ECLI:CY:ODLAR:2023:7

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΖΥΓΙΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Δ. Κούσιου, Δ.

Αρ. Αίτησης:  366/2020

Μεταξύ:

Η.Α.

Αιτητή

                                                                 και

 

                                                      Α.Κ.

Καθ’ ης η αίτηση

 

Ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 24/11/2022

 

Ημερομηνία:    22 Μαρτίου 2023

 

Εμφανίσεις:

Για την Καθ’ ης η αίτηση / Αιτήτρια: κ. Χρ. Φελλάς

Για τον Αιτητή / Καθ’ ου η αίτηση:  κα. Μ. Μικελλίδου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την εναρκτήρια αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στις 23/11/2020 και τροποποιήθηκε στις 02/03/2021, ο Αιτητής / Καθ’ ου  η αίτηση (στη συνέχεια αναφερόμενος ως «ο Καθ’ ου η αίτηση»), ζητά τη λύση του γάμου του με την Καθ’ ης η αίτηση / Αιτήτρια (στη συνέχεια αναφερόμενη ως «η Αιτήτρια»).

Η Αιτήτρια καταχώρησε υπεράσπιση στις 21/02/2022, στην οποία απάντησε ο Καθ’ ου η αίτηση στις 05/04/2022.

Στις 06/05/2020 ο Καθ’ ου η αίτηση εξέδωσε κλήση για οδηγίες σύμφωνα με τη Δ.30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Με άδεια του Δικαστηρίου η Αιτήτρια καταχώρησε τροποποιημένη υπεράσπιση στις 11/11/2022, στην οποία απάντησε εκ νέου ο Καθ’ ου η αίτηση στις 15/11/2022.

Με την υπό εξέταση αίτησή της η Αιτήτρια ζητά:

«1.  Διάταγμα και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου παραμερίζον/παραμερίζουσα εν όλω ή εν μέρει την Απάντηση στην Υπεράσπιση του Αιτητή — Καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα, η οποία καταχωρήθηκε την 15.11.2022, ως παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή μη συμμορφούμενη με τον τύπο της σχετικής διαδικασίας και/ή τους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς και/ή τη νομολογία και/ή με τους θεσμούς της πολιτικής δικονομίας.

2.    Διαζευκτικά, διάταγμα και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου διατάττον/διατάττουσα την τροποποίηση της Απάντησης στην Υπεράσπιση του αιτητή — καθ' ου η αίτηση στην παρούσα, η οποία καταχωρήθηκε την 15.11.2022, κατά τέτοιο τρόπο, ως κρίνει πρέπον, ώστε να συνάδει με τον τύπο της σχετικής διαδικασίας και/ή τους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς και/ή τη νομολογία και/ή με τους θεσμούς της πολιτικής δικονομίας.

3.    Οιονδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο το Σεβαστό Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο υπό τις περιστάσεις».

Νομικό στήριγμα της αίτησης αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι Δ.19, Δ.21, Δ.25 Θ.Θ. 1 & 2, Δ.26, Δ.27 Θ.Θ. 1,2 & 3 και Δ.48 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Η υπό κρίση αίτηση η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, συνάντησε την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση και αφού καταχωρήθηκε εκ μέρους του σχετική ειδοποίηση ένστασης η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του, προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία η οποία περιορίστηκε σε αγορεύσεις.  Οι θέσεις και τα επιχειρήματα των διαδίκων καταγράφονται και προκύπτουν από την αίτηση, την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν, καθώς και από τις γραπτές αγορεύσεις των εκπαίδευτων συνηγόρων τους.

Η ενασχόληση μου με τα πιο πάνω θα γίνει εκεί και όπου χρειάζεται για σκοπούς απόφανσης στο ζήτημα που εξετάζεται.

Η ουσία του όλου θέματος αποδίδεται από την Αιτήτρια στις τελευταίες τρεις παραγράφους της ένορκης δήλωσής της που συνοδεύει την αίτηση και έχει ως εξής:

«4. Είναι η θέση μου ότι η καταχωρηθείσα Απάντηση στην Έκθεση Υπεράσπισης ημερ. 15.11.2022 είναι παράτυπη, αντικανονική και αντιβαίνει τους σχετικούς δικονομικούς κανόνες και θεσμούς της πολιτικής δικονομίας αφού ως αναφέρεται ανωτέρω εισάγει νέους ισχυρισμούς άνευ αίτησης τροποποίησης και/ή άδειας του δικαστηρίου. Δυνάμει των θεσμών της πολιτικής δικονομίας Δ.25, μετά την επίδοση επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση του κλητηρίου χωρίς άδεια του δικαστηρίου. Επομένως ο αιτητής – καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα αφού έχει τροποποιήσει την αίτηση και μου την έχει επιδώσει εκ νέου στις 11.11.2021 δεν δύναται να τροποποιήσει και να εισάξει νέους ισχυρισμούς χωρίς να καταχωρήσει αίτηση τροποποίησης ή/και άδειας του δικαστηρίου.

5.    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω είναι η άποψη μου ότι το Σεβαστό Δικαστήριο, ασκώντας τη Διακριτική του ευχέρεια θα πρέπει να διατάξει τον  παραμερισμό - εν όλω ή εν μέρει - της Απάντησης στην Υπεράσπιση της   
καθ’ ης η αίτηση ως αντικανονική και παράτυπη και αντιβαίνουσα τους
σχετικούς δικονομικούς κανόνες και/ή αντιβαίνουσα με τους θεσμούς της πολιτικής δικονομίας, όπως παρατέθηκαν ανωτέρω. Διαζευκτικά, το
Σεβαστό Δικαστήριο θα πρέπει να διατάξει τη διαγραφή ή τροποποίηση
εκείνου του μέρους της Απάντησης στην Υπεράσπιση του αιτητή – καθ’ ου η αίτηση, ως θεωρεί πρέπον, για να συνάδει με τους σχετικούς δικονομικούς κανόνες και/ή τους θεσμούς της πολιτικής δικονομίας.

 

6.    Μόνο εφόσον υπάρξει αυστηρή συμμόρφωση με τους δικονομικούς κανόνες θα εξυπηρετηθεί το συμφέρον της δικαιοσύνης».

 

Η Δ.25, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και από το Οικογενειακό Δικαστήριο (Δ.25, Θ. 7) και ειδικότερα ο Θ.1 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Δ.25 1.(1) Μετά την καταχώρηση αλλά πριν την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, o ενάγων δύναται οποτεδήποτε χωρίς να λάβει προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου να τροποποιήσει το κλητήριο ένταλμα του. Προς τούτο καταχωρείται τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με ανάλογη ένδειξη:

Νοείται ότι σε περίπτωση περισσότερων εναγομένων, επίδοση κλητηρίου εντάλματος εννοείται σε οποιοδήποτε εξ αυτών.

(2) Μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση του χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με ανάλογη ένδειξη:

Νοείται ότι, όπου o ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση, ανάλογα με την περίπτωση, τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης. Όπου o εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση του, τροποποιημένη απάντηση, όπου χρειάζεται.

Νοείται ότι, όπου η έκδοση της κλήσης οδηγιών καταχωρείται από διάδικο ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, τότε η άπαξ τροποποίηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου δύναται να γίνει εντός περαιτέρω περιόδου 15 ημερών.

(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης».

Η υπογράμμιση δική μου.

 

Η Αιτήτρια, με βάση την πιο πάνω τοποθέτησή της, εκλαμβάνει ότι η τροποποιημένη απάντηση που καταχώρησε ο Καθ’ ου η αίτηση στις 15/11/2022, προσκρούει στη Δ.25 Θ. 1.  Η θεώρηση αυτή είναι εντελώς λανθασμένη αφού πρόκειται για εμπρόθεσμη καταχώρηση τροποποιημένης απάντησης, μετά την καταχώρηση από την Αιτήτρια τροποποιημένης υπεράσπισης και όχι για κλητήριο ένταλμα / εναρκτήρια αίτηση.

Στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας που συνοδεύει την αίτηση, καμμιά αναφορά δεν γίνεται ως προς το περιεχόμενο της τροποποιημένης απάντησης, έτσι ώστε να τοποθετηθεί σχετικά ο Καθ’ ου η αίτηση και το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία για διαγραφή της εν όλω ή εν μέρει.

Η πιο πάνω παράλειψη της Αιτήτριας δεν αποκαθίσταται με τη σχετική αναφορά που γίνεται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της.  Παρόλα ταύτα, εξετάζοντας στη βάση της εν λόγω αναφοράς το περιεχόμενο της τροποποιημένης απάντησης στην υπεράσπιση ημερομηνίας 15/11/2022, σε σύγκριση και με το περιεχόμενο της προηγηθείσας απάντησης στην υπεράσπιση ημερομηνίας 05/04/2022, αλλά και της τροποποιημένης εναρκτήριας αίτησης ημερομηνίας 02/03/2021,  θεωρώ ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι αυτή αδιαμφησβήτητα στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατη, ούτε και ότι προσκρούει σε οποιονδήποτε από τους κανόνες που διέπουν τη σύνταξη και διατύπωση δικογράφων. Αντίθετα εγείρει ή και επαναλαμβάνει, συγκρινόμενη με την προηγούμενη απάντηση στην υπεράσπιση ημερομηνίας 05/04/2022, αλλά και την τροποποιημένη εναρκτήρια αίτηση ημερομηνίας 02/03/2021, κάποια ζητήματα που είναι κατάλληλα για να αποφασιστούν από το Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη διαγραφή δικογράφου δυνάμει των θεσμών που αναφέρονται στην αίτηση (Δ.19 Θ.26 και Δ.27 Θ.3) η διαγραφή δικογράφου, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφησβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο (In re Pelmako Development Ltd (1991) 1C.L.R. 246, Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (1999) 1 Β Α.Α.Δ. 1316, Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού – Αμαθούντας v. Κυπριακής Δημοκρατίας διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2007) 1 Α Α.Α.Δ. 21).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα καταβληθούν μετά το πέρας της εναρκτήριας αίτησης.

                                             

                                                                                       (Υπ.) ………………………….

                       Δ. Κούσιου, Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

/ΑΝ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο