Xαραλάμπους Δημήτρης και Άλλος ν. Λοΐζου Kούτα (1997) 1 ΑΑΔ 23

(1997) 1 ΑΑΔ 23

[*23]14 Ιανουαρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΛΟΪΖΟΥ ΚΟΥΤΑ,

Εφεσίβλητου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9046).

 

Δίκαιο των συμβάσεων — Σύμβαση για ανέγερση κατοικίας — Υπογραφή εγγύησης για ακριβή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργολάβου εκ μέρους των εγγυητών — Επιπρόσθετη εργασία — Καταβολή ποσών από τον ενάγοντα με ή χωρίς διατακτικά του αρχιτέκτονα — Κατά πόσο οι εγγυητές υποχρεούντο να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό, το οποίο ο εργολάβος ήθελε καταστεί υπόχρεος να πληρώσει στον ενάγοντα, είτε ως αποζημιώσεις είτε άλλως, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης.

Δίκαιο των συμβάσεων — Σύμβαση για ανέγερση κατοικίας — Αντιπαροχή — Επιπρόσθετη εργασία — Όταν η είσπραξη της ακριβούς αντιπαροχής, δεν αποτελεί συμβατική υποχρέωση, η αποδοχή από τον εναγόμενο ποσού που κατά τον ισχυρισμό του ενάγοντα είναι μεγαλύτερο από το οφειλόμενο, δεν συνιστά αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Καθορίζουν τα επίδικα θέματα — Δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση θεμάτων που δεν εγείρονται στα δικόγραφα — Ισχυρισμοί που δεν αναφέρονται σ’ αυτά δεν αποτελούν επίδικα θέματα, έστω κι’ αν υποστηρίζονται από σχετική μαρτυρία και το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να δεκτεί τέτοια μαρτυρία.

Το συμφωνηθέν ποσό για την ανέγερση της οικίας του ενάγοντος ήταν ΛΚ25.115, ενώ σύμφωνα με τους τελικούς λογαριασμούς η δαπάνη ανήλθε σε ΛΚ29.754. Από το ποσό αυτό υπήρξαν αφαιρέσεις ανερχόμενες σε ποσό ΛΚ5.096, αφήνοντας υπόλοιπο ΛΚ24.658. Ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο 1 δυνάμει διατακτικών του αρχιτέκτονα ποσό ΛΚ24.920, ενώ χωρίς διατακτικά ποσό ΛΚ1.684, δηλαδή συνολικό ποσό ΛΚ26.604.

[*24]Ο ενάγων ισχυρίσθηκε στην Έκθεση Απαιτήσεως, ότι κατέβαλε ποσό ΛΚ1.946 επιπλέον της συμφωνίας και της επιπρόσθετης εργασίας και αξίωνε την καταβολή του πιο πάνω ποσού από τους εναγομένους 2 και 3, οι οποίοι εγγυήθηκαν την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης από τον εναγόμενο 1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον όλων των εναγομένων για το ποσό των ΛΚ1.196, πλέον τόκους και έξοδα.

Οι εναγόμενοι 2 και 3 άσκησαν έφεση, ισχυριζόμενοι ότι:

α) η αποδοχή από το Δικαστήριο μαρτυρίας για αθέτηση της συμφωνίας είναι εσφαλμένη, αφού στην Έκθεση Απαιτήσεως δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί τούτου και

β) η απαίτηση του ενάγοντος με βάση τις παραγράφους 4 και 5 της Εκθέσεως Απαιτήσεως βρισκόταν έξω από το γράμμα και τα πλαίσια της εγγύησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Η σχετική εγγύηση που υπέγραψαν οι εναγόμενοι 2 και 3 αναφέρει ρητά ότι δόθηκε για την ακριβή εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εναγομένου 1 δυνάμει της σύμβασης.  Ως εκ τούτου οι εγγυητές είχαν υποχρέωση να καταβάλουν στον ενάγοντα το επίδικο ποσό. Από τη σχετική διατύπωση της εγγύησης, είναι φανερό ότι η εγγύηση καλύπτει αθέτηση της σύμβασης εκ μέρους του εναγομένου 1. Όμως η Έκθεση Απαιτήσεως δεν περιέχει τέτοιο ισχυρισμό.  Ο μόνος ισχυρισμός που προβάλλεται είναι η καταβολή μεγαλύτερου ποσού.  Ο εναγόμενος με την αποδοχή μεγαλύτερου ποσού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αθέτησε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, αφού η είσπραξη του ακριβούς ποσού δεν αποτελούσε συμβατική υποχρέωση.

Οι ισχυρισμοί του ενάγοντα, περί παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου 1, που τον ανάγκασαν να χρησιμοποιήσει άλλους υπεργολάβους, δεν αποτελούν επίδικο θέμα, αφού δεν αναφέρονται στα δικόγραφα.  Ως εκ τούτου η άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεκτεί σχετική μαρτυρία και ενεργήσει βασιζόμενο σ’ αυτή, είναι ορθή.

H έφεση επιτυγχάνει. H απόφαση εναντίον των εναγομένων 2 και 3 ακυρώνεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση εναντίον του ενάγοντος-εφεσίβλητου.

Η έφεση  έγινε δεκτή.

[*25]Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σ. Nικολαΐδης, Δ.), που δόθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 1510/83), με την οποία επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις υπέρ του ενάγοντα για το ποσό των £1.196,- πλέον τόκοι και κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 ήταν υπεύθυνοι για το ίδιο ποσό, ως εγγυητές του εναγόμενου 1.

Π. Πετράκης, για τους Εφεσείοντες.

Ν. Πελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 23.2.1981 ο ενάγων συνήψε με τον εναγόμενο 1 που ήταν εργολάβος οικοδομών σύμβαση για την ανέγερση οικίας επί του οικοπέδου του ενάγοντος  στην Έγκωμη. Την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης εγγυήθηκαν οι εναγόμενοι 2 και 3. Όπως εκτίθεται στην παραγρ.5 της Έκθεσης Απαίτησης ο ενάγων σε διάφορες ημερομηνίες κατέβαλε στον εναγόμενο 1 διάφορα ποσά δυνάμει διατακτικών του αρχιτέκτονα αλλά και περαιτέρω ποσά χωρίς διατακτικά.  Το συμφωνηθέν ποσό για την ανέγερση ήταν £25,115, ενώ σύμφωνα με τους τελικούς λογαριασμούς του αρχιτέκτονα η δαπάνη για την οικοδόμηση της οικίας ανήλθε σε ποσό £29,754.  Από το ποσό αυτό υπήρξαν αφαιρέσεις ανερχόμενες σε ποσό £5,096 αφήνοντας υπόλοιπο £24,658. Ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο 1 δυνάμει διατακτικών του αρχιτέκτονα ποσό £24,920, ενώ χωρίς διατακτικά κατέβαλε περαιτέρω ποσό £1,684, ήτοι συνολικό ποσό £26,604.  Σύμφωνα με την παραγρ.5 της Έκθεσης Απαίτησης ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο 1 ποσό £1,946 επιπλέον της συμφωνίας και της επιπρόσθετης εργασίας. Ο ενάγων με την αγωγή που ήγειρε αξίωσε από τους εναγομένους 2 και 3, υπό την ιδιότητα τους ως εγγυητές, την καταβολή του πιο πάνω ποσού.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ύστερα από ακρόαση της υπόθεσης κατέληξε ότι ο ενάγων είχε καταβάλει στον εναγόμενο 1 ποσό πέραν εκείνου που εδικαιούτο ύψους £1,196. Αυτό έγινε, πάντα σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο λόγω της υπαιτιότητας του εναγόμενου 1 που καθυστερούσε την εκτέλεση της εργασίας.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι αφού ο εναγόμενος 1 ήταν υπόχρεος να αποζημιώσει τον ενάγοντα για [*26]το πιο πάνω ποσό, οι εναγόμενοι 2 και 3, ως εγγυητές του, ήταν υπεύθυνοι για το ίδιο ποσό. Έτσι το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντος και εναντίον όλων των εναγομένων για ποσό £1,196, πλέον τόκους και έξοδα.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι εναγόμενοι 2  και 3 άσκησαν έφεση.  Οι λόγοι της έφεσης είναι ότι αφού στην Έκθεση Απαίτησης δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία για αθέτηση της συμφωνίας, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεκτεί σχετική μαρτυρία, ενώ το Δικαστήριο θα έπρεπε να δεκτεί ότι η απαίτηση του ενάγοντος με βάση τις παραγρ. 4 και 5 της Έκθεσης Απαίτησης βρισκόταν έξω από το γράμμα και τα πλαίσια της εγγύησης.

Συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τους εφεσείοντες-εναγόμενους 2 και 3. Η σχετική εγγύηση που οι εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν αναφέρει ρητά ότι η εγγύηση δόθηκε για την ακριβή εκπλήρωση πασών των υποχρεώσεων που ο εναγόμενος 1 ανέλαβε δυνάμει της σύμβασης, οι εγγυητές δε είχαν υποχρέωση να καταβάλουν στον ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό που ο εναγόμενος 1 ήθελε καταστεί υπόχρεος να πληρώσει στον ενάγοντα, είτε λόγω αποζημιώσεων είτε άλλως, σύμφωνα με τους όρους της πιο πάνω συμφωνίας.  Είναι φανερό από την πιο πάνω διατύπωση ότι η εγγύηση καλύπτει αθέτηση της σύμβασης εκ μέρους του εναγόμενου 1, εργολάβου του συγκεκριμένου έργου. Ένας τέτοιος ισχυρισμός για αθέτηση της σύμβασης δεν γίνεται στην Έκθεση Απαίτησης. Ο μόνος ισχυρισμός που τίθεται στις παραγρ. 4 και 5, ή ακόμα που προκύπτει από το όλο πνεύμα  του συγκεκριμένου δικόγραφου, είναι ότι ο ενάγων για κάποιο λόγο που δεν αναφέρεται, κατέβαλε προς τον εναγόμενο 1 μεγαλύτερο από το οφειλόμενο προς αυτόν ποσό. Η είσπραξη του ακριβούς ποσού, της ακριβούς δηλαδή αντιπαροχής από ένα των συμβαλλομένων, δεν αποτελεί συμβατική υποχρέωση και συνεπώς ο εναγόμενος 1 αποδεχόμενος επιπλέον καταβολή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αθέτησε τις συμβατικές του υποχρεώσεις.

Έχει τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον ενάγοντα ότι το επιπλέον ποσό καταβλήθηκε γιατί ο εναγόμενος 1 κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων παρέλειψε να εκτελέσει ορισμένες εργασίες με αποτέλεσμα ο ενάγων-εφεσίβλητος να αναγκαστεί να προσφύγει στις υπηρεσίες άλλων υπεργολάβων. Ο ισχυρισμός αυτός, έστω κι’ αν ακόμα υποστηρίζεται από σχετική μαρτυρία, δεν αποτελεί επίδικο θέμα γιατί δεν αναφέρεται στα δικόγραφα. Εν όψει της καθιερωμένης νομολογιακής αρχής ότι τα επίδικα θέματα περιορίζονται στα θέ[*27]ματα που εγείρονται από τους διάδικους στα δικόγραφά τους, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε το δικαίωμα να δεκτεί μια τέτοια μαρτυρία και να ενεργήσει βασιζόμενο σ’ αυτή.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 ήγειραν το συγκεκριμένο σημείο στην παραγρ. 3 της Υπεράσπισής τους όπου προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι εγγυήθηκαν μόνο την εκτέλεση της σύμβασης από τον εναγόμενο 1 και ότι οποιαδήποτε επιπλέον πληρωμή από την προβλεπόμενη στη σύμβαση δεν τους καθιστά υπεύθυνους γιατί το θέμα βρισκόταν εκτός των ορίων της εγγύησής τους, εν όψει και του συμβατικού όρου ότι καμιά πληρωμή δεν θα πρέπει να γίνεται προς τον εναγόμενο 1 χωρίς τη γραπτή εξουσιοδότηση (διατακτικό) του αρχιτέκτονα. Αν ο ενάγων θεωρούσε ότι η επιπλέον πληρωμή οφειλόταν σε αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγόμενου 1, η άρνηση αυτή των εναγομένων 2 και 3 στην Υπεράσπισή τους ίσως θα έπρεπε να του δημιουργήσει σκέψεις για την ανάγκη τροποποίησης του δικού του δικόγραφου.

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω βρίσκουμε ότι η έφεση των εφεσειόντων-εναγομένων 2 και 3 και θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση εναντίον τους να ακυρωθεί.  Η απόφαση εναντίον των εναγομένων 2 και 3 ακυρώνεται με έξοδα τόσο στην παρούσα διαδικασία όσο και στην ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου εναντίον του ενάγοντος-εφεσίβλητου. 

H έφεση επιτυγχάνει.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο