Ελληνίδης & άλλη ν. Καζαντζιάν (1990) 1 ΑΑΔ 128

(1990) 1 ΑΑΔ 128

[*128] 23 Φεβρουαρίου, 1990

[ΠΙΚΗΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

ΚΑΡΠΗ ΚΑΖΑΝΤΖΙΑΝ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7873).

Πολιτική Δικονομία — Συνεταιρισμός — Οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Θ.7, Καν. 5 — Παρά τον προσωπικό χαρακτήρα της εμφάνισης του συνεταίρου, διάδικος παραμένει ο συνεταιρισμός — Όλα τα μεταγενέστερα διαδικαστικά διαβήματα γίνονται στο όνομα του συνεταιρισμού — Τούτο ισχύει και για έφεση κατά της οποιασδήποτε πρωτόδικης απόφασης.

Πολιτική Δικονομία — Παραδοχή στην Υπεράσπιση — Κατά πόσο μπορεί το Δικαστήριο, χωρίς προηγουμένη αίτηση για απόφαση βάσει του Θ.24, Καν. 6, να προχωρήσει στη διαπίστωση της υπάρξεως της παραδοχής προ του τέλους της δίκης — Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.

Ο εφεσίβλητος (ενάγων) ήγειρε αγωγήν εναντίον του συνεταιρισμού RENATA SHOES, αξιώνοντας ποσό £28,000. Συνέταιροι ήσαν ο ίδιος, η σύζυγός του και το ζεύγος Ελληνίδη. Οι τελευταίοι δύο εμφανίσθησαν και εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να υπερασπισθούν τον συνεταιρισμών.

Κατά την ημέρα ακροάσεως της αγωγής το πρωτόδικο Δικαστήριο, τη αιτήσει του δικηγόρου του ενάγοντα, έκρινε ότι η παράγραφος 6 της Υπεράσπισης συνιστούσε παραδοχή για ποσό £9,262. Η παρούσα έφεση προσβάλλει την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού απέρριψε προδικαστική ένσταση ότι κακώς η έφεση έγινε στο όνομα του συνεταιρισμού (Βλ. το πρώτο από τα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα), αποδέχθηκε την έφεση, γιατί οι διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας δεν παρέχουν ευχέρεια για προσδιορισμό παραδοχής γεγονότων ή διαπίστωση ευρημάτων έξω από το πλαίσιο της δίκης και ανεξάρτητα από την υποβολή αίτησης για έκδοση απόφασης για οποιοδήποτε μέρος της απαίτησης είναι παραδεκτό (Θ.24, Καν.6). Εν πάση περιπτώσει το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η παρά[*129]γραφος 6 της Υπερασπίσεως δεν συνιστά παραδοχή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δημητρίου, Αν. Π.Ε.Δ. και Παπαδοπούλου (κα), Ε.Δ.) που δόθηκε στις 17 Απριλίου, 1989 (Αρ. Αγωγής 1012/84) με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράγραφος 6 της έκθεσης υπεράσπισης συνιστούσε παραδοχή για την οφειλή μέρους της απαίτησης για ποσό £9,282.- και διαπίστωσε ότι η αγωγή ηγέρθη κανονικά και ότι έπρεπε να συνεχιστεί με τον συνεταιρισμό ως εναγόμενο.

Α. Μαρκίδης και Α. Πασχαλίδης, για τους εφεσείοντες.

Σ. Τεβλετιάν, για τον εφεσίβλητο.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Μ. Πική.

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Καρπής Καζαντζιάν, ο εφεσίβλητος, είναι ο ένας από τους τέσσερεις εταίρους του συνεταιρισμού Renata Shoes. Οι άλλοι τρεις είναι η σύζυγός του και το ζεύγος Ελληνίδη, ο Ανδρέας και η Σωτηρούλλα. Το μερίδιο του καθενός από τους τέσσερεις συνεταίρους είναι 25%. Ο Καρπής Καζαντζιάν ενήγαγε τον συνεταιρισμό και αξίωσε την αποπληρωμή σ' αυτόν ποσού £28,600.- που αντιπροσώπευε δάνειο προς τον συνεταιρισμό. Η αγωγή επιδόθηκε στα άλλα τρία μέλη του συνεταιρισμού περιλαμβανομένης και της συζύγου του. Η τελευταία δεν εμφανίστηκε. Οι άλλοι δυο εμφανίστηκαν και εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να υπερασπίσουν την υπόθεση του συνεταιρισμού.

Κατά την ημερομηνία ακρόασης το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε (μετά από αίτηση του δικηγόρου του εναγομένου) ότι η υπεράσπιση και συγκεκριμέ[*130]να η παράγραφος 6 συνιστούσε παραδοχή για την οφειλή μέρους της απαίτησης για ποσό £9,282.- Διαπίστωσαν επίσης ότι η αγωγή δεν ηγέρθη αντικανονικά και ότι η αγωγή έπρεπε να συνεχιστεί με τον συνεταιρισμό ως εναγόμενο, θέση που υποστηρίζεται, όπως αναφέρεται στην απόφαση από τις πρόνοιες της Δ.7 Θ.5.

Οι δύο συνεταίροι αμφισβήτησαν εξ ονόματος του συνεταιρισμού την απόφαση του δικαστηρίου και υπέβαλαν έφεση ακολουθώντας ουσιαστικά την ίδια διαδικασία που ακολούθησαν και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η ειδοποίηση έφεσης επίσης φέρει τον συνεταιρισμό ως εφεσείοντα και ταυτόχρονα προσδιορίζει ότι το ζεύγος Ελληνίδη είχε κινήσει τον μηχανισμό για την υποβολή έφεσης. Ο κ. Τεβλετιάν υπέβαλε ότι η διαδικασία αυτή είναι αντικανονική, επειδή το ζεύγος Ελληνίδη δεν είναι διάδικοι. Υπέβαλε ότι μόνον διάδικος στην υπόθεση μπορεί να ασκήσει έφεση εναντίον της απόφασης του δικαστηρίου.

Οι πρόνοιες της Δ.7 Θ.5 υποστηρίζουν ότι παρά τον προσωπικό χαρακτήρα της εμφάνισης του συνεταίρου, διάδικος παραμένει ο συνεταιρισμός του οποίου τα συμφέροντα οι συνεταίροι υπερασπίζονται. Το ίδιο ισχύει και για την υποβολή έφεσης. Οι διατάξεις του πιο πάνω κανόνα της Πολιτικής Δικονομίας ορίζουν μεταξύ άλλων:

"..., but all subsequent proceeding shall, nevertheless, continue in the name of the firm".

Σε μετάφραση:-

"..., αλλά όλα τα μεταγενέστερα διαδικαστικά διαβήματα θα συνεχίσουν, παραταύτα, στο όνομα του συνεταιρισμού".

Η έφεση αποτελεί μεταγενέστερο διάβημα που καλύπτεται από τις πρόνοιες του προαναφερθέντα κανόνα. Η εξέταση των αντίστοιχων διατάξεων των παλαιών θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας στις οποίες εδράζεται η Δ.7 Θ.5 (Ord. 48 a r.5), και της νομολογίας σχετικά [*131] με την εφαρμογή τους υποστηρίζει ότι παρά την προσωπική ανάμειξη του συνεταίρου ο οποίος εμφανίζεται, η εμφάνιση συναρτάται αποκλειστικά με τα συμφέροντα του συνεταιρισμού που αποτελεί και το μόνο διάδικο - White Book, 1958, σελ. 1161 κ.επ. Στο ίδιο σύγγραμα διευκρινίζεται ότι καθιερωμένες αρχές του κοινού δικαίου επιβάλλουν την ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ οποιασδήποτε απόφασης του δικαστηρίου και των δικαιωμάτων των διαδίκων.

Έφεση η οποία υποβάλλεται με πρωτοβουλία του συνεταίρου εναντίον απόφασης κατά του συνεταιρισμού και οι δικονομικοί κανόνες που αφορούν την άσκησή της δεν ρυθμίζονται ειδικά από τις διατάξεις των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. Εξυπακούεται όμως από τις πρόνοιες της Δ.7 Θ.5 ότι ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που διέπουν την εμφάνιση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Τα δικονομικά μέτρα λαμβάνονται εξ ονόματος του συνεταιρισμού, του πλασματικού διαδίκου, ενώ εξειδικεύεται η ταυτότητα του ατόμου ή των ατόμων που κινούν την διαδικασία. Ο συνεταιρισμός δεν έχει νομική οντότητα ανεξάρτητα από εκείνη των εταίρων που τον συνιστούν. Στο White Book στην σελ. 1162 αναφέρεται:-

"In every action against partners sued in the firm name every subsequent proceeding must be headed with the firm name as defendants".

Στην προκείμενη περίπτωση η έφεση ηγέρθη εξ ονόματος του συνεταιρισμού ο οποίος καθορίζεται ως ο εφεσείων, ενώ στην ειδοποίηση προσδιορίζεται ότι εκείνοι που υπερασπίζονται την υπόθεση των εφεσειόντων είναι οι εταίροι οι οποίοι κατονομάζονται. Όχι μόνον οι πρόνοιες της Δ.7 Θ.5 παρέχουν δικονομικό έρεισμα για τον τρόπο που ασκήθηκε η έφεση αλλά και γενικότερα οι πρόνοιες της Πολιτικής Δικονομίας που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος της έφεσης (Δ.35) είναι προσαρμοσμένες στην αρχή ότι κάθε πρόσωπο που επηρεάζεται από απόφαση ή διαταγή του δικαστηρίου νομιμοποιείται να την [*132] εφεσιβάλει. Άλλωστε ο εφεσείων υποχρεούται να επιδόσει την ειδοποίηση της έφεσης σε κάθε πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από την απόφαση ή διαταγή η οποία προσβάλλεται· και το ίδιο το δικαστήριο μπορεί αυτοβούλως να διατάξει την επίδοση ειδοποίησης σε πρόσωπο άλλο από τους διαδίκους οποτεδήποτε τούτο κρίνεται αναγκαίο λόγω του επηρεασμού των συμφερόντων του από το αντικείμενο της έφεσης (Δ.35 Θ.5). Και αν ακόμα διαπιστώναμε οποιαδήποτε παράλειψη στην τήρηση των σχετικών διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας τα γεγονότα της υπόθεσης θα δικαιολογούσαν την εφαρμογή των προνοιών της Δ.64 Θ.1.

Η αντιμετώπιση του ουσιαστικού θέματος που εγείρεται με την έφεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Οι διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας δεν παρέχουν ευχέρεια για τον προσδιορισμό παραδοχής γεγονότων ή την διαπίστωση ευρημάτων έξω από το πλαίσιο της δίκης και ανεξάρτητα από την υποβολή αίτησης για την έκδοση απόφασης για οποιοδήποτε μέρος της απαίτησης γίνεται παραδεκτό. (Δ.24 θ.6).

Οι πρόνοιες της Δ.29 θ.2 τις οποίες έχει επικαλεστεί ο κ. Τεβλετιάν σχετίζονται με τον προσδιορισμό ειδικής υπόθεσης ή θέματος (special case) που αφορά αποκλειστικά νομικό θέμα, η επίλυση του οποίου κρίνεται πρόσφορη ή αναγκαία κατά παρέκκλιση από τα δικονομικά θέσμια της δίκης.

Τα επίδικα θέματα είναι εκείνα τα οποία προσδιορίζονται στην δικογραφία. Η διαπίστωση γεγονότος έξω από το πλαίσιο της δίκης και ανεξάρτητα από την ετυμηγορία του δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή εκτός εκεί που γίνεται ειδική πρόβλεψη από τους δικονομικούς θεσμούς, όπως είναι η περίπτωση της Δ.24 θ.6. Η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσίβλητου για την έκδοση απόφασης για μέρος της απαίτησης βάσει της Δ.24 θ.6 φανερώνει και πρακτικά το πρωθύστερο της διαπίστωσης για την ύπαρξη παραδοχής για μέρος της απαίτησης. [*133]

Ανεξάρτητα από την έλλειψη δικονομικού ερείσματος για την διαπίστωση στην οποία είχε προβεί το δικαστήριο στην υπεράσπιση δεν γίνεται καμιά ανεπιφύλακτη παραδοχή οφειλής. Μια από τις υπερασπίσεις που προβάλλονται (παρα. 1) είναι εκείνη του δεδικασμένου ή της ύπαρξης κωλύμματος (estoppel) στην επιδίωξη των θεραπειών που ο εφεσίβλητος επιζητεί με την αγωγή του.

Δεν θα εξετάσουμε, διότι το θέμα δεν εγείρεται ενώπιόν μας, την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι η αγωγή είναι εκ βάθρου αντικανονική.

Τέλος δεν παραγνωρίζουμε ότι είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί η επίμαχη διαπίστωση ως απόφαση ή διαταγή του δικαστηρίου για σκοπούς έφεσης (Δ.35 θ.2). Δεν είναι αφ' εαυτής καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων ούτε επιβάλλει την εκτέλεση οποιασδήποτε υποχρέωσης. Δεν θα επεκταθούμε όμως στο θέμα αυτό το οποίο ούτε ηγέρθη από τους διαδίκους ούτε έχει συζητηθεί. Περιοριζόμαστε στην διαπίστωση ότι οι διατάξεις του άρθρου 25.3 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60) είναι αρκετά ευρείες ώστε να μας παρέχεται η ευχέρεια να ακυρώσουμε την επίδικη απόφαση-διαπίστωση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο