ECLI:CY:DEELAR:2018:25

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ - ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

                                                                                                Αίτηση Αρ. Ε1/2018 

Μεταξύ׃

B. & P. MICHAEL ESTATES LTD, από την Αγία Νάπα

                                                                    Αιτητές

                             και

1.     HAPPY LADS CO LTD, από τη Λευκωσία

2.     XXXXX ΗΛΙΑ, από τη Λευκωσία  

Καθ' ων η Αίτηση

Αίτηση  για προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 27/06/2018   

 

Ημερομηνία: 27/11/2018

Για τους Αιτητές: κα Χριστοδούλου για Αναστάσιο Ζ. Μυλωνά & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1 και 2: κα Πογιατζή για Ι. ΦΡΑΓΚΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

I.     ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Με την Κυρίως Αίτηση ημερομηνίας 04/04/2018, οι Αιτητές αξιώνουν την ανάκτηση της κατοχής μιας υπόγειας σάλας μετά συνοδευτικών χώρων, που βρίσκεται στην Αγία Νάπα και χρησιμοποιείται ως δισκοθήκη. 

Αξιώνεται επίσης το ποσό των €17.400 για καθυστερημένα ενοίκια από τον Ιανουάριο του 2018 έως και τον Μάρτιο του 2018, πλέον το ποσό των €5.800 μηνιαίως από Απρίλιο του 2018 μέχρι εξοφλήσεως. 

Στην κοινή Απάντησή τους ημερομηνίας 02/07/2018, οι Καθ’ ων παραδέχονται την ύπαρξη της ισχυριζόμενης ενοικίασης, αλλά ισχυρίζονται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου (Ν. 23/83)και ειδικά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11(1)(α) για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Ισχυρίζονται ακόμα ότι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ενοίκιο αφού πάντοτε πλήρωναν κανονικά, αδιάλειπτα και χωρίς καθυστέρηση το ενοίκιο.

 

ΙΙ.   ΤΟ ΕΠΙΔΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

(α)   Η επίδικη Αίτηση

Στο μεσοδιάστημα, ήτοι στις 27/06/2018, οι Αιτητές καταχώρησαν μονομερώς την παρούσα αίτηση, η οποία στην πορεία κατέστη δια κλήσεως, αξιώνοντας, κατ’ επίκληση του Περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου (Ν.31/(I)92) τις ακόλουθες θεραπείες:

«

Α.       Προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης των 8.000 μετοχών της Εταιρείας SALMARY LIMITED, αρ. εγγραφής: ΗΕ14809 που είναι εγγεγραμμένες στο όνομα του Καθ’ ού η αίτηση 2, μέχρι και 15 μέρες μετά την τελεία αποπεράτωση της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

Β.       Διάταγμα του Δικαστηρίου που να καθορίζει ως συνεπεία του αιτούμενου στην παράγραφο Α προσωρινού διατάγματος τα ακόλουθα:

1.     Την επιβάρυνση των αναφερόμενων στην παράγραφο Α μετοχών μέχρι την πληρωμή του ποσού που ήθελε καταστεί οφειλόμενο από τους Καθ’ ών η αίτηση 1 και 2 προς την Αιτήτρια, δυνάμει Δικαστικής Απόφασης στην υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση με προτεραιότητα έναντι όλων των χρεών και υποχρεώσεων του Καθ’ ού η Αίτηση 2, τα οποία δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο προγενέστερων επιβαρυντικών διαταγμάτων επί των αναφερόμενων Μετοχών.

2.     Την απαγόρευση μεταβίβασης πώλησης, αποξένωσης ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο συναλλαγής με τις πιο πάνω μετοχές από τον Καθ’ ού η αίτηση 2.

3.     Την απαγόρευση πληρωμής μερισμάτων στον Καθ’ ού η αίτηση 2 σε σχέση με τις πιο πάνω Μετοχές.  Τυχόν μερίσματα θα κατακρατούνται σε ξεχωριστό λογαριασμό και θα αποτελούν μέρος της αξίας των αναφερόμενων μετοχών.

»

Η αίτηση στηρίζεται επίσης στο άρθρο 9 του Κεφ. 6 και στο άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου.

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας XXXXX Μιχαήλ η οποία είναι διευθύνων σύμβουλος των Αιτητών. Η ενόρκως δηλούσα αναφέρεται στην επίδικη ενοικίαση και επισυνάπτει το σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο (ΤΕΚΜΗΡΙΟ Α) το οποίο υπογράφεται από τους Καθ’ ων 1 ως πρωτοφειλέτες και τον Καθ’ ου 2 ως εγγυητή. Επίσης, επισυνάπτει ειδοποίηση απαίτησης οφειλόμενων ενοικίων (ΤΕΚΜΗΡΙΟ Β). Παραπέμπει στις προς τους Αιτητές οφειλές των Καθ’ ων και ισχυρίζεται ότι οι τελευταίοι δεν έχουν άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, παρά μόνο ο Καθ’ ου 2 στα κατεχόμενα. Επισυνάπτει έρευνα του Κτηματολογίου (ΤΕΚΜΗΡΙΟ Γ). Διατείνεται ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, υφίστανται μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας των Αιτητών επί της ουσίας και εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα οι ρηθείσες μετοχές είναι πολύ πιθανόν να αποξενωθούν καθώς η μέχρι σήμερα συμπεριφορά των Καθ’ ων αποδεικνύει ότι δεν έχουν πρόθεση να πληρώσουν. Μόλις πρόσφατα περιήλθε εις την αντίληψη τους ότι ο Καθ’ ου 2 κατέχει τις αναφερόμενες μετοχές.

Επισυνάπτει τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας στην ιστοσελίδα του εφόρου Εταιρειών ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ Δ, αναφορικά με την εταιρεία SALMARY LIMITED. Όπως προκύπτει από την εν λόγω έρευνα, πρόκειται για εταιρεία που ασχολείται με κτηματομεσιτικά ζητήματα, με έδρα τη Λευκωσία και διευθυντή τον Καθ’ ου αρ. 2. Η εν λόγω εταιρεία έχει εκδοθέν κεφάλαιο €68.400,00 διαιρεμένο σε 40.000 συνήθεις μετοχές αξίας €1.71. Μέτοχοι παρουσιάζονται 5 φυσικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και ο Καθ’ ου αρ. 2 ο οποίος είναι κάτοχος 8000 μετοχών.

Δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε ζημιά στους Καθ’ ων από την έκδοση του διατάγματος, ενώ αντίθετα σε περίπτωση αποξένωσης η Αιτήτρια θα αδυνατεί να εκτελέσει την υπέρ της απόφαση.  Όσον αφορά τις προθέσεις των Καθ’ ων παραπέμπει σε ποινική υπόθεση που καταχώρισαν οι Αιτητές εναντίον τους για ανάκληση άνευ εύλογης αίτιας, επιταγής που τους δόθηκε για οφειλόμενα ενοίκια του 2017. Συμπληρώνει ότι η μη έκδοση του διατάγματος θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους Αιτητές, καθότι οι Καθ’ ων συνεχίζουν να κατέχουν το υποστατικό και τα οφειλόμενα προς τους Αιτητές ποσά μέχρι και τον Μάρτιο του 2018 ανέρχονται σε €34.800 και τα ενδιάμεσα οφέλη σε €5.800 μηνιαίως.

 

(β)   Η  επίδικη Ένσταση

Η επίδικη ένσταση καταχωρήθηκε στις 17/9/18. Με αυτήν προβάλλονται οι ακόλουθοι 14 λόγοι ένστασης:

«

1.       Η αίτηση ημερομηνίας 27/06/2018 είναι νόμω και/ή ουσία αβάσιμη και/ή αόριστη.

2.       Η αίτηση ημερομηνίας 27/06/2018 είναι κακόπιστη και/ή καταχρηστική και/ή αδικαιολόγητη και η Αιτήτρια εμποδίζεται να εγείρει αυτή λόγω της συμπεριφοράς της.

3.       Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60και/ή του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος, Ν.31(I)/1992 και/ή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και/ή της νομολογίας για έκδοση του Προσωρινού Επιβαρυντικού Διατάγματος.

4.       Η Αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή παραλείπει να αποκαλύψει ουσιώδη γεγονότα και/ή προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση.

5.       Η Αιτήτρια εσκεμμένα και κακόπιστα δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο ουσιώδεις πληροφορίες.

6.       Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ημερ. 27/06/2018 είναι ελλαττωματική και/ή αντικανονική και/ή γενική και/ή περιέχει μη ικανοποιητικά στοιχεία και αοριστίες, ανυπόστατους και/ή ανυποστήρικτους ισχυρισμούς, οι οποίοι έχουν αποκλειστικό στόχο τη παραπλάνηση του Δικαστηρίου και τη δημιουργία εντυπώσεων.

7.       Η Αιτήτρια δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη κινδύνου αποξένωσης ώστε να παραμείνει ανικανοποίητη η απαίτηση των Αιτητών, σε περίπτωση που επιτύχουν στις αξιώσεις τους στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτησης.

8.       Δεν θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση των αιτούμενων Διατάγματος.

9.       Η μη έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε ζημιά στην Αιτήτρια.

10.     Η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα προκαλέσει τεράστια οικονομική ζημιά στους Καθ’ ων η Αίτηση.

11.     Η Αιτήτρια δεν έχουν αποδείξει ότι είναι φερέγγυοι και/ή ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι αφερέγγυοι ώστε να πρέπει να δεσμευτεί η περιουσία τους.

12.     Τα αιτούμενα διατάγματα είναι άκρως περιοριστικά και δραστικά.

13.     Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει να ασκηθεί υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση.

14.     Δεν είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

»

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Καθ’ ου 2, ο οποίος είναι διευθυντής και των Καθ’ ων 1.  Αρνείται όλους τους ισχυρισμούς της επίδικης Αίτησης, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε του επιδόθηκε η επιστολή απαίτησης.

Είναι η θέση του ότι η Αιτήτρια ψεύδεται ως προς τον ισχυρισμό της ότι οι Καθ’ ων δεν κατέχουν άλλη περιουσία και παραπέμπει στην κινητή περιουσία που αφορά τον εξοπλισμό του υποστατικού που λειτουργεί ως δισκοθήκη του οποίου η «εκτιμώμενη πραγματική του αξία» υπολογίζεται στις  €70.000. Προς τούτο επισυνάπτει σχετική βεβαίωση λογιστών των Καθ’ ων 1 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1) και υποστηρίζει ότι οι Αιτητές προσπάθησαν να παραπλανήσουν το Δικαστήριο επιλέγοντας να μην αναφερθούν στην κινητή περιουσία που ανήκει στην Καθ’ ης 1.

Προσθέτει ακόμα ότι εργοδοτείται στην εταιρεία SALMARY με μηνιαίο μισθό €1500 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2). 

Υποστηρίζει ότι τόσο η Καθ’ ης 1 όσο και ο ίδιος έχουν ικανοποιητική οικονομική ευρωστία και δεν θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

Αναφέρει ότι οι Αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι υπάρχει κίνδυνος ή πρόθεση αποξένωσης των επίδικων μετοχών και ότι ο σχετικός ισχυρισμός της πλευράς των Αιτητών δεν στηρίζεται επί συγκεκριμένων γεγονότων που να τον αποδεικνύουν, παρά μόνο σε εικασίες με απώτερο σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου.

Ισχυρίζεται ότι είναι ο ίδιος που θα υποστεί ανυπολόγιστες ζημιές εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα καθότι, η Αιτήτρια δεν έχει αποδείξει ότι είναι φερέγγυα. 

Τονίζει ότι θα επηρεαστεί δυσμενώς εάν εκδοθεί δικαστικό διατάγμα που να απαγορεύει  την πληρωμή σε αυτόν μερισμάτων της εταιρείας SALMARY LIMITED. Όσον αφορά την ανάκληση της επιταγής, απαντά ότι η ενέργεια αυτή δεν αποδεικνύει ότι δεν  θα πληρωθεί όποιο ποσό αποδειχθεί ότι οφείλεται από αυτούς. Ολοκληρώνει επαναλαμβάνοντας ότι η Αιτήτρια δεν απέδειξε ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.

(γ)      Η Ακροαματική Διαδικασία

Δεν ζητήθηκε αντεξέταση των ενόρκων δηλούντων.

Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 8/10/18. Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων που δόθηκαν προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων.

Σημειώνεται ότι επειδή η υπό εξέταση αίτηση αφορά αμιγώς νομικό ζήτημα και δεν άπτεται της ουσίας της υπόθεσης, κατ’ εφαρμογή των διαλαμβανομένων στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο, και τους σχετικούς περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς, αποφάσισα ότι η παρουσία παρέδρων δεν είναι αναγκαία και το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση.

 

ΙΙ.   ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων να εκδίδει διηνεκή και παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα πηγάζει από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/1960).[1]

Όπως προκύπτει από το υπό αναφορά άρθρο θα πρέπει σωρευτικά, να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1.        Να υπάρχει σοβαρό προς εκδίκαση ζήτημα.

2.        Ο Αιτών το προσωρινό διάταγμα να έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην κυρίως διαδικασία.

3.        Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα.

Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, η αποκάλυψη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, δηλαδή  η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης[2] (arguable case) ως προϋπόθεση για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος, κρίνεται αντικειμενικά. Θα πρέπει συναφώς να καταδειχθεί, μικρή έστω, πλην όμως ορατή, πιθανότητα επιτυχίας στην κυρίως διαδικασία.

Το Δικαστήριο κρίνει και αποφασίζει πάνω στην ολότητα του ενώπιόν του υλικού.[3] Το βάρος απόδειξης το έχει ο αιτών το προσωρινό διάταγμα και σε περίπτωση έγερσης από την άλλη πλευρά αντίθετων ισχυρισμών, για να το αποσείσει οφείλει να κάνει χρήση του δικαιώματος αντεξέτασης.[4]  Στο στάδιο ενδιάμεσης διαδικασίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος τα θέματα δεν αποφασίζονται τελεσίδικα από το Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε τελικά συμπεράσματα ως προς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης.[5]

Συνεπώς, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προαναφερόμενες τρεις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, χωρίς όμως να προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και αποφεύγοντας τη διεξοδική διευκρίνιση και εξέταση επίδικων θεμάτων της κυρίως δίκης. Δεν χρειάζεται δηλαδή η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά μόνο σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του.[6] Η έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος, αντίστοιχου προς τη θεραπεία που ζητείται προς την αγωγή δεν αποκλείεται,[7] παρόλο που τούτο συμβαίνει σε εξαιρετικές, και κατά κανόνα, ξεκάθαρες περιπτώσεις.

Σε σχέση με την 3η προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή τη δυσκολία ή αδυναμία να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτή σχετίζεται με τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση εάν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία, χωρίς όμως να υφίσταται η ανάγκη για προσαγωγή απτής και άμεσης μαρτυρίας για πρόθεση αποξένωση ή επιβάρυνση,[8] αν και, η απλή και αόριστη αναφορά σε ενδεχόμενο μεταβίβασης περιουσιακού στοιχείου έχει κριθεί ως ανεπαρκές υπόβαθρο γεγονοτων.[9] Έχει συναφώς αποφασιστεί ότι η έννοια του δύσκολου ή του αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια,[10] εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά και ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη.

Ακόμα και αν πληρούνται οι τρείς προπαρατεθείσες θεσμικές προϋποθέσεις, το Δικαστήριο θα πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει το δίκαιο και εύλογο του αιτήματος  ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια,[11] συνυπολογίζοντας, μεταξύ άλλων, τις επιπτώσεις από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος στους διαδίκους και σε τρίτα πρόσωπα, τη συμπεριφορά των διαδίκων, την καθυστέρηση, και τη διαφύλαξη  του «status quo ante», δηλαδή, της κατάστασης που επικρατούσε όταν ο καθ’ ου ξεκινούσε τις ενέργειες για τις οποίες παραπονείται ο αιτών.

Προσωρινή προστασία στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων

Όσον αφορά ιδιαίτερα το παρόν Δικαστήριο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα[12] ενώ, επιπροσθέτως, έγκριση διατάγματος τέτοιου είδους θα πρέπει να μην υπερβαίνει τη δικαιοδοσία[13] του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Διατάγματα που μπορούν να εκδοθούν από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι αυτά που προβλέπονται στο Νόμο, ιδιαίτερα τα διηνεκή[14] και τα απαγορευτικά που σχετίζονται με την αποτροπή αθέτησης αρνητικής συμβατικής συμπεριφοράς.[15]

Ιδιαίτερα, όσον αφορά τον ενοικιαστή, αυτά που τον υποχρεώνουν να τηρεί τους όρους του συμβολαίου του, όπως για παράδειγμα την παρεμπόδιση παράνομης υπενοικίασης και που τον διατάσσουν να επιτρέψει στον ιδιοκτήτη να ασκήσει το δικαίωμα εισόδου για να επιδιορθώσει σοβαρή ζημιά.

Όσον αφορά τα προσωρινά διατάγματα που σχετίζονται με τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη, αυτά κατά κύριο λόγο σχετίζονται με το δικαίωμα του ενοικιαστή σε ειρηνική και ανεμπόδιστη κατοχή του μισθίου.

 

Ο Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος  (Ν. 31(1)/92)

Με βάση το άρθρο 3 του Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου, για σκοπούς εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, δύναται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να εκδοθεί διάταγμα επιβάρυνσης των καθοριζομένων στον Νόμο περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την εξασφάλιση πληρωμής του οφειλόμενου ποσού.  Πρόκειται για τελικό διάταγμα, το οποίο εξασφαλίζεται κατά κανόνα μονομερώς. Αφότου εκδοθεί υπάρχει η δυνατότητα για τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίησή του, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του επηρεαζόμενου μέρους δυνάμει της τέταρτης παραγράφου του αναφερόμενου άρθρου.

Η επιβάρυνση αφορά οποιοδήποτε συμφέρον σε περιουσιακά στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 4 του εν λόγω Νόμου και περιλαμβάνει κυβερνητικά ομόλογα, και ομόλογα νομικών προσώπων, μερίδια σε εμπιστεύματα μονάδων για τα οποία τηρείται μητρώο των μεριδιούχων οπουδήποτε εντός της Δημοκρατίας καθώς και καταθέσεις σε Δικαστήριο.

Όπως αναλυτικά περιγράφεται στο άρθρο 5 του υπό εξέταση Νόμου, οι συνέπειες έκδοσης τέτοιου διατάγματος περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση μεταβίβασης, πώλησης, επιβάρυνσης, ή άλλως πως αποξένωσης, των βαρυνόμενων στοιχείων, την κατακράτηση μερισμάτων και την κατά προτεραιότητα είσπραξη των οφειλόμενων.

Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα αναφορικά με περιουσιακά στοιχεία τα οποία βαρύνονται με διάταγμα εκδοθέν δυνάμει των προνοιών του υπό εξέταση Νόμου, να εκδοθεί διάταγμα πώλησής τους (άρθρο 6) ή διάταγμα για διορισμό παραλήπτη για την εκτέλεση των ενεργειών στη βάση των καθοριζομένων στο άρθρο  7 εξουσιών.

Επιπροσθέτως, με βάση το άρθρο 9 του Ν. 31(Ι)/1992 υπάρχει δυνατότητα έκδοσης ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος, εκκρεμούσης της αστικής διαδικασίας για ανάκτηση χρέους ή αποζημίωσης. Συγκεκριμένα στο άρθρο αυτό διαλαμβάνονται τα εξής:

«

(1)     Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή για αποζημιώσεις δύναται κατόπιν αίτησης του ενάγοντος σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εκδώσει προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης με όλες ή μερικές από τις συνέπειες του διατάγματος επιβάρυνσης, όπως αυτό θα καθορίσει.

(2)     Το Δικαστήριο εκδίδει το πιο πάνω διάταγμα, μόνο αφού ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων έχει βάσιμη αξίωση και ότι με τη μεταβίβαση ή αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 δυνατό να μείνει ανικανοποίητη η απόφαση του Δικαστηρίου.

(3)     Κάθε διάταγμα που εκδίδεται βάσει των πιο πάνω προνοιών πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από αυτό, καθώς επίσης και το πρόσωπο (ή πρόσωπα) προς το οποίο το εν λόγω διάταγμα πρέπει να επιδοθεί.

(4)     Οι πρόνοιες των άρθρων 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου εφαρμόζονται στην περίπτωση διατάγματος επιβάρυνσης που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.

»

 

Η ιδιότυπη αυτή διαδικασία που προβλέπεται στον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο, εξετάστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Συνεργατικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (2013) 1Γ Α.Α.Δ 2090,[16] όπου λέχθηκαν τα εξής:

«

Είναι φανερό από το περιεχόμενο του Άρθρου 3 ότι η διαδικασία που χαράσσεται με το Νόμο 31(Ι)/92 είναι μια ιδιόμορφη διαδικασία διακριτή από αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6 και αφορά στην έκδοση «προσωρινών διαταγμάτων» εκκρεμούσης της αγωγής (βλ. Ψάλτης ν. Χ"Λόη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1454, 1458). Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο για διασφάλιση των δικαιωμάτων του εναγομένου, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6 ορίζει το διάταγμα επιστρεπτέο. Όμως για την έκδοση «επιβαρυντικών διαταγμάτων» ως μέτρο εκτέλεσης, ο Νόμος δεν ορίζει παρόμοια διαδικασία. Αντίθετα, δια του Άρθρου 3(3) του Νόμου, ορίζεται διαφορετική διαδικασία προβλέποντας ότι το Δικαστήριο δύναται «να επιβάλει όρους σχετικά με την πληροφόρηση του οφειλέτη … ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα…». Πέραν τούτου, το Άρθρο 3(4) του Νόμου δεν προβλέπει για καταχώρηση ένστασης για αμφισβήτηση του διατάγματος, αλλά για υποβολή αίτησης για ακύρωση ή διαφοροποίηση του διατάγματος. Πρόκειται για άλλη μια ουσιαστική διαφορά που τονίζει το ιδιόμορφο της διαδικασίας δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου.

»

 

 

 

 

ΙΙI.  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(γ)   Οι τρείς προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/1960).

(1)      Η 1η προϋπόθεση για προσωρινό διάταγμα πληρούται.

Με βάση τα πιο πάνω και το ενώπιον μου υλικό αποτελεί συμπέρασμά  μου ότι η προϋπόθεση για την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, πληρούται, αφού η παρούσα Αίτηση, σε συνάρτηση με τα όσα δικογραφούνται στην Κυρίως Αίτηση, αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση, υπό την έννοια ότι, εκ πρώτης όψεως, δεν είναι επιπόλαιη και ενοχλητική.[17]

 

(2)      Η 2η προϋπόθεση για προσωρινό διάταγμα πληρούται.

Η πλήρωση της 2ης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, έχει την έννοια ότι αντικειμενικά κρινόμενη η υπόθεση των Αιτητών, αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση[18] (arguable case), δηλαδή, έστω μικρή, πιθανότητα επιτυχίας στη κυρίως διαδικασία.

Εν προκειμένω, η ενοικίαση είναι παραδεκτή και για τον περιορισμένο σκοπό της 2ης προϋπόθεσης του προσωρινού διατάγματος,  συμπεραίνω ότι δεν θα μπορούσε εκ προοιμίου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υφίσταται, μικρή έστω, πιθανότητα επιτυχίας των Αιτητών στην ουσία της υπόθεσής τους, λαμβάνοντας υπόψιν τις αιτούμενες θεραπείες, τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα και έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί αλλά και τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των ένορκων δηλώσεων. 

Συνεπώς, η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται.

 

(3)      Η 3η προϋπόθεση για προσωρινό διάταγμα πληρούται.

Όσον αφορά την 3η προϋπόθεση, δηλαδή τη δυσκολία ή αδυναμία να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, παρά τις αντικρουόμενες εισηγήσεις, αμφότεροι οι συνήγοροι με παρέπεμψαν στη C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785 όπου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μή ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία. (Βλ. Lakatamitis (ανωτέρω) στη σελ. 525). Έχουμε υπόψη την Κυριάκος Παναγιώτου ν. Σταυρινής Κολλάτου(1999) 1 Α.Α.Δ. 1306. Εκεί έγινε αναφορά σε πρόθεση αποξένωσης αλλά αυτή ήταν η μαρτυρία που υπήρχε και δεν απασχόλησε τέτοιο θέμα. Όπως δε εξηγήθηκε στην απόφαση του Λοΐζου Π. στην Ζεμενίδης (ανωτέρω) εκδίδεται το διάταγμα “ώστε να αποφευχθεί τέτοια αποξένωση ως αποτέλεσμα της οποίας να μή μπορεί να ικανοποιηθεί ο ενάγων”. Τα ίδια και στην Τσιολάκκη και άλλη (ανωτέρω). Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε, στη σελίδα 785, εκείνο που απαιτείται είναι “η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος”.

»

Όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της προπαρατεθείσας απόφασης, για την πλήρωση της 3ης προϋπόθεσης δεν απαιτείται η προσαγωγή απτής και άμεσης μαρτυρίας για πρόθεση αποξένωσης ή επιβάρυνσης. Υπενθυμίζοντας  συναφώς ότι η εν λόγω προϋπόθεση του άρθρου 32 περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, (δείτε ανωτέρω Κυρίσαββα, Μ. & Ch. Mitsingas και Zena Company) και έχοντας υπόψιν τις εκατέρωθεν θέσεις, συγκλίνω με τις εισηγήσεις της πλευράς των Αιτητών.

Επεξηγώ.

Είναι δεδομένο ότι οι Καθ’ ων στερούνται οποιασδήποτε ακίνητης περιουσίας που θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκή εξασφάλιση για τους Αιτητές (ΤΕΚΜΗΡΙΟ Γ στην Αίτηση).

Πυλώνας της επιχειρηματολογίας των Καθ’ ων υπήρξε η θέση ότι έχουν επαρκή κινητή περιουσία, της τάξης των €70.000, η οποία μπορεί να υπερκαλύψει την αξίωση των Αιτητών. Στηρίζουν την εισήγησή τους σε λογιστική βεβαίωση ημερομηνίας 14/09/2018 που επισυνάπτουν ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.

Η εισήγηση αυτή στερείται παντελώς πειστικής αξίας. Στο υπό εξέταση ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1, η λογιστική αξία του εν λόγω εξοπλισμού προσδιορίζεται μόλις στο ποσό των €23.372. Πρόκειται κυρίως για μηχανήματα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οχήματα, έπιπλα και σκεύη που αγοράστηκαν μεταξύ της περιόδου 2000 – 2014, (τα πλείστα εξ’  αυτών, τουλάχιστον προ δεκαετίας) και προφανώς η σημερινή τους αξία έχει αποσβεσθεί / απομειωθεί. Στην εν λόγω βεβαίωση των λογιστών δεν διασαφηνίζεται εάν τούτος ο συγκεκριμένος εξοπλισμός είναι ελεύθερος από οποιανδήποτε επιβάρυνση, υπό το φως και της 2ης σημείωσης, στην οποία θα αναφερθώ ειδικά στη συνέχεια. 

Οι δε δύο σημειώσεις που τίθενται στο εν λόγω έγγραφο, ουδόλως διαφοροποιούν το δεδομένο αυτό, αφού πρόκειται για στοχευμένα ασαφείς δηλώσεις. Συγκεκριμένα:

·                η 1η σημείωση δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένας υποθετικός συλλογισμός, αφού αναφέρεται  ότι «η λογιστική αξία μπορεί να είναι αρκετά χαμηλότερη από την πραγματική αξία». Μπορεί όμως και όχι.

·                Στη 2η σημείωση, γίνεται αναφορά στο ότι κατά τα έτη 2016 και 2017 το υποστατικό τελούσε υπό τη συνδιαχείριση τρίτων προσώπων οι οποίοι είχαν προβεί σε «εκτεταμένες ανακαινίσεις/προσθήκες εξοπλισμού και επωμίσθηκαν τα σχετικά έξοδα ως εκ τούτου αυτές οι προσθήκες δεν παρουσιάζονται στα λογιστικά βιβλία της Happy Lads Co Ltd». Ούτε αυτή η αναφορά βοηθά τους Καθ’ ων αφού στο μόνο συμπέρασμα που μπορεί να οδηγήσει είναι ότι οι ανακαινίσεις/προσθήκες δεν παρουσιάζονται στα λογιστικά βιβλία είναι επειδή είναι εντελώς άσχετες[19] με το ενεργητικό και το παθητικό τους και ως εκ τούτου δεν αποτελούν περιουσία των Καθ’ ων.  

·                Επιπροσθέτως στη τελευταία παράγραφο της 2ης σημείωσης οι εν λόγω λογιστές προσθέτουν ότι «με βάση πληροφορίες που πήραμε από τους διευθυντές /μετόχους η αξία του σημερινού εξοπλισμού υπολογίζεται σε περίπου €70.000.» Άρα, οι Καθ’ ων επικαλούνται τους λογιστές τους και οι λογιστές επιστρέφουν πίσω σε πληροφορίες που έλαβαν από τους ίδιους τους Καθ’ ων ως προς την απόδειξη του ύψους της αξίας του «σημερινού εξοπλισμού». Πρόκειται δηλαδή για έναν απλοϊκό κυκλικό συλλογισμό, ένα φαύλο κύκλο και δικαίως οι συνήγοροι των Αιτητών απαντούν ότι οι ισχυρισμοί των Καθ’ ων δεν αποδεικνύουν την πραγματική εικόνα της αξίας της κινητής τους περιουσίας.

Συνακόλουθα, αξιολογώντας όσα έχουν παρουσιαστεί ενώπιον μου, καταλήγω ότι έχει καταδειχθεί ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο υπό την έννοια ότι η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης υφίσταται. Δηλαδή, έχει στοιχειοθετηθεί η 3η προϋπόθεση του άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και συμφωνώ με τους Αιτητές ότι εκτός εάν εγκριθεί το αιτούμενο διάταγμα υπάρχει πιθανότητα να μην μπορεί να ικανοποιηθεί η όποια απόφαση ήθελε εκδοθεί.

(4)   Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλείνει υπέρ των Αιτητών.

Όσον αφορά το γενικότερο ζήτημα που συναρτάται με την αναλογικότητα των επιδιωκόμενων διαταγμάτων προς το σκοπό που επιδιώκεται επί της κυρίως Αίτησης, σταθμίζοντας τα όποια πιθανά δικαιώματα των διαδίκων στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η πλάστιγγα γέρνει σαφώς υπέρ της πλευράς των Αιτητών, αφού οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του Καθ’ ου 2 εξαντλούνται σε γενικότητες. Ούτε με ποιόν τρόπο, ούτε σε ποιαν έκταση επεξηγείται πως θα επηρεαστεί ο ίδιος από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ειδικά, το διάταγμα για μη καταβολή μερισμάτων στον Καθ’ ου ουδεμία ανεπανόρθωτη ζημιά θα του προκαλέσει. Εάν δε το όποιο ποσό τυχόν δεσμευθεί υπερβεί το ποσό που αξιώνουν οι Αιτητές, υπάρχει πάντοτε η ευχέρεια για να ζητηθεί η διαφοροποίηση του εκδοθέντος διατάγματος.

 

(5)  Εξέταση υπόλοιπων λόγων ένστασης.

Όσον αφορά τέλος τους υπόλοιπους λόγους ένστασης, στην έκταση που δεν καλύπτονται από τα προαναφερόμενα, επιγραμματικά αναφέρω ότι ο 1ος και ο 2ος Λόγος είναι εντελώς αόριστοι και απορρίπτονται.   Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσο οι Αιτητές προσήλθαν στο Δικαστήριο «με καθαρά χέρια», θα είχε αξία εάν το διάταγμα εκδιδόταν μονομερώς και βρισκόμασταν στο στάδιο της οριστικοποίησής του. Εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνω προσπάθεια παραπλάνησής μου από τους Αιτητές. (Λόγοι ένστασης 4, 5 και 6).

Επίσης, σχετικά με την εισήγηση των Καθ’ ων στην παρ. 48 της αγόρευσής τους ότι οι Αιτητές όφειλαν να δώσουν μαρτυρία αναφορικά με την αξία των μετοχών που θέλουν να δεσμεύσουν, αυτή απορρίπτεται καθότι δεν έχει τεθεί ως λόγος ένστασης.[20] Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια δεν οφείλει, με βάση τον Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο να αποδείξει την αξία των μετοχών που θα δεσμεύσει, η οποία πάντως, με βάση το ΤΕΚΜΗΡΙΟ Δ στην Αίτηση, καθορίζεται σε €1.71 ανά μετοχή, ήτοι σε €13.680 (8.000 μετοχές X €1.71).

Ό,τι όφειλε να αποδείξει η πλευρά των Αιτητών στη βάση του άρθρου 9 του Ν. 31(Ι)/1992,το έχει αποδείξει, ήτοι ότι εκκρεμεί υπέρ της αστική υπόθεση για χρέος ή αποζημιώσεις επί της οποίας έχει βάσιμη αξίωση και είναι δυνατό να μείνει ανικανοποίητη η όποια απόφαση του Δικαστηρίου, ήθελε εκδοθεί.

 

ΙV.     ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Για τους πιο πάνω λόγους η Αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδονται τα ακόλουθα προσωρινά διατάγματα με ισχύ μέχρι και 15 μέρες μετά την τελεία αποπεράτωση της Κυρίως Αίτησης και/ή μέχρι την έκδοση νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου:

(Α)   Προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης των 8.000 μετοχών της Εταιρείας SALMARY LIMITED, αρ. εγγραφής ΗΕ14809 που είναι εγγεγραμμένες στο όνομα του Καθ’ ου η αίτηση 2.

(Β)   Προσωρινό διάταγμα με το οποίο επιβαρύνονται οι προαναφερόμενες υπό «Α» μετοχές μέχρι την πληρωμή του ποσού που ήθελε καταστεί οφειλόμενο από τους Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 προς την Αιτήτρια, δυνάμει τελικής απόφασης στην Κυρίως Αίτηση, με προτεραιότητα, έναντι όλων των χρεών και υποχρεώσεων του Καθ’ ου η Αίτηση 2 τα οποία δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο προγενέστερων επιβαρυντικών διαταγμάτων επί των αναφερόμενων Μετοχών.

(Γ)    Προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η μεταβίβαση, πώληση, αποξένωση ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο συναλλαγή των πιο πάνω μετοχών από τον Καθ’ ου η αίτηση 2.

(Δ)   Προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η πληρωμή μερισμάτων στον Καθ’ ου η αίτηση 2 σε σχέση με τις πιο πάνω Μετοχές και τα τυχόν μερίσματα να κατακρατούνται σε ξεχωριστό λογαριασμό και θα αποτελούν μέρος της αξίας των αναφερόμενων μετοχών.

Η έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων τελεί υπό τον όρο οι Αιτητές να υπογράψουν εγγύηση ύψους  δέκα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (€14.000) για αποζημίωση του Καθ’ ου 2 για ενδεχόμενες ζημιές, βλάβες ή δαπάνες από την χωρίς εύλογη αιτία έκδοση των διαταγμάτων.

Όσον αφορά τα έξοδα, ακολουθούν το αποτέλεσμα της Αίτησης και επιδικάζονται τα υπέρ των Αιτητών και εναντίον του Καθ’ ου 2, όπως θα υπολογιστούν από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της Κυρίως Αίτησης.

 

 

(Υπ.)………………………………………….

Γ. Χρ. Παγιάσης

Πρόεδρος

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Γραμματέας



[1] Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/1960)διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«   Άρθρο 32: (Απαγορευτικά διατάγματα και παραλήπται)

(1)     Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού έκαστον δικαστήριον, εν τη ασκήσει της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδη απαγορευτικόν διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικόν) ή να διορίζη παραλήπτην εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας το δικαστήριον κρίνει τούτο δίκαιον ή πρόσφορον, καίτοι δεν αξιούνται ή χορηγούνται ομού μετ’ αυτού αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία.

Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριον ικανοποιηθή ότι υπάρχει σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασίαν, ότι υπάρχει πιθανότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιούται θεραπείαν, και ότι εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δίσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον.

(2)     Οιονδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα, εκδοθέν συμφώνως τω εδαφίω (1),δύναται να εκδοθή υπό τοιούτους όρους και προϋποθέσεις ως το δικαστήριον θεωρεί δίκαιον, και το δικαστήριον δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον, επί αποδείξει ευλόγου αιτίας, να ακυρώση ή τροποποιήση οιονδήποτε τοιούτον διάταγμα.

 (3)    Εάν ήθελε φανή εις το δικαστήριον ότι οιονδήποτε εκδοθέν απαγορευτικόν διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) εβασίσθη επί ανεπαρκών λόγων, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντίον του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ’ αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και την βλάβην ήτις προσεγένετο εις αυτόν διά της εκτελέσεως του διατάγματος.

Πληρωμή αποζημιώσεως δυνάμει του εδαφίου τούτου θα είναι κώλυμα δι’ οιανδήποτε αγωγήν δι’ αποζημιώσεις εν σχέσει προς οτιδήποτε εγένετο συνεπεία του διατάγματος, και εάν τοιαύτη αγωγή έχει ήδη εγερθεί το δικαστήριον δύναται να διακόψη αυτήν κατά τοιούτον τρόπον και επί τοιούτοις όροις ως ήθελε θεωρήσει τούτο πρέπον.»

[2] Δ. Τσολάκκη κ.α. ν. Στυλιανίδη (1992) 1Β Α.Α.Δ. 782.

[3] Άκης, άλλως Γρηγόρης Ν. Γρηγορίου κ.α. ν Χρ. Σταύρου Χριστοφόρου κ.α.  (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

[4] Σεβαστού ν Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980.

[5] Jonitexo Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984) 1 C.L.R. 263.

[6] P.A. Micrologic Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1802.

[7] Κοσμά ν. Χατζηκυπρή κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 169 Χ. Κουνουνά ν. C. & A. SIMONOS LTD, (2002) 1Β Α.Α.Δ. 1361 και Κίτσιου ν. Χριστοδούλου Π.Ε. (2004) 1Α Α.Α.Δ. 228.

[8] C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785.

[9] Κιτρομηλίδου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1165.

[10] Κυρίσαββα κ.ά. v. Χάρη Γεωργίου Κύζη (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1245, Μ. & Ch. Mitsingas κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 A.Α.Δ. 1791 και Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848.

[11] Bacardi v. Vinco (1996) 1(B) A.A.Δ 788.  

[12] Papageorghiou v. Karayiannis (1988) 1 CLR 571.

[13] Αναφορικά με την Αίτηση των Α.Κ. Ποχτζελιάν & Υιοί (Διανομείς) Λτδ, Πολιτική ECLI:CY:AD:2015:D42, Αίτηση Αρ. 212/2014, ημερομηνίας 30.1.2015.

[14] Σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, «Διατάγματα, Εκδ. 2016, Κεφ. 10: Διατάγματα σε διάφορους τομείς δικαίου, Β. Ενοικιοστάσιο», σελ. 291.

[15] Ακίνητα Ν. & Κ. Αγρότης Λτδ ν. Δημητρίου (1997) 1Β Α.Α.Δ. 863.

[16]Δείτε επίσης τα λεχθέντα στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της North Financial Overseas Corp. Πολιτική Αίτηση Αρ. 57/2016, ημερομ. 08/06/2016.

[17] American Cyanamid Co v. Ethicon [1975] 1 ALL ER 504 HL, Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557.

[18] Δ. Τσολάκκη κ.α. ν. Στυλιανίδη  (ανωτέρω).

[19] Σημειώνω συναφώς ότι με βάση το άρθρο 141(1) του περί Εταιρειών Νόμου - Κεφ. 113, οι σύμβουλοι των εταιρειών οφείλουν να μεριμνούν για τη τήρηση λογιστικών αρχείων και βιβλίων στα οποία «να επεξηγούν ορθώς όλες τις συναλλαγές και να επιτρέπουν τον καθορισµό της οικονοµικής θέσης της εταιρείας µε εύλογη ακρίβεια σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή». Σε διαφορετική περίπτωση, ενδεχομένως να θεωρεί ότι διαπράττουν ποινικό αδίκημα με βάση το άρθρο 141(4) του εν λόγω νόμου.

[20] Δείτε, Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 92.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο