Hachem ν. Διευθ. Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191

(1992) 1 ΑΑΔ 191

[*191] 31 Ιανουαρίου, 1992

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Χ ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ HABEAS CORPUS TOY HUSSEIN JAMIL HACHEM ΑΠΟ TO ΛΙΒΑΝΟ

Εφεσείοντας-Αιτητής,

v.

TOY ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΏΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

Εφεσίβλητου-Καθ'ού η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8533).

Έκδοση φυγοδίκων—Κατά πόσο είναι απαραίτητο τα εγκλήματα που προσδιορίζονται στην εξουσιοδότηση να συμπίπτουν στα τυπικά τους στοιχεία με εκείνα που αναγράφονται στο ένταλμα σύλληψης.

Έκδοση φυγοδίκων— Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970 (Ν97/70) — Αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση φυγοδίκου η ύπαρξη τέτοιας μαρτυρίας ώστε, αν το αδίκημα είχε διαπραχθεί στην Κύπρο, να δικαιολογούσε την παραπομπή του φυγοδίκου σε δίκη σύμφωνα με το άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ 155 — Υπο ποιες περιστάσεις επεμβαίνει το Εφετείο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το θέμα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας διάταξε την κράτηση και έκδοση του Αιτητή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για να δικασθεί για αδικήματα σχετικά με την κατοχή με σκοπό την εμπορία ελεγχομένης ουσίας σύμφωνα με τον περί Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο ήτοι ηρωίνης. Ενώπιον του Δικαστηρίου παρουσιάσθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα, ως και η μαρτυρία εναντίον του αιτητή που έτεινε να αποδείξει,

(α) ότι η ουσία που είχε διατεθεί συνιστούσε ελεγχόμενο φάρμακο τόσο στην Κύπρο όσο και στις H.Π.Α.

(β) τη συνάφεια του φερόμενου σαν συνεργού του αιτητή με την παρουσία του αιτητή, έστω σε κάποια απόσταση, κατά τις διαπραγματεύσεις για την διάθεση της ηρωίνης, και τελικά την πώλησή της.

(γ) την άμεση ενοχή του, μέσω της κατάθεσης του φερόμενου σαν συνεργού του αιτητή σε Δικαστήριο των H.Π.A., που έφερε τον αιτητή σαν άμεσα αναμεμειγμένο στην διάπραξη του αδικήμα[*192]τος.

Η περιγραφή των αδικημάτων στην εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης για έναρξη της διαδικασίας εναντίον του αιτητή δεν ταυτιζόταν απόλυτα με αυτή στο ένταλμα σύλληψης του αιτητή που είχε εκδοθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο των Η.Π.Α., παρ'όλο που υπήρχε ουσιαστική αντιστοιχία.

Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για habeas corpus η οποία απορρίφθηκε πρωτόδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο. (*) Κατ' έφεση, ο αιτητής προέβαλε τα επιχειρήματα ότι (i) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των κατηγοριών που αναφέρονταν στο ένταλμα σύλληψης με αυτές που αναφέρονταν στην εξουσιοδότηση δεν επέφερε ακυρότητα της όλης διαδικασίας, και

(ii) λανθασμένα είχε κριθεί η ποιότητα της μαρτυρίας, με την έννοια ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε δική του αξιολόγηση της μαρτυρίας αντί να εξετάσει την ορθότητα της αξιολόγησης από το επαρχιακό δικαστήριο, και ότι εν πάσει περιπτώσει η αξιολόγηση ήταν λανθασμένη ιδιαίτερα ενόψει του παραδεκτού από το Δικαστήριο γεγονότος ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του εξ ακοής μαρτυρία.

Αποφασίσθηκε ότι:

α) Δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει στα τυπικά της στοιχεία η περιγραφή των εγκλημάτων που προσδιορίζονται στην εξουσιοδότηση με αυτή που αναγράφεται στο ένταλμα σύλληψης. Η μαρτυρία εξετάζεται αναφορικά με τα εγκλήματα όπως περιγράφονται , στην εξουσιοδότηση, ενώ ο χαρακτηρισμός των αδικημάτων στο αλλοδαπό ένταλμα δεν έχει καθοριστική σημασία.

β) Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε πρωτόδικα είτε κατ' έφεση, σε αιτήσεις habeas corpus από φυγόδικους εναντίον των οποίων έχει εκδοθεί διάταγμα εκδόσεως, αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας περιορίζονται στην εξέταση του κατά πόσο, από αντικειμενική θεώρηση, υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την έκδοση, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί ούτε να αναθεωρήσει τα ευρήματα του επαρχιακού δικαστηρίου ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας εφόσο αυτή κινήθηκε μέσα σε νόμιμα πλαίσια.

γ) Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε προβεί σε δική του αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά είχε απλώς ελέγξει την αξιολόγηση του επαρχιακού δικαστηρίου, μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω περιορισμένων εξουσιών του Ανωτάτου Δι-

(*) Για την αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, δες (1991) 1 AAΔ. 723. [*193]

καστηρίου.

δ) Αναφορικά με την εξ ακοής μαρτυρία, ορθά to πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι δεν επηρέαζε την εγκυρότητα της απόφασης για έκδοση, εφ' όσο πουθενά δεν φαινόταν ότι το επαρχιακό δικαστήριο την είχε λάβει υπόψη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

R. v. Governor  of  Brixton Prison ex parte Gardner [1968] 1 All E.R. 636·

R. v. Governor  of  Pentonville Prison ex parte Budlong [1980] 1 All E.R. 701·

R. v.. Governor of Holloway Prison ex parte Kember [1980] dim. LR.176·

Re Arton [1896] 1 Q.B.D. 108·

Jennings v. United States Government [1982] 3 All E.R. 104 H.L·

Government of Denmark v. Neilsen [1984] 2 All E.R. 81 ·

R.v. Governor of Pentonville Prison, ex parte Elliott [1975] Crim. LR.516·

Re Mutke (1982) 1 C.L.R. 922·

Re Hayek (1983)1 (A) C.L.R. 266·

Re Rashid(1985) 1 C.L.R. 393·

Schtraks v. Government of Israel [1962] 1 All E.R. 529·

Armah v. Government of Ghana [1966] 3 All E.R.. 177·

West German Government V. Sotiriades [1974] 1 All E.R. 692·

Re Osman [1988]Crim. LR. 611.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 29 Αυγούστου, 1991. (Αρ. Αίτησης 74/91) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για προνομιακό διάταγμα Habeas Corpus adsubjiciendum. [*194]

Λ. Κληρίδης με Α. Δημητρίου και  Μ. Χειμωνίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Ε. Λοϊζίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα.

Cur, adv. vult.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο διχαστής Σόλων Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Ο εφεσείων έχει Λιβανική υπηκοότητα. Κρατείται στις κεντρικές φυλακές με σκοπό την παράδοση του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η κράτηση του διατάχθηκε από δικαστή του επαρχιακού δικαστηρίου Λάρνακας με βάση τις διατάξεις του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/70.

Ο εφεσείων θεώρησε την προφυλάκιση του για τον παραπάνω σκοπό παράνομη. Ετσι, στη συνέχεια, αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για να επιτύχει την απόλυση του με τη διαδικασία του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum. Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού εξέτασε με ενδελέχεια τους λόγους που προβλήθηκαν για την ακύρωση του διατάγματος προφυλάκισης, απόρριψε την αίτηση. Ο εφεσείων τώρα προσφεύγει στο έσχατο ένδικο μέσο για να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης και συνακόλουθα τη νομιμότητα της κράτησης του.

Η υπόθεση εγείρει θέμα αντιστοιχίας μεταξύ των αδικημάτων για τα οποία το εκζητούν κράτος εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντα και των αδικημάτων που απαριθμεί η εξουσιοδότηση του υπουργού δικαιοσύνης, για τα οποία και τελικά παραπέμπεται, Θίγει επίσης διάφορες πτυχές της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί και αφορά την επάρκεια της για σκοπούς παραπομπής του εκ-ζητούμενου σε δίκη. Κι αυτό σε συνάρτηση με το ρόλο και τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας που δόθηκε στο εκδικάσαν δικαστήριο Λάρνακας. [*195]

Ας σημειωθεί ότι εδώ δεν αμφισβητείται πως υπάρχει το στοιχείο της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας (double criminality). Οι πράξεις δηλαδή που αποδίδονται στον εφεσείοντα είναι ποινικά κολάσιμες από το δίκαιο και των δύο χωρών. Η έννοια του όρου επεξηγείται στις αποφάσεις R. v. Governor of Brixton Prison ex parte Gardner [1968] 1 All E.R. 636, R. v. Governor of Pentoville Prison ex parte Budlong [1980] 1 All 701 και R. v. Governor of Holloway Prison ex parte Kember [1980] Crim. L. R. 176. Θα προσθέταμε πως η αρχή αυτή προάγει τη διακρατική συνεργασία, με βάση τις ad hoc Συνθήκες για την έκδοση φυγοδίκων, στον τομέα εφαρμογής του ποινικού δικαίου.

Συγκεκριμένα όμως ο εκζητούμενος προβάλλει τέσσερεις λόγους για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ως ακολούθως:

(1) Οι κατηγορίες που απαριθμούνται στην εξουσιοδότηση διαφέρουν από τις κατηγορίες για τις οποίες εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η διαφοροποίηση είναι, κατά την εισήγηση, μοιραία για την εγκυρότητα της διαδικασίας.

(2) Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε δική του αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί στο δικαστήριο Λάρνακας αντί να εξετάσει κατά πόσον η αξιολόγηση της από το δικαστήριο αυτό θα μπορούσε να θεμελιώσει τεκμήριο ενοχής, όπως ορίζει το άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Με δυό λόγια σημειώθηκε υπέρβαση εξουσίας.

(3) Εν πάση πάντως περιπτώσει το συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης ότι η παραπάνω μαρτυρία ικανοποιούσε το κριτήριο του άρθρ. 94 είναι λαθασμένη. Η εισήγηση εδώ είναι πως υπήρχε πλήρης έλλειψη μαρτυρίας ή τουλάχιστον η μαρτυρία που προσκομίστηκε δεν ήταν επαρκής και

(4) το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να επικυρώσει τα ευρήματα της παραπεμπτικής απόφασης εφόσον δέ[*196]χθηκε πως το δικαστήριο Λάρνακας έλαβε υπόψη εξ ακοής μαρτυρία και κατ' ανάγκη δεν ήταν εφικτή η απομόνωση ή ο διαχωρισμός της από τη νομικά επιτρεπτή μαρτυρία.

Ο πρώτος λόγος αναπτύχθηκε με βάση το ακόλουθο υπόβαθρο. Το πρώτο στοιχείο είναι το ένταλμα σύλληψης, που είναι προσκομιστέο σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 7 (2) (α) του νόμου. Εκδόθηκε από το περιφερειακό δικαστήριο της επαρχίας της Ανατολικής Βιργινίας. Βρίσκεται, πράγματι, ανάμεσα στα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία λήφθηκαν εδώ από τη χώρα που ζητά την έκδοση. Το ένταλμα εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του εφεσείοντα για το αδίκημα της συνωμοσίας με σκοπό την κατοχή και εμπορία ως και την προμήθεια 100 γραμμαρίων ή μεγαλύτερης ποσότητας ηρωίνης. Η ουσία αυτή είναι και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως και στην Κύπρο, ως το εκ-δίδον κράτος, ελεγχόμενη αυστηρά.

Τα αδικήματα για τα οποία διατάχθηκε η σύλληψη με το παραπάνω ένταλμα περιγράφονται ως εξής:

"unlawfully…… conspire…… together with others, to commit the following offenses against the United States: to unlawfully.......possess with intent to distribute and to distribute 100 grams or more of heroin……"

Στο ένταλμα γίνεται επίσης μνεία των προνοιών της αμερικανικής νομοθεσίας που προβλέπουν τα αδικήματα. Είναι δε φανερό, αντίθετα με ότι εισηγήθηκε ο κ. Λ. Κληρίδης εκ μέρους του υποδίκου, ότι δεν επιζητήθηκε η σύλληψη του μόνο για το έγκλημα της συνωμοσίας. Αυτό προκύπτει τόσο από το λεκτικό του εντάλματος όσο και τις σχετικές πρόνοιες του αμερικανικού δικαίου, το κείμενο των οποίων επισυνάφθηκε ως τεκμήριο στην αίτηση έκδοσης.

Η εξουσιοδότηση του υπουργού για ενεργοποίηση των μηχανισμών έκδοσης, η οποία κατά τη συζήτηση αντιπαραβλήθηκε με το ένταλμα του δικαστηρίου της Βιργινίας, αναφέρεται σε 4 αδικήματα. Αφορούν την κατοχή 215,3 [*197] γρ. ηρωίνης, κατοχή της ποσότητας αυτής με σκοπό την εμπορία, συνωμοσία να την προμηθεύσουν και προμήθεια της σε τρίτους. Οπως ορθά διαπιστώθηκε, η αναλογία ανάμεσα στα αδικήματα που αναφέρει το αλλοδαπό ένταλμα και εκείνα που προσδιορίζονται στην εξουσιοδότηση είναι εμφανής. Αλλά δεν φτάνει μέχρι το σημείο του συνταυτισμού τους.

Αναφορικά με το σημείο αυτό η πρωτόδικη απόφαση έκρινε πως δεν απαιτείται το στοιχείο της πλήρους ταύτισης. Το δικαστήριο ενδυνάμωσε τη γνώμη του με παραπομπές σε αγγλικές αποφάσεις που υποστηρίζουν μιά τέτοια τοποθέτηση. Παρατηρούμε ότι είναι νόμιμη η προσφυγή σ'αυτές, δεδομένου ότι οι διατάξεις του κυπριακού νόμου ακολουθούν ουσιαστικά τη δομή και διατύπωση της Fugitives Offenders Act 1967. Το δικαστήριο μνημονεύει την Re Arton [1896] 1 Q.B.D. 108, Jennings v. United States Government [1982] 3 All E.R. 104 H.L. Καίριας σημασίας είναι και η υπόθεση Government of Denmark v. Neilsen [1984] 2 All E.R. 81 στην οποία μας παράπεμψε, και προηγουμένως το πρωτόδικο δικαστήριο, η δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Η τελευταία αυτή υπόθεση ήταν αντικείμενο σχολιασμού στην All E.R. Rev. 1984. Το συμπέρασμα είναι ότι η έρευνα της μαρτυρίας συγκεντρώνεται στα αδικήματα για τα οποία παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση. Το πρώτο σχόλιο είναι στη σελ. 109:

"The important case of Government of Denmark v. Neilsen (1984) 2 All E.R. 81 decides that the proper test in considering the liability to surrender of fugitive offender is not whether the offence specified in the foreign warrant was substantially similar to a crime under English Law within Sch 1 to the 1870 Act, but rather whether the conduct of the accused if committed in England would have constituted a crime falling within one of the descriptions included in the Schedule."

Η επόμενη παρατήρηση, που δίνει απευθείας την απά[*198]ντηση σε ότι μας απασχολεί, είναι στη σελ. 164:

"The reasoning which supports the conclusion is essentially negative: there is nothing in the Extradition Act which makes provisions of foreign law relevant to anything which the magistrate has to decide. The expression "the crime of which he (the fugitive) is accused" in s 10 means the crime specified in an order by the Secretary of State to the magistrate to proceed to issue his warrant for the apprehension of the fugitive and that specified crime must be described in terms of a crime according to the law of England."

Η ερμηνεία αυτή συνάδει και με τις διατάξεις του αρθρ. 9 (5) του ν. 97/70 που αναφέρεται στην αναγκαία μαρτυρία σε συσχετισμό με το αδίκημα "εις ό αφορά η τοιαύτη εξουσιοδότησις" (του υπουργού δικαιοσύνης).

Γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή η θέση ότι ο χαρακτηρισμός των αδικημάτων στο αλλοδαπό ένταλμα δεν έχει καθοριστική σημασία. Αρκεί, όπως αποφάσισε η υπόθεση Ex parte Budlong, ανωτέρω, ότι "the crime for which extradition is demanded would be recognised as substantially similar in both countries..." Θα ήταν με άλλα λόγια η εκδοχή των αδικημάτων αυτών στο δίκαιο του εκδίδοντος κράτους. R. v. Governor of Pentonville Prison, ex parte Elliott [1975] Crim.L.R. 516.

Η συνάφεια ανάμεσα στους υπόλοιπους λόγους έφεσης καθιστά δυνατή την εξέταση τους από κοινού. Πρέπει όμως πρώτα να διευκρινίσουμε τις νομικές αρχές που διέπουν τη βασιμότητα των κατηγοριών όπως ενσωματώνονται στην υπουργική εξουσιοδότηση. Ο δικαστικός έλεγχος προβλέπεται ρητά από το νόμο {άρθρ. 9 (5)}. Αφορά δε τα προσαγόμενα από τη ξένη χώρα αποδεικτικά στοιχεία: In re Manfred Mutke (1982) 1 C.L.R. 922. To επαρχιακό δικαστήριο αποφαίνεται κατά πόσον η μαρτυρία αυτή είναι επαρκής για να παραπεμφθεί ο συλληφθείς σε δίκη εφόσον το αδίκημα είχε διαπραχθεί στην Κύπρο. Αναφορικά με το επίπεδο ή το βαθμό απόδειξης εισάγεται [*199] το κριτήριο του άρθρ. 94 του Κεφ. 155 που ισχύει για τις προανακρίσεις. Είναι αρκετό δηλαδή, για να διαταχθεί η έκδοση αν η προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργεί, όπως ορίζει το αρθρ. 94, πιθανό τεκμήριο ενοχής. Βλέπε Re Jean Gabriel Hayek (1983) 1 C.L.R. 266. Και για το σκοπό αυτό η προσφερόμενη μαρτυρία θεωρείται ότι παρέμεινε αναντίλεκτη. Αναμφίβολα οι πρόνοιες αυτές, θεσμοθετώντας το κριτήριο για την αξιολόγηση των πράξεων του συλληφθέντα, συντελούν στην προστασία του, διότι η ικανοποίηση του πιο πάνω κριτηρίου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση φυγοδίκου.

Από τη συνολική θεώρηση της νομολογίας συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να βασισθεί μόνο σε μαρτυρικά στοιχεία που συνιστούν παραδεκτή μαρτυρία. Οι δύο αποφάσεις που προαναφέρθηκαν υποστηρίζουν τη θέση αυτή. Οπως και η απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393. Σ'αυτή η αίτηση κατέρρευσε γιατί η απόφαση για την έκδοση του φυγόδικου στηρίχθηκε σε μαρτυρία μη ειδικών αναφορικά με την αναγνώριση της ουσίας που είχε στην κατοχή του. Η μαρτυρία τους, που αποτέλεσε και τη βάση της απόφασης για έκδοση, κρίθηκε νομικά απαράδεκτη για το σκοπό που είχε προσαχθεί. Ο λόγος γιαυτό ήταν ότι παραβίασε τον κανόνα που υπαγορεύει πως μια τέτοια γνώμη μπορεί να εκφράσει στο δικαστήριο μόνο ειδικός εμπειρογνώμονας.

Τέλος έχει εγερθεί το εξής θέμα: ποίο ακριβώς είναι το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις habeas corpus. Η δικαιοδοσία του, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό, είναι πράγματι περιορισμένη. Αυτή είναι η άποψη που επικράτησε από την αρχή, όταν ανεφύη το θέμα, στη νομολογία. Το δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες του εξουσίες. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αναθεωρήσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.

Αναγνωρίζεται όμως στο Ανώτατο Δικαστήριο η αρμο[*200]διότητα να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση» επαρκής μαρτυρία για την έκδοση με την έννοια που προεκτέθηκε. Την αρχή αυτή αποσαφήνισε η Schtraks  v. Government of Israel [1962] 1 All E.R. 529, το δε κριτήριο που έθεσε υιοθέτησε η Hayek, ανωτέρω. Παρατηρεί ο Lord Redd με τη διεισδυτικότητα και σαφήνεια που διακρίνει τη νομική του σκέψη (σελ. 533):.

"The court (the Divisional Court), and on appeal this House, can and must consider whether on the material before the magistrate a reasonable magistrate would have been entitled to commit the accused, but neither a court nor this House can retry the case so as to substitute its discretion for that of the magistrate. In the first place the court must see what is the offence charged…….Next it is necessary to determine whether the material before the magistrate was adequate to justify committal."

Παρόμοιες σκέψεις απηχεί η μεταγενέστερη νομολογία χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενο της παραπάνω αρχής: Armah v. Government of Ghana. [1966] 3 All E.R. 177. Δεν υπάρχουν στις κατοπινές υποθέσεις αφιστάμενες απόψεις. Η West German Govemement v. Sotiriadis (1974) 1 All E.R. 692, αφού αναφέρεται στις δύο προηγούμενες αποφάσεις, διευκρινίζει πως σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία το δικαστήριο διατάζει την αποφυλάκιση του υποδίκου. Η έλλειψη μαρτυρίας δεν συνιστά, υπό αυστηρή έννοια, υπέρβαση εξουσίας αλλά νομική πλάνη. Ομως στο δίκαιον της εκδόσεως επικράτησε το νομικό λάθος να θεωρείται υπέρβαση εξουσίας. Η απόφαση αντιμετώπισε και την περίπτωση που έχουμε κάποια μαρτυρία που υποστηρίζει την παραπομπή και θέτει το ζήτημα ως εξής:(σελ. 706)

"Accordingly, your Lordships would be entitled to allow this appeal if you were satisfied that there was no evidence before the magistrate that the applicant had committed either of the offences with which he was charged But, if there was some evidence, you would not be entitled to substitute your own appreciation of its [*201] weight or cogency for that of the magistrate on whom jurisdiction to determine whether the evidence is sufficient to justify committal is conferred by s 10 of the Act."

Η πιο πρόσφατη απόφαση Re Osman [1988] Grim. LA. 611 αναφερόμενη στο κριτήριο αξιολόγησης της μαρτυρίας κάμνει την εξής παρατήρηση:

"as a working guide, the test to be applied was to consider the evidence to see whether it was such that upon it a reasonable jury properly directed could convict."

Η μαρτυρία που προσκομίστηκε στο δικαστήριο Λάρνακας αποτελείται αποκλειστικά από ενόρκους δηλώσεις προερχόμενες, κυρίως, από ειδικά αστυνομικά όργανα των αμερικανικών υπηρεσιών δίωξης ναρκωτικών. Το επαρχιακό δικαστήριο, αφού αναφέρεται στο περιεχόμενο τους ξεχωριστά, αποφαίνεται, με βάση το κριτήριο του αρθρ. 94 του Κεφ. 155, ότι θεμελιώνεται υπόθεση για παραπομπή του εφεσείοντα σε δίκη για όλα τα αδικήματα (που περιέχει η εξουσιοδότηση), εφόσον θα είχαν τελεσθεί σε κυπριακό έδαφος.

Πολύ βολικά η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίζει σε τρία μέρη την παραπάνω μαρτυρία:

(1) έκθεση χημικού που διαπιστώνει ότι η ουσία - αντικείμενο των κατηγοριών - είναι σκεύασμα της ψυχοτρόπου ουσίας ηρωίνης (αλλιώς διαμορφίνης),

(2) μαρτυρία για τη συνεχή παρουσία του εφεσείοντα στον τόπο όπου ο φερόμενος ως συνένοχος του Wadgy Charif διαπραγματεύθηκε τη διάθεση και τελικά την πώληση της ηρωίνης και είσπραξε συγκεκριμένο ποσό. Οι συνθήκες της παρουσίας του τείνουν να αποδείξουν τη συμμετοχή του στην όλη επιχείρηση.

Υπάρχει ακόμη η μαρτυρία που αφορά στις ενέργειες [*202] και τη συμπεριφορά του εφεσείοντα προ και μετά τον κρίσιμο χρόνο. Χωρίς να προσφεύγουμε στις λεπτομέρειες, η ουσία είναι πως ο Charif θεάθηκε να παραλαμβάνει τον εφεσείοντα από το αεροδρόμιο της Βιργινίας, όταν αφίχθηκε εκεί, και αμέσως μετά τη φερόμενη συντέλεση των αδικημάτων επέστρεψαν μαζί στο σπίτι του Charif στο οποίο διέμενε κατά τους ουσιώδεις χρόνους.

(3) Απευθείας μαρτυρία από το Charif, που ήδη καταδικάστηκε από αμερικανικό δικαστήριο για τα αδικήματα, που εμπλέκει άμεσα τον εφεσείοντα και φέρεται να επισφραγίζει την ενοχή του.

Η πρωτόδικη απόφαση εντόπισε την εξ ακοής μαρτυρία που αποτέλεσε τον άξονα των πολλαπλών επικρίσεων του δικηγόρου του εφεσείοντα. Αφορά τη συμφωνία του Charif με τρίτο πρόσωπο για την προμήθεια της ηρωίνης, που δεν έγινε σε επήκοο του εφεσείοντα, αλλά τον ενοχοποιούσε. Ομως σε καμιά περίπτωση δεν έγινε δεκτό ότι η παραπάνω μαρτυρία λήφθηκε υπόψη από το επαρχιακό δικαστήριο. Απλώς υποδείχθηκε πως το δικαστήριο εκείνο δεν διευκρίνησε πως τέτοια μαρτυρία έπρεπε να αγνοηθεί. Στη συνέχεια η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού επεσήμανε πως το κριτήριο αξιολόγησης της μαρτυρίας με βάση το άρθρ. 94 του Κεφ. 155 είναι αντικειμενικό, κατέληξε πως ορθά κρίθηκε "ότι η μαρτυρία στοιχειοθετούσε υπόθεση για παραπομπή του υπόπτου σε δίκη....και κατ' επέκταση δικαιολογούσε την έκδοση του".

Απ' ότι προεκτέθηκε είναι φανερό πως ο πρωτόδικος δικαστής δεν προέβη σε νέα αξιολόγηση με την έννοια ότι αντικατέστησε τα συμπεράσματα του δικαστηρίου Λάρνακας με δικά του ευρήματα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα. Ούτε επενέβη στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου εκείνου με οποιοδήποτε τρόπο. Ο έλεγχος του στάθηκε και κινήθηκε μέσα στα σωστά πλαίσια, αν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία, που πράγματι είναι άφθονη για τους σκοπούς της παραπομπής και έκδοσης του εφεσείοντα. Η προσέγγιση του αντανακλά τα κριτήρια που έθεσε το νομολογιακό δίκαιο στο οποίο ανα[*203]φερθήκαμε. Οπως παρατήρησε ο Λόρδος Reid στην Armah, ανωτέρω, "the test is whether a magistrate could reasonably have held that a strong or probable presumption had been made out."

Η παρείσφρηση εξ ακοής μαρτυρίας δεν αποτελεί αφ' εαυτής λόγο ακυρότητας του διατάγματος προφυλάκισης δοθέντος ότι στην προκείμενη περίπτωση (1) δεν φαίνεται ότι το δικαστήριο βάσισε την παραπεμπτική απόφαση σε τέτοια μαρτυρία, όπως είχε συμβεί στη Rashid, ανωτέρω, και (2) υπάρχει ανεξάρτητη μαρτυρία που ικανοποιεί από αντικειμενική σκοπιά το κριτήριο της μαρτυρίας.

Το θέμα της επάρκειας της μαρτυρίας θίγηκε από μια άλλη οπτική γωνία ότι δεν προσκομίστηκε ενισχυτική μαρτυρία της κατάθεσης του Charif. Η άποψη μας είναι πως τέτοια μαρτυρία δεν ήταν απαραίτητη. Στην υπόθεση Re Osman, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής που απαντούν με καθαρότητα το ερώτημα (σελ. 613):

"…….the  magistrate  was  not  concerned with  the inconsistencies or contradictions in the evidence of the accomplice witness, unless they were such as to justify rejecting or eliminating his evidence altogether. Nor was he concerned with whether the witness was corroborated."

Για τους λόγους που προεκτέθηκαν η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο