ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ 8942.
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.
Ντίνος Μούγης, από τη Λεμεσό,
Εφεσείων-Εναγό μενος,
ν.
Χαράλαμπου Σπανούδη, από τη Λευκωσία,
Εφεσίβλητο-Ενά γοντα.
____________________
25 Σεπτεμβρίου, 1996
.Για τον Εφεσείοντα: Γ. Δ. Γεωργίου.
Για τον Εφεσίβλητο: Ντ. Παπαδόπουλος για Λ. Παπαφιλίππου.
____________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της αποφάσεως Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση του εφεσείοντα για ακύρωση της ερήμην απόφασης η οποία είχε εκδοθεί εναντίον του.Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την έφεση έχουν ως πιο κάτω:
Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 17.6.87 και το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 29.6.87. Σαν ημερομηνία εμφάνισης του εφεσείοντα όριζε τις 11.9.87. Ο εφεσείων δεν εμφανίσθηκε και ο εφεσίβλητος προχώρησε σε απόδειξη της υπόθεσης του στις 12.11.87. Στη συνέχεια, την 1.12.87, εκδόθηκε ένταλμα κινητών το οποίο επεστράφη ανεκτέλεστο διότι ο εφεσείων στερείτο κινητής περιουσίας. Ακολούθησε δεύτερη απόπειρα εκτέλεσης του εντάλματος η οποία απέτυχε για τον ίδιο λόγο. Στις 31.5.88 καταχωρήθηκε αίτηση μηνιαίων δόσεων, εναντίον του εφεσείοντα η οποία επεδόθηκε στον ίδιο. Ο εφεσείων παρουσιάσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου δια τους σκοπούς της αίτησης την 1.7.88 και το δικαστήριο την όρισε για ακρόαση στις 13.9.88 με οδηγίες να καταχωρηθεί ένσταση εντός 35 ημερών. Ο εφεσείων παρέλειψε να εμφανισθεί στις 13.9.88 και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του. Μετά την εκτέλεση του εντάλματος συλλήψεως ο εφεσείων εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 22.10.88 και δέχθηκε να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος με μηνιαίες δόσεις £15.- Ο εφεσείων κατέβαλε τις δόσεις των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1988. Στη συνέχεια παρέλειψε να πληρώσει οποιαδήποτε άλλη δόση και από τις 21.2.89 μέχρι 23.11.89 καταχωρήθηκαν 4 αιτήσεις για έκδοση εντάλματος φυλάκισης του. Σαν αποτέλεσμα των 4 εκείνων αιτήσεων εκδόθηκαν 4 εντάλματα φυλακίσεως του, στις 13.4.89, 1.7.89, 17.11.89 και 5.4.90. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την έκδοση του εντάλματος φυλακίσεως στην τρίτη αίτηση - ημερ. 1.9.89 - ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο ο οποίος δήλωσε ότι ο εφεσείων δέχεται τα γεγονότα όπως φαίνονται στην αίτηση και ζήτησε να του δοθεί χρόνος να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος.
Η αίτηση για ακύρωση της ερήμην αποφάσεως καταχωρήθηκε στις 24.1.91. Προς υποστήριξη της καταχωρήθηκαν διαδοχικά 3 ένορκες δηλώσεις. Ωστόσο στις ένορκες δηλώσεις δεν δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση του εφεσείοντα να αποταθεί για ακύρωση της απόφασης. Γίνεται αναφορά σε γεγονότα που σχετίζονται με την υπεράσπιση του εφεσείοντα. Δίνονται, επίσης, οι λόγοι για την μη εμφάνιση του εφεσείοντα στη διαδικασία της αγωγής. Αποτελούνται από τη διαβεβαίωση του συνεναγόμενου του ότι θα διευθετούσε την υπόθεση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη δικαιολογία που είχε προβάλει ο εφεσείων για την μη εμφάνιση στη διαδικασία της απόφασης και γενικά στη διαδικασία στην αγωγή. Θεώρησε ότι δεν υπήρχε δικαιολογία για την παράλειψη του να εμφανισθεί και υπερασπισθεί στην αγωγή. Παρόλο ότι βρήκε ότι ο εφεσείων είχε κάποια ανταπαίτηση, η οποία θα οδηγούσε στην ακύρωση της απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.
Κύριος λόγος απόρριψης της αίτησης ήταν η συμπεριφορά του εφεσείοντα και η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης. Βάθρο για την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτέλεσε η απόφαση στη Φυλακτού κ.α. ν. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204.
Αγορεύοντας ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι υπήρχαν λόγοι που δικαιολογούσαν την καθυστέρηση. Ανάγονται στην απώλεια του φακέλου του δικαστηρίου. Εφόσο το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι θα παραμέριζε την απόφαση αν δεν είχε μεσολαβήσει η καθυστέρηση θα πρέπει να επιτραπεί η έφεση για να δοθεί στον εφεσείοντα το δικαίωμα ν΄ ακουσθεί και να παρουσιάσει την υπόθεση του.
Για τους λόγους που φαίνονται πιο κάτω προχωρήσαμε αμέσως στην απόρριψη της έφεσης χωρίς να ακούσουμε επιχειρηματολογία εκ μέρους του εφεσίβλητου.
Η ακύρωση απόφασης που εκδίδεται στην απουσία διαδίκου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι αρχές με βάσει τις οποίες ασκείται η σχετική διακριτική ευχέρεια συνοψίσθηκαν ως πιο κάτω από τον Δικαστή Πική - όπως ήταν τότε - στη Φυλακτού (πιο πάνω), στη σελ. 210:
“Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο πρέπει να προσπαθεί να ισοζυγίζει δυο παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδης για την απονομή της δικαιοσύνης. Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφαλίσεως από τη μια, του δικαιώματος ακροάσεως του διαδίκου και την ανάγκη διασφαλίσεως ταχείας διεκπεραιώσεως των δικαστικών υποθέσεων, από την άλλη. Η ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευχέρειας αλλά ένα καθ΄ όλα αποφασιστικό παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Αυτή η αρχή είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο παράγοντα ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή την ανάγκη να υποστηριχθεί η τελεσιδικία.
To αποτέλεσμα της νομολογίας είναι ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να εφευβρίσκει τρόπους αφαίρεσης από τους διαδίκους του δικαιώματος τους να ακουστούν στην υπόθεση τους εφόσο αποκαλύπτουν υπεράσπιση. Ωστόσο το δικαστήριο, μπορεί, οπωσδήποτε, να αρνηθεί να επανανοίξει μια υπόθεση εάν η συμπεριφορά ενός διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης. Οσάκις η διαγωγή του διαδίκου ο οποίος αιτείται παραμερισμό απόφασης δεν δύναται να συγχωρεθεί λόγω εμφανούς καταφρονήσεως της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου το δικαστήριο μπορεί κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αρνηθεί ακύρωση της απόφασης.”
Ο παράγοντας της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης που μνημονεύεται στην Φυλακτού (πιο πάνω) πηγάζει και από ρητή συνταγματική επιταγή. Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι “έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ... δικαιούται ανεπηρεάστου δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου ...”. ΄Εχει δε νομολογηθεί ότι το καθήκον για την εξασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 βαρύνει τις δικαστικές αρχές (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 222, Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 257, Re Μαγκάκης, Αίτηση 161/90, 6.12.90, Re Παπανικολάου (1991) 1 Α.Α.Δ. 152)
.Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 (β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988).
Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσιμη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα λοιπόν με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διαδίκους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). Η διασφάλιση υπογραμμίζει την σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της
(H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989)). Παρόλο ότι μπορεί να λεχθεί ότι υπεύθυνοι για την πρόοδο της πολιτικής διαδικασίας είναι οι διάδικοι αυτό δεν απαλλάσσει τα δικαστήρια από την ευθύνη να διασφαλίσουν συμμόρφωση με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain, Series A, 157, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).Επιστρέφοντας στα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης τα κυρίαρχα ζητήματα είναι τρία:
(1) Η αίτηση για παραμερισμό της ερήμην απόφασης καταχωρήθηκε
38 μήνες μετά την έκδοση της.
(2) Πριν την καταχώρηση της αίτησης είχαν μεσολαβήσει 7 διαβήματα
για την είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους - 2 απόπειρες εκτέλεσης
εντάλματος κινητών, 1 αίτηση μηνιαίων δόσεων και 4 αιτήσεις
φυλακίσεως.
(3) Ο εφεσείων είχε πριν την καταχώρηση της αίτησης πληρώσει το
ποσό των £30.- έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Και στη
διάρκεια της ακρόασης της τρίτης αίτησης φυλακίσεως δέχθηκε
τα γεγονότα όπως αναφέροντο στην αίτηση.
Περαιτέρω, ο εφεσείων δεν έχει εξηγήσει με οποιοδήποτε τρόπο την καθυστέρηση του και την αδράνεια του, παρά τα διαβήματα που είχε λάβει ο εφεσίβλητος για την είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους. Θεωρούμε ότι η διαγωγή του εφεσείοντα, λεπτομέρειες της οποίας φαίνονται πιο πάνω, αποτελεί κατάφωρη περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Επανάνοιγμα της υπόθεσης λαμβανομένης υπόψη της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αιτήσεως και της όλης διαγωγής του εφεσείοντα, θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Περαιτέρω, θα παραβίαζε το συνταγματικό δικαίωμα του αντιδίκου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο, θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία των θεσμών της απονομής της δικαιοσύνης και θα τους εξέθετε σε χλευασμό. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου και η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο