Δ. Πάφου, από την 01.03.2023 μέχρι την 01.03.2026.

 

Εντός της ίδιας αναστολής, και ενώ είχε δοθεί η ευκαιρία στον Κατηγορούμενο 2 να είναι ελεύθερος, φέρονται να έχουν διαπραχθεί και τα υπό εκδίκαση αδικήματα, τον Αύγουστο του 2024.

 

Η αναστολή ποινής φυλάκισης δεν είναι περιοριστικός όρος εν υποδικία που αθέτησε ο Κατηγορούμενος 2, ωστόσο η αναφορά είναι για την ένδειξη της απουσίας λειτουργίας φανερών ικανών αντισταθμισμάτων και φραγμών στον τρόπο ζωής του Κατηγορούμενου 2. Υπάρχει η τάση για σύγκρουση με τον νόμο, που έχει ελεύθερη δυναμική.

 

Ακόμα κι αν τα αδικήματα που σχετίζονται με ουσιοεξαρτήσεις δεν είναι παρόμοιας φύσης με τα αδικήματα εναντίον της περιουσίας, συσχετίζονται ή δυνατόν να αλληλοπροκαλούνται, όταν συνδυάζονται και με οικονομική αδυναμία, προκύπτουσα, μεταξύ άλλων, από παρατεταμένη ανεργία και έλλειψη διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων, όπως στην περίπτωση του Κατηγορούμενου 2.

 

Το προφίλ που εξ όψεως αναδύεται σχετικά με την εν γένει συμπεριφορά του Κατηγορούμενου 2, μέσα από όλα τα δεδομένα, είναι πως ο Κατηγορούμενος 2, εάν και όχι με μεγάλη συχνότητα και σε γεωγραφικά περιορισμένες διαστάσεις, , απασχολεί τις Αρχές, με την εμπλοκή του σε συμπεριφορές που δείχνουν επαναληψιμότητα και ροπή προς έναν τρόπο ζωής στον οποίο η αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά δυνατόν να έχει διαχρονική παρουσία.

 

Αυτή η φαινόμενη τουλάχιστον ροπή, σε συνάρτηση με τις προσωπικές του συνθήκες, ως παρουσιάστηκαν, συνθέτουν ορατή πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη, εάν αφεθεί ελεύθερος.

 

Αυτή η πιθανότητα, ως τίθεται, δεν μπορεί να ελεγχθεί ικανοποιητικά με τη θέση περιοριστικού όρου, όπως, για παράδειγμα, με την τακτική εμφάνιση του Κατηγορούμενου 2 στον Αστυνομικό Σταθμό της περιοχής του, ή με συνδυασμό περιοριστικών όρων, ώστε να εξαλείψει τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, παρόμοιας φύσης ή σοβαρότητας.

 

 

 

 

 

Κατάληξη

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή συνυπάρχουν σε ικανό βαθμό ο κίνδυνος φυγοδικίας και ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, το αίτημα για την κράτηση του Κατηγορούμενου 2 μέχρι τη δίκη του εγκρίνεται.

 

Ενόψει της κράτησης, η εκδίκαση της υπόθεσης θα πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατόν [ακολουθεί ορισμός].

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] 371. Όποιος συνωμοτεί με άλλο να διαπράξει κακούργημα ή να διενεργήσει πράξη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου η οποία αν διενεργόταν στη Δημοκρατία θα ήταν κακούργημα και η οποία είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στον τόπο όπου σκοπεύεται να διενεργηθεί, είναι ένοχος κακουργήματος και αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή προκειμένου για κακούργημα που επισύρει κατά ανώτατο όριο ποινή κατώτερη από τη φυλάκιση επτά χρόνων, σε τέτοια κατώτερη ποινή.

[2] 272.-(1) Αν ο υπαίτιος, πριν από τη διάπραξη της κλοπής καταδικάστηκε για κλοπή που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 262, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

(2) Αν ο υπαίτιος, πριν από τη διάπραξη κλοπής σύμφωνα με το άρθρο 265, καταδικάστηκε για κλοπή που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο αυτό, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.

[3] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024.

[4] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024, Ε.Ι.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 186/2024, 24.07.2024, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, ΠΕ 78/24, 08.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/20, 20.08.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, ΠΕ 103/20, 03.09.2020, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.

[5] Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/2024, 25.06.2024.

[6] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.

[7] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024, Μωυσίδης v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 138.

[8] Memic v. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/2019 κ.ά., 16.07.2019, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, ΠΕ Ε151/2019, 13.08.2019

[9] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.

[10] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.03.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/23, 10.05.2023, Ιωάννου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 25/22, 04.02.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 227, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 130, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45.

[11] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 271/23, 24.01.2023, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 689, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109.

[12] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024.

[13] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή v. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 ΑΑΔ 373.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο