ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΖΥΓΙΩΝ

ΕνώπιονΝ. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Αρ. Αίτησης:  174/2019

Μεταξύ:

Π.Λ

Αιτήτριας

                                                                  και

 

Ν.Λ

Καθ’ ου η αίτηση

 

Ημερομηνία:  13 Οκτωβρίου 2023

 

Εμφανίσεις:

 

Για την Αιτήτρια: κ.κ. Ν. Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Καθ’ ου η Αίτηση : κ.κ. Αριστ. Χατζηπαναγιώτου και Συνεργάτες

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

H Αιτήτρια καταχώρησε την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση Διαζυγίου στις 10/05/2019. Στις 04/11/2019 ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε την Υπεράσπιση και στις 24/11/2020 καταχωρήθηκε τροποποιημένη Υπεράσπιση.

 

Στις 06/03/2023 ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε όπως το δικαστήριο εξετάσει προδικαστικά το νομικό σημείο που αφορά την προβλεπόμενη γνωστοποίηση, ως προβλέπεται από το άρθρο 3 του Περί Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του γάμου στο Νόμο 22/1990, που η Αιτήτρια απέστειλε. Ήταν η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η προβλεπόμενη από τον νόμο γνωστοποίηση στάλθηκε σε κατά τόπο αναρμόδιο Επίσκοπο, ήτοι στον Μητροπολίτη Κιτίου αντί στον Επίσκοπο Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος, γεγονός που καθιστά την διαδικασία λύσης του γάμου θνησιγενή. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του επισύναψε ως τεκμήρια στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση του, φωτοαντίγραφο του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και φωτοαντίγραφο από τις Τυπικές διατάξεις των Ιερών Ακολουθιών της εκκλησίας της Κύπρου. Η αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού σημείου ημερομηνίας 06/03/2023 απορρίφθηκε για το λόγο ότι το εν λόγω νομικό σημείο δεν δικογραφείτο στο δικόγραφο του Καθ’ ου η αίτηση, ως προνοεί η Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και συνεπεία της παράλειψης αυτής η αίτηση δεν θα μπορούσε να πετύχει.

 

Παρά την απόρριψη της πιο πάνω αίτησης, το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει το εγειρόμενο θέμα αυτεπάγγελτα καθότι αφορά θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου το οποίο είναι πρωταρχικής και καίριας σημασίας και το Δικαστήριο έχει εξουσία να το εξετάσει αυτεπάγγελτα (ex proprio motu). Από τη στιγμή που το Δικαστήριο είναι σε θέση να διαγνώσει ότι στερείται αρμοδιότητας, τότε, οφείλει να μην προχωρήσει πιο πέρα, ακόμη και εάν αυτό δεν δικογραφείται στην Υπεράσπιση. Όπως δε έχει λεχθεί από την νομολογία, τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαίτησης (Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Sevegep Ltd v. United Sea Transport Ltd and others  (1989) 1 (E) A.A.Δ 729 )

 

Το Δικαστήριο αφού ενημέρωσε τα μέρη για την πρόθεση του να εξετάσει το θέμα αυτεπάγγελτα, κάλεσε τα μέρη όπως ακουστούν ειδικά επί του του θέματος και τα μέρη ακούστηκαν προφορικά.

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας εισηγείται ότι εφόσον το  θέμα δεν εγέρθηκε στα δικόγραφα μπορεί να εξεταστεί μόνο κατά την ακροαματική διαδικασία και όχι αυτεπάγγελτα. Αντίθετα, ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο όχι μόνο δικαιούται αλλά υποχρεούται να εξετάσει το θέμα αυτεπάγγελτα. Όπως ανέφερε, από τα δικόγραφα προκύπτει ως κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι ο τόπος διαμονής των διαδίκων ήταν  η οδός [ ] 25 στο [ ] και ότι συνακόλουθα και με βάση τον καταστατικό χάρτη της εκκλησίας της Κύπρου η γνωστοποίηση στάλθηκε σε αναρμόδιο Επίσκοπο και συνακόλουθα η αίτηση διαζυγίου είναι θνησιγενής και θα πρέπει να απορριφθεί με έξοδα σε βάρος της Αιτήτριας. Αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία υποστηρίζοντας και αναπτύσσοντας την πιο πάνω θέση του.

 

Θα διαφωνήσω με την θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι δηλαδή το θέμα μπορεί να εξεταστεί μόνο κατά την ακροαματική διαδικασία για τους λόγους που εξηγώ πιο κάτω.

 

Με βάση τη σχετική νομολογία, τα ζητήματα δικαιοδοσίας είναι θεμελιακά και αντιμετωπίζονται ως ζητήματα δημόσιας τάξης, ενώ εγείρονται και αποφασίζονται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Αποτελεί δε καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάσει ζητήματα δικαιοδοσίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα. Θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του δικαστηρίου πρέπει να επιλύονται το ενωρίτερο δυνατό. Είναι αντινομικό το δικαστήριο να αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητας του.

 

Όπως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160, τέτοιας φύσης ζητήματα είναι ορθότερο να επιλύονται το συντομότερο δυνατό, αφού απόφαση για έλλειψη δικαιοδοσίας καθιστά όσα προηγήθηκαν εντελώς μάταια (Koloukoudias vVarnavidou (1988) 1 C.L.R. 566 και Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225). Από τη στιγμή που το Δικαστήριο είναι σε θέση να διαγνώσει ότι στερείται αρμοδιότητας, τότε, οφείλει να μην προχωρήσει πιο πέρα γιατί ως αναρμόδιο, η όποια απόφασή του, δεν θα μπορεί να έχει νόημα. Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο ακόμη και αυτεπάγγελτα να ασχοληθεί με το θέμα της δικαιοδοσίας και ειδικότερα με το εάν υπάρχει ενώπιον του έγκυρη και νόμιμη διαδικασία που θα του δώσει δικαιοδοσία να επιληφθεί και να εκδώσει έγκυρη απόφαση  (Άννα Γ. Γεωργίου ν Γεωργίου Αντωνίου Γεωργίου (2001) 1 ΑΑΔ 1592)

 

Με βάση τη σχετική νομολογία, η μη αποστολή της γνωστοποίησης στον κατά τόπο αρμόδιο Επίσκοπο συνεπάγεται ότι δεν προηγήθηκε η διαδικασία συνδιαλλαγής, η διεξαγωγή της οποίας, επιτακτικά προβλέπεται από το νόμο και ως εκ τούτου η αίτηση διαζυγίου είναι πρόωρη (βλ. Ζένιου ν Ζένιου, (2002) 1 ΑΑΔ 1175Παπαπέτρου ν Παπαπέτρου (2001) 1 ΑΑΔ 1578 ).

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στα καταχωρημένα δικόγραφα σε συνδυασμό πάντοτε με τις θέσεις και ισχυρισμούς που η κάθε πλευρά προέβαλε στο Δικαστήριο.

 

Εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αναφέρω τα ακόλουθα :

 

Στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφείται ότι οι διάδικοι τέλεσαν Εκκλησιαστικό γάμο την 21/5/1989, συμφώνα προς τους κανόνες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου και ότι αμφότεροι οι διάδικοι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, γεγονότα παραδεκτά από την άλλη πλευρά. Περαιτέρω, δικογραφειται ότι οι διάδικοι διέμεναν και εξακολουθούσαν να διαμένουν σε οικία, στην οδό [ ] 25, [ ]. Δικογραφείται επίσης ότι η προβλεπόμενη από το Νόμο 22/1990 γνωστοποίηση εστάληκε στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου με διπλοσυστημένη επιστολή, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Δ στην αίτηση Διαζυγίου και από την οποία φαίνεται ότι η Γνωστοποίηση στάλθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου περί την 22/01/2019 και παραλήφθηκε στις 24/01/2019.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση μέσα από την τροποποιημένη Υπεράσπιση του παραδέχεται ότι οι διάδικοι διέμεναν στην οικία στην οδό [ ] 25, [ ], την οποία όπως περαιτέρω ισχυρίζεται εγκατέλειψε η Αιτήτρια / Καθ’ ης η αίτηση περί τις αρχές Ιουλίου του 2019.

 

Στην παράγραφο 3 της τροποποιημένης απάντησης στην Υπεράσπιση, η Αιτήτρια εμμένει στους ισχυρισμούς της όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 της Αίτησης της, ότι δηλαδή ότι οι διάδικοι διέμεναν και εξακολουθούσαν να διαμένουν στην οικία, στην οδό [ ] 25, [ ] και αναφέρει ότι εγκατέλειψε την συζυγική στέγη μεταγενέστερα της καταχώρησης της Αίτησης διαζυγίου.

 

Συνεπώς, από τα δικογραφημένα γεγονότα προκύπτει ως κοινά παραδεκτό γεγονός ότι οι διάδικοι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και τέλεσαν Εκκλησιαστικό γάμο την 21/5/1989, σύμφωνα με τους κανόνες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και ότι διέμεναν και εξακολουθούσαν να διαμένουν, τουλάχιστον κατά το χρόνο αποστολής της γνωστοποίησης και καταχώρησης της αίτησης διαζυγίου, σε οικία στην οδό [ ] 25 στο [ ]. Η γνωστοποίηση στάλθηκε περί τον Ιανουάριο του 2019 στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου και η Αίτηση διαζυγίου καταχωρήθηκε 10/05/2019.

 

Σύμφωνα με τον Περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμος του 1990 (22/1990) άρθρο 3, «Καμιά αγωγή για τη λύση γάμoυ δεv καταχωρείται, αv δε δoθεί πρoηγoυμέvως γvωστoπoίηση στov αρμόδιo Επίσκoπo σύμφωvα με τov τύπo πoυ εκτίθεται στo Παράρτημα Α.» Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου "Επίσκoπoς" σημαίvει τov Επίσκoπo της Ελληvικής Ορθόδoξης Εκκλησίας της Κύπρoυ τoυ συvήθoυς τόπoυ διαμovής τoυ ή της συζύγoυ

 

Συνεπώς ο αρμόδιος Επίσκοπος θα πρέπει να αναζητηθεί στη βάση τoυ συvήθoυς τόπoυ διαμovής τoυ ή της συζύγoυ, ο οποίος με βάση τη κοινή θέση των διαδίκων,  η οικία στην οδό [ ] 25, [ ], όπου παραδεκτά διέμεναν οι διάδικοι κατά την διάρκεια του γάμου τους και που όπως αναμφισβήτητα προκύπτει διέμεναν στο χρόνο αποστολής της γνωστοποίησης.  Όπως αποφασίστηκε  στην Παπαπέτρου ν Παπαπέτρου (2001) 1 ΑΑΔ 1578  «Ο τόπος της συνήθους διαμονής του συζύγου ή της συζύγου αποτελεί το πλέον αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού του αρμόδιου Επισκόπου για τους σκοπούς του νόμου. Το κριτήριο δεν είναι νομικό ούτε και αφηρημένο. Είναι ζήτημα πραγματικό και η επιλογή του από το νομοθέτη ανάγεται σε λόγους πρακτικούς παρά σε οτιδήποτε άλλο

 

Το ζήτημα αποστολής της γνωστοποίησης προς τον αρμόδιο Επίσκοπο αποτελεί αμιγώς νομικό θέμα καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης (Ανδρούλλα Χαραλάμπους ν Ανδρέας Σόλωνος, ημερομηνίας 19/11/1994  (1994) 1 ΑΑΔ 716).

 

Όπως επεξηγείται και στην Ζένιου ν Ζένιου, (2002) 1 ΑΑΔ 1175 «Το άρθρο 3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου (αρ. 22/90) προνοεί ότι προτού καταχωρηθεί μια αγωγή για τη λύση ενός γάμου θα πρέπει να δοθεί προηγούμενη γνωστοποίηση στον αρμόδιο Επίσκοπο, που είναι ο Επίσκοπος του συνήθους τόπου διαμονής του συζύγου ή της συζύγου. Ο Επίσκοπος καλεί γραπτώς τους συζύγους ενώπιον του και καταβάλλει προσπάθεια συνδιαλλαγής των συζύγων (άρθρο 4). Ακολούθως ο Επίσκοπος δίνει στους συζύγους βεβαίωση αν η προσπάθεια πέτυχε ή απέτυχε ή ότι δεν έγινε τέτοια προσπάθεια (άρθρο 5). Μετά την παρέλευση τριών μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Επίσκοπο, η προσπάθεια συνδιαλλαγής θεωρείται ότι απέτυχε αν δεν εκδοθεί η σχετική βεβαίωση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 και καθένας από τους συζύγους δικαιούται να καταχωρήσει αγωγή για τη λύση του γάμου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου (άρθρο 6).»

 

Όπως προκύπτει από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και τις Τυπικές διατάξεις των Ιερών Ακολουθιών της εκκλησίας της Κύπρου, οι οποίες έχουν καταχωρηθεί ως τεκμήριο 1 και 2 στην ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση ημερομηνίας 06/03/2023 και που βρίσκονται κατατεθειμένες στο φάκελο του δικαστηρίου και είναι ενώπιον και σε γνώση του Δικαστηρίου, δεδομένου του τόπου συνήθους διαμονής των διαδίκων, που κοινά παραδεκτός ήταν η οδός [ ] 25 στο [ ], αρμόδιος Επίσκοπος ήταν ο Επίσκοπος Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος και όχι ο Μητροπολίτης Κιτίου. Όπως λοιπόν προκύπτει από την Έκθεση γεγονότων της αίτησης διαζυγίου, η Αιτήτρια απέστειλε την γνωστοποίηση στην Μητρόπολη Κιτίου και συνακόλουθα όχι στον κατά τόπο αρμόδιο Επίσκοπο που είναι ο Επίσκοπος Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος.

Όπως εξηγείται μέσα από την νομολογία, παράλειψη αποστολής της γνωστοποίησης στον αρμόδιο Επίσκοπο έχει ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να λάβει δικαστική γνώση για τη στάση που τηρεί η Εκκλησία πάνω στο θέμα (βλ. ανωτέρω Ζένιου ν Ζένιου) και αυτό σημαίνει ότι δεν προηγήθηκε η διαδικασία συνδιαλλαγής, η διεξαγωγή της οποίας, επιτακτικά προβλέπεται από το νόμο και συνακόλουθα η αίτηση διαζυγίου είναι πρόωρη (βλ. ανωτέρω Παπαπέτρου ν Παπαπέτρου).

 

Συνακόλουθα και για τους λόγους που εξηγώ πιο πάνω, η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση διαζυγίου απορρίπτεται ως πρόωρη.  Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια,  κρίνω ορθό όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδά της.

 

                                                                                        [Υπ.] ………………………….

       Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο