Louis Georges Fashions Ltd κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 272

(1996) 1 ΑΑΔ 272

[*272] 20 Μαρτίου, 1996

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ LOUIS GEORGES FASHIONS LTD ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 9150/94 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, ΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΟΥΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.10.1995 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ Η ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18.5.1995 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ ΑΙΤΟΥΝΤΟ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9.5.1995.

(Αίτηση Αρ. 198/95)

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Ανατοκισμός — Απόρριψη αίτησης για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εναγομένου —Αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης certiorari προς ακύρωση με τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία ένεκα παρανομίας εμφανούς στην έκθεση απαιτήσεως λόγω αξίωσης από ανατοκισμό — Απορρίφθηκε, το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει απόφαση και αν ακόμη εύρισκε ανατοκισμό, παραγνωρίζοντας το παρανόμως αξιωθέν.

Η Τράπεζα Κύπρου Λτδ καταχώρισε αγωγή εναντίον των αιτητών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας την είσπραξη χρέους από τραπεζικά δάνεια στο πλαίσιο λογαριασμών και αίτηση για συνοπτική απόφαση στην οποία οι εναγόμενοι δεν καταχώρισαν ένσταση, ούτε εμφανίστηκαν κατά την ακρόαση της.

Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της τράπεζας. Οι εναγόμενοι καταχώρισαν αίτηση για παραμερισμό της. Ένας από τους προ-βληθέντες λόγους ήταν η ύπαρξη παρανομίας εκ μέρους της τράπεζας με την απαίτηση για τόκο προερχόμενο από ανατοκισμό. [*273]

Η αίτηση των εναγομένων απορρίφθηκε. Ένας από τους λόγους αφ' ενός ήταν ή εντελώς αδικαιολόγητη απουσία τους κατά την εκδίκαση της αίτησης και αφ' ετέρου η ανυπαρξία υπεράσπισης. Η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε, αλλά οι εναγόμενοι καταχώρισαν στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για άδεια που να τους επιτρέπει να καταχωρίσουν αίτηση certiorari με σκοπό την ακύρωση της.

Ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι εφόσον η ίδια η έκθεση απαιτήσεως αποκάλυπτε παρανομία, δηλαδή απαίτηση για τόκο από ανατοκισμό, το Δικαστήριο έπρεπε να τη λάβει υπόψη και να παραμερίσει την απόφαση. Εφόσον δεν το έπραξε ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας, εισηγήθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

(1) Δεν υπήρξε θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας, διότι το Δικαστήριο και αν ακόμη αποφάσιζε ότι υπήρξε παρανομία, δηλαδή απαίτηση προερχόμενη από ανατοκισμό, θα μπορούσε να εκδώσει απόφαση παραγνωρίζοντας το εξ ανατοκισμού παρανόμως απαιτούμενο ποσό.

(2) Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε με βάση το ενώπιον του αποδεικτικό υλικό, ότι δεν υπήρξε ανατοκισμός και η ορθότητα αυτής της κατάληξης δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί με προνομιακά εντάλματα.

                                                   Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Snell v. Unity Finance Ltd [1963] 3 All E.R. 50,

Turkish Bank of Nicosia Ltd v. Cukurova and Others (1977) 1 C.L.R. 233,

Τράπεζα Κύπρου και Άλλος ν. Coudounaris Food Products Ltd και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641,

Armah v. Government of Ghana [1966] 3 All E.R. 177,

Anisminic Ltd v. Foreign Compensation Commission and Another [1969] 1 All E.R. 208. [*274]

Αίτηση.

Αίτηση για άδεια για υποβολή αίτησης με σκοπό την έκδοση προνομιακών διαταγμάτων certiorari και prohibition, σε σχέση με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Ε.Δ.) ημερομηνίας 9/5/1995 στην αγωγή υπ. αρ. 9150/94.

Δ. Αραούζος, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Οι αιτητές ήταν συνεναγόμενοι στην αγωγή αρ. 9150/94 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία κινήθηκε εναντίον τους από τράπεζα. Η αγωγή αφορούσε αξίωση για την είσπραξη χρέους το οποίο προερχόταν από τραπεζικά δάνεια στο πλαίσιο λογαριασμών. Η τράπεζα υπέβαλε αίτηση για συνοπτική απόφαση. Δεν καταχωρίθηκε ένσταση παρότι παραχωρήθηκε χρόνος. Κατά την ημερομηνία που η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση, δεν υπήρξε εμφάνιση από την άλλη πλευρά. Το δικαστήριο προχώρησε και εξέδωσε απόφαση υπέρ της τράπεζας. Κατόπιν τούτου, οι εξ αποφάσεως οφειλέτες καταχώρισαν αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Επιχείρησαν, πρώτο, να δικαιολογήσουν την απουσία τους και, δεύτερο, να προωθήσουν μια σωρεία λόγων στη βάση εκάστου των οποίων επικαλούνταν την ύπαρξη καλής υπεράσπισης. Ένας από τους προβληθέντες λόγους - εκείνος που εδώ ενδιαφέρει - εμφάνιζε μέρος της αξίωσης της τράπεζας ως μεμπτή ένεκα παρανομίας. Αυτό αφορούσε τους τόκους σε σχέση με τους οποίους επισημάνθηκαν τα εξής που περιέχονται στην παράγραφο 2 της έκθεσης απαίτησης:

"2. Συνεφωνήθη περαιτέρω----ότι η λειτουργία των λογαριασμών     θα υπόκειται εις τους κατωτέρω μεταξύ άλλων όρους:

(α) ------------------------                                

(β) τα δάνεια και/ή πιστώσεις και/ή άλλαι τραπεζικαί διευκολύνσεις θα χρεώνονται καθ' εξαμηνία ενός εκάστου έτους με τόκον 9% ετησίως επί ημερησίων χρεωστικών υπολοίπων.

(γ) Όλαι αι τοιαύται χρεώσεις θα κεφαλαιοποιούνται εκάστοτε κατά την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους." [*275]

Προβλήθηκε συναφώς το παράπονο ότι ο δικαστής που εξέδωσε την απόφαση στην αγωγή, δε διερεύνησε τους λογαριασμούς για να αποκλείσει τον ανατοκισμό που συνεπαγόταν την επιδίκαση επιτοκίου πέραν του επιτρεπομένου 9% ετησίως. Το Άρθρο 3 του περί Τόκου Νόμου του 1977 (Ν. 2/77) προβλέπει ότι:

"3. Το επιτόκιον εφ' οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν δύναται να υπερβαίνη το 9% ετησίως."

Επιλήφθηκε της αίτησης για παραμερισμό, δικαστής άλλος από εκείνον που εξέδωσε την απόφαση στην αγωγή. Και απέρριψε την αίτηση. Έκρινε ότι η αναφερθείσα απουσία κατά την ημερομηνία ακρόασης, ήταν εντελώς αδικαιολόγητη και ότι εξ άλλου τα όσα είχαν προταθεί δεν θα μπορούσαν να ευσταθήσουν ώστε να παράσχουν έδαφος για πιθανή υπεράσπιση.

Οι αιτητές δεν εφεσίβαλαν την εν λόγω απορριπτική απόφαση. Ωστόσο αφού παρήλθε η προβλεπόμενη προθεσμία, καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση για παράταση χρόνου ώστε να το πράξουν. Εκκρεμούσας εκείνης της αίτησης - την οποία δεν φαίνεται να προώθησαν με σπουδή - απευθύνθηκαν προς το Ανώτατο Δικαστήριο με την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν όπως τους παραχωρηθεί άδεια προκειμένου να αποταθούν για εντάλματα certiorari και prohibition. To πρώτο με σκοπό την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Και το δεύτερο με σκοπό την αποτροπή της εκτέλεσης της απόφασης στην αγωγή.

Ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι εφόσον στην ιδία την έκθεση απαίτησης αποκαλύπτεται παρανομία, πρέπει να θεωρείται ότι και η απόφαση στην αγωγή εμολύνετο από παρανομία και κατ' ακολουθίαν το Επαρχιακό Δικαστήριο στην αίτηση για παραμερισμό όφειλε να λάβει υπόψη την παρανομία και να παραμερίσει την απόφαση. Το ότι, συνέχισε ο συνήγορος, το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέλειψε στην αίτηση για παραμερισμό να αναγνωρίσει την παρανομία και να ενεργήσει κατά τρόπο ώστε να στερήσει την τράπεζα -εξ αποφάσεως πιστώτρια - από το οφέλημα το οποίο απέρρεε από την παρανομία, σήμαινε ότι ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος με προνομιακά εντάλματα. Επικαλέστηκε προς τούτο την απόφαση του δικαστή Willmer στην υπόθεση Snell v. Unity Finance Ltd. [1963] 3 All E.R. 50. Εκείνη η υπόθεση αφορούσε σύμβαση ενοικιαγοράς που είχε γίνει κατά παράβαση νομοθετικού διατάγματος που ρύθμιζε τα περί ενοικιαγοράς και ήταν ως εκ τούτου παράνομη στην ολότητα της. Πρωτόδικα [*276] (ενώπιον του County Court), παρότι η προσαχθείσα μαρτυρία αποκάλυψε την παρανομία και το δικαστήριο διατύπωσε ευρήματα περί αυτής, εν τούτοις η παρανομία δε διαδραμάτισε ρόλο στην έκβαση επειδή εξέβαινε τα όρια των γραπτών προτάσεων και δεν αποτέλεσε θέμα για συζήτηση συναρτημένο με την έκβαση. Η παρανομία καθ' εαυτήν ηγέρθη ως θέμα κατά πρώτό ενώπιον του Εφετείου. Όμως δεν χωρούσε έφεση παρά μόνο επί νομικού σημείου εγερθέντος και υποβληθέντος για απόφαση πρωτόδικα. Έτσι όριζε η σχετική νομοθετική διάταξη. Προέκυψε ως εκ τούτου ζήτημα για το παραδεκτό της έφεσης. Ο δικαστής Willmer διέκρινε βαρύτητα στην άποψη του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η πρωτόδικη προσέγγιση, η οποία παραγνώρισε την παρανομία, αποτελούσε προσέγγιση εκτός δικαιοδοσίας. Ωστόσο, τόσο εκείνος όσο και οι άλλοι δύο δικαστές αναζήτησαν τη λύση όχι σε αυτή την άποψη αλλά στη στάθμιση αφενός της ρητής νομοθετικής πρόνοιας που περιόριζε το δικαίωμα έφεσης και αφετέρου της αρχής που επέβαλλε, ως θέμα πολιτικής του δικαίου, να μην παρέχεται η συνδρομή του δικαστηρίου για την εφαρμογή παράνομων συμβάσεων. Κρίθηκε ότι θα έπρεπε να υπερισχύσει αυτή η αρχή. Και τούτο διότι το δικαστήριο πρωτόδικα όφειλε, παρόλον που δεν ηγέρθη το ζήτημα παρανομίας, να του επιληφθεί αυτεπάγγελτα κατά τον ίδιο τρόπο που θα επιλαμβανόταν και ζητήματος έλλειψης δικαιοδοσίας. Αυτός ήταν ο λόγος και των τριών αποφάσεων στην εν λόγω υπόθεση. Επισημαίνω και το εξής. Στην προκείμενη περίπτωση εάν, κατά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή, το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληγε ότι υπήρξε ανατοκισμός, θα μπορούσε να τον παραμερίσει χωρίς να επηρεαστεί το υπόλοιπο της απαίτησης. Δηλαδή, η πρόνοια για ανατοκισμό δεν εμόλυνε τη σύμβαση στην ολότητα της: βλ. Turkish Bank of Nicosia Ltd. v. Mustafa H. Cukurova and Others (1977)1 C.L.R. 233. Στο ίδιο κατατείνει και η απόφαση στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου και Άλλοι v. Coudounaris Food Products Ltd. και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641. Επανέρχομαι στο θέμα της δικαιοδοσίας. Όπως και αν αντικρύσει κανείς την έννοια της - βλ. τις υποθέσεις Armah v. Government of Ghana [1966] 3 All E.R. 177 και Anisminic Ltd. v. The Foreign Compensation Commission & Another [1969] 1 All E.R. 208 - στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε έλλειψη δικαιοδοσίας.

Η ιδία η απόφαση στην αγωγή δεν προσεβλήθη. Ως προς την ακολούθως εκδοθείσα απορριπτική απόφαση στην αίτηση για παραμερισμό, επισημαίνω ότι το δικαστήριο, αφού επιλήφθηκε του θέματος ανατοκισμού, κατέληξε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε σε ό,τι αφορούσε το σχετικό μέρος της απόφασης στην αγωγή. Αυτή η κατάληξη λάμβανε υπόψη πως ό,τι επιδικάστηκε συνδεόταν με απο[*277]δεικτικό υλικό απαλλαγμένο από ο,τιδήποτε το επιλήψιμο και μη συνδεδεμένο με τους ισχυρισμούς στην παράγραφο 2(β) & (γ) της έκθεσης απαίτησης. Παραθέτω τη σχετική περικοπή (σελ. 21):

"Περαιτέρω και ειδικά για το θέμα του ισχυριζόμενου ανατοκισμού, παρατηρώ αφενός ότι οι ισχυρισμοί των Εναγομένων είναι γενικοί και αόριστοι που σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετούν στο βαθμό που χρειάζεται έστω και τον παραμικρό ανατοκισμό και αφετέρου από προσεκτική εξέταση του Τεκμ. Ι, που είναι η κατάσταση λογαριασμού του Εναγομένου 1 από 31.12.93 μέχρι 8.7.94, ότι δεν περιέχεται σε αυτή ανατοκισμός. Σε αυτή περιέχεται μία στήλη με το ποσό που τοκίζεται και σε άλλη το υπόλοιπο. Στη στήλη που τοκίζεται ουδέν ποσό τόκου προστίθεται, αλλά αυτό προστίθεται στη στήλη υπολοίπου (Balance).

Με βάση τα πιο πάνω, αλλά και όλου του υλικού που ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, οι ισχυρισμοί των Εναγομένων για ανατοκισμό παραμένουν μετέωροι χωρίς καμία αξία. Ενώ αντίθετα το υλικό για την Ενάγουσα καταρρίπτει τους ισχυρισμούς αυτούς."

Η ορθότητα ή όχι αυτής της κατάληξης δεν μπορεί να ελεγχθεί με προνομιακά εντάλματα. Έλεγχος θα χωρούσε βέβαια για έλλειψη δικαιοδοσίας ή για εμφανές λάθος στο πρακτικό. Αλλά περί αυτών δεν έχει παρουσιαστεί εκ πρώτης όψεως η συζητήσιμη υπόθεση. Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Και απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο