ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 354/2020 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

ATHANASIOS ANTONIADIS

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 30 Αυγούστου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Παπαγεωργίου Μ.

Για τον Κατηγορούμενο: κος Χατζηνεοφύτου Λ.

Κατηγορούμενος παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 8, 19 και 20Α του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 έχει τροποποιηθεί

 

 Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πιο πάνω κατηγορίας αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι στις 02.07.2019 οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής KPG 292, στη λεωφόρο Μελίνας Μερκούρη στην Πάφο, χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή και προκάλεσε δυστύχημα.  

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τρεις μάρτυρες, ήτοι την Svetlana Georgian Sergienva (εφεξής ως «παραπονούμενη» ή «ΜΚ.1) την Anna Polykovskaya (ΜΚ.2) και τον εξεταστή του δυστυχήματος Αστ. 1142 Κ. Κωνσταντίνου (Μ.Κ.3). 

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και πριν την κυρίως εξέταση της ΜΚ.2 κατατέθηκαν από κοινού και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους τα κάτωθι:

 

α) Κατάθεση στην αστυνομία του αστυφύλακα 3092 Κ. Κανίκλη, άνευ ημερομηνίας, ως Τεκμήριο 2

β) Όρκος που δόθηκε προς έκδοση του εντάλματος σύλληψης του κατηγορούμενου (τότε υπόπτου) ημερ. 02.07.19 με το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης ως Τεκμήριο 3

γ)  Έντυπο δικαιωμάτων συλληφθέντων και κρατουμένων της αστυνομίας αποτελούμενο από 15 σελίδες υπογεγραμμένο από τον κατηγορούμενο ως Τεκμήριο 4.  

 

Τα περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων γίνεται αποδεκτό από το Δικαστήριο και συνεπώς αποτελεί μέρος των ευρημάτων μου. Παραθέτω στη συνέχεια σύνοψη της προσαχθείσας μαρτυρίας

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Η προσαχθείσα μαρτυρία στα κύρια σημεία της μπορεί να συνοψισθεί ως εξής :

 

Η MK.1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 1Α στο Δικαστήριο γραπτή κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της υπό κρίση υπόθεσης στη μητρική της γλώσσα καθώς και ως Τεκμήριο 1Β μετάφραση της στην ελληνική, της οποίας το περιεχόμενο ανέγνωσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε αφιχθεί με τα δυο παιδιά της από Ρωσία στη χώρα μας για διακοπές και την παρέλαβε από το αεροδρόμιο η ΜΚ.2. Αφού άφησαν τις βαλίτσες τους, πήγαν σε υπεραγορά όπου ψώνισαν κάποια πράγματα. Από εκεί ξεκίνησαν για το σπίτι τους και ζήτησε από την ΜΚ.2 να σταματήσει σε κάποιο σημείο του δρόμου που περνά μπροστά από το ξενοδοχείο «Alexander» γιατί ήθελε να αγοράσει φορτιστή τηλεφώνου. Η ΜΚ.2 σταμάτησε στη δεξιά μεριά του δρόμου κοντά στη νησίδα. Τότε αυτή κατέβηκε και κινήθηκε στο πίσω μέρος του οχήματος, ανέβηκε στη νησίδα και προτού διασταυρώσει κοίταξε δεξιά και αριστερά και δεν είχε αυτοκίνητα. Έτσι ξεκίνησε να διασταυρώνει διαγώνια, κινούμενη δεξιά. Μετά από επτά (7) περίπου βήματα και δυο (2) περίπου πριν ολοκληρώσει τη διασταύρωση, δεν θυμάται τι έγινε αλλά όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν στο νοσοκομείο στην εντατική μονάδα. Εκείνη τη στιγμή πληροφορήθηκε από την ΜΚ.2 ότι την χτύπησε αυτοκίνητο. Το δυστύχημα έγινε στις 20:00 με 20:10 και ακόμα υπήρχε φως, ενώ έφερε φόρεμα χρώματος λαχανί.  Στη συνέχεια αναφέρει τα τραύματα που υπέστηκε

 

Στο υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης της η κατηγορούσα αρχή κατέθεσε ως Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β το πρόχειρο και συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος αντίστοιχα. Σημείωσε επί του συμμετρικού σχεδίου το σημείο από το οποίο εκκίνησε να διασταυρώνει κινούμενη ως ανέφερε διαγώνια, ως το τόξο με το γράμμα Β επ’ αυτού, λόγω της θέσης που βρισκόταν το περίπτερο στο οποίο ήθελε να καταλήξει. Αφού διαπίστωσε ότι ήταν ασφαλές να διασταυρώσει κινήθηκε με φυσιολογικό ρυθμό ως ανέφερε. Έδειξε επί του συμμετρικού σχεδίου το σημείου που χτυπήθηκε και που είναι χαραγμένο το σημείο «Χ». Τέλος ανέφερε ότι από το δυστύχημα έσπασε η λεκάνη της, τρια πλευρά και είχε εγκεφαλική διάσειση. Επίσης είχε κάταγμα στη κνήμη και τραυματισμό στο γόνατο της.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι η πτήση της από Ρωσία είχε μια με δυο ώρες καθυστέρηση και προσγειώθηκε Κύπρο στις 16:30. Με την ΜΚ.2 είναι συννυφάδες. Όταν έφθασε Κύπρο με τα παιδιά της, η ΜΚ.2 ήταν ήδη εδώ από δυο εβδομάδες προηγουμένως. Ήταν η 5η φορά που επισκεπτόταν τη χώρα μας. Όταν ανέφερε την ώρα του δυστυχήματος ήταν κατά προσέγγιση, και μπορεί να ήταν 10 με 15 λεπτά αργότερα. Δεν ήταν ακριβώς νύχτα αλλά πλησίαζε να νυχτώσει. Αρνήθηκε υποβολή ότι δεν υπήρχε στο χώρο φωτισμός. Εκεί που είχε σταματήσει η ΜΚ.2 υπήρχαν και άλλα οχήματα παρκαρισμένα, ένα μπροστά της και ένα άλλο πιο πίσω για το οποίο δεν ήταν σίγουρη. Το δρόμο τον γνώριζε πολύ καλά γιατί στο κατάλυμα που οδηγούσε και έμενε έκαναν διακοπές 5 χρόνια. Η λεωφόρος Μελίνα Μερκούρη διαχωρίζεται από τη κτιστή νησίδα και η μια κατεύθυνση, την οποία τηρούσαν, όδευε βόρεια (προς τα πάνω) ενώ η άλλη πλευρά νότια (προς τα κάτω). Ήταν σίγουρη ότι έλεγξε δεξιά και αριστερά το δρόμο πριν διασταυρώσει, και το έπραξε αυτοματοποιημένα παρά το ότι γνώριζε πως τα οχήματα έρχονταν μόνο από μια κατεύθυνση. Μπορούσε να δει μέχρι κάτω το δρόμο και πιστεύει πως ήταν πάνω από 40 μέτρα, χωρίς όμως να είναι σίγουρη για την απόσταση. Η μάρτυρας κλήθηκε και περπάτησε ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με τον ρυθμό που διασταύρωνε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν γνώριζε από που εμφανίστηκε το όχημα του κατηγορούμενου και επέμενε ότι είχε φθάσει σχεδόν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αρνήθηκε υποβολή ότι παρέλειψε να ελέγξει το δρόμο που επιχείρησε να διασταυρώσει ή ότι εισήλθε ξαφνικά σε αυτό ή ότι βιαζόταν λόγω του ότι είχε σταθμεύσει παράνομα η ΜΚ.2. Δεν συμφώνησε ούτε με την υποβολή ότι μπερδεύτηκε λόγω του ότι στη Ρωσία οδηγούν από τη δεξιά πλευρά του δρόμου και επανέλαβε ότι στην Κύπρο είχε έρθει 5 φορές. Η ίδια μάλιστα ενοικίασε δυο με τρεις φορές αυτοκίνητο.

 

ΜΚ.2

 

Επόμενη μάρτυρας  ήταν η ομοεθνής φίλη και συνυφάδα της ΜΚ.1. Υιοθέτησε με τη σειρά της τη γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία για την υπόθεση στη μητρική της γλώσσα. Αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5Α και σχετική μετάφραση ως Τεκμήριο 5Β. Σε αυτή αναφέρεται στην παραλαβή της ΜΚ.1 από το αεροδρόμιο καθώς και στην επίσκεψη τους στην υπεραγορά Παπαντωνίου για διάφορες αγορές. Φεύγοντας από την υπεραγορά κατευθύνθηκαν στο ξενοδοχείο «Alexander the Great» και έστριψαν αριστερά σύμφωνα με την πορεία τους. Στο δρόμο που εισήλθε σταμάτησε στη δεξιά άκρη του δρόμου και η ΜΚ.1 κατέβηκε για να πάει σε περίπτερο που βρισκόταν απέναντι. Λίγα δευτερόλεπτα μετά άκουσε στόπερ από αυτοκίνητο και αμέσως ένα κτύπημα. Κοίταξε από το δεξιό καθρεφτάκι του οχήματος της και αντιλήφθηκε τη φίλη της να είναι στο έδαφος στην άλλη λωρίδα (εννοώντας την εξ’ αντιθέτου). Έτρεξε κοντά της και κατάλαβε ότι ήταν αναίσθητη, ενώ άρχισε να μαζεύεται και κόσμος στο μέρος. Το όχημα που την κτύπησε ήταν ταξί χρώματος άσπρου και συνομιλώντας με τον οδηγού του αντιλήφθηκε ότι της ανέφερε πως η ΜΚ.1 βγήκε απότομα στο δρόμο. Δεν ήταν όμως σίγουρη για αυτό. Έμεινε στο μέρος μέχρι που ήρθε το ασθενοφόρο και πήρε την παραπονούμενη στο νοσοκομείο. Αργότερα επέστρεψε στο χώρο και έδωσε τα στοιχεία της στην αστυνομία αναφέροντας τι έγινε. Στο σημείο που έγινε το δυστύχημα δεν υπάρχει αρκετός φωτισμός. Η παραπονούμενη φορούσε φουστάνι χρώματος λαχανί το οποίο ήταν έντονο.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης της ανέφερε πως όταν κατέβηκε η ΜΚ.1 πήγε προς το πίσω μέρος του οχήματος της. Άκουσε δυο δυνατούς κτύπους και είδε την φίλη της στο δρόμο. Η κόρη της έκλαιγε και φώναζε τη μητέρα της. Της είπε να μείνει στο αυτοκίνητο για να μην δει την τραγική εικόνα καθότι και η ίδια δεν ήταν σίγουρη αν ήταν ζωντανή. Στο σημείο προσέτρεξε και κάποιος άνθρωπος που γνώριζε προηγουμένως και ήταν ιδιοκτήτης παρακείμενο εστιατορίου. Του είχε ζητήσει να καλέσει ασθενοφόρο γιατί δεν είχε το κινητό μαζί της. Όπως και έπραξε. Εκεί είχαν έρθει και δυο κοπέλες που μιλούσαν ρώσικα και ζήτησε μια από αυτές να πάει στο αυτοκίνητο της και να ηρεμήσει τη θυγατέρα της παραπονούμενης, ενώ παρακάλεσε την άλλη να πάει στο διαμέρισμα της στο Limnaria Gardens να ειδοποιήσει το σύζυγο της. Η δεύτερη κοπέλα όμως επέστρεψε χωρίς να καταφέρει να εντοπίσει το διαμέρισμα. Υπολόγισε περίπου 30 λεπτά μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο και το χρονικό αυτό διάστημα είχε σκοτεινιάσει. Όταν όμως είχε παρκάρει ήταν ακόμα φωτεινά.

 

Υπέδειξε επί του τεκμηρίου προς Αναγνώριση Α την υπογραφή της και επί του τεκμηρίου προς αναγνώριση Β το σημείο που είχε σταθμεύσει το όχημα της (που είναι το σημείο με το γράμμα «Γ»). Εκεί που στάθμευσε ήταν χώρος στάθμευσης και θυμόταν ότι είχε ένα όχημα μπροστά της αλλά δεν ήταν σίγουρη αν είχε και κάποιο πίσω της. Το δυστύχημα έγινε σίγουρα μετά τις 20:00 καθότι εκείνη ήταν η ώρα που έφυγαν από την υπεραγορά. Δεν είχε ρολόι να κοιτάξει όμως πρέπει να ήταν περίπου 20:15 με 20:20. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.

 

Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι το συμμετρικό σχεδιάγραμμα το είδε στην αστυνομία όταν έδινε κατάθεση, την επόμενη μέρα του δυστυχήματος. Διευκρίνισε στη συνέχεια ότι το σχεδιάγραμμα ήταν ετοιμασμένο στο χέρι εννοώντας το πρόχειρο σχεδιάγραμμα το οποίο και είχε υπογράψει (Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α). Υπέδειξε σε αυτό το σημείο που είχε σταθμεύσει και το οποίο βρίσκεται στο σημείο που υπάρχουν αναγραμμένα τα γράμματα «ΒΒ» πλαισιωμένα με διακεκομμένες γραμμές σε σχήμα τετραγώνου.

 

Τη μέρα του δυστυχήματος είχε πάει με το σύζυγο της στο νοσοκομείο έχοντας δει προηγουμένως τους αστυνομικούς που ήρθαν στο μέρος. Δεν θυμόταν τα πρόσωπα τους, όμως θυμόταν ότι είδε αστυνομικό όχημα και κάποιους αστυνομικούς με στολή. Μετά το νοσοκομείο πήραν τα παιδιά της ΜΚ.1 στο ενοικιαζόμενο διαμέρισμα που θα διέμεναν με τη μητέρα τους και ήρθε και η αδελφή της παραπονούμενης με τα δικά της παιδιά, όπως ήταν άλλωστε προγραμματισμένο. Καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο, πέρασαν από το σημείο του δυστυχήματος, σταμάτησαν, και βγήκαν από το όχημα. Ο σύζυγος της είπε κάποιες κουβέντες με τον οδηγό του οχήματος (εννοώντας τον κατηγορούμενο). Αρνήθηκε ότι πήγε στο σημείο του δυστυχήματος κατά την επιστροφή τους από το νοσοκομείο, καθότι ήταν πολύ αργά, γύρω στις δυο τα ξημερώματα. Στην υποβολή ότι υπέδειξε στον εξεταστή του δυστυχήματος το σημείο που ήταν παρκαρισμένη στις 05.07. και περί ώρα 16:00 ανέφερε ότι δεν θυμόταν πολύ καλά λόγω του ότι ήταν δύσκολη περίοδος. Συγκεκριμένα διέμεναν με έξι μικρά παιδιά τα οποία έπρεπε να προσέχουν, η φίλη της ήταν στο νοσοκομείο και έπρεπε να τρέχουν στην αστυνομία και δικηγόρους. Δεν ήταν σίγουρη αν ανέφερε στον εξεταστή κατά πόσο υπήρχε όχημα παρκαρισμένο μπροστά της. Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μην το έγραψε η αστυνομία ή ακόμα και να μην την ρώτησαν.

 

Ακολούθως το Δικαστήριο έγκρινε αίτημα της υπεράσπισης για κατάθεση εγγράφου με τίτλο «Στατιστικό Έντυπο Οδικών Δυστυχημάτων» το οποίο σημειώθηκε ως Τεκμήριο προς αναγνώριση Γ. Αρνήθηκε ότι είχε ήδη νυχτώσει όταν έγινε το συμβάν ενώ όταν της υποδείχθηκε ότι στο τεκμήριο προς αναγνώριση Γ αναγράφεται ότι το ασθενοφόρο ειδοποιήθηκε στις 20:40 και πως έφτασε στη σκηνή στις 20:50 απάντησε ότι αυτό μπορεί να ελεγχθεί όμως δεν δέχθηκε ότι έκανε μόνο δέκα λεπτά να φτάσει. Υπολόγισε ότι χρειάστηκε περίπου 30 λεπτά.

 

Όταν έγινε η σύγκρουση άκουσε δυο δυνατούς θορύβους που ήταν ήχοι δυστυχήματος. Δεν είδε κάποιο όχημα να κινείται από την εξ’ αντιθέτου πορεία (να έρχεται προς τα κάτω) και μάλλον κοιτούσε αλλού. Μέχρι να γυρίσει να δει, είδε στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου «κάτι ανοιχτόχρωμο πράσινο» και κατάλαβε ότι ήταν η φίλη της ξαπλωμένη στην άσφαλτο. Δεν θυμόταν σε πόση απόσταση βρισκόταν ξαπλωμένη η ΜΚ.1 από το όχημα της. Διαφώνησε ότι είπε στη ΜΚ.1 να βιαστεί να πάει στο περίπτερο, γιατί καθόλου δεν βιάζονταν. Δεν θυμόταν να είπε στον κατηγορούμενο ότι δεν έφταιγε αυτός για το συμβάν. Ο λόγος που μετακίνησε το όχημα της εκείνο το βράδυ ήταν για να πάρει τα παιδιά της ΜΚ.1 και τα τρόφιμα που αγόρασαν στο σπίτι. Αρνήθηκε ότι έφυγε επειδή εμπόδιζε την κυκλοφορία.

 

Όταν έφθασε το ασθενοφόρο ήρθε από την λωρίδα στην οποία έγινε το δυστύχημα και στάθμευσε δίπλα από την ΜΚ.1. Δεν είδε κατά πόσο μετακινήθηκε το όχημα του κατηγορούμενου μετά που χτύπησε την παραπονούμενη.

 

Κατά την επανεξέταση της σημείωσε επί του συμμετρικού σχεδιαγραφήματος το σημείο που σταμάτησε το ασθενοφόρο και εκεί που ήταν ξαπλωμένη η ΜΚ.1.

 

MK.3

 

Τελευταίος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν ο εξεταστής. Αναγνώρισε τη γραπτή κατάθεση που έδωσε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της. Αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6. Σε αυτή γίνεται, αρχικά, αναφορά του μάρτυρα στα προσόντα που κατέχει και τις σχετικές εκπαιδεύσεις που έτυχε κατά τη σταδιοδρομία του στην αστυνομία. Για το υπό κρίση περιστατικό αναφέρει ότι είχε επισκεφθεί τη σκηνή της σύγκρουσης αυθημερόν περί ώρα 20:55 και η οποία έγινε περί ώρα 20:40. Κατά την άφιξη του το όχημα / ταξί βρισκόταν στην τελική του θέση ενώ η πεζή είχε ήδη μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο Πάφου. Κάποια Δέσποινα Πατεράκη ήταν παρούσα και είχε δει πως έγινε η σύγκρουση ενώ τον προσέγγισε και η ΜΚ.2 η οποία του είπε πως εξελίχθηκε το συμβάν. Ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα στην παρουσία του κατηγορούμενου σημειώνοντας σε αυτό με το γράμμα «Χ» το σημείο σύγκρουσης, ίχνη τροχοπέδησης των τροχών του KPG 292 (όχημα κατηγορούμενου / ταξί) μήκους 9,20 μέτρων, καθώς και την τελική θέση του. Στην αριστερή άκρια του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία του ταξί, υπήρχε σειρά από σταθμευμένα οχήματα. Ακολούθως έλαβε 33 φωτογραφίες της όλης σκηνής. Εξήγησε το σχέδιο του κατηγορούμενου με το οποίο συμφώνησε ως ορθό και το υπέγραψε. Το ίδιο βράδυ του έλαβε και ανακριτική κατάθεση. Εν συνεχεία αναφέρει τη διαδικασία μεταφοράς των φωτογραφιών που έλαβε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και ψηφιακό δίσκο. Στις 05.07.19 ώρα 16:00 μετέβηκε με την ΜΚ.2 στη σκηνή όπου του υπέδειξε το σημείο που σταμάτησε το όχημα που αυτή οδηγούσε, το οποίο περιέλαβε στο πρόχειρο σχέδιο του και το οποίο υπέγραψε ως ορθό. Στις 26.07.19 μετέβηκε στο Νοσοκομείο Πάφου όπου εξήγησε το πρόχειρο σχέδιο στην παραπονούμενη (με τη βοήθεια διερμηνέα) η οποία συμφώνησε με το περιεχόμενο του και το υπέγραψε ως ορθό. Στις 29.10.19 κατηγόρησε γραπτώς τον κατηγορούμενο για αμελή οδήγηση ο οποίος απάντησε «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».

 

Το ταξί υπέστη ζημιά στο μπροστινό δεξιό φανάρι, στο φτερό, στο προφυλακτήρα και στον ανεμοθώρακα όπου κτύπησε με το κεφάλι η πεζή. Το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας και η λεωφόρος Μ. Μερκούρη είναι ευθεία και ελαφρά κατηφορική. Αποτελείται από δυο λωρίδες κυκλοφορίας μια για κάθε κατεύθυνση και που διαχωρίζονται με κτιστή νησίδα. Στο σημείο της σύγκρουσης το πλάτος του δρόμου είναι 6,80 μέτρα και στην αριστερή άκρια υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα ενοικιάσεως. Βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και φωτίζεται από μη επαρκή οδικό φωτισμό καθότι οι πάσσαλοι βρίσκονται στη άκρια του δεξιού πεζοδρομίου. Η ορατότητα ήταν 40 μέτρα και η επιφάνεια της ασφάλτου ξηρή και καθαρή.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ο μάρτυρας αναγνώρισε τα τεκμήρια προς αναγνώριση Α και Β ως το πρόσωπο που τα ετοίμασε και έτσι αυτά μετατράπηκαν σε κανονικά τεκμήρια λαμβάνοντας τον αριθμό 7 και 8 αντίστοιχα. Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήριο 9  το έντυπο ζημιών του ταξί, έντυπο δικαιωμάτων υπόπτων και κατηγορούμενων ως Τεκμήριο 10, την ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου ως Τεκμήριο 11, την γραπτή του κατηγορία ως Τεκμήριο 12, και τέλος σετ φωτογραφιών αποτελούμενο από 33 αριθμημένες φωτογραφίες ως Τεκμήριο 13. Όταν έφτασε στη σκηνή, είχε ρωτήσει τον κατηγορούμενο που έγινε η σύγκρουση και αυτός του περιέγραψε πως έγινε το δυστύχημα, και έτσι σημείωσε αυτό με το γράμμα «Χ». Ως του είχε αναφέρει η ΜΚ.2 είχε σταθμεύσει στην αντίθετη, σύμφωνα με την πορεία του κατηγορούμενου, κατεύθυνση και η κατηγορούμενη κατέβηκε για να μεταβεί σε μίνι μάρκετ. Εν συνεχεία υπέδειξε επί του συμμετρικού σχεδιαγράμματος (τεκμήριο 8) την πορεία του ταξί, τα ίχνη τροχοπέδησης, το σημείο που στάθμευσε η ΜΚ.2, τις θέσεις που καταλάμβαναν τα σταθμευμένα οχήματα στην αριστερή, σύμφωνα με την πορεία του κατηγορούμενου, άκρια του δρόμου και το σημείο σύγκρουσης. Πρόσθεσε ότι το πλάτος της διαχωριστικής νησίδας ήταν 50 εκατοστά. Βορειότερα ο δρόμος οδηγεί στο συγκρότημα Limnaria Gardens. Η απόσταση του «Χ» από τη άκρια της νησίδας καθώς και από την άλλη άκρια που υπήρχαν τα σταθμευμένα οχήματα μετρήθηκε σε 3,40 μέτρα. Το πλάτος του δρόμου στο σημείο σύγκρουσης ήταν 6,80 μέτρα. Όπως όμως εξήγησε σε άλλο μέρος της κυρίως εξέτασης του λόγω της ύπαρξης των σταθμευμένων οχημάτων ενοικιάσεως το χρησιμοποιήσιμο μέρος του δρόμου ήταν 5,20μ και συνεπώς η ΜΚ.1 έπρεπε να διανύσει λίγο περισσότερη απόσταση για να φθάσει στον προορισμό της. Δεν μέτρησε την απόσταση που διένυσε διαγώνια η παραπονούμενη. Κατόπιν ο μάρτυρας επεξήγησε το περιεχόμενο ορισμένων εκ των φωτογραφιών (τεκμήριο 13). Εξήγησε ότι το όχημα της ΜΚ.2 δεν το είχε βρει στη σκηνή και για αυτό δεν το φωτογράφησε, όμως στη φωτογραφία 21 φαίνεται ο χώρος που ήταν σταθμευμένο. Στη φωτογραφία αρ.19 φαίνεται κάποιο κενό μεταξύ δυο σταθμευμένων οχημάτων, πίσω από την τελική θέση του ταξί, το οποίο θα μπορούσε η πεζή να χρησιμοποιήσει για να φτάσει στο πεζοδρόμιο. Με την ΜΚ.2 είχαν μεταβεί στο μέρος 2 με 3 ώρες μετά και του έδειξε που είχε σταθμεύσει. Αυτή υπέγραψε στο σημείο αυτό εκείνη τη μέρα επιτόπου. Σε άλλο σημείο της κυρίως εξέτασης του ανέφερε ότι υπήρχε διπλή κίτρινη γραμμή ενώ επί της νησίδας υπήρχαν πινακίδες που απαγόρευαν και τη στάση και τη στάθμευση.

 

Όταν μετέβηκε στη σκηνή είχε σκοτεινιάσει αρκετά. Όπως του είχε αναφέρει οι μάρτυρες το δυστύχημα έγινε περί ώρα 20:40. Ερωτηθείς κατά πόσο μέτρησε την ορατότητα ανέφερε ότι είχε οδηγήσει αστυνομικό όχημα τύπου SUV περίπου στο ύψος με το όχημα του κατηγορούμενου και υπολόγισε ότι υπήρχε ορατότητα μέχρι τα 40 μέτρα με τα φώτα πορείας στην κανονική στάση. Στην υπόδειξη του τεκμηρίου προς Αναγνώριση Γ ανέφερε ότι πρόκειται για στατιστικό έντυπο (ΑΣΤ 277) το οποίο χρησιμοποιεί η αστυνομία για στατιστικούς σκοπούς αναφορικά με τα τροχαία δυστυχήματα, και το είχε συμπληρώσει ο ίδιος. 

 

Για να καταλήξει στο σημείο σύγκρουσης έλαβε υπόψη του θραύσματα από σπασμένα γυαλάκια από τον ανεμοθώρακα του ταξί, τα οποία άρχιζαν από το σημείο σύγκρουσης. Αυτά τα αντιπαρέβαλε με τη ζημιά του αυτοκινήτου, περίπου 40 με 45 πόντους πιο μέσα και κατέληξε στο σημείο. Επίσης έλαβε υπόψη και τα ίχνη τροχοπέδησης. Με αυτό συμφώνησε και ο κατηγορούμενος.

 

Ο κος Χατζηνεοφύτου στην αρχή της αντεξέτασης ζήτησε όπως το τεκμήριο προς αναγνώριση Γ μετατραπεί σε κανονικό τεκμήριο, αίτημα που εγκρίθηκε και συνεπώς αυτό σημειώθηκε ως Τεκμήριο 14. Οι χρόνοι αστυνομίας και ασθενοφόρου που αποτυπώνονται στο έντυπο αφορούν τις ώρες που περίπου πληροφορήθηκε ότι ειδοποιήθηκε έκαστη υπηρεσία. Η ενημέρωση της αστυνομίας μπορεί να προήλθε και από τον κατηγορούμενο. Χρειάστηκε 5 περίπου λεπτά για να φτάσει στη σκηνή από την ώρα που ειδοποιήθηκε. Από τη Δέσποινα Πατεράκη έλαβε κατάθεση την οποία και κατέθεσε ως Τεκμήριο 15. Μετά που διάβασε την κατάθεση της δέχθηκε ότι αυτή άκουσε και δεν είδε το δυστύχημα. Διευκρίνισε ότι το σημείο σύγκρουσης είναι το κατά προσέγγιση ορθό και εκεί έδειχναν οι ενδείξεις. Η απόσταση του σημείου «Χ» από το πίσω μέρος του οχήματος είναι 5,20 μέτρα. Η δική του εκτίμηση ήταν ότι πρώτα φρέναρε ο κατηγορούμενος και μετά κτύπησε την πεζή και όχι το αντίστροφο ως του ανέφερε ο τελευταίος. Εξήγησε τούτο επικαλούμενος την μικρή απόσταση που πρέπει να διανύσει ένας τροχός προτού αρχίσει να διαγράφει ίχνη στην άσφαλτο, μετά την εφαρμογή των φρένων. Ο κατηγορούμενος ήταν κάπως συγχυσμένος από το συμβάν αλλά ήταν καλά. Πρόσθεσε ότι είναι επαγγελματίας οδηγός και έμπειρος. Η πρώτη επαφή του οχήματος ήταν με το δεξί φανάρι και μετά η πεζή χτύπησε στον ανεμοθώρακα. Επεσήμανε ότι είναι μικρή η έκταση του καπό της μηχανής και σε μικρή απόσταση από αυτό. Παρά το ότι έσπασε το δεξιό φανάρι του οχήματος εντούτοις δεν υπήρχαν στο έδαφος κομμάτια από το γυαλί του, παρά μόνο από τον ανεμοθώρακα. Αυτά δεν φαίνονται στις φωτογραφίες γιατί είναι «σαν σκόνη», ως χαρακτηριστικά ανέφερε, και γυαλίζουν όταν φωτιστούν με φανάρι, πράγμα το οποίο και έπραξε. Δεν είχε μαζί του κιμωλία να σημειώσει επιτόπου το σημείο σύγκρουσης. Δεν σημείωσε το χώρο που ήταν σταθμευμένο το όχημα της ΜΚ.2 αυθημερόν καθότι αυτή βιαζόταν να μεταβεί στο νοσοκομείο και έτσι πήγαν στις 05.07.19 που ήταν η επόμενη ημέρα εργασίας του.

 

Το πλάτος του δρόμου διαφοροποιείται στη βόρεια κατεύθυνση του καθότι ανοίγει λίγο. Το πλάτος του οχήματος του κατηγορούμενου ήταν κατά προσέγγιση 1,70μ και με τα καθρεφτάκια αυξάνεται κατά 20 με 25 πόντους περίπου. Στην ερώτηση για το πώς κατέληξε στην απόσταση του σημείου «Χ» με την άκρη της νησίδας, δεδομένου ότι το συνολικό πλάτος του δρόμου μετρήθηκε σε 6,80μ και αφαιρουμένου του πλάτους του οχήματος (1,70μ) και του πλάτους που καταλάμβαναν τα σταθμευμένα οχήματα ενοικιάσεως (1,60μ) παρέμενε απόσταση 3,50μ, ανέφερε ότι η απόσταση της τελικής θέσης του ταξί ήταν 2,60μ από την αριστερή του άκρη μέχρι που ξεκινά το πεζοδρόμιο αριστερά. Συμπληρώνοντας ανέφερε ότι όταν καταμετρούνται τα ίχνη τροχοπέδησης αυτό γίνεται από το κέντρο τους, καθότι το πέλμα ενός τροχού μπορεί να έχει πλάτος 25 εκατοστά. Δεν μπορούσε να μετρήσει την απόσταση που διένυσε η πεζή εφόσον δεν γνώριζε το σημείο εκκίνησης της.

 

Κατά τη διάρκεια της μέτρησης της ορατότητας οδήγησε παρόμοιου τύπου και ύψους όχημα και διαπίστωσε ότι αυτή ήταν περίπου 40 μέτρα. Υπήρχε και κάποιος συνάδελφος του ο οποίος στάθηκε στο δρόμο για το σκοπό αυτό, κάτι βέβαια που ήταν σε γνώση του. Συμφώνησε ότι δεν ήταν ακριβώς ίδιες οι συνθήκες με το δυστύχημα. Το όχημα της ΜΚ.2 ήταν σταθμευμένο σε απόσταση περίπου 12,60 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης. Δεν έγιναν μετρήσεις για να υπολογιστεί η ταχύτητα του αυτοκινήτου, κάτι για το οποίο απαιτείται να διαπιστωθεί ο συντελεστής τριβής. Επίσης δεν μπορούσε να γνωρίζει το χρόνο αντίδρασης του οδηγού, αν και ως συνήθως αυτός είναι το 1 δευτερόλεπτο.

 

Αυτή ήταν η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή.

 

Το Δικαστήριο στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας έκρινε ότι αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία εξηγώντας του τα δικαιώματα του δυνάμει του άρθρου 74 του Κεφ. 155. Αυτός επέλεξε να καταθέσει ενόρκως ενώ επίσης κάλεσε ακόμα ένα μάρτυρα, ήτοι τον Σάββα Σάββα (ΜΥ.1)

 

Μαρτυρία Κατηγορούμενου 

 

Καταθέτοντας ενόρκως ο κατηγορούμενος αναγνώρισε την γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και υιοθέτησε το περιεχόμενο της. Σε αυτή αναφέρει ότι εργάζεται ως οδηγός ταξί τα τελευταία 2 με 3 χρόνια σε ιδιωτική εταιρεία στην Πάφο. Το όχημα με αρ. εγγραφής KPG 292 είναι το ταξί που οδηγεί για σκοπούς της εργασίας του. Κατά τον ουσιώδη χρόνο (02.07.19) εργαζόταν από τις 18:00 μέχρι τις 06:00 το πρωί της επόμενης μέρας. Οδηγούσε έχοντας εφαρμόσει τη ζώνη ασφαλείας του και κινείτο με ταχύτητα 40 με 45 ΧΑΩ. Εισερχόμενος στη λεωφόρο Μελίνα Μερκούρη, δεν υπήρχε άλλο όχημα έμπροσθεν ή πίσω του, διατηρούσε την ίδια ταχύτητα, και είχε τα φώτα πορείας του αναμμένα. Ο δρόμος αποτελείτο από δυο λωρίδες κυκλοφορίας μία για κάθε κατεύθυνση και διαχωριζόταν από κτιστή νησίδα στη μέση. Στα αριστερά του υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα. Καθώς οδηγούσε είδε μια σκιά από τα δεξιά του να διασταυρώνει διαγώνια προς τα αριστερά με κατεύθυνση προς τα κάτω. Αντιλήφθηκε τη σκιά αυτή την τελευταία στιγμή και όταν την χτύπησε με τη δεξιά μπροστινή γωνιά του αυτοκινήτου που οδηγούσε κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος. Αμέσως εφάρμοσε τα φρένα του και είδε ότι ήταν γυναίκα που φορούσε φουστάνι. Την είχε χτυπήσει στο πίσω μέρος στην πλάτη, και έπεσε στο δρόμο, ενώ ο ίδιος σταμάτησε ακριβώς μπροστά της. Μετά που κατέβηκε και την είδε τηλεφώνησε στην αστυνομία και σε ασθενοφόρο, ενώ άφησε σταματημένο το όχημα του επιτόπου. Όταν ήρθε η αστυνομία ετοιμάστηκε πρόχειρο σχεδιάγραμμα το οποίο του εξηγήθηκε και υπέγραψε ως ορθό. Κατά το χρόνο εκείνο ήρθε μια κοπέλα με την οποία ήταν μαζί η πεζή που κτύπησε και του είπε ότι η φίλη της είχε κατεβεί από το αυτοκίνητο της για να διασταυρώσει το δρόμο. Επίσης η κοπέλα αυτή του είπε ότι ανέφερε στους αστυνομικούς πως δεν έφταιγε εκείνος, ο οδηγός δηλαδή του ταξί.

 

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του. Διευκρίνισε ότι είχε χτυπήσει με το δεξιό φανάρι την πεζή, ότι τα σταθμευμένα οχήματα ήταν ενοικιάσεως τύπου «Ζ», και πως ο χρόνος άφιξης του ασθενοφόρου ήταν περίπου 5 λεπτά μετά που τηλεφώνησε, δηλ περίπου 2 με 3 λεπτά. Η αστυνομία ήρθε 5 με 10 λεπτά μετά από το ασθενοφόρο. Είχε ελέγξει πρώτα αν ήταν καλά η πεζή. Στο μέρος είχε μαζευτεί κόσμος.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν γνώριζε το λόγο που η κοπέλα που τον πλησίασε ανέφερε στην αστυνομία ότι δεν έφταιγε ο ίδιος. Είναι επαγγελματίας οδηγός για 15 χρόνια και δεν είχε ποτέ του ξανά δυστύχημα. Κατά την οδήγηση δεν χρησιμοποιεί γυαλιά μυωπίας. Τα φώτα πορείας του ήταν αναμμένα στην δεύτερη στάση δηλαδή τα κανονικά. Δεν έβαλε τα φώτα πορείας του στη ψηλή στάση επειδή οδηγούσε στην πόλη και αν ερχόταν αυτοκίνητο από την εξ’ αντιθέτου λωρίδα μπορούσε να το «τυφλώσει». Εκείνη τη χρονική στιγμή δεν υπήρχαν άλλα διερχόμενα αυτοκίνητα είτε στη δική του λωρίδα είτε στην εξ’ αντιθέτου, αν και ανά πάσα στιγμή μπορούσε να έρθει κάποιος από απέναντι. Το οπτικό του πεδίο ήταν καθαρό και η ορατότητα του περίπου 40 μέτρα. Στη συγκεκριμένη λεωφόρο οδήγησε ξανά και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες γίνεται συχνή χρήση από πεζούς. Σε όλες τις περιπτώσεις  (κατά 99% κατά την έκφραση του) ο κόσμος περιμένει στο πεζοδρόμιο και όταν σταματήσει το όχημα τότε διασταυρώνει.

 

Τη σκιά την είδε την ώρα που τη χτύπησε και επέμενε ότι πετάχτηκε ξαφνικά στο δρόμο αρνούμενος υποβολή ότι αν οδηγούσε επιμελώς θα μπορούσε να την αντιληφθεί από προηγουμένως. Κληθείς να υποδείξει επί του τεκμηρίου 7 (πρόχειρο σχεδιάγραμμα) το σημείο σύγκρουσης ανέφερε ότι το υπέγραψε μεν αλλά δεν μπορούσε να γνωρίζει αν αυτό ήταν ορθό. Εξήγησε ότι δεν ήταν δίπλα από τον αστυνομικό την ώρα που έκανε μετρήσεις. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του απαντώντας σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι μπορεί να του το εξήγησε αλλά ήταν σε τέτοια κατάσταση που μάλλον δεν άκουγε τι του έλεγε και αν αντιλαμβανόταν.

 

 Όταν του υποβλήθηκε ότι το σημείο σύγκρουσης είναι το σημείο «Χ» απάντησε ότι δεν μπορούσε να το γνωρίζει. Ο ίδιος δεν υπέδειξε κάποιο διαφορετικό σημείο. Του είπαν να υπογράψει και υπόγραψε επειδή εμπιστεύθηκε την αστυνομία ότι έκανε σωστή καταγραφή της σκηνής. Δέχθηκε επίσης ότι δεν διαφώνησε με το εν λόγω σημείο. Στην υποβολή ότι η πεζή διένυσε 3,40 μέτρα από τη κτιστή νησίδα ο κατηγορούμενος απάντησε ότι σε τέτοια περίπτωση σημαίνει ότι έτρεχε και πήγαινε διαγώνια. Δεν θυμόταν το χρώμα του φουστανιού αλλά θυμόταν ότι ήταν σκούρο. Αρνήθηκε ότι το λαχανί χρώμα ήταν ανοιχτόχρωμο. Διαφώνησε με τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι άφησε σημάδια τροχοπέδησης 9,20 μέτρων επικαλούμενος το σύστημα abs που διέθετε το όχημα που οδηγούσε σε συνδυασμό με την ταχύτητα του και επομένως θα έπρεπε να ήταν μικρότερης έκτασης. Διαφώνησε επίσης με το ότι ανευρέθηκαν θραύσματα από τον μπροστινό ανεμοθώρακα του ταξί σε μήκος 40 εκατοστών καθώς και με τη θέση ότι τα ίχνη τροχοπέδησης ξεκινούσαν μετά την πιο πάνω απόσταση. Ήταν ακόμα η θέση του ότι ο ανεμοθώρακας δεν έσπασε αλλά ράγισε λόγω της ειδικής του σύνθεσης (τζελατίνη).

 

Την πεζή την είχε χτυπήσει με το δεξιό φανάρι, λίγο πιο κάτω από την πλάτη και στη συνέχεια η πεζή κτύπησε με το κεφάλι της στον ανεμοθώρακα. Ακολούθως αυτή έπεσε μπροστά στο δρόμο. Με το πρόχειρο σχεδιάγραμμα ούτε συμφώνησε ούτε διαφώνησε. Επέμενε στη θέση του ότι η παραπονούμενη μπήκε ξαφνικά στο δρόμο και δεν είχε περιθώριο αντίδρασης.

 

ΜΥ.1

 

Τελευταίος μάρτυρας για την υπεράσπιση ήταν ο ιδιώτης ερευνητής ατυχημάτων Σάββας Σάββα. Από το 2018 ασχολείται με εκτιμήσεις, έρευνες και διερευνήσεις τροχαίων ατυχημάτων. Για το υπό κρίση ατύχημα ετοίμασε σχετική έκθεση το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και κατέθεσε ως Τεκμήριο 15. Επισήμανε ότι στη σελ. 2 αναγράφεται ότι μελετήθηκε και η έκθεση του ιδιώτη ερευνητή Α. Αγαθαγγέλου κάτι όμως που δεν εφαρμόζεται εφόσον ο τελευταίος απεβίωσε.

 

Για την ετοιμασία της έκθεσης έλαβε υπόψη του την αστυνομική έκθεση, φωτογραφίες της σκηνής από την αστυνομία, την κατάθεση του ΜΚ.3, του κατηγορούμενου, της παραπονούμενης και δυο ακόμα μαρτύρων. Συμφωνεί με το ότι το ατύχημα έγινε σε δρόμο με ανεπαρκή οδικό φωτισμό και με ορατότητα 40 μέτρα όπως και με την πορεία του κατηγορούμενου. Καθορίζει ως λογικό χρόνο αντίδρασης ενός οδηγού σε μη αναμενόμενο κίνδυνο το 1,4 δευτερόλεπτα και ως εξήγησε είναι αυτός που διδάσκεται στα Πανεπιστήμια και για τον οποίο έχουν γίνει αρκετές έρευνες. Ο χρόνος αυτός αντιστοιχεί τόσο στο χρόνο αντίληψης όσο και αντίδρασης του μέσου οδηγού και που είναι κοινώς αποδεκτό ότι είναι γύρω στο 1,5 δευτερόλεπτα (Perception Reaction Time ή P.R.T). Καθορίζει ως συντελεστή τριβής το 0,7 όχι όμως ένεκα δικής του μέτρησης αλλά πρόκειται για ένα κοινά αποδεκτό, ως ανέφερε, συντελεστή για μια κανονική άσφαλτο και που χρησιμοποιείται στις διερευνήσεις και αναπαραστάσεις ατυχημάτων. Στη συνέχεια εξήγησε την εξίσωση που αναγράφει στην έκθεση του για να υπολογίσει με ακρίβεια την ταχύτητα του κατηγορούμενου χρησιμοποιώντας το συντελεστή τριβής, το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης (9,2 μέτρα) καθώς και το «G» που είναι η βαρύτητα (έλξη της γης) την οποία και καθόρισε σε 40,46 χαω.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω ταχύτητα ο οδηγός του ταξί κάλυπτε 11,24 μέτρα το δευτερόλεπτο. Πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό αυτό με το λογικό χρόνο αντίδρασης (1,4) καταλήγει ότι αντιλήφθηκε την πεζή στα 15,36 μέτρα μακριά από τα ίχνη τροχοπέδησης, ως αυτά τοποθετήθηκαν στο σχεδιάγραμμα. Σε σχέση με την απόσταση που διένυσε η πεζή και η οποία υπολογίστηκε από τον ΜΚ.3 σε 3,40 μέτρα, ανέφερε ότι με βάση τη βιβλιογραφία για ένα άτομο ηλικίας από 31 έως 60 ετών, η μέση ταχύτητα βάδισης του είναι 1,45 μέτρα το δευτερόλεπτο και συνεπώς η κατηγορούμενη χρειάστηκε 2,34 δευτερόλεπτα να την διανύσει. Αν η διασταύρωση του δρόμου γινόταν κάθετα τότε, και αφού από το χρόνο αυτό (2,34) αφαιρεθεί ο χρόνος αντίδρασης (1,4) παραμένει εναπομείναν χρόνος 0,94 δευτ/πτα, το δυστύχημα θα ήταν αναπόφευκτο. Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τις μαρτυρίες η κατηγορούμενη δεν διέσχισε κάθετα αλλά διαγώνια το δρόμο όμως επειδή δεν είναι γνωστό το σημείο που εισήλθε στο δρόμο δεν μπορεί να υπολογιστεί ο πραγματικός χρόνος που βρισκόταν εντός αυτού. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει ή να συμφωνήσει με το σημείο που η ίδια η πεζή υπέδειξε ως το σημείο που ξεκίνησε να διασταυρώνει. Για τον ίδιο, το σημείο σύγκρουσης «Χ» δεν μπορεί να τεκμηριωθεί εφόσον δεν είναι γνωστό το εύρημα στο οποίο ο ΜΚ.3 βασίστηκε για τον καθορισμό του, λαμβανομένου υπόψη ότι υπάρχει διιστάμενη μαρτυρία ως προς το κατά πόσο ο κατηγορούμενος εφάρμοσε τα φρένα πριν ή μετά που κτύπησε την πεζή. Θα ανέμενε από τον εξεταστή να τοποθετούσε τα θραύσματα από τον ανεμοθώρακα που ανέφερε ότι εντόπισε επί του σχεδίου. Αυτά όμως, όπως εξήγησε με τη ρίψη μιας τσαλακωμένης κόλλας Α4, θα εκτινάσσονταν μακριά. Θα ήταν σωστή η χάραξη του «Χ», αν στο συγκεκριμένο σημείο ανευρίσκοντο κομμάτια από μπογιά, λόγω του ότι θα είχαν μικρότερη μάζα και δεν θα εκτινάσσονταν από τη φορά της σύγκρουσης. Δεν μπορούσε όμως να αποκλείσει πλήρως το ενδεχόμενο κάποια κομμάτια από τον ανεμοθώρακα να έπεσαν στο δρόμο από τη σύγκρουση. Την ίδια ώρα θα ανέμενε να εντοπίζονταν πλαστικά κομμάτια του δεξιού φαναριού του οχήματος το οποίο είχε σπάσει, ενώ από το όχημα φαίνεται επίσης να αποκόπηκε μέρος του δεξιού μπροστινού φτερού που είχε άσπρο χρώμα. Η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει ήταν ότι δεν έψαξαν για τον εντοπισμό τους. Διαφώνησε με τη θέση του εξεταστή ότι θα μπορούσε το φανάρι να μετατοπιστεί προς το εσωτερικό της θέσης του, καθότι το μήκος του συγκεκριμένου είναι πάνω από 30 εκατοστόμετρα.

 

Σύμφωνα με την έκθεση του το σημείο σύγκρουσης θα έπρεπε να απέχει 15 μέτρα από εκεί που ξεκινούν τα ίχνη τροχοπέδησης. Δικαιολόγησε το συμπέρασμα του αυτό αναφέροντας πως σε περίπτωση που ο οδηγός πρώτα κτύπησε την πεζή και μετά αντέδρασε τότε την είχε αντιληφθεί 1,4 δευτερόλεπτα προηγουμένως και άρα περί τα 12 με 14 μέτρα απόσταση. Όπως επίσης καταγράφει στην έκθεση του, ήταν αδύνατο να μην αντιληφθεί η πεζή το όχημα του κατηγορούμενου εφόσον έχοντας αναμμένα τα φώτα πορείας του θα ήταν εύκολα αντιληπτός από τα 40 μέτρα. Το σίγουρο, ως ήταν η θέση του, είναι ότι ο οδηγός αντέδρασε όταν η πεζή ήταν κοντά στο αυτοκίνητο και υπέθεσε ότι θα έπρεπε η πεζή να καλυπτόταν από άλλο όχημα. Διαφώνησε με τη θέση του κατηγορούμενου ότι ένα σύστημα φρένων τύπου ABS δεν αφήνει ίχνη στο δρόμο, απλώς αυτά είναι λιγότερο έντονα. Συμφωνεί όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί από τον ΜΚ.3.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ασχολείται με την σχεδιαγράφηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων από το 2018 αποκλειστικά ως ιδιώτης. Προηγούμενα, και από το 2006 εργαζόταν σε ασφαλιστικές εταιρείες και έφτασε να κατέχει τη θέση διευθυντή απαιτήσεων γενικού κλάδου. Έχει επίσης παρακολουθήσει μαθήματα του EVU Greece και από την αποφοίτηση του δεν σταμάτησε να ασχολείται με το αντικείμενο. Παρέπεμψε σε πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στην έκθεση του για την ιδιότητα του ως μέλους του European Association for Accident Research and Analysis.

 

Τη σκηνή του δυστυχήματος την επισκέφθηκε το 2023 και αυτό που έπραξε ήταν  να επιβεβαιώσει ότι ο δρόμος ήταν στην ίδια κατάσταση όπως επίσης και ότι ο φωτισμός το ίδιο ανεπαρκής. Στην έκθεση του δεν έβαλε δικούς του αριθμούς ούτε και θα ήταν σε θέση 5 χρόνια μετά να προβεί σε δικό του εύρημα. Βασίστηκε στη μαρτυρία που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο και το μόνο που έκανε ήταν να εφαρμόσει τύπους, μαθηματικά και βιβλιογραφία για να δει αν συνάδουν οι αριθμοί. Πέραν των ιχνών τροχοπέδησης συμφωνεί και με την τελική θέση του οχήματος όμως ένα κατά προσέγγιση σημείο σύγκρουσης εμπεριέχει κινδύνους. Ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα. Στη θέση του κου Παπαγεωργίου ότι 15 περίπου μέτρα πιο πίσω από το «Χ», δεν υπάρχει οποιοδήποτε εύρημα που να δικαιολογεί τη θέση του ότι έπρεπε να ήταν εκεί, απάντησε ότι ούτε επί του υποδειχθέντος σημείου υφίσταται οτιδήποτε που να το δικαιολογεί, ούτε και κάτι τέτοιο προκύπτει από τις μαρτυρίες των προσώπων. Στη θέση ότι η κατηγορούμενη θα εκτινασσόταν σε μεγαλύτερη απόσταση από τη θέση που βρέθηκε, μπροστά δηλαδή από το όχημα, σε περίπτωση που το σημείο σύγκρουσης ήταν ως ισχυρίστηκε, δεν μπορούσε να το γνωρίζει. Ήταν η θέση του ότι όταν η σύγκρουση με ένα πεζό γίνει αφότου εφαρμοστούν τα φρένα του αυτοκινήτου τότε αυτός εκτινάσσεται, ενώ όταν δεν φρενάρει τότε έχουμε μεταφορά του πεζού από το αυτοκίνητο. Συνεπώς, και αν η θέση του οδηγού είναι αληθής, τότε πράγματι η θέση της πεζής θα ήταν ακριβώς μπροστά από το όχημα. Υπολόγισε την απόσταση του σημείου «Χ» από το σταθμευμένο όχημα της ΜΚ.2 σε 15 περίπου μέτρα στη βάση των μετρήσεων του συμμετρικού σχεδιαγράμματος. Από το πίσω δεξιά μέρος του οχήματος ενδεχομένως να είναι 10 μέτρα.

 

Με δεδομένη τη σύγκρουση, ο οδηγός δεν αντιλήφθηκε την πεζή όμως για να εξηγηθεί ο λόγος που έγινε αυτό, πρέπει να είναι γνωστό το σημείο σύγκρουσης. Σε διαφορετική περίπτωση είναι άγνωστος και ο χρόνος που η πεζή βρισκόταν εντός του δρόμου ώστε να κριθεί αν υπήρχε επαρκές περιθώριο να γίνει αντιληπτή. Επανέλαβε ότι αν διασταύρωνε κάθετα προς το σημείο «Χ», που ο ίδιος αμφισβητεί, τότε το δυστύχημα θα ήταν αναπόφευκτο. Επειδή όμως η απόσταση καλύφθηκε διαγώνια σίγουρα ο χρόνος που θα χρειαζόταν να φτάσει εκεί θα ήταν μεγαλύτερος και άρα θα βρισκόταν περισσότερο διάστημα στο δρόμο. Όμως στην απουσία υπολογισμού της πραγματικής απόστασης που αυτή κάλυψε, δεν μπορεί να υπολογιστεί επακριβώς ο χρόνος που ήταν στον δρόμο ώστε να υπάρξει ασφαλές συμπέρασμα για το αν ευθύνεται ο οδηγός του ταξί.

 

Εξήγησε στη συνέχεια ότι ο χρόνος για να διαγραφούν τα ίχνη τροχοπέδησης στην άσφαλτο (μήκους 9,2μ) ήταν 1,63 δευτερόλεπτα, με βάση την ταχύτητα του κατηγορούμενου. Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του συμφώνησε ότι τα ίχνη τροχοπέδησης φαίνεται να ξεκινούν 40 εκατοστά πιο μπροστά από το σημειωθέν σημείο σύγκρουσης. Εάν στον πιο πάνω χρόνο προστεθεί και ο χρόνος αντίδρασης (1,4) τότε έχουμε άθροισμα 3,03 δευτ/πτα. Τούτο σημαίνει ότι αν ο χρόνος παρουσίας  της πεζής στο δρόμο ήταν ίσος ή μικρότερος των 3 δευτερολέπτων τότε το δυστύχημα θα ήταν αναπόφευκτό.

 

Ήταν η θέση του ότι είναι ευκολότερο για ένα πεζό να αντιληφθεί την παρουσία ενός οχήματος με τα φώτα αναμμένα το βράδι, παρά το αντίστροφο, ιδιαίτερα όταν κινείται με την ταχύτητα που είχε ο κατηγορούμενος.  Εντός κατοικημένης περιοχής οι οδηγοί θα πρέπει να έχουν αναμμένα τα φώτα πορείας τους το βράδι στην κανονική στάση. Στην υποβολή ότι η υπόθεση του στην έκθεση που κατέθεσε πως η πεζή δεν έλεγξε το δρόμο προς τα αριστερά και εκ λάθους, όπως συνηθίζει να κάνει στη χώρα της, ανέφερε ότι είναι σύνηθες ακόμα και για τον ίδιο όταν πηγαίνει στην Ελλάδα από συνήθεια να κοιτάζει αριστερά αντί δεξιά.

 

Στη θέση του κου Παπαγεωργίου ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν εφαρμόζεται η θεωρία του χρόνου αντίδρασης καθότι σύμφωνα με τον ίδιο τον κατηγορούμενο αυτός πρώτα χτύπησε την κατηγορούμενη και μετά εφάρμοσε τα φρένα του απάντησε ότι σε τέτοια περίπτωση το σημείο σύγκρουσης τοποθετήθηκε λανθασμένα. Η ακριβής του τοποθέτηση στην υπό κρίση περίπτωση ενέχει μεγάλη σημασία διότι έστω και ένα μέτρο πιο πίσω ή μπροστά διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στο χρόνο που είχε για να αντιδράσει ο οδηγός.

 

Αυτή ήταν και η υπόθεση για την υπεράσπιση.

 

Αγορεύσεις

 

Αμφότερες οι πλευρές κατάθεσαν γραπτές αγορεύσεις το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησαν. Έδωσαν επίσης προφορικά επιπρόσθετους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της μιας ή της άλλης πλευράς. Στο γραπτό κείμενο της κατηγορούσας αρχής αφού γίνεται εν συντομία σχολιασμός της δοθείσας μαρτυρίας, ο κος Παπαγεωργίου εισηγείται όπως το Δικαστήριο απορρίψει τη μαρτυρία του κατηγορούμενου και του ΜΥ.1. Του πρώτου ως πρόσωπο μη ειλικρινές και αναξιόπιστου και του δεύτερου καθότι αφενός δεν ήταν σε θέση να υποδείξει οποιοδήποτε διαφορετικό σημείο σύγκρουσης και αφετέρου η δική του έρευνα δεν κατέδειξε οτιδήποτε που να οδηγεί σε συμπέρασμα ως προς τον τρόπο που επισυνέβει το δυστύχημα.

 

Από την άλλη ο κος Χατζηνεοφύτου κάλεσε το Δικαστήριο να αποδεχθεί τη μαρτυρία του κατηγορούμενου και του ΜΥ.1 και να απορρίψει τη μαρτυρία της παραπονούμενης τόσο ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε το δυστύχημα όσο και ως προς τις ενέργειες που προέβηκε μετά που κατέβηκε από το όχημα της ΜΚ.2 για να διασταυρώσει το δρόμο. Επεσήμανε δε ότι η θέση της πως ήταν σε απόσταση δυο βημάτων από το απέναντι πεζοδρόμιο δεν συνάδει με το σημειωθέν εκ του ΜΚ.3 σημείου σύγκρουσης που είναι στη μέση του δρόμου. Επίσης κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία της ΜΚ.2 καθότι είχε κάθε λόγο να υποστηρίξει την υπόθεση της ΜΚ.1 με την οποία συνδέεται συγγενικά αλλά και λόγω αντιφάσεων στην κατάθεση της. Τέλος σε ό,τι αφορά τον ΜΚ.3 εισηγείται ότι διενήργησε πλημμελή εξέταση του δυστυχήματος και το σημειωθέν υπ’ αυτού σημείο σύγκρουσης δεν συνάδει με τις μετρήσεις του.

 

Είναι υπόψη του Δικαστηρίου το πλήρες περιεχόμενο των αγορεύσεων, το οποίο και έχω μελετήσει επισταμένα καθώς και τα όσα ανέφεραν οι συνήγοροι των δυο πλευρών.

 

Κοινά αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα

 

            Πέραν από τα αυστηρώς παραδεκτά γεγονότα είναι επιτρεπτή και η εξαγωγή ευρημάτων, χωρίς να αξιολογηθούν σχετικά οι μάρτυρες, επί γεγονότων που εμφανίζονται μη αμφισβητούμενα δια των χειρισμών των διαδίκων κατά την ακρόαση. Σχετική είναι η απόφαση Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2018:A179, Π.Ε 185/2012, ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179. Άλλωστε, η ανάγκη αξιολόγησης μαρτυρίας υφίσταται όπου παρουσιάζονται διιστάμενες  εκδοχές επί των επίδικων γεγονότων και το Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν εκδοχών, ώστε να καταλήξει σε ευρήματα γεγονότων (βλ. Pissis Ltd v. La Baguette Boullangerie- Patisserie Ltd, Πολ. Έφεση 135/10, ημερ. 30.9.2015)

 

Με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης προκύπτει ότι τα πιο κάτω ουσιαστικά ζητήματα αποτελούν κοινό έδαφος:

 

α) Την 02.07.2019 στη λεωφόρο Μελίνας Μερκούρη στην Πάφο επεσυνέβει τροχαίο δυστύχημα με ενεχόμενο όχημα το ταξί με αριθμό εγγραφής KPG 292 το οποίο οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο και με την πεζή Svetlana Georgiian από τη Ρωσία (ΜΚ.1).

 

β) Η υπό αναφορά λεωφόρος αποτελείται από δυο λωρίδες κυκλοφορίας μια για κάθε κατεύθυνση, και διαχωρίζεται από κτιστή νησίδα. Η σύγκρουση έλαβε χώρα στη λωρίδα που κινείτο ο κατηγορούμενος και ενόσω η πεζή διασταύρωνε διαγώνια από τα δεξιά προς τα αριστερά σύμφωνα με την πορεία του.

 

γ) Το πλάτος της λωρίδας στην οποία έγινε η σύγκρουση ήταν 6,80 μέτρα όμως στην αριστερή πλευρά του, σύμφωνα με την πορεία του ταξί, υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα ενοικιάσεως. Η υπό αναφορά λεωφόρος χρησιμοποιείται συχνά από πεζούς ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

 

δ) Το πλάτος της διαχωριστικής της λεωφόρου Μ. Μερκούρη νησίδας είναι 50 εκατοστά

 

ε) Η πεζή είχε κατεβεί από τη θέση του συνοδηγού στο όχημα που οδηγούσε η συννυφάδα της (ΜΚ2) και το οποίο είχε σταθμεύσει παράλληλα με τη διαχωριστική νησίδα με φορά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχε περάσει πίσω από το όχημα για να κατευθυνθεί στη νησίδα και στη συνέχεια σε περίπτερο που βρισκόταν απέναντι. Στο όχημα βρισκόταν επίσης οι δυο θυγατέρες της πεζής και της ΜΚ.2. Η τελευταία όταν άκουσε τη σύγκρουση είδε από το δεξί καθρεφτάκι της την πεζή να κείται στο δρόμο  

 

ζ) Στη άσφαλτο εντοπίστηκαν ίχνη τροχοπέδησης μήκους 9,2 μέτρων και το όριο ταχύτητας στο συγκεκριμένο δρόμο ήταν 50ΧΑΩ. Ο δρόμος βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και ο οδικός φωτισμός δεν είναι επαρκής. Η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν ξηρή και καθαρή.

 

η) Το όχημα του κατηγορούμενου βρέθηκε στην τελική του θέση. Αυτός οδηγούσε έχοντας τα φώτα πορείας του στην κανονική στάση και εντός του ορίου ταχύτητας. Δεν υπήρχαν άλλα διερχόμενα αυτοκίνητα είτε στη λωρίδα κυκλοφορίας του είτε από την εξ’ αντιθέτου πορεία. Η ορατότητα του ήταν 40 μέτρα. Μετά που ο κατηγορούμενος κτύπησε την πεζή αυτή έπεσε μπροστά από το αυτοκίνητο στην άσφαλτο.

 

θ) Από τη σύγκρουση το ταξί υπέστη ζημιές στο μπροστινό δεξιό φανάρι, φτερό, προφυλακτήρα και στον ανεμοθώρακα όπου κτύπησε με το κεφάλι η πεζή.  Η τελευταία υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς και διαμετακομίστηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Διαγνώστηκε με κατάγματα σε δυο πλευρά, δυο σπονδύλους, στη λεκάνη και στο αριστερό της πόδι. Επίσης υπέστη κάκωση στο κεφάλι και έσπασαν 5 δόντια. Χειρουργήθηκε δυο φορές.

 

ι) Όταν έφθασε στη σκηνή του δυστυχήματος ο ΜΚ.3 ήταν σκοτεινά. Ετοίμασε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα στο οποίο σημείωσε το σημείο σύγκρουσης με το γράμμα «Χ», τα ίχνη τροχοπέδησης και την τελική θέση του οχήματος KPG 292. Το σχέδιο υπογράφηκε τόσο από τον κατηγορούμενο όσο και από την πεζή όταν αυτή βρισκόταν στο νοσοκομείο. Έλαβε επίσης φωτογραφίες από τη σκηνή (τεκμήριο 13).

 

κ) Τέλος με βάση την από κοινού και παραδεκτό ως προς το αληθές του περιεχομένου τους κατάθεση των τεκμηρίων αρ.2 έως και αρ.4 όταν ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε γραπτώς από τον αστ. 3092 Κ. Κανικλή απάντησε «πιστεύω ότι δεν φταίω», ενώ αυτός είχε συλληφθεί κατόπιν εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από το Ε.Δ Πάφου. Επιπλέον στον κατηγορούμενο είχε παραδοθεί αντίγραφο του εντύπου «Δικαιώματα Συλληφθέντων / Κρατουμένων» στο οποίο περιλαμβάνονται έγγραφο δικαιωμάτων, δήλωση κρατούμενου, δικαίωμα κρατούμενου σε ιατρική εξέταση, κανόνες κρατηρίου, έντυπο για παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής στο ανακριτικό στάδιο και κατάλογο ονομάτων με τηλέφωνα δικηγόρων που ενδιαφέρονται για προσφορά των υπηρεσιών τους. Για τα δικαιώματα του ο κατηγορούμενος έτυχε πληροφόρησης και τα παρέλαβε σε αντιληπτή για αυτόν γλώσσα.

 

Για όλα τα πιο πάνω προβαίνω σε σχετικά ευρήματα.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους λαμβάνω υπόψη μου τον τρόπο που οι εν λόγω μάρτυρες απαντούσαν τις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, τις αντιδράσεις τους και γενικά την όλη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα.  Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο τόσο της προφορικής τους μαρτυρίας όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έχω υπόψη μου και τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα[1]. Διατηρώ επίσης υπόψιν μου και την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς[2], και ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη[3], αρκεί αυτό να δικαιολογείται και να επεξηγείται, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία τυχόν έφεσης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης[4]. Έχω επίσης κατά νου, πως δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να προβάλλουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει (βλ. κατ' αναλογία, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 401, 406), αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να ορμώνται από πλειάδα αιτιών, χωρίς αναγκαστικώς αυτές να εκπορεύονται από διάθεση ψεύδους ή παραπλάνησης. Πολύ σημαντική παράμετρος που χρήζει αναφοράς είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συνεκτιμάται, διερευνάται και αντιπαραβάλλεται με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας[5]. Επιπλέον, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας. Επιπρόσθετο εφόδιο αξιολόγησης, αποτέλεσε η δικαστική μου τριβή, εμπειρία και γνώση περί της ανθρώπινης φύσης, που κατά τη νομολογία, αποτελούν γνώμονες που προσδίδουν στο Δικαστήριο δυνατότητα κρίσης (ανθρώπινη βεβαίως), για εύρεση της αλήθειας (βλ. κατ' αναλογία, C & A Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273, 1280-1281).

 

Δεν μου διαφεύγει επίσης ότι τα γεγονότα σε περιπτώσεις δυστυχήματος εξελίσσονται σε ελάχιστο χρόνο, ενώ τα οχήματα βρίσκονται σε κίνηση και δεν είναι αναμενόμενο και λογικό να μπορεί κάποιος να υπολογίζει με ακρίβεια τις αποστάσεις ή το χρόνο. Είναι αναμενόμενο να εντοπίζονται μικροαντιφάσεις σε επουσιώδη σημεία, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν επηρεάζουν την ουσία της μαρτυρίας, αλλά φυσιολογικά αναμένεται να υπάρχουν (βλ. Τιμοθέου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 671).

 

Στα πλαίσια αξιολόγησης μαρτυρίας λαμβάνεται υπόψη και οποιαδήποτε πραγματική μαρτυρία έχει προσκομιστεί κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Αναφορικά με την αξία της πραγματικής μαρτυρίας της αναφέρθηκε στην υπόθεση Derek Knell v Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51:

 

«Η πραγματική μαρτυρία, όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί, συνιστά σταθερό οδηγό για την ιχνηλάτηση των περιστατικών του δυστυχήματος και γνώμονα για την κρίση τόσο της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας.  Όχι σπάνια, η αναστάτωση που επιφέρει στους οδηγούς η σύγκρουση οχημάτων προκαλεί σύγχυση ως προς τα διαδραματιζόμενα με επακόλουθο ενίοτε ανακρίβειες στην μαρτυρία τους. Είναι γι' αυτό που η πραγματική μαρτυρία παρέχει αμετακίνητη βάση για την αξιολόγηση των μαρτύρων και την εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων για τα διαδραματισθέντα. Η αξία της πραγματικής μαρτυρίας είναι η ίδια σε πολιτικές και ποινικές υποθέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις αποτυπώνει γεγονότα που αποτελούν οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την ακρίβεια της μαρτυρίας της».

 

Περαιτέρω, όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 337 – 338, οι φωτογραφίες μπορούν να κατατεθούν ως πραγματική μαρτυρία για οποιοδήποτε σκοπό, όπως για παράδειγμα την κατάδειξη ζημιών σε όχημα ή για τον σκοπό αντεξέτασης ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος. Σε σχέση με την αξία ενός σχεδιαγράμματος, αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει τον τρόπο που έγινε ένα δυστύχημα αλλά αποτελεί σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας της υπόλοιπης μαρτυρίας για την εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων (βλ. και Αντώνη Σωτηρίου ν. Αστυνομίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 307).

 

Σε ότι αφορά την αξιολόγηση μαρτύρων εμπειρογνωμόνων παραθέτω μια σύνοψη της νομολογίας επί του ζητήματος. Οι πραγματογνώμονες μάρτυρες δεν αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο με διαφορετικό τρόπο από ότι οι άλλοι μάρτυρες[6]. Η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών και το Δικαστήριο μπορεί να δεχτεί μέρος της μαρτυρίας του ενός ή άλλου εμπειρογνώμονα και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα[7]. Ο ρόλος του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύει το Δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του για να μπορέσει έτσι το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία[8]. Αν και η συμπεριφορά τους στο εδώλιο δεν έχει και τόση σημασία εντούτοις είναι ένα στοιχείο που προσμετράται για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους. Αναμφίβολα, η σοβαρότητα και υπευθυνότητα με την οποία οι πραγματογνώμονες προσεγγίζουν το έργο τους, έχει ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους[9]. Αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα ότι οι εμπειρογνώμονες δεν αποφασίζουν την ουσία της υπόθεσης, και η μαρτυρία τους δεν υποκαθιστά την κρίση του Δικαστηρίου το οποίο θα πρέπει να καταλήξει σε δικά του ευρήματα[10]. Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε συγκεκριμένο αντικείμενο[11]. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να προτιμήσει τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα που κατέχει και ακαδημαϊκά προσόντα και εμπειρία από τον πραγματογνώμονα που κατέχει μόνο εμπειρία[12]. Το βάρος απόδειξης της πραγματογνωμικής ιδιότητας του μάρτυρα με αρμόζουσα μαρτυρία ως προς τα αφορώντα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά και εμπειρικά του προσόντα το φέρει η πλευρά που τον παρουσιάζει[13].

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές προχωρώ στην αξιολόγηση των μαρτύρων

 

Η ΜΚ.1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε με σαφήνεια, φυσικότητα και ευθύτητα όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά τη μαρτυρία της. Οι δια ζώσης τοποθετήσεις της δεν αντιφάσκουν με τα όσα ανέφερε στη γραπτή της κατάθεση και δεν περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Ούτε και μπορώ να πω ότι η μάρτυρας ήταν υπερβολική στις τοποθετήσεις της. Η μαρτυρία της συνάδει και με τα όσα ανέφερε η ΜΚ.2 ως προς το σημείο που στάθμευσε το όχημα της και συγκλίνει ως προς το ότι έμπροσθεν της υπήρχε και άλλο όχημα που είχε από πριν σταθμεύσει. Συνάδει ακόμα και με το ότι η ίδια πέρασε πίσω από το όχημα που οδηγούσε η ΜΚ.2 για να πορευθεί προς τη νησίδα για να ξεκινήσει να διασταυρώνει. Αποδέχομαι τη θέση της ότι έλεγξε το δρόμο, με τον τρόπο που εξήγησε προτού ξεκινήσει να διασταυρώνει διαγώνια. Τούτο ενισχύεται και από τον αναντίλεκτο ισχυρισμό της πως είχε έρθει άλλες τέσσερις φορές στην Κύπρο για διακοπές ενώ και η ίδια ενοικίασε αυτοκίνητο για τις μεταφορικές της ανάγκες. Περπατώντας ενώπιον του Δικαστηρίου διαπίστωσα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο βάδιζε με φυσιολογικό ρυθμό και χωρίς να βιάζεται ως ήταν η θέση της.

 

Το γεγονός ότι ξεκίνησε να διασταυρώνει διαγώνια, και έχοντας την πλάτη της γυρισμένη στην πορεία του κατηγορούμενου, δεν αποκλείει το γεγονός ότι κοίταξε και έλεγξε το δρόμο πριν ξεκινήσει τη διασταύρωση. Το κατά πόσο βέβαια ο τρόπος διασταύρωσης, όπως και το κατά πόσο παρέλειψε να αντιληφθεί το όχημα του κατηγορούμενου, μπορεί να συνιστά και εκ μέρους της αμέλεια είναι κάτι που θα εξεταστεί σε κατοπινό στάδιο της παρούσας, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν αποκλείει τυχόν ευθύνη του κατηγορούμενου.

 

Η τοποθέτηση του σημείου απ’ όπου ξεκίνησε να διασταυρώνει δεν έγινε κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης, ως αναφέρει στην αγόρευση του ο συνήγορος υπεράσπισης, της αλλά κατά την κυρίως εξέταση της[14]. Δεν συμμερίζομαι επίσης τη θέση πως το τεκμήριο 8 υπέστη αλλοίωση λόγω του ότι τοποθέτησε επ’ αυτού το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε να διασταυρώνει ούτε και πως θα πρέπει να παραγνωριστεί η ενέργεια της αυτή επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο τέθηκε υπόψη της μόνο το πρόχειρο σχεδιάγραμμα (τεκμήριο 7). Ως ανέφερε ο ΜΚ.3 η ετοιμασία του συμμετρικού σχεδιαγραφήματος έγινε στη βάση του πρόχειρου σχεδίου και αυτό κατατέθηκε άνευ οποιασδήποτε ένστασης. Άλλωστε δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε ένσταση όταν κλήθηκε η κατηγορούμενη να σημειώσει το υπό αναφορά σημείο. Εν πάση περιπτώσει, η ίδια ήταν σε θέση να το πράξει, προφανώς λόγω της πιστής μεταφοράς του πρόχειρου σχεδίου επί του συμμετρικού.

 

Υπάρχουν όμως δυο σημεία που δεν μπορώ να αποδεχθώ από τη μαρτυρία της. Το πρώτο είναι η θέση της πως το δυστύχημα έγινε περί ώρα 20:00 με 20:10 και ενόσω υπήρχε ακόμα κάποιο φως ημέρας. Τούτο καθότι η μάρτυρας δεν ήταν σταθερή και πειστική στο ζήτημα αυτό εφόσον στην αντεξέταση της ανέφερε ότι μπορούσε να ήταν «10 με 15 λεπτά αργότερα». Επίσης αντικρούεται με το τεκμήριο 14 σύμφωνα με το οποίο η αστυνομία ειδοποιήθηκε περί ώρα 20:50 ενώ το ασθενοφόρο περί ώρα 20:40. Ο δε ΜΚ.3 κατά την κυρίως του εξέταση ανέφερε ότι οι μάρτυρες του είχαν αναφέρει πως το δυστύχημα επεσυνέβη κατά την 20:40[15]. Αποδέχθηκε μάλιστα σχετική υποβολή της υπεράσπισης. Σε σχετική ερώτηση απάντησε πως όταν ο ίδιος επισκέφθηκε τη σκηνή, 10 λεπτά αργότερα, ήταν αρκετά σκοτεινός ο δρόμος.

 

 Το δεύτερο είναι ότι είχε διανύσει τέτοια απόσταση στο δρόμο ώστε να της είχαν απομείνει μόνο δυο βήματα μέχρι να φθάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τούτο καθότι το σημείο «Χ», σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του ΜΚ.3, τοποθετήθηκε στο μέσο του δρόμου και σε απόσταση 3,40 μέτρων από τη νησίδα. Το όλο πλάτος του δρόμου ήταν 6,80 μέτρα. Έχοντας δε υπόψη ότι διέσχιζε διαγώνια το δρόμο είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο η παραπονούμενη να είχε φθάσει τόσο κοντά στο απέναντι πεζοδρόμιο

 

Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στα λεγόμενα της για εξαγωγή συμπερασμάτων, ένεκα της γενικότερης θετικής εντύπωσης που άφησε, με εξαίρεση τα πιο πάνω σημεία.

 

Η ΜΚ.2 ήταν επίσης μάρτυρας της αλήθειας. Δεν έχω διαπιστώσει παρά τη συγγένεια που έχει με τη ΜΚ.1 οποιαδήποτε προσπάθεια προσαρμογής της μαρτυρία της προκειμένου να βοηθήσει την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Κατέθετε με πειστικότητα και φυσικότητα για τα όσα περιήλθαν στην αντίληψη της. Αποδέχομαι τη θέση της ότι δεν είχε δώσει κατάθεση την ίδια μέρα του δυστυχήματος και πως απλά έδωσε τα στοιχεία επικοινωνίας της στην αστυνομία καθ’ οδόν από το διαμέρισμα, στο οποίο είχαν μεταβεί αρχικά, προς το Γ.Ν Πάφου. Δεν διαπιστώνω κάποια αντίφαση με τα όσα ανέφερε στην  κατάθεση της για το ζήτημα αυτό αν και δεν περιέλαβε σε αυτή ότι πρώτα μετέβηκαν στο διαμέρισμα που διέμεναν προτού επισκεφθεί ξανά το σημείο του δυστυχήματος. Άλλωστε δεν θα ήταν λογικό να επέστρεφε στη σκηνή στις 02:00 τα ξημερώματα όταν είχαν φύγει από το νοσοκομείο. Επίσης δεν έχει διαφανεί κάποιος λόγος ότι υπέδειξε στον ΜΚ.3 λανθασμένα τη θέση που ήταν παρκαρισμένο το όχημα της από το οποίο αποβιβάστηκε η ΜΚ.1 λίγο πριν το δυστύχημα. Με ειλικρίνεια ανέφερε ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να είχε καλέσει και ο κατηγορούμενος ασθενοφόρο όπως και ότι εκεί που στάθμευσε το όχημα της απαγορευόταν. Δεν είχε οποιοδήποτε λόγο να πει ψέματα για το ότι στο μέρος προσέτρεξε ο ιδιοκτήτης παρακείμενου εστιατορίου και κάλεσε ασθενοφόρο. Αποδέχομαι επίσης ότι το σημείο όπου έκανε στάση με το όχημα της, καίτοι δεν επιτρεπόταν, δεν εμπόδιζε την τροχαία κίνηση και συνηθίζεται να παρκάρουν οχήματα. Άλλωστε αν εμπόδιζε οποιονδήποτε μπορούσε να μετακινηθεί και να ειδοποιήσει σχετικά τη ΜΚ.1. Συνεπώς και δεν είχε λόγο να αναφέρει στην ΜΚ.1 να βιαστεί. Η δια ζώσης αναφορά της ότι άκουσε δυο θορύβους δεν αντιφάσκει με τα όσα ανέφερε στην κατάθεση της για το ότι άκουσε στοπερ και το κτύπημα. Αυτοί ήταν προφανώς οι δυο θόρυβοι που άκουσε. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει αντίφαση στα λεγόμενα της ως προς το χρόνο που παρήλθε από τη στιγμή που κατέβηκε η ΜΚ.1 από το όχημα μέχρι τη σύγκρουση. Οι φράσεις «Λίγα δευτερόλεπτα…» και «μετά από κάποιο χρονικό διάστημα…» δεν είναι τόσο αντίθετες που να υποδηλώνουν προσπάθεια ανασκευής των λεγομένων της ως εισηγείται ο κος Χατζηνεοφύτου. Σε κάθε περίπτωση, η ίδια, δεν είδε πως ακριβώς έγινε το δυστύχημα, εφόσον, ως η ίδια δέχθηκε, μάλλον η προσοχή της ήταν στραμμένη αλλού.

 

Ως προς τη θέση της ότι είχε ακόμα φως ημέρας όταν έγινε το δυστύχημα αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ενόψει του ότι ούτε αυτή η μάρτυρας ήταν βέβαιη για το ζήτημα της ώρας ούτε και για το πόσο χρόνο έκανε το ασθενοφόρο να φθάσει στη σκηνή. Όπως αναφέρθηκε και για την ΜΚ.1 αντιφάσκει με το τεκμήριο 14 και με τα όσα ανέφερε ο ΜΚ.3

 

Με εξαίρεση το πιο πάνω σημείο αποδέχομαι τη μαρτυρία της

 

Στρέφομαι τώρα στον εξεταστή της υπόθεσης, ΜΚ.3. Κατ’ αρχήν αναφέρω ότι τα προσόντα του μάρτυρα δεν αμφισβητήθηκαν από την υπεράσπιση. Αποδέχομαι συνεπώς ότι είναι δεόντως καταρτισμένος στην ετοιμασία σχεδιαγραφημάτων τροχαίων συγκρούσεων. Άφησε επίσης θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και δεν έχω οποιαδήποτε αμφιβολία ότι διερεύνησε την υπόθεση με αμεροληψία. Έλαβε τις απαραίτητες μετρήσεις και αποτύπωσε όσο το δυνατόν καλύτερα τη σκηνή του δυστυχήματος λαμβάνοντας και σχετικές φωτογραφίες. Το μόνο ουσιαστικά σημείο το οποίο αμφισβητήθηκε από τα όσα κατέθεσε ήταν ο καθορισμός του σημείου σύγκρουσης.

 

Με ειλικρίνεια κατέθεσε ότι δεν μπόρεσε να μετρήσει τη διαγώνια απόσταση την οποία διέσχισε η παραπονούμενη διασταυρώνοντας τη λωρίδα κυκλοφορίας που κινείτο ο κατηγορούμενος εφόσον αυτή βρισκόταν νοσηλευόμενη στο Γ.Ν Πάφου και συνεπώς δεν μπορούσε να του υποδείξει το σημείο από το οποίο διασταύρωσε. Ήταν επίσης ειλικρινής ως προς το ότι η αναπαράσταση του δυστυχήματος δεν έγινε υπό τις ίδιες συνθήκες και πως ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς υπολογισμού της ορατότητας του κατηγορούμενου. Η απόσταση αυτή (περίπου 40 μέτρα) έγινε αποδεκτή και από τον κατηγορούμενο.

 

Επίσης δεν έχω διαπιστώσει ότι ο υπολογισμός της απόστασης του σημείου «Χ» από την αριστερή, σύμφωνα με την πορεία του κατηγορούμενου, άκρια της νησίδας ήταν λανθασμένος. Σημειώνω ότι τόσο το πλάτος του οχήματος του κατηγορούμενου όσο και των σταθμευμένων οχημάτων υπολογίστηκε κατά προσέγγιση. Η θέση του μάρτυρα ότι ο κατηγορούμενος στο ύψος του σημείου σύγκρουσης κινείτο πολύ πλησίον των σταθμευμένων οχημάτων ενοικιάσεως επιβεβαιώνεται και από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν τεκμήριο 13. Παραπέμπω συγκεκριμένα στις υπ’ αρ.2, αρ.4, αρ.12 και αρ.22 οι οποίες απεικονίζουν την τελική θέση του οχήματος. Υπενθυμίζω ότι ως ανέφερε ο εξεταστής το πλάτος του δρόμου είναι μεγαλύτερο στη θέση αυτή ενώ στο ύψος του σημείου σύγκρουσης (περίπου 10 μέτρα πιο πίσω) είναι στενότερο. Την ίδια ώρα καταρρίπτουν και την εκδοχή της υπεράσπισης ότι η σύγκρουση έγινε πολύ πλησιέστερα στη διαχωριστική της λεωφόρου νησίδα. Εξάλλου ο κατηγορούμενος ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι οδηγούσε πλησίον της νησίδας και κατέληξε στην τελική του θέση λόγω στροφής του οχήματος του αριστερότερα. Με το σημείο σύγκρουσης συμφώνησε άλλωστε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος ο οποίος θα είχε κάθε λόγο να επιμένει ότι η σύγκρουση έγινε όπως ήταν η υποβληθείσα θέση της υπεράσπισης.

 

Σε ό,τι αφορά τώρα το ύψος επί του δρόμου στο οποίο τοποθετήθηκε το σημείο σύγκρουσης, η πλευρά της Υπεράσπισης εισηγείται ότι αυτό είναι λανθασμένο επί τω ότι δεν σημειώθηκαν επί του σχεδιαγράμματος θραύσματα από τον ανεμοθώρακα που ο ΜΚ.3 έλαβε υπόψη ενώ ακόμα και να υπήρχαν πράγματι επί του εδάφους αυτά έπεσαν μετά την σύγκρουση της πεζής και επομένως ήταν πιο πίσω από το σημείο σύγκρουσης. Την ίδια ώρα λανθασμένα έλαβε υπόψη του ότι ο κατηγορούμενος πρώτα εφάρμοσε τα φρένα του οχήματος του και μετά χτύπησε την ΜΚ.1 ενώ στην πραγματικότητα ο πρώτος ανέφερε το αντίστροφο.

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, φαίνεται πράγματι μια διάσταση στο τι έλαβε ακριβώς υπόψη του ο εξεταστής σε σχέση με τον παράγοντα αυτό. Στην κατάθεση του ο κατηγορούμενος αναφέρει ότι είδε μια σκιά την τελευταία στιγμή και όταν την χτύπησε κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος. Στη συνέχεια αναφέρει ότι αμέσως πάτησε στόπερ. Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΚ.3 ανέφερε ότι του είχε πει πως «είχε πατήσει τα φρένα και μετά κτύπησε της πεζής[16]» κάτι που επανέλαβε και στην αντεξέταση του[17], όπου σε άλλο σημείο δέχθηκε ότι η θέση του κατηγορούμενου ήταν ότι πρώτα κτύπησε την πεζή και μετά φρέναρε[18]. Όπως εξήγησε όμως ο μάρτυρας, το γεγονός ότι αυτή ήταν η τελική θέση του κατηγορούμενου δεν ισοδυναμούσε με αποδοχή της, λόγω ακριβώς της θέσης που βρήκε τα γυαλιά του ανεμοθώρακα και εφόσον από τη στιγμή που χρησιμοποιούνται τα φρένα υπάρχει κάποια καθυστέρηση στη δημιουργία ιχνών τροχοπέδησης επί της ασφάλτου θέση που δεν έτυχε αμφισβήτησης ούτε από τον ΜΥ.1[19].

 

Στο σκέλος που αφορά την τοποθέτηση των γυαλιών επί του σχεδιαγράμματος ήταν όντως παράλειψη του εξεταστή να το σημειώσει επ’ αυτού. Η παράλειψη όμως αυτή δεν θεωρώ ότι είναι τέτοια που να επηρεάζει την αξιοπιστία του Μ.Κ.3. Άλλωστε είναι κοινά αποδεκτό ότι ο ανεμοθώρακας του οχήματος υπέστηκε ζημιά από το κτύπημα του κεφαλιού της πεζής επ’ αυτού και μάλιστα με σφοδρότητα εφόσον παρέμεινε σε αυτόν τούφα από τα μαλλιά της ως φαίνεται και στο τεκμήριο 13. Το δε γεγονός ότι ήταν πιθανό να είχαν πέσει στο έδαφος θραύσματα από τον ανεμοθώρακα δεν αποκλείστηκε και από τον ΜΥ.1. Έχοντας κατά νου τη συνολική θετική εικόνα που άφησε στο Δικαστήριο δεν θεωρώ ότι επρόκειτο για εσκεμμένη παράλειψη στην προσπάθεια του να βλάψει την υπόθεση του κατηγορούμενου. Αποδέχομαι συνεπώς τη θέση του ότι εντόπισε θραύσματα από τον ανεμοθώρακα του οχήματος τα οποία και έλαβε υπόψη του για τον καθορισμό του σημείου σύγκρουσης. Επίσης αποδέχομαι ότι τα θραύσματα ανευρέθηκαν λίγο πριν την δημιουργία των ιχνών τροχοπέδησης που ως αναντίλεκτα ανέφερε ο μάρτυρας αυτά διαγράφουν σε κάποια απόσταση μετά που ένας οδηγός εφαρμόζει τα φρένα του.

 

Η τοποθέτηση του σημείου σύγκρουσης είναι προφανές πως δεν έγινε με μαθηματική ακρίβεια. Όπως όμως υποδεικνύεται στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 221/18 ημερ. 26.03.2019, ECLI:CY:AD:2019:B107 με αναφορά στην Vakanas v. Thomas and Another (1982) 1 CLR 530, η προσέγγιση των δικαστηρίων σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων δεν πρέπει να είναι τέτοια που να δίνει την εντύπωση ότι προβαίνει σε μαθηματικούς υπολογισμούς ή ότι καταπιάνεται με μαθηματικές ασκήσεις. Προσθέτοντας το Ανώτατο ανέφερε πως «σε περιπτώσεις εξέτασης τροχαίων δυστυχημάτων, όπου τα γεγονότα εκτυλίσσονται ξαφνικά, χωρίς προσχεδιασμό, και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η παρούσα, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί επακριβώς ούτε το σημείο σύγκρουσης».

 

Αξιολόγηση κατηγορούμενου και ΜΥ.1

 

Ξεκινώντας από τον κατηγορούμενο θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Παρακολουθώντας τον να καταθέτει από το εδώλιο του μάρτυρα και παρατηρώντας τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του, τον τρόπο και το ύφος που μαρτύρησε, σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα.  

 

Ενώ ο μάρτυρας ανέφερε ότι υπέγραψε το σχεδιάγραμμα σε σχετική ερώτηση και με καθαρή πρόθεση να αποφύγει τις συνέπειες της πράξης του αυτής, υποστήριξε ότι δεν γνώριζε κατά πόσο αληθεύει το τεκμήριο[20] και ότι απλά το υπέγραψε επειδή έτσι του είπαν από την αστυνομία[21]. Σε άλλο δε σημείο της αντεξέτασης του υποστήριξε ότι πιθανόν να του εξηγήθηκε το σχεδιάγραμμα αλλά ο ίδιος να μην άκουγε τι του έλεγε ο αστυνομικός. Για να προβάλει αμέσως μετά τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί τα λεγόμενα του[22]. Την ίδια ώρα ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε επειδή εμπιστεύεται την αστυνομία πως προέβηκε σε σωστή καταγραφή του συμβάντος και πως ο ίδιος δεν είχε διαφορετική γνώμη από τα όσα αποτυπώθηκαν στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα (τεκμήριο 7). Αν όντως ο κατηγορούμενος είχε την άποψη ότι η κατηγορούμενη πετάχτηκε αιφνίδια μπροστά του τότε το λιγότερο που θα ανέμενα από αυτόν θα ήταν να υποδείκνυε στον ΜΚ.3 ένα διαφορετικό σημείο σύγκρουσης, και όχι να προσυπογράψει ένα σχεδιάγραμμα που φανερώνει ότι η πεζή είχε διανύσει το μισό δρόμο.

 

Στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει την απόσταση των 3,40 μέτρων που με βάση το τεκμήριο 7 κάλυψε η πεζή, ισχυρίστηκε ότι αυτή πρέπει να έτρεχε. Αυτή του η θέση όμως, δεν συνάδει με τον αρχικό του ισχυρισμό του ότι πρόβαλε αιφνίδια μπροστά του αλλά και της υποβληθείσας θέσης της υπεράσπισης ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν πλησίον της νησίδας.

 

Ο ισχυρισμός του ότι η πεζή έφερε σκούρου χρώματος ενδυμασία επίσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η μαρτυρία που δόθηκε από τις ΜΚ.1 και ΜΚ.2, ήταν ότι η πρώτη έφερε φουστάνι χρώματος λαχανί. Σύμφωνα με το Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, σελ. 1141 στο λήμμα «λαχανής -ια -ι» δίδεται η ακόλουθη ερμηνεία: «1. Αυτός που έχει το ανοιχτό πράσινο χρώμα του λαχάνου 2. λαχανί (το) το ίδιο το παραπάνω χρώμα» (υπογράμμιση και έμφαση του Δικαστηρίου). Επιβεβαιώνεται συνεπώς η θέση της παραπονούμενης ότι έφερε ανοικτόχρωμη ενδυμασία.

 

Ακόμα ένα στοιχείο που συνηγορεί στο ότι η στάση του καταδείκνυε προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών του ήταν ο ισχυρισμός του ότι λόγω του συστήματος ABS που διαθέτει το όχημα που οδηγούσε δεν θα ήταν δυνατό να αφήσει ίχνη τροχοπέδησης στο δρόμο. Αυτή του η θέση όμως ανατράπηκε από τον ΜΥ.1, τον οποίο για τους λόγους που θα εξηγηθούν αμέσως μετά αποδέχομαι ως εμπειρογνώμονα, ο οποίος και ανέφερε ότι διαγράφονται ίχνη αν και όχι τόσο έντονα. Παράλληλα επιβεβαιώνεται ο ΜΚ.3 ότι τα ίχνη που εντόπισε ήταν αμυδρώς εμφανή. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν μπορώ να στηριχθώ στα λεγόμενα του κατηγορούμενου για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς τα επίδικα γεγονότα.

 

ΜΥ.1

 

            Στρέφομαι τώρα στον μοναδικό μάρτυρα υπεράσπισης. Δεδομένου ότι έχουν αμφισβητηθεί τα προσόντα του, εξετάζω πρώτιστα κατά πόσο ο εν λόγω μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας για διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων, έχοντας πάντα κατά μου τις νομολογιακές αρχές τις οποίες έχω εκθέσει πιο πάνω.

 

Εξετάζοντας με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΥ.1, καθώς και το σύνολο των πιστοποιητικών και εγγράφων που έχει προσκομίσει (μέρος τεκμηρίου 15 στις σελ. 17 με 21) έχω πειστεί ότι ο μάρτυρας κατέχει τα προσόντα, τις γνώσεις και την εμπειρία στην διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων. Ο μάρτυρας είναι κάτοχος πανεπιστημιακού πτυχίου στη μηχανική αυτοκινήτων (automotive engineering) του Πανεπιστημίου του Sunderland του Ηνωμένου Βασιλείου και κάτοχος πιστοποιητικού με την ιδιότητα του ειδικού (expert) του κυπριακού συνδέσμου μηχανικών αυτοκινήτων. Επίσης είναι μέλος του ευρωπαϊκού συνδέσμου για διερεύνηση και ανάλυση τροχαίων ατυχημάτων (σελ.19) από την 05.10.2022 και η σχετική βεβαίωση αποκτήθηκε ως ανέφερε μετά που παρακολούθησε σειρά μαθημάτων και σεμιναρίων. Στο συμπέρασμα μου αυτό έλαβα επίσης υπόψη μου ότι ο μάρτυρας από το 2006 μέχρι το 2018 εργαζόταν σε ασφαλιστική εταιρεία. Συνεπώς προσεγγίζω τη μαρτυρία του ως η νομολογία επιτάσσει.

 

Όπως ο ίδιος ο μάρτυρας έχει δεχθεί δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε δικό του εύρημα από την διερεύνηση του δυστυχήματος και η έκθεση του βασίστηκε αποκλειστικά στο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και στα επιτόπου ευρήματα του ΜΚ.3. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ίδιος «το μόνο που έκανα στην έκθεση μου ήταν να εφαρμόσω τύπους, μαθηματικά και βιβλιογραφία για να δω, εάν συνάδουν οι αριθμοί»[23]. Ουσιαστικά η μαρτυρία του επικεντρώθηκε αφενός στο να καταδείξει ότι ο καθορισμός του σημείου σύγκρουσης ήταν λανθασμένος και αφετέρου στο ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία – λόγω πλημμελούς διερεύνησης – προκειμένου να καταδειχθεί τυχόν αμέλεια του κατηγορούμενου. Παράλληλα διατύπωσε την εκτίμηση ότι το σημείο σύγκρουσης πρέπει να ήταν περίπου 12 με 15 μέτρα πιο πίσω και στο ύψος του σημείου που σταμάτησε η ΜΚ.2.

 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν έχω οποιοδήποτε λόγο να μην αποδεχθώ τους υπολογισμούς του σε σχέση με την ταχύτητα του κατηγορούμενου, το λογικό χρόνο αντίδρασης σε μη αναμενόμενο κίνδυνο καθώς και το ρυθμό (ταχύτητα) βάδισης της πεζής. Τα παραπάνω στοιχεία πλαισιώνονται επαρκώς από αναφορά σε σχετική βιβλιογραφία που επισυνάπτεται στην έκθεση του. Αποδέχομαι επίσης το συντελεστή τριβή στον οποίο κατέληξε (0,7) έχοντας εξηγήσει πειστικά ότι είναι ο μέσος συντελεστής μιας συνηθισμένης επιφάνειας δρόμου. Ωστόσο, και ειδικότερα με αναφορά το ρυθμό βάδισης της πεζής, επισημαίνω ότι πρόκειται για μια μέση ένδειξη σε ένα αρκετά ευρύ φάσμα ηλικίας (31 εώς 60 ετών). Το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια, ως προελέχθη, να παρατηρήσει τον τρόπο βαδίσματος της παραπονούμενης και συνεπώς να βασιστεί στον προσωπικό της ρυθμό με τον οποίο βάδιζε.

 

Ο μάρτυρας δεν έχει πείσει το Δικαστήριο ως προς τη θέση του, για το λανθασμένο της τοποθέτησης του σημείου σύγκρουσης. Τούτο καθότι κανένα στοιχείο ή μαρτυρία δεν υφίστατο στην απόσταση των 12 με 15 μέτρων βορειότερα και πλησίον του σταθμευμένου οχήματος που οδηγούσε η ΜΚ.2 ως και ο ίδιος ο ΜΥ.1 δέχθηκε[24]. Το σημείο σύγκρουσης που καθορίστηκε κατά προσέγγιση από τον ΜΚ.3, ως έχω αποδεχθεί, τοποθετήθηκε στη βάση ανεύρεσης πολύ μικρών γυαλιών από τον ανεμοθώρακα του οχήματος αλλά και των ιχνών τροχοπέδησης που αυτό άφησε. Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση πως τα γυαλιά αυτά θα έπρεπε να είχαν εκτιναχθεί ως εκ της μάζας τους σε κάποια απόσταση εφόσον  αυτά ήταν πολύ μικρά κομματάκια. Άλλωστε τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ.3 προκειμένου να τοποθετηθεί. Αν πράγματι ο κατηγορούμενος κτύπησε πρώτα την πεζή και μετά εφάρμοσε τα φρένα του, δέχομαι ότι αυτή η σύγκρουση θα είχε συμβεί 12 με 15 περίπου μέτρα πιο πίσω από το σημειωθέν επί του σχεδιαγράμματος σημείου «Χ» στη βάση των υπολογισμών του ΜΥ.1 και της αρχής της απόστασης σκέψης. Σε τέτοια όμως περίπτωση αφενός η σύγκρουση θα ήταν προ του σταθμευμένου οχήματος της ΜΚ.2 κάτι που αντιστρατεύεται το κοινά αποδεκτό γεγονός ότι η παραπονούμενη διασταύρωσε πίσω από το εν λόγω όχημα και αφετέρου θα ανέμενα τον κατηγορούμενο να δήλωνε το γεγονός αυτό στον ΜΚ.3 κατά τον ουσιώδη χρόνο, και να υφίστατο σχετική σημείωση επί του σχεδίου. Ή τουλάχιστον να έκανε κάποια αναφορά στην κατάθεση του. Άλλωστε η εκδοχή αυτή καταρρίπτεται και από τη μαρτυρία της ΜΚ.2 η οποία ανέφερε ότι άκουσε δυο δυνατούς θορύβους δηλαδή τον ήχο του φρεναρίσματος και (κατόπιν) το χτύπημα. Επιπλέον ουδέποτε ο κατηγορούμενος έκανε οποιαδήποτε αναφορά ότι μετέφερε το σώμα της ΜΚ.1 σε κάποια απόσταση μέχρι να ακινητοποιήσει το όχημα του. Αντίθετα ανέφερε ότι μετά που την κτύπησε έπεσε μπροστά στο έδαφος. Η θέση πως ένα σώμα εκτινάσσεται όταν κτυπηθεί μετά από φρενάρισμα ουδέποτε τέθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας. Λόγω και της γενικότητας με την οποία διατυπώθηκε δεν μπορώ να την αποδεχθώ.

 

Ως προς τον ισχυρισμό του ότι η παραπονούμενη παρέλειψε να ελέγξει το δρόμο ένεκα του ότι κατάγεται από τη Ρωσία, όπου η οδήγηση γίνεται στη δεξιά πλευρά, θεωρώ ότι προβλήθηκε καθαρά για να βοηθήσει την εκδοχή του κατηγορούμενου για αιφνίδια είσοδο της ΜΚ.1 στο δρόμο. Τέτοια όμως εκδοχή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο για τους λόγους που παρατέθηκαν κατά την αξιολόγηση του κατηγορούμενου αλλά και του ΜΚ.3. Είναι μεν βάσιμη η εξήγηση ότι κάποιο πρόσωπο που μεταβαίνει σε ξένη χώρα να κοιτάξει αρχικά στη λανθασμένη κατεύθυνση για να ελέγξει το δρόμο, τούτο όμως δεν εξυπακούει ότι αυτόματα θα αρχίσει να διασταυρώνει και χωρίς να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλές να το πράξει. Συν τοις άλλοις ως ανέφερε η ΜΚ.1 δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Κύπρο για διακοπές αλλά η πέμπτη και συνεπώς ήταν σε γνώση της για τον τρόπο οδήγησης στη χώρα μας. Παρομοίως δεν μπορώ να αποδεχθώ τη θέση του ότι δεν μπορεί να ήταν σίγουρη η ΜΚ.1 για το σημείο από το οποίο ξεκίνησε να διασταυρώνει. Πρόκειται για αόριστη και γενική θέση και η οποία επίσης θεωρώ ότι προβλήθηκε για να βοηθήσει την υπόθεση του κατηγορούμενου.

 

Τελικά Ευρήματα

 

Συμπληρωματικά των ευρημάτων μου στη βάση των κοινά παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, καθώς και των όσων έγιναν αποδεκτά από πλευράς μαρτύρων και της πραγματικής μαρτυρίας καταλήγω στα τελικά ευρήματα:

 

Την 02.07.2019 η ΜΚ.2 στάθμευσε το όχημα της επί της λεωφόρου Μελίνας Μερκούρη με αυτό να έχει βόρεια φορά. Στο σημείο που στάθμευσε απαγορευόταν η στάση και η στάθμευση, όμως ο συγκεκριμένος χώρος χρησιμοποιείτο για στάθμευση και έμπροσθεν της ΜΚ.2 υπήρχε ακόμα ένα όχημα σταθμευμένο. Από το όχημα κατέβηκε η ΜΚ.1 η οποία καθόταν στη θέση του συνοδηγού και αφού κινήθηκε πίσω από το αναφερόμενο όχημα περπάτησε νότια, κάποια απόσταση. Σε κάποιο σημείο και αφού βρισκόταν επί της κτιστής νησίδας που διαχώριζε τις δυο λωρίδες της υπό αναφορά λεωφόρου, έλεγξε το δρόμο κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά. Αφού δεν εντόπισε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο ξεκίνησε να διασταυρώνει διαγώνια.

 

Στην προσπάθεια της αυτή, και ενόσω βρισκόταν στο μέσο του δρόμου κτυπήθηκε από το όχημα ταξί που οδηγούσε ο κατηγορούμενος με αριθμό εγγραφής KPG 292. Συγκεκριμένα το όχημα του κατηγορούμενου χτύπησε την πεζή με το αριστερό μέρος του δεξιού της φαναριού περίπου στη μέση της και αμέσως μετά το κεφάλι της χτύπησε με τον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου

 

Από τη σύγκρουση έσπασε το δεξιό φανάρι του ταξί ενώ επίσης θρυμματίστηκε το δεξιό μέρος του ανεμοθώρακα από τον οποίο πολύ μικρά κομμάτια γυαλιού εντοπίστηκαν στην άσφαλτο. Αυτά δεν σημειώθηκαν στο σχεδιάγραμμα αλλά ήταν ορατά με τη χρήση φακού. Δεν εντοπίστηκε στη σκηνή οτιδήποτε άλλο από το όχημα, όπως για παράδειγμα το σπασμένο κομμάτι του δεξιού φαναριού.

 

Ο κατηγορούμενος οδηγούσε με ταχύτητα 40,46 ΧΑΩ και αντιλήφθηκε την πεζή από απόσταση περίπου 12 με 15 μέτρων οπόταν και αντέδρασε χρησιμοποιώντας τα φρένα του. Ο χρόνος αντίδρασης του ήταν στα 1,4 δευτερόλεπτα, ενώ με  βάση την ταχύτητα που οδηγούσε κάλυπτε απόσταση περίπου 11,25 μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Τα ίχνη τροχοπέδησης διαγράφηκαν επί της ασφάλτου 40 περίπου εκατοστά μετά που κτυπήθηκε η πεζή.

 

Η σύγκρουση έγινε στο μέσο περίπου της λωρίδας που κινείτο ο κατηγορούμενος και σε απόσταση περίπου 3,40 μέτρων από την άκρη της διαχωριστικής νησίδας. Με βάση το ρυθμό βάδισης που κινείτο η ΜΚ.1, αν διασταύρωνε κάθετα την υπό αναφορά απόσταση θα χρειαζόταν περίπου 3 δευτερόλεπτα. Επειδή όμως κινείτο διαγώνια, η παρουσία της στο δρόμο ήταν μεγαλύτερης διάρκειας.

 

Το όχημα του παρέμεινε στην τελική του θέση μέχρι που κατέφθασε το ασθενοφόρο και η αστυνομία και βρισκόταν κεντρικά και αριστερά της λωρίδας που οδηγούσε νότια ήτοι πλησιέστερα προς τα παρακείμενα σταθμευμένα οχήματα ενοικιάσεως. Συγκεκριμένα ο μπροστινός δεξιός του τροχός ήταν 3,37 μέτρα από την άκρια της νησίδας. Το δυστύχημα επεσυνέβει νύχτα και δεν υπήρχε φως μέρας. Η ορατότητα του ήταν περίπου 40 μέτρα, με τα φώτα πορείας του αναμμένα στην κανονική στάση. Μετά που ο κατηγορούμενος κτύπησε την πεζή αυτή έπεσε μπροστά από το αυτοκίνητο στην άσφαλτο.

 

Νομική Πτυχή

 

            Ως προς την κατηγορία που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη σχετικά είναι τα ακόλουθα:

 

            Το άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 αναφέρει ότι οποιοσδήποτε οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιανδήποτε οδό χωρίς να καταβάλλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή χωρίς να επιδεικνύει εύλογη μέριμνα για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την οδό, είναι ένοχος αδικήματος.

 

            Το τι συνιστά αμέλεια έχει επανειλημμένα κριθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου. Στην Παύλου ν. Αστυνομίας, (1998) 2 ΑΑΔ 68 αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελίδα 73:

 

«Η οδήγηση εξυπακούει την εξάσκηση προσήκουσας προσοχής. Το ερώτημα που εγείρεται σε περιπτώσεις αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του Νόμου 86/72 είναι κατά πόσο ο οδηγός εκπλήρωσε την υποχρέωση εξάσκησης λογικής φροντίδας και προσοχής για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι αντικειμενικό και οι παράμετροι του αναφέρονται στη συμπεριφορά ενός συνετού και σώφρονα και όχι του τέλειου οδηγού. (Ιδε Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1982)1 Α.Α.Δ. 585, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202)».

 

Το καθήκον φροντίδας και μέριμνας (duty of care) οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού. Τα συστατικά στοιχεία της αμέλειας είναι τα ίδια στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο. Το τι διαφέρει είναι το βάρος της αποδείξεως.

 

Η αμέλεια είναι συνυφασμένη με το χρόνο, τόπο και άλλες συνθήκες. Έτσι, ένας συγκεκριμένος τρόπος οδήγησης μπορεί υπό συγκεκριμένες περιστάσεις να κριθεί ως ο τρόπος οδήγησης ενός μέσου λογικού και ικανού οδηγού, ενώ ο ίδιος τρόπος οδήγησης υπό διαφορετικές περιστάσεις να μην συνιστά τέτοιο τρόπο οδήγησης και να θεωρηθεί ως αμελής. Η αμελής οδήγηση ευκολότερα αναγνωρίζεται παρά καθορίζεται. Επιπλέον η εμπειρία ή απειρία ενός οδηγού είναι άνευ σημασίας εφόσον το ίδιο επίπεδο επιμέλειας θα πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαιρέτως σε όλους τους οδηγούς είτε όταν ο τρόπος οδήγησης είναι εσκεμμένος είτε ως αποτέλεσμα λανθασμένης εκτίμησης της κατάστασης. Όπως λέχθηκε στην McCrone v Riding [1938] 1 All ER 157, 102 JP 10:

 

'That standard of care required to be exercised by a driver is an objective standard, impersonal and universal, fixed in relation to the safety of other users of the highway. It is in no way related to the degree of proficiency or degree of experience attained by the individual driver.  

 

Όπως προκύπτει περαιτέρω από τη νομολογία, ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις. Έλλειψη άσκησης προσήκουσας προσοχής καταδεικνύει αμέλεια και στοιχειοθετεί το εν λόγω αδίκημα. Πρόκειται για ζήτημα πραγματικό και το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (χρόνο, τόπο και συνθήκες). Παράλειψη δε, να δει κανείς ότι απλά είναι ορατό ή όπου η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αντιληπτή και ο οδηγός παραλείπει να λάβει μέτρα προφύλαξης αποτελούν αμέλεια. Η πρόβλεψη συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες και τη λογική συνέπεια και δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας από άλλους οδηγούς. Θα πρέπει να υπάρξει εκδήλωση του κινδύνου στο δρόμο για την αποφυγή του οποίου ο συνετός οδηγός πρέπει να ενεργήσει[25]. Κίνδυνος μπορεί να προκύψει αφότου ο πεζός αποπειράται να διασταυρώσει το δρόμο[26]. Το καθήκον επισκόπησης του δρόμου όχι μόνο μπροστά αλλά και προς τις δύο πλευρές, βαρύνει σε κάθε περίπτωση όλους τους οδηγούς οχημάτων (βλ. Helmold ν. Μιχαηλίδου (2011) 1 ΑΑΔ 2125, ημερ. 16.12.2011).

 

Το δικαίωμα του πεζού στη χρήση του δρόμου είναι το ίδιο με εκείνο του οδηγού μηχανοκινήτου οχήματος. Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής που αναμένεται από πεζό όταν διασταυρώνει για τη δική του ασφάλεια, είναι αυτή του μέσου λογικού ανθρώπου. Βαρύνεται με την υποχρέωση να κινείται με την συνεχή προσοχή του στραμμένη στο δρόμο[27].

 

Βάρος Απόδειξης

 

Στις ποινικές υποθέσεις αποτελεί πάγια αρχή ότι το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα αρχή και η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη[28] . Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη, αλλά και σαφής[29]. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας[30].

 

Για να αποδειχθεί η κατηγορία αμελούς οδήγησης η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος α) οδηγούσε β) μηχανοκίνητο όχημα γ) σε δρόμο και δ) ότι το επίπεδο οδήγησης υπολείπετο αυτό του μέσου συνετού και ικανού οδηγού υπό τις περιστάσεις.

 

Συμπεράσματα Δικαστηρίου

 

  Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω ευρήματα πραγματικών γεγονότων και την νομική πτυχή, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η Κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Δεν υπάρχει ασφαλώς οποιαδήποτε αμφιβολία ότι έχουν αποδειχθεί τα τρία από τα τέσσερα συστατικά στοιχεία για την επίδικη κατηγορία. Δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε, μηχανοκίνητο όχημα, σε δρόμο, ενώ καμία μηχανική βλάβη δεν υπήρχε σε αυτό.

 

Περαιτέρω, έχει προκύψει ότι η ΜΚ.1 δεν ξεκίνησε να διασταυρώνει πίσω από το όχημα της ΜΚ.2, ως ήταν η θέση της υπεράσπισης, αλλά απομακρύνθηκε νοτιότερα τούτου και σύμφωνα με το σημείο σύγκρουσης που έχω κάνει αποδεκτό ως το κατά προσέγγιση ορθό φαίνεται να κτυπήθηκε στη μέση του δρόμου. Επιπλέον επί της νησίδας, ως προκύπτει από το σετ φωτογραφιών (τεκμήριο 13) δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε άλλες κατασκευές ή φυτά που να εμποδίζουν την ορατότητα της. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα να εξήλθε αιφνίδια από τη νησίδα. Πέραν τούτων, αν και η σύγκρουση έγινε όταν είχε νυχτώσει, η ΜΚ.1 έφερε ανοιχτόχρωμη ενδυμασία (λαχανί φόρεμα) κάτι το οποίο την έκανε ευκολότερα ορατή. Δεν μου διαφεύγει ότι πρόσωπο γενικά που βρίσκεται επί πεζοδρομίου (εν προκειμένω νησίδας) δεν αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο για ένα οδηγό εντός της ασφάλτου παρά μόνο όταν το εν λόγω πρόσωπο πράξει με τρόπο που δεικνύει την πρόθεση του να εισέλθει εντός της ασφάλτου (βλ. Σιλβέστρου v. Aστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ σελ. 151και Murrel v. Aστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 217). Στην προκειμένη όμως περίπτωση η ΜΚ.1, όπως έχω αποδεχθεί, μετά που η ΜΚ.1 απομακρύνθηκε από το όχημα της ΜΚ.2 αφού περπάτησε μερικά δευτερόλεπτα σύμφωνα με τη αποδεχτή μαρτυρία της τελευταίας. Όταν ανέβηκε στο σημείο που υπέδειξε στη νησίδα, κοίταξε δεξιά και αριστερά προτού ξεκινήσει να διασταυρώνει και δεν εντόπισε οποιοδήποτε όχημα επί του δρόμου σε απόσταση πέραν των 40 μέτρων. Από τη στιγμή που άρχιζε να ελέγχει το δρόμο, βρισκόμενη επί της νησίδας εκκινούσε και η απόπειρα της να διασταυρώσει και που όφειλε ο κατηγορούμενος να λάβει αποτρεπτικά μέτρα (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας ανωτέρω). Έστω λοιπόν και αν θεωρήσω ότι η απόσταση του οχήματος ήταν ακριβώς στα 40 μέτρα όταν η πεζή ξεκίνησε να διασταυρώνει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΜΥ.1, είχε στη διάθεση του επαρκή χρόνο να αντιδράσει υπολογιζόμενου και του χρόνου σκέψης απόστασης με βάση την ταχύτητα του (40,46χαω). Με δεδομένο ότι πεζή διασταύρωνε διαγώνια και έχοντας υπόψη μου το ρυθμό βαδίσματος της όταν κλήθηκε να το πράξει ενώπιον του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το ότι διενέργησε 7 περίπου βήματα είναι συμβατό με την κοινή λογική να θεωρηθεί ότι η παρουσία της εντός του δρόμου ήταν κατά τουλάχιστον 3 επιπλέον δευτερόλεπτα από τα τρία που θα χρειαζόταν να διασταυρώσει κάθετα. Συνεπώς αυτή θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτή από τη στιγμή που εκδήλωσε την πρόθεση της να διασταυρώσει (κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά) και όχι βέβαια όταν είχε φθάσει στο μέσο της λωρίδας (βλ. Κυριάκος Αργυρού v. Aστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ.378)

 

Ως προς το ζήτημα της ταχύτητας, ως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Δημητρίου κ.α ν. Χαραλάμπους (1992) 1Β ΑΑΔ 756 (υπογράμμιση δική μου), «Ποία ταχύτητα είναι ασφαλής αποτελεί στοιχείο που συναρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις και συνθήκες που επικρατούν και που αφορούν στις τοπικές ρυθμίσεις για την τροχαία και στην κατά τον ουσιώδη χρόνο γενική κίνηση στο δρόμο». Η οδήγηση κατά τη διάρκεια της νύκτας, και μάλιστα υπό μηδαμινό φωτισμό όπως η παρούσα περίπτωση, επιβαρύνει τον οδηγό με το καθήκον όπως οδηγεί με τρόπο που να μπορεί να αντιληφθεί έγκαιρα οποιοδήποτε πιθανό εμπόδιο ή ακόμα και πεζούς, η παρουσία των οποίων εύλογα θα μπορούσε να προβλεφθεί στο συγκεκριμένο δρόμο κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το δυστύχημα, ως άλλωστε δέχθηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Στην υπόθεση Savva and others v. Mylona (1958) 23 C.L.R. 167, 210, διατυπώθηκε η αρχή πως ένας οδηγός κατά τη νύκτα πρέπει πάντοτε να είναι σε θέση να σταματήσει μέσα στα όρια των φώτων του, ("at night driving a driver must be able to pull up within limits of his light"). Στη Vakanas v. Thomas a.a (1982) 1 ΑΑΔ, 530, όμως, ο Δικαστής Πικής, όπως ήταν τότε, τόνισε ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται στη βάση της κοινής λογικής, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να εναποτίθεται τέτοιο βάρος ευθύνης στους ώμους ενός οδηγού ώστε να μπορεί να προβλέπει την οποιαδήποτε πιθανότητα κινδύνου. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα για το σε ποια στάση θα πρέπει να βρίσκονται τα φώτα πορείας δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη ή κανονισμό για τη λειτουργία τους στη ψηλή στάση εντός των ορίων της πόλης. Μπορούσε συνεπώς να το πράξει εφόσον δεν υπήρχε άλλο όχημα μπροστά του και κανένα άλλο όχημα δεν ερχόταν από την αντίθετη λωρίδα ως δέχθηκε και ο ίδιος. Αυτό θα του επέτρεπε να αντιληφθεί ακόμα ενωρίτερα την πεζή. Εφόσον όμως ο κατηγορούμενος επέλεξε να έχει τα φώτα πορείας του στην κανονική στάση όφειλε να προσαρμόσει την ταχύτητα του στις συνθήκες που επικρατούσαν. Στην υπόθεση Telemachou v. Papakyriacou 1986 1 CLR 705, λέχθηκε ότι εφόσον επέλεξε ο εκεί εναγόμενος, να οδηγήσει με τα φώτα πορείας του στη χαμηλή στάση, όφειλε να οδηγεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει ένα ξαφνικό κίνδυνο. Κρίθηκε στην εν λόγω υπόθεση ότι η στάση που είχε τα φώτα του δεν του επέτρεπαν τέτοια ορατότητα ώστε να σταματήσει εγκαίρως ή δεν κοίταξε προσεκτικά ώστε να αντιληφθεί τι υπήρχε έμπροσθεν του. Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην Mylordis v. The Police (1981) 2 C.L.R. 219.

 

Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, δεν μπορώ παρά να καταλήξω σε συμπέρασμα πως σαφώς ο κατηγορούμενος φέρει ευθύνη για το δυστύχημα, εφόσον όφειλε να είχε αντιληφθεί ενωρίτερα την παρουσία της πεζής στο δρόμο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση την αντιλήφθηκε μόλις στα 12 με 15 περίπου μέτρα. Το χρονικό διάστημα αντίδρασης του στην απόσταση αυτή (thinking distance), είτε η πεζή διασταύρωνε διαγώνια είτε ευθεία, δεν του επέτρεπε να αντιδράσει έγκαιρα με αποτέλεσμα να επέλθει η σύγκρουση. Είναι προφανές ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά περίπτωση απότομης εισόδου πεζού στο δρόμο όπου δεν παρέχεται η δυνατότητα αντίδρασης και αποφυγής του δυστυχήματος. Ο κατηγορούμενος ολιγώρησε αδικαιολόγητα και εφάρμοσε τα φρένα του όταν πλέον είχε προσεγγίσει σε τέτοια απόσταση την πεζή που η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη (βλ. Αργυρού v. Αστυνομίας ανωτέρω). Σε αυτήν ακριβώς την παράλειψη έγκειται το σφάλμα του κατηγορούμενου, η πτώση του από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού.

 

Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να επισημάνω ότι η επιλογή της πεζής να κινείται διαγώνια και αντίθετα με το ρεύμα κυκλοφορίας, ως η πορεία του κατηγορούμενου, αποτελούσε και από μέρους της αμέλεια. Αν επέλεγε να διασταύρωνε κάθετα τότε θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη προσοχή στο δρόμο και ενδεχόμενα να  αντιλαμβανόταν έγκαιρα τον επερχόμενο κίνδυνο. Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι για την διάγνωση της ποινικής ευθύνης του  κατηγορούμενου έστω και μικρού βαθμού αμέλεια είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη (βλ. Λουκά ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 187/18, ημερ. 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B375).

 

Κατάληξη

 

Στη βάση των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

                                                                                   (Υπ.).......................................

                                                                                                 Μ. Μυτίδης, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 

SubjectCriminal/Final

Αναφορά: Αμελή οδήγηση – Σύγκρουση με πεζό – διαγώνια διασταύρωση  



[1] Βλ. Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.α (2009) 1 Α.Α.Δ. 288

[2] Βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1998) 1 ΑΑΔ 263, και Γενικός Εισαγγελεας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207

[3] Βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454

[4] Βλ. Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Χαριδήμου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2290, και Μελεκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832

[5] Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 AAΔ 1056

[6] Βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298 και Κίτση ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1077

[7] Βλ. Πιττάλης v. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814

[8] Βλ. Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1Β Α.Α.Δ. 967

[9] Βλ. Μιτσιγιώργη και Άλλος ν Αδελφών Γαλάζη (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811

[10] Βλ. Νεάρχου ν Στεφανίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 351 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (ανωτέρω)

[11] Χατζηξενοφώντος Ανδρέας κ.α ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316

[12] Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 841

[13] Χρίστου v. Γεωργίου Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2013, 26/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:A403

[14] Βλ. σελ. 5 πρακτικών ημερ. 16.11.23

[15] Βλ. σελ. 13 πρακτικών ημερ. 24.11.2023

[16] Βλ. σελ 14, 27η γραμμή των πρακτικών ημερ. 24.11.23

[17] Βλ. σελ. 5 17η γραμμή των πρακτικών ημερ. 15.03.24

[18] Βλ. σελ. 7 27η γραμμή των πρακτικών ημερ. 15.03.24

[19] Βλ. σελ. 25η (τέλος) με 26η σελ. των πρακτικών ημερ. 31.05.24

[20] Βλ. σελ. 12 πρακτικών ημερ. 24.04.24

[21] Βλ. σελ. 13 πρακτικών ημερ. 24.04.24.

[22] Βλ. σε. 19 πρακτικών ημερ. 24.04.24

[23] Βλ. σελ. 12 πρακτικών ημερ. 31.05.2024 γραμμή 1

[24] Βλ. σελ 12 πρακτικών ημερ. 31.05.2025 γραμμή 29 (απάντηση στην τελευταία ερώτηση)

[25] Σιλβέστρου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 151

[26] Βλ ενδεικτικά (βλ. Murrel ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 217, Συλβέστρου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 151, Χαραλάμπους ν. Mc Gill, ECLI:CY:AD:2019:A527, Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2015, 18/12/2019).

 

[27] βλ. Ismail ν. Αντωνίου κ.α (2014) 1 ΑΑΔ 347, ημερ. 12.02.2014

[28] Βλ. Γεν. Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Σάζου (2001) 2 ΑΑΔ 18, Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71)

[29] Βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401

[30] Βλ. Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο