Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 1 ΑΑΔ 134

(1996) 1 ΑΑΔ 134

[*134] 8 Φεβρουαρίου, 1996

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (ΑΡ. 2),

Καθ' ων η Αίτηση.

(Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/95)

Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου—Εξουσία του Δικαστηρίου να διατάσσει επανάνοιγμα υπόθεσης όταν κρίνει ότι το απαιτούν οι ανάγκες.

Πολιτική Δικονομία — Επανάνοιγμα υπόθεσης — Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου να διατάσσει επανάνοιγμα υπόθεσης όταν κρίνει ότι το απαιτούν οι ανάγκες.

Μετά την απόρριψη αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα για επανάνοιγμα της υπόθεσης, το Δικαστήριο αποφάσισε, διαφωνούντων των Πική, Π., Νικήτα Δ., και Αρτέμη, Δ., όπως επανανοίξει η υπόθεση δυνάμει της Σύμφυτης Εξουσίας του Δικαστηρίου, για να ακουστούν οι διάδικοι αναφορικά με τα ακόλουθα θέματα:

(α) Δυνατότητα μη αναδρομικότητας ή μόνο μελλοντικής ισχύος τυχόν ανατρεπτικής απόφασης της Angelides v. Peta and Others (1988)1 C.L.R. 173 και

(β) Η κατά το Σύνταγμα δυνατότητα ανατροπής προηγούμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με την οποία κηρύσσεται νόμος αντισυνταγματικός.

Ο Αρτεμίδης Δ., συμφώνησε με την πλειοψηφία σαν φυσικό επακόλουθο των απόψεων που εξέφρασε στις δύο ξεχωριστές αποφάσεις του στις 8.12.1995 και 22.1.1996, όπου υποστήριξε αντίστοιχα, την [*135]επανασυζήτηση της υπόθεσης για να αγορεύσουν οι δικηγόροι των αιτηθέντων όπως παρέμβουν και το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για επανάνοιγμα της υπόθεσης για να ασχοληθεί με τα επίμαχα ζητήματα.

Ο Πικής, Π., εξήγησε τους λόγους της διαφωνίας του στη ληφθείσα απόφαση. Ανέφερε, ότι η επίλυση των θεμάτων που τίθενται προς συζήτηση και για τα οποία επιζητούνται οι απόψεις των διαδίκων μέσω του επανανοίγματος της υπόθεσης δεν αφορούν τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ούτε τη θέση των διαδίκων επ' αυτών, αλλά νομικά ζητήματα τα οποία αναφύονται σε σχέση με την έκβαση της αίτησης, η επίλυση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στην κρίση του Δικαστηρίου. Επιπλέον τα επίδικα θέματα και οι θέσεις των διαδίκων επ' αυτών διατυπώθηκαν με σαφήνεια και δεν ήταν δυνατό να επανανοίξει η υπόθεση αφού το επανάνοιγμα δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν της αναζήτησης διευκρινίσεων επί των επιδίκων θεμάτων και θέσεων παν διαδίκων επ' αυτών. Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' ακουστεί, ανέφερε, πλήττει το θεμέλιο των κανόνων απονομής της δικαιοσύνης που συναρτά την τελεσιδικία με το κλείσιμο της υπόθεσης παν αντιδίκων.

Ο Νικήτας, Δ., διαφώνησε επίσης με την απόφαση της πλειοψηφίας. Στήριξε τη διαφωνία του στη σταθερή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι μόνο οψιγενή γεγονότα μπορούν να οδηγήσουν σε επανάνοιγμα υπόθεσης από το ίδιο το Δικαστήριο. Στην υπό συζήτηση υπόθεση, πρόσθεσε, τα θέματα για τα οποία θα ακούετο επιχειρηματολογία μετά το επανάνοιγμα της υπόθεσης είχαν ανακινηθεί από την αρχή. Η σοβαρότητα της υπόθεσης, κατέληξε, που αποτέλεσε την κινητήρια σκέψη για την ενέργεια δεν μεταβάλλει το κριτήριο ούτε διαφοροποιεί το καθήκον του Δικαστηρίου να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης του.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία όπως επανανοίξει η υπόθεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Angelides v. Peta and Others (1988) 1 C.L.R. 173,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Αρ. 1), (1996) 1 Α.Α.Δ. 49,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Αρ. 2), (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034,

[*136]

Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848,

Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659,

Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 416/88,445/88, ημερομ. 14.2.1992,

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1), (1993) 3 Α.Α.Δ. 165,

Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239,

Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ.2), (1994) 2 Α.Α.Δ. 225.

Εκλογική Αίτηση 1/95.

Απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απεφασίσθη ότι η απόρριψη της αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα για επανάνοιγμα της υπόθεσης λόγω του ότι εστερείτο δικονομικού ή άλλου παραδεκτού ερείσματος δεν περιστέλλει τη Συμφυή Εξουσία του Δικαστηρίου να προχωρήσει το ίδιο στο επανάνοιγμα της.

Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Ευσταθίου, για τους Καθ' ων η αίτηση 1.

Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση 2.

Γ. Αγαπίου, για τους Καθ' ων η αίτηση 3.

Π. Δημητρίου, για τους Καθ' ων η αίτηση 4.

Καμιά εμφάνιση για τους Καθ' ων η αίτηση 5.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Αποφασίζεται, διαφωνούντων των Πική, Π., Νικήτα, Δ., και Αρτεμη, Δ., όπως επανανοίξει η υπόθεση για να ακουστούν οι διάδικοι, αναφορικά με τα ακόλουθα δυο θέματα:-

(α) Δυνατότητα μη αναδρομικότητας ή μόνο μελλοντικής ισχύος τυχόν ανατρεπτικής απόφασης της Angelides v. Peta and Others (1988) 1 C.L.R. 173· και

(β) Η κατά το Σύνταγμα δυνατότητα ανατροπής προηγούμενης [*137] απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με την οποία κηρύσσεται νόμος συνταγματικός.

Ακολουθεί το αιτιολογικό της απόφασης της πλειοψηφίας που θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.

Ο Δικαστής Αρτεμίδης θα εκδώσει ξεχωριστή απόφαση.

Στη συνέχεια, θα δοθούν οι αποφάσεις της μειοψηφίας, Πική, Π., Νικήτα, Δ., και Αρτεμη, Δ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Αυτή είναι η απόφαση των Δικαστών Δημητριάδη, Παπαδόπουλου, Χ'' Τσαγγάρη, Νικολαΐδη, Νικολάου και εμένα.

Η απόρριψη της αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα για επανάνοιγμα της υπόθεσης επειδή, όπως έκρινε η πλειοψηφία, εστερείτο δικονομικού ή άλλου παραδεκτού ερείσματος, δεν περιστέλλει αλλά αφήνει άθικτη τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου να προχωρήσει το ίδιο στο επανάνοιγμα εφόσον κρίνει ότι το απαιτούν οι ανάγκες- όπως έγινε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις που αναφέρονται στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστή Νικολάου, ημερομηνίας 22 Ιανουαρίου 1996.

Προκρίναμε το επανάνοιγμα της υπόθεσης στην παρούσα περίπτωση, χωρίς να προκαταλαμβάνουμε οτιδήποτε, επειδή θεωρούμε ενδεδειγμένο να μή περιοριστεί το Δικαστήριο στη δική του έρευνα ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη πτυχών, ίσως σχετικών προς τη τελική κατάληξη, στις οποίες οι διάδικοι δεν κατηύθυναν την προσοχή τους κατά τις αγορεύσεις τους. Ιδιαίτερα ενόψει του μεγάλης σημασίας πολιτειακού ζητήματος που εγείρεται.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η συμφωνία μου, με την πλειοψηφία των συναδέλφων είναι το φυσικό επακόλουθο των απόψεων που εξέφρασα στις δύο ξεχωριστές αποφάσεις μου, στις 8.12.95 και 22.1.96. Στην πρώτη μόνος υποστήριξα την επανασυζήτηση της υπόθεσης για να επιχειρηματολογήσουν και οι συνήγοροι ομάδας βουλευτών του ΔΗΚΟ, που πρότειναν να παρέμβουν στη διαδικασία. Αποδοχή εκείνης της αιτήσεως θα έδιδε την ευκαιρία στο Γενικό Εισαγγελέα, και τα υπόλοιπα μέρη, να αγορεύσουν πάνω στα ζητήματα, όπως σήμερα έχουν διατυπωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στη δεύτερη εξέφρασα πάλιν την άποψη, αυτή τη φορά με το συνάδελφο Φρ. Νικολαΐδη, πως το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για το [*138] επανάνοιγμα της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί με τα επίμαχα ζητήματα, θ' άπρεπε να γίνει αποδεκτό.

Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι απόλυτα και αναντίρρητα σεβαστές. Αυτά που λέγω, αμέσως πιο πάνω, απλώς αποτελούν την αιτιολόγηση της συμμετοχής μου στην πλειοψηφία του Δικαστηρίου πάνω στο σημερινό ζήτημα.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας για το επανάνοιγμα της υπόθεσης καθορίζει την πορεία που θα ακολουθηθεί από το Δικαστήριο.

Στην απόφαση αυτή εξηγώ τους λόγους της διαφωνίας μου με την απόφαση που έχει ληφθεί.

Αρχίζω με την υπόμνηση της διαπίστωσης η οποία γίνεται στην απόφαση μας της 22ας Ιανουαρίου, 1996 - (Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων, (Εκλογική Αίτηση 1/95, απόφαση πλειοψηφίας)), σύμφωνα με την οποία:-

"Η σπουδαιότητα του θέματος το οποίο κρίνεται δε μεταβάλλει, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση μας της 8ης Δεκεμβρίου, 1995, τους κανόνες της διαδικασίας, ούτε μετατοπίζει τις παραμέτρους της αντιδικίας. Η σοβαρότητα της υπόθεσης δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος διαφοροποιεί την αντιμετώπιση της."

Το αντικείμενο της εκλογικής αίτησης της οποίας επιλαμβανόμεθα είναι, όπως εξηγείται στην ίδια απόφαση, "...η εγκυρότητα της εκλογής του κ. Κατσαμπά στο βουλευτικό αξίωμα" - (βλ., επίσης, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων, (Εκλογική Αίτηση 1/95, απόφαση πλειοψηφίας - 8/12/1995)).

Επίσης, στην ίδια απόφαση (22/1/1996) διαπιστώνεται ότι:-

(α) τα επίδικα θέματα της εκλογικής αίτησης "... προσδιορίστηκαν εξ- αρχής με μεγάλη ακρίβεια"·

(β) στο επίκεντρο της αντιδικίας είναι"... η συνταγματικότητα του Ν. 95/86, κρινόμενου υπό το πρίσμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Angelides v. Pete and Others'' (1988) 1 C.L.R. 173.

(γ) "Στο επίμαχο θέμα, οι διάδικοι, περιλαμβανομένου του Εφόρου Αναπληρωματικής Εκλογής, είχαν την ευκαιρία να [*139] ακουστούν και ν' αναπτύξουν τις θέσεις τους στο πλαίσιο της δίκης."

Τα θέματα τα οποία τίθενται προς συζήτηση και για τα οποία επιζητούνται οι απόψεις των διαδίκων, μέσω του επανανοίγματος της υπόθεσης, δεν αφορούν, ούτε τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, ούτε τη θέση των διαδίκων επ' αυτών, αλλά νομικά ζητήματα τα οποία αναφύονται σε σχέση με την έκβαση της αίτησης. Η επίλυση τους ανάγεται, αποκλειστικά, στην κρίση του Δικαστηρίου.

Η δυνατότητα επανανοίγματος υπόθεσης, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοτική βάση στην οποία θεμελιώνεται και το εύρος της ευχέρειας που παρέχεται, δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν της αναζήτησης διευκρινίσεων για τα επίδικα θέματα και της θέσης των μερών επ' αυτών. Στην παρούσα υπόθεση, τόσο τα επίδικα θέματα, όσο και οι θέσεις των διαδίκων, διατυπώθηκαν με σαφήνεια. Πέραν του σημείου εκείνου, η άσκηση της εξουσίας για το επανάνοιγμα υπόθεσης απολήγει, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, στην επανακρόαση της υπόθεσης, κατ' αντίθεση προς το δικαιϊκό σύστημα αντιδικίας, στο οποίο εντάσσεται η παρούσα υπόθεση, και την αρ-χή της τελεσιδικίας, η οποία συναρτάται με την έκδοση, μετά το κλείσιμο της υπόθεσης των αντιδίκων, της ετυμηγορίας του δικαστηρίου. Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας της 22ας Ιανουαρίου, 1996:- (σελ. 16)

"Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' ακουστεί πλήττει το θεμέλιο των κανόνων απονομής της δικαιοσύνης, που συναρτά την τελεσιδικία με το κλείσιμο της υπόθεσης, των αντιδίκων."

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, δε θα επεκταθώ στη διερεύνηση του δικαιοδοτικού βάθρου της εξουσίας" του δικαστηρίου να διατάξει το επανάνοιγμα υπόθεσης μετά την επιφύλαξη της απόφασης και κατά πόσο αυτή διαφέρει από την αρχή που διατυπώνεται σε σειρά αποφάσεων, στις οποίες έγινε αναφορά στην απόφαση μας της 22ας Ιανουαρίου, 1996 - (Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848· Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659·Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (Υποθέσεις Αρ. 416/88 και 445/88 -14/2/92)· και Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1), (1993) 3 Α.Α.Δ. 165. Βλ., επίσης, Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, 1245).

Πρέπει, επίσης, να διευκρινίσω ότι, ό,τι εγείρεται είναι το επα[*140]νάνοιγμα της υπόθεσης η οποία εκδικάζεται βάσει του συστήματος αντιδικίας, το πλαίσιο εκδίκασης της οποίας διακρίνεται από εκείνο που διέπει την εκδίκαση προσφυγών βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, όπου ισχύει το εξεταστικό σύστημα διαδικασίας.

Όπως υποδεικνύεται στην απόφαση μας της 8ης Δεκεμβρίου, 1995, η διαδικασία για την εκδίκαση εκλογικών αιτήσεων ασκείται σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, ο οποίος, στην προκείμενη περίπτωση, ορίζει (Άρθρο 57) ότι ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από το Διαδικαστικό Κανονισμό, ο οποίος συναρτά την εκδίκαση τους με το σύστημα αντιδικίας - (βλ. τον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1981).

Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, 1995. Η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε.

Έργο του δικαστηρίου είναι η έκδοση της ετυμηγορίας του μόλις αχθεί σ' αυτή, όπως επισημαίνεται στη Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ.2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225 και επαναλαμβάνεται στην απόφαση μας της 22ας Ιανουαρίου, 1996.

Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο τάχθηκα εναντίον του επανανοίγματος της υπόθεσης, είναι γιατί τα ερωτήματα που τίθενται τείνουν να μεταβάλουν και μετατοπίσουν τα επίδικα θέματα της εκλογικής αίτησης.

Όπως έχουμε διαπιστώσει στις προηγούμενες αποφάσεις μας (αποφάσεις πλειοψηφίας 8/12/1995 και 22/1/1996), το επίδικο θέμα της εκλογικής αίτησης είναι η εγκυρότητα της πράξης ή απόφασης του Εφόρου Αναπληρωματικής Εκλογής για την ανακήρυξη του κ. Κατσαμπά στο βουλευτικό αξίωμα.

Ο Έφορος Αναπληρωματικής Εκλογής συνιστά, όπως αναφέρεται στην απόφαση μας της 22ας Ιανουαρίου, 1996: "πολιτειακό όργανο στο οποίο εναποτίθεται η εξουσία, η άσκηση της οποίας απολήγουσα στην εκλογή του κ. Κατσαμπά στο βουλευτικό αξίωμα αμφισβητείται και αποτελεί το επίδικο θέμα της εκλογικής αίτησης." - (απόφαση πλειοψηφίας, σελ. 12-13).

Το Άρθρο 179.2 του Συντάγματος, ορίζει ότι κανένας νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων "ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητι[*141]κόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ' οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος".

Η παράγραφος 2 του Άρθρου 179 υποθεμελιώνει την αρχή της υπεροχής του Συντάγματος, η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 179.1, που καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας.

Το Άρθρο 179.2 καθιστά την εναρμόνιση με το Σύνταγμα το μέτρο του παραδεκτού, όχι μόνο των νόμων, αλλά και των αποφάσεων των πολιτειακών οργάνων στον τομέα της εκτελεστικής και διοικητικής λειτουργίας.

Η συνταγματικότητα της πράξης ή απόφασης του Εφόρου Αναπληρωματικής Εκλογής για την ανακήρυξη του κ. Κατσαμπά στο βουλευτικό αξίωμα είναι το επίδικο θέμα της εκλογικής αίτησης και όχι η απόφαση στην Angelides v. Peta and Others, (ανωτέρω)· η σχετικότητα της οποίας έγκειται στη διαφώτιση που παρέχει ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος, σε συνάρτηση με τις διατάξεις του περί Πληρώσεως Κενωθείσης Βουλευτικής Έδρας Νόμου του 1986, (Ν. 95/86). Τόσο στην Angelides, όσο και σ' αυτή την υπόθεση, το επίδικο θέμα είναι η συνταγματικότητα της πράξης ή απόφασης για ανακήρυξη προσώπου στο βουλευτικό αξίωμα. Μόνο έμμεσα εγείρεται η συνταγματικότητα του Ν. 95/86. Η συνταγματικότητα νόμου αποτελεί το επίδικο θέμα δικαστικής διαδικασίας μόνο σε περιπτώσεις Αναφορών για την κρίση της συνταγματικότητας νόμων ή διατάξεων τους, όπως ορίζεται στα Άρθρα 140,141,142 και 143 του Συντάγματος, και βάσει του Άρθρου 144, στο βαθμό που προβλέπεται από τις διατάξεις του. Επίσης, η συνταγματικότητα νόμου ή του Προϋπολογισμού μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής του Προέδρου, για τους λόγους που καθορίζονται στα Άρθρα 137 και 138 του Συντάγματος.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η πλειοψηφία αποφάσισε, στη διάρκεια της σύσκεψης για την έκδοση της τελικής απόφασης στην εκλογική αυτή αίτηση, να ανοίξει ξανά η υπόθεση για να αναπτυχθεί επιχειρηματολογία από τους διαδίκους αναφορικά με δύο ζητήματα:

(α) τη δυνατότητα μη αναδρομικότητας ή μόνο μελλοντικής ισχύος τυχόν ανατρεπτικής απόφασης της Angelides v. Peta and Others (1988) 1 C.L.R. 173, και, [*142]

(β) την κατά το Σύνταγμα δυνατότητα ανατροπής προηγούμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με την οποία κηρύσσεται νόμος συνταγματικός.

Έχω αντίθετη τοποθέτηση. Θα υπομνήσω πρώτα τα σχετικά γεγονότα: Η ακρόαση της κύριας αίτησης ολοκληρώθηκε στις 14 περασμένου Σεπτεμβρίου όταν επιφυλάχθηκε η έκδοση απόφασης.

Στο μεταξύ ασχοληθήκαμε με δύο αιτήσεις που υποβλήθηκαν χωριστά αλλά συνεκδικάστηκαν. Ήταν αιτήσεις για παρέμβαση από αριθμό βουλευτών, αλλά αποφασίστηκε στις 8 Δεκεμβρίου, 1995, πως δεν χωρεί στην προκείμενη περίπτωση μία τέτοια δικονομική ενέργεια. Επιληφθήκαμε μετά του αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, που πρωταρχικά υπέβαλε προφορικά και αργότερα με γραπτή του αίτηση "να του επιτραπεί να ακουστεί και/ή να ακουστεί περαιτέρω".

Τα ερωτήματα που τώρα τίθενται συνδέονται άμεσα - είναι τα ίδια ή όμοια - με όσα ο Γενικός Εισαγγελέας πρόβαλε στις παραγράφους 4 και 5 της αίτησης του. Τις παραθέτω:

"4. Ενδεχόμενη αποδοχή της εκλογικής αίτησης θα συνεπάγεται όχι μόνο την κήρυξη νομοθετήματος σαν αντισυνταγματικού αλλά και ανατροπή απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σαν Εκλογοδικείου με την οποία το υπό κρίση νομοθέτημα κρίθηκε συνταγματικό, και επί του οποίου βασίστηκε η σημερινή σύνθεση και συγκρότηση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αναμφίβολα, μια τέτοια εξέλιξη θα έχει σοβαρό αντίκτυπο πάνω στη σύνθεση πολιτειακού οργάνου του κράτους και στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όλα αυτά τα θέματα θα πρέπει να τύχουν περαιτέρω σχολιασμού από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με βάση το υλικό που είναι τώρα διαθέσιμο, συμπεριλαμβανομένων και των ενδιαμέσων αποφάσεων του Εκλογοδικείου ημ. 8.12.1995.

5. Ενόψει και των πιο πάνω, θα τεθεί ενώπιον του Εκλογοδικείου επιχειρηματολογία όχι μόνο για τη συνταγματική ισχύ και εγκυρότητα του υπό κρίση νομοθετήματος αλλά και για την εμβέλεια ενδεχόμενης ακυρωτικής απόφασης του Εκλογοδικείου, κατά πόσο δηλαδή θα πρέπει η οποιαδήποτε ακυρωτική απόφαση του Εκλογοδικείου να έχει αναδρομική ισχύ ή να έχει μόνο μελλοντική ισχύ, όπως τώρα συμβαίνει στο πλαίσιο άλλων συνταγματικών συστημάτων (prospective overruling)." [*143]

Παίρνω το πρώτο ερώτημα. Οι επιπτώσεις δικαστικής απόφασης δεν αποτέλεσαν ποτέ οδηγό ή γνώμονα για το περιεχόμενο της. Όμως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το θέμα δεν εγείρεται άμεσα για επίλυση. Θεμελιακό γνώρισμα του νομικού μας συστήματος είναι ότι ασχολείται με συγκεκριμένα μόνο ζητήματα και θεραπείες που αποτελούν αντικείμενο του ένδικου μέσου που προβλέπει ο νόμος και νόμιμα κάμνει χρήση ο διάδικος. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται θεμάτων θεωρητικού ή ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Σχετική είναι η πολύ πρόσφατη Αγγλική απόφαση Wyko Group pic and Others v. Cooper Roller Bearings Co Ltd The Times Law Reports 4th December, 1995. Την αναφέρω γιατί υπάρχει ταυτότητα προσέγγισης στις δύο δικαιοδοσίες.

Κατά την αντίληψη μου είναι ανεπίπτρεπτος ο συσχετισμός της αρχής της αναδρομικότητας με την ενδεχόμενη ανατροπή της υπόθεσης Angelides, ανωτέρω. Ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν μεταβάλλεται ούτε είναι από οποιαδήποτε άποψη σωστό να εξαρτηθεί από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

Μία από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου, 1995, ήταν ότι "επίκεντρο της αντιδικίας είναι η συνταγματικότητα του νόμου Ν. 95/86, κρινόμενου υπό το πρίσμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Angelides v. Peta and Others" Πρέπει να υπογραμμισθεί στο σημείο αυτό ότι ο δικηγόρος του αιτητή κ. Κληρίδης έθιξε με πρώτη ευκαιρία και χωρίς περιστροφές θέμα ανατροπής της πιο πάνω απόφασης. Κάθε πτυχή της συνταγματικότητας της σχετικής νομοθεσίας υπό το πρίσμα της απόφασης Angelides είχε ανοίξει. Και οποιοιδήποτε δικαστικοί προβληματισμοί θα μπορούσαν να βρουν διέξοδο στο πλαίσιο της κανονικής διεξαγωγής της δίκης.

Τα επτά Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψαν το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα. Η αιτιολογική σκέψη της απόφασης εντοπίζεται στην εξής περικοπή που αποτελεί και την κατακλείδα της: "Στην προκείμενη περίπτωση, τα επίδικα θέματα προσδιορίστηκαν εξ αρχής με μεγάλη ακρίβεια. Το αίτημα για επανάνοιγμα της υπόθεσης δεν συναρτάται με οποιαδήποτε νέα γεγονότα         "

Είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι μόνο οψιγενή γεγονότα μπορεί να οδηγήσουν στο άνοιγμα υπόθεσης από το ίδιο το Δικαστήριο. Παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848, Παπαϊωάννου και Άλλοι (Αρ.1) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659 και τις αποφάσεις στις προσφυγές Αρ. 416/88 και 445/88, Ορφανίδης και[*144] Άλλοι ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14 Φεβρουαρίου, 1992. Το στοιχείο αυτό ελλείπει ολότελα όπως διέγνωσε η απόφαση στο απόσπασμα που μόλις παρέθεσα. Εδώ τα θέματα για τα οποία θα ακουστεί επιχειρηματολογία δεν είναι καν οψιφανή. Ανακινήθηκαν από την αρχή. Θεωρώ λοιπόν αντιφατική προς την απόφαση της πλειοψηφίας της 22ας Ιανουαρίου, 1996, τη νέα προσέγγιση. Η σοβαρότητα της υπόθεσης που αποτελεί την κινητήρια σκέψη για την ενέργεια δεν μεταβάλλει το κριτήριο ούτε διαφοροποιεί το καθήκον του Δικαστηρίου να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης του.

Παρατηρώ ακόμη ότι, σύμφωνα με την απόφαση Κουδουνάρη ν. Γενικού Έφορου Εκλογών (1991) 1 Α.Α.Δ. 1000, η Βουλή των Αντιπροσώπων (καθ' ης η αίτηση 1) δεν έπρεπε να ήταν καν διάδικος και είναι αμφίβολο αν η εκλογική αίτηση μπορούσε να στραφεί και εναντίον των δύο κομμάτων, του Δημοκρατικού Συναγερμού και των Φιλελευθέρων, που είναι οι καθ' ων η αίτηση 4 και 5 αντίστοιχα.

Η δικαστική προβληματική δεν είναι απεριόριστη. Έχει τις δεσμεύσεις που η ίδια η δικαστική εξουσία έχει επιβάλει με τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκα. Για ένα πολύ καλό λόγο. Προσφέρει το δικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαπλάθεται το δίκαιο. Είναι το αίμα του ουσιαστικού δικαίου. Γι' αυτό και δεν συμμερίζομαι την άποψη της πλειοψηφίας.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να μελετήσω τις αποφάσεις των Πική, Π., και Νικήτα, Δ., και συμφωνώ με τις αρχές και τα όσα περιέχονται σ' αυτές. Ως αποτέλεσμα του γεγονότος τούτου, θεωρώ ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα επανανοίγματος της υπόθεσης. Αλλά και, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, δεν αισθάνομαι οποιαδήποτε ανάγκη περαιτέρω αγορεύσεων ή διευκρινίσεων αναφορικά με τα δύο ζητήματα σχετικά με τα οποία η πλειοψηφία αποφάσισε το επανάγοιγμα της υπόθεσης.

Αποφασίζεται κατά πλειοψηφία όπως επανανοίξει η υπόθεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο