Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (Αρ.2) (1990) 1 ΑΑΔ 943

(1990) 1 ΑΑΔ 943

[*943] 19 Νοεμβρίου, 1990

[ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στές]

ΤΑΚΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΜΟΝΙΚΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ (Αρ.2),

Εφεσίβλητης,

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7901).

Ενοικιοστάσιο — Πρακτική — Συνένωση αιτήσεων — Ο Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικός Κανονισμός, 1983, Καν. 11(a) — Οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Θ.14 — Αιτήσεις ανακτήσεως κατοχής συνεχομένων καταστημάτων από τον ίδιον ιδιοκτήτη για τον ίδιο λόγο — Διαφορετικοί μισθωτές — Κατά πόσο χωρεί συνένωση — Καταφατική η απάντηση στο ερώτημα.

Φυσική Δικαιοσύνη — Προκατάληψη — Κριτήριο — Φιλία Παρέδρου Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων με διάδικο — Καθυστερημένη υποβολή αιτήσεως για εξαίρεση— Διαβεβαίωση ότι δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση η αμεροληψία του Παρέδρου — Ορθά απορρίφθηκε η αίτηση.

Ενοικιοστάσιον — Ανάκτηση κατοχής — Ο Περί Ενοικιοστασίου Νόμος, 1983 (Ν.23/83), άρθρο 11 (1) (ζ) — Προϋποθέσεις εφαρμογής του — Η απόφαση στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Ολυμπίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 838 υιοθετήθηκε.

Ενοικιοστάσιον — Ανάκτηση κατοχής — Ο Περί Ενοικιοστασίου Νόμος, 1983 (Ν.23/83), άρθρο 11(1) (ζ) — Χωριστές αιτήσεις ανακτήσεως κατοχής 3 συνεχομένων καταστημάτων (δύο διαφορετικοί ενοικιαστές) γιατί απαιτούνται λογικά για χρήση του συζύγου της ιδιοκτήτριας — Κατά πόσο η "λογικότητα" του αιτήματος πρέπει να κριθεί σε συνάρτηση και με τα 3 καταστήματα — Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.

Η Εφεσίβλητη καταχώρησε δύο αιτήσεις ανακτήσεως κατοχής τριών συνεχομένων καταστημάτων της, τα οποία κατείχαν δύο θέσμιοι ενοικιαστές, ο ένας δύο συνεχόμενα και ο άλλος το τρίτο, επί τω ότι απαιτούντο για χρήση από τον σύζυγό της προς στέγαση επιχειρήσεως πωλήσεως αυτοκινήτων.

Οι διάδικοι συνεφώνησαν συνεκδίκαση των αιτήσεων, αλλά με [*944] δικαίωμα των καθ' ων η Αίτηση να αντεξετάσουν χωριστά τους μάρτυρες και με πρόνοια ότι η ακρόαση των μαρτύρων υπεράσπισης και οι αποφάσεις θα είναι χωριστές.

Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας και μετά από 14 εμφανίσεις ο Εφεσείων ζήτησε εξαίρεση Παρέδρου, επί τω ότι ο τελευταίος συνδέετο πολύ φιλικά με τον σύζυγο της Εφεσίβλητης. Ταυτόχρονα,όμως, διευκρίνισε ότι δεν αμφισβητούσε την αμεροληψία του. Το αίτημα απορρίφθηκε.

Εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση που αφορούσε τον ενοικιαστή του τρίτου καταστήματος, αλλ' απεδέχθη την αίτηση για τα δύο συνεχόμενα καταστήματα υπό την κατοχήν του Εφεσείοντος.

Ως αποτέλεσμα ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

α. Οι δύο αιτήσεις κακώς συνενώθηκαν.

β. Ο Πάρεδρος έπρεπε να είχε εξαιρεθεί.

γ. Η Εφεσίβλητη είχε ζητήσει και τα 3 καταστήματά της θεωρώντας ότι ο σύζυγός της εχρειάζετο και τα 3 και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να απορρίψει την μίαν αίτηση και να δεχθεί την άλλη.

δ. Η μαρτυρία δεν ήταν επαρκής προς θεμελίωση της εφαρμογής του άρθρου 11(1) (ζ).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε:

1. Το κριτήριο της εξαιρέσεως λόγω προκαταλήψεως είναι αντικειμενικό και συνίσταται στην αντίδραση του μέσου κοινού ανθρώπου, που έχει πληροφορηθεί τα γεγονότα της υποθέσεως.

Στην παρούσαν υπόθεση δεν δόθηκε εξήγηση για την μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολήν του αιτήματος εξαιρέσεως του Παρέδρου. Εξάλλου η αποφασιστική αρμοδιότητα ανήκει στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Η φιλία δεν συνεπάγεται απαραιτήτως και αποκλεισμό, ιδιαίτερα όταν η αμεροληψία δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την συνένωση των αιτήσεων, με την σύμφωνη γνώμη όλων, χωρίς, όμως, και να τις ταυτίσει ή εξομοιώσει. Ενήργησε εντός του πλαισίου των εξουσιών του.

3. Οι προϋποθέσεις ανακτήσεως κατοχής βάσει του άρθρου 11 (1) (ζ) έχουν αναλυθή στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Ολυμπίου (1989) 1  Α.Α.Δ..., την οποία και το Δικαστήριο ακολουθεί.

[*945]

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα δύο συνεχόμενα καταστήματα του εφεσείοντος ήσαν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της σκοπουμένης επιχειρήσεως του συζύγου της Εφεσίβλητης. Η άποψη ότι η "λογικότητα" έπρεπε να εξετασθεί αποκλειστικά εν σχέσει και με τα τρία καταστήματα δεν έχει έρεισμα Άλλωστε είχαν υποβληθεί 2 χωριστές Αιτήσεις.

5. Η προσαχθείσα μαρτυρία εθεμελίωσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 11 (1) (ζ) του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου.

Η έφεση απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Economides and Another v. Police (1983) 2 C.L.R 301·

Χριστοδουλίδης ν. Ολυμπίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 838·

Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R 566·

Hadjicosta v. Anastassiades (1982) 1 C.L.R 296.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού που δόθηκε στις 22 Μαΐου, 1989 (Αρ. Αίτησης Ε.212/87), με την οποία εκδόθηκε διάταγμα εξώσεως εναντίον του με αναστολή εκτέλεσης 9 μηνών και συγχρόνως του επιδικάστηκε αποζημίωση £3,000.-.

Ρ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Ζωμενής, για τον εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Παπαδόπουλο.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη κα. Μόνικα Μιχαηλίδου, είναι ιδιοκτήτρια τριών συνεχόμενων καταστημάτων στη Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στη Λεμεσό. Με αίτησή της στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων [*946] Λεμεσού, ζήτησε την ανάκτηση κατοχής των τριών αυτών καταστημάτων για χρήση από το σύζυγό της. Τα δύο συνεχόμενα καταστήματα ήταν ενοικιασμένα στον εφεσείοντα και το τρίτο σε τρίτο πρόσωπο, στην κα Κάνια. Ο λόγος για τον οποίο αξίωσε την ανάκτηση κατοχής των καταστημάτων της η κα. Μιχαηλίδου, ήταν η χρησιμοποίησή τους για τη στέγαση επιχείρησης πώλησης αυτοκινήτων από το σύζυγό της.

Ηγέρθηκαν δύο αιτήσεις, η μια εναντίον του εφεσείοντα για τα δύο συνεχόμενα καταστήματα και η άλλη εναντίον της κας Κάνια για το τρίτο κατάστημα. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, διατάχθηκε συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων με το εξής αιτιολογικό: "Με την συναίνεση των δικηγόρων, δίδονται οδηγίες όπως η υπόθεση των αιτητών ακουσθεί από κοινού και για τις δύο υποθέσεις, με δικαίωμα των συνηγόρων υπεράσπισης να κάνουν ξεχωριστές αντεξετάσεις των μαρτύρων. Η ακρόαση των μαρτύρων υπεράσπισης και οι αποφάσεις, θα είναι χωριστές".

Μετά την ακρόαση των συνεκδικαζομένων υποθέσεων, το Δικαστήριο βρήκε πως η αιτήτρια ικανοποίησε το Δικαστήριο αναφορικά με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την εξασφάλιση διατάγματος εξώσεως, μόνο ως προς τα δύο καταστήματα που κατείχε ο εφεσείων, αλλά όχι ως προς το κατάστημα της κας Κάνια. Εκδόθηκε δε διάταγμα εξώσεως εναντίον του εφεσείοντα με αναστολή εκτέλεσης 9 μηνών και συγχρόνως επιδικάστηκε αποζημίωση £3,000.- στον εφεσείοντα.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, μετά από 14 εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε την εξαίρεση ενός των Παρέδρων του Δικαστηρίου, με το δικαιολογιτικό ότι ήταν αδελφικός, προσωπικός, οικογενειακός και παιδικός φίλος με το σύζυγο της εφεσίβλητης. Με την αίτησή του αυτή ο δικηγόρος του εφεσείοντα κ. Μιχαηλίδης, ανάφερε πως η υπεράσπιση είχε λόγους να πιστεύει πως ο [*947] Πάρεδρος κ. Ντίνος Σολομωνίδης έπρεπε να εξαιρεθεί, λόγω των φιλικών δεσμών του με την οικογένεια των εφεσιβλήτων, για αντικειμενικούς λόγους χάριν της διασφάλισης της εμφάνισης αμεροληψίας του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων με την έφεση του αυτή παραπονείται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα να εκδόσει διάταγμα εξώσεως, γιατί η διαδικασία της συνένωσης των δύο αιτήσεων ήταν νομικά εσφαλμένη και περαιτέρω ότι υπήρχε προκατάληψη του Δικαστηρίου με τη συμμετοχή κάποιου φίλου της οικογένειας των εφεσίβλητων. Επίσης, επί της ουσίας της υπόθεσης ο εφεσείων παραπονείται πως δεν ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις τον Νόμου ώστε να διαταχθεί η έξωσή του και πως τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένα γιατί το Δικαστήριο απεδέχθη μαρτυρία που ήταν αόριστη, υπερβολική και χωρίς τεκμηρίωση με στοιχεία, ή ότι παραγνώρισε μαρτυρία που ήταν τεκμηριωμένη και έπρεπε να της είχε δοθεί βαρύτητα. Επίσης, πως το Δικαστήριο εις την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, οδηγήθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα και γενικά δεν έλαβε υπόψη του τα ορθά κριτήρια.

Όπως προκύπτει από το πρακτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου της 1/12/87, που διατάχθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων με τη σύμφωνο γνώμη όλων των ενδιαφερομένων μερών, οι οδηγίες αυτές δόθηκαν με βάση τους Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1983 και ιδιαίτερα τον Κανόνα 11(α). Οι Κανονισμοί αυτοί, με τις αναγκαίες προσαρμογές, ενσωματώνουν τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Διάταξης 14 η οποία διέπει τη συνεκδίκαση αγωγών. Η διαταγή για συνεκδίκαση έγινε ύστερα από τη σύμφωνο γνώμη όλων, προφανώς λόγω της σχέσεως των δύο υποθέσεων, για λόγους εξοικονόμισης χρόνου και δαπάνης και γιατί η συνεκδίκασή τους θα βοηθούσε το Δικαστήριο να κατανοήσει καλύτερα τις υπό εκδίκαση υποθέσεις, ώστε να καταλήξει στο πιο ορθό αποτέλεσμα. Η συνεκδίκασή τους, όπως προκύπτει από το πρακτικό, δεν εξομοίωνε τα επίδικα θέματα, γιατί κάθε μια από τις [*948] υποθέσεις διατήρησε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και αυτοτέλεια, χωρίς να ταυτίζεται, συγχωνεύεται ή εξομοιώνεται με την άλλη υπόθεση. Κρίνουμε ότι η συνεκδίκαση διατάχθηκε στα πλαίσια της εξουσίας του Δικαστηρίου και ότι δεν είχε προβληθεί κανένας βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβασή μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.

Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφέρει:

"2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρέαστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου."

Το θέμα της προκατάληψης του Δικαστηρίου έχει εξετασθεί σε πολλές υποθέσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Στην υπόθεση Οικονομίδης και Άλλος ν. Αστυνομίας (1983) 2 C.L.R. 301, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται, είναι κατά πόσο ένας μέσος λογικός άνθρωπος, που είναι ενημερωμένος για όλα τα σχετικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε υπόνοια ως προς την εξασφάλιση δίκαιης δίκης.

Στην υπό εξέταση έφεση, είναι γεγονός πως ένας από τους Πάρεδρους ήταν φίλος της οικογένειας της εφεσίβλητης, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει η διακήρυξη από το δικηγόρο των εφεσειόντων ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι καμιά υπόνοια δεν υπήρχε ως προς την αμεροληψία του Μέλους αυτού του Δικαστηρίου. Πρόσθετα, καμιά ουσιαστική εξήγηση δε δόθηκε για την καθυστέρηση υποβολής της ένστασης. Παράλληλα, και αυτό δε μπορεί να παραγνωρισθεί, η αποφασιστική αρμοδιότητα παρέχεται αποκλειστικά στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Το Μέλος, του οποίου είχε ζητηθεί η εξαίρεση, ήταν ένας από τους παρέδρους οι οποίοι, βάσει του νόμου, έχουν μόνο συμβουλευ[*949]τική ιδιότητα. Η φιλία και μόνο, χωρίς άλλο λόγο, δε συνεπάγεται απαραιτήτως και τον αποκλεισμό του Μέλους, ιδιαίτερα όταν διακηρύττεται, όπως σ' αυτή την υπόθεση, ότι η αμεροληψία είναι πέραν αμφιβολίας. Μ' αυτά τα δεδομένα υπόψη, τρίτος δικαιόφρων πολίτης δεν θα έκρινε ότι η σύνθεση του δικαστηρίου πάσχει λόγω προκατάληψης (bias).

Ο εφεσείων ως προς την ουσία της υπόθεσης ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο έσφαλλε στον προσδιορισμό και εκτίμηση των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος για ανάκτηση κατοχής. Το Άρθρο 11(1)(ζ) του Νόμου 23/83 αναφέρει:

"11(1) Ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα εκδίδεται δια την ανάκτησιν της κατοχής οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, δια το οποίον ισχύει ο παρών Νόμος, ή δια την εκ τούτου έξωσιν θεσμίου ενοικιαστού, πλην των ακολούθων περιπτώσεων:

………………………………..

(ζ) εις περίπτωσιν καθ' ην το κατάστημα απαιτείται λογικώς προς κατοχήν υπό του ιδιοκτήτου, της συζύγου ή των τέκνων του και όπου οιοσδήποτε εξ αυτών δεν ηδυνήθη να εξασφαλίση ετέραν ανάλογον και με λογικόν ενοίκιον στέγην διά την επιχείρησίν του ή δια σκοπούς επιχειρήσεως και το Δικαστήριον θεωρεί λογικήν την έκδοσιν τοιαύτης αποφάσεως ή τοιούτου διατάγματος:

Νοείται ότι ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα θα εκδίδωνται δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν το Δικαστήριον πεισθή ότι, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, θα επροξενείτο μεγαλυτέρα ταλαιπωρία δια της εκδόσεως του διατάγματος ή της αποφάσεως παρά δια της αρνήσεως εκδόσεως τούτου."

Στο Υπόμνημα Αρ. 206, Παναγιώτης Χριστοδουλίδης [*950] ν. Μαρίας Ολυμπίου (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 838, γίνεται ανάλυση των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για ανάκτηση κατοχής. Οι προϋποθέσεις είναι:

(α) Η ύπαρξη λογικής ανάγκης του ιδιοκτήτη για χρήση του καταστήματος. Η ανάγκη πρέπει να είναι υποκειμενικά γνήσια και αντικειμενικά εύλογη· όχι όμως απαραίτητα επιτακτική. Εναπόκειται στον ιδιοκτήτη να τεκμηριώσει το εύλογο της απαίτησης στα πλαίσια της εξεταστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.

(β) Αδυναμία εξεύρεσης άλλου κατάλληλου καταστήματος με λογικό ενοίκιο. Η θεμελίωση και αυτών των στοιχείων βαρύνει τον ιδιοκτήτη.

Ο νομοθέτης θέτει δύο σχετικές αλλά αυτοτελείς προϋποθέσεις:

(ι) Έλλειψη ανάλογου καταστήματος που μπορεί να ενοικιαστεί με (ιι) λογικό ενοίκιο.

Ο όρος "ανάλογο κατάστημα" συσχετίζει το κατάστημα του οποίου η ανεύρεση επιδιώκεται με τα αντικειμενικά δεδομένα του καταστήματος του οποίου επιζητείται η ανάκτηση κατοχής, δηλαδή, την τοποθεσία (εμπορικότητα), τις διαστάσεις, τις διευκολύνσεις, την ηλικία και άλλα συναφή δεδομένα. Η αναλογία ανευρίσκεται με τη σύγκριση. Ο αντίστοιχος όρος που χρησιμοποιείται στην αγγλική νομοθεσία ελέγχου ενοικιάσεων είναι "comparable"· όρος εννοιολογικά ταυτόσημος με τον όρο "ανάλογος" στα πλαίσια της συγκεκριμένης νομοθεσίας. Το ενοίκιο που υποδηλώνεται από τον όρο "λογικό ενοίκιο" δε συσχετίζεται με το ενοίκιο του καταστήματος που αποτελεί το αντικείμενο της θέσμιας ενοικίασης. Η λογικότητα του ενοικίου νέου καταστήματος συναρτάται κυρίως με την επιχείρηση την οποία ο ιδιοκτήτης προτίθεται να εγκαθιδρύσει, και τι συνιστά εύλογο ενοίκιο για εκείνο τον κύκλο εμπορικής δραστηριότητας. Ο όρος "ενοίκιο" δεν περιλαμβάνει [*951] την καταβολή επιμισθίου (αέρα, premium), αλλά περιορίζεται στην περιοδική καταβολή χρηματικού ποσού για τη μίσθωση καταστήματος.

(γ) Η έκδοση διατάγματος κρίνεται λογική από το Δικαστήριο. Ο νομοθέτης παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να συνεκτιμήσει το σύνολο των περιστάσεων των μερών σε συσχετισμό με τους σκοπούς της νομοθεσίας για να προσδιοριστεί αν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη η έκδοση διατάγματος. Έστω και αν κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη η έκδοση διατάγματος, το Δικαστήριο δεν προβαίνει στην έκδοσή του αν, (δ) ο ενοικιαστής πείσει το Δικαστήριο μετά από συνεκτίμηση όλων των περιστατικών της υπόθεσης ότι θα προξενείτο μεγαλύτερη ταλαιπωρία σ' αυτόν σε σύγκριση με τον ενοικιαστή από την έκδοση του διατάγματος.

Όπως τονίζεται στην απόφαση Antoniades ν. Panteli and Another (1979) 1 C.L.R. 57, η συνεκτίμηση της εκατέρωθεν ταλαιπωρίας που θα προκύψει από την άρνηση των θέσεων της μιας ή της άλλης πλευράς είναι κατεξοχή θέμα γεγονότων που εκτιμάται από τον πρωτόδικο δικαστή.

Όπως είπαμε στην αρχή, η εφεσίβλητη ήταν ιδιοκτήτρια τριών καταστημάτων και καταχώρισε δύο ξεχωριστές αιτήσεις με τις οποίες είχε αξιώσει την ανάκτηση κατοχής των δύο συνεχόμενων καταστημάτων που κατείχαν ο εφεσείων και ο άλλος αντίδικός της, η κα. Κάνια.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε μετά από εξέταση της μαρτυρίας, πως τα δύο καταστήματα που κατείχε ο εφεσείοντας, αρκούσαν να ικανοποιήσουν τις επαγγελματικές ανάγκες του συζύγου της εφεσίβλητης και διέταξε την ανάκτηση κατοχής των καταστημάτων εκείνων μόνο, ενώ έκρινε πως για το κατάστημα της κας Κάνια δεν υπήρχε η υπό του Νόμου προβλεπομένη λογική ανάγκη για χρήση του. Και οι δύο πρωτόδικες αποφάσεις είχαν εφεσιβληθεί. Στη διάρκεια όμως της ακρόασης της υπόθε[*952]σης, η έφεση της κας Μιχαηλίδου εναντίον της απόφασης στην αίτηση για το κατάστημα που κατείχε η κα. Κάνια αποσύρθηκε· έχουν επομένως περιοριστεί τα επίδικα θέματα σ' εκείνα που εγείρονται στην υπό έφεση απόφαση.

Ο σημαντικότερος λόγος ουσίας, ο οποίος έχει προβληθεί για ανατροπή της επίδικης απόφασης, είναι ότι το αίτημα της εφεσίβλητης για ανάκτηση των τριών καταστημάτων ήταν αδιαχώριστο και συνεπώς δε μπορούσε να επιμεριστεί μεταξύ των τριών καταστημάτων. Η λογικότητα του αιτήματός της έπρεπε να εξεταστεί αποκλειστικά σε σχέση με τα τρία καταστήματα και έπρεπε να απορριφθεί μετά τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε λογική ανάγκη για την ανάκτηση και των τριών καταστημάτων. Διαφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Το αίτημα για την ανάκτηση των δύο καταστημάτων αφενός και του άλλου αφετέρου, αποτέλεσε αντικείμενο ξεχωριστών αιτήσεων. Εξάλλου, το αίτημα της εφεσίβλητης για ανάκτηση των καταστημάτων, αναπτύχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με κύριο έρεισμα τις λειτουργικές ανάγκες για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης που είχε κατά νου να δημιουργήσει ο σύζυγός της. Εφόσον οι ανάγκες αυτές κρίθηκε ότι μπορούσαν να ικανοποιηθούν με την ανάκτηση δύο από τα τρία καταστήματα, το Δικαστήριο εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τεκμηριώθηκε η ανάγκη σε ότι αφορά τα δύο από τα τρία καταστήματα.

Η έρευνα στην οποία είχε προβεί η εφεσίβλητη μέσω του συζύγου της για την αναζήτηση άλλου καταστήματος για την εγκαθίδρυση της επιχείρησής του, ήταν, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία και όπως δέχτηκε το Δικαστήριο, εκτεταμένη και τεκμηρίωσε ως θέμα γεγονότων την αδυναμία εξεύρεσης άλλου καταστήματος με λογικό ενοίκιο.

Δε συμφωνούμε με την εισήγηση που υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα ότι η λογικότητα του ενοικίου δεν εξετάστηκε μέσα στο σωστό πλαίσιο. [*953]

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου καταδεικνύουν πρωτίστως ότι παρά τις εύλογες προσπάθειες της εφεσίβλητης, δεν είχε ανευρεθεί άλλο ανάλογο κατάστημα με λογικό ενοίκιο, που είναι το κριτήριο που θέτει ο Νόμος. Η αναφορά στη λογικότητα του ενοικίου αναφέρεται ως ένα από τα συστατικά στοιχεία του αιτήματος της αιτήτριας, ενώ το βασικό εύρημα του Δικαστηρίου στο θέμα αυτό είναι: "Δεχόμαστε τη μαρτυρία του συζύγου της Αιτήτριας και πιστεύουμε ότι έκαμε λογική προσπάθεια και δε μπόρεσε να βρει άλλο ανάλογο κατάστημα". Στο εύρημα αυτό το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει ενόψει της ενώπιόν του μαρτυρίας, διαπίστωση που αποκλείει οποιαδήποτε επέμβαση με την ετυμηγορία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η έκδοση διατάγματος ήταν λογική μετά από συνεκτίμηση των αναγκών και θέσεων των δύο μερών, κυρίως ενόψει του ότι ο σύζυγος της εφεσίβλητης ήταν άνεργος και η δραστηριοποίηση του στον τομέα πωλήσεως αυτοκινήτων, ήταν, στην ηλικία του και κάτω από τις προσωπικές του συνθήκες, ουσιαστικό μέσο επαγγελματικής επαναδραστηριοποίησης του.

Τέλος, δεν έχει διαπιστωθεί λόγος που να δικαιολογεί την επέμβασή μας με τον καθορισμό της αποζημίωσης, λαμβάνοντας υπόψη αφενός το πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο Δικαστήριο με το Άρθρο 12 του Ν. 23/83 και την κατάληξη του Δικαστηρίου λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίπτεται. Σε υποθέσεις ενοικιοστασίου τα έξοδα δεν ακολουθούν απαραιτήτως το αποτέλεσμα. (Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566, 573, 574, Hadjicosta v. Anastassiades (1982) 1 C.L.R. 296).

Συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης καταλήγουμε, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δε δικαιολογείται οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα και εκδίδεται ανάλογη διαταγή.

Έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο