Ξενή ν. Αντωνόπουλου και άλλου (1992) 1 ΑΑΔ 1248

(1992) 1 ΑΑΔ 1248

[*1248] 16 Νοεμβρίου, 1992

[ΠΙΚΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΑΛΕΙΑ ΞΕΝΗ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

ν.

ΡΟΛΑΝΔΟΥ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος,

ν.

ΑΝΤΡΕΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ,

Τριτοδιαδίκου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7842).

Έφεση —Αξιολόγηση μαρτυρίας — Σύγκρουση αυτοκινήτων σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας, ενώ αναβόσβηνε το κίτρινο φως και από τις δύο πλευρές — Κρίθηκε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ευθύνη βάραινε αποκλειστικά τον ένα οδηγό και ότι δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία αμέλειας του άλλου οδηγού, ήσαν ορθά.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21.12.85, στη διασταύρωση της οδού Κωστή Παλαμά με τη λεωφόρο Ομήρου στη Λευκωσία, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος εφεσίβλητος συγκρούσθηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσείουσα. Η διασταύρωση ελεγχόταν από φώτα τροχαίας, αλλά την ώρα του δυστυχήματος αναβόσβηνε το κίτρινο φως και από τις δύο πλευρές. Η εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε κάλεσε μάρτυρες. Απο το σχέδιο του δυστυχήματος φαινόταν ότι το αυτοκίνητο της εφεσείουσας είχε αφήσει 90 πόδια ίχνη τροχοπέδησης. Ο δεύτερος εφεσίβλητος κατέθεσε ότι είχε σταματήσει στο σημείο της ένωσης της οδού Κωστή Παλαμά με την λεωφόρο Ομήρου για να δώσει προτεραιότητα σε οχήματα που ίσως πλησίαζαν από δεξιά. Προχώρησε στη διασταύρωση συνεχίζοντας να κοιτάζει προς τα δεξιά, και, όταν βρισκόταν, στο μέσο σχεδόν της διασταύρωσης, είδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας να πλησιάζει. Έκρινε ότι αν σταματούσε θα επήρχετο σύγκρουση και γι' αυτό προχώρησε, αλλά η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχος αμέλειας διότι, μεταξύ άλλων, έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, ενώ έκρινε ότι δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία για να καταλογισθεί αμέλεια στο δεύτερο εφεσίβλητο. Κατ' έφεση, η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι ο δεύτε[*1249]ρος εφεσίβλητος δεν είχε δώσει προτεραιότητα στον ερχόμενο εκ δεξιών, και ότι από την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε καταλογίσει τουλάχιστον συντρέχουσα αμέλεια στο δεύτερο εφεσίβλητο.

Αποφασίσθηκε ότι:

Εφόσον από την μαρτυρία διαφαινόταν ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος είχε ήδη εισέλθει στη διασταύρωση ενώ η εφεσείουσα βρισκόταν σε απόσταση τουλάχιστον ενενήντα ποδών από αυτή δεν ετίθετο θέμα παραχώρησης προτεραιότητας, ούτε εξέτασης του θέματος κατά πόσο ο κανονισμός για παραχώρηση προτεραιότητας στον ερχόμενο εκ δεξιών εφαρμόζεται στην περίπτωση διασταύρωσης ελεγχόμενης με φώτα τροχαίας όπου αναβοσβήνει το κίτρινο φως και από τις δύο πλευρές, ενώ από το σύνολο της μαρτυρίας το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε ενώπιον του επαρκή μαρτυρία που να δικαιολογεί εύρημα αμέλειας του δεύτερου εφεσίβλητου ήταν ορθό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υπόθεση που αναφέρθηκε:

Vakanas v. Thomas (1982) 1 C.L.R. 530.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Αρέστης, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 23.2.1989 (Αρ. Αγωγής 5340/86) με την οποία επιρρίφθηκε στην εναγομένη η αποκλειστική ευθύνη για τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 21.12.85, στη Λευκωσία, και διατάχθηκε να πληρώσει το ποσό των £710.- αποζημιώσεις πλέον έξοδα.

Γ. Γεωργίου, για την εφεσείουσα.

Ε. Βραχίμη (κα), για τους εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής κ. Κωνσταντινίδης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 21ης Δεκεμβρίου 1985, το αυτοκίνητο του ενάγοντα- [*1250] πρώτου εφεσίβλητου, οδηγούμενο από τον τριτοδιάδικοδεύτερο εφεσίβλητο, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εναγόμενη-εφεσείουσα. Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν το ζήτημα της ευθύνης για το ατύχημα. Οι αποζημιώσεις στις οποίες θα εδικαιούτο ο ενάγοντας σε περίπτωση επιτυχίας του, είχαν συμφωνηθεί.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης πρώτα σε ό,τι αφορά στο μέρος της που εντόπιζε ευθύνη στην ίδια και μετά σε ό,τι αφορά στο μέρος της σύμφωνα με το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά του τριτοδιάδικου ήταν, με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε βαθμό, μεμπτή.

Ενώπιόν μας η εφεσείουσα δέκτηκε τη δική της αμέλεια και εγκατέλειψε τους λόγους έφεσης που σχετίζονταν με το αντίστοιχο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Απομένει για εξέταση το ζήτημα της πιθανής συντρέχουσας αμέλειας του τριτοδιάδικου και, ανάλογα με την κατάληξη, του προσδιορισμού της έκτασης της υποχρέωσής του για συνεισφορά.

Η εφεσείουσα δεν κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε κλήθηκαν μάρτυρες εκ μέρους της. Ως προς όσα σχετίζονται με τη σύγκρουση βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο η μαρτυρία του τριτοδιάδικου και του αστυφύλακα που διερεύνησε την υπόθεση. Οι λόγοι της έφεσης περιστρέφονται γύρω από τα συμπεράσματα που θα ήταν δυνατό να εξαχθούν από τη μαρτυρία αυτή και κυρίως εκείνης του ίδιου του τριτοδιάδικου. Υποστηρίζει η εφεσείουσα πως με βάση τη δική του περιγραφή και τη παραδεκτή μορφολογία του χώρου, θα έπρεπε να είχε καταλογιστεί σοβαρό μερίδιο ευθύνης στον τριτοδιάδικο.

Η σύγκρουση έγινε στο μέσο περίπου της διασταύρωσης της οδού Κωστή Παλαμά με τη λεωφόρο Ομήρου; στη Λευκωσία. Τη στιγμή της σύγκρουσης, από τα φώτα τροχαίας που την έλεγχαν, αναβόσβηνε μόνο το κίτρινο φως. [*1251] Ο τριτοδιάδικος οδηγούσε στην Κωστή Παλαμά με πρόθεση να διασταυρώσει τη Λεωφόρο Ομήρου. Η εναγόμενη οδηγούσε στη Λεωφόρο Ομήρου, από τα δεξιά του τριτοδιάδικου.

Συνοψίζουμε τη μαρτυρία του τριτοδιάδικου. Σταμάτησε στο σημείο της ένωσης της Κωστή Παλαμά με τη Λεωφόρο Ομήρου όπως πίστευε ότι είχε καθήκον να κάμει, για να δώσει προτεραιότητα σε οχήματα που, ίσως, πλησίαζαν από δεξιά. Όσο του επέτρεπε η περιορισμένη ορατότητα που υπήρχε από τη θέση εκείνη, διαπίστωσε πως ο δρόμος ήταν καθαρός. Προχώρησε, συνεχίζοντας να κοιτάζει προς τα δεξιά. Η ορατότητα μεγάλωνε σταδιακά και όταν βρισκόταν στο μέσο σχεδόν της διασταύρωσης είδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας να πλησιάζει. Του ζητήθηκε να προσδιορίσει την απόσταση που τους χώριζε τη στιγμή εκείνη. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιος. Αναφέρθηκε σε 150 - 200 πόδια αλλά και σε 100 πόδια, ακόμα και σε 90 πόδια. Παρέχει ασφαλές μέτρο του ελάχιστου μήκους της, η πραγματική μαρτυρία. Το αυτοκίνητο της εναγομένης άφησε 90 πόδια ίχνη τροχοποδήσεως. Η εντύπωση του τριτοδιάδικου ήταν πως μπορούσε, όπως το έθεσε σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του, να προσπεράσει. Προχώρησε αλλά ακολούθησε η σύγκρουση.

Υποστήριξε ο δικηγόρος της εφεσείουσας πως από αυτό το μέρος της μαρτυρίας φαίνεται πως ο τριτοδιάδικος έκαμε λανθασμένο υπολογισμό, γεγονός που συνέτεινε στην πρόκληση του ατυχήματος.

Το επιχείρημα θα ήταν βάσιμο αν απομονώναμε αυτό το απόσπασμα από το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του τριτοδιάδικου. Όμως ο τριτοδιάδικος, κυρίως κατά την αντεξέταση του, αναφέρθηκε στις περιστάσεις του ατυχήματος με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και έδωσε εξηγήσεις σε σχέση με τη συμπεριφορά του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε, όπως σημειώνεται στην απόφαση του, ακριβώς στις εξηγήσεις αυτές, τις οποίες και θεώρησε πειστικές. Είναι αρκετό να επισημάνουμε δυο, καθοριστικής σημασίας, σημεία. Ήταν η μαρτυρία του τριτοδιάδικου πως [*1252] όταν πρωτοείδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας προχώρησε μεν αλλά για να το αποφύγει. Και σε άλλο σημείο πως, "μονομιάς" άκουσε τα φρένα και έγινε η σύγκρουση. Είχε προσθέσει πως αν σταματούσε στο σημείο εκείνο, θα τον "κτυπούσε".

Η εντύπωση λοιπόν, πως ο τριτοδιάδικος βρέθηκε στην πορεία της εφεσείουσας επειδή προχώρησε, υπολογίζοντας ότι μπορούσε να συμπληρώσει τη διασταύρωση του δρόμου, δεν είναι συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από το σύνολο της μαρτυρίας του τριτοδιάδικου.

Υποστηρίχθηκε πως δεν ήταν λογικό να είχε δει ο τριτοδιάδικος την εφεσείουσα όταν πια βρισκόταν στο κέντρο του δρόμου, γιατί σε τέτοια περίπτωση θα έμενε ανεξήγητο το πως η εφεσείουσα κάλυψε την απόσταση των ενενήντα ποδιών τουλάχιστον μέχρι το σημείο συγκρούσεως ενώ ο τριτοδιάδικος εξακολουθούσε να βρίσκεται κατά τη στιγμή της σύγκρουσης στο κέντρο της διασταύρωσης.

Πρώτα απ' όλα, ο τριτοδιάδικος κατέθεσε πως πρωτοείδε την εφεσείουσα όταν βρισκόταν σχεδόν στο κέντρο του δρόμου, πιο πίσω από το σημείο συγκρούσεως. Μετά είναι φανερό ότι τα γεγονότα εξελίχτηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι υπερβολικό να αναμένονται ακριβείς υπολογισμοί. (Βλ. Vakanas ν. Thomas and another (1982) 1 CLR 530). Εν πάση περιπτώσει, οι υπολογισμοί ως προς την ακριβή απόσταση που θα αναμενόταν να καλύψει ο καθένας θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη πιθανολόγηση χωρίς, τουλάχιστον, τα σταθερά δεδομένα της ταχύτητάς τους και της ακριβούς απόστασης που διάνυσε ο καθένας από τη στιγμή της συνειδητοποίησης του κινδύνου μέχρι τη σύγκρουση. Όσα υπήρχαν, δεν ευνοούσαν την εφεσείουσα. Προκύπτει ότι η ταχύτητα του τριτοδιάδικου ήταν μικρή και, σύμφωνα με το μή προσβαλλόμενο πια εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκείνη της εφεσείουσας μεγάλη.

Καταλήξαμε πως, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων, ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν [*1253] υπήρχε επαρκής μαρτυρία πάνω στην οποία θα ήταν δυνατό να στηριχθεί συμπέρασμα για αμέλεια του τριτοδιάδικου. Ο τριτοδιάδικος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, είδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας μόλις του το επέτρεψε η ορατότητα. Από εκεί και πέρα, δεν μπορεί να λεχθεί ότι, με εκδηλωμένο το κίνδυνο, η αντίδραση του δεν ήταν εύλογη. Είχε ελπίσει πως αν προχωρούσε θα απέφευγε τη σύγκρουση. Η μή επαλήθευση αυτής της προσδοκίας του, δεν μπορεί, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, να αναχθεί σε αμέλεια.

Μεγάλο μέρος της αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας αφιερώθηκε στην υποχρέωση που, κατά την εισήγηση του, επέβαλλε στο τριτοδιάδικο ο Κανονισμός 58(1) (ιζ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984. Ο Κανονισμός αναφέρεται στην υποχρέωση παροχής προτεραιότητας σε εκ δεξιών ελαύνοντα οχήματα, μεταξύ άλλων, σε ελεγχόμενη διασταύρωση οδών ίδιας κυκλοφοριακής σημασίας. Η εισήγηση ήταν πως, εφόσον αναβόσβηνε μόνο το κίτρινο φως, η διασταύρωση δεν ήταν ελεγχόμενη, οι δρόμοι ήταν ίδιας κυκλοφοριακής σημασίας και, επομένως, ο τριτοδιάδικος όφειλε, συμμορφούμενος προς τον Κανονισμό, να δώσει προτεραιότητα στην εφεσείουσα που πλησίαζε από δεξιά.

Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε στην παρούσα υπόθεση αν πράγματι η διασταύρωση θα πρέπει να θεωρηθεί ως μη ελεγχόμενη, με την έννοια του Κανονισμού, επειδή από τα φώτα τροχαίας που την έλεγχαν αναβόσβηνε μόνο το κίτρινο φως. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το κατά πόσο οι δυο δρόμοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν, με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν, ως ίδιας κυκλοφοριακής σημασίας. Έχοντας υπόψη τη μαρτυρία, το ζήτημα της ευθύνης για το ατύχημα δεν μπορεί να συσχετισθεί με το ποιός είχε προτεραιότητα εισόδου στη διασταύρωση. Όταν ο τριτοδιάδικος εισήλθε στη διασταύρωση δεν ήταν ορατή η εφεσείουσα για να τεθεί ζήτημα παροχής σ' αυτή προτεραιότητας. Στη συνέχεια, ο κίνδυνος είχε πια εκδηλωθεί και έτσι από τη στιγμή εκείνη και μετά, μόνο για εύλογα μέτρα [*1254] προς αποφυγή του θα ήταν νοητό να μιλούμε. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα στην έκθεση απαιτήσεως της εφεσείουσας κατα του τριτοδιάδικου. Αντίθετα, ισχυρίζεται εκεί η εφεσείουσα πως το κίτρινο φως, όπως αναβόσβηνε, επέβαλλε στο τριτοδιάδικο καθήκον να ελαττώσει ταχύτητα ή να ακινητοποιήσει το όχημα του.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο