Φεσσά Δημήτρης και Άλλη ν. Eυανθίας A. Kασάπη (1994) 1 ΑΑΔ 337

(1994) 1 ΑΑΔ 337

[*337]27 Απριλίου, 1994

[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΕΣΣΑ ΚΑΙ ΑΛΛΗ,

Eφεσείοντες,

ν.

ΕΥΑΝΘΙΑΣ Α. ΚΑΣΑΠH,

Eφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 8233)

 

Παραγραφή — Εισαγωγή περιόδου παραγραφής δύο ετών για την καταχώριση αγωγής για αποζημίωση λόγω αμέλειας που προκάλεσε θάνατο, δυνάμει του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου 1985, (Ν. 156/85) — Κατά πόσο ο περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος, 57/64, εφαρμοζόταν στην πρόνοια αυτή δυνάμει των προνοιών του άρθρου 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 — Κρίθηκε ότι το άρθρο 10 του Κεφ. 1 δεν είχε εφαρμογή , διότι υπήρχε σαφής αντίθετη πρόθεση του νομοθέτη.

Παραγραφή — Περίοδος παραγραφής σε αγωγές για αποζημιώσεις για αστικά αδικήματα που προκάλεσαν θάνατο, εισαχθείσα με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) Νόμο 1985, (Ν. 156/85) — Δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 28 του Συντάγματος, παρά τη διατήρηση της αναστολής της παραγραφής για άλλες αιτίες αγωγής.

Αγωγή, που διαπιστώνεται ότι έχει καταχωριθεί μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής — Δεν πρέπει να απορρίπτεται, αλλά να εκδίδεται διάταγμα αναστολής της διαδικασίας.

Αγωγή που καταχωρείται μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής — Αν δεν εγερθεί το θέμα από τον διάδικο υπέρ του οποίου λειτουργεί η παραγραφή με το δικόγραφό του, τότε η υπόθεση προχωρεί στην εκδίκαση.

Οι εφεσείοντες ήσαν διαχειριστές της περιουσίας του Κυριάκου Κασιουλή που πέθανε στις 6.11.86 συνεπεία τραυμάτων που είχε υποστεί την ίδια ημέρα σε τροχαίο ατύχημα.  Στις 10.2.89, δηλαδή μετά την εκπνοή δύο χρόνων από την ημερομηνία του ατυχήματος, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αγωγή για αποζημιώσεις.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε προδικαστικά με το ζήτημα κατά πόσο η αγωγή ήταν εκπρόθεσμη ενόψει της τροποποίησης του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1985, (Ν. 156/85), με τον οποίο θεσπίσθηκε η περίοδος παραγραφής δύο χρόνων για αγωγές για αποζημιώσεις για θάνατο που προκλήθηκε από αστικό αδίκημα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή ήταν εκπρόθεσμη και την απόρριψε.  Κατ’ έφεση, οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν, (i) ότι ο Ν. 156/85 είχε τροποποιήσει την πρόνοια του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 που υπήρχε πριν από το 1964, και που καθόριζε περίοδο παραγραφής ενός χρόνου.  Ενόψει των προνοιών του άρθρου 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, που προβλέπει ότι όπου ένας Νόμος καταργεί και επαναθεσπίζει, με ή χωρίς τροποποίηση, οποιαδήποτε πρόνοια προηγούμενου Νόμου, οι αναφορές σε οποιοδήποτε άλλο Νόμο στην καταργηθείσα πρόνοια θα θεωρούνται σαν αναφορές στις επαναθεσπισθείσες πρόνοιες, και ενόψει του ότι ο περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος 1964 (Ν. 57/64) εφαρμοζόταν στην καταργηθείσα διάταξη του βασικού Νόμου, ο Ν. 57/64 έπρεπε να θεωρηθεί ότι εφαρμοζόταν και στις πρόνοιες του Ν. 156/85, (ii) ότι η εισαγωγή περιόδου παραγραφής για την συγκεκριμένη αιτία αγωγής, ενώ για τις πλείστες άλλες αιτίες αγωγής εξακολουθούσε να ισχύει η αναστολή της παραγραφής (Ν. 57/64) παραβίαζε την αρχή της ισότητας που εγγυάται το άρθρο 28 του Συντάγματος.

Αποφασίσθηκε ότι:

(α) Ενόψει της ρητής πρόνοιας του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου, 1985 (Ν. 156/85) για έναρξη της ισχύος του από την 1.1.86 και ότι ο Νόμος εφαρμοζόταν για αιτίες αγωγής που θα προέκυπταν μετά την ημερομηνία εφαρμογής του, ήταν καθαρό ότι ο νομοθέτης είχε επιδείξει σαφή πρόθεση να εφαρμοσθεί η περίοδος παραγραφής για τις συγκεκριμένες αιτίες αγωγής, παρά την ύπαρξη γενικής αναστολής της παραγραφής με τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο, 1964 (Ν. 57/64).  Κατά συνέπεια, οι πρόνοιες του άρθρου 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν προς όφελος των εφεσειόντων.

(β) Από το κείμενο του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου, 1964 (Ν. 57/64), προέκυπτε ότι ο Νόμος εκείνος εφαρμοζόταν σχετικά με περιόδους παραγραφής που καθορίζοντο από νομοθεσίες που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν. 57/64, ενώ ο Ν. 156/85 τέθηκε σε ισχύ πολύ μεταγενέστερα και [*339]ασφαλώς δεν βρισκόταν σε ισχύ το 1964.

(γ) Ο ορισμός της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του Ν. 156/85 ήταν καθοριστικός για το θέμα, ενόψει των προνοιών του άρθρου 82 του Συντάγματος, και οποιαδήποτε αναφορά σε αρχές της νομικής επιστήμης ή ξένης νομολογίας, αν και ενδιαφέρουσα, ήταν περιττή.

(δ) Ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια ανάλογα με την περίπτωση που αφορά το νομοθέτημα να ορίζει τις περιόδους παραγραφής που θεωρεί κατάλληλες, γι’ αυτό και καθορίζει διαφορετικές περιόδους παραγραφής για διάφορα αγώγιμα δικαιώματα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον Ν. 156/85 είχαν εισαχθεί πρόνοιες που ρύθμιζαν το θέμα της έγερσης αγωγής από τους προσωπικούς αντιπροσώπους αποβιώσαντος για αποζημιώσεις για την πρόκληση του θανάτου στον αποβιώσαντα  από αστικό αδίκημα και ήταν επιτρεπτό να υπάρξει και πρόβλεψη για περίοδο παραγραφής, η οποία πρόβλεψη δεν παραβίαζε την αρχή της ισότητας σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος.

(ε) Η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν παραγράφει το αγώγιμο δικαίωμα αυτό κάθε αυτό, αλλά μόνο το δικαίωμα έγερσης αγωγής για διεκδίκησή του.  Αν το θέμα της παραγραφής δεν εγερθεί στο δικόγραφο του διαδίκου υπέρ του οποίου ενεργεί ο χρόνος της παραγραφής, τότε η αγωγή προχωρεί κανονικά για εκδίκαση.  Σε περίπτωση διαπίστωσης ότι η αγωγή είναι εκπρόθεσμη, το σωστό διάταγμα που πρέπει να εκδίδει το Δικαστήριο δεν είναι διάταγμα απόρριψης της αγωγής (διότι δεν έχει εκδικασθεί η ουσία του αγώγιμου δικαιώματος) αλλά διάταγμα αναστολής της διαδικασίας.  Στην προκειμένη περίπτωση, το διάταγμα απόρριψης της αγωγής έπρεπε να αντικατασταθεί με διάταγμα αναστολής της διαδικασίας.

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.  Διάταγμα ως ανωτέρω.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Προσ. Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου, 1990 (Aρ. Aγωγής 1331/89) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της για αποζημιώσεις για τον θάνατο του Kυριάκου Kασιουλή, ο οποίος πέθανε συνεπεία τραυμάτων που υπέστη σε τροχαίο δυστύχημα, επειδή η αγωγή δεν καταχωρήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που προβλέπει ο Nόμος.

Γ.Τριανταφυλλίδης, για τους Eφεσείοντες.

Χρ. Κληρίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του Κυριάκου Κασιουλή που πέθανε στις 6.11.86 συνεπεία τραυμάτων που υπέστη την ίδια μέρα σε τροχαίο δυστύχημα.  Η αγωγή καταχωρίστηκε στις 10.2.89.  Είναι εκ των πραγμάτων παραδεκτό πως η καταχώριση της δεν έγινε μέσα στα χρονικά όρια των δύο ετών, από την ημερομηνία θανάτου του αποβιώσαντος, που θέτει ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ.148, με σχετική τροποποίησή του από τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1985, 156/85 (εδάφιο 20, άρθρο 4 του τροποποιητικού Νόμου).

Η εφεσίβλητη-εναγόμενη ήγειρε το ζήτημα της παραγραφής, που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προδικαστική ένσταση, γιατί απόφαση πάνω σ’ αυτή θα περάτωνε τη διαδικασία.  Το δικάσαν Δικαστήριο απεφάνθη πως η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει γιατί καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα και κατ’ ακολουθία την απέρριψε.  Εφόσον βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο παρατηρούμε πως το ορθό διατακτικό θα ήταν η αναστολή της παραπέρα διαδικασίας στην υπόθεση και όχι η απόρριψη της αγωγής.  Αυτό καθιερώνει η νομολογία.  Είναι όμως και η εύλογη συνέπεια του γεγονότος πως η ουσία της αγωγής δεν εκδικάζεται, για να απολήξει στην απόρριψή της.  Η διαδικασία απλώς αναστέλλεται.  Να προσθέσουμε μάλιστα πως, αν ο διάδικος, υπέρ του οποίου λειτουργεί η παραγραφή, δεν την εγείρει στο δικόγραφό του, τότε η υπόθεση προχωρεί στην εκδίκαση.

Είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τις μελετημένες και ενδιαφέρουσες αγορεύσεις των συνηγόρων.  Επειδή το ζήτημα είναι σοβαρό, και ταυτόχρονα δημοσίου ενδιαφέροντος, αφήσαμε τη συζήτηση να καλύψει πολλά θέματα, που στο τέλος της διαδικασίας διαπιστώσαμε πως δεν έχουν άμεση σχέση με το επίμαχο ζήτημα.  Στην απόφαση μας θα περιοριστούμε σ’ αυτό.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε πως η κρίσιμη πρό[*341]νοια στο εδάφιο 20 του άρθρου 4 του Νόμου 156/85, υπόκειται στις διατάξεις του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου του 1964, 57/64.   Και αυτό ενόψει της πρόνοιας του άρθρου 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, που έχει ως εξής:

“Where a law repeals and re-enacts, with or without modification, any provision of a former Law, references in any other Law to the provision so repealed, shall, unless the contrary intention appears, be costrued as references to the provisions re-enacted.”

(Ο λόγος της δικής μας υπογράμμισης θα φανεί παρακάτω).

Συγκεκριμένα, προτείνει ο συνήγορος, πως ο τροποποιητικός Νόμος 156/85 κατάργησε την πρόνοια στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ.148, σύμφωνα με την οποία, όταν αξιώνονται αποζημιώσεις συνεπεία θανάτου, η αγωγή εγείρεται μέσα σε ένα χρόνο από τον θάνατο, και την αντικατάστησε με αυτή του εδαφίου 20 του άρθρου 4 του Νόμου 156/85.  Ο περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος, 57/64 εφαρμοζόταν στην διάταξη του βασικού νόμου.  Συνεπώς, και σύμφωνα με τις πρόνοιες  του άρθρου 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου, που εκθέτουμε πιο πάνω, ο περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος εφαρμόζεται στην τροποποιημένη διάταξη του Νόμου 156/85.

Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης αντιμετωπίζει ως εξής τα πιο πάνω επιχειρήματα.  Η Νομοθετική εξουσία δείχνει έκδηλα την πρόθεση της, να εφαρμοστεί η επίδικη διάταξη του Νόμου 156/85, στο ίδιο το κείμενο του.  Το άρθρο 6(1) προνοεί:

“Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται την 1ην Ιανουαρίου 1986.”

Kαι το εδάφιο 2 προβλέπει πως οι διατάξεις του Νόμου, με μόνη εξαίρεση αυτή του άρθρου 5, δεν εφαρμόζονται σε σχέση με αγώγιμα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου.  Ο νομοθέτης λοιπόν όρισε ρητά την εναρκτήρια ημερομηνία του Νόμου, και εξαίρεσε, πολύ ορθά πρέπει να πούμε, τα αγώγιμα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξής του.  Με την ίδια σαφήνεια ο νομοθέτης θέλει το άρθρο 5, που αφορά στην επιδίκαση τόκου, να ισχύει από την ημερομηνία έναρξης του Νόμου.  Το εδάφιο 20 επομένως του άρθρου 58 του Νόμου (156/85), εμπίπτει στην υπογραμμισμένη πρόνοια του άρθρου 10(1) του περί Ερμηνείας Νόμου, και η ισχύς του αρχίζει την 1.1.86.  Επιπρόσθετα, εισηγείται ο συνήγορος της εφεσίβλητης, η βούληση του νομοθέτη εκδηλώνεται και στον ίδιο τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο, στον οποίο ορίζεται ως εξής ο χρόνος παραγραφής.

“Χρόνος παραγραφής σημαίνει οιανδήποτε χρονικήν περίοδον καθοριζομένην εν οιαδήποτε διατάξει, νομοθετικής φύσεως, ισχυούσης κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου εν ή απαιτείται η έναρξις οιασδήποτε αγωγής εις ην αφορά η διάταξις αύτη.”

Η επίμαχη διάταξη, που εισήχθη με το Νόμο 156/85 την 1.1.86, δεν ίσχυε ασφαλώς το 1964 που θεσπίστηκε ο περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος.

Συμφωνούμε και υιοθετούμε τις θέσεις του δικηγόρου της εφεσίβλητης.  Επισημαίνουμε δε και κάτι πολύ σοβαρό, που δεν φαίνεται να απασχόλησε τους δικηγόρους των διαδίκων και το πρωτόδικο Δικαστήριο, που ενδιατρίβει στη νομολογία που άπτεται του θέματος της έναρξης ισχύος ενός νόμου. Είναι η καθοριστική διάταξη του άρθρου 82 του Συντάγματος, που προβλέπει:

“Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων τίθενται εν ισχύϊ από της δημοσιεύσεως αυτών εις την επίσημον εφημερίδαν της Δημοκρατίας, εκτός εάν ορίζηται διάφορος ημερομηνία εν τω δημοσιευομένω νόμω ή αποφάσει.”

Ενόψει της ρητής αυτής συνταγματικής πρόνοιας οποιαδήποτε αναφορά σε αρχές της νομικής επιστήμης, ή ξένης νομολογίας, μολονότι ενδιαφέρουσα, είναι περιττή.  Η Βουλή όρισε την ημερομηνία έναρξης του Νόμου 156/85, και δεν εξαίρεσε καμιά διάταξη του από αυτή.  Σαφής επίσης ήταν η βούληση του νομοθέτη όταν θέσπιζε τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο, 57/64, όπως εκδηλώνεται στη διάταξη που υπογραμμίζουμε. Προφανώς η Βουλή θέλει να αφήσει ελεύθερα τα χέρια της ώστε να κάμνει οποιαδήποτε πρόνοια σε Νόμο, που αφορά στην παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος.

Δεν εκφράζουμε άποψη αναφορικά με το εύρος της εφαρμογής και λειτουργίας των προνοιών του άρθρου 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, γιατί αυτές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο πλατειάς συζήτησης.  Για τους λόγους όμως που αναφέρουμε πιο πάνω, έστω και αν εφαρμοστούν οι πρόνοιες του άρθρου, η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στην υπογραμμισμένη εξαίρεσή του, γιατί ο νομοθέτης εκφράζει έκδηλα την αντίθετη του πρόθεση.

Το άλλο ζήτημα που εγείρει ο δικηγόρος των εφεσειόντων είναι [*343]πως, αν θεωρηθεί ότι ισχύει η κρίσιμη διάταξη της παραγραφής, τότε αυτή είναι αντισυνταγματική, ως αντίθετη του άρθρου 28, που διασφαλίζει την ισότητα ενώπιον του νόμου της διοικήσεως και της δικαιοσύνης.  Είναι η εισήγηση του πως η διάταξη απολήγει σε άνιση μεταχείριση γιατί κάμνει αδικαιολόγητη και αυθαίρετη διάκριση μεταξύ διαδίκων που αξιώνουν αποζημίωση για θανατηφόρο δυστύχημα, αλλά και των ιδίων έναντι διαδίκων που βασίζουν την αξίωση τους σε άλλα αδικοπραγήματα.  Αναφέροντας δε συγκεκριμένα παραδείγματα είπε πως δεν υπάρχει περίοδος παραγραφής όταν καταχωρείται αγωγή για θανατηφόρο δυστύχημα που επεσυνέβη πριν από την παραγραφή των δυο ετών και σε αγωγή για προσωπικές βλάβες από ατυχήματα δεν υπάρχει περίοδος παραγραφής, ενώ στην περίπτωση που προκαλείται θάνατος ισχύει η παραγραφή των δύο ετών.

Έχουμε την άποψη πως η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων είναι αβάσιμη.  Ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια, ανάλογα με την περίπτωση που αφορά το νομοθέτημα, να ορίζει τις περιόδους παραγραφής που θεωρεί κατάλληλες.  Γι’ αυτό και καθορίζει διαφορετικές περιόδους παραγραφής για διάφορα αγώγιμα δικαιώματα.  Η επίμαχη διάταξη απαντάται στον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1985, στον οποίο εισάγονται ειδικές πρόνοιες αναφορικά με το αγώγιμο δικαίωμα και τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους δικαιούχους.  Οι διατάξεις του, και αυτό μπορεί να σημειωθεί, είναι ευνοϊκές γι’ αυτούς.  Είναι, κατά συνέπεια λογικό, και μέσα στα διαφορετική πρόνοια για το χρόνο μέσα στον οποίο η αγωγή δέον να καταχωριστεί.  Ας μη λησμονούμε πως είναι επιθυμητό το ζύγιασμα των δικαιωμάτων ενάγοντος και εναγομένου.  Ο νομοθέτης μπορεί, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει πως το χρονικό διαστημα που πέρασε από τη δημιουργία του αγώγιμου δικαιώματος και της καταχώρισης της αγωγής δεν επενεργεί στην εξάλειψη μαρτυρικού υλικού εξαιτίας του θανάτου.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.  Αντικαθίσταται όμως η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, με διάταγμα αναστολής της παραπέρα διαδικασίας σ’ αυτήν.

Δεν γίνεται διαταγή για έξοδα γιατί το ζήτημα που επιλύεται στην έφεση είναι γενικού δημοσίου ενδιαφέροντος.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο