(1993) 1 ΑΑΔ 601
[*601] 5 Αυγούστου, 1993
[ΠΙΚΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
αρεςτοδημος λουκα,
Εφεσείων, ν.
ΣΑΒΒΑ ΚΟΥΡΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων,
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8049)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Συντρέχουσα αμέλεια — Καταμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση τριών αυτοκινήτων οδηγουμένων προς την ίδια κατεύθυνση το ένα πίσω από το άλλο — Εύρημα ότι οι συγκρούσεις έγιναν ταυτόχρονα ή χρονικά τόσο κοντά ώστε να αποτελούν αδιαχώριστο συμβάν — Καταμερισμός ευθύνης περίπου εξίσου — Κρίθηκε ορθός από το Εφετείο.
Κατάχρηση διαδικασίας— Αρχή στην Hunter v. Chief Constable of West Midlands [1981] 3 All E.R. 727 ότι η έγερση πολιτικής αγωγής που στοχεύει έμμεσα σε προσβολή της ετυμηγορίας ποινικού Δικαστηρίου και των ευρημάτων που την στοιχειοθετούν αποτελεί κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου — Δεν εφαρμόσθηκε στην προκειμένη περίπτωση διότι δεν υπήρχε ουσιώδης αντίφαση μεταξύ των ευρημάτων του πολιτικού και του ποινικού Δικαστηρίου.
Μεταξύ των οχημάτων των διαδίκων, που οδηγούνταν το ένα πίσω από το άλλο προς την ίδια κατεύθυνση, επήλθε σύγκρουση. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα κτύπησε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου 1, το οποίο κτύπησε το πίσω μέρος του φορτηγού του εφεσίβλητου 2. Με συμφωνημένη τη ζημιά του κάθε οχήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αποφασίσει το θέμα της ευθύνης και του τυχόν καταμερισμού της. Αφού άκουσε τις αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές των τριών οδηγών, βρήκε ότι οι συγκρούσεις είχαν λάβει χώρα ταυτόχρονα ή σε τέτοια χρονική αλληλουχία ώστε να συνιστούν αδιαχώριστο συμβάν. Με βάση αυτό το εύρημα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι όλοι οι οδηγοί ήσαν υπεύθυνοι για το ατύχημα και κατένειμε την ευθύνη σε 35% για τον εφεσείοντα και τον εφεσίβλητο 1 και 30% για τον εφεσίβλητο 2. Κατ' έφεση, ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήσαν λανθασμένα ενόψει της ενώπιόν του μαρτυρίας και [*602] επιπλέον ισχυρίσθηκε ότι στην υπόθεση τύγχανε εφαρμογής η αρχή στην Hunter v. Chief Constable of West Midlands [1981] 3 All E.R. 727, ότι η έγερση πολιτικής αγωγής που στοχεύει έμμεσα σε προσβολή (collateral attack) της ετυμηγορίας ποινικού Δικαστηρίου και των ευρημάτων που την στοιχειοθετούν, αποτελεί κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Αποφασίσθηκε ότι:
(α) Εφόσον η πολιτική αγωγή δεν είχε σαν αντικείμενο την αμφισβήτηση της ετυμηγορίας του ποινικού Δικαστηρίου ούτε διαπιστωνόταν οποιαδήποτε ουσιώδης αντίθεση μεταξύ των ευρημάτων του ποινικού και πολιτικού Δικαστηρίου, η αρχή στην Hunter v. Chief Constable of West Midlands [1981] 3 All E.R. 727 δεν τύγχανε εφαρμογής.
(β) Τόσο η αξιολόγηση της μαρτυρίας, όσο και η καθοδήγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήσαν ορθά και δεν παρεχόταν οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης από το Εφετείο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Hunter v. Chief Constable of West Midlands and Another [1981] 3 All E.R. 727·
Somasundaram v. Melchior & Co [1989] 1 All E.R. 129·
Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256·
Varnakides v. Papamichael (1970) 1 C.L.R. 367.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 18 Ιανουαρίου, 1990, (Αρ. Αγωγής 22/85) με την οποία η ευθύνη για οδικό δυστύχημα που επεσυνέβη στη Λευκωσία μεταξύ των διαδίκων κατανεμήθηκε ως εξής:
Εφεσίβλητος 1 (ενάγων) - 35%
Εφεσείων (Εναγόμενος 1) - 35%
Εφεσίβλητος 2 (Εναγόμενος 2) - 30%
Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον εφεσείοντα - εναγόμενο 1.
[*603]
Γ. Κορφιώτης, για τον εφεσίβλητο 1.
Α. Χαβιαράς, για τους εφεσίβλητους 2 και 3.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Μ. Πικής.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Μετά από ενδελεχή εξέταση των τριών εκδοχών που τέθηκαν ενώπιόν του από τον εφεσίβλητο 1 (ενάγοντα), τον εφεσείοντα (εναγόμενο 1) και τον εφεσίβλητο 2 (εναγόμενο 2) και, της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί προς υποστήριξή τους, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ότι η σύγκρουση μεταξύ του οχήματος του εφεσιβλήτου 1 (ενάγοντα) (Μερσεντές σαλούν) και του προπορευόμενου φορτηγού το οποίο οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 2 (εναγόμενο 2), καθώς και εκείνη μεταξύ του οχήματος του εφεσείοντα (εναγόμενου 1) (Φορντ Κορτίνα σαλούν) και του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, επεσυνέβησαν συγχρόνως ή σε τέτοια χρονική αλληλουχία ώστε να συνιστούν αδιαχώριστο συμβάν. Με βάση αυτό το εύρημα και καθοδηγούμενο από τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της αμέλειας και τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των οδηγών που ενέχονται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, το Επαρχιακό Δικαστήριο κατένειμε την ευθύνη για την προκληθείσα ζημία στα τρία οχήματα μεταξύ των διαδίκων, ως εξής :
Εφεσίβλητος 1 (ενάγων) - 35%
Εφεσείων (εναγόμενος 1) - 35%
Εφεσίβλητος 2 (εναγόμενος 2) - 30%
Η εφεσίβλητη 3 (εναγόμενη 3) κρίθηκε εκ προστήσεως υπόλογος για τις πράξεις του εφεσιβλήτου 2 και εκδόθηκε απόφαση ανάλογα και εναντίον της. Ο εφεσείων ήγειρε ανταπαίτηση εναντίον του εφεσιβλήτου 1 (ενάγοντα) για τη ζημία που υπέστη, ενώ με ειδοποίηση που εκδόθηκε βάσει της Δ.10 θ. 12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας τέθηκε ως επίδικο θέμα και ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ των εναγομένων. Η ζημία είχε συμφωνηθεί και αφεθεί να κατανεμηθεί ανάλογα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την ευθύνη.
Το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου 1 υπέστη ζημία τόσο στο μπροστινό όσο και στο πισινό μέρος. Η ζημία στο μπροστινό μέρος καθορίστηκε σε £2.050,00 και στο πισινό σε £775,00. Ο διαχωρισμός της ζημίας στο Μερσεντές έγινε γιατί η ζημία στα δύο μέρη του αυ[*604]τοκινήτου είχε ως άμεσο λόγο τη σύγκρουση του με το φορτηγό και το φόρτ κορτίνα αντίστοιχα.
Η έφεση στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του επιμερισμού της ευθύνης μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσιβλήτου 1 ως προς τη ζημία η οποία προκλήθηκε στο μπροστινό μέρος του Μερσεντές. Η αμφισβήτηση επικεντρώνεται στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε αιτιώδης σχέση μεταξύ της σύγκρουσης του οχήματος του εφεσείοντα με το όχημα του εφεσιβλήτου 1 και της σύγκρουσης μεταξύ των οχημάτων του εφεσιβλήτου 1 και του εφεσιβλήτου 2. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι δεν υφίστατο οποιαδήποτε συνάφεια μεταξύ των δυο συγκρούσεων ή, ακριβέστερα, ότι η σύγκρουση μεταξύ του αυτοκινήτου του και εκείνου του εφεσιβλήτου 1, δε συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση της ζημίας στο μπροστινό μέρος του οχήματος του τελευταίου.
Το Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τόσο την εκδοχή του εφεσείοντα όσο και εκείνη του εφεσιβλήτου 1 ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το δυστύχημα. Αντίθετα, αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου 2 ο οποίος με έμφαση κατάθεσε ότι άκουσε μόνο ένα εκκωφαντικό κρότο σύγκρουσης, γεγονός από το οποίο μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι δυο συγκρούσεις έγιναν συγχρόνως. Ο μάρτυρας Τζιρκαλλής, ο οποίος κατάθεσε ως πραγματογνώμων εκ μέρους του εφεσείοντα, είχε αποκλείσει, ως απόρροια των φυσικών νόμων, το ενδεχόμενο η σύγκρουση μεταξύ του Μερσεντές και του φορτηγού να ήταν το αποτέλεσμα της μετακίνησης του Μερσεντές (ενώ ήταν ακινητοποιημένο) λόγω της σύγκρουσης με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
Η συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στις προεκτάσεις της μαρτυρίας του κ. Τζιρκαλλή που καθιστούσαν, κατά την άποψή της, επουσιώδες γεγονός για την προκληθείσα ζημία στο μπροστινό μέρος του Μερσεντές τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο επεσυνέβη η σύγκρουση μεταξύ του Μερσεντές και του Φόρντ. Δεν αμφισβητείται η ορθότητα της καθοδήγησης του Δικαστηρίου ως προς τις αρχές που διέπουν την απόδειξη της αμέλειας, τον υπολογισμό της συντρέχουσας αμέλειας και τις γενικότερες αρχές που διέπουν τον καταμερισμό της ευθύνης. Πράγματι, η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα σημεία αυτά υπήρξε πλήρης. Κατά τη συζήτηση της έφεσης υποδείξαμε στη δικηγόρο του εφεσείοντα ότι εάν το ζημιογόνο συμβάν διασπαστεί, τότε, αναμφίβολα, η ευθύνη των μερών για τη ζημία στο μπροστινό και πισινό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσιβλήτου 1 (το Μερσεντές), θα ήταν διαφορετική· η ευθύνη του εφεσείοντα για τη ζημία που προκλήθηκε στο πισινό μέρος του [*605] Μερσεντές θα ήταν πολύ μεγαλύτερη εκείνης του 35% που του είχε καταλογιστεί.
Η θέση της δικηγόρου του εφεσείοντα είναι ότι σε τέτοια περίπτωση θα εδικαιολογείτο διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης για την αντιμετώπιση του συμβάντος μέσα στα σωστά πλαίσια.
Ο δεύτερος λόγος ο οποίος έχει προβληθεί για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης συναρτάται με τις αρχές της Hunter ν. Chief Constable of West Midlands and Another [1981] 3 All E.R. 727. Στη Hunter αποφασίστηκε ότι συνιστά κατάχρηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου η έγερση πολιτικής αγωγής που στοχεύει έμμεσα σε προσβολή (collateral attack) της ετυμηγορίας του ποινικού δικαστηρίου και των ευρημάτων που τη στοιχειοθετούν. Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται και στη Somasundaram v. Melchior & Co [1989] 1 All E.R. 129 (C.A.). [Βλ. επίσης Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256]. Στη προκείμενη περίπτωση, σκοπός του εφεσιβλήτου 1 (ενάγοντα) με την έγερση της αγωγής δεν ήταν με οποιοδήποτε τρόπο η αμφισβήτηση της ετυμηγορίας του ποινικού δικαστηρίου. Στη Varnakides v. Papamichael and Another (1970) 1 C.L.R. 367, στην οποία ανεφέρθη η πρωτόδικος δικαστής, επισημαίνεται ότι το αντικείμενο της δίκης καθώς και οι διάδικοι στην ποινική και πολιτική δίκη για αμελές οδήγημα είναι διαφορετικοί. Επομένως δεν εγείρεται θέμα δεδικασμένου (issue estoppel) στην πολιτική δίκη από τα ευρήματα του ποινικού δικαστηρίου. Στη Varnakides το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την αρχή της Hunter η οποία άλλωστε εκδόθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο. Δεν είναι αναγκαίο να πραγματευθούμε σ αυτή την έφεση τις επιπτώσεις και προεκτάσεις των αρχών της Hunter εφόσον η πολιτική αγωγή δεν είχε ως αντικείμενο την αμφισβήτηση της ετυμηγορίας του ποινικού δικαστηρίου ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε ουσιώδης αντίφαση μεταξύ των ευρημάτων του ποινικού και πολιτικού δικαστηρίου. Κρίνουμε ότι ο λόγος αυτός της έφεσης στερείται ερείσματος.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την απόφαση ως τεκμηριωμένη σε όλη την έκτασή της και το αποτέλεσμα εύλογο υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου.
Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι η πραγματική μαρτυρία έτεινε να αποκλείσει την ταυτόχρονη σύγκρουση μεταξύ των τριών οχημάτων, ενώ η μαρτυρία του μόνου αξιόπιστου, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, μάρτυρα, του εφεσιβλήτου 2, καθιστούσε το εύρημα αυτό εύλογο.
Υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας, η αντιμετώπιση των [*606] δυο συγκρούσεων ως ενιαίου και αδιαχώριστου συμβάντος, με προέκταση τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των τριών διαδίκων, με έρεισμα αυτή τη διαπίστωση, υπήρξε ορθή. Η αμέλεια του εφεσείοντα και η συνδρομή του στην προκληθείσα ζημία τεκμηριώνεται από την παράλειψή του να τηρήσει ασφαλή απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο και τη δεινή θέση στην οποία τον έφερε η παράλειψη αυτή "να τα χάσει", όπως ομολόγησε στον εφεσίβλητο 2, μετά το δυστύχημα σε βαθμό που να μην μπορέσει ούτε τα φρένα του αυτοκινήτου του να χρησιμοποιήσει ως μέσο αποτροπής της σύγκρουσης ή ελάττωσης της προωθητικής δύναμης του οχήματος.
Υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο για παρέμβαση σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο