ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

Ενώπιον:  Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

και Σ. Σπυριδάκη, Κ. Φραγκούδη, Παρέδρων

 

Αίτηση αρ.: E28/2021

ΜΕΤΑΞΥ:

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

Αιτητής

και

 

Hester Πιτσιλλίδου, από τη Λευκωσία

Καθ’ ης η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 04/01/2024      

Για τον Αιτητή: κα Μ. Καραολιά 

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: Καμία εμφάνιση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι.        ΕΙΣΑΓΩΓΗ / ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε στις 06/04/2021. Μέσω αυτής, η Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα, αξιώνει την ανάκτηση της κατοχής της κυβερνητικής κατοικίας που περιγράφεται στην παράγραφο Α της Εναρκτήριας Αίτησης.

Ως λόγος έξωσης, προβάλλεται η ισχυριζόμενη συστηματική καθυστέρηση στην πληρωμή του ενοικίου. Όσον αφορά τα γεγονότα, δικογραφείται πως η έναρξη της ενοικιαστικής σχέσης, η οποία στην πορεία του χρόνου κατέστη θέσμια, επήλθε συνεπεία προφορικής συμφωνίας που έγινε το 1971 με τον Σταύρο Πιτσιλλίδη. Ο Σταύρος Πιτσιλλίδης απεβίωσε πριν πολλά χρόνια και έκτοτε το επίδικο υποστατικό χρησιμοποιείται από τη σύζυγό του και Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία τον αντικατέστησε στη θέσμια ενοικίαση. Το μηνιαίο ενοίκιο ανέρχεται μόλις στα €77,91 και έχει παραμείνει αναλλοίωτο από το 1971. Γίνεται αναφορά σε αποστολή σχετικών επιστολών, δίχως ανταπόκριση.

Στην Απάντηση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως η Καθ’ ης είναι πρόσωπο μεγάλης ηλικίας και με σοβαρά προβλήματα υγείας και υποστηρίζεται ότι η ιδιοκτησιακή πλευρά αρνήθηκε να παραλάβει το ενοίκιο και ενεργεί με κακοπιστία.

ΙΙ.      Η ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΑΝΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ.

Η υπόθεση προχώρησε με βάση τη διαδικασία της ταχείας εκδίκασης.

Καταχωρήθηκαν έγγραφες μαρτυρίες και έλαβε χώρα και αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 06/07/2023.

Παρέλκει αναφορά στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε προς το Δικαστήριο, ως προς το ουσιαστικό επίδικο θέμα της συστηματικής καθυστέρησης στην εξόφληση των ενοικίων.

Διότι, δυστυχώς, στις 21/09/2023 η Καθ’ ης απεβίωσε.

Το Δικαστήριο ενημερώθηκε για αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη μέσω ειδοποίησης που καταχώρησαν στον φάκελο της υπόθεσης οι δικηγόροι που την εκπροσωπούσαν κατά την ακροαματική διαδικασία.

Συνεπεία αυτού και επειδή το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει καθήκον και υποχρέωση να ελέγχει αυτόβουλα και αυτοδύναμα[1] τα ζητήματα σχετικά με τη δικαιοδοσία του, στις 19/10/2023, προχώρησα αυτεπαγγέλτως στο επανάνοιγμα της υπόθεσης, θέτοντας το ερώτημα εάν η παρούσα Αίτηση έχει απωλέσει το αντικείμενό της.

Στις 06/11/2023 και στην παρουσία δύο εκ των παιδιών της αποβιώσασας, οι συνήγοροι της αποβιώσασας, εξέφρασαν τον προβληματισμό τους αν μπορούν πλέον να εμφανίζονται στη διαδικασία. Στις 11/12/2023, οι συνήγοροι της αποβιώσασας, δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά την ίδια δικάσιμο, διαφάνηκε πως υφίστανται κληρονομικές διαφορές μεταξύ των κληρονόμων της αποβιώσασας, οι οποίες εμποδίζουν τον άμεσο διορισμό διαχειριστή της περιουσίας της. Ακολούθως, αγόρευσε επί του θέματος η κα Καραολία εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, παρουσιάζοντας και γραπτό κείμενο  προς υποστήριξη των θέσεων της.

ΙΙΙ.      ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΣΤΕΙ ΑΝΕΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ.

Η συνήγορος του Αιτητή επιχειρηματολόγησε πως η επίδικη Αίτηση δεν έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Παρέπεμψε συναφώς στις αποφάσεις  Cumber v Wane - (1719) 93 ER 613 και Turner ν. London And South-Western Railway Company. (1874) L.R. 17 Eq. 561. Υπέβαλε ότι το Δικαστήριο κέκτειται εξουσία και δικαιοδοσία να εκδώσει απόφαση, επειδή η δικαστική διαδικασία ολοκληρώθηκε πριν τον θάνατο της Καθ’ ης και διότι η επιφύλαξη της απόφασης δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας. Εφόσον, συνεχίζει η εισήγηση, ο διάδικος βρισκόταν εν ζωή την ημέρα ολοκλήρωσης της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει απόφαση. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι η απόφαση θα έπρεπε να είχε εκδοθεί την ίδια ημέρα που ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία και ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση στην έκδοσή της συνιστά «delay arising from the act of the Court» για αυτό και θα πρέπει να εφαρμοστεί η νομική αρχή «nunc pro tunc» («τώρα για τότε») και το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης στη βάση της «σύμφυτης δικαιοδοσίας» που έχει. Η εισήγηση καταλήγει με την υπόδειξη, ότι διαφορετική κατάληξη του Δικαστηρίου θα είναι «τιμωρητική» για τον Γενικό Εισαγγελέα, γιατί θα τον αναγκάσει να προβεί σε άλλα δικαστικά διαβήματα και να επιβαρυνθεί σε έξοδα, εκφράζοντας παράλληλα και την ετοιμότητα να πράξει τα δέοντα για τον διορισμό διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας για τον περιορισμένο σκοπό της εκτέλεσης του διατάγματος ανάκτησης κατοχής που θα εκδοθεί.

Ευσεβάστως αποκλίνω.

Κατ’ αρχάς, μάλλον αδίκως προσάπτεται στο Δικαστήριο καθυστέρηση για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Πρόκειται για υπόθεση που καταχωρήθηκε τον Απρίλιο του 2021 και εκδικάστηκε άμεσα. Η εισήγηση ότι υπάρχει δήθεν «delay arising from the act of the Court» επειδή η απόφαση δεν εκδόθηκε την ίδια μέρα που ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία, αλλά επιφυλάχθηκε, παραγνωρίζει τόσο την πραγματικότητα, όσο και τη συνταγματική υποχρέωση κάθε Δικαστηρίου να εκδίδει δεόντως αιτιολογημένες αποφάσεις.

Επί του προκειμένου, με τον προσήκοντα σεβασμό, η υπό κρίση εισήγηση δεν αντιμετωπίζει καν την ουσία του τεθέντος ερωτήματος. Τουναντίον, τα περί «τιμωρίας» του Αιτητή, εδράζονται στο λογικό άλμα ότι ο Αιτητής θα επετύγχανε στο επίδικο αίτημα για ανάκτηση της κατοχής.

Ο προβληματισμός του Δικαστηρίου δεν ήταν, γενικώς, εάν έχει το ίδιο εξουσία να εκδώσει τελική απόφαση, η οποία μπορεί να ήταν απορριπτική, αλλά εάν, συνεπεία του θανάτου της Καθ’ ης, η Εναρκτήρια Αίτηση έχει απωλέσει το αντικείμενό της.

Ούτε η επίκληση της νομικής αρχής «nunc pro tunc» («τώρα για τότε») βοηθά την πλευρά του Αιτητή. Η εν λόγω νομική αρχή, κατά τους περασμένους αιώνες, είχε όντως μια χρησιμότητα. Διότι, τότε, τα Δικαστήρια οφείλαν να απονείμουν δικαιοσύνη, δίχως να διαθέτουν τα δικονομικά εργαλεία και τις λοιπές διευκολύνσεις της σύγχρονης εποχής. Αλλά, σήμερα, η εφαρμογή της είναι εξαιρετικά περιορισμένη.[2] Επειδή, είναι μέσω της εφαρμογής των νόμων και των δικονομικών κανόνων που απονέμεται η Δικαιοσύνη και, κυρίως, αποτρέπεται η αυθαιρεσία στην εφαρμογή του Δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, δεν νοείται, κατ’ επίκληση της εν λόγω αρχής και στο όνομα της «σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου», το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων να πράξει οτιδήποτε το οποίο αντίκειται, καταστρατηγεί, ή παρερμηνεύει τις ρητές προθέσεις του Νομοθέτη, ως εκφράζονται στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο. Ως συναφώς αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά στην Canadian Imperial Bank of Commerce v. Green, 2015 SCC 60:

«

However, nunc pro tunc orders will not be available if they are precluded by either the language or the purpose of a statute. None of the other equitable factors listed above, including the delay being caused by an act of the court, can be relied on to effectively circumvent or defeat the express will of the legislature. 

»

Ούτε οι αγγλικές αποφάσεις στις οποίες βασίζεται η εισήγηση, βοηθούν την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα. Πρόκειται για τόσο παλαιές υποθέσεις που δεν μπορούν να έχουν οποιανδήποτε σχέση προς τις προστατευόμενες ενοικιάσεις.[3] Συγκεκριμένα, στην Cumber v Wane - (1719) 93 ER 613 είχε απορριφθεί η εισήγηση ότι η πληρωμή £5 συνιστούσε πλήρη εξόφληση χρέους £15. Όσον αφορά την Turner ν. London And South-Western Railway Company. (1874) L.R. 17 Eq. 561, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσον η εναγόμενη σιδηροδρομική εταιρεία είχε υποχρέωση να σταματά έξω από την οικία του ενάγοντα, το «Avon Cottage», ορισμένα γρηγορότερα τρένα της. Αν και με βάση το «Ringwood, Christchurch, and Bournemouth Railway Act» η εν λόγω εταιρεία είχε ρητή υποχρέωση να προσφέρει υπηρεσίες μέσω «ordinary train» στον κατά περίπτωση ιδιοκτήτη του «Avon Cottage», ο ενάγων προσέφυγε στο Δικαστήριο διεκδικώντας υπηρεσίες γρηγορότερων τρένων. Επειδή όμως ο ενάγων απεβίωσε πριν την έκδοση της επιφυλαγμένης απόφασης, το Δικαστήριο θεώρησε πως η εν λόγω εξέλιξη δεν το εμπόδιζε από το να εκφωνήσει την απόφασή του, με βάση την αρχή «nunc pro tunc», απλά και μόνο για να απορρίψει την αγωγή. Τότε όμως, δηλαδή το 1874, πέραν του ότι δεν είχε καν συλληφθεί ως ιδέα η έννοια της θέσμιας ενοικίασης, δεν υπήρχαν ούτε δικονομικοί κανόνες, αφού τα αγγλικά Rules of the Supreme Court τέθηκαν σε εφαρμογή μόλις στις 24/10/1883.

Το όλο ζήτημα, κατά την κρίση μου, πρέπει να αντικρισθεί διαφορετικά. Συνοψίζεται ως εξής:  

·                Η έκδοση δικαστικής απόφασης προαπαιτεί την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος (cause of action). [4]  

·                Υπάρχουν αγώγιμα δικαιώματα που επιβιώνουν (survive)[5] του θανάτου του διαδίκου και άλλα όχι.[6]

·                Η παρούσα περίπτωση ανήκει, αναντίλεκτα, στη δεύτερη περίπτωση.

·                Η μη επιβίωση του αγώγιμου δικαιώματος, συμπαρασύρει σε απόρριψη την Εναρκτήρια Αίτηση.

Για να οδηγηθώ στο πιο πάνω συμπέρασμα, έχω λάβει υπόψιν και τα ακόλουθα.

Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων ασχολείται αποκλειστικά με τις θέσμιες ενοικιάσεις, καθώς και με οτιδήποτε παρεμπίπτον και/ή συμπληρωματικό προς αυτές.

Συστατικό στοιχείο της θέσμιας ενοικίασης είναι ο «ενοικιαστής», έννοια η οποία προσδιορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρονται τα εξής:

«

«ενοικιαστής» σημαίνει παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον το οποίον συνήθως διαμένει

ή έχει την έδραν αυτού εν Κύπρω και το οποίον είναι ενοικιαστής ακινήτου, εν σχέσει

προς το οποίον υφίσταται ενοικίασις και περιλαμβάνει—

(α)      θέσμιον ενοικιαστήν·

(β)      οιονδήποτε υπενοικιαστήν ή παν έτερον πρόσωπον αποκτών δικαίωμα κατοχής του

          ακινήτου από τον αρχικόν ενοικιαστήν ή υπενοικιαστήν·

(γ)      τον επιζώντα σύζυγον όστις, ή τέκνον ενοικιαστού το οποίον, διέμενε ή είχε την  κύρια απασχόλησή του στο ενοικιαζόμενο υποστατικό μετ’ αυτού κατά τον χρόνον του θανάτου του ή εφοίτα τακτικώς εν τη αλλοδαπή ή εργαζόταν προσωρινώς εν τη αλλοδαπή κατά τον χρόνον του θανάτου του ενοικιαστού ή, εν περιπτώσει ενοικιάσεως κατοικίας, οσάκις ο ενοικιαστής δεν εγκαταλείπη σύζυγον ή ο ενοικιαστής είναι γυνή, τοιούτο μέλος της οικογενείας του ενοικιαστού το οποίον διέμενε μετ’ αυτού διά περίοδον ουχί μικροτέραν των εξ μηνών αμέσως προ του θανάτου του ενοικιαστού·

(δ)      την εν διαστάσει λόγω εγκαταλείψεως της συζυγικής εστίας από τον σύζυγόν της ενοικιαστήν σύζυγον αυτού ως και τα τέκνα αυτών·

(ε)      την Κυβέρνησιν της Κυπριακής Δημοκρατίας και οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου,

»

Αποτελεί κοινό τόπο στην παρούσα υπόθεση πως η Καθ’ ης, πριν αποβιώσει, είχε καταστεί η ίδια θέσμια ενοικιάστρια, ακριβώς επειδή είχε προηγηθεί ο θάνατος του συζύγου της.

Σήμερα, έχοντας η ίδια αποβιώσει, το ερώτημα που αναφύεται, είναι κατά πόσον συνεχίζει να υπάρχει «ενοικιαστής».

Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική.

Αυτό το συμπέρασμα αναδεικνύεται ξεκάθαρα από την ίδια τη δικογραφία της διαδικασίας, η οποία καθορίζει και προσδιορίζει αυστηρά[7] τα επίδικα θέματα.[8]

Εξ αυτής, αφενός στην Αίτηση, ως θέσμια ενοικιάστρια καθορίστηκε μόνο η Καθ’ ης. Αφετέρου, στην Απάντηση,[9] δεν αξιώνεται μέσω Ανταπαίτησης να αναγνωριστεί η ύπαρξη άλλου θέσμιου ενοικιαστή, πέραν της αποβιώσασας. Ούτε ζητήθηκε να προστεθεί στη διαδικασία άλλος αναγκαίος διάδικος. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα που να αντιστρατεύεται τα προαναφερόμενα.[10]

Εξάλλου, θυμίζω ότι η παρούσα περίπτωση αφορά μια ενοικίαση η οποία άρχισε το 1971 και συνεχίστηκε, επειδή κατέστη θέσμια, για περισσότερο από μισό αιώνα. Δεν μπορεί όμως να ισχύει στο διηνεκές, αφού κάτι τέτοιο θα αντιστρατευόταν, τόσο την ίδια της τη φύση, ως ενοικιαστική, όσο και ειδικότερα την ερμηνεία της έννοιας του «ενοικιαστή», στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, με βάση τους γνωστούς κανόνες ερμηνείας νομοθετημάτων.[11] Διότι, αυτό που εκεί προστατεύεται, είναι η περίπτωση όπου επέρχεται ο θάνατος του θέσμιου ενοικιαστή, αφήνοντας μόνιμα διαμένοντες στο υποστατικό σύζυγο και ή τέκνα. Πρόκειται για μια απολύτως λογική πρόβλεψη σε μία κοινωνικού χαρακτήρα νομοθεσία. Η οποία όμως, ούτε μεταβιβάζεται εσαεί, ούτε κληρονομείται, ούτε δημιουργεί δικαίωμα χρησικτησίας.

Επειδή, επί της αρχής, το δικαίωμα στη θέσμια ενοικίαση, είναι ένα απόλυτα προσωποπαγές δικαίωμα.

H θέσμια ενοικίαση είναι πλάσμα νόμου, δεν είναι καν σύμβαση, αλλά το προσωπικό δικαίωμα του αμετακίνητου (statutory right of irremovability). Στην υπόθεση αναφορικά με τις Αιτήσεις του Αβραάμ Δίσπυρου (1990) 1 Α.Α.Δ. 365, λέχθηκε:

«         

Η θέσμια ενοικίαση δεν είναι σύμβαση, είναι το δικαίωμα του αμετακίνητου με τις επιφυλάξεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου και είναι προσωπικό δικαίωμα (Dudley and District Benefit Building Society v. Emerson [1949] Ch.707,  Marcrοft Wagons v. Smith [1951] 2 All E.R. 271).[12]

»

Όπως συναφώς αναφέρεται στο σύγγραμμα των Megarry & Wade, The Law of Real Property, Seventh Edition, σελ. 1027, παρ. 22-130, υπό τον τίτλο «1. Statutory Tenancy»:

«

A statutory tenancy is not really a tenancy at all, in the common law sense of the word: the tenant has no estate or interest in the land, but instead a mere personal right of occupation which has been termed a “status of irremovability”

»   

Άμεσα σχετική με το επίδικο θέμα είναι η Michael Vassiliou under his capacity as Administrator of the Estate of  the late Soteris Chaklides deceased ν. The Attorney-General οf the Republic, through the Central Committee for Protection of Turkish-Cypriot Properties, (1987) 1 C.L.R. 358, όπου το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού είχε εκδώσει διάταγμα ανάκτησης κατοχής εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα θέσμιου ενοικιαστή. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, σημείωσε τα εξής:

 

«

We have to consider what is the nature of statutory tenancy. Is it a right or interest that forms pan of the estate of the statutory tenant which vests in the administrator of his estate?

The Rent Control Law is social legislation with two objects: to secure the possession of the premises by the tenant and to keep rents at reasonable levels. Statutory tenancy is, strictly speaking, not a tenancy at law. The right conferred upon a statutory tenant is purely a personal right. The rent control legislation creates a status of irremovability of the statutory tenant as an occupier of the premises-(Marcroft Wagons Ltd., v. Smith, [1951) 2 K.B. 496; Evanthia Hji-Evangelou v. Kermia Co. Ltd., (1971) 1 C.L.R. 375, 378). The right conferred upon the statutory tenant is a purely personal right with which he cannot deal-(Scrutton, L.J., in John Lovibond and Sons v. Vincent, [1929] 1 K.B. 687). His right is a purely personal one and, as such, unless the statute expressly authorises him to pass it onto another person, must cease the moment he parts with the possession or dies-(Keeves v. Dean, [1924] 1 K.B. 685).

Statutory tenancy is not a right which devolves on the heirs or is vested in the administrator of the estate of a deceased. It is not a right which can be inherited. The administrator of the estate of the late Chaklides was not a statutory tenant of the shop in question and no right of statutory tenancy vested in him.

Under Section 2 of the Rent Control Law 1983 (No. 23 of 1983), «statutory tenant» includes one who was statutory tenant prior to the coming into operation of this Law. From the definition of «tenant» and «statutory tenant» in Law No. 23/83 it is abundantly clear that a statutory tenancy is transmitted on the death of a statutory tenant to his spouse with whom he was residing at the time of his death. Thus, by operation of Law, the statutory tenancy is transmitted to his said spouse and/or by statutory substitution the surviving spouse residing with the deceased tenant acquires the status of statutory tenant. It is not necessary for the surviving spouse to make any request or application in order to become a statutory tenant, if she has the quality of cohabitation.

In the present case we deemed it unnecessary to determine whether such right was transmitted to the wife in view of any anticipated future litigation on the matter.

The appellant-administrator was not a statutory tenant. The jurisdiction of the Rent Control Court established by Section 4 of Law No. 23/83 is confined to cases referred to it with regard «to disputes arising out of the application» of that Law. As there was no relationship of landlord and tenant or statutory tenant between the applicant Attorney-General and the appellant-administrator, the Rent Control Court had nn jurisdiction to entertain this application. If the administrator committed any act of trespass to immovable properly, again this tort is outside the ambit of the Rent Control Courts-(In re Kakos, (1984) 1 C.L.R. 876):

In view of the aforesaid, in our judgment, the application for recovery of possession could not proceed against the administrator of the estate of the [l]ate Chaklides. The order made by the Rent Control Court of Limassol was wrongly issued.

»

Ως εκ των ανωτέρω, αποτελεί τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι συνεπεία του θανάτου της Καθ’ ης η Αίτηση, η παρούσα υπόθεση έχει απωλέσει το αγώγιμο δικαίωμά της, ήτοι δεν υπάρχει ενοικιαστής και κατ’ επέκταση θέσμια ενοικίαση, επί της οποίας το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων κέκτειται δικαιοδοσίας να εκδώσει οποιανδήποτε επί της ουσίας απόφαση. Κατά συνέπεια, η Αίτηση θα απορριφθεί.[13]  

Και κάτι τελευταίο, δικονομικό. Έχω υπόψιν ότι μετά το θάνατο της Καθ’ ης δεν έχουν γίνει οποιαδήποτε διαδικαστικά διαβήματα για τη «συνέχιση» της διαδικασίας και για την τροποποίηση των δικογράφων. Αλλά, υπό τις περιστάσεις, η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν είναι ούτε αναγκαία,[14] ούτε θα εξυπηρετήσει, λόγω του ότι η υπόθεση καθίσταται άνευ αντικειμένου. Ούτε όμως θα ήταν και θεμιτή, ως προκύπτει από την Chaklides (ανωτέρω).

ΙV.     ΚΑΤΑΛΗΞΗ.

Ως εκ των ανωτέρω, με τη σύμφωνη γνώμη των Παρέδρων, η Κυρίως Αίτηση έχει απωλέσει το αντικείμενό της και απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα, με βάση και τις σχετικές αρχές[15] και λόγω της εξέλιξης των πραγμάτων, δεν θα εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή, τυχόν δε προγενέστερες διαταγές για έξοδα, ακυρώνονται.

 

(Υπ.)………………………………………….

Γ. Χρ. Παγιάσης

Πρόεδρος

(Υπ.)…………………..……………                            (Υπ.)…………..……………………    

     Σ. Σπυριδάκης                                                         Κ. Φραγκούδης

                  Πάρεδρος                                                                      Πάρεδρος 

Πιστό Αντίγραφο

Γραμματέας



[1] Δείτε: Τουμάζου ν. S. P. S. Restaurants Ltd (2011) 1 Α. Α. Δ 700.

[2] Για περισσότερα, δείτε: Taylor (a bankrupt), Re [2006] EWHC 3029.

[3] Η πρώτη ενοικιοστασιακή νομοθεσία θεσπίστηκε στην Αγγλία μόλις το 1915, υπό την ονομασία «The Increase of Rent and Mortgage Interest (War Restrictions) Act, 1915 (Rent Restrictions Act)».

[4] «Αγώγιμο δικαίωμα» σημαίνει εκείνα τα αναγκαία γεγονότα, η ύπαρξη και η απόδειξη των οποίων παρέχει δικαίωμα σε ένα άτομο να εξασφαλίσει από το Δικαστήριο θεραπεία εναντίον ενός άλλου προσώπου. Δείτε: Halsbury's Laws of England/Civil Procedure (Volume 11 (2015), paras 1-503 Basic Procedural Provisions/(1) Basic Definitions Used in Procedure/115. Cause of action.

[5] Είναι για τούτο τον προφανή λόγο που και στη σχετική Διαταγή 12 θεσμός 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας οι εκεί αναφερόμενες περαιτέρω ενέργειες τίθενται υπό την ότι αίρεση ότι «When the plaintiff or defendant in a cause or matter dies and the cause of action survives…». 

[6] Δείτε: Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, Τόμος  103 του 2021, αναφέρονται τα εξής: «1282. Examples of causes of action which survive death.

The causes of action which survive for the benefit of or against the estate of the deceased include rights of action founded on breaches of contractual obligations, rights of action for personal injuries to the deceased, including claims for damages for pain and suffering and for loss of expectation of life, and rights of action founded on statutory duties or rights, if as a matter of construction the statute envisages this. In addition, causes of action based upon a wide range of personal and moveable intellectual property and associated rights will survive for the benefit of the estate. However, it has been held that the court should be cautious in extending the meaning of 'causes of action' to applications for financial relief in the Family Division which are essentially personal in nature arising between parties to a marriage or children of a marriage and deriving from no source other than the matrimonial legislation7, although agreements made subsequent to such applications may be treated differently, in some circumstances. A claim for provision under the Inheritance (Provision for Family and Dependants) Act 1975 does not survive for the benefit of the claimant's estate and neither does the right to apply for secured maintenance after a decree absolute in matrimonial proceedings. A claim for penalties for incorrect income tax returns is a cause of action which survives against a deceased person's estate.

No right or liability of a purely personal nature, dependent on the skill or qualification of one party, can be assigned by operation of law. Therefore the personal representatives may not sue or be sued on such a contract made by the deceased, and the contract is discharged by the death. However, they may sue for any money earned by the deceased under the contract, or even for money accruing after death, if it appears that the parties intended that the remuneration should continue to be payable after the ending of the contract. If a party to a contract assigns his rights in equity before he dies, his personal representatives continue to represent him for the purpose of joining or being joined with the assignee in suing the debtor.

»

[7] Μαρτυρία εκτός δικογράφων, δεν επιτρέπεται καν να παρουσιάζεται στο Δικαστήριο. Δείτε: Β. Παπαδόπουλος κ.α. v. CYP-CANA ALARMS LTD, (2009) 1Α Α.Α.Δ 704.

[8] Δείτε, μεταξύ άλλων: Κούρτης v. Ιασωνίδης (1970) 1 Α.Α.Δ 180, Πουρίκκου v. Μυροφόρα Σάββα (1991) 1 Α.Α.Δ. 507.

[9] Αναφέρεται μεν στην Απάντηση ότι η επίδικη κατοικία «χρησιμοποιείται» και από τον υιό της, τον κ. Christofer Πιτσιλλίδη, αλλά δεν υποβάλλεται ότι εκείνος διαμένει μόνιμα στο επίδικο υποστατικό.

[10] Δείτε: Παρλάτα ν. Δημητρίου  (2014) 1Β Α.Α.Δ 994.

[11] Η ερμηνεία γίνεται με βάση το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, δίχως να οδηγεί σε αδικία, ή σε παράλογα αποτελέσματα και χωρίς να προσθέτει όρους που δεν υπάρχουν ή να διευρύνει το νόημα του νομοθέτη, ιδίως όταν δεν εντοπίζονται ασαφείς ή διφορούμενες λέξεις ή έννοιες. Παρέκκλιση από τη γραμματική ερμηνεία επιτρέπεται μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες όπως όταν η αυστηρώς ετυμολογική έννοια θα αντίκειται στην πρόθεση, τη λειτουργικότητα ή τον δηλωμένο σκοπό του Νομοθέτη ή εάν το νόημα που θα αποδοθεί θα οδηγήσει σε παράλογο αποτέλεσμα. Δείτε: Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 106/2012, ημερομηνίας 19/09/2018, Δημοκρατίας ν. Ματθαίου (1990)3 Α.Α.Δ. 2452, Antigoni Georighiadou v. The Attorney-General of the Republic (1966) 3 C.L.R. 612, 615, Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191 και Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384, και Καντούνας ν. IOANNIS N. PATSALIDES GENERAL ENTERPRISES LTD κ.α. (2004) 1Γ Α.Α.Δ 1876.

[12] Στην αναφερόμενη Marcroft Wagons vSmith λέχθηκαν τα εξής παραστατικά: «…. a new monstrum horrendum, informe, ingens has come into our ken - the conception of a statutory tenancy, the conception that a person may have such right of exclusive possession of property as to entitle him to bring an action of trespass against the owner of that property, but yet that such right would not confer any interest whatever in the land on the occupier…. It is, as has been said, a statutory right of irremovability».

[13] Δεν τίθεται βεβαίως ζήτημα για την παραπομπή της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού το αγώγιμο δικαίωμα εδραζόταν αποκλειστικά στις πρόνοιες του περί Ενοικιοστασίου Νόμου.

[14] Δείτε: Διαταγή 12 των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως επιβεβαιώνεται και δια της Διαταγής 20.10(1)(α) των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

[15] Με βάση τον κανονισμό 13(β) του Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμού του 1983, αλλά και τη νομολογία (πχ: Katsiantonis ν. Fragkeskou (1981) 1 CLR 566) το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει ευρύτατη διακριτική εξουσία ως προς την επιδίκαση εξόδων, νοουμένου βεβαίως ότι αυτή η εξουσία ασκείται δικαστικά. Με βάση τη Χάσικος ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ, 389, «η δικαίωση διάδικου δεν συνεπάγεται δαπάνη» και ως αναφέρεται στη Θρασυβούλου v. Arto estate Ltd (1983) 1 Α.Α.Δ 12, «θεωρείται ασύννομο ο διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο