Αl Shark κ.α. ν. Sunnydays Shipping (1990) 1 ΑΑΔ 270

(1990) 1 ΑΑΔ 270

[*270] 6 Απριλίου, 1990

[ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ/στής

AL SHARK UNDERWEAR MANUFACTURING COMPANY ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Ενάγοντες,

ν.

SUNNYDAYS SHIPPING LIMITED,

Εναγομένων.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 330/84).

Συνταγματικό Δίκαιο — Δίκαιον της ανάγκης — Σύνταγμα, Άρθρα 82, 52, 3.2. και 3.5. του Συντάγματος — Δημοσίευση νόμων στην Επίσημη Εφημερίδα μόνον στην Ελληνική Γλώσσα — Δικαιολογημένη παρέκκλιση από το Σύνταγμα λόγω της ανώμαλης κατάστασης, που δημιουργήθηκε το 1964 με την αποχώρηση των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων, κατάστασης, που εξακολουθεί να υφίσταται υπό τραγικότερη κατά πολύ μορφή μετά την εισβολή του 1974.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα ασκήσεως επαγγέλματος — Οι περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμοι (Ν. 67/88 και Ν. 146/89) — Καταργούν το άρθρο 4 του Ν. 51/65, που είχε επιτρέψει την χρήση της Αγγλικής Γλώσσας στα Δικαστήρια, παρά την μεταβατική διάταξη του Άρθρου 189 του Συντάγματος — Οι νόμοι 67/ 88 και 146/89 δεν επιβάλλουν περιορισμό ή όρον στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ούτε και καθόσον αφορά δικηγόρο, που δεν μιλά την Ελληνικήν γλώσσα - Εν πάση περιπτώσει το άρθρο 25 προστατεύει το δικαίωμα ασκήσεως επαγγέλματος μόνο από αμέσους επεμβάσεις — Τέλος στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 3 του Συντάγματος και γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση του άρθρου 25.

Συνταγματικό Δίκαιο — Ισότητα — Σύνταγμα, άρθρο 28 — Οι περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμοι (Ν. 67/88 και Ν. 146/ 89) — Δεν συνιστούν δυσμενή διάκριση σε βάρος δικηγόρου, που δεν γνωρίζει την Ελληνική Γλώσσα, γιατί συνιστούν εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 3 του Συντάγματος.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα επιλογής Δικηγόρου — Σύνταγμα, άρθρο 30.3(δ) — Η επιλογή περιορίζεται μεταξύ δικηγόρων, που έχουν το δικαίωμα και ευχέρειαν εμφανίσεως ενώπιον των Δικαστηρίων — Οι περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας [*271]

Νόμοι (Ν. 67/88 και 146/89) — Δεν αντίκεινται προς το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος, γιατί, εν πάση περιπτώσει, αποτελούν εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 3.

Συνταγματικό Δίκαιο — Γλώσσα σε διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων όταν οι διάδικοι δεν είναι Έλληνες ούτε και Τούρκοι — Σύνταγμα, άρθρο 3.4 — Οι Περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμοι (Ν. 67/88 και 146/89) δεν αντίκεινται σ' αυτό και μέχρις ότου το Ανώτατο Δικαστήριο εκδώσει σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό, εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Συνταγματικό Δίκαιο — Παράρτημα Τ της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας — Δεν έχει Συνταγματική ισχύ — Αποτελεί διεθνή συνθήκη, που δεν καλύπτεται, εφόσον δεν έχει ποτέ κυρωθεί, από το άρθρο 169.3 του Συντάγματος.

Ο κ. Μακπράϊτ είναι Βρεττανός Υπήκοος, κάτοικος Κύπρου. Υπάγεται στην παράγραφο (γ) του Παραρτήματος Τ της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ενεγράφη ως δικηγόρος στην Κύπρο στις 8.12.60. Στην παρούσα υπόθεση ο κ. Μακπράϊτ, που δεν μπορεί να χρησιμοποιεί οποιανδήποτε από τις δύο επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας διεξεδίκησε το δικαίωμα όπως αγορεύει, εξετάζει και αντεξετάζει μάρτυρες στα Αγγλικά, παρά τις διατάξεις των Περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμων 67/88 και 146/89. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στηριζόμενο στις νομικές αρχές που σκιαγραφούνται στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα, απέρριψε το αίτημα.

Διάταγμα ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες αποφάσεις:

Attorney-General v. Ibrahim ,1964 C.L.R. 195·

Apostolou and Others v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 509·

Xenophontos v. The Police (1971) 2 C.L.R. 279·

Safet v. Cyprus Palestinian Plantation Co. Ltd. (1963) 4 R.S.C.C. 87·

Samouel (1962) 3 R.S.C.C. 76·

Panaghi v. Fraser (1963) 2 C.L.R. 356.

Αίτηση.

Αίτηση από τον δικηγόρο των εναγόντων για άδεια να αγορεύσει ενώπιον του Δικαστηρίου στην Αγγλική γλώσσα. [*272]

Α. Λεμονάρης, για τους αιτητές-εναγόμενους.

Στ. Μακπράϊτ με Α. Τιμόθη (Κα), για χους καθ' ων η αίτηση-ενάγοντες.

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, amicus curiae.

Cur. adv. vult.

ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Το μόνο θέμα που καλούμαι να αποφασίσω στο παρόν στάδιο αφορά ισχυρισμό του δικηγόρου των εναγόντων κ. Στ. Μακπράϊτ ότι δικαιούται να αγορεύσει ενώπιον του Δικαστηρίου στην παρούσα διαδικασία στην Αγγλική γλώσσα, παρά τις πρόνοιες του περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου του 1988 (Νόμος αρ. 67/88), όπως έχει τροποποιηθεί με τον περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 1989 (Νόμος αρ. 146/89). Το θέμα εγέρθηκε από τον κ. Μακπράϊτ αμέσως πριν την έναρξη της ακρόασης ενδιάμεσης αίτησης που η εναγόμενη εταιρεία είχε καταχωρήσει στην παρούσα αγωγή στις 6 Μαρτίου, 1989.

Ο κ. Μακπράϊτ είναι Βρεττανός υπήκοος, κάτοχος διαβατηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και Βόρειας Ιρλανδίας με αρ. Δ.889314. Είναι Βρεττανός κάτοικος Κύπρου (British resident) σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (γ) του Παραρτήματος (Appendix) "Τ" της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο από τις 8 Δεκεμβρίου 1960 που είχε εγγραφεί στο Μητρώο Δικηγόρων Κύπρου. Η μόνη γλώσσα στην οποία μπορεί να εξετάσει ή να αντεξετάσει μάρτυρες ή να αγορεύσει σε δικαστική διαδικασία είναι η Αγγλική.

Ο κ. Μακπράϊτ στήριξε το δικαίωμα και/ή προνόμιο που επικαλείται πάνω σε διάφορους συντρέχοντες λόγους. Στη συνέχεια θα ασχοληθώ ξεχωριστά με τον καθένα από τους λόγους αυτούς. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγομένων στην αγωγή κ. Λεμονάρης υιοθέτησε τις θέ[*273]σεις του κ. Μακπράϊτ τις οποίες αιτιολόγησε σε μερικές περιπτώσεις με δικά του επιχειρήματα. Τις θέσεις των δύο δικηγόρων αντέκρουσε ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος αγόρευσε ως amicus curiae, ανταποκρινόμενος σε σχετική πρόσκληση του Δικαστηρίου. Τον ευχαριστώ για τη θετική του ανταπόκριση.

Ο πρώτος λόγος που προβάλλει ο κ. Μακπράϊτ είναι ότι έλκει το αιτούμενο δικαίωμά του από το άρθρο 4* του περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενον και Διαδικασία) Νόμου του 1965 (Νόμος αρ. 51/65) ο οποίος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να βρίσκεται σε ισχύ εφόσον η προτιθέμενη κατάργησή του με τους Νόμους αρ. 67/88 και αρ. 146/89 δεν επέφερε την κατάργησή του ενόψει του γεγονότος ότι οι δύο αυτοί Νόμοι δεν είχαν δημοσιευθεί στην ίδια έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας και στις δύο επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, την Ελληνική και την Τουρκική, όπως επιτακτικά προνοείται στα άρθρα 3.2 και 3.5 του Συντάγματος, και επομένως δεν έχουν ποτέ νόμιμα τεθεί σε ισχύ.

Σύμφωνα με το άρθρο 82 του Συντάγματος οι νόμοι και οι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων τίθενται σε ισχύ από την ημέρα που δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα δε με το άρθρο 52 του Συντάγματος ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας έχουν υποχρέωση να εκδώσουν με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας εντός καθορισμένου χρόνου οποιοδήποτε νόμο ή απόφαση της Βουλής εκτός αν ασκήσουν το δικαίωμα αρνησικυρίας, αναπομπής ή αναφοράς που τους παρέχει το Σύνταγμα.

Το άρθρο 3.2 του Συντάγματος προνοεί ότι οι νομοθετικές, εκτελεστικές και διοικητικές πράξεις για τις οποίες απαιτείται έκδοση δυνάμει ρητής συνταγματικής διάταξης, εκδίδονται με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και στις δυο επίσημες γλώσσες. Τέλος,

* Ανεξαρτήτως.... γλώσσαν". [*274]

το άρθρο 3.5 του Συντάγματος προνοεί ότι οποιοδήποτε κείμενο καταχωρείται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας δημοσιεύεται στην ίδια έκδοση της και στις δύο επίσημες γλώσσες.

Οι Νόμοι αρ. 67/88 και 146/89 έχουν εκδοθεί με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 27 Μαΐου 1988 και 11 Αυγούστου 1989 αντίστοιχα μόνο στην Ελληνική γλώσσα. Στην πραγματικότητα, όλοι οι Νόμοι που έχουν εκδοθεί μετά την αποχώρηση των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων στις αρχές του 1964 δημοσιεύτηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας μόνο στην Ελληνική γλώσσα. Το επιχείρημα του κ. Μακπράϊτ ότι οι πιο πάνω δυο Νόμοι δεν έχουν ποτέ νόμιμα τεθεί σε ισχύ εδράζεται στο γεγονός ότι ουδέποτε δημοσιεύτηκαν στην Τουρκική γλώσσα που μαζί με την Ελληνική αποτελούν τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 3.1 του Συντάγματος. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα προβλήθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιμπραχήμ (1964) Α.Α.Δ. 195, αναφορικά με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964 (Νόμος αρ. 33/64) ο οποίος επίσης εκδόθηκε με δημοσίευση στην Ελληνική μόνο γλώσσα. Το επιχείρημα απορρίφθηκε ο δε Νόμος αρ. 33/64 κρίθηκε ομόφωνα ότι είχε έγκυρα εκδοθεί με τη δημοσίευσή του στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στην Ελληνική γλώσσα και είχε τεθεί σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής του. Η ανώμαλη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την απουσία των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων, η οποία δικαιολόγησε την παράλειψη της μετάφρασης και δημοσίευσης του Νόμου αρ. 33/64 στην Τουρκική γλώσσα εξακολουθεί να υπάρχει σε τραγικά χειρότερη μορφή και έκταση μετά την Τουρκική εισβολή το 1974. Λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών και ανώμαλων περιστάσεων που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης των Νόμων αρ. 67/88 και 146/89 έχω αχθεί στο συμπέρασμα, χωρίς οποιαδήποτε δυσκολία ή δισταγμό, ότι και οι δυο πιο πάνω Νόμοι έχουν έγκυρα εκδοθεί με τη δημοσίευσή τους στην Ελληνική μόνο γλώσσα στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και ότι τέθηκαν σε ισχύ κατά την [*275] ημέρα της δημοσίευσής τους, δηλαδή στις 27 Μαΐου 1988 και στις 11 Αυγούστου 1989 αντίστοιχα. Έπεται από τα πιο πάνω ότι το άρθρο 4 του περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενον και Διαδικασία) Νόμου του 1965, πάνω στον οποίο εδράζεται το απαιτούμενο από τον κ. Μακ-πράϊτ δικαίωμα να αγορεύσει στην παρούσα διαδικασία στην Αγγλική γλώσσα, είχε έγκυρα και τελεσίδικα καταργηθεί από τις 16 Αυγούστου 1989, εκτός, βέβαια, αν ευσταθεί το διαζευκτικό επιχείρημα του κ. Μακπράϊτ ότι οι δύο πιο πάνω Νόμοι είναι αντισυνταγματικοί, με το οποίο θα ασχοληθώ στη συνέχεια.

Η συγκεκριμένη εισήγηση του κ. Μακπράϊτ για αντισυνταγματικότητα των δύο Νόμων περιλαμβάνει ισχυρισμό ότι στην περίπτωσή του παραβιάζονται τα άρθρα 25, 28 και 30 του Συντάγματος.

Το άρθρο 25 προνοεί ότι έκαστος έχει το δικαίωμα να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα και ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος μπορεί να τεθεί μόνο κάτω από όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις που αναφέρονται αποκλειστικά στα προσόντα που συνήθως απαιτούνται για την άσκηση τέτοιου επαγγέλματος. Το επιχείρημα του κ. Μακπράϊτ είναι ότι γνώση της Ελληνικής γλώσσας δεν είναι προσόν που συνήθως απαιτείται για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και στο βαθμό που οι πρόνοιες των Νόμων αρ. 67/88 και 146/89 ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν στον κ. Μακπράϊτ τη χρήση της Ελληνικής μόνο γλώσσας στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας, την οποία δε γνωρίζει, θέτουν το δικαίωμά του σε περιορισμούς πέραν εκείνων που επιτρέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 25 και οι δύο Νόμοι είναι, επομένως, αντισυνταγματικοί.

Ούτε ο Νόμος αρ. 67/88 ούτε ο Νόμος αρ. 146/89, θέτουν την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος από οποιοδήποτε πρόσωπο κάτω από οποιοδήποτε όρο, περιορισμό ή διατύπωση. Εκείνο που προνοείται από τους δύο Νόμους είναι η κατάργηση του άρθρου 4 του Νόμου αρ. 51/65 με το οποίο είχε επιτραπεί, μέχρι της ψήφισης άλλης νομοθετικής πρόνοιας επί του προκειμένου, η συνέχιση της [*276] χρήσης της Αγγλικής γλώσσας στις δικαστικές διαδικασίες παρά την εκπνοή της περιόδου των πέντε ετών στη διάρκεια της οποίας η χρήση της γλώσσας αυτής είχε εξ αρχής επιτραπεί από το άρθρο 189(β) του Συντάγματος παρά τις διατάξεις του άρθρου 3. Το άρθρο 189 αποτελεί μέρος των Μεταβατικών Διατάξεων του Συντάγματος. Εάν το άρθρο 4 του Νόμου 51/65 δεν είχε ποτέ ψηφιστεί, και η Πολιτεία δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να το ψηφίσει, ο κ. Μακπράϊτ θα βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με το νομικό καθεστώς αναφορικά με τη χρήση της Ελληνικής και Τουρκικής γλώσσας στα Δικαστήρια το οποίο καθορίζεται αποκλειστικά από το άρθρο 3 του Συντάγματος μετά, βέβαια, από την εκπνοή της περιόδου των πέντε ετών που προνοείται στο άρθρο 189(β).

Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά των όσων αναφέρω πιο πάνω, ο ισχυρισμός του κ. Μακπράϊτ για παραβίαση του δικαιώματός του να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου όπως διασφαλίζεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος δεν ευσταθεί γιατί, όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, το δικαίωμα αυτό προστατεύεται έναντι άμεσης μόνο επέμβασης και όχι έναντι ρύθμισης παρεμφερών θεμάτων η οποία προκαλεί έμμεση μόνο επέμβαση στην άσκησή του. Σχετική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Κωστάκης Αποστόλου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 509, στην οποία γίνεται αναφορά σε παροηγούμενες αποφάσεις πάνω στο ίδιο θέμα. Στην παρούσα περίπτωση δεν εγείρεται θέμα παράβασης του άρθρου 25 γιατί οποιαδήποτε δυσκολία του κ. Μακπράϊτ στην άσκηση του δικηγορικού του επαγγέλματος ένεκα της υποχρεωτικής χρήσης των επισήμων γλωσσών της Δημοκρατίας σε δικαστικές διαδικασίες, οφείλεται αποκλειστικά στην εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 3 του Συντάγματος. Και στην υποθετική ακόμα περίπτωση που η υποχρεωτική χρήση της Ελληνικής γλώσσας, μιας των επισήμων γλωσσών της Δημοκρατίας, ήθελε θεωρηθεί σαν άμεση επέμβαση στο δικαίωμα του κ. Μακπράϊτ να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, εφόσον η επέμβαση αυτή είναι συνέπεια εφαρμογής της συνταγματικής πρόνοιας του άρθρου 3, δεν χωρεί [*277] ισχυρισμός για παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος.

Όσα έχω αναφέρει πιο πάνω αναφορικά με τον ισχυρισμό του κ. Μακπράϊτ για παραβίαση από τους δύο υπό κρίση Νόμους του δικαιώματός του όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 25, εκτός βέβαια της διάκρισης που έχω κάμει μεταξύ άμεσης και έμμεσης επέμβασης, ισχύουν και για τον ταυτόσημο ισχυρισμό του για παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος το οποίο προνοεί για ισότητα όλων έναντι του Νόμου και για δικαίωμα όλων να απολαμβάνουν των δικαιωμάτων που προβλέπει το σύνταγμα χωρίς άμεση ή έμμεση διάκριση σε βάρος οποιουδήποτε ένεκα, μεταξύ άλλων, της γλώσσας που ομιλεί, εκτός αν το ίδιο το Σύνταγμα άλλως πως ρητά ορίζει. Εμπόδιο στο επειχείρημα του κ. Μακπράϊτ αποτελούν και πάλι οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Συντάγματος.

Το άρθρο 30(δ) του Συντάγματος, το οποίο επίσης επικαλείται ο κ. Μακπράϊτ, προνοεί ότι έκαστος έχει το δικαίωμα να έχει συνήγορο της δικής του εκλογής και να έχει δωρεά νομική αρωγή στις περιπτώσεις που αυτό απαιτείται από το συμφέρον της δικαιοσύνης και όπως ορίζεται από το νόμο. Ο ισχυρισμός του κ. Μακπράϊτ είναι ότι - (α) τυχόν άρνηση του Δικαστηρίου να του επιτρέψει να αγορεύσει στην Αγγλική γλώσσα θα είναι αντίθετη προς το άρθρο 30(3)(δ) γιατί θα στερεί τον πελάτη του από το δικαίωμά του να επιλέξει τον ίδιο σαν δικηγόρο του εφόσο αυτός (ο κ. Μακπράϊτ) δεν μπορεί να αγορεύσει στα Ελληνικά, και (β) στο βαθμό που τέτοια άρνηση στηριχθεί στους Νόμους αρ. 67/88 και 146/89, οι Νόμοι αυτοί, καθίστανται αντισυνταγματικοί.

Το δικαίωμα κάθε διάδικου να διορίσει δικηγόρο της δικής του εκλογής όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 30(3) (δ) του Συντάγματος περιορίζεται μεταξύ δικηγόρων που έχουν δικαίωμα και την ευχέρεια να εμφανιστούν στα Δικαστήρια. Σχετική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Γεώργιος Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας (1971) 2 Α.Α.Δ. 279. Για το λόγο αυτό και για τους λόγους που έχω εκθέσει [*278] αναφορικά με τους ισχυρισμούς του κ. Μακπράϊτ για παραβίαση των άρθρων 25 και 28 του Συντάγματος, ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα των Νόμων αρ. 67/88 και 146/89 γιατί δήθεν παραβιάζουν το άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος απορρίπτεται ως απαράδεκτος.

Θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου αρ. 67/88 έχει εγείρει στην αγόρευση του και ο κ. Λεμονάρης ο οποίος στήριξε την εισήγησή του επί του προκειμένου στον ισχυρισμό ότι με τη νομοθετική ρύθμιση που εισήγαγε ο Νόμος αρ. 67/88, στο βαθμό που η ρύθμιση αυτή αναφέρεται στη χρήση στα Δικαστήρια των δύο επισήμων γλωσσών της Δημοκρατίας σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, στις οποίες οι διάδικοι δεν είναι ούτε Έλληνες ούτε Τούρκοι, ούτε ο ένας Έλληνας και ο άλλος Τούρκος, αποτελεί επέμβαση στις αποκλειστικές εξουσίες ρύθμισης του θέματος που ο Συνταγματικός Νομοθέτης ανάθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο με το άρθρο 3.4 του Συντάγματος.

Η απάντηση στον ισχυρισμό του κ. Λεμονάρη είναι ότι μέσα στο Νόμο αρ. 67/88 δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια που να καθορίζει ποια γλώσσα ή γλώσσες θα χρησιμοποιούνται στα Δικαστήρια όταν οι διάδικοι είναι ξένοι. Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι έχει λάβει χώρα υφαρπαγή από τη Βουλή εξουσιών που το Σύνταγμα ανάθεσε αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο με το άρθρο 3.4. Εκείνο που έκαμε η Βουλή με την ψήφιση του Νόμου αρ. 67/88, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 146/89, ήταν να καταργήσει το άρθρο 4 του Νόμου αρ. 51/65 που η ίδια θεώρησε αναγκαίο να ψηφίσει ως μέτρο προσωρινής ρύθμισης ορισμένων θεμάτων που είχαν σχέση με την ενώπιον των Δικαστηρίων διαδικασία μόλις είχε λήξει η περίοδος των πέντε χρόνων στη διάρκεια των οποίων το άρθρο 189 (β) του Συντάγματος επέτρεπε τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας, όχι όμως σαν επίσημης γλώσσας, σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες. Το μόνο αποτέλεσμα που η ψήφιση του Νόμου αρ. 67/88 επέφερε ήταν να αποκαταστήσει την κατάσταση πραγμάτων αναφορικά με τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και τη χρήση τους σε δικαστικές διαδικασίες η οποία είχε συνταγματικά καθοριστεί με τις πα[*279]ραγράφους 1 και 4 του άρθρου 3 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει την εξουσία να καθορίσει με κανονισμό που προβλέπεται στο άρθρο 163 το θέμα ή θέματα που ανατίθενται σ' αυτό με το άρθρο 3.4 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει ασκήσει αυτή του την εξουσία μέχρι σήμερα. Έχει επισημανθεί κάποια διαφορά μεταξύ του Ελληνικού και του Τουρκικού κειμένου της παραγράφου 4 του άρθρου 3, η οποία είναι πιθανό να επηρεάσει την έκταση της εξουσίας που η παράγραφος αυτή έχει εμπιστευθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο όταν κάποτε καταστεί αναγκαίο να ερμηνευθεί το ορθό κείμενο. Για τους σκοπούς όμως της παρούσας υπόθεσης δε νομίζω ότι είναι είτε αναγκαίο είτε ορθό να αποφανθώ αν το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί ή όχι να καθορίσει με κανονισμό που θα αποφάσιζε να εκδώσει στο μέλλον, οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, την Αγγλική ή άλλη, πέραν της Ελληνικής και/ή Τουρκικής σαν γλώσσα της οποίας η χρήση είτε επιτρέπεται είτε επιβάλλεται σε δικαστικές διαδικασίες σε περιπτώσεις που οι διάδικοι είναι ξένοι* για τις οποίες δε γίνεται ειδική πρόνοια στο άρθρο 3.4 του Συντάγματος. Και αν ακόμα υποτεθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να καθορίσει τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας σε τέτοιες περιπτώσεις, εφόσον δεν έχει μέχρι σήμερα εκδώσει τέτοιο κανονισμό, το νομικό καθεστώς κάτω από το οποίο θα κριθεί σήμερα το αιτούμενο δικαίωμα του κ. Μακπράϊτ είναι εκείνο που υφίσταται λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει μέχρι σήμερα εκδώσει τον κανονισμό που έχει εξουσία να εκδώσει.

Έχει προβληθεί ο ισχυρισμός ότι το άρθρο 3.4 του Συντάγματος, ορθά ερμηνευόμενο, επιτρέπει στον κ. Μακπράϊτ να χρησιμοποιεί την Αγγλική γλώσσα στις υποθέσεις στις οποίες εμφανίζεται στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας. Σχετικός επί του προκειμένου είναι ο ισχυρισμός ότι το άρθρο 3.4 θα πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδιασμό με το περιεχόμενο του συνημμένου στη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας Παραρτήματος "Τ". Ο

• Στην παρούσα διαδικασία.... (1963) 3 Α.Α.Σ.Δ. 87. [*280]

ισχυρισμός αυτός επιβάλλει εξέταση του περιεχομένου και του νομικού καθεστώτος του Παραρτήματος αυτού.

Το Παράρτημα "Τ" αποτελείται από γραπτό σημείωμα υπό μορφή επιστολής που ο Αντιπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου που ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράψει τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και στο Δρα. Κουτσιούκ, το οποίο περιείχε διάφορες διευθετήσεις που αφορούσαν Βρεττανούς κατοίκους της Κύπρου οι οποίες είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των τριών ανδρών και απαντητικό σημείωμα των πιο πάνω Κυπρίων εκπροσώπων προς τον Άγγλο Αντιπρόσωπο με το οποίο επιβεβαιώνετο η ύπαρξη της συμφωνίας. Η παράγραφος (γ) της επιστολής του Άγγλου Αντιπροσώπου αναφέρει τα εξής:

"The British residents attach importance to their freedom of entry into and exit from the Republic of Cyprus, their residence in the Republic, their pursuit of any legitimate gainful occupation (including both the right to give and to accept employment) and to their suffering no disability by addressing the authorities of the Republic of Cyprus in the English language. The Government of the Republic of Cyprus are prepared to give an assurance that the British residents, and their descendants and the wives and widows of such persons, whose home is in Cyprus, will suffer no disability in respect of the matters mentioned in this sub-paragraph."

Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι βάσει της συμφωνίας - Παράρτημα "Τ" - μεταξύ της Κύπρου και του Ηνωμένου Βασιλείου η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνώρισε στους Βρεττανούς που ήταν μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου την ημέρα της ανεξαρτησίας της, δικαίωμα ελεύθερης εισόδου και εξόδου εις και από το έδαφος της Δημοκρατίας, δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία, δικαίωμα να ασκούν νόμιμο επικερδές επάγγελμα και να μη μειονεκτούν επειδή θα απευθύνονται στις αρχές της Δημοκρατίας στην Αγγλική γλώσσα.

Από το περιεχόμενο του άρθρου 11 της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως προκύπτει ότι το Παράρτημα "Τ" δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης αυτής. Το νο[*281]μικό καθεστώς της συμφωνίας - Παράρτημα "Τ" - είναι το καθεστώς διεθνούς συνθήκης η οποία δεν έχει ποτέ κυρωθεί με νόμο που ψηφίστηκε από τη Βουλή της Δημοκρατίας και επομένως δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 169.3 του Συντάγματος. Σ' αντίθεση με τη Συνθήκη Εγγυήσεως της Ανεξαρτησίας της Κύπρου και τη Συνθήκη Συμμαχίας, στις οποίες ο συνταγματικός νομοθέτης έχει προσδώσει συνταγματική ισχύ με το άρθρο 181 του Συντάγματος, η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχει συνταγματική ισχύ. Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση στην Αίτηση Σαμουήλ (1962) 3 Α.Α.Σ.Δ. 76. Η αντίθετη γνώμη που είχε εκφράσει ο Δικαστής κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Αντωνάκης Παναγή ν. Γουόλτερ Φρέιζερ (1963) 2 Α.Α.Δ. 356, δε φαίνεται να είχε υιοθετηθεί από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γουΐλσον και τους Δικαστές κ. Ζεκιά και κ. Ιωσηφίδη. Έπεται ότι ούτε το Παράρτημα "Τ" το συνημμένο στη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως και το οποίο δεν αποτελεί, όπως έχω αναφέρει, μέρος της συνθήκης αυτής, έχει συνταγματική ισχύ.

Με τα πιο πάνω δεδομένα αναφορικά με το νομικό καθεστώς του Παραρτήματος "Τ", το επιχείρημα ότι η συνταγματική πρόνοια των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 3 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδιασμό και υπό το φως της παραγράφου (γ) του Παραρτήματος "Τ" είναι απαράδεκτο και απορρίπτεται. Εξ ίσου απαράδεκτο είναι το επιχείρημα ότι η παράγραφος (γ) του Παραρτήματος "Τ" είναι δυνατό να ερμηνευθεί με τρόπο αντίθετο στις ρητές πρόνοιες των άρθρων 3 και 189(β) του Συντάγματος. Το προσωπικό δικαίωμα του κ. Μακπράϊτ, κάτω από την παράγραφο (γ) του Παραρτήματος "Τ", να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου στα Κυπριακά Δικαστήρια και να απευθύνεται στις Αρχές της Δημοκρατίας στην Αγγλική γλώσσα δεν περιλαμβάνει δικαίωμα να εξετάζει ή να αντεξετάζει μάρτυρες σε δικαστικές διαδικασίες στην Αγγλική γλώσσα ούτε να αγορεύει ή επιχειρηματολογεί στην Αγγλική γλώσσα κατά παράβαση ρητών συνταγματικών διατάξεων. Εφόσον ο κ. Μακπράιτ δε γνωρίζει οποιαδήποτε από τις δύο επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και εφόσον ουδέποτε απαγορεύτηκε σ' αυτόν να ασκεί το επάγγελ[*282]μα του δικηγόρου για το λόγο ότι δεν είναι γνώστης των γλωσσών αυτών, μπορεί ασφαλώς να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες διερμηνεά ώστε η διαδικασία να διεξάγεται και καταγράφεται στην Ελληνική ή στην Τουρκική γλώσσα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3.4 του Συντάγματος.

Τελειώνοντας θα ήθελα να επαναλάβω ότι το νομικό καθεστώς αναφορικά με τη γλώσσα ή γλώσσες των οποίων η χρήση επιβάλλεται σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων είναι σήμερα εκείνο που καθορίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 του Συντάγματος και να προσθέσω ότι η παράγραφος αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 3 και την παράγραφο (β) του άρθρου 189 του Συντάγματος.

Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 ρητά καθιερώνει ως επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας την Ελληνική και την Τουρκική. Η πρόνοια αυτή συνάδει με το αξίωμα που είναι αυτονόητα αποδεκτό και δε χρειάζεται αυθεντία, σύμφωνα με το οποίο η επίσημη γλώσσα κάθε χώρας είναι η γλώσσα του λαού της έστω και αν δεν υπάρχει ρητή πρόνοια μέσα στο Σύνταγμα της χώρας για το θέμα αυτό, όπως π.χ. δεν υπάρχει τέτοια πρόνοια στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Το γεγονός ότι η γλώσσα του λαού της κάθε χώρας είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι απόλυτα συνυφασμένο με την έννοια της λαϊκής και κρατικής κυριαρχίας και το άρθρο 1 του Συντάγματος καθιερώνει την Κυπριακή Πολιτεία ως ανεξάρτητη και κυρίαρχη Δημοκρατία. Το γεγονός ότι η γλώσσα της πλειοψηφίας του λαού της Κύπρου είναι η Ελληνική, της δε μειοψηφίας του λαού της η Τουρκική αντικατοπτρίζεται στη συνταγματική πρόνοια του άρθρου 3.1 με την οποία μόνο οι δύο αυτές γλώσσες καθιερώθηκαν ως οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, παρά την ύπαρξη στη νήσο άλλων μικρών εθνικών κοινοτήτων. Οι πρόνοιες όλων των άλλων παραγράφων του άρθρου 3 σκοπό είχαν να άρουν τις πρακτικές δυσκολίες που θα οφείλονταν στο γεγονός ότι χωρίς αυτές οι νόμοι και όλα τα έγγραφα οποιουδήποτε οργάνου ή αρχής της Δημοκρατίας θα μπορούσαν έγκυρα να συνταχθούν στη μια μόνο από τις επί[*283]σημες γλώσσες της Δημοκρατίας, είτε στην Ελληνική είτε στην Τουρκική, στις δικαστικές δε διαδικασίες θα μπορούσε να χρησιμοποιείται είτε η Ελληνική είτε η Τουρκική γλώσσα ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι ήταν Έλληνες ή Τούρκοι. Οι πρόνοιες αυτές σκοπό είχαν την καλύτερη εξυπηρέτηση των δύο κοινοτήτων της Κύπρου στο θέμα της χρήσης των επισήμων γλωσσών της Δημοκρατίας και όχι στην εισαγωγή οποιασδήποτε τρίτης γλώσσας για εξυπηρέτηση ξενόγλωσσων κατοίκων της Κύπρου. Η άρση των πιο πάνω δυσκολιών επιτυγχάνεται με την καθιέρωση σε μερικές περιπτώσεις της υποχρεωτικής χρήσης και των δύο επισήμων γλωσσών, όπως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3, σε άλλες δε περιπτώσεις, όπως εκείνες της παραγράφου 3 και μερικές της παραγράφου 4, καθιερώνεται η υποχρεωτική χρήση της μιας μόνο από τις δύο επίσημες γλώσσες.

Στις μεταβατικές διατάξεις του Συντάγματος παρέχεται η δυνατότητα της χρήσης ειδικά της Αγγλικής γλώσσας σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου της Δημοκρατίας για χρονική περίοδο πέντε ετών από της ημέρας έναρξης της ισχύος του Συντάγματος. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται με την πρόνοια του άρθρου 189(β) στην οποία όμως τονίζεται ότι αυτό γίνεται παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 του Συντάγματος, πράγμα που σημαίνει ότι το άρθρο 3 αποκλείει τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας και ότι για να επιτραπεί η προσωρινή της χρήση έπρεπε να υπάρξει η ειδική πρόνοια του άρθρου 189(β).

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η πρόνοια της παραγράφου 4 του άρθρου 3, ορθά ερμηνευόμενη, δεν επιτρέπει τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας σε δικαστικές διαδικασίες από οποιοδήποτε έστω και αν όλοι οι διάδικοι στη συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι ούτε Έλληνες ούτε Τούρκοι. Η χρήση γλώσσας άλλης από την Ελληνική ή την Τουρκική αποκλείεται ολότελα. Έπεται ότι ο κ. Μακπράϊτ δε δικαιούται να αγορεύσει στην παρούσα ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική διαδικασία στην Αγγλική γλώσσα.

Διάταγμα ως ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο