Hassanein Kamal ν. “Hellenic Island” and/or “Island” και Άλλων (Aρ.1) (1994) 1 ΑΑΔ 303

(1994) 1 ΑΑΔ 303

[*303]20 Απριλίου, 1994

[ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στές]

KAMAL HASSANEIN,

Ενάγων,

ν.

HELLENIC ISLAND AND/OR ISLAND KAI AΛΛOI (AP.1),

Εναγομένων.

(Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Aρ.369/83)

 

Δικαστήρια — Γλώσσα της διαδικασίας στα Δικαστήρια — Επιβάλλεται να είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας — Άρθρο 3.4 του Συντάγματος — Δεν παρέχεται από το Σύνταγμα δικαίωμα για χαλάρωση του κανόνα.

Δικηγορία — Έννοια της δικηγορίας — Είναι προσωπικό λειτούργημα που παρέχει δικαίωμα ακρόασης ενώπιον του Δικαστηρίου στους εγγεγραμμένους δικηγόρους, χωρίς την παρέμβαση οποιουδήποτε που θα αλλοίωνε την φύση του λειτουργήματος — Δεν είναι επιτρεπτό να αγορεύει δικηγόρος σε γλώσσα άλλη από μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας με ταυτόχρονη μετάφραση της αγόρευσής του από διερμηνέα σε μια από τις επίσημες γλώσσες.

Συνταγματικό Δίκαιο — Θεμελιώδη δικαιώματα — Δικαίωμα εκπροσώπησης διαδίκου από δικηγόρο της εκλογής του και εκπροσώπησης κατηγορουμένου από δικηγόρο της εκλογής του — Άρθρα 30.3 και 12.5 του Συντάγματος — Συνιστούν δικαιώματα του διαδίκου και όχι του δικηγόρου — Δεν ταυτίζονται ούτε είναι επάλληλα με την άσκηση της δικηγορίας που διέπεται και ρυθμίζεται από τον περί Δικηγόρων Νόμον.

Κατά την έναρξη της ακρόασης της αίτησης για αναθεώρηση, ο δικηγόρος των αιτούντων ζήτησε να αγορεύσει στην αγγλική με ταυτόχρονη μετάφραση της αγόρευσης του στην ελληνική από διερμηνέα που ήταν παρών στο δικαστήριο. Επικαλέσθηκε την απόφαση στην Al Shark Underwear Manufacturing Company v. Sunnydays Shipping Limited (1990) 1 A.A.Δ. 270, όπου παρόμοια διαδικασία είχε επιτραπεί από το Δικαστήριο, ενώ είχε απορριφθεί αίτημα του δικηγόρου να αγορεύσει στην αγγλική χωρίς ταυτόχρονη μετάφραση.  Το Δικαστήριο εξέτασε το αίτημα αυτό και κάλεσε τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εκφράσει τις απόψεις του σαν φίλος του Δικαστηρίου.  Οι Καθ’ων η αίτηση εξέφρασαν την άποψη ότι το Δικαστήριο είχε διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει στον δικηγόρο των αιτητών να αγορεύσει στην αγγλική με ταυτόχρονη μετάφραση στην ελληνική η οποία να καταχωριθεί στα πρακτικά του Δικαστηρίου.  Ο Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε την άποψη ότι, εφόσον το Σύνταγμα εξασφάλιζε το δικαίωμα κάθε διαδίκου να έχει (i) δικηγόρο της εκλογής του (άρθρο 30.3 (δ)), και (ii) την συμπαράσταση διερμηνέα αν δεν κατανοεί ή μιλά την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο Δικαστήριο (άρθρο 30.3(ε)), εξυπακούεται και δικαίωμα του δικηγόρου, ο οποίος επιλέγεται από το διάδικο να τον εκπροσωπήσει να αγορεύσει σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας υπό τον όρο ότι η αγόρευσή του θα μεταφράζεται σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.

Αποφασίσθηκε ότι:

(α) Μετά την λήξη της μεταβατικής περιόδου, που προέβλεπε το άρθρο 189(β) του Συντάγματος και είχε επεκτείνει ο Νόμος 51/65, κατά την διάρκεια της οποίας ήταν δυνατή η χρήση της αγγλικής γλώσσας στα Δικαστήρια, η διαδικασία στα Δικαστήρια επιβάλλεται να διεξάγεται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 3.4 του Συντάγματος.  Δεν παρέχεται από το Σύνταγμα οποιοδήποτε δικαίωμα για χαλάρωση του κανόνα.

(β) Το δικαίωμα διαδίκου να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της εκλογής του (άρθρα 30.3 και 12.5 του Συντάγματος), συνιστούν δικαιώματα του διαδίκου και όχι του δικηγόρου, τα οποία δεν ταυτίζονται ούτε είναι επάλληλα με την άσκηση της δικηγορίας που διέπεται και ρυθμίζεται από τον περί Δικηγόρων Νόμο..

(γ) Το δικαίωμα διαδίκου να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της εκλογής του προϋποθέτει την δυνατότητα του δικηγόρου να τον εκπροσωπήσει και την απουσία οποιουδήποτε κωλύματος που να τον εμποδίζει να το πράξει.  Η εκλογή δικηγόρου από διάδικο δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις για την άσκηση της δικηγορίας ούτε συνιστά λόγο για παρέκκλιση από τις συνταγματικές διατάξεις για την γλώσσα στην οποία πρέπει να διεκπεραιώνεται η διαδικασία.

(δ) Η δικηγορία είναι προσωπικό λειτούργημα το οποίο παρέχει [*305]δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου στους δικηγόρους, που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο.  Αυτή τούτη η έννοια της δικηγορίας, δηλαδή της προσαγόρευσης του Δικαστηρίου εξ ονόματος του διαδίκου, αποκλείει την παρέμβαση τρίτου, παρέμβαση που είναι άγνωστη στο δικαιϊκό μας σύστημα.  Κατά συνέπεια η προσαγόρευση του Δικαστηρίου από δικηγόρο είτε υπό μορφή αγόρευσης είτε υπό μορφή εξέτασης μαρτύρων είτε υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή μέσω διερμηνέα αποκλείεται και δεν παρέχεται οποιαδήποτε δυνατότητα χαλάρωσης του κανόνα.  Η απόφαση στην Al Shark Underwear Manufacturing Company v. Sunnydays Shipping Limited, (ανωτέρω) ήταν εσφαλμένη.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Al Shark Underwear Manufacturing Company και Άλλοι v. Sunnydays Shipping Limited (1990) 1 A.A.Δ. 270,

Koumi v. Kortari (1983) 1 C.L.R. 856,

Σοφοκλέους και Άλλη v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 81,

The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 A.A.Δ. 395,

Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329.

Aίτηση.

Aίτηση από τον δικηγόρο κ. Mακπράϊτ όπως του επιτραπεί να αγορεύσει σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, συγκεκριμένα στα αγγλικά, με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά από διερμηνέα η οποία τον συνοδεύει.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Eφεσείοντα-ενάγοντα.

Στ. Μακπράϊτ προσωπικά και για Γ. Κακογιάννη.

Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Λ. Κουρσουμπά (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, ως φίλοι του Δικαστηρίου.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Μ. Πικής.

ΠΙΚΗΣ, Δ.:  Επικαλούμενος την απόφαση στην Al Shark Underwear Manufacturing Company και Άλλοι v. Sunnydays Shipping Limited (1990) 1 A.A.Δ. 270 ο κ. Μακπράϊτ, ο δικηγόρος των αιτούντων την αναθεώρηση (review) πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου αξίωσε όπως αγορεύσει σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, συγκεκριμένα στα αγγλικά, με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά από διερμηνέα η οποία τον συνοδεύει.  Ο κ. Μακπράϊτ είναι βρεττανικής καταγωγής, κάτοικος Κύπρου πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου από 8/12/1960, ημερομηνία κατά την οποία ενεγράφη στο μητρώο των δικηγόρων.  Στην Al Shark (ανωτέρω) το δικαστήριο έκρινε ότι:

“Εφόσον ο κ. Μακπράϊτ δε γνωρίζει οποιαδήποτε από τις δυο επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και εφόσο ουδέποτε απαγορεύτηκε σ’ αυτόν να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου για το λόγο ότι δεν είναι γνώστης των γλωσσών αυτών, μπορεί ασφαλώς να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες διερμηνέα ώστε η διαδικασία να διεξάγεται και καταγράφεται στην Ελληνική ή στην Τουρκική γλώσσα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3.4 του Συντάγματος.”

Νωρίτερα το δικαστήριο στην Al Shark είχε απορρίψει ως αβάσιμες τις διεκδικήσεις του κ. Μακπράϊτ να αγορεύει στα δικαστήρια της Κύπρου στα αγγλικά ως απόρροια δικαιωμάτων τα οποία είχαν αναγνωριστεί στους άγγλους κατοίκους της Κύπρου από τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως ή το Παράρτημα “Τ”.  Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του δικαστηρίου, ούτε η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως ούτε το Παράρτημα “Τ” επεφύλαξε οποιαδήποτε δικαιώματα στους Βρεττανούς υπήκοους που διέμεναν στην Κύπρο κατά το χρόνο ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της, που ενεγράφησαν ως δικηγόροι πριν ή μετά την ανεξαρτησία, να αγορεύουν στα δικαστήρια σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες του κράτους· ούτε ήταν δυνατό να διαφυλαχθεί, όπως τονίζεται στην απόφαση, ένα τέτοιο δικαίωμα ενόψει των ρητών διατάξεων του Συντάγματος που καθιερώνουν τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας (ελληνική και τουρκική) ως τις γλώσσες στις οποίες θα διεξάγεται η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων  (Άρθρο 3.4 του Συντάγματος).  Το δικαστήριο εξέφρασε επιφυλάξεις κατά πόσο το Παράρτημα “Τ” της Συνθήκης συνιστά συμφωνία συνομολογηθείσα μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Κύπρου.  Ότι συνάγεται, υποδεικνύει το δικαστήριο, είναι ότι [*307]πρόκειται για πρόταση του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία δε φαίνεται να μετουσιώθηκε σε συμφωνία με την αποδοχή της από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Το Άρθρο 3.4 του Συντάγματος καθιέρωσε τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, την ελληνική και την τουρκική, ως τις γλώσσες στις οποίες θα διεξάγεται η διαδικασία.  Παράλληλα με το Άρθρο 189 (β) του Συντάγματος επετράπη κατά βούληση και η χρήση της αγγλικής ως γλώσσας της διαδικασίας για περίοδο 5 ετών.  Πρόκειται για δυνητική πρόνοια η οποία για τη μεταβατική περίοδο των 5 ετών καθιστούσε παραδεκτή και τη χρήση της αγγλικής ως γλώσσας στην οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί η διαδικασία στα δικαστήρια.  Η μεταβατική περίοδος παρατάθηκε με τον περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενον και Διαδικασία) Νόμον του 1965 (Ν.51/65) και ως αποτέλεσμα και η δυνατότητα χρήσης της αγγλικής γλώσσας στις διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων. [Βλ. Koumi v. Kortari (1983) 1 C.L.R. 856].

Με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν. 67/88) τερματίστηκε η μεταβατική περίοδος και ως αποτέλεσμα ενεργοποιήθηκαν οι συνταγματικές διατάξεις που καθιστούν τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας τις μόνες γλώσσες στις οποίες μπορεί να διεξάγεται η δικαστική διαδικασία. [Βλ. Σοφοκλέους και Άλλη ν. Στυλιανού (1992) 1 A.A.Δ. 81]. Εξάλλου οι θεσμικές διατάξεις που περιέχονται στη Δ.58 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με τη γλώσσα της διαδικασίας και τη σύνταξη των δικαστικών εγγράφων έπρεπε να προσαρμοστούν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος προς τις συνταγματικές διατάξεις που περιέχονται στο Άρθρο 3.4 του Συντάγματος, όπως αποφασίστηκε στην The United Bible Societies (Gulf) ν. Κώστα Χατζηκακού (1990) 1 A.A.Δ. 395.

Ο κ. Πουργουρίδης που εμφανίζεται για τους αντιδίκους του κ. Μακπράϊτ, στον οποίο δόθηκε η ευκαιρία να αγορεύσει επί του ανακύψαντος θέματος, υπέβαλε ότι το δικαστήριο μπορεί στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας να παραχωρήσει άδεια στον κ. Μακπράϊτ να αγορεύσει στα αγγλικά και η αγόρευση του να μεταφράζεται από διερμηνέα της δικής του εκλογής στα ελληνικά· αρνήθηκε όμως ότι μπορεί να το πράξει τούτο δικαιωματικά.  Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος (Άρθρο 3.4) δεν παρέχουν τέτοια διακριτική ευχέρεια ούτε ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία η οποία παρέχει διακριτική ευχέρεια για χαλάρωση των συνταγματικών διατάξεων ως προς τη γλώσσα της διαδικασίας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, του οποίου ζητήθηκαν οι απόψεις υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου (amicus curiae), υπέβαλε ότι εφόσον το Σύνταγμα εξασφαλίζει δικαίωμα στον κάθε διάδικο να έχει, (α)  δικηγόρο της εκλογής του (Άρθρο 30.3(δ)), και (β) τη συμπαράσταση διερμηνέα αν δεν κατανοεί ή μιλά την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο (Άρθρο 30.3(ε)), εξυπακούεται και δικαίωμα του δικηγόρου ο οποίος επιλέγεται από το διάδικο να τον εκπροσωπήσει να αγορεύει σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, υπό τον όρο ότι η αγόρευση του θα μεταφράζεται σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.  Στην προσπάθεια του να βοηθήσει το δικαστήριο στο έργο του ο Γενικός Εισαγγελέας συνέλεξε πληροφορίες για τα ισχύοντα σε άλλες χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχέση με το επίμαχο θέμα.  Με την εξαίρεση της Ολλανδίας, όπου είναι δυνατή κάποια χαλάρωση, δεν επιτρέπεται η προσαγόρευση του δικαστηρίου σε γλώσσα άλλη από την επίσημη γλώσσα του κράτους (Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ιταλία).  Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα.

Εξετάσαμε το εγειρόμενο θέμα με μεγάλη προσοχή λαμβάνοντας υπόψη και την αγωνιώδη εισήγηση του κ. Μακπράϊτ ότι άρνηση του δικαιώματος να αγορεύει μέσω διερμηνέα, όπως εγκρίθηκε στην Al Shark, θα τον αποστερήσει ουσιαστικά της δυνατότητας να εμφανίζεται στα δικαστήρια.  Από την άλλη δε μπορεί να παραγνωρίσουμε ότι η εκμάθηση ξένης γλώσσας ή γλωσσών δεν είναι έργο ακατόρθωτο, ιδίως η εκμάθηση της γλώσσας της χώρας όπου ένας διαμένει ή ότι η δυσχέρεια που αντιμετωπίζει ο κ. Μακπράϊτ είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης, δηλαδή της παράλειψης του να εκμάθει τη γλώσσα του τόπου παρά τη μακρά διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ανερχόμενης σε 28 περίπου έτη.

Εξετάσαμε κάθε πτυχή του θέματος υπό το φως των συνταγματικών διατάξεων ως προς τη γλώσσα της διαδικασίας και της φύσης του δικηγορικού επαγγέλματος.  Υπό εξέταση δεν είναι μόνο η δυνατότητα δικηγόρου να αγορεύει σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες μέσω διερμηνέα αλλά και η αντεξέταση μαρτύρων με τον ίδιο τρόπο, καθώς και κάθε παρέμβαση του δικηγόρου κατά τη δίκη.  Το θέμα δεν περιορίζεται στον κ. Μακπράϊτ αλλά επεκτείνεται και σε κάθε δικηγόρο ο οποίος αισθάνεται ότι μπορεί να απευθυνθεί στο δικαστήριο ευχερέστερα σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες και να έχει τις υπηρεσίες διερμηνέα για τη μετάφραση της αγόρευσης ή παρέμβασης του στις επίσημες γλώσσες.  Η κατάληξη στην οποία αγόμεθα είναι:

(α)   Η γλώσσα της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου καθο[*309]ρίζεται από το Σύνταγμα.  Η διαδικασία διεξάγεται στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας όπως προβλέπεται στο Άρθρο 3.4 του Συντάγματος.  Η διαδικασία περιλαμβάνει κάθε πτυχή της δίκης.  Δικαίωμα για χαλάρωση του κανόνα δεν παρέχεται από το Σύνταγμα.

(β)   Με τον τερματισμό της μεταβατικής περιόδου καταργήθηκε και η δυνατότητα χρήσης της αγγλικής ως γλώσσας της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου.

(γ) Τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, και το ίδιο ισχύει για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που καθιερώνει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος, συνιστούν δικαιώματα του διαδίκου και όχι του δικηγόρου.  Αυτά δεν ταυτίζονται ούτε είναι επάλληλα με την άσκηση της δικηγορίας που διέπεται και ρυθμίζεται από τον περί Δικηγόρων Νόμο, ΚΕΦ. 2.  Τα θεμελιώδη δικαιώματα που καθιερώνουν τα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος είναι αλληλένδετα με την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την προάσπιση των αστικών δικαιωμάτων του πολίτη.  Η δικηγορία είναι επίκτητο δικαίωμα που πηγάζει και ρυθμίζεται από το νόμο.  Λόγοι δημόσιας πολιτικής χαρακτηρίζουν το περιεχόμενο της.  Το δικαίωμα του δικηγορείν είναι προσωπικό (Άρθρο 2, ΚΕΦ. 2) και συναρτάται με τη δυνατότητα του δικηγόρου να διεκπεραιώσει την υπόθεση που του ανατίθεται.  Η άσκηση της δικηγορίας περιλαμβάνει την εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου προς διεκπεραίωση της υπόθεσης που ανατίθεται στο δικηγόρο.  Η διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί μόνο σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.  Αυτό ορίζεται από το Σύνταγμα, τον υπέρτατο νόμο της Πολιτείας (Άρθρο 179).  Παρέμβαση διερμηνέα  για τη μετάφραση των αγορεύσεων και παρεμβάσεων του δικηγόρου συνιστά εξωγενή παράγοντα ασυμβίβαστο με την άσκηση της δικηγορίας  και τη διεκπεραίωση της δικαστικής διαδικασίας.  Η γλώσσα της διαδικασίας είναι εκείνη στην οποία διεξάγεται η διαδικασία.  Αυτή τούτη η έννοια της δικηγορίας, προσαγόρευσης του δικαστηρίου εξ ονόματος του διαδίκου, αποκλείει την παρέμβαση τρίτου, παρέμβαση που είναι άγνωστη στο δικαιϊκό μας σύστημα.

(δ)   Το δικαίωμα του διαδίκου να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της εκλογής του προϋποθέτει, όπως επεξηγείται στην In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329, τη δυνατότητα του δικηγόρου να τον εκπροσωπήσει και την απουσία οποιουδήποτε κωλύματος που να τον εμποδίζει να το πράξει.  Η εκλογή δικηγόρου από διάδικο δε μεταβάλλει τις προϋποθέσεις για την άσκηση της δικηγορίας ούτε συνιστά λόγο για παρέκκλιση από τις συνταγματικές διατάξεις για τη γλώσσα στην οποία πρέπει να διεκπεραιώνεται η διαδικασία.  Το δικαίωμα του δικηγορείν ως προσωπικό δικαίωμα του δικηγόρου δεν εκπηγάζει από το διορισμό του από το διάδικο στη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά από την εγγραφή του στο μητρώο των δικηγόρων.  Η δικηγορία είναι προσωπικό λειτούργημα το οποίο παρέχει δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον του δικαστηρίου στους δικηγόρους, που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο, χωρίς την παρέμβαση οποιουδήποτε που θα αλλοίωνε τη φύση του λειτουργήματος.

Καταλήγουμε ότι η απόφαση στην Al Shark είναι εσφαλμένη.  Δεν επιτρέπεται σε δικηγόρο εγγεγραμμένο στο μητρώο των δικηγόρων της Κύπρου να αγορεύει ή να διεκπεραιώνει οποιοδήποτε μέρος της εκπροσώπησης του πελάτου του στο δικαστήριο σε γλώσσα άλλη από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 3.4 του Συντάγματος.  Θα δοθεί νέα ημερομηνία ακροάσεως.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο