Κασπαρής ν. Αχιλλέως (1995) 1 ΑΑΔ 492
print
Τίτλος:
Κασπαρής ν. Αχιλλέως (1995) 1 ΑΑΔ 492

(1995) 1 ΑΑΔ 492

22 Μαΐου, 1995.

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΣΠΑΡΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

ΜΕΛΗΣ Ή ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8261).

Έγγραφες προτάσεις — Περιεχόμενο εγγράφων προτάσεων — Δικογράφηση ουσιωδών γεγονότων — Παραδοχές αντιδίκου, ισχυρισμοί για κατάρτιση λογαριασμού που προβάλλεται υπό τύπο μαρτυρίας ή παραδοχής.

Μαρτυρία — Απόδειξη γεγονότων περιεχομένων στα δικόγραφα — Ορθότητα δικογράφησης μαρτυρίας — Δικογράφηση γεγονότων και όχι μαρτυρίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του Εφεσείοντα - ενάγοντα για υπόλοιπο ξυλουργικών εργασιών που εκτέλεσε για λογαριασμό του εφεσίβλητου - εναγόμενου σε δυό πολυκατοικίες του στη Λευκωσία και δέχτηκε την ανταπαίτησή του για υπερπληρωμή £465.

Με έφεση του, ο εφεσείων - ενάγων αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης με το επιχείρημα ότι εκδόθηκε επί τη βάση μαρτυρίας που εισήξε θέμα το οποίο συνιστούσε ειδική υπεράσπιση και που θα έπρεπε να προβληθεί στην έκθεση υπερασπίσεως, ώστε ο ίδιος να μη καταληφθεί εξ απροόπτου. Συγκεκριμένα, επιχειρηματολόγησε, ότι ο δικογραφημένος ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι τον υπερπλήρωσε, δεν ήταν αρκετός ώστε να γίνει δεκτή η μαρτυρία που αφορούσε τους μεταξύ τους λογαριασμούς ή παραδοχές πληρωμής.

Αποφασίστηκε, ότι:

(1) Ορθά προσεγγίστηκε η μαρτυρία αναφορικά με τις πληρωμές και παραδοχές πληρωμών του εφεσίβλητου - εναγόμενου προς τον εφεσείοντα - ενάγοντα ως μαρτυρία σχετιζόμενη με το δικογραφημένο ισχυρισμό του εφεσίβλητου - εναγόμενου περί υπερπληρωμής του εφεσείοντα - ενάγοντα, για την οποία δεν θα έπρεπε να γίνει ειδική αναφορά στην έκθεση υπερασπίσεως.

(2) Δεν είναι ορθό να περιέχονται στις γραπτές προτάσεις μαρτυρία που θα προσαχθεί προς απόδειξη γεγονότων που αναφέρονται σ' αυτές ούτε κατ' ισχυρισμόν παραδοχές του αντιδίκου, ούτε ισχυρισμοί για κατάρτιση λογαριασμού που προβάλλεται υπό τύπο μαρτυρίας ή παραδοχής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Νικολάου, Π.Ε.Δ. και Παπαδοπούλου, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου, 1990 (Αρ. Αγωγής 2968/95) με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση του για ισχυριζόμενον υπόλοιπον αμοιβής λόγω εκτελεσθείσας εργασίας και εκδόθηκε απόφαση στη βάση της ανταπαίτησης για £465,- υπέρ του εφεσίβλητου.

Π. Πετράκης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Δανός, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αντιδικία αφορούσε

(α) στο ύψος του ποσού που θα έπρεπε να καταβληθεί από τον εφεσίβλητο - εναγόμενο στον εφεσείοντα - ενάγοντα για ξυλουργικές εργασίες που εκτέλεσε για λογαριασμό του σε δυο πολυκατοικίες που ανεγείρονταν στη Λευκωσία, και,

(β) στο ποσό που πράγματι καταβλήθηκε από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα.

Συζητήθηκε ως μόνο επίδικο ζήτημα το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο ο εφεσίβλητος είχε πληρώσει στον Εφεσείοντα όχι £18.679 όπως διατεινόταν ο δεύτερος αλλά £26.700, δηλαδή £465 περισσότερες από το χρέος του· και κατ' ακολουθίαν η απόρριψη της αγωγής και η έκδοση απόφασης, στη βάση της ανταπαίτησης για £465, υπέρ του εφεσίβλητου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξονύχισε το σύνολο της μαρτυρίας διαπίστωσε πως δεν υπήρχε δείκτης με τη μορφή γραπτής μαρτυρίας που θα οδηγούσε με κάποια ασφάλεια προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Στην προχειρότητα που χαρακτήριζε τη συναλλαγή των διαδίκων, δείγματα της οποίας κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσετέθη ως επιστέγασμα η προσπάθειά τους να προωθήσουν τις αντίθετες θέσεις τους χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό προς την αλήθεια.

Υπήρχε αριθμός αποδείξεων πληρωμών αλλά ήταν καθαρό, όπως βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως δεν εκδίδονταν αποδείξεις για κάθε πληρωμή. Επίσης έγιναν πληρωμές με επιταγές αλλά δεν ήταν δυνατή η αντιστοίχισή τους προς τις αποδείξεις και, ακόμα, αφορούσαν σε μικρό μόνο μέρος των ποσών που είχαν καταβληθεί. Κατά τη δίκη ο εφεσείων μετακινήθηκε από τις θέσεις που πρόβαλε στην έκθεση απαιτήσεως αλλά εκείνο που αποτέλεσε τον καταλύτη ήταν η αδιαμφισβήτητη συνάντηση των δύο στην προσπάθεια να γεφυρωθούν οι διαφορές τους.

Η συνάντηση έγινε στην παρουσία του Σ. Δημητρίου που ήταν κοινός τους φίλος, εργολάβος οικοδομών και ο ίδιος. Η αντικειμενικότητα του Σ. Δημητρίου όπως την υποδήλωνε το περιεχόμενο της μαρτυρίας του αλλά και η ίση απόστασή του από τους διαδίκους, πρόσφερε τη διέξοδο. Η μαρτυρία του, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δέσποζε σαν φάρος, με φως αμυδρό μεν αλλά που του επέτρεπε να κινηθεί με ασφάλεια. Ο Σ. Δημητρίου ήταν βέβαιος πως κάθε άλλο παρά ο εφεσείων έβαλε στο τραπέζι την εκδοχή πως είχε εισπράξει μόνο £18.679. Ελέγχθηκαν όσα έγγραφα υπήρχαν, συζητήθηκε το θέμα και δέχθηκε ο εφεσείων πως είχε εισπράξει ποσό κατά πολύ μεγαλύτερο. Ο Σ. Δημητρίου ήταν βέβαιος πως αυτό το ποσό ήταν είτε £26.700 είτε £27.700. Ούτε μικρότερο ούτε μεγαλύτερο ούτε άλλο ενδιάμεσο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πήρε ως βάση, και δεν υπάρχει παράπονο γι' αυτό, το μικρότερο ποσό γιατί αυτό ήταν το ευνοϊκότερο για τα συμφέροντα του εφεσείοντα. Η αξία της εργασίας που εκτελέστηκε, όπως είναι πλέον δεκτό, ήταν £26.235 και απέμεινε υπόλοιπο £465 υπέρ του εφεσίβλητου για το οποίο και εκδόθηκε απόφαση όπως σημειώσαμε στην αρχή.

Ο Εφεσείων, ενώ δεν αμφισβητεί το δικαιολογημένο των αρνητικών παρατηρήσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ειλικρίνειά του, και βέβαια, την ορθότητα της κρίσης πως ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας, προτείνει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης όχι γιατί ισχυρίζεται πως ο Σ. Δημητρίου δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας αλλά γιατί, όπως υποστηρίζει, η απόφαση του Δικαστηρίου δεν συνάδει προς όσα συνέθεταν την υπόθεση του αντιδίκου του αλλά και προς την υπόλοιπη μαρτυρία που προσάχθηκε.

Η πρώτη εισήγηση στηρίζεται στην αντίληψη πως η μαρτυρία του Σ. Δημητρίου εισήξε θέμα που συνιστούσε ειδική υπεράσπιση που θα έπρεπε να είχε προβληθεί στην έκθεση υπερασπίσεως ώστε να μην καταληφθεί εξ απροόπτου. Τα διαδραματισθέντα κατά την κοινή συνάντηση των διαδίκων με το Σ. Δημητρίου ήταν κεντρικό ζήτημα στη διαδικασία και η μαρτυρία γ' αυτή εισάχθηκε χωρίς οποιαδήποτε ένσταση, αλλά δεν χρειάζεται να προσεγγίσουμε το θέμα από αυτή τη σκοπιά. Ο εφεσίβλητος έθεσε στην έκθεση υπερασπίσεως το βασικό του ισχυρισμό πως υπερπλήρωσε τον εφεσείοντα και, όπως βλέπουμε το θέμα στο πλαίσιο των περιστατικών της υπόθεσης, η μαρτυρία του Σ. Δημητρίου ορθά προσεγγίστηκε ως μαρτυρία αναφορικά με αυτό το επίδικο ζήτημα για την οποία δεν θα έπρεπε να αναμενόταν ειδική αναφορά στην έκθεση υπερασπίσεως. Στις γραπτές προτάσεις περιέχονται ουσιώδη γεγονότα και όχι η μαρτυρία που θα προσαχθεί προς απόδειξή τους και είναι σαφές πως ούτε κατ' ισχυρισμόν παραδοχές του αντιδίκου ούτε ισχυρισμοί για κατάρτιση λογαριασμού που προβάλλεται υπό τύπο μαρτυρίας ή παραδοχής είναι ορθό να περιέχονται στις γραπτές προτάσεις. (Βλ. "Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings" 12η έκδοση σελ. 37).

Η δεύτερη εισήγηση έχει να κάμει κυρίως με τις αποδείξεις εισπράξεως και τις επιταγές. Το σύνολο των ποσών στα οποία αναφέρονται ανέρχεται μόνο σε £24.139. Εφόσον προστεθούν άλλες £662 (£562 για ξυλεία που πλήρωσε ο εφεσίβλητος και £100 που παραδέχθηκε ο εφεσείων), το ποσό των £24.802 θα αποτελούσε, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, το μέγιστο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατέβαλε ο εφεσίβλητος.

Αυτή η αντίκρυση της μαρτυρίας παραγνωρίζει τον πυρήνα της πρωτόδικης απόφασης. Οι αποδείξεις πληρωμών και οι επιταγές, χωρίς κάποια αξιόπιστη επένδυσή τους με προφορική μαρτυρία, ήταν αφ' εαυτών μέσα απρόσφορα για την επίλυση της διαφοράς. Όπως τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, "τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί δεν οδηγούν από μόνα τους πουθενά". Δεν ακούσαμε κάτι το διαφορετικό κατά τη συζήτηση της έφεσης και κυρίως δεν διατυπώθηκε άλλη άποψη αναφορικά με τη σειρά των σκέψεων που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σ' αυτή την εκτίμηση.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε πως και με βάση τη λογική του εφεσείοντα, την οποία απέρριψε, το ποσό θα ανερχόταν σε £25.802 αφού θα έπρεπε να περιληφθούν σ' αυτό άλλες £1.000 που επίσης παραδέχθηκε ο εφεσείων ότι πληρώθηκε. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για παρέμβασή μας και δεν θα επεκταθούμε σε αυτά.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο