LIOUFIS AND CO LTD ν. Μιχαλάκη Ανδρονίκου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8767, 17 Ιουλίου 1996 LIOUFIS AND CO. LTD. ν. Μιχαλάκη Ανδρονίκου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8767, 17 Ιουλίου 1996

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8767

Ενώπιον: ΠΙΚΗ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

LIOUFIS AND CO. LTD., από τη Λευκωσία

Εφεσειόντων-Εναγόντων

ν.

Μιχαλάκη Ανδρονίκου, από τη Λευκωσία

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου

και

Πανίκου Παναγίδη, από τον Άγιο Δομέτιο

Εφεσιβλήτου-τριτοδιαδίκου

------------------

Ημερομηνία: 17 Ιουλίου 1996

Για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες: Χρ. Ιωαννίδου (κα) για Στ. Κιττή

Για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο: Θ. Μόντης

Για τον Εφεσίβλητο-Τριτοδιάδικο: Στ. Πολυβίου (κα)

------------------

ΑΠΟΦΑΣΗ

Πικής, Π.:-

Την πρώτη απόφαση θα δώσει ο Δικαστής Κρονίδης.

 

 

Κρονίδης, Δ.:-

Οι εφεσείοντες, όπως φαίνεται από τον τίτλο της έφεσης, είναι νομικό πρόσωπο, Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

Με το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής αξίωναν εναντίον του εναγομένου αποζημιώσεις ύψους £1.286,02 σεντ για ζημιές που υπέστησαν στο αυτοκίνητο υπ΄ αριθμό εγγραφής LE271, ιδιοκτησίας τους, συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που συνέβηκε την 21/2/1989 στον Άγιο Δομέτιο και οφείλετο στην αμέλεια του εναγομένου. Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος στην υπεράσπισή του αρνήθηκε ότι οι εφεσείοντες ήταν οι ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου LE271 και ακολούθως πρόβαλε διάφορους ισχυρισμούς όσον αφορά την αμέλεια. Ισχυρίσθηκε ότι το δυστύχημα προκλήθηκε από την αμέλεια και/ή παράβαση των νομίμων υποχρεώσεων του Πανίκου Παναγίδη τον οποίο με τη διαδικασία προσεπίκλησης κατέστησε τριτοδιάδικο στη διαδικασία.

Κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο κατέληξε ότι, ενώ επί της ουσίας οι εφεσείοντες επιτύγχαναν και επομένως θα εξέδιδε προς όφελός τους απόφαση για το ποσό των £874,=, εν τούτοις τελικά έκρινε ότι αυτό δεν καθίστατο δυνατό εφόσον, κατά την άποψή του, οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν (α) την ιδιότητα τους ως Εταιρεία και (β) την ιδιοκτησία τους όσον αφορά το αυτοκίνητο LE271. Ένεκα τούτου, απέρριψε την αγωγή. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε η οντότητα της εταιρείας και η ιδιοκτησία της επί του αυτοκινήτου.

Με την αντέφεση τους τόσο ο εφεσίβλητος-εναγόμενος όσο και ο εφεσίβλητος-τριτοδιάδικος προσβάλλουν το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά τα έξοδα και ισχυρίζονταν ότι λανθασμένα δεν επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο έξοδα υπέρ τους, αγνοώντας τον κανόνα ότι “τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα”. Επίσης, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των εφεσιβλήτων, εναγομένου και τριτοδιάδικου. Κατά την ακρόαση της έφεσης ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης αποσύρθηκε από τους δύο δικηγόρους που αντιπροσώπευαν τους δύο εφεσιβλήτους. Όσον αφορά το μέρος της αντέφεσης για τα έξοδα αμφότεροι δήλωσαν ότι ο λόγος αυτός θα ισχύσει εάν και εφόσον το Δικαστήριο απορρίψει την έφεση.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η γενική άρνηση όπως αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο της Έκθεσης Υπεράσπισης με την οποία αρνείται το περιεχόμενο της πρώτης παραγράφου της Έκθεσης Απαιτήσεως, δεν αναφέρεται στη νομιμοποίηση της ενάγουσας Εταιρείας αλλά μόνο στον ισχυρισμό ότι η τελευταία είναι ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου LE271.

Συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Η γενική άρνηση της πρώτης παραγράφου της Έκθεσης Υπερασπίσεως δεν μπορεί παρά να αναφέρεται αποκλειστικά στο θέμα της ιδιοκτησίας του αυτοκινήτου και όχι φυσικά στην οντότητα των εναγόντων. Τούτο προκύπτει αβίαστα και από το σύνολο του περιεχομένου της Έκθεσης Υπερασπίσεως όπου πουθενά δεν υπάρχει ισχυρισμός που να αμφισβητεί την οντότητα της Εταιρείας. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι εν πάση περιπτώσει είχε προσαχθεί μαρτυρία και επεσήμανε τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή του δυστυχήματος, τη μαρτυρία του Μ.4 εκτελεστικού Διευθυντού της Εταιρείας, τη μαρτυρία του Π. Πιττάκα, υπαλλήλου του λογιστηρίου της Εταιρείας Παυλίδης & Αραούζος όπου έγινε η επιδιόρθωση του αυτοκινήτου LE271, καθώς και στα τεκμήρια 2 και 3 τα οποία παρουσιάσθηκαν στο Δικαστήριο με τη συναίνεση των διαδίκων. Τελικά εισηγήθηκε, ότι προέκυπτε από το σύνολο της μαρτυρίας πως οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Οι συνήγοροι της άλλης πλευράς υποστήριξαν την πρωτόδικη προσέγγιση ότι δεν απεδείχθη με θετική μαρτυρία η οντότητα της Εταιρείας.

Όσον αφορά τη μαρτυρία του εκτελεστικού Διευθυντή των εφεσειόντων, είμαστε της άποψης ότι από μόνη της δεν θα ήταν πρόσφορη για την απόδειξη της νομικής οντότητας. Ο μάρτυρας απαντώντας σε ερώτηση κατά την κύρια εξέταση για τη σχέση του με τους εφεσείοντες, απάντησε ότι ήταν ο γενικός εκτελεστικός Διευθυντής της Εταιρείας. Αλλά, πέραν της μαρτυρίας του εκτελεστικού Διευθυντή των εφεσειόντων υπάρχει πληθώρα άλλης μαρτυρίας που κατέδειχνε ότι οι εφεσείοντες λειτουργούσαν ως Εταιρεία. Η μαρτυρία αυτή είναι διάχυτη στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, και ενδεικτικά αναφέρουμε τα τεκμήρια 2 και 3, τιμολόγια τα οποία εξέδωσε στο όνομα των εφεσειόντων η Εταιρεία Παυλίδης & Αραούζος που επιδιόρθωσαν τις ζημιές στο αυτοκίνητό τους, και τα οποία τιμολόγια παρουσιάσθηκαν στον Δικαστήριο με τη σύμφωνη γνώμη των εφεσιβλήτων. Πέραν τούτου, οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν με τους εφεσείοντες κατά τη διάρκεια της ακρόασης ότι η ενάγουσα Εταιρεία (εφεσείοντες) δικαιούταν να πληρωθεί ποσό £70,= για την απώλεια χρήσεως του αυτοκινήτου LE271 επί πλήρους ευθύνης.

Αυτή η μαρτυρία ήταν αρκετή για την έγερση μαχητού τεκμηρίου κανονικότητος: omnia praesumuntur rite ac solemniter esse acta (Βλέπε Cross on Evidence, 5th Edition, p.46, όπου αναφέρεται: “Τhe principle applies to corporations, so proof that a company has acted as such is evidence that it was duly incorporated.).

Αυτό το τεκμήριο δεν αντικρούστηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων και αποβαίνει καθοριστικό. Στην υπόθεση Queen v. Langton (1876) 2 QBD 296, το Αγγλικό Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ομόφωνα αποφάσισε ότι μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η προβαλλόμενη ως Εταιρεία διεξήγαγε εργασίες ως τέτοια, ήταν αρκετή προς απόδειξη της ύπαρξής της (Βλ. K.N.G. Autoparts Ltd. v. Μιχάλη Ιωάννου, Πολιτική Έφεση 8872, ημερομηνίας 25/6/96).

Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε καταλήγοντας ότι η ύπαρξη της Εταιρείας δεν είχε αποδειχθεί.

Το δεύτερο σκέλος της έφεσης στρέφεται εναντίον του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την ιδιοκτησία τους επί του αυτοκινήτου αρ. εγγραφής LE271.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι καθ΄ όλη την ακροαματική διαδικασία δεν αμφισβητήθηκε η ιδιοκτησία των εφεσειόντων επί του αυτοκινήτου. Μας παρέπεμψε δε σε αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης, μεταξύ των οποίων και του αστυνομικού εξεταστού του δυστυχήματος, τόσο κατά την κύρια εξέταση του όσο και κατά την αντεξέτασή του από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι η μαρτυρία αυτή επί του θέματος της ιδιοκτησίας είναι μη αποδεκτή γιατί είναι εξ ακοής μαρτυρία. Συμφωνούμε στο σημείο αυτό με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο μάρτυρας έδωσε τη μαρτυρία αυτή αναγιγνώσκοντας έγγραφο το οποίο ουδέποτε παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Υπάρχει όμως πληθώρα άλλης αποδεκτής μαρτυρίας με βάση την οποία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου LE271.

Πέραν της μαρτυρίας του εκτελεστικού Διευθυντού των εφεσειόντων υπάρχει άλλη μαρτυρία που αποδεικνύει την κατοχή και χρήση του αυτοκινήτου από τους εφεσείοντες. Η κατοχή και χρήση του αυτοκινήτου από τους εφεσείοντες αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη της ιδιοκτησίας (Βλέπε Cross on Evidence, 5th Edition, p.644 όπου αναφέρεται: “Possession is prima facie evidence of ownership, and a second way which ownership may be proved is by proof of possession of the property in question.”).

Αλλά, πέραν των πιο πάνω, όλοι οι διάδικοι μέσω των δικηγόρων τους, με κοινή δήλωσή τους, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, προέβησαν σε παραδοχή γεγονότων χωρίς καμιά επιφύλαξη, ότι η ενάγουσα Εταιρεία δικαιούται να πληρωθεί ποσό £70,= για την απώλεια χρήσεως του αυτοκινήτου υπ΄ αριθμό εγγραφής LE271 επί πλήρους ευθύνης.

Ο ισχυρισμός των δικηγόρων των εφεσιβλήτων ότι η δήλωση αυτή έγινε υπό την αίρεση της απόδειξης της ιδιοκτησίας του αυτοκινήτου LE271 δεν βρίσκει έρεισμα στο κείμενο ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τέτοια επιφύλαξη δεν υπάρχει στο κείμενο της δήλωσης, ούτε είναι δυνατό να υπονοηθεί ότι υπάρχει ή να προστεθεί εκ των υστέρων.

Καταλήγουμε, για τους πιο πάνω λόγους, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην απόφασή του ότι δεν είχε αποδειχθεί η ιδιοκτησία των εφεσειόντων επί του αυτοκινήτου LE271.

H έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου-εναγομένου, για το ποσό των £874,= πλέον έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση.

Εκδίδεται επίσης (επί της διαδικασίας προσεπικλήσεως) απόφαση υπέρ του εναγομένου και εναντίον του τριτοδιαδίκου για το ήμισυ του επιδικασθέντος ποσού και το ήμισυ των εξόδων που θα καταβληθούν από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο στους εφεσείοντες.

Επειδή τα έξοδα της όλης διαδικασίας δεν μπορούν να διαχωρισθούν σε έξοδα της αγωγής και έξοδα της διαδικασίας προσεπικλήσεως και νοουμένου ότι ο εφεσίβλητος-τριτοδιάδικος θα επιβαρυνθεί με το ήμισυ των εξόδων που θα πληρώσει ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, έχουμε καταλήξει όπως μη εκδόσουμε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα σχετικά με τη διαδικασία προσεπικλήσεως.

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Μ. Κρονίδης,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο