ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΖΥΓΙΩΝ

ΕνώπιονΝ. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Αρ. Αίτησης:  174/2019

Μεταξύ:

Π.Λ

Αιτήτριας

                                                                  και

 

Ν.Λ

Καθ’ ου η αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 06/03/2023

Ημερομηνία:  9 Οκτωβρίου 2023

 

Εμφανίσεις:

 

Για την Αιτήτρια/ Καθ’ ης η Αίτηση: κ.κ. Ν. Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Καθ’ ου η Αίτηση / Αιτητή: κ.κ. Αριστ. Χατζηπαναγιώτου και Συνεργάτες

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση αίτηση ο Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητής αιτείται:

«Α.      Απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου, που να διαγιγνώσκει ότι το Σεβαστό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία όπως εξετάσει και /ή να κρίνει και/ή αποφασίσει προδικαστικά το ζήτημα της αποστολής γνωστοποίησης στον οικείο επίσκοπο.

Β.        Διάταγμα και/ή άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου, όπως το νομικό σημείο που αφορά την προβλεπόμενη γνωστοποίηση, ως προβλέπεται από το άρθρο 3 του Περί Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του γάμου στο Νόμο 22/1990, που η Αιτήτρια απέστειλε στον Μητροπολίτη Κιτίου στις 18 Δεκεμβρίου 2018, αντί στον Επίσκοπο Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος, που είναι ο αρμόδιος Επίσκοπος, προδικασθεί και/ή ακουσθεί και/ή αποφασισθεί υπό του Δικαστηρίου, πριν την ακρόαση της κυρίως Αίτησης».

Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.2, Θ1,6(4), Δ.27, Θ.1-4, Δ.29, Δ.30, Δ.54, Δ.64 και Δ.48, Θ.1-4, άρθρο 21(2) του Περί  Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ειδικότερα στα άρθρα 1 έως 4, 12 έως 14, 32, 36, 42, 43 στο άρθρο ΙΙΙ του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 95/89, στο Νόμο 22/90, στο Νόμο 23/90, άρθρα 1, 2, 3, 11 και 12, στο Νόμο 46(I)99, άρθρο 2,11,12,13,14,15,16, και 18, στον Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό του 2/1990, Κανονισμοί 1-12 στον Περί Γάμου Νόμο    104(1)2003 καθώς και στη νομολογία, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση περιέχονται στην ένορκη δήλωση του Αιτητή που συνοδεύει την αίτηση.

Η Αιτήτρια / Καθ’  ης η αίτηση καταχώρησε στις 26/04/2023 ένσταση εγείροντας τους πιο κάτω λόγους ένστασης:

            «1.       Η επίδικη αίτηση είναι αντικανονική, παράτυπη και ελλιπής.

             2.        Η επίδικη αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, αστήρικτη και
           αντικανονική.

             3.        Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων Διαταγμάτων
           όπως αυτά καταγράφονται επί του αιτητικού της αίτησης υπό τα στοιχεία   
           (Α), (Β) και (Γ).

             4.        Τα γεγονότα της ένορκης δήλωσης δεν δικαιολογούν την έκδοση του
          Διατάγματος.

             5.        Τα γεγονότα της ένορκης δήλωσης που στηρίζουν την Αίτηση είναι
          αναληθή.

             6.        H Αίτηση είναι θνησιγενής καθότι το θέμα που ζητείται να δικαστεί
           προδικαστικά δεν δικογραφείται στην έκθεση υπεράσπισης του Καθ’ ου
           η αίτηση / Αιτητή στην παρούσα.

             7.        Το θέμα που προβάλλεται στην Αίτηση μόνο στα πλαίσια εκδίκασης
          της εναρκτήριας Αίτησης μπορεί να απασχολήσει το δικαστήριο.

8.        H επίδικη Αίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση / Αιτητή στην παρούσα, καταχωρείται καταχρηστικά και με σκοπό την καθυστέρηση εκδίκασης της εναρκτήριας Αίτησης της Αιτήτριας.

9.        Η νομική βάση που στηρίζει την Αίτηση είναι ελλιπής και λανθασμένη και δεν δύναται να υποστηρίξει την επίδικη αίτηση.

10.      Δυνάμει όλων όσων ανωτέρω αναφέρω, είναι θέση μου την οποία εμφαντικά υποστηρίζω ότι ο Αιτητής προωθεί ενώπιον του Δικαστηρίου την επίδικη αίτηση εντελώς αβάσιμα και χωρίς το απαραίτητο νομικό και πραγματικό υπόβαθρο».

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση περιέχονται στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας / Καθ’ ης η αίτηση  που συνοδεύει την ένσταση.

Οι δικηγόροι παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις. Ο Δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητή επανέλαβε προφορικά τις θέσεις του ότι η γνωστοποίηση στάληκε σε αναρμόδιο Επίσκοπο, στο καθοριστικό αποτέλεσμα που θα φέρει για την έκβαση της αίτησης διαζυγίου η μη αποστολή της γνωστοποίησης στον αρμόδιο Επίσκοπο καθώς και στην εξουσία που έχει το δικαστήριο να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα, θέσεις οι οποίες αναπτύσσονται και στη γραπτή του αγόρευση. Ο Δικηγόρος της  Αιτήτριας / Καθ’ ης η Αίτηση δεν πρόσθεσε οτιδήποτε άλλο πέραν των γραπτών αγορεύσεων που παρέδωσε στο Δικαστήριο.

 

Νομική Πτυχή

 

Διευκρινίζεται ότι η υπό εκδίκαση αίτηση εκδικάζεται με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που βρίσκονταν σε ισχύ πριν την 01/09/2023 ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν σε εφαρμογή οι Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το θέμα της εξέτασης νομικών σημείων που εγείρονται στα δικόγραφα διέπεται από τη Δ.27 θ.1 και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών. 

 

Η Διαταγή 27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έχει ως ακολούθως:

 

«ORDER 27: POINTS OF LAW RAISED BY PLEADINGS

 

1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.

2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.

 

3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.

 

4. No action or proceeding shall be open to objection on the ground that a merely declaratory judgment or order is sought thereby, and the Court may make binding declarations of right whether any consequential relief is or could be claimed, or not».

 

Οι αρχές που διέπουν την εξουσία του Δικαστηρίου για εκδίκαση προδικαστικών σημείων συνοψίζονται σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Maroulla Athanassi Michaelides (Wife of Aristotelis Gregoriades) v. Pinelopi HjiMichael Diakou (1968) 1 CLR 392, Papamichael v. Haholiades (1970) 1 C.L.R. 306,  Michael v. United Sea Transport (1981) 1 CLR 322, Malachtou v. Armefti (1984) 1 C.L.R 548Hambou.v.Thoma (1987)1CLR370Ιωάννη Νικόλα Χ''Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) ΑΑΔ 949, Χρίστος Χατζηπαύλου και Υιοί Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1998)1(Δ)   ΑΑΔ 2046,   KaricBankaD.D.v.  Χαρίλαος  Αποστολίδης    &   Σία Λτδ (2001) 1 (Α) ΑΑΔ 530,  Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.α ν. Alpha Bank Ltd (2003) 1 (B) AAΔ 990.)

 

Στην  υπόθεση Hambou (πιο πάνω) λέχθηκε ότι σκοπός της Δ.27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων στις περιπτώσεις εκείνες που η προδικαστική εκδίκαση ενός νομικού σημείου μπορεί να κρίνει ουσιαστικά όλη την υπόθεση ή ένα ουσιώδες ζήτημα με αποτέλεσμα να καθίσταται αχρείαστο για το Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία επί οιωνδήποτε πραγματικών γεγονότων.

 

Στην υπόθεση Malachtou (πιο πάνω) τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι με βάση τη Δ.27 θ.1 αποφασίζονται αμιγώς νομικά θέματα όταν μια τέτοια απόφαση θα είναι καθοριστική για την τύχη της διαδικασίας μεταξύ των μερών υπό τον όρο όμως ότι το πραγματικό υπόβαθρο δεν βρίσκεται υπό αμφισβήτηση.  Επομένως προκύπτει ότι η εκδίκαση προκαταρκτικών νομικών σημείων γίνεται μόνο στη βάση παραδεκτού πραγματικού υπόβαθρου.

 

Στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225 στη σελ. 229, εξηγήθηκε ότι ό,τι προκύπτει από τη νομολογία, είναι ότι η επίλυση του θέματος προδικαστικά και, γενικότερα, η επίλυση θέματος έξω από το πλαίσιο της δίκης που είναι το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση γεγονότων και τον καθορισμό των δικαιϊκών τους συνεπειών, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, προσφυγή στο οποίο δικαιολογείται μόνο εφόσον τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά. Θέματα  που άπτονται της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου πρέπει να επιλύονται το ενωρίτερο δυνατό καθότι είναι αντινομικό το Δικαστήριο να  αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητάς του.  Επισημάνθηκε στην εν λόγω υπόθεση με αναφορά στην υπόθεση Sevegep Ltd v. United Sea Transport Ltd and others  (1989) 1 (E) A.A.Δ 729  ότι τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαίτησης.   

 

Η αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού σημείου θα πρέπει να καταχωρείται μετά το κλείσιμο των δικογράφων και σε κάθε περίπτωση το συντομότερο. Στην υπόθεση Ιωάννη Νικόλα Χ''Οικονόμου (πιο πάνω) το Ανώτατο Δικαστήριο κωδικοποίησε τις αρχές που καθορίζουν τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με βάση τη Δ.27 ως ακολούθως:

 

«Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions). Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής. Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα».

        

Όπως περαιτέρω προκύπτει από τους θεσμούς 1 και 2 της διαταγής 27, οποιοσδήποτε διάδικος δικαιούται να  εγείρει με τα δικόγραφα του (by his pleadingοποιοδήποτε νομικό σημείο και αν κατά την γνώμη του Δικαστηρίου η απόφαση επί του νομικού αυτού σημείου ουσιαστικά κρίνει όλη την αγωγή ή οποιοδήποτε συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει το νομικό αυτό σημείο σε οποιοδήποτε στάδιο ήθελε φανεί βολικό και να απορρίψει την αγωγή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα ήθελε κρίνει δίκαιο. Προκύπτει δηλαδή από τα πιο πάνω ότι αποτελεί προϋπόθεση για την προδικαστική εκδίκαση  νομικού σημείου η έγερση του στο δικόγραφο της Υπεράσπισης.

 

Με βάση την πιο πάνω νομολογία και τις σχετικές αρχές έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή τόσο τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στα καταχωρημένα δικόγραφα σε συνδυασμό πάντοτε με τις θέσεις και ισχυρισμούς που η κάθε πλευρά προβάλλει στην αγόρευση της χωρίς βεβαίως να παραβλέπω τα όσα έχουν τεθεί στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν αίτηση και ένσταση αντίστοιχα.

 

Εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας όπως έχουν πιο πάνω παρατεθεί λεπτομερώς στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αναφέρω τα ακόλουθα:

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης η Αιτήτρια/Καθ’ ης η αίτηση καταχώρησε την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση Διαζυγίου στις 10/05/2019. Στις 04/11/2019 ο Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητής καταχώρησε την Υπεράσπιση και στις 24/11/2020 καταχωρήθηκε τροποποιημένη Υπεράσπιση.

 

Στην Έκθεση Απαίτησης δικογραφείται ότι οι διάδικοι τέλεσαν Εκκλησιαστικό γάμο την 21/5/1989, συμφώνα προς τους κανόνες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου και ότι αμφότεροι οι διάδικοι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, γεγονότα παραδεκτά από την άλλη πλευρά. Περαιτέρω, δικογραφειται ότι οι διάδικοι διέμεναν και εξακολουθούσαν να διαμένουν σε οικία, στην οδό Χρίστου Κώστα 25, Κόρνος. Δικογραφείται επίσης ότι η προβλεπόμενη από το Νόμο 22/1990 γνωστοποίηση εστάληκε στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου με διπλοσυστημένη επιστολή, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Δ στην αίτηση Διαζυγίου και από την οποία φαίνεται ότι η Γνωστοποίηση στάλθηκε περί την 22/01/2019 και παραλήφθηκε στις 24/01/2019.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση μέσα από την τροποποιημένη Υπεράσπιση του παραδέχεται ότι οι διάδικοι διέμεναν στην οικία στην οδό Χρίστου Κώστα 25, Κόρνος, την οποία όπως περαιτέρω ισχυρίζεται εγκατέλειψε η Αιτήτρια / Καθ’ ης η αίτηση περί τις αρχές Ιουλίου του 2019. Σε σχέση με την γνωστοποίηση, ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση ότι η Αιτήτρια/Καθ’ ης η αίτηση απέστειλε αυτή, όταν παρέλαβε την παρούσα αίτηση διαζυγίου.

 

Στην παράγραφο 3 της τροποποιημένης απάντησης στην Υπεράσπιση, η Αιτήτρια εμμένει στους ισχυρισμούς της όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 της Αίτησης της, ότι δηλαδή ότι οι διάδικοι διέμεναν και εξακολουθούσαν να διαμένουν στην οικία, στην οδό [ ] 25, [ ] και αναφέρει ότι εγκατέλειψε την συζυγική στέγη μεταγενέστερα της καταχώρησης της Αίτησης διαζυγίου.

 

Συνεπώς, από τα δικογραφημένα γεγονότα είναι κοινώς παραδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι οι διάδικοι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και τέλεσαν Εκκλησιαστικό γάμο την 21/5/1989, σύμφωνα με τους κανόνες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και ότι διέμεναν και εξακολουθούσαν να διαμένουν, τουλάχιστον μέχρι το χρόνο καταχώρησης της αίτησης λύσης γάμου, σε οικία στην οδό [ ] 25, [ ]. Η γνωστοποίηση στάλθηκε περί τον Ιανουάριο του 2019 στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου και η Αίτηση διαζυγίου καταχωρήθηκε 10.05.2019. Συνεπώς προκύπτει αναμφισβήτητα ότι οι διάδικοι διέμεναν και εξακολουθούσαν να διαμένουν στο χρόνο αποστολής της γνωστοποίησης στην οδό [ ] 25 στο [ ].

 

Σύμφωνα με τον Περι Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμος του 1990 (22/1990) άρθρο 3, «Καμιά αγωγή για τη λύση γάμoυ δεv καταχωρείται, αv δε δoθεί πρoηγoυμέvως γvωστoπoίηση στov αρμόδιo Επίσκoπo σύμφωvα με τov τύπo πoυ εκτίθεται στo Παράρτημα Α.» Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου "Επίσκoπoς" σημαίvει τov Επίσκoπo της Ελληvικής Ορθόδoξης Εκκλησίας της Κύπρoυ τoυ συvήθoυς τόπoυ διαμovής τoυ ή της συζύγoυ

 

Συνεπώς ο αρμόδιος Επίσκοπος θα πρέπει να αναζητηθεί στη βάση τoυ συvήθoυς τόπoυ διαμovής τoυ ή της συζύγoυ, ο οποίος με βάση τη κοινή θέση των διαδίκων, ήταν η οικία στην οδό οδού [ ] 25, [ ], όπου παραδεκτά διέμεναν οι διάδικοι κατά την διάρκεια του γάμου τους και που όπως αναμφισβήτητα προκύπτει διέμεναν στο χρόνο αποστολής της γνωστοποίησης.  Όπως αποφασίστηκε  στην Παπαπέτρου ν Παπαπέτρου (2001) 1 ΑΑΔ 1578  «Ο τόπος της συνήθους διαμονής του συζύγου ή της συζύγου αποτελεί το πλέον αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού του αρμόδιου Επισκόπου για τους σκοπούς του νόμου. Το κριτήριο δεν είναι νομικό ούτε και αφηρημένο. Είναι ζήτημα πραγματικό και η επιλογή του από το νομοθέτη ανάγεται σε λόγους πρακτικούς παρά σε οτιδήποτε άλλο

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση / Αιτητής μέσα από την ε/δ που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση ισχυρίζεται ότι η γνωστοποίηση δεν στάληκε στον κατά τόπο αρμόδιο Επίσκοπο. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του επισυνάπτει ως τεκμήρια φωτοαντίγραφο του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και φωτοαντίγραφο από τις Τυπικές διατάξεις των Ιερών Ακολουθιών της εκκλησίας της Κύπρου.

 

Το ζήτημα αποστολής της γνωστοποίησης προς τον αρμόδιο Επίσκοπο αποτελεί αμιγώς νομικό θέμα καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης (Ανδρούλλα Χαραλάμπους ν Ανδρέας Σόλωνος, ημερομηνίας 19/11/1994  (1994) 1 ΑΑΔ 716).

 

Όπως επεξηγείται και στην Ζένιου ν Ζένιου, (2002) 1 ΑΑΔ 1175 «Το άρθρο 3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου (αρ. 22/90) προνοεί ότι προτού καταχωρηθεί μια αγωγή για τη λύση ενός γάμου θα πρέπει να δοθεί προηγούμενη γνωστοποίηση στον αρμόδιο Επίσκοπο, που είναι ο Επίσκοπος του συνήθους τόπου διαμονής του συζύγου ή της συζύγου. Ο Επίσκοπος καλεί γραπτώς τους συζύγους ενώπιον του και καταβάλλει προσπάθεια συνδιαλλαγής των συζύγων (άρθρο 4). Ακολούθως ο Επίσκοπος δίνει στους συζύγους βεβαίωση αν η προσπάθεια πέτυχε ή απέτυχε ή ότι δεν έγινε τέτοια προσπάθεια (άρθρο 5). Μετά την παρέλευση τριών μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Επίσκοπο, η προσπάθεια συνδιαλλαγής θεωρείται ότι απέτυχε αν δεν εκδοθεί η σχετική βεβαίωση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 και καθένας από τους συζύγους δικαιούται να καταχωρήσει αγωγή για τη λύση του γάμου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου (άρθρο 6).»

 

Όπως εξηγείται μέσα από την νομολογία, παράλειψη αποστολής της γνωστοποίησης στον αρμόδιο Επίσκοπο έχει ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να λάβει δικαστική γνώση για τη στάση που τηρεί η Εκκλησία πάνω στο θέμα (βλ. ανωτέρω Ζένιου ν Ζένιου) και αυτό σημαίνει ότι δεν προηγήθηκε η διαδικασία συνδιαλλαγής, η διεξαγωγή της οποίας, επιτακτικά προβλέπεται από το νόμο και συνακόλουθα η αίτηση διαζυγίου είναι πρόωρη (βλ. ανωτέρω Παπαπέτρου ν Παπαπέτρου).

 

Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η υπό εξέταση αίτηση είναι παραδεκτά και αδιαμφισβήτητα και το σημείο που εγείρεται είναι αμιγώς νομικό και σε περίπτωση που γίνει δεκτό από το Δικαστήριο θα είναι καθοριστικό της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων.

 

Η Αιτήτρια / Καθ’ ης η αίτηση ενίσταται στην υπό εξέταση αίτηση καθότι όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, η αίτηση καταχωρήθηκε καταχρηστικά και με σκοπό την καθυστέρηση της εκδίκασης της εναρκτήριας Αίτησης καθώς επίσης και για το λόγο ότι το θέμα που ζητείται να δικαστεί προδικαστικά δεν δικογραφείται στην έκθεση υπεράσπισης του Καθ’ ου η αίτηση / Αιτητή στην παρούσα.

 

Πράγματι η αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση δεδομένου ότι η εναρκτήρια αίτηση καταχωρήθηκε 10/05/2019, στις 04/11/2019 καταχωρήθηκε υπεράσπιση και στις 24/11/2020 καταχωρήθηκε τροποποιημένη υπεράσπιση και η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε την 06/03/2023. Όπως αναφέρεται πιο πάνω και σύμφωνα με τη νομολογία, αίτηση για προδικαστική εκδίκαση νομικού σημείου που εγείρεται στις έγγραφες προτάσεις, πρέπει να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Παρά την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη ότι το εγειρόμενο σημείο είναι νομικό, κι' ότι τυχόν απόφαση υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση/ Αιτητή ουσιαστικά θα περατώσει (substantially disposes of) την αγωγή, ασκώντας τη διακριτική μου εξουσία θα μπορούσα να επιτρέψω την εξέταση του εγειρόμενου προδικαστικού σημείου, αφού όμως προηγουμένως εξετάσω τον λόγο ένστασης που προβάλλει η Αιτήτρια/Καθ’ ης η αίτηση ως προς την μη δικογράφηση του εγειρόμενου νομικού σημείου από μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση/ Αιτητή.

Έχοντας μελετήσει προσεκτικά τα δικόγραφα, διαπιστώνω ότι στην τροποποιημένη υπεράσπιση που καταχώρησε ο Καθ’ ου η Αίτηση/ Αιτητής εγείρονται διάφοροι ισχυρισμοί, όμως πουθενά δεν εγείρεται, έστω με τρόπο γενικό το αιτούμενο για προδικαστική εκδίκαση νομικό σημείο. Ειδικότερα, στην παράγραφο 6 της τροποποιημένης Υπεράσπισης, ο Καθ’ ου η Αίτηση/Αιτητής δεν εγείρει οποιαδήποτε ένσταση ή αμφισβήτηση σε σχέση με την αποστολή της γνωστοποίησης ούτε ισχυρίζεται ότι η γνωστοποίηση αποστάληκε σε κατά τόπο αναρμόδιο Επίσκοπο.

 Όπως αναφέρεται και πιο πάνω από τους Θεσμούς 1 και 2 της Διαταγής 27, αποτελεί προϋπόθεση για την προδικαστική εκδίκαση νομικού σημείου η έγερση του στο δικόγραφο της Υπεράσπισης. Συνεπακόλουθα η υπό εξέταση αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού σημείου θα πρέπει να απορριφθεί συνέπεια του ότι το εγειρόμενο ζήτημα δεν έχει τεθεί στα δικόγραφα.

Ο συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση/ Αιτητή μέσα από την γραπτή του αγόρευση αλλά και προφορικά εισηγείται όπως το Δικαστήριο εξετάσει το εγειρόμενο ζήτημα αυτεπάγγελτα. Όπως αναφέρω και πιο πάνω, η μη αποστολή της γνωστοποίησης στον κατά τόπο αρμόδιο Επίσκοπο συνεπάγεται ότι δεν προηγήθηκε η διαδικασία συνδιαλλαγής, η διεξαγωγή της οποίας, επιτακτικά προβλέπεται από το νόμο και ως εκ τούτου η αίτηση διαζυγίου είναι πρόωρη (βλ. ανωτέρω Ζένιου ν Ζένιου,  Παπαπέτρου ν Παπαπέτρου). Με βάση τη σχετική νομολογία, το  Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο ακόμη και αυτεπάγγελτα να ασχοληθεί με το θέμα της δικαιοδοσίας και ειδικότερα με το εάν υπάρχει ενώπιον του έγκυρη και νόμιμη διαδικασία (Άννα Γ. Γεωργίου ν Γεωργίου Αντωνίου Γεωργίου (2001) 1 ΑΑΔ 1592).

Το Δικαστήριο θα μπορούσε να προχωρήσει στην αυτεπάγγελτη εξέταση του πιο πάνω σημείου αφού προηγουμένως ακούσει τους διαδίκους ειδικά ως προς το εγειρόμενο σημείο. Αυτό που εξετάζεται τώρα και σε σχέση με το οποίο έχουν τοποθετηθεί και ακουστεί οι δύο πλευρές είναι το κατά πόσο θα δοθεί άδεια για να ακουστεί προδικαστικά το εγειρόμενο νομικό σημείο, συνεπώς δεν θα αποφασίσω αυτεπάγγελτα επί του θέματος προτού ακούσω ειδικά προς τούτο τα μέρη.

Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω και τις αρχές της νομολογίας όπως έχω με λεπτομέρεια παραθέσει πιο πάνω, θεωρώ για τον λόγο που έχω αναφέρει ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση/ Αιτητή και υπέρ της Αιτήτριας/Καθ' ης η αίτηση τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας όπως υπολογισθούν και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

                                                                                    

 

                                                                                        [Υπ.] ………………………….

       Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο