ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

                                                                                                Αίτηση αρ.:  Κ26/2022

ΜΕΤΑΞΥ:

YF SEC BUSINESS SOLUTIONS LTD, εκ Λεμεσού

Αιτητές

και

ΜΑΡΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛ, εκ Λεμεσού

Καθ’ ης η Αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 10/07/2023, για τροποποίηση της Κυρίως Αίτησης

 

Ημερομηνία:  01/03/2024

Για τους Αιτητές:  κα Ε. Αμοιρίδου, για J. Zenonos & Associates LLC.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: κα Γ. Πινδάρου, για Σπύρος Ξ. Μιχαηλίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

(δοθείσα από έδρας)

Ι.        ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ.

Η Κυρίως Αίτηση καταχωρήθηκε στις 20/02/2022. Μέσω αυτής, αναζητείται η αναπροσαρμογή του ενοικίου έτσι ώστε να αυξηθεί, από τα €400 μηνιαίως, στο ποσό των €800, ως η σχετική Αιτούμενη Θεραπεία. Η εν λόγω Αίτηση εδράζεται αποκλειστικώς στο άρθρο 8 του Νόμου, ήτοι στην πρόβλεψη για αναπροσαρμογή του δίκαιου ενοικίου. 

Η Απάντηση, ακριβώς αντιμετωπίζει τούτο το συγκεκριμένο ζήτημα με παραπομπή σε διάφορα γεγονότα, τα οποία θεωρούνται σχετικά από την Καθ’ ης η Αίτηση, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι πρότεινε μικρότερη αύξηση από την ζητηθείσα, καθώς και ότι ασκήθηκε πίεση εις βάρος της για να εγκαταλείψει το επίδικο υποστατικό. 

Ακολούθησε η καταχώριση σχετικής Κλήσης για οδηγίες. Εν συνεχεία, δόθηκαν οδηγίες στη Λειτουργό για να ετοιμάσει σχετική έκθεση σε σχέση με το δίκαιο ενοίκιο του επίδικου υποστατικού, η οποία και ετοιμάστηκε. Επίσης, έγιναν οι σχετικές αποκαλύψεις εγγράφων.

ΙΙ.      Η ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΝΣΤΑΣΗ.

(α)     Η Αίτηση.

Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας αίτησης, στις 10/07/2023. Το αιτητικό της αίτησης, έχει ως εξής:

«

Α.         Διάταγμα του Δικαστηρίου επιτρέπον την τροποποίηση της Εναρκτήριας Αίτησης ημ. 07/09/2022, δια της προσθήκης ως Παραγράφων Β(γ) και Β(δ) της αίτησης υπό τον τίτλο ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ, ως ακολούθως:

(γ)  Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την Καθ’ ης η Αίτηση και/ή στους αντιπροσώπους και/ή τους υπαλλήλους τους/ή τους συνεργάτες τους και/ή τους εξαρτώμενους αυτής, όπως εκκενώσουν και παραδώσουν στους Αιτητές ελεύθερη και κενή κατοχή του Ακινήτου που βρίσκεται στην οδό [ ] 14, Νεάπολη, Λεμεσό, για τον λόγο ότι το ακίνητο απαιτείται λογικώς για σκοπούς ιδιοκατοίκησης.

(δ)  Απόφαση υπέρ των Αιτητών και σε βάρος της Καθ’ ς η Αίτηση για αποζημιώσεις για οποιαδήποτε ζημιά υφίστανται οι Αιτητές λόγω άρνησης και/ή καθυστέρησης από μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση να παραδώσει ελεύθερη την κατοχή του Ακινήτου.

Β.         Διάταγμα του Δικαστηρίου επιτρέπον την τροποποίηση της Εναρκτήριας Αίτησης ημ. 07/09/2022, δια της αναρίθμησης των Παραγράφων Β(γ), Β(δ) και Β(ε) της αίτησης υπό τον τίτλο ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ σε Β(ε), Β(στ) και Β(ζ) αντίστοιχα.

Γ.         Διάταγμα του Δικαστηρίου επιτρέπον την τροποποίηση της Εναρκτήριας Αίτησης ημ. 07/09/2022, δια της προσθήκης ως Παραγράφου Δ(θ), Δ(ι) και Δ(ια) της αίτησης υπό τον τίτλο ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ, ως ακολούθως:

«(θ)  Περαιτέρω, ο ιδιοκτήτης των Αιτητών αιτείται λογικώς την παράδοση του Ακινήτου για σκοπούς ιδιοκατοίκησης, και συγκεκριμένα προκειμένου να διαμείνει σε αυτό η θυγατέρα του, η οποία ενηλικιώθηκε.  Το ακίνητο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη και μόνιμη της κατοικία»

«(ι) Στις 02/05/2023 οι Αιτητές επέδωσαν, μέσω ιδιώτη επιδότη, στην Καθ’ ης η Αίτηση προσωπικά, σχετική επιστολή ενημερώνοντάς την για τα πιο πάνω, δίδοντας μάλιστα της προβλεπόμενη εκ του νόμου προειδοποίηση ενός μήνα για την παράδοση της κατοχής.»

«(ια) Η Καθ’ ης η Αίτηση αρνείται μέχρι και σήμερα να παραδώσει ελεύθερη την κατοχή του ακινήτου προκειμένου να διαμείνει το τέκνο του ιδιοκτήτη των Αιτητών.»

Δ.         Διάταγμα του Δικαστηρίου επιτρέπον την τροποποίηση της Εναρκτήριας Αίτησης ημ. 07/09/2022, δια της αναρίθμησης της Παραγράφου Δ(θ) της αίτησης υπό τον τίτλο ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ σε Δ(ιβ).»

»

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας Μαρίνας Αχιλλέως, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές, η οποία αναφέρει πως προβαίνει στην ένορκη δήλωση αυτή, αντί του ιδιοκτήτη των Αιτητών, «καθ’ ότι η παρούσα διαδικασία αίτηση πραγματεύεται νομικά και διαδικαστικά κυρίως θέματα».  Ακολούθως, όμως, γίνεται αναφορά σε ένα φυσικό πρόσωπο, ο οποίος προσδιορίζεται ιδιοκτήτης της Αιτήτριας εταιρείας και στις προσωπικές, οικογενειακές του περιστάσεις και συγκεκριμένα, στο ότι μία εκ των θυγατέρων του έχει ενηλικιωθεί και χρειάζεται την επίδικη κατοικία για την ιδιοκατοίκησή της.  Αναφέρεται, επίσης, ότι έχει αποσταλεί σχετική επιστολή για τούτο το θέμα.   

(β)     Η Ένσταση.

Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία εγείρει τους ακόλουθους, οχτώ, λόγους ένστασης. 

«

1.         Δεν τυγχάνουν εφαρμογής και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στην διάταξη 25(3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σε σχέση με την έκδοση διατάγματος τροποποίησης μετά την έκδοση Κλήσης για Οδηγίες και/ή στο Αρ. 11(1)(στ) και 11(2) του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου (Ν. 23/1983) και/ή γενικά δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομοθεσία και/ή η υπάρχουσα νομολογία για έκδοση των αιτούμενων από τους αιτητές ενδιάμεσων διαταγμάτων.

2.         Η αίτηση είναι λανθασμένη και/ή παράτυπη και/ή αόριστη και/ή αποτελεί λανθασμένο ένδικο μέσο και/ή δεν βρίσκει νομικό έρεισμα στη σχετική νομοθεσία και στην υπάρχουσα νομολογία.

3.         Η αίτηση είναι λανθασμένη και/ή παράτυπη και/ή νομικά και πραγματικά αβάσιμη και/ή αστήρικτη και/ή στηρίζεται σε λανθασμένη και/ή ελλιπή και/ή ανεπαρκή νομική βάση.

4.         Τα κατ’ ισχυρισμό γεγονότα που προβάλλουν οι Αιτητές με την αίτηση τους είναι αναληθή και/ή άσχετα και/ή είναι ενοχλητικά και/ή αποτελούν απόπειρα των αιτητών να εκμαιεύσουν από το Δικαστήριο διάταγμα χωρίς κανένα βάσιμο λόγο ή αιτιολογία.

5.         Η αίτηση και/ή η προσκομισθείσα από τους Αιτητές μαρτυρία δεν είναι ικανή και/ή αρκετή και/ή δεν πληρεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή δεν πληρούνται οι βασικές προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Νόμο και/ή την νομολογία για την έγκριση των αιτούμενων διαταγμάτων.

6.         Οι ισχυρισμοί των Αιτητών είναι γενικοί και/ή αόριστοι και/ή έχουν τεθεί από αυτούς καταχρηστικά και/ή με σκοπό την καθυστέρηση και/ή παρακώλυση της διαδικασίας.

7.         Η έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη και/ή δυσανάλογη ζημιά στην Καθ’ ης η Αίτηση και θα της αποστερήσει την άσκηση των νόμιμων και/ή συνταγματικών κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της.

8.         Οι λόγοι που εκτίθενται δεν είναι επαρκείς για να δικαιολογήσουν την τροποποίηση.

»

Δεν χρειάζεται να γίνει αναλυτική αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Καθ’ ης, που υποστηρίζει την Ένσταση, πέραν ότι επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης,  επισημαίνεται η καθυστερημένη υποβολή του αιτήματος, ότι αυτό βασίζεται σε εκ των υστέρων σκέψεις, καθώς και ότι τυχόν έγκριση της αιτούμενης τροποποίησης, θα επιφέρει σε αυτήν μεγάλη αρνητική επίδραση  και ταλαιπωρία.

(γ)     Η ακροαματική διαδικασία.

Δεν ζητήθηκε η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.

Μόλις προηγουμένως, οι συνήγοροι των διαδίκων παρουσίασαν γραπτές επιχειρηματολογίες, υιοθέτησαν το περιεχόμενό τους και απάντησαν σε σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

 

ΙΙΙ.      ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.

Η εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί αιτήματος τροποποίησης βασίζεται στους περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς 9 και 12 σε συνδυασμό με τη Διαταγή 25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών η οποία εφαρμόζεται αναλογικά στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

Πριν από τις τροποποιήσεις των Διαταγών 25 και 30 των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η τροποποίηση δικογράφου ήταν ζήτημα που ενέπιπτε κυρίως στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με κυρίαρχο στοιχείο αξιολόγησης το συμφέρον της δικαιοσύνης, οι δε καλά γνωστές επί του θέματος αρχές[1] έδειχναν ότι οι τροποποιήσεις κατά κανόνα επιτρέπονταν, εκτός όπου διαπιστωνόταν υπέρμετρη ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κακοπιστία, ζημιά ή αδικία η οποία δεν μπορούσε να αποζημιωθεί με ανάλογη διαταγή για έξοδα. Πλέον, με την υφιστάμενη διατύπωση της Διαταγής 25, το δικαίωμα για τροποποίηση έχει διαβαθμίσεις. Στα αρχικά στάδια της διαδικασίας το δικαίωμα για τροποποίηση είναι κατ’ ουσίαν αναφαίρετο, αφού πριν την επίδοση, αλλά και άπαξ μετά την επίδοση αυτής, παρέχεται η δυνατότητα στον Ενάγοντα/Αιτητή να διορθώσει έγκαιρα τα όποια σφάλματα και/ή ατέλειες του δικογράφου του, δίχως καν ο αντίδικός του να μπορεί να ενστεί σε τέτοια εξέλιξη. Το σημείο καμπής είναι η καταχώριση (ή παρέλευση 15 ημερών από την καταχώριση, αναλόγως της περίπτωσης) της Κλήσης για Οδηγίες, οπόταν πλέον η δυνατότητα για τροποποίηση περιορίζεται δραστικά, αφού  στη νέα Διαταγή 25 θ.1 παρ. 3 ορίζεται ότι μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται, με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ή εφόσον προκύπτουν νεοφανή γεγονότα. Το σχετικό κείμενο της νέας Διαταγής 25, έχει ως εξής:[2]

«

(1)      Μετά την καταχώριση αλλά πριν την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, ο ενάγων δύναται οποτεδήποτε χωρίς να λάβει προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου να τροποποιήσει το κλητήριο ένταλμα του. Προς τούτο καταχωρείται τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με ανάλογη ένδειξη:

Νοείται ότι σε περίπτωση περισσότερων εναγομένων, επίδοση κλητηρίου εντάλματος εννοείται σε οποιοδήποτε εξ αυτών.

(2)      Μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση του χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με ανάλογη ένδειξη:

Νοείται ότι, όπου ο ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση, ανάλογα με την περίπτωση, τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης. Όπου ο εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση του, τροποποιημένη απάντηση, όπου χρειάζεται.

Νοείται ότι, όπου η έκδοση της κλήσης οδηγιών καταχωρείται από διάδικο ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, τότε η άπαξ τροποποίηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου δύναται να γίνει εντός περαιτέρω περιόδου 15 ημερών.

(3)      Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεµία τροποποίηση επιτρέπεται µε εξαίρεση το εκ παραδροµής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα µη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρισης του κλητηρίου εντάλµατος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.

»

Σημειώνεται ότι τόσο η αναφορά σε «εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας» όσο και η περίπτωση νέων δεδομένων µη υπαρκτών «κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας», αφορούν επιφυλάξεις, δηλαδή εξαιρέσεις από τον βασικό κανόνα.  Με βάση τους κανόνες ως προς την ερμηνεία των επιφυλάξεων/εξαιρέσεων (provisos),[3] οι εν λόγω εξαιρέσεις υπόκεινται στη βασική διάταξη, δεν την επεκτείνουν, ούτε δημιουργούν αυτοτελείς κανόνες δικαίου που να οδηγούν στην ακύρωση του ουσιαστικού και σαφούς απαγορευτικού κανόνα που θέτει η εν λόγω Διαταγή.

ΙV.     ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.

Με βάση το πιο πάνω νομικό και πραγματικό πλαίσιο, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι τα ακόλουθα.

Με δεδομένο ότι η επίδικη αίτηση υποβάλλεται μετά την έκδοση της Κλήσης για οδηγίες, σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη νέα Δ.25 θ.1 παρ.3, θα πρέπει να ικανοποιείται είτε η προϋπόθεση του «εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας» είτε των «νέων δεδομένων µη υπαρκτών κατά τη λήψη των οδηγιών» για καταχώριση της Απάντησης των Ενοικιαστών.

Εν προκειμένω, το αίτημα παρουσιάζεται να εδράζεται στη δεύτερη περίπτωση.

Αλλά, στην πραγματικότητα, είναι παντελώς ανυπόστατο.  

Κατ’ αρχάς, η αναφορά σε «υπαρκτό», παραπέμπει σε αυτό που υπάρχει, που έχει υπόσταση, που αποτελεί στοιχείο της πραγματικότητας,[4] έννοια που σχετίζεται με ανύπαρκτα δεδομένα κατά την καταχώρηση της Δικογραφίας και όχι με δεδομένα υπαρκτά, αλλά είτε άγνωστα στον αιτούντα την τροποποίηση, είτε δεδομένα που είτε για λόγους αμέλειας είτε άγνοιας, δεν δικογραφήθηκαν δεόντως. Ιδίως όμως, το κριτήριο επιβάλλεται να είναι αντικειμενικό, άλλως πως οδηγούμαστε στην καταστρατήγηση του σκοπού της εν λόγω Διαταγής. Δηλαδή, δεν νοείται το «υπαρκτό» να συναρτάται με τον χρόνο που ο διάδικος επιλέγει να ενεργήσει, ούτε βεβαίως με «δεδομένα» που ο ίδιος ο διάδικος δημιουργεί, είτε προς ενίσχυση της θέσης του, είτε αποσκοπώντας στην τροποποίηση του δικογράφου του. Ως εκ των προαναφερόμενων και υπενθυμίζοντας ότι το εν λόγω δικονομικό κριτήριο είναι ιδιαίτερα αυστηρό, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η αιτούμενη τροποποίηση μπορεί να εγκριθεί, κατ’ επίκληση της εξαίρεσης των «νέων δεδομένων µη υπαρκτών κατά τη λήψη των οδηγιών» για καταχώριση της Εναρκτήριας Αίτησης. Διότι, εν προκειμένω, τα «νέα δεδομένα» που επικαλείται η δικηγόρος των Αιτητών, ήτοι ότι σήμερα η θυγατέρα του προσώπου που παρουσιάζεται ως ο ιδιοκτήτης των Αιτητών, έφτασε σε ηλικία ενηλικίωσης και διατείνεται ότι χρειάζεται η ίδια το επίδικο υποστατικό, θα μπορούσαν και έπρεπε να είχαν προβλεφθεί κατά την καταχώριση της Εναρκτήριας Αίτησης, ήτοι πριν δύο χρόνια.  

Αυτό όμως είναι το έλασσον πρόβλημα της επίδικης αίτησης.

Το αίτημα είναι, μεταξύ άλλων, προβληματικό στον πυρήνα του. Διότι, δεν νοείται να συνυπάρχει στην ίδια Εναρκτήρια Αίτηση αίτημα καθορισμού δίκαιου ενοικίου, δυνάμει του άρθρου 8 Νόμου και αίτημα για ανάκτηση κατοχής, δυνάμει του άρθρου 11 του Νόμου. Πολύ απλά, επειδή, το πρώτο συνυφαίνεται με τη συνέχιση της θέσμιας ενοικίασης, ενώ, το δεύτερο, με την ολοκλήρωσή της.

Παραπέμπω συναφώς στον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό  του 1983, ο οποίος ρυθμίζει τον τρόπο έναρξης και προώθησης της διαδικασίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Στον κανονισμό 7(α) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών  του 1983 προβλέπεται ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αρχίζει με την καταχώριση αιτήσεων σύμφωνα με τον Τύπο 1 ή 2 που καθορίζεται στο παράρτημα του κανονισμού. Στο σχετικό υπόδειγμα του Τύπου 1  αναφέρεται τι πρέπει να περιλαμβάνεται εάν η αίτηση αφορά τον καθορισμό ενοικίου και τι εάν αφορά έξωση, αναφορά, η οποία καταδεικνύει το προφανές, ότι δηλαδή, πρόκειται για σαφώς διακριτές και ξεχωριστές εναρκτήριες διαδικασίες.

Συνακόλουθα, ό,τι επιχειρείται να τροποποιηθεί, αντίκειται ευθέως στα δικονομικά προβλεπόμενα,[5] τα οποία διασφαλίζουν τη δικανική τάξη και αποτρέπουν την αυθαιρεσία.

Δεν είναι μόνο αυτά τα προβλήματα της υπό κρίση αίτησης.

Επιπρόσθετα, το αίτημα ελέγχεται και ως προς τη λυσιτέλεια[6] του, αφού ακόμη και να επιτρεπόταν η τροποποίηση, ό,τι επιχειρείται να εισαχθεί δεν αρκεί για την έκδοση του διατάγματος λόγω ιδιοκατοίκησης, αφού δεν γίνεται αναφορά στις ουσιαστικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιηθούν για την έκδοση του διατάγματος. Η ύπαρξη προειδοποιητικής επιστολής δεν αρκεί, αφού αφορά μόνο το τυπικό μέρος του αιτήματος.

Επιπλέον,  δεν μπορώ να μην σχολιάσω ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα γίνεται από δικηγόρο. Στην ένορκη δήλωση, ουδεμία εξήγηση δίδεται για ποιο λόγο δεν έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο επηρεαζόμενος. Διαφωνώ ότι η ουσία του αιτήματος  σχετίζεται με αμιγώς νομικά και διαδικαστικά ζητήματα, αφού αναφέρονται ειδικές οικογενειακές περιστάσεις του φυσικού προσώπου, που φαίνεται να βρίσκεται πίσω από τους Αιτητές.

Αλλά ο δικηγόρος δεν μπορεί να ενεργεί ως διάδικος.

Πρόκειται για συμπεριφορά που έχει κατ’ επανάληψη χαρακτηρισθεί ως «άκρως ανεπιθύμητη»[7] και αντίκειται στον Κανονισμό 13(5) των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 2002. Το «άκρως ανεπιθύμητο», όταν είναι αδικαιολόγητο, είτε επιφέρει ουσιαστικές συνέπειες, είτε καθίσταται σχήμα λόγου. Η επίπτωση δεν είναι άλλη από το να αποδοθεί στην εν λόγω η ένορκη δήλωση μηδενική αποδεικτική βαρύτητα, με συνεπακόλουθο αποτέλεσμα την απουσία υποστηρικτικών γεγονότων που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την επίδικη αίτηση, καθιστώντας την εκ προοιμίου αβάσιμη.  

Τέλος, παρατηρείται και αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την καταχώριση της παρούσας αίτησης για τροποποίηση. Υπενθυμίζω συναφώς ότι, με βάση το άρθρο 5 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, το παρόν Δικαστήριο είναι συνοπτικής φύσης και η ταχύτητα αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο για την αποτελεσματική του λειτουργία. Με βάση δε το θεμελιώδες άρθρο 4 του ίδιου Νόμου, ο σκοπός της παρούσας δικαιοδοσίας είναι η επί της ουσίας επίλυση, μεθ’ όλης της λογικής ταχύτητας, των αναφυόμενων διαφορών.   Για αυτό, η ολοκλήρωση της αναγκαίας έρευνας το συντομότερο είναι το πρωταρχικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.[8] Η έγκριση της επίδικης αίτησης δεν θα βοηθήσει στη γοργή διεκπεραίωση της υπόθεσης, τουναντίον θα προκαλέσει οπισθοδρόμηση και αδικαιολόγητη περιπλοκή στην όλη διαδικασία, αφού ουσιαστικά θα δημιουργηθούν, ως ορθώς υποστηρίζει η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση, δύο αυτοτελή, διαφορετικά αγώγιμα δικαιώματα, στο σώμα μιας Εναρκτήριας Αίτησης, τα οποία, προσθέτω, λόγω της αντιφατικότητάς τους, θα περιέπλεκαν περαιτέρω τα επίδικα θέματα.

Ως εκ των ανωτέρω, η επίδικη αίτηση δεν μπορεί να πετύχει. Οι λόγοι ένστασης 1 και 2 έχουν έρεισμα. Η Αίτηση θα απορριφθεί.

V.      ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Ως εκ τούτου, η Ένσταση επιτυγχάνει, η παρούσα Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ’ ης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της Κυρίως Αίτησης.

(Υπ.)………………………………………….

Γ. Χρ. Παγιάσης

Πρόεδρος

Πιστό Αντίγραφο

Γραμματέας  



[1] Στη Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1 (E) Α.Α.Δ. 33 συνοψίζονται οι σχετικές αρχές.

[2] Επίσης, με βάση τη Δ.25 θ. 5 «το Δικαστήριο µπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο και µε τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, ως θα έκρινε δίκαιο, να τροποποιήσει οποιοδήποτε ελάττωµα ή λάθος σε οποιαδήποτε διαδικασία, όλες δε οι αναγκαίες τροποποιήσεις θα πρέπει να γίνονται µε σκοπό τον καθορισµό του πραγµατικού ζητήµατος ή επίδικου θέµατος, το οποίο εγείρεται από ή κατά τη διαδικασία». Όσον αφορά δε τα γραφικά λάθη σε δικόγραφα, με βάση τη Δ.25 θ. 6, μπορούν σε οποιοδήποτε χρόνο να διορθωθούν ανάλογα με τη φύση και έκταση του λάθους από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης, γραπτής ή προφορικής, χωρίς δικαίωμα έφεσης. Διευκρινίζεται συναφώς στη Δ.25 θ. 7 ότι «οι διατάξεις της Δ.25 εφαρµόζονται κατ' αναλογία και στις διαδικασίες που λαµβάνονται στα Δικαστήρια Ειδικής Δικαιοδοσίας ανεξαρτήτως του τρόπου έναρξης της διαδικασίας σ’ αυτά και οι έννοιες του κλητηρίου και της αγωγής στις Δ.25, θα διαβάζονται ανάλογα».

[3] Για τους κανόνες ερμηνείας επιφυλάξεων, δείτε: Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 883.

[4] Δείτε: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεώργιου Μπαμπινιώτη, 4η έκδοση, σελ. 2012.

[5] Δείτε: Αθανασίου ν. Reana Manufacturing and Trading Ltd κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 1635 και Pantazis and Sons co Ltd ν. Νικολάου (2002) 1Α Α.Α.Δ 217.

[6] Όπως αναφέρεται στη σελίδα 627 της Ετήσιας Δικονομικής Πρακτικής του 1958 (Annual Practice): «The Court will always look at the materiality of the proposed amendment (Wood v. Earl of Durhman 21 Q. B. D. 501). An inconsistent or useless amendment will not be allowed (Sinclair v. James, [1894] 3 Ch. P. 557; Durham v. Robertson,  [1898] 1 Q.B. p. 774; Bevan v. Barnett, 13 T. L. R. 310)».

[7] Δείτε: Κεσίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 589,  Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1 ΑΑΔ 82, Penderhill Holdings Ltd κ.ά ν. Darya Abramchyk κ.ά Πολ. Εφέσεις 319/11 και 320/11 ημερ.13/01/2014.

[8] Δείτε: Μιχαλάκης Δ. Δράκος & Σία ν. Αργυρίδη (1989) 1 ΑΑΔ 162, A.C.TTextiles νZodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο