ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8807
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΔΔ.Γεωργίου Κ. Σπύρου,
Εφεσείων-ενάγων,
ν.
Σπύρου Χριστοδούλου,
Εφεσίβλητου-εναγομένου.
- - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
26.11.96ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον εφεσείοντα: κ. Ντ. Παπαδόπουλος για κ. Παπαφιλίππου.
Για τον εφεσίβλητο: Ουδεμία εμφάνιση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 26.1.88 ο εναγόμενος-εφεσίβλητος βρισκόταν σταθμευμένος με το ταξί του ΤPX 242 στη δεξιά πλευρά της Λεωφόρου Κέννετυ στη Λευκωσία. Από το σημείο αυτό ξεκίνησε και διάσχισε διαγωνίως τη λεωφόρο με σκοπό να πάει στην αριστερή πλευρά και να συνεχίσει την πορεία του. Ενώ έπραττε τούτο, απέκοψε το δρόμο του ενάγοντα-εφεσείοντα που οδηγούσε το αυτοκίνητο του MV 237 από την αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν, παρόλον ότι, σε μία προσπάθεια αποφυγής της σύγκρουσης, ο εφεσείων έστριψε προς τα δεξιά και χρησιμοποίησε τα φρένα του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσίβλητο ένοχο αμέλειας και τον εφεσείοντα υπεύθυνο για συντρέχουσα αμέλεια, κατά 75% και 25% αντίστοιχα. Ακολούθως το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τη μαρτυρία για τις ζημιές, αποφάνθηκε ότι το ποσό των ζημιών δεν αποδείχθηκε ενώπιον του και απέρριψε τόσο την απαίτηση όσο και την ανταπαίτηση.
O εφεσείων προσβάλλει τόσο την απόφαση για συντρέχουσα αμέλεια όσο και την απόρριψη της απαίτησης του για αποζημιώσεις.
Η βάση πάνω στην οποία το Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσείοντα υπεύθυνο συντρέχουσας αμέλειας ήταν η υπερβολική για τις περιστάσεις, κατά την κρίση του, ταχύτητα του εφεσείοντα, την οποία συμπέρανε με βάση το μήκος των ιχνών τροχοπεδήσεως του οχήματος του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη τροχοπεδήσεως μήκους 67 ποδών και μετά από διακοπή 13 ποδών άλλα 44 πόδια μέχρι το σημείο της σύγκρουσης. Κατά τη διάρκεια της δίκης προεβλήθη η θέση ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το ένα μέρος των ιχνών τροχοπεδήσεως ανήκαν στο ίδιο αυτοκίνητο αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή και κατά τη γνώμη μας ήταν εντός της διακριτικής του ευχέρειας να πράξει τούτο κάτω από τις συνθήκες και είναι ένα εύρημα στο οποίο δεν είμαστε διατεθειμένοι να επέμβουμε.
Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι, ο πρωτόδικος Δικαστής, χωρίς να έχει τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα για τη σημασία των ιχνών τροχοπέδησης, ενήργησε ο ίδιος ως εμπειρογνώμονας, κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα για την ταχύτητα του εφεσείοντα. Πάνω στο σημείο αυτό στη σελ.12 της απόφασής του ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει τα ακόλουθα:
“Επίσης δεν δέχομαι από τους ισχυρισμούς του ενάγοντα ότι η ταχύτητα του ήτο μόνο 30 μ.α.ω. Λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση που κάλυψε χρησιμοποιώντας τα φρένα του οχήματος του και κάποια απόσταση σκέψεως που προηγείται λογικά της χρήσεως των φρένων, μου φαίνεται αδιανόητο να μην μπορέσει να ακινητοποιήσει το όχημα του εάν εκινείτο με ταχύτητα 30 μ.α.ω μόνο. Πιστεύω ότι η ταχύτητα του ήταν μεγαλύτερη. Επαναλαμβάνω ότι φθάνω εις το εύρημα αυτό χρησιμοποιώντας την απλή λογική και όχι μετατρέπων τον εαυτό μου σε ειδικό επί του θέματος.”
Σύμφωνα με τη νομολογία μας, οποτεδήποτε τίθεται ζήτημα υπολογισμού της ταχύτητας οχήματος με βάση τα ίχνη τροχοπέδησης, χρειάζεται μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονα και δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήγει σε συμπεράσματα για την ταχύτητα του οχήματος, με βάση τα πιο πάνω, στην απουσία μαρτυρίας ειδικού. (Δέστε
Salih and Another v. Sofocleous and Others (1979) 1 C.L.R. 248, Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 33, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175, Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1). Στην παρούσα περίπτωση, όπως φαίνεται από το απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστή που παραθέτουμε πιο πάνω, αυτός κατέληξε σε συμπέρασμα για την ταχύτητα, δηλαδή ότι αυτή ήταν πέραν των 30 μ.α.ω., βασιζόμενος στα ίχνη τροχοπέδησης του οχήματος και ενεργώντας ο ίδιος ως εμπειρογνώμονας. Ως εκ τούτου, βρίσκουμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα ευσταθεί.Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρχαν και άλλα δεδομένα πέραν των ιχνών τροχοπέδησης, δηλαδή η βιαιότητα της σύγκρουσης που προκύπτει από το μέγεθος των ζημιών στα αυτοκίνητα και η περιορισμένη ορατότητα λόγω της ύπαρξης στροφής λίγο πριν το σημείο της σύγκρουσης, τα οποία δεν σχολίασε το Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1(B) C.L.R. 1007 το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης, το είδος του οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα, καθώς και τη δύναμη της σύγκρουσης όπως προέκυπτε από τι ζημιές και τη μετακίνηση του οχήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ταχύτητα του οδηγού ήταν πολύ μεγαλύτερη των 40 μιλίων την ώρα που ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του. Η θέση του αντιδίκου ότι το Δικαστήριο ενήργησε ως εμπειρογνώμονας δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο, το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ.1018:
“All the above dicta related to particular instances in which the trial Judges had turned themselves into experts in a manner unwarranted by the situation before them and, therefore, do not lead to the conclusion that a trial judge is prevented from looking at the real and other relevant evidence establishing the totality of the circumstances in which an accident has happened, and from drawing inferences and reaching conclusions as regards the existence of liability for negligence, not in the form of an expert opinion but as a matter of sheer common sense; and this is what has happened in the present case in relation to the complained of passage in the judgment of the trial Court which has been quoted above.”
Η αποτυχία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να συνεκτιμήσει τα πιο πάνω δεν μας εμποδίζει από του να καταλήξουμε εμείς στα συμπεράσματά μας, γιατί έχοντας τη σχετική μαρτυρία ενώπιον μας είμαστε σε θέση, κρίνοντας τη σημασία της, να προβούμε στην εξαγωγή των δικών μας συμπερασμάτων. Συνεκτιμώντας το μεγάλο μήκος των ιχνών τροχοπέδησης, το γεγονός της βιαίας σύγκρουσης, καθώς και την περιορισμένη ορατότητα, βρίσκουμε ότι η ταχύτητα του εφεσείοντα ήταν τέτοια υπό τις περιστάσεις που δεν του επέτρεπε να αντιδράσει εγκαίρως σε πιθανό κίνδυνο και ως εκ τούτου ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.
Θεωρούμε δε ότι το ποσοστό των 25% που καθόρισε το Δικαστήριο είναι λογικό υπό τις συνθήκες.Αναφορικά με το δεύτερο λόγο της έφεσης, δηλαδή τον σχετικό με την απόρριψη του αιτήματος για αποζημιώσεις, η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εκείνη του Μ.Ε.3 για τον εφεσείοντα, ειδικού εμπειρογνώμονα Τζιρκαλλή. Ο μάρτυρας αυτός είχε καταθέσει ότι είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα μετά τη σύγκρουση και ανέφερε ότι οι ζημιές του ήταν τέτοιες που θα ήταν ασύμφορο να επιδιορθωθεί και το θεώρησε ότι είχε καταστραφεί ολοσχερώς (total loss). Πρόσθεσε ότι η αξία τού ότι απέμεινε μετά το ατύχημα (salvage value) ήταν μόνο £800. Σε ερώτηση στην αντεξέταση ανεφέρθη στην ημερομηνία εγγραφής του αυτοκινήτου και στην αξία των ανταλλακτικών που θα χρειάζονταν για επιδιόρθωση. Τέλος, στην αντεξέταση και πάλιν, επί του θέματος της αξίας του αυτοκινήτου μετά το ατύχημα, ο μάρτυρας ανέφερε ότι οι £800 που ανέφερε ήταν η εκτίμηση που είχε κάμει, αλλά δεν απέκλειε η αξία αυτή να ήταν και £500 ή και £1.000. Το
πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την όλη μαρτυρία του Μ.Ε.3 επί του θέματος ως “ατεκμηρίωτη, αυθαίρετη, μη ικανοποιητική και αναξιόπιστη”. Έκρινε δε ότι αναφορικά με την αξία του αυτοκινήτου μετά το ατύχημα ο μάρτυρας την τροποποίησε ώστε να υπάρχει δυνατότητα να συμφωνά με τον ισχυρισμό του ενάγοντα, ο οποίος κατέθεσε ότι πώλησε το αυτοκίνητο για £500. Ουδέποτε όμως τέθηκε στο μάρτυρα ότι γνώριζε για το ποσό της πώλησης αυτής και ότι αυτός ήταν ο λόγος της μαρτυρίας του στην αντεξέταση επί του θέματος. Θεωρούμε ότι ο λόγος αυτός που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να θεωρήσει το μάρτυρα αναξιόπιστο, ουδόλως ευσταθεί. Ούτε προκύπτει εξ αντικειμένου αυτός ο συσχετισμός έχοντας υπόψη τη φύση του θέματος.Επιπρόσθετα, απερρίφθη και η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού αναφορικά με την αξία του οχήματος πριν το ατύχημα, για το λόγο ότι δεν είχε δει το αυτοκίνητο πριν το ατύχημα. Ο λόγος αυτός, ότι δηλαδή ο εμπειρογνώμονας δεν είχε δει το αυτοκίνητο πριν από το ατυχημα δεν μπορεί από μόνος του να αποτελεί λόγο για απόρριψη της μαρτυρίας του αναφορικά με την αξία του αυτοκινήτου πριν το ατύχημα, γιατί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ο μάρτυρας θα μπορούσε να εκφράσει γνώμη χωρίς να έχει δει το αυτοκίνητο, θέμα που δεν εξέτασε το Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης, σχολιάζοντας το θέμα, ανέφερε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.3 αναφορικά με την αξία των εξαρτημάτων που θα χρειάζονταν αν επιδιορθωνόταν το όχημα ήταν εξ ακοής μαρτυρία και υπό τις περιστάσεις θα έπρεπε να είχε δοθεί η μαρτυρία εκείνων που πωλούν τα εξαρτήματα αυτά. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι ουδέποτε ο μάρτυρας αυτός βασίστηκε στην ακριβή αξία συγκεκριμένων ανταλλακτικών, αλλά ως ειδικός που έχει αποκτήσει πείρα επί του θέματος έκρινε γενικά από τις ζημιές του οχήματος ότι οποιαδήποτε επιδιόρθωση του θα ήταν ασύμφορη κάτω από τις περιστάσεις. Το κόστος αυτό, όπως το έκρινε ο ειδικός βασιζόμενος στις δικές του γνώσεις επί του θέματος καθώς και στην αξία του αυτοκινήτου μετά το ατύχημα, ήταν τα κριτήρια που έδωσε ο μάρτυρας για την εκτίμηση του και έτσι το εύρημα
του Δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας δεν έδωσε κριτήρια ήταν λανθασμένο.Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες βρίσκουμε ότι οι λόγοι που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να απορρίψει τη μαρτυρία του ειδικού ως ατεκμηρίωτη, αυθαίρετη και αναξιόπιστη δεν δικαιολογούνται υπό τις περιστάσεις.
Κατά συνέπεια η έφεση γίνεται μερικώς αποδεκτή. Το εύρημα του Δικαστηρίου για συντρέχουσα αμέλεια επικυρώνεται. Αναφορικά με τις αποζημιώσεις εκδίδεται διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα-ενάγοντα.
Δ.
Δ.
Δ.
/Χ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο