Stavri & Conill Ltd ν. "Πλοίου ""Αθαν. Μανιάτης"" (Αρ. 1)" (1995) 1 ΑΑΔ 204

(1995) 1 ΑΑΔ 204

[*204] 15 Μαρτίου, 1995

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

STAVRI & CONILL SECURITIES VEPROCORP. FINANCIAL LTD.,

Ενάγοντες,

v.

ΤΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ "ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ" ΗΤΟΙ 265 ΤΟΝΩΝ ΠΥΡΟΜΑΧΙΚΩΝ (ΑΡ. 1),

Εναγόμενου.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 132/94).

Αίτηση για παράταση χρόνου — Χρόνος παραχώρησης εγγύησης καθορισμένος σε διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Ναυτοδικείου — Παράταση.

Διάταγμα σύλληψης φορτίου, εκδοθέν εκ συμφώνου από το Ανώτατο Δικαστήριο ως Ναυτοδικείο — Καθορισμός εγγύησης και χρόνου παραχώρησης της — Ευχέρεια ανανέωσης ή παράτασης — Συγκατάθεση της άλλης πλευράς.

Η ενάγουσα εταιρεία πέτυχε ένταλμα σύλληψης του φορτίου σε αγωγή της εναντίον του για το πληρωτέο ναύλο και αποζημιώσεις για παράβαση ναυλοσυμφώνου.

Ήταν όρος του διατάγματος, όπως τελικά διαμορφώθηκε και εκδόθηκε εκ συμφώνου, ότι η ενάγουσα θα παραχωρούσε τραπεζική εγγύηση ενός από τους διευθυντές της για £25.000.- μέσα σε σαράντα πέντε μέρες από 8.11.1994. Το ίδιο διάταγμα, προνοούσε επίσης ότι τυχόν δοθείσα εγγύηση του εναγομένου θα θεωρείται άκυρη και χωρίς καμιά ισχύ αν η ενάγουσα εταιρεία παρέλειπε να καταθέσει την τραπεζική εγγύηση στη ταχθείσα προθεσμία.

Το εναγόμενο φορτίο κατέθεσε τραπεζική εγγύηση 100.000 δολλαρίων Αμερικής όπως συμφωνήθηκε και διελάμβανε το διάταγμα.

Η ενάγουσα παράλειψε να δώσει την εγγύηση μέσα στην ταχθεί[*205]σα προθεσμία και καταχώρησε αίτηση για παράταση χρόνου.

Ο δικηγόρος της ενάγουσας, υπέβαλε ότι είναι δυνατή η παράταση προθεσμίας με βάση το θ.7 της Αγγλικής Δ.64 που ισχύει και στην Κύπρο κατ' εφαρμογή του θ.237 του Περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893 και ότι υπάρχει σχετική εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε, ότι:

(1) Υπάρχει εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου να παρατείνει προθεσμία που καθορίζει διάταγμα σε παρεμπίπτουσα αίτηση.

(2) Κατ' εξαίρεση, αν το διάταγμα εκδοθεί εκ συμφώνου, μόνο με τη συναίνεση των διαδίκων είναι επιτρεπτή η χορήγηση νέας προθεσμίας.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Australian Automatic Weighing Machine Company v. Walter [1891] W.N. 170.

Αίτηση.

Αίτηση σε Αγωγή Ναυτοδικείου, με την οποία η ενάγουσα εταιρεία ζητά παράταση της προθεσμίας που καθορίστηκε από διάταγμα ημερομηνίας 8/11/94 εκ συμφώνου για κατάθεση τραπεζικής εγγύησης.

Α. Γιωρκάτζης, για την Αιτήτρια.

Π. Ονουφρίου για Ν. Αναστασιάδη, για τον Καθ' ου η αίτηση.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Η ενάγουσα είναι κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Έχει την έδρα της στη Λευκωσία. Με την αγωγή της εγείρει αξίωση για 157.000 δολλάρια Αμερικής κατά φορτίου 265 τόνων όπλων και πυρομαχικών που μετέφερε το πλοίο "Αθανάσιος Μανιάτης" ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Τα όπλα είχαν φορτωθεί στο λιμάνι Πύργου (Burgas) Βουλγαρίας με προορισμό τη Λουάντα της Αγκόλας. [*206]

Η αγωγή καταχωρίστηκε την 4/10/94. Η απαίτηση που προβάλλει η ενάγουσα αφορά στο πληρωτέο ναύλο. Αξιώνει επίσης αποζημιώσεις για παράβαση ναυλοσυμφώνου. Την ίδια ημέρα, και ύστερα από σχετική αίτηση της ενάγουσας, εξέδωσα ένταλμα σύλληψης του φορτίου που στο μεταξύ είχε εκφορτωθεί και φυλασσόταν στη Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης 5.29 στη Λάρνακα. Φαίνεται, από τα στοιχεία του φακέλου, ότι η εκφόρτωση σε κυπριακό λιμάνι έγινε σε συνεννόηση με τις αρχές της Δημοκρατίας που, εν πάση περιπτώσει, έδωσα οδηγίες να ειδοποιηθούν εκ νέου. Το ένταλμα προχώρησε σε εκτέλεση αφού κατατέθηκε, σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος, από τον κ. Γεώργιο Σταυρή, ένα από τους διευθυντές της ενάγουσας, προσωπική εγγύηση Λ.Κ.20.000. Παράλληλα υπήρχε πρόνοια για απελευθέρωση του φορτίου αφού προηγουμένως παρεχόταν εγγύηση ύψους 100.000 δολλαρίων Αμερικής που θα ικανοποιούσε τον πρωτοκολλητή.

Στις 20/10/94 κατατέθηκε αίτηση για λογαριασμό του φορτίου με αίτημα την ακύρωση του εντάλματος κατάσχεσης ή διαζευτικά την αύξηση της εγγύησης που δόθηκε από την ενάγουσα σε Α.Κ.75.000. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση ημερ. 20/10/94 που έκαμε ο Pak Si Hong από τη Βόρεια Κορέα, που φέρεται σαν ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Αγκόλας "όπως αγοράσει, μεταφέρει και παραδώσει το εναγόμενο και υπό σύλληψη φορτίο στο λιμάνι της Λουάντα" (Βλέπε παράγραφος 1).

Κατά την ορισθείσα δικάσιμο η αίτηση, με πρωτοβουλία των διαδίκων, συμβιβάστηκε. Το αρχικό διάταγμα τροποποιήθηκε σε τρόπον ώστε η προσωπική εγγύηση του Γ. Σταυρή να αντικατασταθεί με τραπεζική εγγύηση ύψους Λ.Κ.25.000. Περαιτέρω με το σχετικό διάταγμα, που εκδόθηκε εκ συμφώνου στις 8/11/94, τάχθηκε προθεσμία 45 ημερών για κατάθεση της εγγύησης. Στο σημείο αυτό θα ήταν σωστό να αναφέρουμε τον ουσιώδη αυτό όρο, όπως ακριβώς διατυπώνεται στο τροποποιημένο διάταγμα:

"(β) σε περίπτωση παράλειψης της ενάγουσας εταιρείας να καταθέσει την τραπεζική εγγύηση των Λ.Κ.25.000 εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από σήμερα το διάταγμα σύλληψης του φορτίου θα θεωρείται άκυρο και η τυχόν δοθείσα παρά του εναγομένου εγγύηση θα θεωρείται άκυρη και ως μη έχουσα οποιαδήποτε ισχύ."

Είναι αναντίρρητο ότι η τραπεζική εγγύηση των 100.000 δολλαρίων Αμερικής εκ μέρους του φορτίου κατατέθηκε όπως συμ[*207]φωνήθηκε και όπως διαλαμβάνει το διάταγμα. Η εγγύηση παρασχέθηκε, όπως αναφέρεται στο κείμενο της "by order and for account of Mr. Pak Si Hong".

Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η προθεσμία των 45 ημερών, που αφορούσε μόνο στην εγγύηση της ενάγουσας, έληγε στις 23/12/94. Μέχρι την ημερομηνία εκείνη η εγγύηση της ενάγουσας δεν δόθηκε. Είναι όμως η υπόθεση που προβάλλει, την οποία υποστήριξε ενόρκως ο Γ. Σταυρή, ότι ο τελευταίος προσήλθε έγκαιρα στο Ανώτατο Δικαστήριο την τελευταία ημέρα της προθεσμίας, δηλαδή, την Παρασκευή 23/12, μαζί με τον πατέρα του, για να καταθέσει το ποσό της εγγύησης σε μετρητά, αλλά το δικαστήριο ήταν κλειστό λόγω της επικείμενης γιορτής των Χριστουγέννων. Γι' αυτό και δεν είναι σωστό να έχει οποιεσδήποτε συνέπειες από το γεγονός αυτό.

Επιβάλλεται να αναφερθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες το θέμα έχει αχθεί ενώπιόν μου. Στις 27/12/94 ο δικηγόρος του φορτίου ζήτησε με επιστολή του (που είναι στο φάκελο) να του επιστραφεί η εγγυητική των 100.000 δολλαρίων που κατέθεσε. Για το λόγο ότι η ενάγουσα παρέλειψε να παράσχει τη συμφωνηθείσα εγγύηση μέσα στην προβλεπόμενη από το διάταγμα προθεσμία. Αργότερα, την ίδια ημέρα, ο δικηγόρος της ενάγουσας με μήνυμα που στάληκε με φαξ κάλεσε τον πρωτοκολλητή να απορρίψει το αίτημα. Συγχρόνως τον ερώτησε κατά πόσον ήταν διατεθειμένος να δεχθεί την τραπεζική εγγύηση. Με την ίδια ευκαιρία τον ενημέρωσε για την ενέργεια του πελάτη του ως εξής:

"... την 23/12/94 και ώραν 11.45 π.μ. επισκέφθηκε το πρωτοκολητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου, ο εκπρόσωπος των πελατών μας Γιώργος Σταυρή για να καταθέσει την εγγύηση για το ποσό των £20.000 συμφώνως του διατάγματος ημερ. 8/11/94. Σύμφωνα με τους πελάτες μας το πρωτοκολλητείο ήταν κλειστό και ως εκ τούτου δεν μπόρεσε να κατατεθεί η εγγύηση."

Μπροστά στην έντονη διαμάχη που δημιουργήθηκε ο πρωτοκολλητής Α. Αγγελίδης αφού κατέγραψε σε σημείωμα ημερ. 28/12/94, που είναι στο φάκελο, τα διατρέξαντα ζήτησε καθοδήγηση από το δικαστήριο. Οι οδηγίες μου, που διαβιβάστηκαν αυθημερόν, ήταν πως το θέμα μόνο μέσω της δικαστικής οδού μπορούσε να διευκρινιστεί. Και για το σκοπό αυτό η κάθε πλευρά ήταν ελεύθερη να αποταθεί στο δικαστήριο για θεραπεία. [*208]

Στις 29/12/94 καταχωρίστηκε η πρώτη αίτηση εκ μέρους του φορτίου και του προμνησθέντος Pak Si Hong για (α) διάταγμα που να διατάζει την επιστροφή σε αυτούς της τραπεζικής εγγύησης για 100.000 δολλάρια, η οποία κατατέθηκε στις 15/11/94 και (β) δήλωση ότι η παραπάνω εγγύηση είναι άκυρη και ανίσχυρη λόγω της μη τήρησης από την ενάγουσα των όρων του διατάγματος της 8/11/94. Στις 3/1/95 ακολούθησε η κρινόμενη αίτηση της ενάγουσας για παράταση του χρόνου παράδοσης της εγγύσης. Η αίτηση αυτή ακούστηκε πρώτα και λόγω της συνάφειας της ακολούθησε αμέσως μετά η εκδίκαση της πρώτης αίτησης.

Η εκδοχή της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση του Γ. Σταυρή, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Ο Γ. Σταυρή είχε προβεί σε διευθέτηση με την Τράπεζα Κύπρου, Παράρτημα Αθηνών, να εκδώσει εγγυητική επιστολή για Λ.Κ.25.000, η οποία θα αναπλήρωνε την προσωπική ασφάλεια των Λ.Κ.20.000. Το παράρτημα Αθηνών συνεννοήθηκε να εκδώσουν και παραδώσουν την εγγυητική επιστολή στον κ. Σταυρή στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Κύπρου εδώ, στις 23/12/94. Η εμπλοκή της ημεδαπής Τράπεζας στη διαδικασία έκδοσης είχε προσωρινό χαρακτήρα. Η εγγύηση που θα έδινε θα ίσχυε μέχρι 3/1/95.

Στο μεταξύ, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, θα αποδεσμεύονταν εμπρόθεσμες καταθέσεις χρημάτων που διατηρούσε στις Αθήνες άλλη συνεργαζόμενη με τους ενάγοντες εταιρεία, γεγονός που θα επέτρεπε τελικά την παροχή της εγγύησης από το Παράρτημα Αθηνών. Την 23/12/94 πήγε στην Τράπεζα στη Λευκωσία, αλλά η επιστολή δεν ήταν έτοιμη λόγω απουσίας "του υπογράφοντος υπαλλήλου", όπως αναφέρει επί λέξει στην παράγραφο 6 της ένορκης του δήλωσης, και του ζήτησαν να επανέλθει αργότερα για να την παραλάβει. Ο ίδιος ανησύχησε (κατά την έκφρασή του) μήπως δεν ήταν έτοιμη η επιστολή και επειδή υπήρχε κίνδυνος να περάσει άπρακτος η προθεσμία ζήτησε από τον πατέρα του να καταθέσουν το ποσό των Λ.Κ.25.000 σε μετρητά στο δικαστήριο. Για το σκοπό αυτό συναντήθηκαν στο κτίριο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 11.45 π.μ., αλλά ήταν κλειστό "και παρά τις προσπάθειες μας δε βρήκαμε οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο" (παράγραφος 8 της ε/δ). Ας σημειωθεί ότι επισυνάφθηκε σαν τεκμήριο εγγυητικής επιστολής που φέρει ημερομηνία 2/1/95 το οποίο εξέδωσε το παράρτημα Αθηνών (τεκμ. Γ).

Την επίσκεψή τους τη θέτει μεταξύ 12.12 και 12.20 μ.μ. περίπου, αλλά οπωσδήποτε πριν από τις 12.30 μ.μ. Τα ίδια ακριβώς είπε στο δικηγόρο του αλλά λανθασμένα αναφέρεται στην πα[*209]ράγραφο 8 της ένορκης δήλωσης του ως χρόνος επίσκεψης η ώρα 11.45 π.μ., προφανώς από παρανόηση του δικηγόρου του.

Η εκδοχή της ενάγουσας αμφισβητήθηκε με μακρά αντεξέταση του κ. Σταυρή. Περαιτέρω κλήθηκε εκ μέρους του εναγομένου ο κ. Α. Αγγελίδης, Πρωτοκολλητής και ο Αρχιπρωτοκολλητής κ. Μ. Σάββα για να αποσαφηνιστεί το καίριο θέμα που έθιξε η ενάγουσα. Η μαρτυρία τους δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Είναι βολικό να αναφερθούμε εδώ στο ουσιαστικό της περιεχόμενο. Είναι γεγονός ότι κατά την κρίσιμη ημερομηνία επιτράπηκε στους υπαλλήλους να αποχωρήσουν νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα. Παρενθέτω ότι οι ώρες λειτουργίας του πρωτοκολλητείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίστηκαν από τον Καν. 2 του περί Ρυθμίσεως των Ωρών Λειτουργίας του Πρωτοκολλητείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1991 (επίσημη εφημερίδα αρ. 2639 της 18/10/91).

Κατά τον κανονισμό οι καταχωρήσεις σε σχέση με όλες τις δικαιοδοσίες "αρχίζουν μία ώρα μετά την έναρξη του ωραρίου της δημόσιας υπηρεσίας και λήγουν μιάμισυ ώρα πριν τη λήξη του ...". Έτσι κατά την εν λόγω ημερομηνία καταχώριση ήταν δυνατό να γίνει μέχρι την 1.00 μ.μ. Μέχρι την ώρα που σχόλασε ο κ. Αγγελίδης δηλαδή τη 12.15 περίπου δεν είχε προσκομισθεί το έγγραφο. Την 27/12/94, πρώτη ημέρα που ήταν ανοικτό το δικαστήριο μετά τα Χριστούγεννα ο κ. Σταυρή ανέφερε στον κ. Αγγελίδη από τηλεφώνου ότι ήλθε στο δικαστήριο στις 12.30 περίπου ότι είχε μαζί του τα χρήματα για να τα καταθέσει, αλλά έφυγε για το λόγο που αναφέρεται ανωτέρω. Είναι όμως αναντίλεκτο γεγονός ότι ο κ. Μ. Σάββα παρέμεινε στο γραφείο του στο Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι την 1.30 μ.μ. για την αντιμετώπιση επειγουσών υποθέσεων ναυτοδικείου. Ούτε όμως ο Γ. Σταυρή ούτε ο πατέρας του ήταν μεταξύ των επισκεπτών του.

Αντεξεταζόμενος ο κ. Σταυρή είπε ότι η είσοδος του κτιρίου του Ανωτάτου δικαστηρίου, που είναι πιο κοντά στο πρωτοκολλητείο του ναυτοδικείου, ήταν κλειδωμένη και μέσα "δεν υπήρχε ψυχή". Όλα τα κτίρια των δικαστηρίων ήταν κλειστά. Γνωρίζουμε όμως από αναντίλεκτη μαρτυρία, ότι ο κ. Μ. Σάββα ήταν στη θέση του μέχρι και την 1.30 μ.μ. και ότι η κύρια είσοδος του κτιρίου ήταν ανοικτή και μάλιστα για να χρησιμοποιήσω τη φράση του "ανοικτή διάπλατα". Όταν πιέστηκε πάνω στο θέμα αυτό, ο μάρτυς περιορίστηκε να πει ότι τον μόνο που γνώριζε ήταν τον κ. Αγγελίδη. Ασφαλώς κάποιος που ανησυχούσε, [*210] όπως μας λέγει ρητά στην ένορκη του δήλωση ο κ. Σταυρή και βρισκόταν στη θέση του, δε θα ήταν δύσκολο να διαπιστώσει την κατάσταση.

Ένα άλλο ζήτημα που έθιξε η αντεξέταση είναι ο χρόνος προσέλευσης που μας απασχόλησε ενωρίτερα. Πρώτα ο μάρτυς δικαιολογήθηκε λέγοντας 'είχα πει τους χρόνους αλλά βασικά δεν είχα διαβάσει ακριβώς την εξιστόρηση των γεγονότων για το χρόνο ...". Μετά, πιεζόμενος πάλι, παραδέχθηκε ότι διάβασε το επίμαχο σημείο την ένορκη του δήλωση, προτού την υπογράψει. Ωστόσο απέφυγε να αποκαταστήσει την αλήθεια διότι το θεώρησε επουσιώδες από τη μιά και ότι η διαδικασία διόρθωσης θα ήταν χρονοβόρα από την άλλη.

Στέκομαι σε ακόμα ένα σημείο της μαρτυρίας που είναι χαρακτηριστικό της ποιότητάς της. Στην ένορκη δήλωση του ο κ. Σταυρή ανέφερε ότι η εγγυητική επιστολή δεν του δόθηκε αμέσως από την Τράπεζα Κύπρου "λόγω απουσίας του υπογράφοντος υπαλλήλου". Η θέση του διαφοροποιήθηκε κατά την αντεξέτασή του. Έδωσε άλλο λόγο. Η καθυστέρηση, είπε, στην παράδοση της επιστολής οφειλόταν σε φόρτο εργασίας στην Τράπεζα. Εξηγώντας την αντιφατική του δήλωση είπε:

"Αυτό συνάδει με την αλήθεια. Λόγω φόρτου εργασίας και στενού χρονικού ορίου αντί να περιμένουμε τον υπάλληλο που ήταν στο τελευταίο στάδιο της εγγυητικής προτίμησα να έλθω στο δικαστήριο με μία ασφαλή υπαλλακτική λύση" (υπονοώντας την κατάθεση μετρητών).

Και μετά

"Όταν λέμε απουσίαζε ο υπάλληλος απουσίαζε λόγω φόρτου εργασίας"

Η ευρηματικότητα των δικαιολογιών του εντυπωσιάζει.

Έχω εκθέσει βασικές αδυναμίες της μαρτυρίας του κ. Σταυρή. Εξόσων έχω ακούσει δεν πείθομαι ότι η ενάγουσα δια του συμβούλου της ήταν έτοιμη και σε θέση, κατά την κρίσιμη ημερομηνία, να συμμορφωθεί με το διάταγμα και ότι αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω αποχώρησης του προσωπικού του δικαστηρίου προ της καθορισμένης ώρας. Ακόμη θα αναμενόταν εύλογα να υποστηρίξει την ιστορία του κ. Σταυρή ο πατέρας του. Αλλά δεν κλήθηκε να μαρτυρήσει ούτε λέχθηκε οτιδήποτε για την απουσία [*211] του. Υπογραμμίζω από το σημείο αυτό ότι η αξιολόγηση μου αφορά το περιορισμένο ζήτημα της τήρησης των όρων του διατάγματος. Αν σε άλλο στάδιο προκύψει θέμα αξιοπιστίας του κ. Σταυρή τούτο θα εξεταστεί ανεξάρτητα και με ευρύτημα πνεύματος. Απορρίπτοντας την εκδοχή της ενάγουσας οδηγούμαι στο συμπέρασμα πως δεν τήρησε το διάταγμα αναφορικά με την κατάθεση της εγγύησης των ΛΚ25.000 μέσα στον καθορισμένο χρόνο είτε με τη μορφή τραπεζικής εγγύησης είτε σε μετρητά.

Μία ακόμη σχετική παρατήρηση προτού κλείσω το θέμα, που ισχυροποιεί πιστεύω το συμπέρασμα μου, είναι ότι δεν προσκομίστηκε σαν τεκμήριο η προσωρινή εγγύηση που θα κάλυπτε την περίοδο 23/12/94 έως 3/1/95, όπως συνέβηκε με τη βασική εγγύηση της οποίας παρουσιάστηκε αντίγραφο. Είναι ένα στοιχείο που αποδυναμώνει την εκδοχή της ενάγουσας. Θα πρόσθετα ότι και στην περίπτωση ακόμη της προσκόμισης τέτοιας εγγύησης πριν από την πάροδο της προθεσμίας θα ήταν αμφίβολο αν συνιστούσε συμμόρφωση. Κι αυτό εξαιτίας της περιορισμένης χρονικής της διάρκειας.

Ο κ. Γιωρκάτζης υπέβαλε πως είναι δυνατή η παράταση προθεσμίας με βάση το Θ. 7 της αγγλικής Δ.64 που ισχύει και στην Κύπρο κατ' εφαρμογή του Θ. 237 του περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893. Ουσιαστικά επικαλέστηκε την εγγενή εξουσία του δικαστηρίου να παρατείνει προθεσμία που καθορίζει διάταγμα σε παρεμπίπτουσα αίτηση. Αυτό είναι ορθό. Ο κανόνας διατυπώνεται και αναλύεται στο Annual Practice του 1958 σελ. 1813 και επ. Υπάρχει όμως μία εξαίρεση. Αν το διάταγμα έχει εκδοθεί εκ συμφώνου, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, μόνο με τη συναίνεση των διαδίκων είναι επιτρεπτή η χορήγηση νέας προθεσμίας. Αυθεντία για την πρόταση αυτή αποτελεί η υπόθεση Australian Automatic Weighing Machine Company v. Walter [1891] W.N. 170. Η υπόθεση είναι δημοσιευμένη στο σύγγραμμα weekly Notes:

"Motion by the plaintiffs to enlarge the time limited for the defendant' s compliance with an order dated the 7th day of August, 1891. The order was made in chambers on the hearing of an application by the plaintiffs, and it was thereby by consent ordered that the defendant should, on or before the 31st day of August, 1891, transfer to the plaintiff company, or their nominee, certain shares in the company. The order was passed and entered, but it had not been complied with. It had not been served on the defendant. A motion was now made on behalf of [*212] the plaintiffs that the time limited by the order for the defendant to transfer the shares might be enlarged to the 2nd day of November, 1891, or four days after service of the order to be made on the present motion.

North J., refused to make any order on the motion, on the ground that an order made by consent could not be altered without consent."

Έτσι παρόλο που εκ των υστέρων εξασφαλίστηκε η τραπεζική εγγύηση δεν μου παρέχεται η ευχέρεια να ανανεώσω ή παρατείνω το χρόνο χωρίς τη συγκατάθεση των εναγομένων την οποίαν και έχουν αρνηθεί.

Η αίτηση ημερ. 3/1/95 για παράταση χρόνου απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της ενάγουσας/αιτήτριας.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο