Mobil Oil ν. Έλληνα κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 837

(1990) 1 ΑΑΔ 837

[*837] 22 Οκτωβρίου, 1990

[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ/στές]

MOBIL OIL CYPRUS LIMITED,

Εφεσείοντες,

v.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑΣ Θ. ΕΛΛΗΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 6765).

Δικαιοδοσία — Έφεση κατ' αποφάσεως τον Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Κτήματος — Άρθρο 80 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224 — Μόνον "person aggrieved" εν τη εννοία του εν λόγω άρθρου έχει locus standi να καταχωρήσει έφεση — Η εξέταση τον θέματος αυτού προηγείται της εξετάσεως κατά πόσον η απόφαση πάσχει εξ οιασδήποτε παρανομίας — Κατά πόσο πρόσωπο, που εζήτησε με αίτηση έκδοση συγκεκριμένης αποφάσεως μπορεί, όταν η απόφαση εκδοθεί, να θεωρηθεί ως "person aggrieved" — Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.

Δικαιοδοσία — Έφεση κατ' αποφάσεως του Διευθυντή του Κτηματολογίου δυνάμει του Άρθρου 80 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ.224Locus standi καταχωρήσεως έφεσης — Η εξέταση του θέματος τούτου κατά πόσον η απόφαση πάσχει εξ οιασδήποτε παρανομίας — Κατά πόσο πρόσωπο, που ζήτησε με αίτηση έκδοση συγκεκριμένης αποφάσεως μπορεί, όταν εκδοθεί η απόφαση να θεωρηθεί "person aggrieved" — Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.

Λέξεις και Φράσεις — "Person aggrieved" στο άρθρο 80 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ.224.

Κατά το 1986 οι εφεσίβλητοι εξεμίσθωσαν στην εφεσείουσα τμήμα της εξ αδιαιρέτου ακίνητης ιδιοκτησίας των στην Λεμεσό για περίοδο 16 ετών και δυνατότητα ανανεώσεως για άλλα 9 έτη. Η συμφωνία διελάμβανε υποχρέωση των εφεσιβλήτων να εκδώσουν χωριστόν τίτλο για το εκμισθωθέν μέρος, έτσι ώστε σε περίπτωση επιψηφίσεως του εκκρεμούντος τότε νομοσχεδίου περί εγγραφής μακροχρονίων μισθώσεων, η σύμβαση να εγγραφεί, πράγμα για το οποίο οι εφεσίβλητοι παρέσχαν ανέκκλητη συγκατάθεση.

Μετά την ψήφιση του νόμου 2/78 οι διάδικοι υπέβαλαν στις 25.9.1980 αίτηση εγγραφής της μίσθωσης, η οποία, όμως, δεν έγινε δεκτή, γιατί κάποιος νέος συνιδιοκτήτης του κτήματος δεν είχεν υπογράψει την σύμβαση. [*838]

Η διαμαρτυρία της εφεσείουσας είχεν ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτή κατ' αρχήν η αίτηση, με την πρόνοια ότι η εγγραφή θα γίνει μόλις οι εφεσίβλητοι εξασφαλίσουν χωριστόν τίτλον για το μίσθιο. Την 31.12.1982 έληξε η προθεσμία, που έταξε ο νόμος 23/82 για εγγραφήν των μισθώσεων, που ήδη ίσχυαν την 1.4.1980.

Η μη εγγραφή μέχρι την 31.12.1982 ωφείλετο στην παράλειψη των εφεσιβλήτων να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν προς τούτο συγκατάθεση ενυποθήκου δανειστή τους. Εν τέλει η συγκατάθεσή του προσκομίσθηκε στις 3.1.1983 και ως αποτέλεσμα η σύμβαση ενεγράφη την 4.1.1983. Ο Διευθυντής επληροφόρησε με επιστολήν του τους ενδιαφερομένους ότι εδέχθη την αίτησή τους της 25.9.1980.

Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν έφεση βάσει του άρθρου 80 του Κεφ. 224 κατά της αποφάσεως περί εγγραφής της μισθώσεως, ισχυριζόμενοι ότι η σύμβαση είναι άκυρη, ότι είχε μετατραπεί σε θεσμίαν ενοικίαση, ότι δεν συνάδει με το άρθρο 77 του Κεφ. 149 και ότι εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να εγγραφεί μετά την 31.12.1982.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο δέχθηκε τον τελευταίο λόγο και ακύρωσε την απόφαση του Διευθυντή. Ως αποτέλεσμα η εφεσείουσα κατεχώρησε την παρούσαν έφεση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την Έφεση, αποφάσισε:

1. Locus standi καταχωρήσεως εφέσεως κατ' αποφάσεως του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος έχει μόνον πρόσωπον, που μπορεί να θεωρηθεί ως "person aggrieved". Η διατύπωση γενικού ορισμού δεν είναι πρακτικά χρήσιμη. Η επίλυση του σχετικού ερωτήματος, αν ο εφεσείων είναι ή όχι, "person aggrieved" εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Πάντως ο όρος εξυπακούει προσβολήν εννόμων δικαιωμάτων.

2. Η ιδιαιτερότητα στην υπόθεση αυτήν έγκειται στο ότι με την έφεση βάσει του άρθρου 80 οι εφεσίβλητοι στην παρούσαν έφεση αμφισβητούν απόφαση, με την οποίαν είχεν εγκριθεί η δική τους αίτηση. Το γεγονός αυτό ενθυμίζει παρόμοιον θέμα στην υπόθεση Harrup v. Bayley and others (119 E.R 845). Οι εφεσίβλητοι δεν μπορούν να θεωρηθούν "persons aggrieved". Η απόφαση του Διευθυντή ήταν το αποκλειστικό αποτέλεσμα της δικής τους συγκατάθεσης.

3. Η ιδιότητα εφεσείοντος ως "person aggrieved" είναι προϋπόθεση του δικαιώματός του να αμφισβητήσει την νομιμότητα της σχετικής αποφάσεως.

4. Εφόσον στην παρούσαν περίπτωση οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν "persons aggrieved", το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσίαν να εκδικάσει την έφεση των εφεσιβλήτων στην παρούσαν έφεση και κατά συνέπειαν δεν μπορούσε να υπεισέλθη στο θέμα της νομιμότητας της επιδίκου αποφάσεως.

Η Έφεση επιτυγχάνει. Έξοδα εφέσεως και δίκης υπέρ της Εφεσείουσας. [*839]

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Healey v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R 449·

Attorney General v. Pouri and Others (1979) 2 C.L.R 15·

Peyiotis and Another v. Polemitis (1982) 1 C.L.R 442·

Harrup v. Bayley and others (119 English Reports) 845·

Ex parte Mason, In Re White [1880] 14 Ch. D 71 (CA).

Έφεση.

Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Αρτέμης, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 11 Μαΐου, 1984 (Αρ. Έφεσης/Αίτησης 8/ 83), με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Λεμεσού ημερ. 25.1.83 (όπως τροποποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 28.1.83), με την οποία πληροφορούσε τους καθ' ων η αίτηση ότι θα προχωρήσει στην εγγραφή της μίσθωσης L7/80 ημερ. 29.7.76.

Α. Δικηγορόπουλος, για την εφεσείουσα εταιρεία.

Αιμ. Θεοδούλου, για τους εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ι. Πογιατζής

ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ: Η εφεσείουσα είναι εταιρεία πετρελαιοειδών. Το 1976 οι εφεσίβλητοι ήταν εγγεγραμμένοι ως οι μόνοι εξ αδιανεμήτου ιδιοκτήτες κτήματος εις Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού υπ' αριθμούς εγγραφής 6750 και 8139. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 29 Ιουλίου 1976 οι εφεσίβλητοι ενοικίασαν στους εφεσείοντες μέρος του πιο πάνω κτήματός τους για περίοδο 16 χρόνων, από 14 Απριλίου 1976, σύμφωνα με όρους που περιγράφονται στη συμφωνία με μεγάλη σαφήνεια και λεπτομέρεια και που περιλαμβάνουν υποχρέωση των εφεσιβλήτων να μην πωλήσουν, μεταβιβάσουν ή υποθηκεύσουν το κτήμα κατά τη διάρκεια της μίσθωσης την οποία η εφεσείουσα είχε δι[*840]καίωμα να ανανεώσει για περίοδο άλλων εννέα χρόνων. Επειδή κατά το χρόνο υπογραφής του συμβολαίου εκκρεμούσε ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων η ψήφιση νομοσχεδίου για την εγγραφή ορισμένων μισθώσεων στο Κτηματολόγιο, οι εφεσίβλητοι έδωσαν στην εφεσείουσα ανέκκλητη συγκατάθεση να εγγράψει την μεταξύ τους σύμβαση εάν και όταν το νομοσχέδιο ψηφιστεί σε Νόμο πριν λήξει η μίσθωση. Για να καταστεί δε δυνατή η ενδεχόμενη αυτή εγγραφή, οι εφεσίβλητοι ανάλαβαν την υποχρέωση να λάβουν όλα τα απαραίτητα διαβήματα για την έκδοση χωριστών τίτλων ιδιοκτησίας του μέρους του κτήματός τους που ήταν το αντικείμενο της εκμίσθωσης στην εφεσείουσα και να συμμορφωθούν με όλες τις απαιτήσεις του υπό ψήφιση Νόμου.

Την 1η Απριλίου 1980, και πριν την έκδοση από τους εφεσίβλητους χωριστών τίτλων όπως αναφέρεται πιο πάνω, τέθηκε σε ισχύ ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) (Τροποποιητικός) Νόμος του 1978 (Νόμος 2/78) με τον οποίο έγινε δυνατή η εγγραφή ορισμένων μισθώσεων διάρκειας άνω των 15 χρόνων. Στο μεταξύ όμως, παρά τη συμβατική τους υποχρέωση, οι εφεσίβλητοι είχαν μεταβιβάσει μερίδιο στο πιο πάνω κτήμα τους σε κάποιο Νικολή Νικολαΐδη ο οποίος έγινε εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του κατά το ένα τέταρτο αδιαίρετο μερίδιο, το οποίο ακολούθως υποθήκευσε στη Λαϊκή Τράπεζα για ασφάλεια του χρέους του. Με βάση νομικές πρόνοιες που εφαρμόζονται σε τέτοιες περιπτώσεις η συγκατάθεση του νέου συνιδιοκτήτη του κτήματος και του ενυπόθηκου δανειστή του ήταν απαραίτητη για την έκδοση χωριστών τίτλων σύμφωνα με τη συμβατική υποχρέωση των εφεσιβλήτων, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εγγραφή της μίσθωσης στο Κτηματολόγιο.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1980, η εφεσείουσα και οι τρεις εφεσίβλητοι υπόβαλαν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού αίτηση για εγγραφή της μίσθωσης πάνω στο νενομισμένο έντυπο Ν.304. Με επιστολή του ημερομηνίας 25 Σεπτεμβρίου 1980 το Κτηματολόγιο ειδοποίησε τους διάδικους ότι η αίτησή τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή [*841] για δύο λόγους, ένας από τους οποίους ήταν ότι ο νέος συνιδιοκτήτης, του οποίου μάλιστα το μερίδιο ήταν υποθηκευμένο, δεν είχε υπογράψει τη σύμβαση μισθώσεως ως εκμισθωτής.

Με επιστολή του προς το Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος ημερομηνίας 29 Σεπτεμβρίου 1980, ο νομικός σύμβουλος της εφεσείουσας διαμαρτυρήθηκε για την απορριπτική απάντηση του Κτηματολογίου και εισηγήθηκε ότι η αίτηση των διαδίκων μπορούσε να είχε γίνει κατ' αρχή αποδεκτή λαμβανομένου υπόψη ότι είχε αρχίσει η διαδικασία για την έκδοση ξεχωριστού τίτλου στο όνομα των εφεσιβλήτων για το κτήμα που είχε εκμισθωθεί, βάσει υπάρχουσας άδειας διαχωρισμού της οποίας οι όροι άρχισαν ήδη να εκπληρώνονται από τους εφεσίβλητους. Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός αποδέχτηκε την εισήγηση και με επιστολή του με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου 1980 ειδοποίησε τους διάδικους ότι η αίτησή τους έγινε κατ' αρχή αποδεκτή και ότι η εγγραφή της μίσθωσης θα γίνει μόλις οι εφεσίβλητοι εξασφαλίσουν χωριστή εγγραφή για το μίσθιο επ' ονόματί τους, όρισε δε προθεσμία 6 μηνών για την εκπλήρωση αυτής της προϋπόθεσης. Παρά τις παρακλήσεις και πιέσεις της εφεσείουσας για την έγκαιρη εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την εγγραφή της μίσθωσης, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν προσκομίσει στο Κτηματολόγιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1982 την έγγραφη συγκατάθεση του ενυπόθηκου δανειστή τους που ήταν η μοναδική απαραίτητη προϋπόθεση που είχε απομείνει για να εκδοθεί η χωριστή εγγραφή για το μίσθιο χωρίς την οποία δεν ήταν δυνατή η εγγραφή της σύμβασης μισθώσεως. Η 31η Δεκεμβρίου 1982 ήταν η μέρα που έληγε η προθεσμία που όριζε ο Νόμος 23/82 που είχε στο μεταξύ τεθεί σε ισχύ για την εγγραφή συμβάσεων μισθώσεων που, όπως αυτή των διαδίκων, βρίσκονταν σε ισχύ από την 1η Απριλίου 1980. Οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν στο Κτηματολόγιο την συγκατάθεση του ενυπόθηκου δανειστή τους τρεις μέρες αργότερα, δηλαδή στις 3 Ιανουαρίου 1983. Σαν αποτέλεσμα της καθυστέρησης αυτής η χωριστή εγγραφή του μισθίου έγινε στις 4 Ιανουαρίου 1983 με αριθμό εγγραφής 9753. [*842]

Με επιστολή του ημερομηνίας 25 Ιανουαρίου 1983 ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λεμεσού απόστειλε ταχυδρομικώς στους διάδικους, κατ' εντολή του Διευθυντή, την απόφασή του αναφορικά με την κοινή αίτηση τους ημερομηνίας 25 Σεπτεμβρίου 1980. Η απόφασή του ήταν ότι θα προχωρήσει στην εγγραφή της μίσθωσης χωρίς άλλη προειδοποίηση "εκτός εάν εντός 30 ημερών από της ημερομηνίας της ταχυδρόμησης της επιστολής αυτής παρουσιάσετε στο Γραφείο μου Δικαστικό Διάταγμα για τη μη εγγραφή της μίσθωσης ή απόδειξη ότι αποτάθητε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για την έκδοση τέτοιου Διατάγματος."

Στις 10 Φεβρουαρίου 1983 οι εφεσίβλητοι αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την Έφεση/ Αίτησή τους αρ. 8/83 αιτούντες την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη σύμβαση μισθώσεως είναι άκυρη, ότι μετατράπηκε σε θέσμια ενοικίαση, ότι δε συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, ότι η αυθεντικότητα των υπογραφών των συμβαλλομένων δεν έχει πιστοποιηθεί και ότι η εγγραφή της επίδικης μίσθωσης είναι αδύνατη μετά την 31η Δεκεμβρίου 1982.

Με την ένστασή της η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους η σύμβαση μίσθωσης ήταν έγκυρη, ότι πληρούσε όλες τις νομικές προϋποθέσεις για την εγγραφή της στο Κτηματολόγιο, ότι η νομοθετική διάταξη που έχει εφαρμογή είναι το άρθρο 3 του Νόμου αρ. 2/ 78 και όχι ο Νόμος 23/82, και ότι οι παραβάσεις της σύμβασης από μέρους των εφεσιβλήτων και η καθ' όλα συμπεριφορά τους από της υπογραφής της σύμβασης μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982 ήταν τέτοια ώστε να κωλύονται να αμφισβητούν τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης του Κτηματολογίου.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξεδίκασε την Έφεση/ Αίτηση αρ. 8/83 και στις 11 Μαΐου 1984 εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφασή του με την οποία ακύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Λεμε[*843]σού για την εγγραφή της μίσθωσης, αποδεχόμενο την εισήγηση των εφεσιβλήτων - αιτητών στην Έφεση/Αίτηση αρ. 8/83 - ότι η εγγραφή της μίσθωσης ήταν νομικά αδύνατη μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1982. Το Επαρχιακό Δικαστήριο παράλειψε να εξετάσει και να αποφασίσει τον ισχυρισμό της εφεσείουσας - καθ' ης η αίτηση στην Έφεση /Αίτηση αρ. 8/83 - για estoppel. Εναντίον αυτής της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση στις 21 Μαΐου 1984, η οποία βασίζεται σε διάφορους λόγους εφέσεως στους οποίους περιλαμβάνονται ισχυρισμοί ότι οι εφεσίβλητοι εκωλύοντο (were estopped) να υποβάλουν την Έφεση/Αίτηση αρ. 8/83 και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε κάτω από πλάνη αναφορικά με τα γεγονότα και το εφαρμοζόμενο δίκαιο.

Μετά που οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των δυο πλευρών συμπλήρωσαν την αγόρευσή τους ενώπιόν μας πάνω στους λόγους εφέσεως όπως είχαν διατυπωθεί στην Ειδοποίηση Εφέσεως, το Δικαστήριο τους κάλεσε να εκφράσουν τις αντίστοιχες απόψεις τους αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είναι, κάτω από τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, "πρόσωπα έχοντα παράπονο" (persons aggrieved) εν τη εννοία του άρθρου 80 του Κεφ. 224 ώστε να νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της Έφεσης/Αίτησης αρ. 8/83. Παρά το γεγονός ότι η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα εξαρτάται, μερικώς τουλάχιστο, από τα ίδια περιστατικά τα οποία η εφεσείουσα επικαλείται για υποστήριξη του ισχυρισμού της για estoppel, πιο πολύ εξαρτάται από την ερμηνεία που θα πρέπει να δοθεί στο άρθρο 80 του Κεφ. 224 με βάση το οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρήσει την Έφεση/Αίτησή τους αρ. 8/83. Το Δικαστήριο παραχώρησε χρόνο στους δικηγόρους για να ετοιμαστούν και στις 17 Ιουλίου 1990 άκουσε τις εισηγήσεις τους επι του προκειμένου και επιφύλαξε έκτοτε την απόφασή του.

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης σε συσχετισμό με τους λόγους εφέσεως που επικαλείται η εφεσείουσα, θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε και αποφασίσουμε το θέμα που οι ίδιοι έχουμε εγείρει και που έχει [*844] επαρκώς συζητηθεί ενώπιόν μας, γιατί αυτό σχετίζεται άμεσα με τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να επιληφθεί της Έφεσης/Αίτησης αρ. 8/83 την οποία υπόβαλαν οι παρόντες εφεσίβλητοι κάτω από το άρθρο 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Στον κατάλογο των Νομοθετημάτων που βρίσκονται σε ισχύ στη Δημοκρατία δεν περιέχεται οποιαδήποτε πρόνοια, άλλη από το άρθρο 80 του Κεφ. 224, που να παρέχει στα Επαρχιακά Δικαστήρια δικαιοδοσία να επιλαμβάνονται εφέσεων από αποφάσεις τις οποίες ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, Κεφ. 224. Υπάρχει δε σειρά αυθεντιών* που καθορίζουν ότι τα Δικαστήρια δεν εφευρίσκουν κατ' έφεση δικαιοδοσία αλλά ασκούν τέτοια δικαιοδοσία αποκλειστικά στις περιπτώσεις που παρέχεται σ' αυτά από κάποια νομοθετική διάταξη που βρίσκεται σε ισχύ.

Το άρθρο 80 του Νόμου, Κεφ 224, προνοεί τα εξής:

"80. Any person aggrieved by any order, notice or decision of the Director made, given or taken under the provisions of this Law may, within thirty days from the date of the communication to him of such order, notice or decision, appeal to the Court and the Court may make such order thereon as may be just but, save by way of appeal as provided in this section, no Court shall entertain any action or proceeding on any matter in respect of which the Director is empowered to act under the provisions of this Law.

Provided that the Court may, if satisfied that owing to the absence from the Republic, sickness or other reasonable cause the person aggrieved was prevented from appealing within the period of thirty days, extend the time within which an appeal may be made under such

* 1) Healey v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R. 449, και 2) Γενικός Εισαγγελέας v. Πουρή και άλλων (1979) 2 Α.Α.Δ. 15. [*845]

terms and conditions as it may think fit."

Η μετάφραση του στην Ελληνική από την Υπηρεσία Αναθεωρήσεως και Ενοποιήσεως της Κυπριακής Νομοθεσίας, έχει ως εξής:

"80. Παν πρόσωπον έχον παράπονον καθ' οιασδήποτε διαταγής, ειδοποιήσεως ή αποφάσεως του Διευθυντού διενεργηθείσης, δοθείσης ή ληφθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται, εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως εις αυτόν της τοιαύτης διαταγής, ειδοποιήσεως η αποφάσεως να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον και το Δικαστήριον δύναται να εκδώση επ' αυτής τοιούτο διάταγμα ως ήθελεν είναι δίκαιον αλλά, εκτός δι' εφέσεως ως προνοείται εν τω παρόντι άρθρω, ουδέν Δικαστήριον επιλαμβάνεται οιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας εφ' οιουδήποτε ζητήματος εν σχέσει προς ό ο Διευθυντής κέκτηται εξουσίαν να ενεργή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι το Δικαστήριον δύναται, εάν ικανοποιηθή ότι λόγω απουσίας εκ της Δημοκρατίας, ασθενείας ή ετέρας ευλόγου αιτίας το παραπονούμενον πρόσωπον ημποδίζετο από του να υποβάλη έφεσιν εντός της περιόδου των τριάκοντα ημερών, να παρατείνη την προθεσμίαν εντός της οποίας δύναται να υποβληθή έφεσις υπό τοιούτους όρους ως τούτο ήθελε θεωρήσει σκόπιμον".

Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ένα πρόσωπο έχει locus standi ως εφεσείων κάτω από το άρθρο 80 του Νόμου, Κεφ. 224, ώστε να δικαιούται να κάμει χρήση της κατ' έφεση διαδικασίας που προσφέρει το άρθρο αυτό, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Για το λόγο αυτό κανένα χρήσιμο σκοπό δε θα εξυπηρετήσει απόπειρα διατύπωσης του ορισμού της φράσης "person aggrieved" η οποία συναντάται συχνά σε νομοθετικές διατάξεις που εξυπηρετούν σκοπούς παρόμοιους με εκείνους του άρθρου 80. Στην υπόθεση Χαράλαμπος Πεγιώτης και [*846] άλλος ν. Ανδρέα Πολεμίτη (1982) 1 Α.Α.Δ. 442, ο Δικαστής Στυλιανίδης εξέφρασε την άποψη ότι "πρόσωπον έχον παράπονο" στο κείμενο του άρθρου 80 είναι έννοια σχεδόν συνώνυμη με εκείνη του προσώπου που έχει έννομο συμφέρον στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου. Εκείνο που όλες οι σχετικές αποφάσεις συμφωνούν ότι αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της έννοιας της φράσης "person aggrieved" στο κείμενο νομοθετικών διατάξεων του τύπου του άρθρου 80 είναι η παραβίαση με την προσβαλλόμενη απόφαση εννόμων δικαιωμάτων του προσώπου αυτού. Στην ομόφωνη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πεγιώτης (ανωτέρω) ο Δικαστής Στυλιανίδης λέγει επί του προκειμένου τα εξής στη σελ. 447:

"A person aggrieved' is, in the absence of any definition in the particular context, incapable of any precise explanation. It is a phrase, however, which is continuously used in modern statutes without any explanation or definition being given in the statute. Ever since the judgment of James, L.J., in the case of Re Sidebotham [1880] 14 Ch. D. 458, it has been generally accepted that the words ' person aggrieved' in a statute connote the person with a legal grievance, that is to say, someone whose legal rights have been infringed."

Η ιδιαιτερότητα της παρούσας υπόθεσης οφείλεται στο γεγονός ότι με την Έφεση/Αίτηση τους αρ. 8/83 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού οι παρόντες εφεσίβλητοι αμφισβητούν την απόφαση του Κτηματολογίου με την οποία είχε εγκριθεί τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τη θεραπεία που οι ίδιοι ζήτησαν από το Κτηματολόγιο με την αίτηση τους αρ. L.7/80 ημερομηνίας 25/9/80. Το ερώτημα δε που τίθεται είναι κατά πόσο, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι ποτέ δυνατό για τους εφεσίβλητους νόμιμα να ισχυρίζονται ότι με την επίδικη απόφαση του Κτηματολογίου έχουν παραβιαστεί έννομα δικαιώματά τους. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν αρκετή ομοιότητα με τα γεγονότα στην Αγγλική Υπόθεση Edward Harrup v. Henry Bayley and others (119 E.R. 845) στην οποία πρόσωπο που ήταν παρών και είχε συγκατατεθεί [*847] στη λήψη απόφασης, η εκτέλεση της οποίας συνεπαγόταν την πληρωμή ορισμένων εξόδων από το Κοινοτικό Ταμείο του Συμβουλίου Βελτιώσεως της πόλης, εφεσίβαλε μεταγενέστερη απόφαση του Συμβουλίου για την πληρωμή του ποσού των εξόδων από το Κοινοτικό Ταμείο, επικαλούμενο τις πρόνοιες νομοθετικής διάταξης που παρείχε δικαίωμα εφέσεως εναντίον οποιασδήποτε αποφάσης του Συμβουλίου Βελτιώσεως σε πρόσωπα έχοντα παράπονο (persons aggrieved). Η έφεσή του απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι δεν μπορούσε να παραπονεθεί εναντίον πράξης που ο ίδιος είχε εξουσιοδοτήσει. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε ισχυριστεί ότι η λήψη της απόφασης που είχε προσβάλει ήταν παράνομη και ότι εκείνο που ο ίδιος είχε εξουσιοδοτήσει το Συμβούλιο της πόλης να κάμει ήταν να προβεί σε ορισμένες ενέργειες που θα συνεπάγονταν την καταβολή χρημάτων από το Ταμείο της πόλης, αν αυτό ήταν δυνατό να γίνει κατά τρόπο νόμιμο.

Ο Αρχιδικαστής Λόρδος Campbell είπε στην απόφασή του τα εξής στη σελ. 847:

"I am of the opinion that the objection must prevail. An appeal does not lie except where given by express statute. In the present case, the Act, by sect. 181, gives an appeal to any person who may think himself aggrieved; but that does not mean to any person who says or fancies he is aggrieved. Giving it a reasonable construction, the enactment means to give an appeal to any one who has legal ground for saying he is aggrieved. Now, how can such a provision apply to a person who wishes to complain of the act which he himself authorized, and expressly required to be done."

Στη δική του απόφαση ο Δικαστής Crompton είπε τα εξής στη σελ. 848:

"Now, though others, not parties to that resolution, may be entitled to complain that it was acted on, I think the   appellant  is  precluded  from  saying  that  he  is [*848] aggrieved by what was his own act."

Ο κ. Θεοδούλου εκ μέρους των παρόντων εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι, για να απαντήσουμε το επίδικο ερώτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε τη νομιμότητα της απόφασης του Κτηματολογίου και να την κηρύξουμε παράνομη εφόσον η εγγραφή - της μίσθωσης δεν έγινε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1982, εφαρμόζοντας επί του προκειμένου το άρθρο 3 του Νόμου αρ. 23/82. Εφόσον γίνει αυτό, πρόσθεσε ο κ. Θεοδούλου, θα καταστεί απόλυτα φανερόν ότι η εγγραφή της μίσθωσης, αν πραγματοποιηθεί, θα αποτελεί εμπράγματο βάρος πάνω στην ακίνητη περιουσία των πελατών του, κάτι που ασφαλώς επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα του πάνω στην περιουσία τους και τους καθιστά έτσι "πρόσωπα έχοντα παράπονο" (aggrieved persons) δικαιούμενα να κάμουν χρήση της διαδικασίας που προσφέρει το άρθρο 80 του Νόμου, Κεφ. 224.

Η προσέγγιση που εισηγείται ο κ. Θεοδούλου είναι κατά τη γνώμη μας λανθασμένη. Η ιδιότητα των παρόντων εφεσιβλήτων - αιτητών στην Έφεση/Αίτηση αρ. 8/83 -ως προσώπων εχόντων παράπονο (persons aggrieved) εν τη εννοία του άρθρου 80 αποτελεί προϋπόθεση του δικαιώματός τους να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της απόφασης του Κτηματολογίου μέσω της διαδικασίας που προσφέρει το άρθρο 80. Χωρίς την ιδιότητα αυτή δεν έχουν locus standi στη διαδικασία που άρχισε με την Έφεση/Αίτηση αρ. 8/83 και κανένα επιχείρημά τους εναντίον της νομιμότητας της απόφασης του Κτηματολογίου δεν μπορεί να ακουστεί. Η ύπαρξη ή όχι της ιδιότητας τους αυτής θα πρέπει να αποφασιστεί ως θέμα προκαταρκτικό και ανεξάρτητο από τη νομιμότητα ή όχι της προσβαλλόμενης απόφασης που αποτελεί την ουσία της διαφοράς και που θα αποφασιστεί μετά που θα εξακριβωθεί ότι οι πελάτες του κ. Θεοδούλου μπορούν να ακουστούν πάνω στην ουσία του θέματος ως πρόσωπα έχοντα παράπονο εναντίον της επίδικης απόφασης.

Το συμπέρασμα στο οποίο έχουμε καταλήξει, μετά από μελέτη των διαφόρων αυθεντιών που έχουν τεθεί υπόψη [*849] μας, περιλαμβανομένης της υπόθεσης Ex Parte Mason, In re White [1880] 14 Ch. D. 71 (C.A.), και των επιχειρημάτων των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων, είναι ότι οι νυν εφεσίβλητοι δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προσώπων που μπορούν να υποβάλουν έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο κάτω από το άρθρο 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, που αποτελεί το αντικείμενο της Έφεσης/Αίτησης αρ. 8/83 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η απόφαση για εγγραφή της μίσθωσης είναι το αποκλειστικό αποτέλεσμα δικής τους ρητής συγκατάθεσης. Τα επακόλουθα της απόφασης, η έκταση δηλαδή του δυσμενούς επηρεασμού της ακίνητης ιδιοκτησίας τους και η χρονική περίοδος που η εγγραφή θα παραμείνει σε ισχύ, είναι εκείνα που οι εφεσίβλητοι είχαν υπόψη τους όταν υπόβαλλαν την αίτηση για την εγγραφή της μίσθωσης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, ως εκ του λόγου αυτού, δεν είχε δικαιοδοσία να ακούσει την έφεση και να εκδώσει τη διαταγή που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Έπεται ότι η έφεση επιτυγχάνει και η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 11 Μαΐου 1984 ακυρώνεται στην ολότητά της. Οι Εφεσίβλητοι καταδικάζονται στην πληρωμή των εξόδων των εφεσειόντων στην παρούσα έφεση όπως και στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο