Frederikou Schools Co Ltd. και Άλλοι ν. Acuac Inc. (1994) 1 ΑΑΔ 656

(1994) 1 ΑΑΔ 656

[*656]26 Oκτωβρίου, 1994

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

FREDERIKOU SCHOOLS CO LTD. KAI AΛΛOI,

Εφεσείοντες,

ν.

ACUAC INC.,

Eφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 8266 & 8530)

 

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Αίτηση για τροποποίηση έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης ενώπιον του Εφετείου — Συνεπακόλουθες αιτήσεις για προσθήκη νέων λόγων έφεσης, άδεια προσαγωγής νέας μαρτυρίας και διαταγή επανακρόασης της αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο με νέα σύνθεση — Απορρίφθηκε, διότι κρίθηκε ότι αν εγκρινόταν, θα ισοδυναμούσε με παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον αιτητή να εκδικάσει την υπόθεσή του.

Με γραπτή σύμβαση ημερομηνίας 30.12.81, η εφεσίβλητη, που ήταν αμερικανική εταιρεία, συμφώνησε με τους εφεσείοντες, που ήσαν δύο κυπριακές εταιρείες ιδιοκτήτριες σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο και ο διευθυντής τους να παράσχει στην σχολή των εφεσειόντων ορισμένες υπηρεσίες έναντι αμοιβής που θα υπολογίζονταν βάσει κριτηρίων που περιέχονταν στην σύμβαση.  Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι, ενώ τα πρώτα χρόνια οι εφεσείοντες εκπληρούσαν κανονικά τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της σύμβασης, για την περίοδο 1.9.85 μέχρι 30.5.86 είχαν παραλείψει να πράξουν τούτο, και γι’ αυτό η εφεσίβλητη είχε εγείρει αγωγή εναντίον τους αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, την υποβολή λογαριασμού για να καθορισθεί η αμοιβή της.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η υπεράσπιση των εφεσειόντων συνίστατο σε i) ισχυρισμό ότι η εφεσίβλητη είχε προβεί σε ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, πράγμα που καθιστούσε την σύμβαση ακυρώσιμη, ii) ότι η συναφθείσα σύμβαση ήταν ultra vires σχετικά με τις εξουσίες της εφεσίβλητης και iii) ότι η εφεσίβλητη είχε αποτύχει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της σύμβασης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, [*657]εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων, εναντίον της οποίας οι εφεσείοντες καταχώρισαν έφεση.

Με την παρούσα αίτησή τους, που καταχωρίθηκε τρία χρόνια μετά την καταχώριση της έφεσης, οι εφεσείοντες ζήτησαν την άδεια του Εφετείου για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησής τους, ούτως ώστε να εισαχθούν σ’ αυτή ισχυρισμοί ότι, i) η σύμβαση ήταν υπό την αίρεση της έγκρισής της από το Διοικητικό Συμβούλιο και τους μετόχους των εφεσειόντων που ουδέποτε είχε δοθεί, ii) ήταν ultra vires των εξουσιών των εφεσειόντων και όχι των εφεσιβλήτων, και iii) ότι η σύμβαση ήταν το προϊόν δολίων ή ψευδών διαβεβαιώσεων της εφεσίβλητης.  Σαν επακόλουθο της προσδοκούμενης έγκρισης της αίτησης για τροποποίηση των δικογράφων τους, οι εφεσείοντες υπέβαλαν αιτήσεις για τροποποίηση των λόγων έφεσης, άδεια προσαγωγής νέας μαρτυρίας και έκδοση διαταγής επανεκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον πρωτόδικου Δικαστηρίου με άλλη σύνθεση.  Οι Καθ’ων η αίτηση δεν αμφισβήτησαν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα αλλά ισχυρίσθηκαν ότι τυχόν έκδοση αυτών θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις καθιερωμένες αρχές της Νομολογίας πάνω στα θέματα που εθίγοντο.

Αποφασίσθηκε ότι:

Ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εγκρίνει τα αιτούμενα διατάγματα, η αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης, από την έκβαση της οποίας εξαρτιόταν η έκβαση και των άλλων αιτήσεων για τροποποίηση των λόγων έφεσης, προσαγωγή νέας μαρτυρίας και έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον αρμόδιου πρωτόδικου Δικαστηρίου με άλλη σύνθεση, δεν μπορούσε να εγκριθεί διότι, τυχόν έγκριση, θα ισοδυναμούσε με παροχή δεύτερης ευκαιρίας για εξαρχής δίκη, και θα στερούσε τους εφεσίβλητους από τους καρπούς της δικαίωσής τους, που ήσαν το αποτέλεσμα μιας καθ’ όλα κανονικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας οι εφεσείοντες είχαν κάθε δυνατότητα υπεράσπισης.

H αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1,

G.L. Baker Ltd v. Medway Building and Supplies Ltd [1958] 1 W.L.R. 1216,

[*658]

Tryfonides v. Alpan (Taki Bros) Ltd (1987) 1 C.L.R. 479,

Βρυωνίδης και Άλλος v. Μιχάλης Κλεάνθους Λτδ και Άλλου (1990) 1 A.A.Δ. 540,

F. Kassab Golf Solar France Ltd v. Yiacoumis Bros (Construction) Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 510,

Alpan Ltd v. Τρυφωνίδου (1991) 1 Α.Α.Δ. 67,

Ellis v. Scott (No. 2), [1965] 1 W.L.R. 276,

Kemal v. Kasti (1962) C.L.R. 317,

Pourikkos v. Fevzi (1963) 2 C.L.R. 24,

Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84,

Stylianou v. Manolis (1982) 1 C.L.R. 287,

Fysco Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014.

Aίτηση.

Aίτηση σε πολιτική έφεση με την οποία οι εφεσείοντες ζητούν τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησής τους, άδεια προσαγωγής μαρτυρίας, τροποποίηση των λόγων έφεσης και διαταγή επανακρόασης της αγωγής από το Πλήρες Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με νέα σύνθεση.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Eφεσείοντες-αιτητές.

Π. Σπανός, για τους Eφεσίβλητους-καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για:

(α)   Τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησής τους.

[*659](β)    Άδεια προσαγωγής μαρτυρίας.

(γ)   Τροποποίηση των λόγων έφεσης και

(δ)   Διαταγή επανακρόασης της αγωγής από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με νέα σύνθεση.

Χαρακτήρισαν και οι ίδιοι οι εφεσείοντες το διάβημά τους ως παράξενο.  Υποστήριξαν όμως ότι είναι δυνατή η έγκριση της αίτησή τους γιατί το άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο ευρεία εξουσία που καλύπτει το κάθε ένα από τα αιτήματά τους και γιατί τα περιστατικά δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέρ τους.  Παρέπεμψαν στις υποθέσεις Νicolaides and Another v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1, G.L. Baker Ltd v. Medway Building and Supplies Ltd [1958] 1 W.L.R. 1216 και στο Supreme Court Practice 1991 σελ. 370 ως προς την εξουσία για τροποποίηση των γραπτών προτάσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Τhelma Tryfonides v. Alpan (Taki Bros) Ltd and Another (1987) 1 C.L.R. 479 ως προς τις αρχές που διέπουν την παροχή άδειας για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας στο Ανώτατο Δικαστήριο, στις Βρυωνίδης Γεώργιος και Άλλος v. Μιχαήλ Κλεάνθους Λτδ. και Άλλου (1990) 1 A.A.Δ. 540 και F. Kassab Golf Solar France Ltd v. Yiacoumis Bros (Construction) Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 510 ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες δικαιολογείται η τροποποίηση των λόγων έφεσης και στην Alpan Ltd v. Τρυφωνίδου (1991) 1 Α.Α.Δ. 67 ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ειδικά αναφορικά με τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής για επανεκδίκαση χωρίς απαραίτητα να έχει εξεταστεί, στο πλαίσιο της έφεσης, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Επικαλέστηκαν την υπόθεση Εllis v. Scott (No. 2), [1965] 1 W.L.R. 276 ως παρόμοιο προηγούμενο που τους νομιμοποιεί να προτείνουν τους χειρισμούς που έχουν αναφερθεί.

Η αντίδραση των εφεσιβλήτων δεν είχε να κάμει με τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδώσει, σε κατάλληλη περίπτωση, οποιοδήποτε από τα επιδιωκόμενα διατάγματα.  Είναι η εισήγηση τους πως, κάτω από το φως των γεγονότων, οι εφεσείοντες στην πραγματικότητα εισηγούνται πλήρη παραμερισμό των καθιερωμένων αρχών όπως τις θεμελίωσε η νομολογία που οι ίδιοι επικαλέστηκαν.

Η παράθεση των γεγονότων θα δείξει πως οι εφεσίβλητοι έχουν δίκαιο.  Ως προς τη φύση της επίδικης διαφοράς είναι αρκετό να [*660]ανατρέξουμε στο εισαγωγικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης.  Οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες) είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις ΗΠΑ και ασχολείται με εκπαιδευτικά θέματα.  Οι εφεσείοντες 1 και 2 (εναγόμενοι 1 και 2) είναι Κυπριακές εταιρείες, ιδιοκτήτριες κολλεγίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο.  Ο εφεσείων 3 (εναγόμενος 3) είναι ο κύριος μέτοχος των εφεσειόντων 1 και 2 και μέλος του Διοικητικού τους Συμβουλίου.  Με γραπτή σύμβαση ημερομηνίας 30 Δεκεμβρίου 1981, όπως διευκρινίστηκε με την επιστολή ημερομηνίας 11 Ιανουαρίου 1982, συμφωνήθηκε όπως οι εφεσίβλητοι προσφέρουν συγκεκριμένες υπηρεσίες στη σχολή των εφεσειόντων έναντι αμοιβής που θα υπολογιζόταν βάσει κριτηρίων που περιέχονταν στη σύμβαση.  Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι ενώ αρχικά πληρώνονταν κανονικά για τις υπηρεσίες τους, οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να τους δώσουν, όπως όφειλαν, λογαριασμούς και συνακόλουθα να τους πληρώσουν οποιοδήποτε ποσό για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1985 και 30ης Μαΐου 1986.  Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να απορριφθεί γιατί

(α)   οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε ψευδείς παραστάσεις ή απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα, γεγονός που καθιστούσε τη σύμβαση ακυρώσιμη και συναφώς ανταπαίτησαν δήλωση ή διαταγή για ακύρωση της σύμβασης και επιστροφή των χρημάτων που είχαν καταβάλει ως τότε.

(β)   η σύμβαση που συνάφθηκε ήταν ultra vires ως προς τις εξουσίες των εφεσιβλήτων και

(γ)   οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της σύμβασης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων τόσο ως προς τη ερμηνεία  της σύμβασης και τους σκοπούς τους όπως τους προσδιορίζει το ιδρυτικό τους έγγραφο όσο και ως προς τα γεγονότα.  Διαπίστωσε εκπλήρωση των υποχρεώσεων των εφεσιβλήτων και αντισυμβατική παράλειψη των εφεσειόντων να ανταποκριθoύν στις δικές τους.  Απέρριψε την ανταπαίτηση και διέταξε τη κατάθεση λογαριασμών και πληρωμή στους εφεσιβλήτους του ποσού που αυτοί θα αποκάλυπταν ως οφειλόμενο.

Με τους λόγους έφεσης αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σ’ όλο, από ό,τι μπορούμε να διακρίνουμε τώρα, το φάσμα των θεμάτων που κάλυψε.  Τρία χρόνια μετά την άσκηση της υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση.  Αποτελεί προσπάθεια επανάνοιξης της υπόθεσης προς επανεκδίκαση της τόσο πάνω στη βάση που είχε [*661]ήδη τεθεί αλλά και πάνω σε διαφορετική ή τουλάχιστον σε ουσιωδώς διαφορετική βάση όχι επειδή προέκυψε κάτι το νέο αλλά επειδή έκαμαν λάθος κατά τη σύνταξη της υπεράσπισης και ανταπαταίτησής τους.  Τα πιο κάτω συνθέτουν τη κεντρική τους ιδέα:

Στο πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς ηγέρθη από τους εφεσείοντες θέμα υπέρβασης των εξουσιών των εφεσιβλήτων.  Ούτως η άλλως οι εφεσίβλητοι είχαν προσφέρει τις όποιες υπηρεσίες τους και αν, κατά τα άλλα, είχαν δικαίωμα σε αμοιβή, θα έπρεπε να την εισπράξουν.  Όπως ανέφεραν, ο σχετικός λόγος έφεσης δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας.  Εκείνο που θα έπρεπε να είχαν ισχυριστεί οι εφεσείοντες αλλά παρέλειψαν να το κάμουν λόγω σφάλματος του τότε δικηγόρου τους, ήταν ότι η σύμβαση τελούσε υπό την αίρεση της έγκρισης της από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τους μετόχους των εφεσειόντων 1 και 2 η οποία ουδέποτε δόθηκε, ότι ήταν άκυρη, εν πάση περιπτώσει, διότι υπεγράφη καθ’ υπέρβαση των εξουσιών των εφεσειόντων 1 και 2 όπως τις καθορίζει το ιδρυτικό τους έγγραφο και περαιτέρω διότι οι εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει να εκτελέσουν πράγματα αδύνατα.  Επιπλέον, και πάλιν εξ αιτίας σφάλματος, δεν έγινε αντιληπτή η ανάγκη τροποποίησης της υπεράσπισης και ανταπαίτησης τους ενόψει μαρτυρίας που είχε προσαχθεί, έτσι ώστε να προστεθεί ο ισχυρισμός ότι η σύμβαση ήταν το προϊόν δολίων ή ψευδών διαβεβαιώσεων των εφεσιβλήτων.

Όπως εισηγούνται, το δίκαιο είναι να τους δοθεί τώρα άδεια για τροποποίηση ώστε να περιληφθούν και τα πιο πάνω στα επίδικα θέματα.  Δέχθηκαν οι εφεσείοντες ότι κανονικά δεν τροποποιείται μια γραπτή πρόταση στο εφετείο για να εκδικαστεί ξανά η υπόθεση από την αρχή επειδή ο δικηγόρος του διαδίκου έκαμε λάθος.  Εισηγούνται όμως, πως στην παρούσα περίπτωση δικαιολογείται η έγκριση της τροποποίησης διότι δεν υπάρχει εδώ το στοιχείο της τελεσιδικίας που, κάτω από άλλες συνθήκες, θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψή της.  Η παρούσα διαδικασία αφορά μόνο σε μια περίοδο από το μεγάλο χρονικό διάστημα διάρκειας της ισχύος της κατ’ ισχυρισμόν σύμβασης.  Εκκρεμούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου άλλες αγωγές μεταξύ των διαδίκων ως προς άλλες περιόδους και ήδη υποβλήθησαν και σ’ αυτές αιτήσεις για τροποποίηση.  Εάν εγκριθούν θα είναι πιθανό να υπάρξουν αντιφατικές αποφάσεις αναφορικά με την ισχύ της ίδιας σύμβασης και τα δικαιώματα

και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή.

Τα υπόλοιπα αιτήματα, ως παρακολουθηματικά του πρώτου θα πρέπει, όπως εισηγούνται, να εγκριθούν εξ ανάγκης.  Εφόσο θα έχουν αναμορφωθεί τα επίδικα θέματα και εφόσο δεν θα καλύπτο[*662]νται από την πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να τροποποιηθούν οι λόγοι έφεσης ανάλογα και να παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση χωρίς να εξεταστεί η ορθότητα της.  Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης που θα εκτείνεται και στα θέματα πάνω στα οποία ήδη αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Διαζευκτικά, θα πρέπει να αναλάβει την υπόθεση κατ’ ευθείαν το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, αφού εγκρίνει το αίτημα για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας, να εκδικάσει σε πρώτο και τελικό στάδιο την αγωγή σε όλο το εύρος της.

Η αίτηση των εφεσειόντων χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη εφευρετικότητα αλλά αυτό δεν την καθιστά βάσιμη.  Θα αποφύγουμε να εμπλακούμε στη λεπτομέρεια των εισηγήσεων και δεν θα επεκταθούμε σε συζήτηση ως προς το δικαιοδοτικά εφικτό της υιοθέτησης της στη συνολική της έκταση.  Ίσως όμως είναι ορθό να σημειωθεί πως στην υπόθεση Alpan Ltd v. Τρυφωνίδου (ανωτέρω) η έγκριση από την πλειοψηφία του Δικαστηρίου αίτησης για επανεκδίκαση δεν δόθηκε χωρίς να εξεταστεί η πρωτόδικη απόφαση αλλά ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της διαπίστωσης, πως η πρωτόδικη απόφαση δεν περιείχε αρκετά ευρήματα και του συσχετισμού αυτού του δεδομένου με τις εντελώς ιδιαίτερες περιβάλλουσες περιστάσεις της υπόθεσης.  Γι’ αυτό και ήταν η απόφαση της μειοψηφίας πως το ζήτημα θα έπρεπε να αφεθεί να εξεταστεί κατά την ακρόαση της έφεσης όταν θα υπήρχε και η δικαιοδοσία γι’ αυτό.

Η αίτηση έχει στη βάση της την προϋπόθεση της παροχής άδειας για τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης την οποία δεν είμασε διατεθειμένοι να εγκρίνουμε.  Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αποβλέπει στη ριζική αναμόρφωση της βάσης της αντιδικίας ή το γεγονός ότι προβάλλεται τόσο καθυστερημένα και αφού εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.  Απολήγει σε διεκδίκηση δεύτερης ευκαιρίας για εξ αρχής δίκη.  Προτείνει τη στέρηση από τους εφεσίβλητους των καρπών της δικαίωσης τους που ήταν το αποτέλεσμα μιας καθόλα κανονικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας είχαν κάθε δυνατότητα υπεράσπισης.  Αποδοχή της αίτησης πράγματι θα καθιστούσε ανυπόληπτους πλέον και τους Θεσμούς και τη νομολογία.  Σε τελευταία ανάλυση θα διάνοιγε δυνατότητες διαβρωτικές του δικονομικού μας συστήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τη σύμβαση, προσδιόρισε τη φύση της συμβατικής υποχρέωσης των εφεσειόντων και δέχθηκε, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσάχθηκε, ότι την εκπλήρωσαν.  Η τροποποίηση που εισηγούνται οι εφεσείοντες, μεταξύ των άλλων, θα αναιρούσε αφ’ εαυτής και τη δικαστική κρίση που είναι, [*663]στο στάδιο αυτό τουλάχιστον, έγκυρη και δεσμευτική.  Θα εισήγαγε ως εκκρεμές επίδικο ζήτημα και την εξ αντικειμένου δυνατότητα εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα συμφωνηθέντα εκπληρώθηκαν.

Σε σειρά υποθέσεων το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη διακριτική ευχέρεια για τροποποίηση στο στάδιο της έφεσης με στόχο την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης εφόσον είχε προσαχθεί πρωτόδικα, χωρίς ένσταση, αξιόπιστη μαρτυρία για ύψος ζημιάς που εκτεινόταν σε περίοδο που δεν καλυπτόταν από την έκθεση απαιτήσεως.  [Βλ. Halil Kemal v. Georghios M. Kasti (1962) C.L.R. 317, Yiannakis Kyriacou Pourikkos v. Mehmed Fevzi (1963) 2 C.L.R. 24, Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84, Stylianou v. Manolis (1982) 1 C.L.R. 287, Fysco Constructing Co Ltd ν. Χριστάκη Γεωργίου (1991) 1 A.A.Δ. 1014.  Eπισημαίνουμε εδώ την προειδοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Pourikkos v. Fevzi (ανωτέρω) ότι αυτός ο χαλαρός τρόπος χειρισμού των γραπτών προτάσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόκληση σοβαρής αδικίας στην άλλη πλευρά και ακόμα την απόφαση στην Νicolaides and Another v. Yerolemi (ανωτέρω) στην οποία τονίστηκε πως, μετά το κλείσιμο της υπόθεσης και την έκδοση απόφασης, το Δικαστήριο πολύ σπάνια θα έπρεπε να παρέχει άδεια για τροποποίηση των γραπτών προτάσεων και αυτό μόνο εφόσο συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

Δεν υπάρχει καμιά εξαιρετική περίσταση στην προκείμενη περίπτωση.  Η ύπαρξη άλλων αγωγών σε σχέση με την ίδια σύμβαση δεν αίρει την ανάγκη για τελεσιδικία στην αγωγή που εκδικάστηκε.  Όταν η νομολογία παραπέμπει στην αρχή interest reipublicae ut sit finis litium, αναφέρεται στο επίδικο ζήτημα όπως αυτό προσδιορίστηκε και στην δικαστική απόφαση που το επέλυσε.

Η υπόθεση Ellis v. Scott (No. 2) [1965] 1 W.L.R. 276 (βλ. επίσης [1965] 1 Αll E.R. 3) στην οποία κυρίως στηρίχτηκαν οι εφεσείοντες, έχει πραγματικό υπόβαθρο εντελώς διαφορετικό.  Η άδεια για τροποποίηση δόθηκε ενόψει της αποκάλυψης, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, γεγονότος το οποίο φερόταν να διαφοροποιεί εντελώς την εικόνα ως προς ζωτικό σημείο.  Αλλά και πάλιν, διασφαλίστηκε πως η επανεκδίκαση που διατάχθηκε δεν θα αφορούσε στα ευρήματα και στα συμπεράσματα στα οποία είχε ήδη καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αυτά θα παρέμεναν ως η οριστική λύση των επιδίκων ζητημάτων που καλύπτονταν από τις γραπτές προτάσεις και εκδικάστηκαν.

[*664]Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο