(1996) 1 ΑΑΔ 293
[*293] 21 Μαρτίου, 1996
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΛΕΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσίβλητων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8658)
Αυτοκινητικό ατύχημα — Έξοδος αυτοκινήτου από ιδιωτικό δρόμο — Σύγκρουση του με άλλο ερχόμενο από αριστερά του 20 πόδια από τη συμβολή των δρόμων—Αμέλεια επιμερίστηκε 80% στον οδηγό του αυτοκινήτου από τον ιδιωτικό δρόμο και 20% στον οδηγό του αυτοκινήτου επί του κυρίου δρόμου.
Μαρτυρία — Πραγματική μαρτυρία—Σημασία της ανάλογα με το βαθμό που διαφωτίζει τα γεγονότα — Μπορεί να αποτελέσει γνώμονα κρίσης του αξιόπιστου και της ορθότητας της προφορικής μαρτυρίας.
Ενώ ο εφεσίβλητος προσπερνούσε αυτοκίνητο που εκινείτο προς την ίδιαν κατεύθυνση με αυτόν, ο εφεσείων εξήλθε από ιδιωτικό δρόμο δεξιά του, με αποτέλεσμα τα δύο αυτοκίνητα να συγκρουστούν τέσσερα πόδια από την άκρη της ασφάλτου στη δεξιά πλευρά κατά μήκος της πορείας του εφεσίβλητου και σε απόσταση είκοσι ποδών από τον ιδιωτικό δρόμο.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου από απόσταση 100 μέτρων και έκρινε ότι μπορούσε να μπει στον κύριο δρόμο χωρίς κίνδυνο, αλλά όταν μπήκε σταμάτησε σχεδόν αμέσως για να διευκολύνει τη διέλευση επερχομένου αυτοκινήτου.
Ο εφεσίβλητος, είπε ότι ο εφεσείων εξήλθε από τον ιδιωτικό δρόμο όταν ο ίδιος ήταν τόσο πλησίον στην συμβολή, ώστε η σύγκρουση να ήταν αναπόφευκτη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε ότι η πραγματική μαρτυρία [*294]έτεινε να ενισχύσει την εκδοχή του εφεσίβλητου την οποία δέχθηκε και επιμέρισε την ευθύνη 80% στον εφεσείοντα και 20% στον εφεσίβλητο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση και εισηγήθηκε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν ανυπόστατα υπό το φως της πραγματικής μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
(1) Η πραγματική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει γνώμονα κρίσης του αξιόπιστου και της ορθότητας της προφορικής μαρτυρίας για τις συνθήκες του δυστυχήματος, αλλά η σημασία της ποικίλει ανάλογα με το βαθμό στον οποίο διαφωτίζει ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.
(2) Το σημείο σύγκρουσης έτεινε να καταδείξει ότι το όχημα του εφεσείοντα έφραξε την πορεία του εφεσίβλητου και να καταρρίψει την εκδοχή του ότι σταμάτησε για να αποφύγει σύγκρουση με επερχόμενο όχημα ή ότι του παρεχόταν η άνεση να πράξει κάτι τέτοιο.
(3) Η απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα όταν ο εφεσείων εισήλθε στον κύριο δρόμο και η θέση του αυτοκινήτου του δεν άφηναν ουσιαστικά περιθώρια αποφυγής της σύγκρουσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ioannides v. Kyriakou (J988) 1 C.L.R. 639,
Haloumias v. Police (1970) 2 C.L.R. 154,
Meshiou v. Eleftheriou (1982) 1 C.L.R. 486,
Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746,
Charalambous and Another v. Kaifas (1986) 1 C.L.R. 278,
Teklima Ltd v. A. P. Lanitis (1987) 1 C.L.R. 614,
Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51,
Νίκολαΐδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422,
[*295]
Varnakkides v. Police (1969) 2 C.L.R. 1.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Αρεστής, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1992 (Αρ. Αγωγής 9482/90), με την οποία αποφασίσθηκε ο καταμερισμός της ευθύνης 80% εις βάρος του για αυτοκινητιστικό δυστύχημα και 20% εναντίον του εφεσίβλητου.
Γ. Κορφιώτης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χάσικος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η έφεση στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ευθύνη και, παρεπόμενα, την κατανομή της μεταξύ των οδηγών των δύο οχημάτων, του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου, τα οποία ενεπλάκησαν σε οδικό δυστύχημα στη Λεωφόρο Τσερίου στο Στρόβολο. Η σύγκρουση έγινε σε σημείο της Λεωφόρου, κοντά στη συμβολή της με ιδιωτικό δρόμο, από τον οποίο ο εφεσείων εξήλθε στη Λεωφόρο, κατά μήκος της οποίας όδευε ο εφεσίβλητος. Ενώ ο εφεσίβλητος προσπερνούσε προπορευόμενο αυτοκίνητο, κινούμενος προς την κατεύθυνση Τσερίου, το όχημα του εφεσείοντα εισήλθε στη Λεωφόρο και παρενέβη στην πορεία του, όταν πολύ μικρή απόσταση χώριζε το όχημα του από την πάροδο. Η σύγκρουση έγινε σε σημείο του δρόμου, τέσσερα πόδια από την άκρη της ασφάλτου, στη δεξιά πλευρά, κατά μήκος της πορείας του εφεσίβλητου και σε απόσταση είκοσι, περίπου, ποδών από τον ιδιωτικό δρόμο.
Οι διάδικοι πρόβαλαν διϊσταμένες εκδοχές ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, πριν εισέλθει στον κύριο δρόμο, έλεγξε την κίνηση στη Λεωφόρο και, παρόλο που πρόσεξε την παρουσία του επερχόμενου αυτοκινήτου, εισχώρησε στη Λεωφόρο, κρίνοντας ότι μπορούσε να το πράξει με ασφάλεια, ενόψει της απόστασης που τον χώριζε από το όχημα του εφεσίβλητου, 100 περίπου μέτρα. Το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ο εφεσείων ισχυρίστηκε, στα[*296]μάτησε σχεδόν αμέσως μετά την είσοδο του στη Λεωφόρο, ώστε να διευκολύνει τη διέλευση του επερχόμενου αυτοκινήτου, αποτελεί, αφ' εαυτού, ένδειξη του κινδύνου που εγκυμονούσε η πράξη του και το αλόγιστο των ενεργειών του. Η είσοδος του στον κύριο δρόμο παρενέβαλε εμπόδιο στην πορεία του εφεσίβλητου, όπως ευχερώς μπορούσε να προβλεφθεί πριν την έξοδο του. Πριν την παρεμβολή του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, η πορεία του εφεσίβλητου ήταν ελεύθερη και μπορούσε να προσπεράσει το προελαύνον αυτοκίνητο χωρίς κανένα κίνδυνο.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι, ενώ προσπερνούσε προπορευόμενο όχημα, ο εφεσείων εξήλθε από τον ιδιωτικό δρόμο, χωρίς να σταματήσει στη συμβολή του με τη Λεωφόρο, και εισήλθε στη Λεωφόρο όταν η απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα ήταν πολύ μικρή. Η απόφραξη της πορείας του προοιώνιζε τη σύγκρουση, εφόσο δεν του αφηνόταν περιθώριο για οποιαδήποτε αποτρεπτική ενέργεια.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στις εκδοχές των διαδίκων και την πραγματική μαρτυρία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η πραγματική μαρτυρία έτεινε να ενισχύσει την εκδοχή του εφεσίβλητου, η οποία έγινε δεκτή.
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου προσβάλλονται ως ανυπόστατα, υπό το φως της πραγματικής μαρτυρίας. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η πραγματική μαρτυρία δεν παρείχε ασφαλείς ενδείξεις ως προς τα διαδραματισθέντα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα ενίσχυσης της εκδοχής του εφεσίβλητου.
Ότι η πραγματική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας και ακρίβειας της μαρτυρίας ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος, δεν αμφισβητείται. Νοουμένου ότι η πραγματική μαρτυρία είναι αποκαλυπτική των γεγονότων που προηγήθηκαν της σύγκρουσης και οδήγησαν σ' αυτή, μπορεί να αποτελέσει γνώμονα για την κρίση του αξιόπιστου και της ορθότητας της προφορικής μαρτυρίας για τις συνθήκες του δυστυχήματος -[βλ., μεταξύ άλλων, Ioannides v. Kyriacou (1988) 1 C.L.R. 639· Georghios Prokopiou Haloumias v. The Police (1970) 2 C.L.R. 154 Meshiou v. Eleftheriou (1982) 1 C.L.R. 486· Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746· Charalambous and Another v. Kaifas (1986) 1 C.L.R. 278· Teklima Ltd. v. A.P. Lanitis (1987) 1 C.L.R. 614· και Derek Knell v. Της Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51.
Είναι αυτονόητο ότι η σημασία της πραγματικής μαρτυρίας ποι[*297]κίλλει ανάλογα με το βαθμό στον οποίο διαφωτίζει ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.
Στην προκείμενη περίπτωση, η πραγματική μαρτυρία είναι, όντως, διαφωτιστική για τις συνθήκες του δυστυχήματος. Επιμαρτυρεί ότι η σύγκρουση έγινε σε πολύ μικρή απόσταση από την έξοδο του οχήματος του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο, γεγονός που τείνει να ενισχύσει την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι ελάχιστη ήταν η απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα όταν το όχημα του εφεσείοντα εισήλθε στη Λεωφόρο. Το σημείο της σύγκρουσης τείνει να καταδείξει ότι το όχημα του εφεσείοντα απέφραξε την πορεία του εφεσίβλητου, γεγονός που προοιώνιζε τη σύγκρουση. Το σημείο στο οποίο έγινε η σύγκρουση τείνει να καταρρίψει την εκδοχή του εφεσείοντα - ότι σταμάτησε για να αποφύγει τη σύγκρουση και ότι του παρεχόταν η άνεση να πράξει τούτο. Αν είχε αυτή τη δυνατότητα, αναμφιβόλως το αυτοκίνητο του δε θα βρισκόταν στο σημείο όπου έγινε η σύγκρουση.
Ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η πραγματική μαρτυρία έτεινε να ενισχύσει την εκδοχή του εφεσίβλητου. Άλλωστε οι δύο εκδοχές δε διαφέρουν μεταξύ τους ουσιωδώς. Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και αν κριθεί η διακίνηση του εφεσείοντα στο δρόμο, το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι εισήλθε στον κύριο δρόμο, όταν η απόσταση που τον χώριζε από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν πολύ μικρή. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι παρενέβη στην πορεία του επερχόμενου αυτοκινήτου, φράσσοντας το δρόμο του, κατέστησε τη σύγκρουση αναπόφευκτη.
Το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο ένοχο συντρέχουσας αμέλειας, για το λόγο ότι είχε τη δυνατότητα να προσέξει τη διακίνηση του οχήματος του εφεσείοντα στον ιδιωτικό δρόμο, γεγονός που έπρεπε να τον καταστήσει ενήμερο του πιθανού κινδύνου, και να τον οδηγήσει στη λήψη αποτρεπτικών μέτρων πριν το όχημα του εφεσείοντα εισέλθει στον κύριο δρόμο. Γι' αυτή του τη συνδρομή στο δυστύχημα του καταλόγισε ευθύνη 20%. Το θέμα τέθηκε ως ακολούθως στην πρωτόδικη απόφαση:-
"Έχω δε τη γνώμη ότι εάν τον είχε αντιληφθεί θα μπορούσε να είχε συμπεριφερθεί κατά τρόπο διαφορετικό ώστε η σύγκρουση να είχε αποφευχθεί. Βρίσκω επομένως ότι ευθύνη για το δυστύχημα φέρει και ο Ενάγοντας."
Είναι πρόδηλο ότι το Δικαστήριο επεξέτεινε το καθήκον επιμέλειας οδηγού αυτοκινήτου ο οποίος διακινείται σε κύριο δρόμο και [*298] έναντι κινδύνων που μπορεί να προκύψουν από την αμέλεια οδηγών πριν την ύπαρξη ορατών σημείων εκδήλωσης τους στον κύριο δρόμο, θέση η οποία δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία.
Όπως υποδεικνύεται στη Νικολαΐδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422, στη σελ. 428:-
"Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών."
(Βλ., επίσης, Varnavas K. Varnakkides v. The Police (1969) 2 C.L.R. 1.)
Γίνεται αναφορά στους λόγους που στοιχειοθετούν το εύρημα του Δικαστηρίου για την απόδοση ευθύνης για το δυστύχημα και στον εφεσίβλητο, όχι για να αναθεωρήσουμε την ορθότητα του ευρήματος, αλλά για να καταδειχθεί η απουσία οποιουδήποτε περιθωρίου για την επέμβαση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την κατανομή της ευθύνης.
Το γεγονός ότι δε γίνεται αναφορά στην απόφαση στην ταχύτητα με την οποία όδευε ο εφεσίβλητος ενώ προσπερνούσε το προπορευόμενο όχημα - 40-50 μίλια την ώρα αντί 30 που ήταν το επιτρεπτό όριο - δε στοιχειοθετεί παράλειψη συνεκτίμησης στην κρίση του Δικαστηρίου ουσιώδους γεγονότος.
Η απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα όταν ο εφεσείων εισήλθε στον κύριο δρόμο και η θέση που κατέλαβε το αυτοκίνητο του, δεν άφηναν ουσιαστικά περιθώρια για την αποφυγή της σύγκρουσης. Εν πάση περιπτώσει, το ποσοστό ευθύνης που αποδόθηκε στον εφεσίβλητο, 20%, καθιστά το παράπονο του εφεσείοντα για εσφαλμένη κατανομή της εντελώς ανεδαφικό.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο