ECLI:CY:ODLAR:2023:3

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Δ. Κούσιου, Δ. 

Αρ. Αίτησης:  172/2019

Μεταξύ:

 

Π. Ε.

 

Αιτητή

και

 

Ρ.Π.

 

Καθ’ ης η αίτηση

 

 

Ημερομηνία:  20 Φεβρουαρίου, 2023

Εμφανίσεις:

Για τον Αιτητή: κ.κ. Σπύρος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε.

Για την Καθ’ ης η αίτηση: κ.κ. Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι διάδικοι είναι πρώην σύζυγοι.  Από το γάμο τους απέκτησαν ένα παιδί τον Κ. που γεννήθηκε στις 26/02/2007 (ΤΕΚ. 1).

Σε χρόνο μετά τη διάσταση στην έγγαμη σχέση των διαδίκων και πριν από τη λύση του γάμου τους στις 10/06/2009 (ΤΕΚ. 2), συγκεκριμένα δε στις 17/02/2009, εκδόθηκε, εκ συμφώνου, διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην αίτηση διατροφής με αριθμό 123/08, με το οποίο διατάσσετο ο Αιτητής, στην παρούσα αίτηση, να καταβάλλει στην Καθ’ ης η αίτηση, στην παρούσα αίτηση, από την 01/03/2009, το ποσό των €290 μηνιαίως, ως η συνεισφορά του για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του (ΤΕΚ. 3, στη συνέχεια αναφερόμενο ως το «υφιστάμενο διάταγμα)».

Ο Αιτητής με αίτηση του ημερομηνίας 17/09/2019, όπως αυτή την 01/12/2021 τροποποιήθηκε, ζητά τον τερματισμό της διατροφής ή την τροποποίηση του πιο πάνω διατάγματος, ώστε το ποσό που καταβάλλει, ως η συνεισφορά του για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του, να μειωθεί στα €150.

Η Καθ’ ης η αίτηση ενέστη στο αίτημα και καταχώρισε, στις 22/11/2019, υπεράσπιση την οποία στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 18/02/2022, τροποποίησε.  Η τροποποιημένη απάντηση του Αιτητή καταχωρήθηκε στις 02/03/2022.

Αφού συμπληρώθηκαν τα δικόγραφα, ακολουθώντας τη Δ.30 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, μαρτυρία προσέφεραν μόνο οι ίδιοι οι διάδικοι και στη συνέχεια, η διαδικασία ολοκληρώθηκε με γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων τους.

 

Με τις πρόνοιες του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90) εισάγεται η αρχή της υποχρέωσης και των δύο γονέων για την από κοινού διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους (άρθρο 33.1) (Βλ. Μαρκουλλίδης ν. Μαρκουλλίδη κ.α. (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1386).

 

Η εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να τροποποιεί προηγούμενη απόφαση ομοβάθμιου δικαστηρίου στηρίζεται στο άρθρο 38 του ίδιου πιο πάνω Νόμου το οποίο προβλέπει:

«38. (1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής.

 

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:

 

Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί.  Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»

 

Το πιο πάνω άρθρο ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Χρ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195, όπου στη σελ. 201 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο όρος «αφότου» στο πλαίσιο του Άρθρου 38 του Ν.216/90, δεν αφήνει αμφιβολία ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την εκδίκαση του διατάγματος και τείνουν να διαφοροποιήσουν το πραγματικό βάθρο στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση της οποίας επιδιώκεται η τροποποίηση, μπορεί να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις για αναθεώρηση του εκδοθέντος διατάγματος. Διαφορετικά, δεν παρέχεται δικαιοδοσία σε δικαστήριο να αναθεωρήσει την απόφαση ομοβάθμιου δικαστηρίου».

 

Επίσης, στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Αντρέου ν. Τσίρου, Έφεση αρ.16/2013, ημερομηνίας 21.12.2016, λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Το άρθρο 38, το οποίο είναι προσδιοριστικό της δυνατότητας τροποποίησης υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ερμηνεύθηκε σε αριθμό υποθέσεων όπως τις Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ 195, Αριστείδου ν. Χρυσάνθου (1994) 1 Α.Α.Δ. 711, Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ 1418 και άλλες. Η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος.  Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα.   Αυτό σημαίνει ότι οιοσδήποτε των διαδίκων που υπόκειται στο αρχικό διάταγμα διατροφής, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω, ή, ακόμη και να επιδιώξει εξ ολοκλήρου τερματισμό της διατροφής, (δέστε σχετικά και τα όσα αναφέρονται στα συγγράμματα Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙα, σελ. 144-145, Γιώργου Κουμάντου: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, σελ. 123-125 και Βασίλη Βαθρακοκοίλη: Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, σελ. 515-518, που ερμηνεύουν το αντίστοιχο άρθρο 1494 του Αστικού Κώδικα). Ο αιτητής έχει βέβαια το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του».

 

Ό,τι λοιπόν προκύπτει από τα πιο πάνω είναι πως η δυνατότητα του Δικαστηρίου για μεταρρύθμιση της απόφασης που καθόρισε τη διατροφή, προϋποθέτει μεταβολή των όρων της διατροφής.  Η μεταβολή δε αυτή, πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή σημαντική και όχι συνήθης, πρέπει να έχει διάρκεια και σταθερότητα και να μην πρόκειται για προσωρινού χαρακτήρα διακυμάνσεις των εσόδων και εξόδων και να δικογραφείται (Βλέπε Β. Βαθρακοκοίλη, Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος Ε΄, Αθήνα 2004, σελίδες 796 και 801).

 

Ο Αιτητής αναφέρεται στις συνθήκες που κατά την εκδοχή του στηρίζουν και δικαιολογούν τις αιτούμενες θεραπείες.  Πρόκειται ουσιαστικά για τον επηρεασμό της εισοδηματικής του κατάστασης ένεκα της διαφοροποίησης των προσωπικών του συνθηκών και των εξ’ αυτών εξόδων του. 

 

Το 2009, χρόνο μέσα στον οποίο εκδόθηκε το υφιστάμενο διάταγμα διατροφής, διέμενε με τους γονείς του και ο μισθός του ανερχόταν στα €12,020 ετησίως (ΤΕΚ. 4).

 

Τα δεδομένα του αλλάζουν με την απόκτηση νέου παιδιού στις 09/04/2016 (ΤΕΚ. 7) και την τέλεση νέου γάμου με τη μητέρα του εν λόγω παιδιού του στις 05/05/2019 (ΤΕΚ. 6).

 

Από τις 21/06/2020, διαμένει με τη νέα του οικογένεια σε ενοικιαζόμενο σπίτι του οποίου το ενοίκιο ανέρχεται στα €400 μηνιαίως (ΤΕΚ. 8).  Η νέα του σύζυγος είναι άνεργη.

 

Το 2020 ο μισθός του ανέρχεται στα €13,609 ετησίως (ΤΕΚ. 5). 

 

Ωστόσο, όπως ο Αιτητής αναφέρει στην τροποποιημένη αίτησή του που καταχωρήθηκε την 01/12/2021, τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε διάσταση με τη νέα του σύζυγο.  Σημειώνω ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε στις 05/10/2021, γεγονός που προσδιορίζει το χρόνο κατά τον οποίο επήλθε η εν λόγω διάσταση «τους τελευταίους μήνες» πριν από την εν λόγω ημερομηνία, ήτοι τις 05/10/2021.

 

Ως αποτέλεσμα της επελθούσας διάστασης στις σχέσεις του Αιτητή με τη νέα του σύζυγο, ο τελευταίος επανέρχεται και διαμένει μαζί με τους γονείς του στην οικία τους.  Επειδή η νέα του σύζυγος εξακολουθεί να είναι άνεργη και «δεν λαμβάνει ακόμα οποιοδήποτε επίδομα» ο Αιτητής αναλαμβάνει αποκλειστικά τα έξοδα του νέου παιδιού του και καταβάλλει στη νέα του σύζυγο το ποσό των €350 μηνιαίως για τη διατροφή του. 

 

Όπως στη συνέχεια αποκαλύπτεται, μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, που παραδόθηκε στο Δικαστήριο στις 06/10/2022, μετά την έκδοση διαζυγίου το 2022 -η ακριβής ημερομηνία δεν γίνεται γνωστή-, ο Αιτητής «με διαταγή του Δικαστηρίου»- άγνωστο πότε ακριβώς-, καταβάλλει ως συνεισφορά του για τη διατροφή του πιο πάνω ανήλικου τέκνου του το ποσό των €180 μηνιαίως.

 

Επιπλέον αναφέρεται ο Αιτητής σε δόση ύψους €110 μηνιαίως που καταβάλλει για την αποπληρωμή προβληματικών δανείων (ΤΕΚ. 10 και 11).

 

Διατείνεται ακόμα ο Αιτητής πως «λόγω του ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά δεν έδινε όλο το ποσό, άρα εκκρεμούν εναντίον του φυλακιστήρια τεράστιων ποσών στα οποία δίδει μηνιαίως το ποσό των €40» (ΤΕΚ. 12).  Το γεγονός αυτό φέρει τον Αιτητή να καταβάλλει συνολικά το ποσό των €505 μηνιαίως ήτοι το ποσό της διατροφής μαζί με τις νενομισμένες αυξήσεις €465 πλέον €40 (€465 + €40).

 

Τέλος, αναφέρει σε σχέση με την Καθ’ ης η αίτηση ότι «στο παρόν στάδιο βρίσκεται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτή του αιτητήΗ Καθ’ ης η αίτηση εργάζεται και λαμβάνει επιδόματα από το Γραφείο Ευημερίας και δεν καταβάλλει οιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο ενόψει του ότι το διαμέρισμα εις το οποίο διαμένει είναι ιδιόκτητο και εξοφλημένο.  Επιπλέον, στα εισοδήματα της Καθ’ ης η αίτηση, συμβάλλει και ο νυν συμβίος της».  Τα πιο πάνω αναφέρονται στην παράγραφο 16 της τροποποιημένης αίτησης του Αιτητή, ενώ αναλύονται και με αναφορά σε συγκεκριμένα ποσά στις παραγράφους 33 και 35 της γραπτής του μαρτυρίας.  Όπως κατωτέρω θα επεξηγηθεί, δεν υπάρχει λόγος παράθεσης της πιο πάνω ανάλυσης.  Επίσης, για τον ίδιο λόγο παρέλκει και η ανάγκη αναφοράς σε θέσεις και ισχυρισμούς που με την υπεράσπιση και τη μαρτυρία της θέτει η Καθ’ ης η αίτηση, ιδίως εφόσον πολλοί εξ’ αυτών θα είχαν σημασία μόνο σε περίπτωση καταχώρισης ανταπαίτησης εκ μέρους της.

 

Ό,τι ουσιαστικά αντιμετωπίζει το Δικαστήριο, είναι πως το ποσό της μηνιαίας διατροφής, που με τις νενομισμένες αυξήσεις ανέρχεται κατά τον Αιτητή στα €465, θα πρέπει να τερματιστεί ή να μειωθεί στα €150 μηνιαίως, λόγω της μείωσης της οικονομικής δυνατότητας του ιδίου, ένεκα των προσωπικών του συνθηκών και των εξ’ αυτών εξόδων του, σε συνδυασμό και με την οικονομική δυνατότητα της Καθ’ ης η αίτηση.

 

Ό,τι εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία, είναι η μεταβολή των συνθηκών.  Το βάρος απόδειξης, ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του, φέρει βέβαια ο Αιτητής και δεν το έχει αποσείσει για τους λόγους που πιο κάτω εξηγώ.

 

Κατά πρώτον, ελλείπει σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της Καθ’ ης η αίτηση, η σύγκριση των δεδομένων της, που επικαλείται ο Αιτητής, με τα ίδια τοιαύτα στο χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος.  Επιπλέον, δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε παραδοχές της Καθ’ ης η αίτηση, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ των θέσεων του Αιτητή.  Καμμιά σύγκριση δεν γίνεται από τον Αιτητή για την τότε και τη νυν εισοδηματική ικανότητα της Καθ’ ης η αίτηση.  Για το εάν έπαιρνε ή όχι και κατά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος, τα επιδόματα που σήμερα λαμβάνει.  Για το αν έμενε και τότε στο ίδιο «ιδιόκτητο και εξοφλημένο» διαμέρισμα, καθώς και από πότε και πως ο συμβίος της «συμβάλλει …. στα εισοδήματά της».

Οι συνθήκες που επηρεάζουν την εισοδηματική ικανότητα του Αιτητή και φαίνονται να είναι νέες, όπως η απόκτηση νέου παιδιού, η τέλεση νέου γάμου με τη μητέρα του εν λόγω παιδιού και η διαμονή τους ως οικογένεια σε ενοικιαζόμενο σπίτι, με ενοίκιο ύψους €400 μηνιαίως, με τον ίδιο να επωμίζεται αποκλειστικά τα συνεπαγόμενα έξοδα, δεν επηρεάζουν τη συνεισφορά του στη διατροφή του ανήλικου τέκνου του στο οποίο αφορά το υφιστάμενο διάταγμα.  Και εξηγώ. 

Η απόκτηση νέου παιδιού αποτελεί παράμετρο που μπορεί να επηρεάζει τη δυνατότητα του Αιτητή να συνεισφέρει για τη διατροφή του ανήλικου που το υφιστάμενο διάταγμα αφορά, ως συνεπαγόμενη, περαιτέρω έξοδα.  Τα έξοδα όμως αυτά, αφορούν την υποχρέωση και των δύο γονέων για την από κοινού διατροφή αυτού του νέου παιδιού.  Ο Αιτητής από το χρόνο καταχώρισης της αίτησης του στις 17/09/2019 και για τους λόγους που αναφέρει, επωμίζεται καθ’ ολοκληρίαν τα έξοδα του εν λόγω παιδιού – σημειώνω ότι το ύψος τους δεν αναφέρεται - στη συνέχεια δε, λόγω της διάστασης του με την νέα του σύζυγο, καταβάλλει σ’ αυτήν το ποσό των €350 μηνιαίως και στη συνέχεια, ήτοι μέσα στο έτος 2022, «με διαταγή του Δικαστηρίου», άγνωστο πότε ακριβώς, καταβάλλει, ως συνεισφορά του για τη διατροφή του πιο πάνω ανήλικου τέκνου του, το ποσό των €180 μηνιαίως.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, η μεταβολή των όρων της διατροφής πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχει διάρκεια και σταθερότητα και να μην πρόκειται για προσωρινού χαρακτήρα διακυμάνσεις των εξόδων, όπως είναι εδώ η περίπτωση.  Έτσι σε σχέση με το τελικό ποσό συνεισφοράς του Αιτητή στη διατροφή του πιο πάνω ανήλικου τέκνου του, €180 μηνιαίως, σημασία προσλαμβάνει η διαφορά / αύξηση που παρουσιάζεται στο μισθό του Αιτητή ύψους €132, στρογγυλός αριθμός, μηνιαίως, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος αναφέρει.  Δηλαδή το ότι ο μισθός του το 2009, χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ανερχόταν στα €12,020 ετησίως (ΤΕΚ. 4) και το 2020 στα €13,609 ετησίως (ΤΕΚ. 5).

Η τέλεση νέου γάμου αφ’ εαυτής δεν επηρεάζει τη συνεισφορά του Αιτητή στη διατροφή του ανήλικου τέκνου του.  Πόσο μάλλον δε στην περίπτωση που εξετάζεται, όπου κατά παραδοχή του Αιτητή, ο γάμος και τα συνεπαγόμενα εξ’ αυτού έξοδα, όπως η καταβολή ενοικίου, δεν έχουν διάρκεια και σταθερότητα ώστε να ληφθούν υπόψη ως μεταβολή των όρων της διατροφής.  Όπως έχω ήδη αναφέρει, ο γάμος τελέστηκε στις 05/05/2019 και η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε «τους τελευταίους μήνες» άγνωστο πόσους, πριν από τις 05/10/2021.  Ενοίκιο καταβάλλετο από τις 21/06/2020 μέχρι και τη διάσταση στις σχέσεις του Αιτητή με τη νέα σύζυγό του, οπότε ο τελευταίος επανήλθε στο σπίτι των γονέων του, όπου διέμενε και κατά το χρόνο έκδοσης του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής.

Τέλος, ούτε η δόση ύψους €110 μηνιαίως, που καταβάλλει ο Αιτητής για την αποπληρωμή προβληματικών δανείων (ΤΕΚ. 10 και 11), δεν επηρεάζουν τη συνεισφορά του στη διατροφή του ανήλικου τέκνου του, ούτε βέβαια και το ποσό των €40 μηνιαίως που ο ίδιος καταβάλλει έναντι καθυστερημένων οφειλών διατροφής (Χρ. Χαραλάμπους v. Χ. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951).

Ό,τι στην ουσία ζητείται από το Δικαστήριο να πράξει, είναι ο επαναπροσδιορισμός του αρχικού διατάγματος διατροφής, πράγμα ανεπίτρεπτο (Άντρη Αντρέου v. Ιωάννη Τσίρου πιο πάνω).  Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα και όχι οι όροι αυτοί καθαυτοί, όπως παρουσιάζονται σήμερα.  Είναι, λοιπόν, η κατάληξη μου, ότι ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που πέφτει στους ώμους του, να αποδείξει τη σημασία που μπορεί να έχουν οι όροι της διατροφής που επικαλείται ότι έχουν μεταβληθεί.  Γι’ αυτό το αίτημα του Αιτητή για τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής δεν μπορεί να επιτύχει.

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του Αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                             (Υπ.) ………………………….

                       Δ. Κούσιου, Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

Α.Ν.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο