ECLI:CY:ODLAR:2023:1

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Δ. Κούσιου, Δ. 

Αρ. Αίτησης:  22/2018

Μεταξύ:

 

Κ. Π.

 

Αιτητή

Και

 

Α. Μ. Μ.

 

Καθ’ ης η αίτηση

 

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:  5 Ιανουαρίου, 2023

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητή/ Καθ’ ου η αίτηση στην ανταπαίτηση:  κ.κ. Γιώργος Φ. Πιττάτζης ΔΕΠΕ

Για Καθ’ ης η αίτηση/ Αιτήτρια στην ανταπαίτηση:  κα Α. Πασή

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι διάδικοι είναι πρώην σύζυγοι. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μ. και τον Σ., τα οποία γεννήθηκαν στις 08/04/2009 και 27/05/2010, αντίστοιχα.


Αίτηση και ανταπαίτηση είναι απότοκες του εκ συμφώνου εκδοθέντος διατάγματος ημερομηνίας 05/04/2012, στην Αίτηση Διατροφής του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με αριθμό 4/2012, με το οποίο διατάχθηκε ο Αιτητής να καταβάλλει στην Αιτήτρια από την 01/05/2012 το ποσό των €450 το μήνα ως η συνεισφορά του για τη διατροφή των ανήλικων τέκνων του (ΤΕΚ 1, στη συνέχεια αναφερόμενο ως το υφιστάμενο διάταγμα διατροφής).


Με την αίτηση του ο Αιτητής/ Καθ’ ου η αίτηση στην ανταπαίτηση (στη συνέχεια αναφερόμενος ως «ο Αιτητής») ζητά τη μείωση του πιο πάνω ποσού διατροφής στα €150 μηνιαίως και με την ανταπαίτηση της η Καθ’ ης η αίτηση/ Αιτήτρια στην ανταπαίτηση (στη συνέχεια αναφερόμενη ως «η Καθ’ ης η αίτηση») ζητά την αύξηση του πιο πάνω ποσού διατροφής στα €700 μηνιαίως.


Αφού συμπληρώθηκαν τα δικόγραφα, ακολουθώντας τη Δ.30 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, μαρτυρία προσέφεραν μόνο οι ίδιοι οι διάδικοι και στη συνέχεια, η διαδικασία ολοκληρώθηκε με γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων τους.

 

Με τις πρόνοιες του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90) εισάγεται η αρχή της υποχρέωσης και των δύο γονέων για την από κοινού διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους (άρθρο 33.1) (Βλ. Μαρκουλλίδης ν. Μαρκουλλίδη κ.α. (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1386).

 

Η εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να τροποποιεί προηγούμενη απόφαση ομοβάθμιου δικαστηρίου στηρίζεται στο άρθρο 38 του ίδιου πιο πάνω Νόμου το οποίο προβλέπει:

«38. (1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής.

 

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:

 

Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί.  Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»

 

Το πιο πάνω άρθρο ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Χρ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195, όπου στη σελ. 201 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο όρος «αφότου» στο πλαίσιο του Άρθρου 38 του Ν.216/90, δεν αφήνει αμφιβολία ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την εκδίκαση του διατάγματος και τείνουν να διαφοροποιήσουν το πραγματικό βάθρο στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση της οποίας επιδιώκεται η τροποποίηση, μπορεί να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις για αναθεώρηση του εκδοθέντος διατάγματος. Διαφορετικά, δεν παρέχεται δικαιοδοσία σε δικαστήριο να αναθεωρήσει την απόφαση ομοβάθμιου δικαστηρίου».

 

Επίσης, στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Αντρέου ν. Τσίρου, Έφεση αρ.16/2013, ημερομηνίας 21.12.2016, λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Το άρθρο 38, το οποίο είναι προσδιοριστικό της δυνατότητας τροποποίησης υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ερμηνεύθηκε σε αριθμό υποθέσεων όπως τις Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ 195, Αριστείδου ν. Χρυσάνθου (1994) 1 Α.Α.Δ. 711, Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ 1418 και άλλες. Η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος.  Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα.   Αυτό σημαίνει ότι οιοσδήποτε των διαδίκων που υπόκειται στο αρχικό διάταγμα διατροφής, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω, ή, ακόμη και να επιδιώξει εξ ολοκλήρου τερματισμό της διατροφής, (δέστε σχετικά και τα όσα αναφέρονται στα συγγράμματα Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙα, σελ. 144-145, Γιώργου Κουμάντου: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, σελ. 123-125 και Βασίλη Βαθρακοκοίλη: Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, σελ. 515-518, που ερμηνεύουν το αντίστοιχο άρθρο 1494 του Αστικού Κώδικα). Ο αιτητής έχει βέβαια το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του».

 

Ότι λοιπόν προκύπτει από τα πιο πάνω είναι πως η δυνατότητα του Δικαστηρίου για μεταρρύθμιση της απόφασης που καθόρισε τη διατροφή, προϋποθέτει μεταβολή των όρων της διατροφής.  Η μεταβολή δε αυτή, πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή σημαντική και όχι συνήθης, πρέπει να έχει διάρκεια και σταθερότητα και να μην πρόκειται για προσωρινού χαρακτήρα διακυμάνσεις των εσόδων και εξόδων και να δικογραφείται (Βλέπε Β. Βαθρακοκοίλη, Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος Ε΄, Αθήνα 2004, σελίδες 796 και 801)


Σπεύδω ευθύς εξ αρχής να αναφέρω ότι με βάση την αίτηση, όπως είναι διατυπωμένη, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία για τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής.  Και εξηγώ.

 

Η αίτηση καταχωρήθηκε στις 28/03/2018.  Οι συνθήκες που κατά την εκδοχή του Αιτητή δικαιολογούν την τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής αφορούν τη μείωση της οικονομικής του δυνατότητας, η οποία επηρεάζεται και από την απόκτηση άλλων δύο παιδιών από αυτόν, στις 12/08/2013 και 12/01/2016 (ΤΕΚ 2 και 3) για τα οποία καταβάλει £1627,90 το χρόνο ως συνεισφορά του για τη διατροφή τους (ΤΕΚ 4).


Αποτελεί παραδεχτό γεγονός μεταξύ των διαδίκων ότι ο Αιτητής, μετά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος, επέστρεψε στην Αγγλία όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.  Εκεί συνεχίζει να διαμένει και εκεί απέκτησε τα άλλα δύο παιδιά του.


Τα δεδομένα κατά την μαρτυρία του Αιτητή έχουν ως αρχή τους την περίοδο από τις 06/04/2017 και μετέπειτα.  Εξιστορεί ο Αιτητής ότι την περίοδο από τις 06/04/2017 μέχρι 05/04/2018 το ετήσιο καθαρό εισόδημα του ήταν £11.599 (ΤΕΚ 5).  Στη συνέχεια, για τους λόγους που εξηγεί, μειώνεται στις £10.000 και κατά την περίοδο της πανδημίας στις £5000.  Από τις 14/03/2019 δε, είναι πτωχεύσας (ΤΕΚ 7).


Ο Αιτητής επίσης αναφέρεται και στα προσωπικά του έξοδα μετά την τέλεση νέου γάμου στις 21/09/2018 (ΤΕΚ 6), με τα εξής: «…διαμένουμε σε διαμέρισμα που νοικιάζουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο και καταβάλλουμε κάθε εβδομάδα ενοίκιο που αντιστοιχεί στο ποσό των £160 εβδομαδιαίως δηλαδή £640 μηνιαίως ήτοι €720. Η σύζυγος μου εργάζεται και προσπαθούσα και εδώ να συνεισφέρω και εγώ στα έξοδα στα πλαίσια των δυνατοτήτων μου. Για τα έξοδα συντήρησης μου όπως διαμονή, διατροφή, μεταφορικά κ.α. χρειάζομαι το ποσό των £500 ήτοι €563 μηνιαίως για την κάλυψη του οποίου τώρα που δεν εργάζομαι ένεκα του lockdown με βοηθά με δυσκολία ο πατέρας μου. Προσπαθώ να περνώ πολύ οικονομικά. Το κόστος ζωής στην Αγγλία είναι ψηλό και ζω με μεγάλες στερήσεις.»


Ότι από τα πιο πάνω απουσιάζει και καθιστά την αίτηση αλυσιτελή είναι η μη αναφορά, στην αίτηση αλλά και κατά τη μαρτυρία του Αιτητή, στη μείωση που επήλθε αναφορικά με την εισοδηματική του κατάσταση από την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος.  Ποια ήταν δηλαδή η εισοδηματική του κατάσταση κατά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής και πώς διαμορφώθηκε κατά την καταχώρηση της αίτησης και μετέπειτα.  Με μόνο το δεδομένο της εισοδηματικής κατάστασης του Αιτητή από τις 06/04/2017 και μετέπειτα ο προσδιορισμός της κατ’ ισχυρισμόν μειωμένης εισοδηματικής του κατάστασης είναι ανέφικτος.


Το πιο πάνω ζητούμενο, ο προσδιορισμός δηλαδή της κατ’ ισχυρισμόν μειωμένης εισοδηματικής κατάστασης του Αιτητή, συμπαρασύρει και τις θέσεις του για συνεισφορά του στη διατροφή των δύο παιδιών που έχει αποκτήσει ως και των προσωπικών του εξόδων.  Τα δεδομένα αυτά θα αποκτούσαν σημασία, ως επηρεάζοντα τις οικονομικές δυνάμεις του Αιτητή, μόνο στην περίπτωση κατάληξης ως προς την μεταβολή του όρου της διατροφής αναφορικά με την εισοδηματική του κατάσταση.


Ούτως εχόντων των πραγμάτων καταλήγω ότι ο Αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος που έχει ήδη προωθήσει έχουν μεταβληθεί ώστε να καταστεί αναγκαία η τροποποίηση του.


Αναφορικά με την ανταπαίτηση δεν θα ήταν λάθος εάν την χαρακτήριζε κάνεις ως αντίβαρο στην αίτηση και ως ενέργεια αντιπερισπασμού. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το ότι αυτή ούτε με την μαρτυρία της Καθ’ ης η αίτηση ούτε και με τη γραπτή αγόρευση

της συνηγόρου της προωθείται. Ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, η ανταπαίτηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει για τον εξής βασικό λόγο.  Το ζητούμενο με την ανταπαίτηση ήταν η αύξηση του ποσού της διατροφής στη βάση της αύξησης των εξόδων συντήρησης και διατροφής των παιδιών.  Κατά την Καθ’ ης η αίτηση, κατά την έκδοση του υφιστάμενου διατάγματος, τα έξοδα αυτά για τον Μ. ανέρχονταν στα €788 μηνιαίως και για τον Σ. στα €808 μηνιαίως.  Κατά την καταχώρηση της ανταπαίτησης, τα ίδια έξοδα αυξήθηκαν σε €847 και €837, αντίστοιχα.


Η πληροφόρηση που έχει το Δικαστήριο για τα τότε και νυν έξοδα των ανήλικων προέρχεται μόνο από τη μητέρα.  Δεν είναι όμως του παρόντος να εξετάσω κατά πόσο αυτά δικαιολογούνται ή είναι εξογκωμένα, όπως κλήθηκα να πράξω από τους συνηγόρους του Αιτητή.  Ότι εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία είναι η αλλαγή των συνθηκών και σε αυτήν θα εστιάσει την προσοχή του το Δικαστήριο.


Το ότι ανάγκες των ανήλικων αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου δεν αμφισβητείται από κανένα.  Μάλιστα αυτή την κοινή λογική και πείρα της ζωής θέλησε να εισάξει ο νομοθέτης με το εδάφιο 2 του άρθρου 38 του Ν. 216/90 και την «αυτόματη αύξηση» της διατροφής, όπως επικράτησε να αναφέρεται, κατά δέκα τοις εκατό (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών.


Η αύξηση των εξόδων των ανήλικων όπως η Καθ’ ης η αίτηση την καθορίζει, όχι μόνο εντάσσεται στην πιο πάνω αύξηση του 10%, αλλά και υπερκαλύπτεται από αυτήν, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το υφιστάμενο διάταγμα διατροφής ημερομηνίας 05/04/2012, είχε, μέχρι την καταχώρηση της αίτησης, δύο επιπλέον αυξήσεις τα έτη 2014 και 2016.


Η πιο πάνω διαπίστωση αφενός καταδικάζει σε αποτυχία την ανταπαίτηση, αφετέρου όμως ανοίγει το δρόμο για την έκδοση διατάγματος μη ισχύος της αυτόματης αύξησης του 10%, το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα και την αποφυγή περαιτέρω διαδικασιών μεταξύ των διαδίκων.  Ως εκ τούτου, κάνοντας χρήση της ευχέρειας του Δικαστηρίου για παροχή θεραπείας για την οποία δεν υπάρχει αξίωση, θεωρώ δίκαιο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής να εκδώσω διάταγμα μη ισχύος της αύξησης του ποσού της διατροφής, κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 38 του Ν. 216/90, από τις 05/04/2018 μέχρι και τις 04/04/ 2024.  Νοείται ότι αυτόματη αύξηση μπορεί να ισχύει από τις 05/04/2024 και μετέπειτα.


Συνακόλουθα των πιο πάνω, τόσο η αίτηση όσο και ανταπαίτηση απορρίπτονται και αυτεπάγγελτα εκδίδεται διάταγμα μη ισχύος της αυτόματης αύξησης του 10% από τις 05/04/2018 μέχρι και τις 04/04/2024.


Κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της, τόσο στην αίτηση όσο και στην ανταπαίτηση.

 

 

 

 

(Υπ.)  …………………

Δ. Κούσιου, Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο