ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον:  Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

    Α. Γεωργίου και Π. Αγιομαμίτη, Παρέδρων

Αίτηση αρ.: Ε164/2021

ΜΕΤΑΞΥ:

1.     Χαράλαμπος Πουργουρή, από τη Λεμεσό

2.     Μάγδα Πουργουρή, από τη Λεμεσό

                                                         Αιτητές

και

1.      Γεώργιος Παρασκευόπουλος, από τη Λεμεσό

2.      Κυριακή Παρασκευοπούλου, από τη Λεμεσό

                                                                                                   Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ημερομηνία:  29/02/2024     

Για τους Αιτητές:  κ. Α. Σαουρής για Α. Σαουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση: κα Μ. Χατζηλευτέρη για Γεώργιος Λ. Σαββίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι.        ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

Με την επίδικη αίτηση αξιώνεται η ανάκτηση της κατοχής ενός υποστατικού, κατ’ επίκληση ιδιοκατοίκησης.

(α)       Η Κυρίως Αίτηση.

Η Κυρίως Αίτηση καταχωρήθηκε στις 12/12/2021. Αφορά το υποστατικό που περιγράφεται στην παράγραφο Α της Κυρίως Αίτησης. Πρόκειται για ισόγειο διαμέρισμα, δύο υπνοδωματίων, στη Λεμεσό (στο εξής: «το Υποστατικό»). Οι Αιτητές είναι σύζυγοι και ιδιοκτήτες του Υποστατικού (στο εξής: «οι Ιδιοκτήτες»). Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 είναι οι θέσμιοι ενοικιαστές (στο εξής: «οι Ενοικιαστές»). Η επίδικη ενοικίαση απορρέει από λήξασα  σύμβαση ενοικίασης που άρχισε το 2014 με υφιστάμενο ενοίκιο τα €350 μηνιαίως. Στις 29/08/2018, οι Αιτητές, μέσω των δικηγόρων τους, ενημέρωσαν τους Ενοικιαστές για την πρόθεσή τους να χρησιμοποιήσουν για ιδία χρήση το Υποστατικό, με σκοπό την ιδιοκατοίκηση. Δεν υπήρξε συμμόρφωση. Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι δικαιούνται την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, λόγω οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. Δεν έχουν άλλη ιδιοκτησία και αναγκάζονται να ενοικιάζουν αλλού, καταβάλλοντας €825 μηνιαίως για ενοίκιο. Δεν εργάζονται, λαμβάνουν κοινωνική σύνταξη ύψους €750,00.  Ο Αιτητής αρ. 1 αντιμετωπίζει και σοβαρό πρόβλημα υγείας.  Ως εκ των ανωτέρω, αξιώνονται τα εξής:

«

1.      Οι Αιτητές αιτούνται την έκδοση διατάγματος διατάττον τους Καθ’ ων η Αίτηση και/ή τους αντιπροσώπους τους να παραδώσουν την κατοχή του ισόγειου διαμερίσματος με αριθμό 3 το οποίο ευρίσκεται στην οδό [ ], [ ] στην Λεμεσό, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία επίδοσης του διατάγματος, για τον λόγο ότι η κατοχή του ως άνω διαμερίσματος από τους Αιτητές είναι αναγκαία για να χρησιμοποιηθεί από τους ίδιους ως οικογενειακή εστία.

»

(β)     Η Απάντηση.

Στην Απάντησή τους, οι Ενοικιαστές, δέχονται ουσιαστικά τις λεπτομέρειες ενοικίασης. Τονίζουν ότι στο διαμέρισμα διαμένουν και οι δύο εγγονές τους, για τις οποίες έχουν την αποκλειστική γονική μέριμνα. Η μια σπουδάζει, η άλλη είναι μαθήτρια. Αμφισβητούν, γενικώς, τη γνησιότητα του αιτήματος. Τονίζουν πως η έκδοση του διατάγματος θα προκαλέσει σε αυτούς μεγαλύτερη ταλαιπωρία, με ειδική αναφορά, πέραν του ότι φροντίζουν τις εγγονές τους, στις οικονομικές και ιατρικές τους δυσκολίες,  οι οποίες δεν τους επιτρέπουν να εξασφαλίσουν εναλλακτική κατοικία. Εξ ου και υποστηρίζουν πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για ανάκτηση της κατοχής.  

 

ΙΙ.       Η ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.

Η υπόθεση προχώρησε με τη διαδικασία της ταχείας εκδίκασης με βάση τη νέα Διαταγή 30. Για τους Ιδιοκτήτες έδωσε μαρτυρία ο Ιδιοκτήτης αρ. 1, ενώ για τους Ενοικιαστές  καταχωρήθηκε έγγραφη μαρτυρία εκ μέρους της Καθ’ ης 2.

Κατόπιν σχετικής πρωτοβουλίας του Δικαστηρίου, οι μάρτυρες παρουσιάστηκαν δια ζώσης για να  διευκρινίσουν στο Δικαστήριο συγκεκριμένα ζητήματα της έγγραφης τους μαρτυρίας.

Ακολουθεί σύνοψη της παρουσιασθείσας μαρτυρίας σχετικά με ό,τι κρίνεται σημαντικό ως προς τα ουσιαστικά επίδικα ζητήματα. Δεν θα παρατεθεί μαρτυρία η οποία είτε αποτελεί κοινό τόπο,[1] είτε δεν έχει ιδιαίτερη αξία ως προς την αιτιολόγηση της παρούσας απόφασης. Τονίζω ακόμη ότι, παρόλο που έχω μελετήσει με προσοχή το σύνολο της έγγραφης μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί, ως επίσης και τα λεχθέντα κατά την αντεξέταση των μαρτύρων και έχω προβεί στις σχετικές αντιπαραβολές όπου έκρινα αναγκαίο, για σκοπούς οικονομίας δεν θα αναφερθώ σε κάθε ένα ζήτημα και ή τεκμήριο ξεχωριστά, παρά μόνο σε ό,τι κρίνω ότι έχει ειδική βαρύτητα προς αιτιολόγηση της παρούσας απόφασης.

(α)       Η μαρτυρία της πλευράς των Ιδιοκτητών.

(1)          Η μαρτυρία του Ιδιοκτήτη / Αιτητή αρ.  1.

Ο Αιτητής αρ. 1, ο οποίος στο εξής θα αναφέρεται και ως «ο Ιδιοκτήτης», μέσω της έγγραφής του μαρτυρίας, επανέλαβε τους δικογραφημένους του ισχυρισμούς, παρουσίασε, μεταξύ άλλων, τίτλο ιδιοκτησίας του υποστατικού (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1), προειδοποιητική επιστολή  (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2), το ενοικιαστήριο έγγραφο της οικίας που ενοικιάζει ο ίδιος (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3), ιατρικό πιστοποιητικό που τον αφορά (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5) καθώς και έγγραφα προς στοιχειοθέτηση της υφιστάμενης εισοδηματικής του ικανότητας καθώς και της συζύγου του (ΤΕΚΜΗΡΙΑ 6 και 7). Η αναγκαιότητα της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την προφορική του μαρτυρία:     

«

 Είμαι χαμηλοσυνταξιούχος και εγώ και η γυναίκα μου, παίρνουμε €800 σύνολο.  Το σπίτι που μένω, που ενοικιάζω εγώ, πληρώνω €900, τα οποία δεν πληρώνω εγώ, πληρώνουν τα παιδιά μου, τα επιβαρύνω αυτά.  Καταλαβαίνετε τι γίνεται;  Γι’ αυτό θέλω να πάρω το σπίτι μου πίσω και αισθάνομαι σαν να είμαι πρόσφυγας δεύτερη φορά, είμαι από την Καρπασία.  Έχουμε ζητήσει το σπίτι μας πριν 6, 7 χρόνια και η κυρία λέει, δεν σας το δίνω και όπου θέλετε πηγαίνετε. Έτσι μας απάντησε. Δεν μπορώ να πληρώνουμε €900 και να το πληρώνουν τα παιδιά μου.  Ο γιος μου πληρώνει ένα τριάρι στην Ομόνοια, €1.000.    […] Έχει 5, 6 χρόνια που γίνεται η κουβέντα.  Κάτι πρέπει να κάμω.  Εγώ πρέπει να μείνω με ενοίκιο για να μένει η κυρία μέσα;  Αφού δεν μπορώ να πληρώνω το ενοίκιο μου.

»

(β)       Η μαρτυρία της πλευράς των Ενοικιαστών.

(1)       Η έγγραφη μαρτυρία της Καθ’ ης 2 / Ενοικιάστριας 2.  

Στη δική της έγγραφη μαρτυρία η Καθ’ ης 2, η οποία στο εξής θα αναφέρεται και ως «η Ενοικιάστρια»,  επικέντρωσε την υπεράσπισή της, στα εξής:

«

(2)      Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 είναι ο σύζυγος μου όπου διαμένουμε στο διαμέρισμα το οποίο  ευρίσκεται στην οδό [ ], Διαμ. 9, [ ] Court, Block B, στη Λεμεσό, στο ισόγειο πληρώνοντας ενοίκιο το ποσό των €350 μηνιαίως από το 2015. Μαζί μας διαμένουν οι δύο εγγονές μας που έχουμε τη γονική μέριμνα αυτών βάσει διατάγματος Δικαστηρίου της Ρωσίας. Επισυνάπτω ως Τεκμήριο «Α» το σχετικό διάταγμα, για το λόγο ότι η μητέρα και η πρώην σύζυγος του γιου μας, τις εγκατέλειψε και είναι εξαφανισμένη. Ο γιος μου διαμένει στη Ρωσία, δεν μπορεί να έρθει στη Κύπρο λόγω πολλών προσωπικών του προβλημάτων. Οι εγγονές μου πηγαίνουν μία στο πανεπιστήμιο Κύπρου και η άλλη σε σχολείο. Η εγγονή μου που πηγαίνει πανεπιστήμιο πηγαινοέρχεται καθημερινά στη Λευκωσία.

(3)      Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 σύζυγος μου είναι συνταξιούχος όπου παίρνει σύνταξη από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων το ποσό των €4.804,42 ετησίως από 1.1.2022. Επισυνάπτω ως Τεκμήριο «Β» βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

(4)      Για να μπορούμε ν’ ανταπεξέλθουμε οικονομικά, εργάζομαι σε κατάστημα ενδυμάτων με μερική απασχόληση χαμηλά αμειβόμενη. Είμαστε σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζω είμαι υποχρεωμένη να εργάζομαι. Πάσχω από [ ]. Η καθημερινότητα μου είναι δύσκολη γιατί  [  ].

(5)      Οι Αιτητές πριν προχωρήσουν στη καταχώρηση της παρούσης μας ζήτησαν αύξηση το ποσό των €800 και τους είπαμε με το σύζυγο μου ότι δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουμε αύξηση ενοικίου.  Επίσης έχουμε οικονομικά προβλήματα και θέματα υγείας δεν μπορούμε να μετακινηθούμε. Το συντηρούμε πολύ καλά κάθε χρόνο το μπογιατίζουμε μόνοι μας και επιδιορθώνουμε ότι μπορούμε εμείς οι ίδιοι για να μπορεί να είναι βιώσιμο. Το διατηρούμε καθαρό και προσπαθούμε να το κάνουμε βιώσιμο τόσο για μας όσο και για τις εγγονές μας.

»

Προσθέτει πως οι Αιτητές βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, αφού διαμένουν σε κατοικία «πολυτελείας» ενώ επίσης, διατείνεται ότι ο Αιτητής 1 είναι «ιδιοκτήτης ταξί και εργάζεται ως οδηγός ταξί». Κατά την προφορική της μαρτυρία, επέμεινε ότι δεν μπορεί να βρει εναλλακτική κατοικία, επικαλούμενη οικονομικούς και ιατρικούς λόγους. Πρόσθεσε πως έψαξε να βρει άλλο υποστατικό, αλλά «δεν έχει τόσο φτηνά, εγώ δεν παίρνω ούτε μισθό τόσο να πληρώσω και να πάω». Η ίδια εργάζεται, ο σύζυγος της είναι συνταξιούχος και λαμβάνει €370 μηνιαίως.

(γ)       Οι Αγορεύσεις.

Κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, οι συνήγοροι των διαδίκων παρουσίασαν γραπτά κείμενα, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησαν. Στο περιεχόμενο των εκατέρωθεν θέσεων θα αναφερθώ μόνο στην έκταση που κρίνω σκόπιμο, κατά το στάδιο παράθεσης των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου. Ακολούθως, ήτοι στις 18/01/2024, η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε.  

 

ΙΙΙ.      ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, υποκείμενη στις πρόνοιες του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983, (Ν. 23/83) (στο εξής: «ο Νόμος»), εκπηγάζει από το άρθρο 4(1) του Νόμου,[2] προσδιορίζεται στο άρθρο 2 αυτού και εκτείνεται σε κάθε θέμα που αφορά θέσμιες[3] ενοικιάσεις[4] και τους όρους αυτών,[5] καθώς και σε κάθε θέμα παρεμπίπτον ή συναφές προς τούτες τις προστατευόμενες σχέσεις μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή. Πέραν των βασικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ανάκτηση της κατοχής και την αναπροσαρμογή ενοικίου, τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με τα θέματα που άπτονται της επιδίκασης των καθυστερημένων και οφειλόμενων ενοικίων καθώς επίσης και αξιώσεις που αφορούν επιδίκαση αποζημιώσεων λόγω ζημιών που προκαλούνται σε ελεγχόμενα υποστατικά.[6]

Στο άρθρο 11 του Νόμου, τίθενται αναλυτικά και περιοριστικά οι λόγοι έξωσης θέσμιου ενοικιαστή.  H έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής προϋποθέτει την παρουσίαση «συγκεκριμένης και πειστικής»[7] μαρτυρίας, δοθέντος ότι, η εν λόγω ενέργεια συνιστά την πιο ακραία παρέμβαση[8] («most extreme form of interference») στο δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας[9] και της επαγγελματικής στέγης.[10] 

·                Ανάκτηση κατοχής λόγω Ιδιοκατοίκησης. 

Η δυνατότητα για ανάκτηση κατοχής λόγω ιδιοκατοίκησης προβλέπεται στο εδάφιο (στ) του άρθρου 11, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«

(στ) σε περίπτωση κατά την οποία το ακίνητο απαιτείται λογικά από τον ιδιοκτήτη για  ιδιοκατοίκηση ή για την κατοίκηση του συζύγου, τέκνου ή εξαρτώμενου γονέα ή του συζύγου του τελευταίου ή, όταν ο ιδιοκτήτης είναι οικογενειακή εταιρεία, για ιδιοκατοίκηση μέλους της και το Δικαστήριο θεωρεί λογική την έκδοση τέτοιας απόφασης ή τέτοιου διατάγματος:

Νοείται ότι ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα θα εκδίδωνται δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν το Δικαστήριού πεισθή ότι, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, θα επροξενείτο μεγαλυτέρα ταλαιπωρία διά της εκδόσεως του διατάγματος ή της αποφάσεως παρά διά της αρνήσεως εκδόσεως τούτου.

Διά τους σκοπούς της παραγράφου αυτής ο όρος «περιστάσεις της υποθέσεως» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον ο ενοικιαστής είναι εκτοπισθείς ή παθών, ως οι όροι ούτοι καθορίζονται εις το Μέρος V του παρόντος Νόμου, το κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμον έτερον ανάλογον και με λογικόν ενοίκιον μέρος στεγάσεως διά τον ενοικιαστήν, και το κατά πόσον ο ιδιοκτήτης ηγόρασε το ακίνητον μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην ετέθη εν ισχύι ο παρών Νόμος προς τον σκοπόν αποκτήσεως κατοχής δυνάμει των διατάξεων της παρούσης παραγράφου·

»

Συνεπώς, η έκδοση του διατάγματος ανάκτησης κατοχής με σκοπό την ιδιοκατοίκηση προαπαιτεί τη διαπίστωση ότι η εν λόγω αξίωση είναι «λογική» εν τη έννοια του Νόμου. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό.[11] Στην Παμπορίδη ν. Χουλιώτη κ.α. (1996) 1Α Α.Α.Δ 604 λέχθηκαν τα εξής:

«

Η φράση “απαιτείται λογικώς” ερμηνεύτηκε σε αριθμό υποθέσεων. Έχει αποφασιστεί ότι η φράση προϋποθέτει την ύπαρξη ανάγκης η οποία πρέπει να είναι γνήσια υφιστάμενη ανάγκη, κάτι περισσότερο από απλή επιθυμία αν και κάτι κατά πολύ λιγότερη της απόλυτης ανάγκης (βλ. Yiannopoulos v. Theodoulou (1979) 1 C.L.R. 215), ενώ στην υπόθεση Andreou ν. Christodoulou (1978) 1 C.L.R. 192, λέχθηκε ότι η ανάγκη θα πρέπει να είναι οριστική και άμεση.

»

Ως όμως στο προπαρατεθέν άρθρο 11(1)(στ) υποδεικνύεται, η λογικότητα του αιτήματος δεν αρκεί. Απαιτείται, περαιτέρω, στάθμιση της ταλαιπωρίας hardship») έκαστου διαδίκου, ήτοι των συνεπειών που θα προκληθούν σε κάθε πλευρά, είτε από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ανάκτησης κατοχής, είτε την άρνηση του Δικαστηρίου να αποδώσει την αιτούμενη θεραπεία, ταλαιπωρία η οποία συναρτάται με τα κατά περίπτωση πραγματικά δεδομένα.[12] Συνυπολογίζονται όλες οι «περιστάσεις της υπόθεσης», οι οποίες περιλαμβάνουν, όχι εξαντλητικά,[13] τα εξής:

(α)         Κατά πόσον ο ενοικιαστής είναι εκτοπισθείς ή παθών.

(β)         Κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμον έτερον, ανάλογο και με λογικό ενοίκιο μέρος για να στεγαστεί ο ενοικιαστής. [14]

(γ)         Κατά πόσον ο ιδιοκτήτης αγόρασε το υποστατικό μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντα Νόμου.

IV.     ΣΥΝΟΨΗ / ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΔΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ.

Πριν αναφερθώ στα αποτελέσματα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, έχοντας ήδη αντιπαραβάλει τη μαρτυρία που τέθηκε προς το Δικαστήριο, με βάση πάντοτε το σχετικό δικογραφικό πλαίσιο και συνυπολογίζοντας τις εισηγήσεις των συνηγόρων των διαδίκων, ως έχουν περιοριστεί μέσω των αγορεύσεών τους,[15] κρίνω χρήσιμο στο σημείο αυτό να συνοψίσω και να περιορίσω τα επίδικα θέματα.

Κατ’ αρχάς, σημειώνεται ότι ο θέσμιος χαρακτήρας της ενοικίασης δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Το ίδιο ισχύει για το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αφού κάποιοι δικογραφημένοι ισχυρισμοί στην Απάντηση, εν τέλει δεν προωθήθηκαν. Η αποστολή της αναγκαίας προειδοποιητικής επιστολής είναι δεδομένη, με αποτέλεσμα τούτη η τυπική προϋπόθεση να ικανοποιείται, δίχως να χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω για αυτό το ζήτημα. Επί της ουσίας, η ιδιοκτησιακή πλευρά οφείλει να στοιχειοθετήσει τη λογικότητα έκδοσης του διατάγματος. Από την άλλη, η ενοικιαστική πλευρά χαρακτηρίζει το αίτημα προσχηματικό, με πραγματική πρόθεση την ενοικίαση εκ νέου του Υποστατικού, με υψηλότερο ενοίκιο. Επιπρόσθετα, οι Ενοικιαστές λένε ότι η έκδοση του διατάγματος θα προκαλέσει σε αυτούς μεγαλύτερη ταλαιπωρία παρά η μη έκδοσή του, λόγω της δύσκολης οικονομικής τους κατάστασης, των ιατρικών τους δεδομένων και της αδυναμίας τους να εξεύρουν εναλλακτική κατοικία με λογικό ενοίκιο. Συνακόλουθα, θα πρέπει να εξεταστεί η ταλαιπωρία που θα υποστεί κάθε πλευρά είτε από την έκδοση είτε από την άρνηση έκδοσης της αιτούμενης θεραπείας.  

V.      ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ.  

Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι ένα πολυσχιδές έργο. Το Δικαστήριο οφείλει να προβεί στην αξιολόγηση, αντιπαραβάλλοντας και διερευνώντας τα επίδικα γεγονότα με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται έτσι ώστε το Δικαστήριο να μην περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα, αλλά να λάβει υπόψιν όλες τις σχετικές και νομικές αποδεκτές παραμέτρους αξιολόγησης. Η δε αποτίμηση της μαρτυρίας θα πρέπει να γίνει με βάση την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο αυτής και όχι στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

Έχοντας υπόψιν τις σχετικές επί του θέματος νομικές αρχές[16] και τα ουσιαστικά επίδικα θέματα όπως έχουν ήδη προσδιορισθεί ανωτέρω, προχωρώ στην αξιολόγηση της παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

Ξεκινώ από τον Ιδιοκτήτη. Θετική ήταν η εντύπωση που προκάλεσε προς το Δικαστήριο. Μέσω του ό,τι ανέφερε, η λογικότητα του αιτήματός του παρουσιάζεται να τεκμηριώνεται. Συγκεκριμένα, είναι όντως λογικό και φυσιολογικό να επιθυμεί την επιστροφή της κατοχής του επίδικου διαμερίσματος, με σκοπό την ιδιοκατοίκηση αυτού και της συζύγου του, αντί να αναγκάζεται να καταβάλλει ένα πολύ μεγαλύτερο ενοίκιο για να ενοικιάζει ο ίδιος και παράλληλα να επιβαρύνει οικονομικά τον υιό του, ο οποίος τον βοηθά να ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Σύμφωνα με ό,τι παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, οι Αιτητές, είναι άτομα με χαμηλά εισοδήματα, δίχως άλλη περιουσία, δεδομένο που αποτελεί επιπρόσθετο στοιχείο που συνηγορεί στη γνησιότητα του αιτήματος. Ό,τι προαναφέρεται, έχει δεόντως στοιχειοθετηθεί μέσω της μαρτυρίας της ιδιοκτησιακής πλευράς, δίχως να έχει επί της ουσίας αμφισβητηθεί.

Υπάρχει όμως και η στάθμιση της ταλαιπωρίας και συγκεκριμένα το «κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμον έτερον ανάλογον και με λογικόν ενοίκιον μέρος στεγάσεως διά τον ενοικιαστήν», που αποτελεί ένα αυτοτελές ξεχωριστό κριτήριο, στη σημαντικότητα του οποίου θα επανέλθω αργότερα. Προς το παρόν, σημειώνεται ότι επί τούτου του θέματος, ουδεμία μαρτυρία δόθηκε εκ μέρους των Ιδιοκτητών. Το Δικαστήριο, κατά την προφορική του εξέταση, τον κάλεσε να τοποθετηθεί ως προς τη δήλωση της Ενοικιάστριας αρ. 2,  ότι δεν μπορεί να εξεύρει εναλλακτική κατοικία. Η απάντησή του, ήταν, επί λέξει: «πιστεύω ότι μπορεί». Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξάγει οποιαδήποτε συγκεκριμένα συμπεράσματα για αυτό το ζήτημα. Ό,τι όμως αμέσως προηγουμένως αναφέρεται, δεν αφορά τη φιλαλήθεια του μάρτυρα, αλλά την επί του εν λόγω ζητήματος αποδεικτική αξία της μαρτυρίας του.

Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Ενοικιάστριας, η οποία θα γίνει εν μέρει αποδεκτή, για τους λόγους που εξηγούνται στη συνέχεια. Δεν αμφισβητείται και γίνεται αποδεκτό ότι οι Ενοικιαστές έχουν την αποκλειστική γονική μέριμνα των δύο εγγονών τους, οι οποίες όμως πλέον έχουν ενηλικιωθεί και σπουδάζουν. Δέχομαι ότι και η Ενοικιάστρια αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Η Ενοικιάστρια αμφισβήτησε τη γνησιότητα του αιτήματος, ισχυριζόμενη ότι ο πραγματικός σκοπός είναι η εκ νέου ενοικίαση με ψηλότερο ενοίκιο. Επιχείρησε να το πράξει αυτό αντιπαραβάλλοντας το επίδικο, με την κατοικία που διαμένουν οι Αιτητές. Συγκεκριμένα, το επίδικο διαμέρισμα, διαθέτει δύο υπνοδωμάτια, συμπληρώθηκε το 1990 και χαρακτηρίζεται από την Ενοικιάστρια ως «μικρό, παλαιού τύπου χωρίς καμία πολυτέλεια», ενώ, στο σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο που παρουσίασε ο Ιδιοκτήτης (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3), το υποστατικό που διαμένει με τη σύζυγό του, αφορά κατοικία 3ων υπνοδωματίων, η οποία περιγράφεται, ως εξής: «οικία η οποία βρίσκεται στην οδό [] στη Λεμεσό. Αποτελούμενη από τρία (3) υπνοδωμάτια, το ένα ensuite με μικρό μπάνιο, καθιστικό, κουζίνα με εντοιχισμένα φούρνο, μάτια, αποσμητήρα, ψυγείο, τζάκι, w/c ξένων, πλυσταριό, κυρίως μπάνιο, εξωτερικό αποθηκευτικό χώρο και καλυμμένο χώρο στάθμευσης για (2) δύο αυτοκίνητα». Εκ των ανωτέρω, φαίνεται ότι η κατοικία που διαμένουν οι Αιτητές όντως πλεονεκτεί έναντι του επίδικου υποστατικού. Αυτό όμως δεν αρκεί για να καταδείξει την επικαλούμενη προσχηματικότητα της αξίωσης. Διότι, η ενοικίαση της κατοικίας που διαμένει ο Ιδιοκτήτης με τη σύζυγό του προηγήθηκε (2011) της επίδικης θέσμιας ενοικίασης (2015) και έλαβε χώρα, με βάση, αφενός, τις συνθήκες της αγοράς που επικρατούσαν τότε, και, αφετέρου, τις τότε οικονομικές δυνατότητες των Ιδιοκτητών. Εξ ου και σήμερα, ο Ιδιοκτήτης διατείνεται ότι είναι ο υιός του που επιβαρύνεται πλέον με αυτό το κονδύλι, μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε το ενδεχόμενο να αξιώθηκε αυξημένο ενοίκιο πριν από την καταχώριση της παρούσας διαδικασίας καθιστά, δίχως άλλο, το αίτημα επίπλαστο. Συνεπώς, τίποτα από όσα προαναφέρονται αρκεί για να κλονίσει τη γνησιότητα του αιτήματος των Ιδιοκτητών.

Αναφορικά με την εισοδηματική ικανότητα των Ενοικιαστών, η Ενοικιάστρια δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική. Καθ’ υπερβολή στην έγγραφη της μαρτυρία ανέφερε πως εργάζεται «με μερική απασχόληση χαμηλά αμειβόμενη» δίχως όμως να προσδιορίσει τα εισοδήματά της, τα οποία όμως φαίνεται να ανέρχονται περί τα €1.000 μηνιαίως, με βάση το «ΤΕΚΜΗΡΙΟ Β», το οποίο εσφαλμένα περιέγραψε στη μαρτυρία της ως «βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων» του συζύγου της, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για αναλυτική κατάσταση αποδοχών της ίδιας για το έτος 2022. Είναι επίσης δεδομένο, με βάση σχετική δήλωσή της κατά την προφορική της μαρτυρία, ότι ο σύζυγός της λαμβάνει €370 μηνιαίως, ως σύνταξη. Ως προς τη δυνατότητά της για εξεύρεση εναλλακτικής κατοικίας επέμεινε ότι τα οικογενειακά μηνιαία εισοδήματά της δεν αρκούν για την εξεύρεση ανάλογης κατοικίας, δίχως όμως να πείσει ότι επιχείρησε με θέρμη να εξεύρει τέτοια, αφού δεν ήταν συγκεκριμένη ως προς τις ενέργειές της. Παρόλα αυτά, η ουσιαστική της θέση ότι ο μισθός της δεν αρκεί καν για να καλύψει το ενοίκιο, έμεινε αναπάντητος και γίνεται αποδεκτός. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω.    

VΙ.     ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, έχουν ως εξής.

(α)    Τα πραγματικά γεγονότα.

Ξεκινώντας από τα πραγματικά γεγονότα, η παρούσα υπόθεση αφορά το ελεγχόμενο υποστατικό, ήτοι μια ισόγεια κατοικία, δύο υπνοδωματίων, ως περιγράφεται στην Κυρίως Αίτηση η οποία αγοράστηκε από τους Ιδιοκτήτες περί το 1990, ήτοι μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντα Νόμου. Πρόκειται για μη αμφισβητούμενη θέσμια ενοικίαση στη βάση λήξασας μονοετούς έγγραφης συμφωνίας ενοικίασης, η οποία σύμφωνα με την παραδοχή του Ιδιοκτήτη, άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2015. Η εν λόγω επίδικη έγγραφη συμφωνία ενοικίασης, δεν έχει παρουσιαστεί από τους διαδίκους. Το υφιστάμενο ενοίκιο του Υποστατικού ανέρχεται στα €350 μηνιαίως. Στο επίδικο διαμέρισμα κατοικούν οι Καθ’ ων 1 και 2 (σύζυγοι), δίχως να είναι σαφές εάν οι δύο εγγονές τους, οι οποίες πλέον σπουδάζουν, διαμένουν ακόμη μαζί τους. Οι Ενοικιαστές δεν είναι εκτοπισθέντες, ούτε παθόντες, εν τη έννοια του περί Ενοικιοστασίου Νόμου.

Οι Ιδιοκτήτες είναι 73 και 69 ετών αντίστοιχα. Από το 2011, διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία 3ων υπνοδωματίων, με σημερινό ενοίκιο τα €900, το οποίο προφανώς αυξήθηκε από τα €825 που καταβάλλονταν κατά την καταχώριση της Εναρκτήριας Αίτησης. Τα συνολικά εισοδήματά τους, με βάση ό,τι τέθηκε προς το Δικαστήριο, περιορίζονται στη λήψη κοινωνικής σύνταξης ύψους €750 μηνιαίως. Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε απτό που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της Ενοικιάστριας ότι ο Αιτητής αρ. 1 σήμερα είναι «ιδιοκτήτης ταξί και εργάζεται ως οδηγός ταξί», καθώς και ποια είναι τα εισοδήματά του από αυτή την ενασχόληση. Ο Αιτητής 1 αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Επίσης, έχει και δανειακές υποχρεώσεις, από κοινού με τον υιό του, προς τραπεζικό οργανισμό. Ο υιός των Ιδιοκτητών, παρέχει σε αυτούς οικονομική στήριξη, καλύπτοντας το ενοίκιο που καταβάλλουν για την υφιστάμενη τους κατοικία. Ο Καθ’ ου 1 βρίσκεται σε συντάξιμη ηλικία. Η Καθ’ ης 2 είναι 64-65 ετών (δείτε: ΤΕΚΜΗΡΙΟ Γ στην έγγραφη της μαρτυρία). Ο Καθ’ ου 1, δεν εργάζεται, λαμβάνει σύνταξη. Η Καθ’ ης εργάζεται. Τα συνολικά εισοδήματα των Καθ’ ων είναι πέριξ τα €1.400 μηνιαίως. Η Καθ’ ης 2, αντιμετωπίζει και αυτή, κάποιο, όχι ασήμαντο, πρόβλημα υγείας. Στις 30/06/2021 οι Ιδιοκτήτες, μέσω των δικηγόρων τους, επέδωσαν στους Ενοικιαστές ειδοποίηση για την πρόθεσή τους να χρησιμοποιήσουν για ιδία χρήση το Υποστατικό, με σκοπό την ιδιοκατοίκηση. Δεν υπήρξε συμμόρφωση των Ενοικιαστών, εξ ου και η καταχώριση στις 14/12/2021 της παρούσας Αίτησης.

(β)    Η γνησιότητα του αιτήματος.

Στην Απάντηση, αμφισβητείται η γνησιότητα του αιτήματος, δια της αναφοράς ότι ο πραγματικός σκοπός της ιδιοκτησιακής πλευράς είναι η εκ νέου ενοικίαση του επίδικου υποστατικού με ψηλότερο ενοίκιο. Ως όμως έχει εξηγηθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Καθ’ ης 2, δεν δόθηκε οποιαδήποτε στέρεη μαρτυρία που να υποστηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό. Τουναντίον. Τόσο μέσω της προειδοποιητικής επιστολής, όσο και των δικογράφων, καθώς και της μαρτυρίας που δόθηκε προς το Δικαστήριο, η θέση της ιδιοκτησιακής πλευράς ως προς την ύπαρξη ανάγκης για ιδιοκατοίκηση, υπήρξε σταθερή, λογικά δομημένη και αρκούντως πειστική, με βάση τα πραγματικά και κυρίως οικονομικά τους δεδομένα, ως έχουν τεθεί προς το Δικαστήριο. Όποιες δε υποβολές και εισηγήσεις για το αντίθετο, παρέμειναν μετέωρες,[17] δίχως αποδεικτική αξία. Κατά συνέπεια, ως αναλύεται στην προπαρατεθείσα αξιολόγηση της μαρτυρίας, ευρήματα τα οποία για σκοπούς οικονομίας δεν επαναλαμβάνονται, προκύπτει πως οι Ιδιοκτήτες, απαιτούν λογικώς την ανάκτηση της κατοχής για την ιδιοκατοίκηση τους, ήτοι ότι δεν πρόκειται μόνο για «απλή επιθυμία» για ανάκτηση του Υποστατικού, αλλά για ανάγκη γνήσια, άμεση και οριστική.

(γ)     Το ζήτημα της ταλαιπωρίας hardship»).

Παραμένει το ζήτημα της στάθμισης της ταλαιπωρίας, επί του οποίου ρητώς βασίζεται η υπεράσπιση των Ενοικιαστών. 

Επί τούτου, θυμίζω πως ο Ιδιοκτήτης, αρκέστηκε να εκφράσει την πίστη του, ότι οι Ενοικιαστές μπορούν να βρουν εναλλακτική κατοικία, δήλωση η οποία η Ενοικιάστρια αντιπαρέβαλε πως δεν διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να εξεύρει άλλη στέγη, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ολόκληρος μισθός που λαμβάνει δεν αρκεί.

Συνεπώς, αναδεικνύεται ως δεδομένη η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας για τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «ανάλογη κατοικία», ούτε βεβαίως, εφόσον αποδεικνυόταν η ύπαρξη τέτοιας, εάν αυτή προσφέρεται με «λογικό ενοίκιο».

Ο συνήγορος των Ιδιοκτητών, αν και αναγνώρισε ότι οι πελάτες του δεν προσέφεραν προς τούτο μαρτυρία, υποστήριξε πως πρόκειται για βάρος που είναι η πλευρά των Ενοικιαστών που οφείλει να αποσείσει και όχι οι πελάτες του. Παρέπεμψε συναφώς στην αγόρευσή του, στη  Piper v. Harvey [1958] 1 All ER 454 όπου ο δικαστής Denning σημείωσε, μεταξύ πολλών άλλων, ότι: «the burden is on the tenant to show there is greater hardship on him by having to move».

Η εισήγηση του κ. Σαουρή είναι σχεδόν ορθή. Διότι, η νομολογία του κοινοδικαίου, απαιτεί, πρωτίστως, την ακριβή κατανόηση του δικανικού πλαισίου εντός του οποίου ασκείται. Διαφορετικά, δημιουργείται κίνδυνος για εξαγωγή συμπερασμάτων που είτε δεν συνάδουν με την ημεδαπή πραγματικότητα, είτε απολήγουν σε υπεραπλουστεύσεις.   

Επί του προκείμενου, ο Δικαστής Denning, το 1958, δεν ερμήνευσε, προφανώς, το υπό εξέταση άρθρο του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983. Αναφερόταν στο τότε ισχύον Rent and Mortgage Interest Restrictions (Amendment) Act, 1933, s3(1). Sect 3(1) καθώς και στο σχετικό με εκείνο «First Schedule»,[18] το οποίο, δια της αναφοράς «A court shall, [..] have power to make or give an order or judgment for the recovery of possession of any dwelling-house to which the principal Acts apply or for the ejectment of a tenant therefrom without proof of suitable alternative accommodation..», ρητώς απάλλασσε τον Ιδιοκτήτη από την υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη άλλης διαθέσιμης κατοικίας για τον Ενοικιαστή. Τούτη η νομοθετική πρόβλεψη, ήταν στην πραγματικότητα μια ενδιάμεση και προσωρινή ρύθμιση στην εξέλιξη του αγγλικού δίκαιου, επί του θέματος των προστατευόμενων ενοικιάσεων.  

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, η διατύπωση στο υπό εξέταση άρθρο 11(στ) του δικού μας Νόμου και ιδίως η επιφύλαξη της ύπαρξης διαθέσιμης «έτερης, ανάλογης και με λογικό ενοίκιο» κατοικίας, δημιουργεί, στοχευμένα, ένα ιδιότυπο βάρος απόδειξης, το οποίο, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως εξής:

·                Κατ’ αρχάς, ο Ενοικιαστής θα πρέπει να εγείρει[19] ρητώς στην Απάντησή του    ζήτημα δικής του μεγαλύτερης ταλαιπωρίας, ως μέρος των «ουσιωδών γεγονότων που στηρίζουν την υπόθεσή του», ως προβλέπεται στον Κανονισμό 8(β) περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1983.

Αυτό συνέβη στην παρούσα περίπτωση.

·                Τηρουμένων των πιο πάνω, η ιδιοκτησιακή πλευρά φέρει, εκ πρώτης όψεως, το βάρος να καταδείξει την ύπαρξη διαθέσιμης «έτερης, ανάλογης και με λογικό ενοίκιο» κατοικίας για τη μεταστέγαση του Ενοικιαστή.

·                Εφόσον διαφανεί ότι όντως υπάρχει κάποια τέτοια κατάλληλη εναλλακτική κατοικία, τότε το βάρος μετατοπίζεται στον Ενοικιαστή για να ανατρέψει τη διαμορφωθείσα πλέον, εις βάρος του κατάσταση.

Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί τόσο η γραμματική ερμηνεία[20] της εν λόγω επιφύλαξης, όσο και η σχετική επί του θέματος νομολογία και βιβλιογραφία.

Πιο συγκεκριμένα, είναι σαφές, ότι ο Νομοθέτης δεν ήθελε να εναποθέσει μόνο στους ώμους του Ενοικιαστή το βάρος στοιχειοθέτησης της εν λόγω υποχρέωσης, ως εισηγείται η πλευρά των Ιδιοκτητών. Τούτο συνάγεται ξεκάθαρα από τον τρόπο σύνταξης της εν λόγω επιφύλαξης, και ιδιαίτερα της αναφοράς  στο «κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμον […]»  η οποία φέρει ουδέτερο χαρακτήρα, εν αντιθέσει με την υποχρέωση που ρητώς εναποτίθεται εις βάρος του ιδιοκτήτη, στο αμέσως επόμενο άρθρο 11(ζ), δια της αναφοράς «δεν ηδυνήθη[21]να εξασφαλίσει[…..]». Επί τούτου, στη Nevile v. Hardy [1921] 1 Ch. 404 ερμηνεύθηκε ακριβώς και ειδικώς η αναφορά της έννοιας «alternative accommodation […] is available», διατύπωση που έχει αυτούσια υιοθετηθεί στη δική μας νομοθεσία, δια της αναφοράς «το κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμον» και εξ’ αυτής υποδείχθηκε ότι:

«

In my opinion, therefore, it is for the landlord who seeks possession to satisfy the Court by positive evidence that alternative accommodation of the kind specified is available.

»

Περαιτέρω, το υπό εξέταση σημείο του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983, αποτελεί σχεδόν πιστή αναπαραγωγή της αντίστοιχης, μεταγενέστερης του Act του 1933, αγγλικής πρόβλεψης.[22] Σχετικά, στο σύγγραμμα Woodfalls Law on Landlord and Tenant, Τόμος 3, Recovery of Possession, greater hardship, παρ. 23.107, κάτω από τον τίτλο «Suitable alternative accommodation», αναφέρεται ότι το βάρος στοιχειοθέτησής της, έχει ως εξής:

«

The landlord, on whom the burden of proof falls, may, at least in theory, discharge that burden in one of two ways […] if the landlord makes a prima facie case that suitable alternative accommodation is available, the burden shifts to the tenant.

»

Ό,τι προαναφέρεται, συμβαδίζει και γενικότερα με την ιδιαίτερη φύση της ενοικιοστασιακής νομοθεσίας. Το τι θα απογίνει ο ενοικιαστής, αποτελεί πάντοτε για το Δικαστήριο αυτό, ζήτημα κεντρικής σπουδαιότητας (central significance).[23] Εξ ου και για την στοιχειοθέτηση της υπό εξέταση προϋπόθεσης, απαιτείται η παρουσίαση θετικής προς τούτο μαρτυρίας, δίχως εικασίες και πιθανολογήσεις, ως τονίζεται τόσο στην Κόσμος Λτδ ν. Φυλακτού Λτδ (ανωτέρω) όσο και στην Nevile v. Hardy [1921] 1 Ch. 404 (ανωτέρω). Τα ίδια υποστηρίζονται στο σύγγραμμα Woodfalls Law on Landlord and Tenant, Τόμος 3, Recovery of Possession, par. 23.105 κ.ε. όπου τονίζεται ότι:

«

[…] it should not be assumed that such accommodation is available to one of the parties without specific evidence on the point.

»

Κατά τον ίδιο τρόπο, στην Andrew v. Baker (1946) 175 L.T. 95, ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση η οποία βασίστηκε στον υποθετικό συλλογισμό ότι η τοπική αρχή, στην οποία εργοδοτείτο η ενοικιάστρια, θα εξασφάλιζε εναλλακτική διαμονή για αυτήν.

Κατά συνέπεια, ως προκύπτει εκ των προαναφερόμενων, οι Ιδιοκτήτες όφειλαν να παρουσιάσουν μαρτυρία ότι υπέδειξαν στους Ενοικιαστές κάποια συγκεκριμένη, διαθέσιμη, ανάλογη, και με λογικό ενοίκιο κατοικία για τη μεταστέγαση των δεύτερων.

Δεν το έπραξαν αυτό. Ενδεχομένως, επειδή εσφαλμένα εξέλαβαν ότι η έννοια του «λογικού» ενοικίου ταυτίζεται απόλυτα προς το ύψος του υφιστάμενου θέσμιου[24] ενοικίου. Όπως όμως να έχουν τα πράγματα, η ουσία του θέματος είναι ότι δεν υφίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε υπόβαθρο επί του οποίου θα μπορούσε ακολούθως να μετατοπισθεί[25] το βάρος απόδειξης στους Ενοικιαστές και να δημιουργηθεί σε αυτούς η υποχρέωση να καταδείξουν είτε την ακαταλληλότητα, είτε τη μη λογικότητα του ζητηθέντος ενοικίου, όποιας τέτοιας προτεινόμενης εναλλακτικής κατοικίας.

Αναπόδραστα, η Αίτηση οδηγείται σε απόρριψη, αφού, εκ των πραγμάτων, αναδεικνύεται ως αναπόφευκτο συμπέρασμα, ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα προκαλέσει μεγαλύτερη ταλαιπωρία, από ότι η μη έκδοσή του.

VΙΙ.    ΚΑΤΑΛΗΞΗ.

Ως εκ των ανωτέρω, με τη σύμφωνη γνώμη των Παρέδρων, η Κυρίως Αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της Κυρίως Αίτησης, με βάση τις σχετικές αρχές,[26] ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων, ως υπολογιστούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα €10.000 - €50.000.

                                    (Υπ.)………………………………………….

Γ. Χρ. Παγιάσης

Πρόεδρος

 

(Υπ.)…………………..……………                                   (Υπ.)…………..……………………         

Α. Γεωργίου                                                                 Π. Αγιομαμίτης                

                   Πάρεδρος                                                                            Πάρεδρος      

Πιστό Αντίγραφο

Γραμματέας



[1] Δείτε: Ιωάννου ν. Αληφάντη Ποινικές Εφέσεις Αρ. 163 /2017 κ.α. ημερομηνίας 07/10/2019 και ΝΑΘΑΝΑΗΛ ν. ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ ΚΕΜΙΚΑΛΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση αρ. 406/2012, ημερομηνίας 25/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A390.

[2] Το υπό αναφορά άρθρο 4(1) του Νόμου, έχει ως εξής: «Καθιδρύονται Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ο αριθμός των οποίων  δεν θα υπερβαίνη τα τρία επί σκοπώ επιλύσεως, μεθ’ όλης της λογικής ταχύτητος, των εις αυτά αναφερομένων διαφορών των αναφυομένων επί οιουδήποτε θέματος εγειρομένου κατά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος.»

[3] Ως «θέσμια», χαρακτηρίζεται η συμβατική ενοικίαση επί της οποίας έχει επενεργήσει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος με αποτέλεσμα η εν λόγω ιδιωτική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων να μην μπορεί πλέον να λειτουργεί σε αντίθεση με τα νομοθετικά προβλεπόμενα.

[4] Όσον αφορά την έννοια της «ενοικίασης» αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρονται τα εξής:« «ενοικίασις» σημαίνει ενοικίασιν, είτε έγγραφον ή άλλως, ή κατοχήν ακινήτου, δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέσις ιδιοκτήτου και ενοικιαστού αλλά δεν περιλαμβάνει ενοικίασιν γης χρησιμοποιουμένην διά γεωργικούς σκοπούς ή ενοικίασιν σταθμών διά την πώλησιν πετρελαιοειδών ή ενοικίασιν χώρου σταθμεύσεως μηχανοκινήτων οχημάτων, ή ενοικίασιν επιπλωμένων κατοικιών ή διαμερισμάτων βραχυτέραν των εξ μηνών ή ενοικίασιν ξενοδοχείων, ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων.»

[5] Δείτε: Ν. Κυθρεώτης κ.α. v. Α. Μιχαηλίδη Milington –Ward (2001) 1Β Α.Α.Δ 1480.

[6]Δείτε: Petsas v. Pavlides (1980) 3 C.L.R. 158, Efthymiadou v. Zoudros and Others (1986) 1 C.L.R. 341, Papageorghiou v. Karayiannis (1988) 1 C.L.R. 571, Cedrus Estates Ltd v. Πισσαρίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 590, Έλλη G. Mayes κ.α. ν. Θ. Παπαδοπούλου (1995) 1 Α.Α.Δ 652, Ιωάννης Κότσαπα & Υιοί  ν. Φ. Κυπριανού κ.α. (2001), και Π. Παρλάτα ν. Σ. Δημητρίου  Πολιτική Έφεση Αρ. 387/2009, ημερομηνίας 21/05/2014.

[7] Δείτε: Κόσμος Λτδ ν. Φυλακτού Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1086.

[8] Το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ανθρώπου και το απαραβίαστο της κατοικίας του, αποτελούν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που συναρτώνται με την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εξ ου και διασφαλίζονται τόσο από τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος όσο και από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

[9] Δείτε: Lushkin ν.  Ρωσίας, Αιτήσεις αρ. 29775/14 and 29967/14, ημερ. 15/12/2020 (απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).

[10] Δείτε: Σύγγραμμα Δρ. Κ. Παρασκευά,  Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 253.

[11] Δείτε: Κασάπης ν. Χριστοδούλου (1989) 1E Α.Α.Δ 233.

[12] Στη Cumming v Danson [1942] 2 All ER 653 αναφέρθηκαν τα εξής: «In considering reasonableness under s 3(1), it is, in my opinion, perfectly clear that the duty of the judge is to take into account all relevant circumstances as they exist at the date of the hearing. That he must do in what I venture to call a broad, common-sense way as a man of the world, and come to his conclusion giving such weight as he thinks right to the various factors in the situation. Some factors may have little or no weight, others may be decisive, but it is quite wrong for him to exclude from his consideration matters which he ought to take into account. […]  The appellant, as I have said, was living in the cottage with a family of refugees, and she was proposing to take in—and there is no reason to doubt her word—both her invalid sister and the sister's husband to live with her. The county court judge said that he was not entitled to consider those persons at all in addressing his mind to the question as to whether the appellant needed the house. He rules them all out because, as he says, they are not persons within sufficient proximity to her from a family point of view. With all respect to him, that has nothing in the world to do with the question. He must look at the facts as they exist.»

[13] Δείτε: Κολόμπου ν. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ 358. 

[14] Πριν την τροποποίηση στον Νόμο το 1995 (Ν.102(Ι)/95), αντίστοιχη υποχρέωση υπήρχε και για τον ιδιοκτήτη, η απάλειψη της οποίας, προφανώς αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της διαδικασίας έξωσης δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

[15] Όπως λέχθηκε στη Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακης Δημοκρατιας, Αγωγή Αρ. 1/2019, ημερομηνίας 28/05/2020: «Όπως είναι άλλωστε παγίως καθιερωμένο η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί.»

[16] Μεταξύ άλλων: Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676,  Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1Α Α.Α.Δ 676, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974), Wynne v. Mavronicola κλπ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138Κάτσου ν. Global Capital Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 119/2011, ημερ. 12.12.2016, Αργυρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. αρ. 56/2012, ημερ. 06/02/2018.

[17]Μεταξύ άλλων, δείτε: T.A.S Ophthalmos Laser Center Ltd κ.α. ν. Π. Φ. κ.α. Πολιτική Έφεση αρ. 283/2012, ημερομηνίας 27/09/2019, ECLI:CY:AD:2019:D402, Έλληνας κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση αρ. 87/2013,  ημερ.3/12/2019 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Πολιτική Έφεση αρ. 32/2014, ημερομηνίας 29/09/2021.

[18] Το πλήρες κείμενο του Rent and Mortgage Interest Restrictions (Amendment) Act, 1933, s 3(1). Sect 3(1) έχει ως εξής: «No order or judgment for the recovery of possession of any dwelling-house to which the principal Acts apply or for the ejectment of a tenant therefrom shall be made or given unless the court considers it reasonable to make such an order or give such a judgment, and either—(a) the court has power so to do under the provisions set out in the First Schedule to this Act; or (b) the court is satisfied that suitable alternative accommodation is available for the tenant or will be available for him when the order or judgment takes effect.»Στο «First Schedule» εκείνου του νομοθετήματος, αναφερόταν: «A court shall, for the purposes of sect. 3 of this Act, have power to make or give an order or judgment for the recovery of possession of any dwelling-house to which the principal Acts apply or for the ejectment of a tenant therefrom without proof of suitable alternative accommodation (where the court considers it reasonable so to do) if … (h) the dwelling-house is reasonably required by the landlord … for occupation as a residence for (i) himself; or (ii) any son or daughter of his over eighteen years of age; or (iii) his father or mother: Provided that an order or judgment shall not be made or given on any ground specified in para. (h) of the foregoing provisions of this Schedule if the court is satisfied that having regard to all the circumstances of the case, including the question whether other accommodation is available for the landlord or the tenant, greater hardship would be caused by granting the order or judgment than by refusing to grant it.»

[19] Καθώς και με βάση τον βασικό κανόνα, ότι τα δικόγραφα καθορίζουν αυστηρά τα επίδικα θέματα. Δείτε: Κούρτης v. Ιασωνίδης (1970) 1 Α.Α.Δ 180, Πουρίκκου v. Μυροφόρα Σάββα (1991) 1 Α.Α.Δ. 507.

[20] Η ερμηνεία γίνεται με βάση το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, δίχως να οδηγεί σε αδικία, ή σε παράλογα αποτελέσματα και χωρίς να προσθέτει όρους που δεν υπάρχουν, ή να διευρύνει το νόημα του νομοθέτη, ιδίως όταν δεν εντοπίζονται ασαφείς ή διφορούμενες λέξεις ή έννοιες. Παρέκκλιση από τη γραμματική ερμηνεία επιτρέπεται μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες όπως όταν η αυστηρώς ετυμολογική έννοια θα αντίκειται στη πρόθεση, τη λειτουργικότητα ή τον δηλωμένο σκοπό του Νομοθέτη ή εάν το νόημα που θα αποδοθεί θα οδηγήσει σε παράλογο αποτέλεσμα. Δείτε: Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 106/2012, ημερομηνίας 19/09/2018, Δημοκρατίας ν. Ματθαίου (1990)3 Α.Α.Δ. 2452, Antigoni Georighiadou v. The Attorney-General of the Republic (1966) 3 C.L.R. 612, 615, Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191 και Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384, και Καντούνας ν. IOANNIS N. PATSALIDES GENERAL ENTERPRISES LTD κ.α. (2004) 1Γ Α.Α.Δ 1876.

[21] Στη ACT. Textiles Ltd ν. Georghios Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89, λέχθηκαν τα εξής: «The words "δέν ηδυνήθη" (in English, "was not able" or "could not") imports the notion of exerting endeavours to find other accommodation, to look for another shop, but without success».

[22] Δείτε: άρθρο 98(1)(α) του αγγλικού Rent Act Law του 1977, όπου υπό τον τίτλο « Security of Tenure- Limitations on recovery of possession of dwelling-houses let on protected tenancies or subject to statutory tenancies- Grounds for possession of certain dwelling-houses» αναφέρονται τα εξής: «98.-(1) Subject to this Part of this Act, a court shall not make an order for possession of a dwelling-house which is for the time being let on a protected tenancy or subject to a statutory tenancy unless the court considers it reasonable to make such an order and either- (a) the court is satisfied that suitable alternative accommodation is available for the tenant or will be available for him when the order in question takes effect, […]».

[23] Δείτε: Woodfall’s Law on Landlord and Tenant, Τόμος 3, Recovery of Possession, greater hardship, par. 23.105.  

[24] Ούτε όμως ταυτίζεται με το αγοραίο ενοίκιο. Ο προσδιορισμός του «λογικού» ενοικίου απαιτεί μια πιο σύνθετη διεργασία, συνυπολογιζομένων των οικονομικών δυνατοτήτων των εκάστοτε ενοικιαστών.

Τα ίδια ισχύουν και για την αναφορά στο υπό εξέταση άρθρο σε «ανάλογο» υποστατικό, που δεν ισοδυναμεί με τον εντοπισμό ακριβώς ίδιου υποστατικού. Είναι όμως μόνο ακαδημαϊκής σημασίας η περαιτέρω ανάπτυξη τούτων των θεμάτων.

[25] Για παράδειγμα, στην Antoniades v. Panteli and another (1979) 1 C.L.R. 57, ο ιδιοκτήτης είχε εντοπίσει δύο εναλλακτικές κατοικίες για τον ενοικιαστή, τις οποίες ο τελευταίος απέρριψε, την πρώτη λόγω ψηλότερου (£25) ενοικίου και τη δεύτερη λόγω ακαταλληλότητας. Το εκεί Δικαστήριο, δέχθηκε ότι με μικρή προσπάθεια, ο  ενοικιαστής θα μπορούσε να εξεύρει άλλη κατοικία, έστω με ψηλότερο, αλλά όχι απαγορευτικό για αυτόν, ενοίκιο, σε σχέση με το καταβαλλόμενο ενοίκιο των £13. Βεβαίως εκεί, ο θέσμιος ενοικιαστής, όχι μόνο είχε σημαντικής αξίας ακίνητη ιδιοκτησία στο όνομά του, φάνηκε πως είχε λάβει και  ένα μεγάλο ποσό ως εφάπαξ κατά την αφυπηρέτησή του (£4.000). Ήταν συνταξιούχος και λάμβανε μηνιαίως £76 ως σύνταξη, ποσό που υπερκάλυπτε το ύψος ενοικίου ακόμη και ψηλότερου των £13. Ομοίως, στη Louca v. Michael Demetri (1981) 1 C.L.R. 65, ο εκεί ενοικιαστής απέρριψε όλες τις προτεινόμενες από τον ιδιοκτήτη εναλλακτικές κατοικίες, τις περισσότερες δίχως καν να τις επιθεωρήσει.

[26] Με βάση τον κανονισμό 13(β) του Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμού του 1983, αλλά και τη νομολογία (πχ: Katsiantonis ν. Fragkeskou (1981) 1 CLR 566) το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει ευρύτατη διακριτική εξουσία ως προς την επιδίκαση εξόδων, νοουμένου βεβαίως ότι αυτή η εξουσία ασκείται δικαστικά. Με βάση τη Χάσικος ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ, 389, «η δικαίωση διάδικου δεν συνεπάγεται δαπάνη» και ως αναφέρεται στη Θρασυβούλου v. Arto estate Ltd (1983) 1 Α.Α.Δ 12, «θεωρείται ασύννομο ο διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο