ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

                                                                                                                        Αίτηση Αρ. Ε139/20

Μεταξύ׃

ΜΑΡΙΑΣ ΜΕΤΑΞΑ, εξ Ελλάδος  

Αιτήτριας

και

 

ΔΩΡΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ, εκ Λεμεσού

                                                                                    Καθ’ ης η Αίτηση

 

Αίτηση Έρευνας ημερομηνίας 27/01/2023

 

Ημερομηνία: 31/05/2024

Για την Αιτήτρια: κα Χρ.Μιχαήλ  

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: κα Ε. Σιάχουρου

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ι.          ΙΣΤΟΡΙΚΟ.  

Στις 23/03/2022, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, για το ποσό των €15.200,00 ως υπόλοιπο οφειλόμενων ενοικίων, πλέον ενδιάμεσα οφέλη, πλέον τόκους και έξοδα, σε σχέση με την υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Κυρίως Αίτηση.

Στις 27/01/2023, καταχωρήθηκε η παρούσα Αίτηση, η οποία εδράζεται στις σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, μέσω της οποίας αξιώνεται η οικονομική εξέταση της Καθ’ ης με σκοπό την αποπληρωμή  του εξ αποφάσεως χρέους. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση Αίτηση, η Αιτήτρια, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι η Καθ’ ης  «εργάζεται και έχει εισοδήματα από τα οποία μπορεί να πληρώνει εκ €500,00 τον μήνα για πληρωμή του εξ’ αποφάσεως χρέους της». 

Η Καθ’ ης δεν καταχώρησε ένσταση. Δέχθηκε όμως να εκδοθεί διάταγμα μηνιαίων δόσεων ύψους €100,00 με €150,00 μηνιαίως, πρόταση η οποία απορρίφθηκε από την άλλη πλευρά, η οποία επέμεινε ότι το ύψος της μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι λιγότερο των €250,00. Το αδιέξοδο αυτό, οδήγησε την υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας έδωσε μαρτυρία μόνο η Καθ’ ης.

Κατά τη μαρτυρία της, αν και επανέλαβε πως μπορεί να καταβάλλει κάποιο ποσό προς εξόφληση του εξ’ αποφάσεως χρέους της, παρέμεινε σταθερή στη θέση της, ότι η εισοδηματική της ικανότητα είναι περιορισμένη. Παρουσίασε συναφώς σχετικά έγγραφα, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών της. Για σκοπούς αποφυγής επαναλήψεων, ειδική αναφορά στα οικονομικά δεδομένα της Καθ’ ης, καθώς και γενικότερα στα τεκτενόμενα κατά τη διαδικασία εξέτασής της, θα γίνει, στο μέτρο που κριθεί αναγκαίο, κατά το στάδιο της παράθεσης των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.

Ακολούθως, ήτοι στις 25/04/2024, οι συνήγοροι των διαδίκων καταχώρησαν αγορεύσεις οπότε και επιφυλάχθηκε η παρούσα απόφαση. Η συνήγορος της Καθ’ ης, εισηγήθηκε όπως το ποσό των μηνιαίων δόσεων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα €100,00 μηνιαίως, διαφορετικά η εντολέας της δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί και θα επηρεαστεί η αξιοπρεπής διαβίωσή της, θέση την οποία απέρριψε η δικηγόρος της Αιτήτριας, αμφισβητώντας παράλληλα τους ισχυρισμούς της εξ’ αποφάσεως οφειλέτριας. Στο ειδικότερο περιεχόμενο των αντικρουόμενων θέσεων θα αναφερθώ, εφόσον κριθεί τούτο σκόπιμο, κατά την παράθεση των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.   

ΙΙ.       ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η διαδικασία για τον προσδιορισμό των μέσων του εξ αποφάσεως χρεώστη, βάσει του Μέρους IX του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6), έχει εξεταστικό χαρακτήρα και εστιάζεται στη διαπίστωση από το Δικαστήριο των πόρων και μέσων του χρεώστη.[1] Στο άρθρο 90(1) τούτου του Νόμου ορίζεται ότι το Δικαστήριο δύναται, εάν κρίνει σκόπιμο, να διατάξει όπως το οφειλόμενο δυνάμει της δικαστικής απόφασης χρέος πληρωθεί με δόσεις,[2] κατά τις ημερομηνίες και τα ποσά τα οποία θα κριθούν εύλογα και εντός των οικονομικών δυνατοτήτων του οφειλέτη.

Σε περίπτωση που σε μεταγενέστερο χρόνο η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη αλλάξει ουσιαστικά σε βαθμό που δεν είναι σε θέση να καταβάλλει το προσδιορισθέν από το Δικαστήριο ποσό, μπορεί, με βάση το άρθρο 90(2) του ίδιου Νόμου να επιδιώξει την ακύρωση, αναστολή ή τροποποίηση του διατάγματος.[3] Κατά ανάλογο και αντίστροφο τρόπο, ίδια δυνατότητα παρέχεται και στον εξ’ αποφάσεως πιστωτή, με βάση το άρθρο 90(3). Σύμφωνα δε με το άρθρο 84(2) του υπό αναφορά Νόμου, ο Καθ’ ου η Αίτηση φέρει το βάρος να παρουσιάσει όλα τα αναγκαία στοιχεία που αφορούν την περιουσία του για σκοπούς πληρωμής του χρέους, καθότι, όπως επεξηγείται από τη σχετική νομολογία,[4] ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν μπορεί να γνωρίζει ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία του εξ αποφάσεως οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση διατάγματος καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους δια μηνιαίων δόσεων. Έτσι, το βάρος απόδειξης ότι ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος του, μετατοπίζεται στους ώμους του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση την τροποποίηση του άρθρου 82 του εν λόγω Νόμου (με τον Ν. 109(Ι)/2018), κατά την εξέταση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, σε σχέση με «οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ή με οποιαδήποτε επιβάρυνση διακίνηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί ο πιστωτής στην είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους ή μέρους αυτού», εξαιρουμένων των διαταγμάτων διατροφής,  δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο οποιοδήποτε ποσό το οποίο ο εν λόγω οφειλέτης λαμβάνει ως δημόσιο βοήθημα, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, τα επιδόματα που παραχωρούνται δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, τα φοιτητικά επιδόματα και χορηγίες καθώς και υπό προϋποθέσεις, οι συντάξεις.[5]  

Με βάση τη νομολογία, δεν εκδίδεται διαταγή για πληρωμή του χρέους με μηνιαίες δόσεις εάν η διαταγή αυτή επηρεάζει την ικανότητα του χρεώστη να αντιμετωπίζει βασικές ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του.[6] Δεν θεωρούνται όμως δαπάνες που συναρτώνται με την ικανοποίηση βασικών αναγκών, έξοδα για κάπνισμα,[7] ή προς ικανοποίηση άλλων τέτοιου είδους συνηθειών. Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα εισοδήματα (μισθό καθώς και άλλες πηγές εσόδων) του χρεώστη καθώς και τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες και διατάσσει πληρωμή ποσού, το οποίο είναι το περίσσευμα από τον μισθό του, μετά την αφαίρεση εύλογου ποσού αναγκαίου για τη συντήρηση του χρεώστη και των εξαρτωμένων του. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα τους, εξαιρουμένων των αναγκαίων εξόδων λειτουργίας τους.[8] Είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων έστω και εάν τη δεδομένη στιγμή ο οφειλέτης δεν εργάζεται, δεδομένου ότι έχει τέτοια δυνατότητα, αλλά το μόνο που λείπει είναι η αναγκαία βούληση.[9] Ένας χρεώστης δεν πρέπει να αφεθεί να δημιουργεί υποχρεώσεις άλλες από τις ουσιαστικές ανάγκες του ίδιου και της οικογένειάς του και να τις χρησιμοποιεί για να αποφύγει την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους του.[10] Στη Δ. Γεωργιάδου ν. Alpha Bank Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2011, ημερομηνίας 23/03/2017 υπογραμμίστηκε ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων εγείρει ύψιστο ζήτημα δημοσίου συμφέροντος που αφορά καίρια την απονομή της δικαιοσύνης εφόσον άπτεται του κύρους και της αποτελεσματικότητας των δικαστικών διαδικασιών. Αναφέρθηκε ακόμα ότι ο εξ αποφάσεως οφειλέτης έχει πρωταρχικώς την υποχρέωση έναντι του αντιδίκου του αλλά και έναντι του νόμου να εξοφλήσει την απόφαση. Συναφώς στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Μαρίας Κωνσταντίνου  (2000) 1Β Α.Α.Δ 1034 σημειώθηκε ότι χρέη για τα οποία δεν υπάρχει διαταγή μηνιαίων πληρωμών ή μεταγενέστερα του δικαστικού χρέους αποφάσεις δεν έχουν προτεραιότητα απέναντι στο εξ αποφάσεως χρέος και περαιτέρω τονίσθηκαν τα ακόλουθα:

«

Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συνάπτεται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της. Διαφορετικά δημιουργείται δυσπιστία για την αποστολή της με ανάλογες διαβρωτικές επιπτώσεις. Με αυτά θέλουμε να τονίσουμε ότι τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα, εκτός στις απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις. Πρέπει να εξισορροπείται η ανάγκη εκτέλεσης με την προοπτική αξιοπρεπούς διαβίωσης του ανθρώπου στο πλαίσιο του κράτους δικαίου.

»

Όπως σημειώθηκε στη S. X. ν X.X., Πολιτική Έφεση αρ. 31/2015, ημερομηνίας 19/10/2018, ECLI:CY:DOD:2018:11, η εν λόγω νομοθεσία υποχρεώνει, με επιτακτικό τρόπο, τον εξ' αποφάσεως οφειλέτη να προσδιορίσει και να παρουσιάσει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίτευξη του σκοπού της που δεν είναι άλλος παρά η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που συνάπτεται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Επαναλήφθηκε συναφώς ότι η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητά της. Τονίσθηκε επ’ αυτού ότι τα δικαστήρια θα πρέπει να επιμείνουν όπως ο εξ’ αποφάσεως οφειλέτης παρουσιάσει όλα τα αναγκαία στοιχεία. Περαιτέρω, λέχθηκαν τα εξής:   

«

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να τονίσουμε ότι με βάση τη νομοθεσία και τον επιτακτικό προσδιορισμό της υποχρέωσης ενός εξ' αποφάσεως οφειλέτη να παρουσιάσει στοιχεία, το δικαστήριο θα έπρεπε να επιμείνει σ' αυτό έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της νομοθεσίας που δεν είναι άλλος παρά η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, στοιχείο που συνάπτεται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της. Σ' αντίθετη περίπτωση, δημιουργείται δυσπιστία με ανάλογες επιπτώσεις. Τα προβλεπόμενα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα, εκτός σε απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις. Πρέπει να υπάρχει μια εξισορρόπηση μεταξύ της αναγκαιότητας εκτέλεσης, με την προοπτική αξιοπρεπούς διαβιώσεως του εξ' αποφάσεως οφειλέτη.

»

ΙΙΙ.      ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Καθ’ ης και έχοντας την ευκαιρία να την παρακολουθήσω δια ζώσης, το γενικό συμπέρασμά μου από την αξιολόγηση[11] της μαρτυρίας της, δεν είναι αρνητικό.

Δίχως να έχω παραβλέψει ότι στη μαρτυρία της έχουν εμφιλοχωρήσει κάποιες δαπάνες που δεν δικαιολογούνται, σφαιρικά εξεταζόμενα όσα ανέφερε και παρουσίασε, επιβεβαιώνουν τη βασική θεώρησή της, ότι δηλαδή, διαθέτει μεν κάποια οικονομική ευχέρεια για να εξοφλήσει, δια μηνιαίων δόσεων, το εξ’ αποφάσεως χρέος, πλην όμως η εν λόγω δυνατότητα είναι περιορισμένη, δίχως να ανέρχεται, ούτε να παρουσιάζει άμεση προοπτική για να ανέλθει, είτε στο ύψος των €500,00 μηνιαίως που αξιώνεται μέσω της επίδικης αίτησης, είτε, έστω, στο ποσό των €250,00 που ζητήθηκε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

Ξεκινώντας από τα ποσά που δεν δικαιολογούνται, κατ’ αρχάς υποδεικνύεται η δαπάνη των  €200,00 για «κάποιους μήνες», για «έκτακτες δαπάνες» και για «δώρα», θέση την οποία δεν μπόρεσε να υποστηρίξει. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στις αναγκαίες υποχρεώσεις της, δαπάνες που έπονται του εξ’ αποφάσεως χρέους, όπως για παράδειγμα η πληρωμή ποσού €100,00 μηνιαίως για εξόφληση κάποιου «γραμματίου συνήθους τύπου»  (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7) καθώς και τα ποσά των €62,50 τον μήνα προς εξόφληση υποχρεώσεων προς τον Δήμο Λεμεσού (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4), ως επίσης και το συνολικό υπόλοιπο €313,23, προς τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5). Επί τούτου, τα ποσά που ανέφερε ότι χρειάζεται μηνιαίως για καύσιμα (€100 - €120 μηνιαίως) καθώς και το ποσό για τη συντήρηση του οχήματός της (€40 μηνιαίως), δεν τα έχει δεόντως[12] τεκμηριώσει, με την παρουσίαση αντίστοιχων αποδείξεων. Εντούτοις, θα υπολογιστεί υπέρ της, κάποιο μικρότερο εύλογο ποσό, καθότι πρόκειται για αναπόφευκτες, σε σχέση με τη χρήση οχήματος, δαπάνες.

Από την άλλη, ούτε η πλευρά της Αιτήτριας, μέσω της συνηγόρου της, μπόρεσε να σπείρει αμφιβολίες, ως προς την πραγματική εισοδηματική ικανότητα της Καθ’ ης. Συγκεκριμένα, υπέβαλε στην Καθ’ ης ότι παράλληλα με την εργασία της, δραστηριοποιείται και με πώληση προϊόντων μέσω διαδικτύου. Η απάντηση της Καθ’ ης, ότι δηλαδή έχει εδώ και χρόνια παύσει να ασχολείται με τούτο το ζήτημα, γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο, καθότι επιβεβαιώνεται από το μοναδικό στοιχείο που παρουσιάστηκε για τούτο το ζήτημα, ήτοι αντίγραφο εκτύπωσης διαδικτυακής δημοσίευσης σε μέσο μαζικής επικοινωνίας, το οποίο όντως χρονολογείται από τις 07/12/2021 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 8). Το ίδιο ισχύει και για το παρουσιασθέν ενοικιαστήριο έγγραφο (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2), η γνησιότητα του οποίου, επιχειρήθηκε να αμφισβητηθεί μέσω της τελικής αγόρευσης της συνηγόρου της Αιτήτριας, δίχως όμως αυτός να είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος και τόπος για τέτοιες[13] διεργασίες. Προχωρώντας, στα δεδομένα της παρούσας αίτησης, σημειώνεται ότι η Καθ’ ης είναι 35 ετών, δεν κατέχει τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος, με τα καθαρά εισοδήματά της να ανέρχονται στο ποσό των €1.100,00 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1).

Αναφορικά με τις υπολογισθείσες μηνιαίες της δαπάνες, αυτές εμφαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί:

Ενοίκιο

€550

Έξοδα σίτισης & είδη υγιεινής

€150 - €180 

Φάρμακα

€0 - €20

ΑΗΚ & Υδατοπρομήθεια και τέλη σκυβάλων

(περιλαμβάνονται στο ενοίκιο) 

Τηλεφωνικές υπηρεσίες

€33

Άδεια (€65-€69), Ασφάλεια (€289) [ετησίως] και καύσιμα Αυτοκινήτου (€60 - €80)

€80 - €100

Συντήρηση Αυτοκινήτου  

€20

Ένδυση και Υπόδηση

€0 - €50

Ασφάλεια Υγείας

€40

 

ΣΥΝΟΛΟ ΑΝΑΓΚΩΝ  = €873 -  €993     

Δεν εκκρεμούν οποιαδήποτε εντάλματα πληρωμής εναντίον της. Δεν έχει ανήλικα τέκνα, δεν έχει οποιαδήποτε ενδιαφέροντα (χόμπι), δεν πίνει, ούτε καπνίζει, ούτε αντιμετωπίζει κάποια σοβαρά προβλήματα υγείας, που να επηρεάζουν την εισοδηματική της ικανότητα.

Με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, συμπερασματικά, η Καθ’ ης δεν είναι πρόσωπο με υψηλά εισοδήματα ή έστω με αναμενόμενη προοπτική για κάτι τέτοιο. Από την άλλη, βρίσκεται σε σχετικά νεαρή και παραγωγική ηλικία, δίχως προβλήματα υγείας, ούτε με υποχρεώσεις προς ανήλικα τέκνα.

Προχωρώ στον καθορισμό του ύψους της μηνιαίας δόσης, συνυπολογίζοντας τόσο το ύψος του εξ’ αποφάσεως χρέους και τον χρονικό ορίζοντα αποπληρωμής του,  όσο και ότι η Καθ’ ης δεν έχει άλλες υποχρεώσεις που προηγούνται της επίδικης απόφασης (δείτε: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Μαρίας Κωνσταντίνου  ανωτέρω).  

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν όλα τα προαναφερόμενα και υπογραμμίζοντας για ακόμα μια φορά ότι η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητά της, καταλήγω ότι η Καθ’ ης έχει την οικονομική δυνατότητα και προοπτική να αποπληρώνει το εξ’ αποφάσεως χρέος της με μηνιαίες δόσεις καθώς και την οικονομική ευχέρεια και δυνατότητα να ζει αξιοπρεπώς, καταβάλλοντας παράλληλα, μηνιαίως, έναντι του εξ’ αποφάσεως χρέους το ποσό των €125,00 (εκατό είκοσι πέντε ευρώ).

Ως ημερομηνία έναρξης της εν λόγω υποχρέωσης, καθορίζεται η 1η Ιουλίου 2024.

ΙV.     ΚΑΤΑΛΗΞΗ.

Συνεπώς, εκδίδεται διάταγμα εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση για αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους            από 01/07/2024 με μηνιαίες δόσεις εξ €125,00 (εκατό είκοσι πέντε ευρώ) εκάστη πληρωτέα την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, με 5 εργάσιμες μέρες χάριν.

Απομένει ο καθορισμός των εξόδων της παρούσας αίτησης, με βάση τις σχετικές αρχές. [14]

Θυμίζω, πως η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη επειδή η συνήγορος της Αιτήτριας επέμεινε στην έκδοση διατάγματος για ψηλότερο ποσό (€250,00) από όσο εν τέλει καθορίστηκε από το Δικαστήριο. Η εν λόγω αδικαιολόγητη επιμονή, αναπόδραστα, θα αντικατοπτρισθεί στη διαταγή εξόδων.[15] 

Ως εκ των ανωτέρω, τα έξοδα της επίδικης Αίτησης, εξαιρουμένων όμως των εξόδων των εμφανίσεων κατά την ακροαματική διαδικασία, ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και σε βάρος της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα αυτά να αποπληρωθούν κατά προτεραιότητα έναντι της αποπληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους, δια μηνιαίων δόσεων, ως προαναφέρεται. Όσον αφορά όμως τα έξοδα των εμφανίσεων κατά την ακροαματική διαδικασία, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

Όλες οι διαταγές για έξοδα να υπολογιστούν στη κλίμακα €500 - €2.000.

 

 

(Υπ.)………………………………………….

Γ. Χρ. Παγιάσης

  Πρόεδρος

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Γραμματέας



[1] Μεταξύ άλλων: Πατσαλοσαββής ν. Διευθ. Τμ. Εσ. Προσ. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 45Φλαγκοφάς ν. Αταλέξα Λτδ (1989).

[2] Πέραν του διατάγματος πληρωμής με μηνιαίες δόσεις, το Δικαστήριο μπορεί, με βάση το άρθρο 87(1), να διατάξει την ακύρωση καταδολιευτικών μεταβιβάσεων ή επιβαρύνσεων, την αποκοπή απολαβών, την παρεμπόδιση του ο εξ αποφάσεως οφειλέτη να διαθέσει την περιουσία του ή μέρος της, ως επίσης, και την κατάσχεση εις χείρας τρίτου, νοούμενου ότι, ως διαλαμβάνεται στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, τέτοια διατάγματα επιδιώκονται με την αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή.

[3]Δείτε: Χρ. Μιχαήλ κ.α. ν. Μ. Σκορδή (2005) 1Α Α.Α.Δ 64.

[4] Σχετικά: Βασιλειάδης ν. Τσουρή (2007) 1 Α.Α.Δ. 43.

[5] Συναφώς, στη Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ ν.  Δημητρίου κ.α. Πολιτική Έφεση αρ. 136/2013, ημερ. 18/02/2021, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: « Η παροχή του επιδόματος που οι εφεσίβλητοι λάμβαναν σε σχέση με τα τέσσερα ανήλικα τέκνα τους διέπεται από τον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμο του 2002, (Ν. 167(Ι)/2002), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»). Δικαιούχος του επιδόματος είναι η οικογένεια, (άρθρο 2 του Νόμου), ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε καμία περίπτωση, ότι τούτο αποτελεί εισόδημα των γονέων. Παραχωρείται από την Πολιτεία σε οικογένειες που έχουν παιδιά, στη βάση εισοδηματικών κριτηρίων. Τοιουτοτρόπως, το αρμόδιο κρατικό τμήμα βεβαιώνεται, προηγουμένως, περί της ικανότητας των γονέων οι ίδιοι να ανταπεξέρχονται στις καθημερινές ανάγκες των παιδιών τους από το δικό τους εισόδημα. Πασιφανώς δε, το επίδομα, εφόσον παραχωρηθεί, προορίζεται, αποκλειστικά, για την εξασφάλιση και τη διατήρηση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης των παιδιών της οικογένειας.»

[6] Συναφώς: Χριστάκης Μιχαήλ και άλλος ν. Αδελφοί Πούλλου Λτδ (1997) 1Γ Α.Α.Δ 1759.

[7] Chrysostomou v Athanasiou (1981) 1 CLR 669, Rolandis, Louca & Soteriades Ltd. v. Koutsiou, (1970) 1 C.L.R. 25.

[8] Δείτε: Gesico v J.K. Video (1991)1 Α.Α.Δ. 134.

[9] Παναγιώτου ν Μιχαήλ (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ.422) και Προκοπίου κ.α. ν. Ανδρέας Λάμπρου Λτδ (2004) 1Α Α.Α.Δ 310.

[10]  Σχετικά:  ΣΠΕ Αραδίππου ν. Έλλη Ιακώβου, (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2032

[11] Μεταξύ άλλων: Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676,  Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1Α Α.Α.Δ 676, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974), Wynne v. Mavronicola κλπ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138, Κάτσου ν. Global Capital Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 119/2011, ημερ. 12.12.2016, Αργυρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. αρ. 56/2012, ημερ. 06/02/2018.

[12] Δείτε: Βασιλειάδης ν. Τσουρή (ανωτέρω).

[13] Δείτε: Μεταξύ άλλων, Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ε.Τ. Autospares Enterprise Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843.

[14] Δείτε: Κανονισμό 13(β) του Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμού του 1983, Katsiantonis ν. Fragkeskou (1981) 1 CLR 566 κ.α.

[15] Δείτε, κατ’ αναλογία, Μέρος 1: Πρωταρχικός σκοπός Μέρος 1.2(2)(γ) των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθώς και το Μέρος 60.2 που αφορά την άσκηση της εν λόγω διακριτικής εξουσίας σε παλιές δικαστικές διαδικασίες. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο