(1990) 1 ΑΑΔ 901
[*901] 31 Οκτωβρίου, 1990
[ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ. Δ/στες]
BIOCHEMIE R.O.S.E. LIMITED,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
ν.
GENERAL INSURANCE OF CYPRUS LIMITED,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7552).
Ναυτοδικείο — Δικαιοδοσία — Ναυτασφάλιση — Ασφάλιση εμπορευμάτων κατά την μεταφοράν τους επί πλοίου — Αξίωση αποζημιώσεων λόγω επελεύσεως κινδύνων — Ο Αγγλικός Νόμος The Administration of Justice Act, 1956, άρθρο 1 (1)(g)&(h) — Η ratio decidendi της αποφάσεως στην Gatoil v. Arkwright-Boston Insurance [1985] 1 All E.R 129 — Η αγωγή δεν υπάγεται στην Δικαιοδοσίαν Ναυτοδικείου, αλλά Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η Εφεσείουσα αξιοί καταβολήν ποσών δυνάμει συμβάσεως ασφαλίσεως εμπορευμάτων προς μεταφοράν διά πλοίου και λόγω επελεύσεως προκαθορισμένου από την σύμβαση κινδύνου.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι ενόψει του άρθρου 1(1) (g)(h) του Αγγλικού Νόμου The Administration of Justice Act, 1956, που εφαρμόζεται στην Κύπρο η αγωγή υπάγεται στην αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του Εφετείου.
Τα εν λόγω εδάφια έχουν ως εξής:
"(g) Any claim for loss or damage to goods carried on a ship
(h) Any claim arising out of any agreement relating to the carriage of goods in a ship or to the use or hire of a ship".
To Επαρχιακό Δικαστήριο διέκρινε την απόφαση στην Gatoil ν. Arkwright-Boston Insurance [1985] 1 All E.R 129 επί τω ότι στην υπόθεση εκείνην, όπου η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έκρινε ότι οι ίδιες πιο πάνω διατάξεις δεν δίδουν δικαιοδοσίαν Ναυτοδικείου σε διαφορές από Ναυτασφάλιση, το επίδικο ζήτημα ήταν ανάκτηση οφειλομένων ασφαλίστρων και όχι, όπως εδώ, η πληρωμή ποσών λόγω απωλείας στα μεταφερόμενα εμπορεύματα. [*902]
To Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την Έφεση, αποφάσισε:
1. Η απόφαση στην Gatoil v. Arkwright-Boston Insurance [1985] 1 All Ε.R 129 εβασίζετο σε τρεις λόγους:
α. Η φύση της απαίτησης πρέπει να σχετίζεται άμεσα με την μεταφοράν των εμπορευμάτων. Οι λέξεις "relating to" εδάφιο (η) υποδηλούν συνεκτικό κρίκο μεταξύ της απαίτησης και της ιδίας της μεταφοράς.
β. Η ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ της απαίτησης και της λειτουργίας του πλοίου υποστηρίζεται και από το ιστορικό υπόβαθρο της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου.
γ. Ο Νόμος του 1956 σκοπόν είχε την ενσωμάτωση της διεθνούς συμβάσεως των Βρυξελλών International Convention Relating to the Arrest of Sea-going Ships (10 Μαίου 1952).Τούτο δικαιολογεί προσφυγήν στα traveaux preparatoires της συνθήκης. Ρητή πρόθεση ήταν ο αποκλεισμός από την συνθήκην διαφορών σχετιζομένων με Ναυτασφάλιση.
2. Απαιτήσεις βάσει των εξεταζομένων εδαφίων μπορεί να εγερθούν και κατά του πλοίου, πράγμα που υποδηλώνει τον συνεκτικό κρίκο μεταξύ απαίτησης και λειτουργίας του πλοίου.
3. Το ερώτημα στην Gatoil είχεν συνδεθή και αποτελούσε απόρροια του ευρυτέρου θέματος της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου για επίλυση διαφορών από ναυτασφάλιση. Η υπόθεση δεν διακρίνεται από την παρούσα.
4. Οι αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων έχουν πειστική σημασία για τα κατώτερα Δικαστήρια, που επαυξάνεται όταν το αντικείμενο της ερμηνείας είναι, όπως εδώ, το ίδιο.
5. Για την στοιχειοθέτηση δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου απαιτείται άμεση σχέση μεταξύ της απαίτησης και της μεταφοράς εμπορευμάτων με πλοίο, η οποία ελλείπει όταν η απαίτηση σχετίζεται με σύμβαση ναυτασφαλίσεως.
Η Έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Photos Photiades and Co v. General Insurance Company of "Helvetica" Ltd (1965) 1 C.L.R 188·
Philippou v. Compass Insurance (1987) 1 C.L.R 344·
Joannou & Paraskevaides v. Ieropoulos (1986) 3 C.L.R 348·
Avgerinos Master Shipping Co Ltd v. Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 191· [*903]
Gatoil v. Arkwright-Boston Insurance [1985] 1 All E.R. 129·
The "Aifanourios" [1980] 2 Lloyd's Rep. 403.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πογιατζής Π.Ε.Δ. και Σ. Νικολαΐδης, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου, 1987 (Αρ. Αγωγής 4993/84), με την οποία η αγωγή των εναγόντων για την αποπληρωμή βάσει του συμβολαίου ναυτασφάλισης της ζημιάς ή απώλειας, την οποία υπέστησαν κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.
Μ. Μοντάνιος, για τους εφεσείοντες.
Π. Πολυβίου, για τους εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση θα δοθεί από τον Δικαστή κ. Γ.Μ. Πική.
ΠΙΚΗΣ, Δ: Ένα είναι ουσιαστικά το επίδικο θέμα, το ακόλουθο: Ο προσδιορισμός του δικαστήριου με αρμοδιότητα να επιληφθεί της διαφοράς η οποία έχει προκύψει μεταξύ των διαδίκων και αφορά την εφαρμογή σύμβασης ναυτασφάλισης βάσει της οποίας οι εφεσίβλητοι (εναγόμενοι) εξασφάλισαν (indemnified) τους εφεσείοντες (ενάγοντες) διά ζημιά την οποία ήθελαν υποστεί λόγω προκαθορισμένων κινδύνων κατά τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους από τη Λεμεσό στη Λιβύη με το πλοίο "Diana", το οποίο ανήκει σε τρίτους.
Το θέμα ηγέρθη στα πλαίσια της αγωγής των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την αποπληρωμή βάσει του συμβολαίου ναυτασφάλισης της ζημίας ή απώλειας, την οποία υπέστησαν κατά τη μεταφορά των εμπορευμάτων, [*904] και η οποία αποδίδεται στους κινδύνους εναντίον των οποίων ασφαλίστηκαν με τη σύμβαση ναυτασφάλισης.
Το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποφάσισε ότι το επίδικο θέμα ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 19(α) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν.14/60) και κατά συνέπεια απέρριψε την αγωγή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το αντικείμενο της αγωγής συνιστούσε διαφορά υποκείμενη στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου όπως προσδιορίζεται από το εδάφιο 1 του άρθρου 1 του Αγγλικού Νόμου, Administration of Justice Act 1956, που προσδιορίζει την πρωτόδικη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα το αγώγιμο δικαίωμα κρίθηκε ότι υπάγεται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου, βάσει των διατάξεων των παραγράφων (g) και (h) του προαναφερθέντος εδαφίου του νόμου. Και εφόσον διαφορές αναγόμενες στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 19(α) του Ν. 14/ 60 βρίσκονται έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως καθορίζεται στο άρθρο 22(1) του ιδίου νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αναλάβει ή να ασκήσει δικαιοδοσία, διαπίστωση που καθιστούσε την αγωγή απορριπτέα.
Στην καλά διατυπωμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εξετάζονται οι διϊστάμενες απόψεις ως προς τη φύση της σύμβασης ναυτασφάλισης και τη σχέση της με τα θέματα που προσδιορίζουν τη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου βάσει των παραγράφων (g) και (h) του άρθρου 1.1 του Νόμου του 1956 καθώς και η Κυπριακή και Αγγλική Νομολογία που τείνει να ρίψει φως στην ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και του πεδίου εφαρμογής τους.
Πιο κάτω παραθέτουμε τις επίμαχες διατάξεις της νομοθεσίας, την παράγραφο (g) και (h) που αποτελούν μέρος σειράς διατάξεων του εδαφίου 1, προσδιοριστικών της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου. Στις εισαγωγικές διατάξεις του εδαφίου 1 ορίζεται ότι δικαιοδοσία Ναυτοδικείου παρέχεται σε σχέση με κάθε ένα από τα θέματα που περιλαμβάνο[*905]νται στις ξεχωριστά αριθμημένες παραγράφους που ακολουθούν και το συνθέτουν. Κάθε παράγραφος συνιστά αυτοτελή δικαιοδοτική διάταξη χωρίς να αποκλείεται η στοιχειοθέτηση απαίτησης με βάση τις διατάξεις περισσότερων της μίας παραγράφων.
Η παράγραφος (g) προβλέπει:
"Any claim for loss of or damage to goods carried in a ship"
"Κάθε απαίτηση για απώλεια ή ζημία σε εμπορεύματα τα οποία μεταφέρονται σε πλοίο."
Η παράγραφος (h) προβλέπει:
"Any claim arising out of any agreement relating to the carriage of goods in a ship or to the use or hire of a ship;"
"Κάθε απαίτηση που εγείρεται από συμφωνία η . οποία σχετίζεται με τη μεταφορά εμπορευμάτων σε πλοίο ή στη χρήση ή ενοικίαση πλοίου."
Το Δικαστήριο κατέληξε, ως θέμα γραμματικής ερμηνείας του κειμένου των προαναφερθέντων παραγράφων, ότι το επίδικο θέμα της αγωγής εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου. Συγχρόνως διαπίστωσε ότι καμιά αυθεντία δεν δεσμεύει ή δικαιολογεί το Δικαστήριο να αποκλίνει από τη φυσιολογική ερμηνεία του κειμένου, η οποία εφαρμοζόμενη στα γεγονότα της υπόθεσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το επίδικο θέμα συνιστά τόσο απαίτηση για απώλεια ή ζημιά σε εμπορεύματα τα οποία μεταφέρονται σε πλοίο όσο και απαίτηση η οποία πηγάζει από συμφωνία, η οποία σχετίζεται με τη μεταφορά εμπορευμάτων σε πλοίο.
Παρόλο που η δικαιοδοσία Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με συμβάσεις ναυτασφάλισης δεν εξετάστηκε ευθέως σε καμιά προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δύο τουλάχιστον αποφάσεις [*906] του υποστηρίζουν έμμεσα τη θέση, όπως επεξηγείται στην απόφαση, ότι διαφορές αυτής της κατηγορίας ανάγονται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου. Η πρώτη είναι η απόφαση του Δικαστή Ιωσηφίδη στην υπόθεση Photos Photiades & Co. v. General Insurance Co. "Helvetia" Ltd*, στην οποία το Δικαστήριο είχε επιληφθεί αγωγής με επίδικο θέμα όμοιο με τη διαφορά που συνιστά το αντικείμενο της ενώπιον μας διαδικασίας, χωρίς να διατυπωθεί είτε από τους διαδίκους ή από το ίδιο το Δικαστήριο οποιαδήποτε επιφύλαξη για την ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς.
Η άλλη είναι η απόφαση την οποία είχα εκδόσει στην υπόθεση Ε. Philippou v. Compass Insurance**, σε σχέση με προδικαστικό θέμα, αναφορικά με την αποκάλυψη αγώγιμου δικαιώματος σε υπόθεση Ναυτοδικείου. Ούτε σε εκείνη την περίπτωση δε συζητήθηκε το θέμα δικαιοδοσίας που εξετάζουμε σήμερα. Ό,τι κρίθηκε ήταν κατά πόσο η απαίτηση των εναγόντων συσχετιζόταν με ένα ή περισσότερους από τους κινδύνους για τους οποίους είχε παρασχεθεί ασφάλιση. Στην Philippou είχε επισημανθεί ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προσδιορίζεται με βάση την αντικειμενική υφή των γεγονότων που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα που και σ' αυτή την υπόθεση αποτέλεσαν, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, το πλαίσιο καθορισμού της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η άλλη κυπριακή απόφαση στην οποία έγινε αναφορά είναι η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Joannou & Paraskevaides v. Jeropoulos***. Ούτε εκείνη η απόφαση δεν επιλύει το εγειρόμενο θέμα. Σχετίζεται κυρίως με τον προσδιορισμό σύμβασης για τη μεταφορά εμπορευμάτων
*** (1986) 1 C.L.R. 348. [*907]
με πλοίο και τα συστατικά της στοιχεία.
Η μόνη απόφαση Κυπριακού Δικαστηρίου η οποία άπτεται άμεσα του θέματος που καλούμεθα να αποφασίσουμε σ' αυτή την έφεση είναι η απόφαση του Δικαστή Αρτεμίδη στην άσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Avgerinos Master Shipping Co Ltd v. Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ*, η οποία εκδόθηκε μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης. Στην Avgerinos το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Gatoil v. Arkwright - Boston Insurance** είναι καθοριστική ως προς την ερμηνεία των παραγράφων (g) και (h) και την ευχέρεια επίκλησής τους σε σχέση με δικαιώματα που πηγάζουν από συμβάσεις ναυτασφάλισης. Με βάση τις αρχές που προκύπτουν από τις αποφάσεις στην Gatoil, κρίθηκε ότι διεκδικήσεις που πηγάζουν από συμβάσεις ναυτασφάλισης για την εξασφάλιση έναντι κινδύνων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων με πλοίο δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου αλλά στην αστική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς την έκταση της αρχής που προκύπτει από την Gatoil, την οποία διέκρινε από την υπό εξέταση αγωγή λόγω της διαφοράς μεταξύ των επιδίκων θεμάτων στις δύο υποθέσεις. Στην Gatoil το επίδικο θέμα ήταν η ανάκτηση ασφαλίστρων που οφείλονταν για την έκδοση συμφωνίας ναυτασφάλισης ενώ στην προκειμένη περίπτωση διεκδικούνται αποζημιώσεις για παράλειψη των ασφαλιστών να παράσχουν την συμφωνηθείσα εξασφάλιση έναντι κινδύνων, οι οποίοι είχαν προβλεφθεί και
* (1990) 1 Α.Α.Δ.191.
** [1985] 1 All E.R. 129. [*908]
εκδηλωθεί κατά τη μεταφορά των εμπορευμάτων με το πλοίο. Το Δικαστήριο διέκρινε επίσης την πρωτόδικη απόφαση Σκωτικού Δικαστηρίου στην The "Aifanourios"* στην οποία είχε εγερθεί αγωγή ενώπιον του Ναυτοδικείου για διεκδικήσεις βάσει σύμβασης ναυτασφάλισης. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι δικαιοδοτικές πρόνοιες της Σκωτικής νομοθεσίας που αντιστοιχούν με τις διατάξεις των παραγράφων (g) και (h) του νόμου του 1956 δεν καθιστούσαν το Ναυτοδικείο αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς. Παρόλο που αναγνωρίζεται, στην Σκωτική απόφαση ότι ως θέμα ερμηνείας οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας θα μπορούσε να ερμηνευθούν ώστε να περιλάβουν στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου και απαιτήσεις αυτής της κατηγορίας, κρίθηκε ότι τέτοια ερμηνεία δεν εδικαιολογείτο ενόψει του σκοπού της νομοθεσίας σε σχέση με ναυτικές διαφορές που αποβλέπει στη ρύθμιση της μεταφοράς εμπορευμάτων με πλοίο ή σε πλοίο ενώ η σύμβαση ναυτασφάλισης σχετίζεται μόνο έμμεσα με τη μεταφορά τους. Η σύμβαση ναυτασφάλισης έχει ως κύριο στόχο την ευκολία και προστασία του ιδιοκτήτη και όχι τη ρύθμιση των όρων και συνθηκών μεταφοράς εμπορευμάτων με πλοίο που αποτελεί θέμα μεταξύ των ιδιοκτητών και των μεταφορέων.
Ούτε άλλες αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων που μνημονεύονται στην απόφαση δικαιολογούσαν, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου σε διαφορές που πηγάζουν από σύμβαση ναυτασφάλισης (μεταφορά εμπορευμάτων)**. Τέλος επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι στην Αγγλία των
* [1980] 2 Lloyd's Rep. 403.
** I.B.S. Ltd v. Insurance Company Minerva Ltd [1978] 1 J.S.C. 136.
The St Eleftherio [1957] 2 All E.R. 374.
The Conoco Britannia [1972] 1 Lloyd's Rep. 342.
The Jade, The Eschersheim [1976] 1 All E.R. 920.
The Zeus [1888] 13 P.D. 188.
R. v. City of London Court Judge [1892] 1 Q.B. 273. [*909]
απαιτήσεων που βασίζονται σε συμφωνίες ναυτασφάλισης επιλαμβάνεται εμπορικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Commercial Court) και όχι το Ναυτοδικείο, που αποτελεί επίσης τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) δεν είναι αποφασιστικό ως προς τη δικαιοδοσία η οποία παρέχεται με τις παραγράφους (g) και (h), δεδομένου ότι όλοι οι κλάδοι του δικαστηρίου έχουν ομοιόμορφη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου, η δε κατανομή των υποθέσεων για σκοπούς εκδίκασης συνιστά εσωτερικό μέτρο ταξινόμησης.
Τώρα θα προσδιορίσουμε το πλαίσιο της Gatoil και το εύρος των αρχών που προκύπτουν από τις αποφάσεις που δόθηκαν. Αποφασίστηκε ότι η συγκεκριμένη απαίτηση (ασφάλιστρα για έκδοση σύμβασης ναυτασφάλισης) ήταν έξω από τα όρια δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου που παρέχουν οι παράγραφοι (g) και (h) του εδαφίου 1 του άρθρου 1 του Administration of Justice Act 1956 για τρεις ξεχωριστούς λόγους, οι οποίοι άπτονται της φύσης και του περιεχομένου σύμβασης ναυτασφάλισης και του συσχετισμού του αντικειμένου της με τη λειτουργία του πλοίου. Οι λόγοι αυτοί είναι: (α) Η φύση της απαίτησης και το βάθρο το οποίο την προσδιορίζει πρέπει να σχετίζονται άμεσα και όχι κατά έμμεσο ή απομακρυσμένο τρόπο με τη μεταφορά των εμπορευμάτων με πλοίο. Ο όρος "relating to" στην παράγραφο (h) υποδηλώνει ως αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση δικαιοδοσίας την ύπαρξη συνεκτικού κρίκου μεταξύ της απαίτησης και αυτής τούτης της μεταφοράς των εμπορευμάτων με το πλοίο ή ζημιάς στο πλοίο. (β) Η ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ της απαίτησης και της λειτουργίας του πλοίου ως προϋπόθεσης για τη συμπερίληψη απαίτησης στη δικαιοδοσία του Ναυτοδικίου υποστηρίζεται και από το ιστορικό υπόβαθρό της δικαιοδοσίας όπως διαφαίνεται από τη νομολογία*. (γ) Οι σκοποί και στόχοι της νομοθεσίας επίσης δικαιολογούν τον αποκλεισμό απαιτήσεων που βασίζονται σε συμβάσεις ναυτασφάλισης από τα όρια της δικαιοδοσίας που
* The Alina [1880] 5 Ex.D. 227.
R. v. City of London Court Judge [1892] 1 Q.B. 273. [*910]
παρέχουν οι παράγραφοι (g) και (η). Ο δικαιοδοτικός νόμος The Administration of Justice Act 1956, σκοπούσε στην ενσωμάτωση στο ημεδαπό δίκαιο των προνοιών της διεθνούς σύμβασης International Convention Relating to the Arrest of Sea-going Ships (Brussels, 10 May 1952; TS 47 (1960) Cmnd 1128). Η Σύμβαση απέβλεπε στην κοινή οριοθέτηση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου και την καθιέρωση ομοίων θεραπειών, κυρίως της σύλληψης πλοίου, για την αποτελεσματική άσκησή της. Η διαπίστωση αυτή σε συσχετισμό με το κείμενο της νομοθεσίας του 1956 δικαιολογούσε προσφυγή στο προκαταρκτικό μέρος της συνθήκης - travaux preparatoires - που αντικατοπτρίζει τις προθέσεις των μερών για τους σκοπούς της. Η εξέτασή τους αποκαλύπτει ότι ρητή πρόθεση των μερών που συνομολόγησαν τη συνθήκη ήταν αποκλεισμός από τη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου διαφορών που πηγάζουν ή ανάγονται σε συμφωνίες ναυτασφάλισης. Το δικαιολογημένο της προσφυγής στα προκαταρκτικά της Συνθήκης του 1952 διαπίστωσαν τέσσερα από τα πέντε μέλη της Δικαστικής Επιτροπής ενώ το πέμπτο μέλος περιορίστηκε στους άλλους λόγους που έχουμε εκθέσει για την ερμηνεία που αποδόθηκε στις κρίσιμες παραγράφους (g) και (h).
Είναι άξιο μνείας ότι απαιτήσεις βάσει των παραγράφων (g) και (h) μπορεί να εγερθούν και κατά του πλοίου (in rem jurisdiction) με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες. Διαπίστωση που επίσης υποδηλώνει το συνδετικό κρίκο που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της απαίτησης και της λειτουργίας του πλοίου*.
Και ερωτάται, αυτό είναι το επόμενο θέμα που θα πραγματευθούμε, αν συντρέχουν λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν τη διάκριση της Gatoil από την υπόθεση η οποία κρίνεται. Η απάντηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνάρτηση των αρχών που διατυπώθηκαν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επίδικου θέματος στην υπόθεση εκείνη. Η εξέταση των αποφάσεων που εκδόθηκαν δεν αφήνει αμφιβολία ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο θέμα που
* Βλέπε Haslbury's Laws of England, 4th Ed., vol. 1, para. 311. [*911]
εκκρεμούσε προς επίλυση της Gatoil είχε συναρτηθεί και αποτελούσε απόρροια του ευρύτερου θέματος της ύπαρξης δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου για την επίλυση διαφορών που εκπηγάζουν από συμβάσεις ναυτασφάλισης. Αποφασίστηκε για τους λόγους που έχουν συνοψισθεί ότι διαφορές αυτής της κατηγορίας είναι εκτός των ορίων δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου και η συγκεκριμένη διαφορά επιλύθηκε στα πλαίσια αυτής της διαπίστωσης ως φυσική συνέπεια της εφαρμογής της γενικότερης αρχής που έχουμε επισημάνει. Στη μεταγενέστερη απόφαση του ιδίου σώματος (H.L.) Antonis P. Lemos* εξηγούνται τα αποτελέσματα της Gatoil· τονίστηκε ότι ενώ ο όρος "arising out of" στην παράγραφο (h) χρήζει διασταλτικής ερμηνείας, το αντίθετο ισχύει στην περίπτωση του όρου "relating to the carriage of goods in a ship".
Επομένως, αν γίνεται δεκτή η ερμηνεία των παραγράφων (g) και (h), και γενικότερα η προσέγγιση του θέματος στην Gatoil, δεν υπάρχει πεδίο για συσχετισμό των αρχών που υιοθετήθηκαν με τη συγκεκριμένη διαφορά ή τη διάκρισή τους από την ενώπιόν μας έφεση. Βέβαια αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων δεν είναι δεσμευτικές για τα κυπριακά δικαστήρια με την έννοια που ενέχει η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου και η οποία καθιστά αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων δεσμευτικές για δικαστήρια που ευρίσκονται σε χαμηλότερη βαθμίδα στην κλίμακα της ιεραρχίας των δικαστηρίων. Ενέχουν όμως πειστική σημασία που στην προκείμενη περίπτωση επαυξάνεται ενόψει του ότι το αντικείμενο της ερμηνείας είναι το ίδιο, δηλαδή οι σχετικές διατάξεις των παραγράφων (g) και (h).
Η διαπίστωση ότι η νομοθεσία η οποία ρυθμίζει τα όρια της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου του δικαστηρίου σκοπούσε στην ενσωμάτωση διεθνούς σύμβασης με στόχο την καθιέρωση ομοιόμορφης δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου
* [1985] 1 ALL E.R. 695 [*912]
αποτελεί πρόσθετο λόγο για την ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεών της, υπό τον όρο πάντοτε ότι δεν προσκρούει στην λεκτική διατύπωση τους στο εσωτερικό δίκαιο.
Για τους λόγους που παρέχονται στην Gatoil, το κείμενο των παραγράφων (g) και (h) δεν προσδιορίζει την ερμηνεία τους όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Για τη στοιχειοθέτηση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου απαιτείται η ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ της απαίτησης και της μεταφοράς των εμπορευμάτων με πλοίο, η οποία ελλείπει στην περίπτωση απαιτήσεων που βασίζονται σε συμβάσεις ναυτασφάλισης, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο όχι τη ρύθμιση της μεταφοράς των εμπορευμάτων αλλά την εξασφάλιση του ιδιοκτήτη έναντι κινδύνων που μπορεί να προκύψουν κατά τη μεταφορά. Η μεταφορά των εμπορευμάτων με πλοίο αποτελεί παρεμφερή λόγο της σύμβασης, δευτερευούσης σημασίας, υποκείμενο στον έλεγχο τρίτων, των μεταφορέων.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η αγωγή παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς εκδίκαση.
Έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διαταγή για επανεκδίκαση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο