Λύρας ν. Πετρολίνα Λτδ (1996) 1 ΑΑΔ 1401

(1996) 1 ΑΑΔ 1401

[*1401] 27 Δεκεμβρίου, 1996

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΝΤΙΝΟΣ ΛΥΡΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

 ΠΕΤΡΟΛΙΝΑ ΛΤΔ,

Eφεσιβλήτων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 9483, 9556)

Πολιτική Δικονομία— Αναστολή αγωγής— Διασταυρούμενες αγωγές— Κριτήρια αναστολής μίας εκ των δύο, είναι κυρίως το βάρος απόδειξης και οι επιπτώσεις στα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα των διαδίκων.                  

Προέκυψε διαφορά ως προς το είδος της συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με ένα πρατήριο πετρελαιοειδών στη Λάρνακα. Οι ιδιοκτήτες, εφεσίβλητοι - εναγόμενοι διατείνονταν ότι επρόκειτο για παραχώρηση άδειας χρήσης στον εφεσείοντα - ενάγοντα, καθορισμένης διάρκειας, μετά τη λήξη της οποίας ακολούθησαν ετήσιες ανανεώσεις, ενώ ο εφεσείων - ενάγων την εμφάνιζε σαν παραχώρηση εκμετάλλευσης του πρατηρίου απεριόριστης διάρκειας με δικαίωμα όχι μόνο πώλησής του σε τρίτους της έγκρισης των εφεσιβλήτων - εναγομένων αλλά και εκχώρησης ή κληροδότησής του στην οικογένεια του.

Οι εφεσίβλητοι - εναγόμενοι τερμάτισαν τη σύμβαση και κατέλαβαν το πρατήριο αντίθετα προς τη βούληση του εφεσείοντα - ενάγοντα. Καταχώρισαν επίσης αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε προς όφελός τους, σε μονομερή αίτηση, προσωρινό διάταγμα με το οποίο προστατευόταν η νέα τάξη πραγμάτων, μετά την κατάληψη του πρατηρίου.

Ο εφεσείων - ενάγων, καταχώρισε εμφάνιση στην αγωγή, ένσταση στη συνέχιση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος και αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, μαζί με μονομερή αίτηση για προσωρινό διάταγμα με αίτημα την επαναφορά των πραγμάτων στην προ[*1402]χέρα τους κατάσταση.

Στην αίτηση για το προσωρινό διάταγμα δεν εκδόθηκε απόφαση επειδή στο μεταξύ το Δικαστήριο αποφάσισε επί προηγούμενης αίτησης των εφεσιβλήτων - εναγομένων ότι η αγωγή του εφεσείοντα - ενάγοντα θα έπρεπε να ανασταλεί, επειδή (α) ήταν κατά μερικές ημέρες μεταγενέστερη της αγωγής των εφεσιβλήτων - εναγομένων (β) και στις δύο αγωγές "εγείρονταν βασικά τα ίδια ουσιώδη γεγονότα" (γ) οι εφεσίβλητοι - εναγόμενοι, ενάγοντες στην πρώτη αγωγή είχαν το βάρος απόδειξης "των ουσιωδών γεγονότων" και (δ) δεν προβλήθηκε "οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος γιατί η μεταγενέστερη αγωγή να μην ανασταλεί".

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του με δεδομένο ότι οι απαιτήσεις των διαδίκων θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια αγωγή υπό τη μορφή απαίτησης και ανταπαίτησης και ότι οι αντίστοιχες διεκδικήσεις βασίζονταν στην ίδια συμφωνία την οποία χαρακτήρισε "ενοικίαση". Επίσης, δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων - ενάγων, εναγόμενος στην πρώτη αγωγή δε θα είχε τη δυνατότητα προώθησης αίτησης για προσωρινό διάταγμα.

Ο εφεσείων - ενάγων, εφεσίβαλε την απόφαση αναστολής.

Αποφασίστηκε ότι:

(1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε σύμβαση ενοικίασης του πρατηρίου σαν "κοινός παρονομαστής" των δύο αγωγών, διότι κανένας από τους διαδίκους επικαλέστηκε τέτοια σύμβαση.

(2) Σε διασταυρούμενες αγωγές, ποια θα ανασταλεί εξαρτάται από τις περιστάσεις. Παραμένει η αγωγή στην οποία ο ενάγων φέρει το βάρος της απόδειξης, με δεύτερο σημαντικό παράγοντα το κατά πόσο προκύπτει στον ενάγοντα συγκεκριμένο ωφέλημα το οποίο δε θα ήταν ορθό να στερηθεί. Αν συντρέχει μόνο ο ένας παράγων τότε υπερισχύει έναντι οιωνδήποτε άλλων, αν συνυπάρχουν τότε το Δικαστήριο επιλέγει αφού τους σταθμίσει και στην απουσία και των δύο αποκτά σημασία η χρονολογική σειρά καταχώρισης των αγωγών, χωρίς να αποκλείεται μικρότερης σημασίας παράγοντες να εκτοπίσουν τη χρονολογική σειρά.

(3) Ο πυρήνας της διαφοράς ήταν η φύση και το περιεχόμενο της σύμβασης μεταξύ των μερών και το βάρος της απόδειξης βρι[*1403]σκόταν στον Εφεσείοντα - ενάγοντα, ενάγοντα στη δεύτερη αγωγή ο οποίος θα έπρεπε να πείσει το Δικαστήριο ποια ήταν η αληθινή συμφωνία των μερών και ότι είχε την εμβέλεια που της προσέδιδε. Συνεπώς αυτός είχε το βάρος απόδειξης και η αγωγή στην οποία αυτός ήταν ενάγων, δηλαδή η δεύτερη μεταξύ των διαδίκων θα έπρεπε να εκδικαστεί και η πρώτη να ανασταλεί.

(4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο ο εφεσείων - ενάγων είχε δικαίωμα ως εναγόμενος - ανταπαιτητής στην πρώτη αγωγή να ζητήσει έκδοση προσωρινού διατάγματος ώστε να σταθμίσει τυχόν απώλεια δικαιωμάτων του και να μετρήσει ακριβέστερα τις επιπτώσεις.

(5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, η οποία ορθά ασκούμενη δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης των εφεσιβλήτων - εναγομένων, για αναστολή της δεύτερης αγωγής μεταξύ των διαδίκων.

Η έφεση 9483 έγινε δεκτή με έξοδα προποδίκως και κατ' έφεση. Η συνεκδυκασθείσα έφεση υπ' αρ. 9556 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Thomson v. SE Ry Co., SE Ry Co. v. Thomson [1882] 9 Q.B.D. 320,

Rees v. Luxmoore, Luxmoore v. Rees [1888] 4 T.L.R. 355,

Rechnitzerv. Samuel [1906] 95 L.T. 75,

Thrutchley and Co. Ltd v. Sharman, Sharman v. Thrutchley and Co. Ltd [1917] 143 LT J. 236,

Thames Launches Ltd v. Trinity House Corporation (Deptford Strond) [1961] 1 Ch. D. 197.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τον ενάγοντα - αιτητή κατά δύο αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Νικολάτος, Α.Ε.Δ. και Mα-δέλλα, Ε.Δ.) που δόθηκαν στις 29 Ιουνίου, 1995 και 2 Νοεμβρίου, [*1404] 1995, (Αρ. Αγωγής 969/94 και 880/94). Στην πρώτη κατά χρονολογική σειρά απόφαση, εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της αγωγής 880/94. Στην 880/94 η αίτηση του αιτητή - εναγόμενου (ο οποίος ήγειρε ανταπαίτηση) για συντηρητικό διάταγμα, απορρίφθηκε.

Κ. Ταλαρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κατείχε και λειτουργούσε πρατήριο πετρελαιοειδών στη λεωφόρο Αρτέμιδος στη Λάρνακα, ιδιοκτήτες και προμηθευτές του οποίου ήταν οι εφεσίβλητοι. Αυτό ήταν αποτέλεσμα συμβατικής διευθέτησης του 1986. Η φύση της αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας. Οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι επρόκειτο για την παραχώρηση άδειας χρήσης, καθορισμένης διάρκειας μετά τη λήξη της οποίας ακολούθησαν ετήσιες ανανεώσεις. Ενώ ο εφεσείων την εμφανίζει ως παραχώρηση εκμετάλλευσης του πρατηρίου με απεριόριστη χρονική εμβέλεια, παρέχοντάς του μάλιστα δικαίωμα όχι μόνο πώλησης του πρατηρίου σε τρίτους τους οποίους θα ενέκριναν οι εφεσίβλητοι αλλά και εκχώρησης ή κληροδό-τησης του πρατηρίου στην οικογένειά του. Επικαλείται δηλαδή η μια πλευρά διαφορετική συμφωνία από ό,τι η άλλη. Αυτή η διάσταση κορυφώθηκε κατά τον Μάρτιο του 1994 όταν, ένεκα διαφορών, οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε τερματισμό της σύμβασης όπως εκείνοι την αντίκρυζαν και κατέλαβαν το πρατήριο κατ' αντίθεση προς τη βούληση του εφεσείοντος. Έσπευσαν δε αμέσως και καταχώρησαν στις 10 Μαρτίου 1994 αγωγή την υπ' αρ. 880/94 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε προς όφελός τους, σε μονομερή αίτηση, προσωρινό διάταγμα με το οποίο προστατευόταν η νέα τάξη πραγμάτων την οποία εκείνοι επέφεραν.

Στις 18 Μαρτίου 1994, ο εφεσείων καταχώρησε εμφάνιση στην αγωγή και ένσταση στη συνέχιση του προσωρινού διατάγματος. Συνάμα, καταχώρησε κατά την ίδια ημερομηνία και αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων - την υπ' αρ. 969/94 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - όπως και μονομερή αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος προοριζομένου να επαναφέρει τα πράγματα [*1405] στην προτέραν τους κατάσταση. Και αυτή η αγωγή αναφερόταν στις σχέσεις των μερών αλλά και στα διατρέξαντα. Κατόπιν οδηγιών του δικαστηρίου, η αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά στην οποία εν συνεχεία επιτράπηκε να καταχωρίσει ένσταση. Έπειτα από αριθμό αναβολών η αίτηση ορίστηκε για τις 10 Μαΐου 1995 οπότε άρχισε η ακρόασή της και συνεχίστηκε σε άλλες ημερομηνίες. Ας σημειωθεί ότι στο μεταξύ, ήτοι, στις 17 Μαρτίου 1995 το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί προς όφελος των εφεσιβλήτων διαλύθηκε με δική τους πρωτοβουλία. Κατά την ακρόαση λοιπόν της εν λόγω αίτησης, κατέθεσε ο εφεσείων. Η κύρια εξέταση διάρκεσε πέντε ημέρες. Κατά την τελευταία ημερομηνία, που ήταν η 1 Ιουνίου 1995, η ακρόαση αναβλήθηκε για συνέχιση στις 29 Ιουνίου 1995 κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ώστε να ετοιμαστεί για την αντεξέταση η οποία, κατά τον υπολογισμό του, δεν θα διαρκούσε παρά μόνο περίπου μισή ώρα. Η ακρόαση δεν συνεχίστηκε. Και τούτο διότι κατά την ορισθείσα ημερομηνία εκδόθηκε από τον ίδιο δικαστή, σε εκκρεμούσα αίτηση των εφεσιβλήτων, διάταγμα αναστολής της αγωγής. Με τη μια έφεση που βρίσκεται ενώπιόν μας προσβάλλεται αυτό το διάταγμα.

Η αίτηση για αναστολή - στην αγωγή υπ' αρ. 969/94 - είχε και αυτή καταχωρηθεί πέραν του έτους ενωρίτερα, ήτοι, στις 27 Απριλίου 1994. Το δικαστήριο εκαλείτο να διατάξει "την αναστολή της διαδικασίας .... μέχρις εκδικάσεως της αγωγής υπ' αρ. 880/94 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας." Γινόταν προς τούτο επίκληση συμφυούς εξουσίας. Η αίτηση συνοδευόταν από σύντομη ένορκη δήλωση ενός διευθυντή των εφεσιβλήτων, με τεκμήριο το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και την αίτηση για προσωρινό διάταγμα. Σε αυτή γινόταν αναφορά στην προηγουμένως κατα-χωρισθείσα αγωγή των εφεσιβλήτων η οποία είχε επιδοθεί στον εφεσείοντα. Συνοψιζόταν το περιεχόμενό της ως εξής:

"Με την εν λόγω αγωγή ζητείται μεταξύ άλλων να εκδικαστή η εγκυρότητα του τερματισμού της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ημερ. 17.2.1986 ως και ο καθορισμός των δικαιωμάτων και της μεταξύ τους σχέσεως αναφορικά με την κατοχήν του πρατηρίου ΠΕΤΡΟΛΙΝΑ στην Λεωφ. Αρτέμιδος στη Λάρνακα."

Στη συνέχεια εκφραζόταν η άποψη ότι το αντικείμενο της αγωγής του εφεσείοντος ήταν το ίδιο με εκείνο της δικής τους. Και η κατάληξη ήταν ότι:

"δεν είναι ορθόν να εκδικάση την ίδιαν διαφοράν σε δύο αγωγές και η νεότερη αγωγή που είναι η παρούσα πρέπει να ανασταλεί." [*1406]

Ο εφεσείων ενέστη. Και, σε δική του εξ ίσου σύντομη ένορκη δήλωση, εξέθεσε την κατάσταση από τη δική του σκοπιά. Παραθέτουμε το μέρος που ενδιαφέρει:

"5. Οι δύο αγωγές δεν είναι οι ίδιες οι δε θεραπείες που ζητούνται είναι από διαφορετικές αντιλήψεις και περιέχουν διαφορετικές αξιώσεις.

6. Δεν έχουν εκτεθεί ακόμα τα ακριβή ή/και όλα τα γεγονότα ώστε να καθοριστούν τα επίδικα θέματα. Και στις δύο αγωγές δεν έχουν ακόμη κλείσει τα δικόγραφα.

7. Είμαι της γνώμης ότι το θέμα που εγείρουν οι εναγόμενοι το εγείρουν πρόωρα πριν καν να έχουν εκτεθεί όλα ή/και τα τελικά γεγονότα και θέσεις στα δικόγραφα. Η αναστολή της παρούσας αγωγής κανένα σκοπόν εξυπηρετεί στο παρόν στάδιο και θα εδημιουργούσε ανισότητα επί του παρόντος μεταξύ των ενδίκων μέσων που έχουν λάβει οι διάδικοι."

Η ακρόαση περιορίστηκε στην καταχώριση γραπτών αγορεύσεων. Στις 13 Ιουνίου 1995 που ήταν ορισμένη η υπόθεση για διευκρινίσεις επιφυλάχθηκε η απόφαση. Η απόφαση, όπως ήδη αναφέραμε, εκδόθηκε στις 29 Ιουνίου 1995. Σε ό,τι απασχόλησε, στον λόγο και στο διατακτικό της θα αναφερθούμε τώρα αμέσως.

Ας σημειωθεί κατ' αρχάς ότι στην εξέταση της αίτησης το δικαστήριο με δική του πρωτοβουλία περιέλαβε στο υλικό το οποίο έλαβε υπόψη και ολόκληρο το περιεχόμενο της αγωγής υπ' αρ. 880/94 οι γραπτές προτάσεις στην οποία είχαν ήδη συμπληρωθεί. Θεώρησε ότι, εφόσον επρόκειτο για διαδικασία ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, μπορούσε να λάβει δικαστική γνώση των όσων περιέχονταν στο φάκελο της αγωγής. Η αναφορά σε δικαστική γνώση ήταν, πρέπει να πούμε με εκτίμηση, άτοπη. Ωστόσο η πρόσβαση φαίνεται κατ' ουσία να τοποθετήθηκε στον γενικό έλεγχο που διατηρεί το δικαστήριο για το σύνολο των υποθέσεων του. Αναφέρουμε αυτή την εξέλιξη έτσι ώστε να καταστεί γνωστό το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο χωρίς να εκφέρουμε άποψη. Πάντως η εμπλοκή της εν λόγω αγωγής με αυτό τον τρόπο έδωσε αφορμή για εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος προς το πρωτόδικο δικαστήριο πως σύγκριση μεταξύ των δύο αγωγών και ιεράρχιση των αναγκών τους κατέδειχνε ότι θα έπρεπε να ανασταλεί η πρώτη αγωγή και όχι η μεταγενέστερη του εφεσείοντος ή υπαλλακτικά ότι θα έπρεπε να συνενωθούν. Το δικαστήριο, αφού εξέτασε τα ενδεχόμενα στα οποία αναφερόταν η εισήγηση, όχι μό[*1407]νο δεν τα πρόκρινε αλλά και επεσήμανε πως ακόμα και αν προσφέρονταν ως λύση δεν θα μπορούσαν εν προκειμένω να προωθηθούν στην απουσία σχετικής αίτησης.

Υπόβαθρο για την πρωτόδικη αντίκρυση του υπό κρίση ζητήματος αποτέλεσε η διαπίστωση ότι παρά την επιμονή του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ της μιας αγωγής και της άλλης, εντούτοις, όπως το έθεσε το δικαστήριο, "οι απαιτήσεις των διαδίκων σχετίζονται και θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια αγωγή υπό τη μορφή απαίτησης και ανταπαίτησης". Σημειώνουμε ότι και ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν είχε αντιστρατευθεί αυτή τη δυνατότητα. Μόνο που πρόβαλε πως η συμπερίληψη όλων των επιδίκων θεμάτων σε μια αγωγή θα έπρεπε να γίνει στο πλαίσιο της αγωγής του εφεσείοντος και όχι της άλλης. Με αυτή λοιπόν τη δυνατότητα ως κατευθυντήρια γραμμή, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι επιβαλλόταν η αναστολή της μιας από τις δύο αγωγές για να αποφευχθεί η πολλαπλότητα.

Έπειτα από αυτή την κατάληξη το δικαστήριο θεώρησε, και τούτο αντίθετα με ό,τι συνέβαινε, πως τα δύο μέρη επικαλούνταν ως βάση για τις αντίστοιχες διεκδικήσεις τους την ίδια ακριβώς συμφωνία. Είπε τα εξής:

"Είναι, κατά την κρίση μου, αναμφίβολο από τα ενώπιον μου στοιχείαότι το κύριο επίδικο θέμα και στις δύο αγωγές είναι κατά πόσον ο ισχυριζόμενος τερματισμός της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και η ανάκτηση κατοχής, του Σταθμού Πετρελαιοειδών που οι ιδιοκτήτες ενοικίασαν στον ενοικιαστή, από τους ιδιοκτήτες, έγιναν έγκυρα και νόμιμα ή όχι."

Και πιο κάτω ανέφερε:

"οι δύο αγωγές έχουν σαν κοινόν παρονομαστή το κύριο επίδικο θέμα και των δύο αγωγών που είναι η συμφωνία ενοικιάσεως του Σταθμού Πετρελαιοειδών και το κατά πόσον οι ιδιοκτήτες τερμάτισαν έγκυρα και νόμιμα την προαναφερόμενη συμφωνία ή όχι."

Σε αυτό το δεύτερο απόσπασμα είναι αξιοσημείωτη και η αναφορά σε ενοικίαση. Επρόκειτο περί ανεδαφικής αντίληψης του δικαστηρίου. Ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη δεν τοποθετούσαν τις αξιώσεις τους στη βάση σύμβασης ενοικίασης. Δεν υπήρχε λοιπόν τέτοιος "κοινός παρονομαστής". [*1408]

Στη συνέχεια το δικαστήριο αναφέρθηκε στους παράγοντες που προσμετρούν όπου εγείρεται θέμα αναστολής της μιας από δύο αγωγές με το ίδιο αντικείμενο ή τα ίδια γεγονότα. Και αναφέρθηκε στις υποθέσεις Thomson v. SE Ry Co., SE Ry Co v. Thomson [1882] 9 Q.B.D. 320, Rees v. Luxmoore, Luxmoore v. Rees [1888] 4 T.L.R. 355, Rechnitzer v. Samuel [1906] 95 L.T. 75, Thrutchley and Co Ltd v. Sharman, Sharman v. Thrutchley and Co Ltd [1917] 143 L.T. J. 236, Thames Launches Ltd v. Trinity House Corporation (Deptford Strond) [1961] 1 Ch.D. 197. Η αυτοκαθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν από άποψης αρχής ορθή όσο και αν ήταν αποσπασματική.

Θα επιχειρήσουμε να εκθέσουμε με συντομία το πώς πρέπει να αντικρύζεται το ζήτημα. Το ποιά από δύο διασταυρούμενες αγωγές πρέπει να ανασταλεί, εξαρτάται από τις περιστάσεις. Γενικός και άκαμπτος κανόνας δεν υπάρχει. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι το ποιός από τους δύο διαδίκους φέρει το βάρος απόδειξης εκεί όπου αυτό βρίσκεται στη μια πλευρά ή κυρίως στη μια πλευρά. Εκείνος που το φέρει πρέπει να αρχίζει πρώτος και γι' αυτό ορθό είναι να παραμένει η αγωγή στην οποία εκείνος είναι ενάγων. Αλλος σημαντικός παράγοντας είναι το κατά πόσο προκύπτει από μια αγωγή συγκεκριμένο ωφέλημα για τον ενάγοντα το οποίο δεν θα ήταν ορθό να του στερηθεί. Αν συντρέχει μόνο ο ένας από αυτούς τους παράγοντες, τότε υπερισχύει έναντι οποιωνδήποτε άλλων. Αν συνυπάρχουν, τότε το δικαστήριο τους σταθμίζει για να επιλέξει μεταξύ τους. Στην απουσία και των δύο αποκτά σημασία η χρονολογική σειρά στην καταχώριση των αγωγών. Αυτοί οι τρεις παράγοντες δεν εξαντλούν τις δυνατότητες. Δεν αποκλείονται και άλλοι - ήσσονος όμως σημασίας συγκριτικά με τους πρώτους δύο -οι οποίοι θα μπορούσαν ίσως να εκτοπίσουν την χρονολογική σειρά.

Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο κατέληξε ότι το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης επέβαλλε την αναστολή της αγωγής του εφεσείοντος που ήταν η μεταγενέστερη. Και αυτό διότι:

α) αυτή ήταν κατά μερικές ημέρες μεταγενέστερη.

β) και στις δύο αγωγές "εγείρονταν βασικά τα ίδια ουσιώδη γεγονότα".

γ) οι ενάγοντες στην πρώτη αγωγή - που θα παρέμενε - είχαν το βάρος απόδειξης "των ουσιωδών γεγονότων", και [*1409]

δ) δεν προβλήθηκε "οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος γιατί η μεταγενέστερη αγωγή να μην ανασταλεί".

Ο πρώτος λόγος δεν χρειάζεται σχόλιο.

Ως προς τον δεύτερο, παρατηρούμε μόνο ότι στο βαθμό που προορίζεται να εκφράσει μια ενότητα εξελίξεων που δημιούργησαν ορισμένη κατάσταση ανεξάρτητα από το πώς τοποθετούνταν σε σχέση με αυτή τα μέρη, ο λόγος αυτός είναι ορθός. Και αποτελούσε το υπόβαθρο της εξέτασης της αναστολής της μιας από τις δύο αγωγές. Δεν είναι όμως ορθός στο βαθμό που αντανακλούσε την πρωτόδικη εντύπωση ότι η διαφορά των μερών ξεκινούσε από κοινώς αποδεκτή συμφωνία. Έχουμε ήδη σχολιάσει αυτή την πτυχή,

Ο τρίτος λόγος δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε εξήγηση. Δεν αναφέρεται το γιατί το δικαστήριο θεώρησε ότι οι ενάγοντες στην πρώτη αγωγή έφεραν το βάρος απόδειξης "των ουσιωδών γεγονότων". Συνάγεται μάλλον ότι η εν λόγω κατάληξη βάση είχε από την εντύπωση - την εσφαλμένη καθώς είπαμε - ότι υπήρχε ως σταθερό σημείο αναφοράς μια κοινώς αποδεκτή συμφωνία. Οπότε οι ενάγοντες στην πρώτη αγωγή, όντας εκείνοι που ενήργησαν προς μεταβολή της προηγούμενης κατάστασης, όφειλαν να αποδείξουν την ορθότητα της ενέργειάς τους. Όμως ο πυρήνας της διαφοράς ήταν άλλος. Ήταν η φύση και το περιεχόμενο της μεταξύ των μερών σύμβασης. Όλα τα άλλα έποντο. Σε αυτή τη διαφορά το μείζον το ισχυριζόταν ο ενάγων στη δεύτερη αγωγή. Εκείνος λοιπόν ήταν ο διάδικος που θα έπρεπε να πείσει το δικαστήριο ότι η συμφωνία με την εμβέλεια την οποία της προσέδιδε ήταν η αληθινή συμφωνία των μερών. Συνεπώς, εκείνος ήταν που είχε το βάρος απόδειξης.

Απομένει ο τελευταίος λόγος που είναι ότι δεν προβλήθηκε οτιδήποτε για τη μη αναστολή της μεταγενέστερης αγωγής. Στην πραγματικότητα προβλήθηκε. Και εξετάστηκε από το δικαστήριο στη συνέχεια. Όχι όμως στο σωστό πλαίσιο. Αφορούσε την ύπαρξη της αίτησης για προσωρινό διάταγμα. Η οποία μάλιστα βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο ακρόασης. Το δικαστήριο διερωτήθηκε αναφορικά με το κατά πόσο δεν θα έπρεπε να εξαιρέσει την αίτηση εκείνη από την αναστολή της αγωγής. Έλαβε, καθώς είπε, υπόψη "το θεμιτό δικαίωμα του ενάγοντα στη μεταγενέστερη αγωγή να ζητήσει παρεμπίπτον διάταγμα". Θεώρησε ωστόσο ότι αυτό αντισταθμιζόταν από την πιθανή έλευση δυσχερειών που θα προέκυπταν. Προέβη στους εξής συλλογισμούς. Πρώτο, αν δεν αναστελλόταν η αίτηση και εκδίδετο τελικά προσωρινό διάταγμα, αυτό θα παρέμενε σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της μεταγενέστερης αγωγής η [*1410] οποία στο μεταξύ θα τελούσε υπό αναστολή. Ο συλλογισμός είναι εσφαλμένος. Αλλού στην απόφαση του, το δικαστήριο δεν προόριζε την αναστολή ως προσωρινό μέτρο. Και με το διάταγμα που εν τέλει εξέδωσε δεν ήταν. Η αναστολή σήμαινε την εκδίκαση του συνόλου των επίδικων θεμάτων στην άλλη αγωγή στην οποία ο εφεσείων θα προωθούσε πλέον την απαίτησή του ως ανταπαίτηση. Μάλιστα ως αποτέλεσμα της αναστολής το δικαστήριο έδωσε προς τούτο σχετικές οδηγίες. Δεύτερο, ότι η έκδοση προσωρινού διατάγματος δυνατόν να ερχόταν σε αντίθεση με τελικό διάταγμα που ίσως να εκδίδετο στη μη ανασταλείσα αγωγή.

Είναι προφανές ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το ωφέλημα προσωρινού διατάγματος που επιζητούσε ο εφεσείων ως παράγοντα για τη μη αναστολή της δικής του αγωγής. Το εξέτασε μόνο μετά που αποφάσισε την αναστολή και το εξέτασε σε απομόνωση. Οδηγήθηκε έτσι σε αδιέξοδο. Μπροστά στο οποίο ανέφερε σαν κατακλείδα ότι:

"η αναστολή του δικαιώματος προώθησης της αίτησης του ενοικιαστή για παρεμπίπτον διάταγμα θα προκαλέσει γενικά μικρότερη ταλαιπωρία απ' ότι η προώθηση της αίτησης, παρά την αναστολή της προώθησης της μεταγενέστερης αγωγής."

Το κατά πόσο υφίσταται ή όχι δικαίωμα σε ανταπαιτητή να αποταθεί για προσωρινό διάταγμα το δικαστήριο δεν το εξέτασε έτσι ώστε να μετρήσει ακριβέστερα τις επιπτώσεις. Δεν συντρέχει όμως τώρα λόγος να το διερευνήσουμε αυτό εφόσον δεν καθίσταται απαραίτητο για την έκβαση.

Είναι νομίζουμε προφανές από τα όσα αναφέραμε, πρώτο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας και, δεύτερο, ότι ορθά ασκούμενη η διακριτική του εξουσία δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μόνο μια κατεύθυνση, ήτοι, στην απόρριψη της αίτησης των εφεσιβλήτων για αναστολή της αγωγής υπ' αρ. 969/94. Η έφεση αναφορικά με αυτό το ζήτημα που είναι η υπ' αρ. 9483 επιτυγχάνει. Το διάταγμα αναστολής στην αγωγή υπ' αρ. 969/94 παραμερίζεται. Η αίτηση των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 27 Απριλίου 1994 στην εν λόγω αγωγή απορρίπτεται. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και της έφεσης, να βαρύνουν τους εφεσίβλητους. Και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η άλλη έφεση, η υπ' αρ. 9556, η οποία συνεκδικάστηκε ως αποτέλεσμα διαταγής, την οποία εξέδωσε το Εφετείο με άλλη σύνθεση κατόπιν αιτήσεως του εφεσείοντος, αφορά σε δικονομικές πτυχές [*1411] που προέκυψαν από τα διαβήματα στα οποία προέβη ο εφεσείων εντός του πλαισίου της μη ανασταλείσας αγωγής. Ο παραμερισμός του διατάγματος αναστολής της αγωγής υπ' αρ. 969/94 του εφεσεί-οντος, καθιστά χωρίς νόημα την απόφανση σε αυτή τη δεύτερη έφεση. Η οποία ως αποτέλεσμα απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

Η έφεση 9483 επιτυγχάνει με έξοδα πρωτόδικως και κατ' έφεση. Η συνεκδικασθείσα έφεση υπ'αρ. 9556 απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο