ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Μ. Μυτίδη, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 664/2020 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

ΣΑΒΒΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 05 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Παπαγεωργίου Μ.

Για τον Κατηγορούμενο: κος Αλεξάνδρου Α.

Κατηγορούμενος παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 7, 19 και 20Α του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 ως έχει τροποποιηθεί

 

 Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος ο κατηγορούμενος κατά την 28.08.2019 οδηγούσε το μηχανοκίνητο του όχημα με αριθμό εγγραφής [ ] αλόγιστα ή επικίνδυνα για το κοινό λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και της χρήσης της οδού ως και του όγκου της τροχαίας που υπήρχε κατά το δεδομένο χρόνο ή που εύλογα θα αναμενόταν να υπάρχει κατά τον εν λόγω χρόνο επί της οδού.  

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε δυο μάρτυρες, ήτοι τον Αστ.3782 Ν. Νικολάου (Μ.Κ.1) και τον παραπονούμενο Φίλιππο Ιγνατίου (Μ.Κ.2).  Παραθέτω συνοπτικά τη μαρτυρία τους.

 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

O MK.1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 στο Δικαστήριο γραπτή κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της υπό κρίση υπόθεσης της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει σε αυτή, στα πλαίσια διερεύνησης του υπό εξέταση αδικήματος, στις 30.08.2019 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενου την οποία στην παρουσία του και κάποιου άλλου αρνήθηκε να την υπογράψει. Όταν τον κατηγόρησε γραπτώς και αφού του επέστησε την προσοχή του στο νόμο απάντησε «Είναι ψέματα του».

 

Στο υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε την ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου ως τεκμήριο 2, ενώ ως τεκμήριο 3 κατατέθηκε η γραπτή κατηγορία του με την απάντηση που έδωσε ο κατηγορούμενος. Κληθείς να αναφέρει τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε για τη διερεύνηση της υπόθεσης ανέφερε ότι είχε ληφθεί ένα παράπονο από τον κατηγορούμενο για κάποιο περιστατικό που έγινε πλησίον της φάρμας με ζώα που αυτός διατηρεί στην περιοχή της Λάρας και στα πλαίσια λήψης καταθέσεων που έλαβαν και από τις δυο πλευρές τους αναφέρθηκε ότι σε κάποια στιγμή του υπό αναφορά περιστατικού ο κατηγορούμενος οδήγηση το αυτοκίνητο του με όπισθεν ταχύτητα με πρόθεση να κτυπήσει τον παραπονούμενο.

 

Επισκέφθηκαν το μέρος αλλά δεν θυμόταν αν ήταν με τον κατηγορούμενο. Ήταν με την εντύπωση ότι εκεί βρισκόταν ο γιος του. Πρόκειται για περιοχή που είναι πετρώδη χωράφια στην περιοχή του Ακάμα, η οποία δεν είναι προσβάσιμη από οποιοδήποτε αυτοκίνητο αλλά χρειάζεται αυτό να έχει τετρακίνηση (4χ4). 

 

Αντεξεταζόμενος από τον κο Αλεξάνδρου ανέφερε ότι το περιστατικό (κίνηση με όπισθεν) έγινε στα χωράφια αυτά. Δέχθηκε επίσης ότι η καταγγελία από τον παραπονούμενο έγινε στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης απειλής και εξύβρισης για τα οποία είχε παραπονεθεί ο κατηγορούμενος την ίδια μέρα που φέρεται να διαπράχθηκε το υπό εξέταση αδίκημα. Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν την καταγγελία την έκανε ο ίδιος ή η κόρη του εφόσον δεν ήταν καθήκον την επίμαχη ημερομηνία. Ανατρέχοντας στην κατάθεση που είχε στο φάκελο της υπόθεσης αντιλήφθηκε ότι όταν δέχθηκε την απειλή και εξύβριση ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την καταγγελία του, ανέφερε στην αστυνομία ότι επικοινώνησε με την θυγατέρα του και στη συνέχεια η αστυνομία αφίχθηκε στο μέρος μαζί της. Η κατάθεση του παραπονούμενου λήφθηκε μια μέρα μετά. Ο λόγος που λήφθηκαν οι καταθέσεις την επόμενη μέρα ήταν γιατί ο παραπονούμενος και ο κατηγορούμενος μετέβηκαν στο νοσοκομείο.

 

Η περιοχή που έγινε το περιστατικό που αφορά την παρούσα υπόθεση δεν είναι γκρεμοί ενώ δεν γνώριζε αν η μάντρα που βρισκόταν πλησίον ενοικιαζόταν από τον κατηγορούμενο. Το περιστατικό της απειλής και εξύβρισης έγινε πλησίον της μάντρας του. Στην υποβολή ότι θα έπρεπε να διερευνούσαν περαιτέρω την καταγγελία του παραπονούμενου πριν διώξουν τον πελάτη του ανέφερε ότι δεν μπορούσε να απαντήσει. Δεν πήραν καταθέσεις από τη σύζυγο του κατηγορούμενου και κάποιας άλλης γυναίκας που ήταν μαζί με τον παραπονούμενο. Κατά τη θέση του οι εξετάσεις έγιναν όσο το δυνατό καλύτερα. Ο κατηγορούμενος δεν υπέγραψε την κατάθεση του και ο λόγος που το έκανε ήταν γιατί ό,τι είχε να πει θα το έλεγε στην κατάθεση του. Αρνήθηκε ότι ο Λοχίας που βρισκόταν μαζί του κατά την ώρα λήψης κατάθεσης από τον κατηγορούμενο του ανέφερε ότι θα τον βάλει φυλακή.

 

Στη συνέχεια κατέθεσε ο παραπονούμενος. Αναγνώρισε και αυτός γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, την οποία και κατέθεσε ως Τεκμήριο 4. Πρόκειται ουσιαστικά για κατάθεση τη οποία έδωσε στα πλαίσια διερεύνησης εναντίον του υπόθεσης για τα αδικήματα της απειλής και εξύβρισης που επίσης διαπράχθηκαν την 28.08.2019. Ως αναφέρει κατά την πιο πάνω ημερομηνία βρισκόταν στη Λάρα και έβοσκε τα ζώα του. Ξεκίνησε να κατευθύνει τα ζώα του για να τα πάρει στη μάντρα του και ενώ προχωρούσε ήρθε με το αυτοκίνητο του ο κατηγορούμενος και τα τρόμαξε, με αποτέλεσμα να φύγουν προς παρακείμενο ποταμό. Ο ίδιος τα έφερε πίσω όμως ο κατηγορούμενος οδήγησε το όχημα του κατά τρόπο που να τα εμποδίζει να περάσουν από χωράφι που δεν ήταν δικό του. Τότε κατέβηκε από το δικό του όχημα για να ζητήσει το λόγο με τον κατηγορούμενο να του αναφέρει ότι δεν θέλει να περνούν τα ζώα του από τα χωράφια του. Σε απάντηση των πιο πάνω ο παραπονούμενος του ανέφερε ότι είναι τούρκικα τα χωράφια και δεν δικαιούται να τα καλλιεργεί. Τότε ο κατηγορούμενος έβαλε πισινή με το όχημα του για να τον κτυπήσει, όμως ο παραπονούμενος μετακινήθηκε με αποτέλεσμα να ρίξει το όχημα του σε θάμνο (σιηννιά). Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού κατέβηκε από το όχημα του, πήρε μια πέτρα από το έδαφος για να του την ρίξει όμως μετά από συζήτηση την άφησε κάτω και έφυγαν. Ο ίδιος δεν τον εξύβρισε ούτε τον απείλησε.

Κατά το υπόλοιπο μέρος της κυρίως εξέτασης του ανέφερε ότι στην τοποθεσία «Μεταξάς» όπου βρισκόταν έχει δυο χωράφια που ενοικιάζει. Είχε φορτώσει το όχημα του μπάλες σανό και πήρε τα ζώα του να βοσκήσουν, ακολουθώντας τα. Σε κάποιο σημείο τον περίμενε ο κατηγορούμενος με τη σύζυγο του γνωρίζοντας ότι θα περνούσε από εκεί, και τον μούνταρε με το όχημα του μέσα στη μέση να κτυπήσει τα ζώα του. Αφού έφεραν πίσω τα ζώα με την οικιακή του βοηθό που ήταν μαζί του, τότε ζήτησε το λόγο από τον κατηγορούμενο. Αυτός έβαλε πισινή για να τον κτυπήσει όμως από την αφηρημάδα του πήγε στη σιηννιά. Μαζί με τον κατηγορούμενο ήταν και η σύζυγος του. Συζήτησαν και έφυγε. Δεν θυμόταν πότε έκανε καταγγελία στην αστυνομία. Η περιοχή είναι προσβάσιμη από αυτοκίνητα.

 

Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν οδηγήθηκε στο δικαστήριο η υπόθεση για την απειλή και εξύβριση ως τον είχε καταγγείλει ο κατηγορούμενος. Εξ’ όσων θυμόταν είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης σε δυο περιπτώσεις. Ο ίδιος δεν κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία, παρά μόνο όταν τον κάλεσαν για κατάθεση είπε τα όσα έγιναν την επίμαχη ημερομηνία. Στην συνέχεια κατατέθηκε ως τεκμήριο 5 επιστολή που του αποστάλθηκε από την αστυνομία Πάφου με την οποία πληροφορείτο ο πρώην δικηγόρος του κατηγορούμενου ότι εναντίον του παραπονούμενου είχε καταχωρηθεί η ποινική υπόθεση 663/2020. Αρνήθηκε ότι εξύβρισε τον κατηγορούμενο και ανέφερε ότι ήταν κοντά και η σύζυγος του που μπορεί να το επιβεβαιώσει. Δέχθηκε ότι στο παρελθόν καταδικάστηκε δυο φορές σε πρόστιμο €800 λόγω του ότι κτύπησε τον κατηγορούμενο μετά που εκείνος είχε οδηγήσει ξανά με όχημα καταπάνω του και του είχε ρίξει πέτρα στο πρόσωπο. Αρνήθηκε ότι είπε ψέματα στην αστυνομία και ότι το Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο.

 

Όταν έγινε το περιστατικό που αφορά την παρούσα υπόθεση δεν ήταν σίγουρος αν τηλεφώνησε στην αστυνομία. Δεν είχε έρθει όμως επιτόπου εκείνη την ώρα. Το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου έμεινε στη σιηννιά και έφεραν άλλο αυτοκίνητο για να το τραβήξουν. Ο ίδιος δεν το είδε, αλλά θυμόταν τις αυλατζιές  στο χώμα από τον τροχό. Το περιστατικό έγινε δίπλα από τη μάντρα του κατηγορούμενου την οποία κατέχει παράνομα, ως ήταν η θέση του. Τα ζώα του ήταν στο δρόμο και όχι μέσα στα χωράφια του κατηγορούμενου. Υπάρχει χωμάτινος δρόμος που δημιουργήθηκε από το πέρασμα αυτοκινήτων. Ήταν η θέση του ότι ακόμα και οχήματα σαλούν μπορούν να περάσουν από το εκείνο το δρόμο και αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται. Όταν είχε κατεβεί από το όχημα του να ζητήσει το λόγο από τον κατηγορούμενο το είχε αφήσει ξεκινημένο, χωρίς ταχύτητα, και αυτό άρχισε να κινείται. Τότε έτρεξε και το σταμάτησε, όμως δεν θυμόταν αν πήγαινε μπροστά ή πίσω. Όλη την ώρα ήταν παρούσα η σύζυγος του κατηγορούμενου, το όχημα του οποίου ήταν σε απόσταση 5 με 8 μέτρα, δίπλα από το δικό του. Όταν κατέβηκε από το όχημα του μετά που το σταμάτησε δεν προσέγγισε τον κατηγορούμενο αλλά έκλεισε την πόρτα του και έμεινε εκεί. Το όχημα του κατηγορούμενου ήταν στραμμένο στην ίδια κατεύθυνση με το δικό του. Διευκρίνισε ότι η κίνηση του με όπισθεν δεν ήταν για να τον κτυπήσει αλλά για να ευθυγραμμιστεί με τον ίδιο προκειμένου να κινηθεί προς το μέρος του. Δεν θυμόταν να απαντήσει πόσο κοντά του ήρθε το όχημα του κατηγορούμενου όταν κινήθηκε για να τον κτυπήσει. Όταν κατέληξε στη σιηννά ο ίδιος έφυγε από το μέρος.

 

Αυτή ήταν η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή.

 

Το Δικαστήριο στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας απέρριψε την εισήγηση του κου Αλεξάνδρου για αθώωση και απαλλαγή του κατηγορούμενου από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως και έκρινε ότι δικαιολογείτο η κλήση του σε απολογία. Ο κατηγορούμενος επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Δεν κλήθηκαν οποιοιδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Αγορεύσεις

 

Ο κος Παπαγεωργίου καταχώρησε γραπτό κείμενο αγόρευσης το περιεχόμενο του οποίου υιοθέτησε. Αφού προβαίνει σε μια συνοπτική περιγραφή της μαρτυρίας και αναφοράς στη νομική βάση της κατηγορίας, εισηγείται προς το Δικαστήριο ότι θα πρέπει να κρίνει ένοχο το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγεί.

 

Ο κος Αλεξάνδρου αγόρευσε προφορικά και ουσιαστικά κάλεσε το Δικαστήριο να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, εφόσον ως εισηγήθηκε η μαρτυρία του παραπονούμενου ήταν προϊόν ύστερων σκέψεων του και συγκεκριμένα μετά που ο κατηγορούμενος τον είχε καταγγείλει στην αστυνομία για απειλή και εξύβριση. Ήταν η θέση του ότι αυτό αποτελούσε προσφιλή τακτική του κατηγορούμενου, ήτοι όποτε τον κατάγγελλε στο παρελθόν ο κατηγορούμενος, αυτός να εφευρίσκει μια ιστορία για να τον καταγγέλλει.

Είναι υπόψη του Δικαστηρίου τόσο το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης της κατηγορούσας αρχής όσο και τα όσα ανέφερε ο κος Αλεξάνδρου. Συνεπώς δεν κρίνω σκόπιμο και χρήσιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο τους. Οι νομικές θέσεις όμως των μερών καθώς και η επιχειρηματολογία τους, έχουν εξεταστεί με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα, λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και αξιολογούνται από το Δικαστήριο. Ειδική αναφορά θα γίνει κατωτέρω όπου αυτό κριθεί αναγκαίο.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

 Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους λαμβάνω υπόψη μου τον τρόπο που οι εν λόγω μάρτυρες απαντούσαν τις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, τις αντιδράσεις τους και γενικά την όλη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα.  Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο τόσο της προφορικής τους μαρτυρίας όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έχω υπόψη μου και τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα[1]. Διατηρώ επίσης υπόψιν μου και την αρχή ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς[2], και ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη[3], αρκεί αυτό να δικαιολογείται και να επεξηγείται, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία τυχόν έφεσης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης[4]. Έχω επίσης κατά νου, πως δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να προβάλλουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει (βλ. κατ' αναλογία, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 401, 406), αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να ορμώνται από πλειάδα αιτιών, χωρίς αναγκαστικώς αυτές να εκπορεύονται από διάθεση ψεύδους ή παραπλάνησης. Πολύ σημαντική παράμετρος που χρήζει αναφοράς είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συνεκτιμάται, διερευνάται και αντιπαραβάλλεται με το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας[5]. Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:A202, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας.

 

Διευκρινίζω, τέλος, ότι οι  υποβολές των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί  αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλά μετέωροι ισχυρισμοί (βλ. Ησαϊας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640).

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές προχωρώ με αξιολόγηση της ενώπιόν μου μαρτυρίας.

 

Ξεκινώντας από τον ΜΚ.1 θα πρέπει να αναφέρω ότι η μαρτυρία του δεν προσέφερε οτιδήποτε ουσιαστικό στην όλη διαδικασία. Εκείνο το οποίο ουσιαστικά ανέφερε ήταν ότι η καταγγελία του κατηγορούμενου προέκυψε μέσα από την κατάθεση που κλήθηκε να δώσει ο παραπονούμενος (ΜΚ.2) στα πλαίσια διερεύνησης εναντίον του υπόθεσης για τα αδικήματα της απειλής και εξύβρισης.

 

Στο Δικαστήριο δημιουργήθηκαν σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη δέουσα διερεύνηση της υπόθεσης. Εν πρώτοις ο μάρτυρας δεν ήταν καν σίγουρος αν μετέβηκε στο χώρο που έλαβε χώρα το περιστατικό με τον κατηγορούμενο ή αν ήταν και ο γιος του. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε και το γεγονός ότι δεν ερωτήθηκε καθόλου ο παραπονούμενος για το λόγο που διατύπωσε το παράπονο του κατά το χρόνο που είχε έρθει να δώσει κατάθεση και όχι την ακριβώς προηγούμενη μέρα που έγινε το συμβάν. Το εκπληκτικότερο όμως ήταν ότι ενώ υπήρχαν ακόμα δυο πρόσωπα παρόντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι η σύζυγος του ΜΚ.1 και η οικιακή βοηθός του ΜΚ.2, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε σχετική ερώτηση για το λόγο μη λήψης κατάθεσης από αυτά, με τον μάρτυρα να αναφέρει «Δεν μπορώ να απαντήσω Εντιμότατε». Είναι δε άξιο απορίας σε τι αποσκοπούσε η επιτόπου επίσκεψη του εφόσον όχι μόνο δεν έλαβε οποιεσδήποτε καταθέσεις μα ούτε και ετοίμασε οποιοδήποτε σχεδιαγράφημα της σκηνής ή ζήτησε να ενημερωθεί ως προς τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Τα πιο πάνω κάθε άλλο παρά συνάδουν με την εικόνα ενός αντικειμενικού και επαγγελματία οργάνου της τάξεως που αναλαμβάνει ρόλο εξεταστή μιας υπόθεσης.

 

Κοντολογίς, η όλη εντύπωση που αποκόμισα από το μάρτυρα ήταν φτωχή. Η μαρτυρία του ήταν εμποτισμένη από γενικότητες και αοριστολογίες. Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα όσα κατέθεσε ήταν ότι καμία ουσιαστική και εμπεριστατωμένη διερεύνηση δεν έλαβε χώρα ώστε να βοηθηθεί το Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Τούτο εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εύλογο της δίωξης του κατηγορούμενου από την αστυνομία και φανερώνει ότι η ποινική δίωξη στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στα λεγόμενα του ΜΚ.2. Η μαρτυρία του είναι άνευ αξίας και βαρύτητας. Συνακόλουθα απορρίπτεται.

 

Στρέφομαι τώρα στον ΜΚ.2. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν με έπεισε για τη γνησιότητα των όσων ανέφερε. Παρακολουθώντας τον να καταθέτει από το εδώλιο του μάρτυρα και παρατηρώντας τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του, τον τρόπο και το ύφος που μαρτύρησε, σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει όσα πραγματικά έλαβαν χώρα. Διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες για το ειλικρινές και αληθοφανές των ισχυρισμών που προώθησε ενόρκως. Τούτο καθότι, ως και ο ίδιος άλλωστε δέχθηκε, ανέφερε τα γεγονότα που περιβάλλουν το παράπονο του την επόμενη μέρα, και αφότου κλήθηκε να δώσει κατάθεση για εναντίον του παράπονο για απειλές και εξύβριση από τον κατηγορούμενο. Είχε λοιπόν κάθε λόγο στο να προσαρμόσει μια εκδοχή γεγονότων σε βάρος του τελευταίου.

 

Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που επέδειξε τέτοια στάση. Από τα όσα ανέφερε αντεξεταζόμενος μεταξύ του ιδίου και του κατηγορούμενου υπήρχαν από παλιά προστριβές και αντιπαραθέσεις και οδηγήθηκαν ξανά στα Δικαστήρια. Όχι μόνο αποδέχθηκε ότι καταδικάστηκε στο παρελθόν για αδικήματα εις βάρος του κατηγορούμενου, αλλά μέσα από τις απαντήσεις του διαφάνηκε ότι είχε δώσει κάποια εξήγηση για τη συμπεριφορά του απέναντι σε αυτόν η οποία και προφανώς δεν είχε γίνει αποδεκτή. Εξ’ ου και η καταδίκη. Ο ίδιος άλλωστε, απαντώντας στην ερώτηση αν θεώρησε σωστό να μην καταγγείλει τον κατηγορούμενο, ανέφερε ότι δεν συνηθίζει να κάνει καταγγελίες στην αστυνομία.

 

Ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη η εμπάθεια που είχε προς το πρόσωπο του κατηγορούμενου, αφού τον κατηγόρησε ότι κατέχει παράνομα τουρκοκυπριακά υποστατικά αποδίδοντας του συγγενική σχέση με την προϊστάμενη της Υπηρεσίας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Παρεμβάλλω εδώ ότι ο μάρτυρας είχε αναφέρει στην κυρίως εξέταση του ότι δεν υπήρχε κάτι από το σημείο που περνούσε με τα ζώα του για να του κάνει ζημιά, εννοώντας προφανώς εντός δικής του περιουσίας. Για ποιο λόγο συνεπώς να κάνει αυτή την αναφορά εφόσον ο ίδιος πίστευε ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα στην κατοχή των χωραφιών ο κατηγορούμενος.

 

Υπήρξαν και κάποιες ανακολουθίες μεταξύ της προφορικής του μαρτυρίας και της γραπτής του κατάθεσης (Τεκμήριο 4), καθώς και προώθηση θέσεων που δεν συνάδουν με την κοινή λογική.

 

Ενώ στην κατάθεση του αναφέρει ότι η κίνηση του οχήματος του κατηγορούμενου εναντίον του έγινε όταν τον πλησίασε αφού κατέβηκε από το όχημα του και συζήτησαν για το κατά πόσο μπορεί να περνά τα ζώα του από τον εκεί χώρο στην αντεξέταση του προώθησε μια διαφοροποιημένη εκδοχή. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι μετά που του ζήτησε το λόγο για τη συμπεριφορά του ξαναμπήκε στο όχημα του για να το σταματήσει μετά που άρχισε να κινείται στο δρόμο αφού δεν είχε σηκώσει το χειρόφρενο και ήταν ξεκινημένο. Στη συνέχεια, και όταν κατέβηκε για δεύτερη φορά από το όχημα του, δεν πλησίασε τον κατηγορούμενο ο οποίος βρισκόταν εντός του δικού του οχήματος, και παρέμεινε δίπλα από τον πόρτα του οδηγού. Επιπλέον ενώ στη γραπτή του κατάθεση ανέφερε ότι έβαλε πισινή για να τον κτυπήσει με τον ίδιο να αποφεύγει τη σύγκρουση, κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε ότι έβαλε πισινή και μετά κινήθηκε μπροστά για να τον κτυπήσει, για να καταλήξει όμως στη σιηννιά. Παρεμβάλλω εδώ ότι και η γραπτή κατηγορία του κατηγορούμενου αφορούσε ακριβώς ότι κινήθηκε με την όπισθεν για να κτυπήσει τον ΜΚ.1. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί πως ως ο ΜΚ.1 είχε αναφέρει, το όχημα του κατηγορούμενου ήταν περίπου 8 μέτρα απόσταση δίπλα από το δικό του. Αφού λοιπόν βρισκόταν σε τέτοια κοντινή απόσταση ο κατηγορούμενος, και ο ΜΚ.1 στεκόταν δίπλα από την πόρτα του οδηγού του οχήματος του, πώς ήταν δυνατό ο κατηγορούμενος να απωλέσει εντελώς τον έλεγχο του οχήματος του και να κινηθεί σε άσχετο σημείο; Τη στιγμή μάλιστα που δεν υπήρχε οτιδήποτε που να του προκαλέσει τέτοια αφηρημένη οδήγηση. Αξιοσημείωτο δε ότι ο ΜΚ.1 δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει σε πόση απόσταση τον πλησίασε.

 

Τέλος ενώ στην γραπτή του κατάθεση του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος πήρε μια πέτρα από το έδαφος, με πρόθεση να του τη ρίξει προφανώς, όταν ο συνήγορος υπεράσπισης τον ρώτησε αν συνέβηκε κάτι άλλο μετά που μπήκε το όχημα του κατηγορούμενου στη σιηννιά ανέφερε ότι δεν θυμόταν και «Νομίζω όχι». Δεν ήταν ακόμα σε θέση να δώσει λεπτομέρειες της συζήτησης που έγινε στο μεσοδιάστημα που ο κατηγορούμενος πήρε την πέτρα και εν τέλει την άφησε κάτω.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι οι ισχυρισμοί του παραπονούμενου στερούνται πειστικότητας ενώ την ίδια ώρα φανερώνεται ότι αυτοί προβλήθηκαν εξαιτίας της καταγγελίας που προηγήθηκε από τον κατηγορούμενο για απειλές και εξύβριση από μέρους του.

 

Νομική Πτυχή

 

Η επικίνδυνη οδήγηση καθίσταται αδίκημα δυνάμει του άρθρου 7 του Ν.86/72 το οποίο, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«7.-(1) Πας όστις οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα επί τινός οδού αλογίστως, απερισκέπτως ή επικινδύνως διά το κοινόν, λαμβανομένων υπ’ όψιν πασών των περιστάσεων, ιδία δε της φύσεως, της καταστάσεως και της χρήσεως της οδού, ως και του όγκου της τροχαίας, ήτις πραγματικώς υπάρχει κατά τον δεδομένον χρόνον ή ήτις ευλόγως θα ανεμένετο να υπάρχη κατά τον εν λόγω χρόνον επί της οδού ταύτης, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας 1500 λίρας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.»

 

Από το λεκτικό του άρθρου καθίσταται αναγκαία η απόδειξη και η κατάληξη σε ευρήματα που να οδηγούν σε νομικό συμπέρασμα, κατ' αναλογία  με το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπου χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι, αλόγιστα, απερίσκεπτα ή επικίνδυνα, ότι κατηγορούμενος οδηγούσε είτε αλόγιστα είτε απερίσκεπτα ή επικίνδυνα (βλ. Ζυπιτής κ.α ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220, 230). Βέβαια, ένας κατηγορούμενος, δύναται να κριθεί ένοχος, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 86/72, έστω και αν δεν προκλήθηκε δυστύχημα (βλ. Police v Stephanou (1973) JSC 1400).

 

Για να καταδειχθεί απερισκεψία το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι:

 

(1) Ο κατηγορούμενος πράγματι οδηγούσε το όχημα κατά τρόπο που να δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης φυσικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχανε να χρησιμοποιούσε το δρόμο ή ουσιαστικής ζημιάς σε περιουσία· και,

 

(2) ο κατηγορούμενος οδηγούσε κατ' αυτό τον τρόπο χωρίς να είχε στρέψει την προσοχή του προς την δυνατότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή, αφού αναγνώρισε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, εν τούτοις προχώρησε αναλαμβάνοντας τον (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (2002) 2 ΑΑΔ 473, Μαρίνου Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:B267, Π.Ε.140/2014, 08/04/2015, R v. Lawrence [1982] 1 AC 510 και R. v. Reid [1992] 3 All ER 673).

 

Για να καταδειχθεί επικίνδυνη οδήγηση, πρέπει να αποδειχθεί η πρόκληση, αντικειμενικά ιδωμένης, επικίνδυνης κατάστασης από σφάλμα του οδηγού (βλ. Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233, 238, Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115, 124-125, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 ΑΑΔ 18 και την R. v. Gosney [1971] 2 Q.Β. 674).

 

Στην υπόθεση Σάββα ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) επισημάνθηκε ότι η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα. Αυτό που πρέπει να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο στην τελευταία περίπτωση είναι το κατά πόσο το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνο που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό, ενώ στην πρώτη περίπτωση (επικίνδυνη οδήγηση), είναι αν η συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Επιπρόσθετα τούτου θα πρέπει να καταδειχθεί η περί ου ο λόγος πράξη ή συμπεριφορά προκλήθηκε από κάποιο σφάλμα (βλ. και ΧΧΧ Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 221/18 ημερ. 26.03.2019, ECLI:CY:AD:2019:B107).

 

Η έννοια «σφάλμα» δεν περιλαμβάνει κατ' ανάγκη εσκεμμένη παράβαση ή απερισκεψία ή πρόθεση οδήγησης κατά τρόπο που αντίκειται στο ορθό επίπεδο οδήγησης. Ούτε το σφάλμα κατ’ ανάγκη εμπεριέχει ηθική μομφή. Επομένως, υπάρχει σφάλμα εάν ένας άπειρος ή εκ φύσεως κακός οδηγός, ενώ προσπαθεί να πράξει το ορθό, πέφτει κάτω από το επίπεδο ενός ικανού και προσεκτικού οδηγού. Το πιο κάτω απόσπασμα της αγγλικής υπόθεσης R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502  ως υιοθετήθηκε στην υπόθεση Σάββα ανωτέρω, ως προς την έννοια του σφάλματος, είναι χαρακτηριστικό:

 «Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία, πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντας το λογικά, αποτελεί μια αιτία».

 

Στις πλείστες των περιπτώσεων το σφάλμα συμπεραίνεται από το Δικαστήριο από τα γεγονότα της υπόθεσης. Το αδίκημα, όμως, δεν είναι απόλυτο και η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί.

 

Βάρος Απόδειξης

 

            Στις ποινικές υποθέσεις αποτελεί πάγια αρχή ότι το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα αρχή και η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη[6] . Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη, αλλά και σαφής[7]. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας[8].

 

Κατάληξη

 

Υπό το φως των πιο πάνω και δεδομένης της απόρριψης της μαρτυρίας τόσο του ΜΚ.1, ο οποίος τίποτε ουσιαστικό δεν έπραξε για τη διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά κυρίως και του ΜΚ.2 που ήταν ο φερόμενος παραπονούμενος και του οποίου η μαρτυρία στόχευε να αποδείξει την οδική συμπεριφορά που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, η επίδικη κατηγορία παραμένει έκθετη σε απόρριψη. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αντλήσει οποιαδήποτε συμπεράσματα ως προς το πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, δεδομένης της μη ύπαρξης οποιασδήποτε αποδεκτής ενώπιον του μαρτυρίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 246)

 

Στη βάση λοιπόν των όσων εκτίθενται ανωτέρω ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται και αθωώνεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

                                                                                   (Υπ.).......................................

                                                                                                 Μ. Μυτίδης, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.α (2009) 1 Α.Α.Δ. 288

[2] Βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1998) 1 ΑΑΔ 263, και Γενικός Εισαγγελεας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207

[3] Βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454

[4] Βλ. Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Χαριδήμου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2290, και Μελεκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832

[5] Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 AAΔ 1056

[6] Βλ. Γεν. Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Σάζου (2001) 2 ΑΑΔ 18, Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71)

[7] Βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401

[8] Βλ. Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο