Mούρτζινος Mιχαήλ ν. Toυ Πλοίου “Galaxias” και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 80

(1997) 1 ΑΑΔ 80

[*80]30 Iανουαρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΜΙΧΑΗΛ ΜΟΥΡΤΖΙΝΟΣ,

Ενάγων,

v.

ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ “GALAXIAS” ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εναγομένων.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 198/88).

 

Ναυτοδικείο — Σύμβαση για πώληση μερίδων πλοίου — Αγωγή για αποζημιώσεις για διάρρηξη της σύμβασης — Πρόνοια για ρήτρα αποζημίωσης — Δεν επιδικάζεται όταν αποτελεί υπέρμετρη ποινή (penalty) που ετέθη “in terrorem” του οφειλέτη — Άρθρο 74 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Προσδιορίζει το μέτρο της αποζημίωσης στις περιπτώσεις που η σύμβαση περιέχει ποινική ρήτρα.

Ναυτοδικείο — Διάρρηξη σύμβασης για πώληση μερίδων πλοίου — Αποζημιώσεις — Πότε δικαιολογείται η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων.

Ναυτοδικείο — Παράβαση σύμβασης για πώληση μερίδων πλοίου — Νόμιμη συμβατική υπαναχώρηση — Αποζημιώσεις — Έχουν ως βάση την αποκατάσταση του αναίτιου μέρους στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν επεσυνέβαινε η παράβαση — Άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Εφαρμοστέες αρχές.

Ναυτοδικείο — Δικαιοδοσία — Ναυτασφάλιση — Εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου.

Ναυτοδικείο — Πρακτική — Αίτημα για διαγραφή δικογράφου — Ασκείται εντός των καθορισμένων χρονικών ορίων της δικονομίας — Δ.19, θ.26 και Δ.27 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Ναυτοδικείο — Πρακτική — Τροποποίηση κλητηρίου — Οι περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικοί Κανονισμοί, Καν. 237 — Καθιστά εφαρμοστέα την πρακτική του Τμήματος Ναυτοδικείου της Αγγλίας Δ.20, θ.4 — Την ίδια πρόνοια περιέχει ο περί Πολιτι[*81]κής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.20, θ.1Α.

Ναυτοδικείο — Δίκαιο των Συμβάσεων — Δόλος — Ψευδείς παραστάσεις στο δίκαιο των συμβάσεων — Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται διαφορών που αφορούν δόλο ή απάτη η οποία προβάλλεται ως ανεξάρτητη βάση αγωγής και δεν συνδέεται με την αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Καθορίζουν τα επίδικα θέματα — Μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα πρέπει να αγνοείται από το Δικαστήριο.

Mαρτυρία — Αξιοπιστία μαρτύρων — Η ορκοδοσία δεν είναι προϋπόθεση αξιοπιστίας — Η υπεύθυνη δήλωση (affirmation) μάρτυρα, δυνάμει του Άρθρου 50 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), είναι εξ ίσου δεσμευτική για τη συνείδηση του μάρτυρα όσο και ο όρκος.

Δίκαιο Aποδείξεως — Ερμηνεία εγγράφων που παρουσιάζονται ως μαρτυρία σε δίκη — Συνιστά θέμα νόμου το οποίο αποφασίζεται από τον Δικαστή.

Δίκαιο Αποδείξεως — Ένορκος δήλωση που γίνεται από πρόσωπο που βρίσκεται στο εξωτερικό για να χρησιμοποιηθεί σαν μαρτυρία στην υπόθεση — Κατά πόσο συνιστά αποδεκτή μαρτυρία σύμφωνα με το Άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Δίκαιο Αποδείξεως — Αποδοχή γραπτών δηλώσεων σαν μαρτυρίας δυνάμει του Άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 — Είναι δυνατή η αποδοχή μέρους της δήλωσης και η απόρριψη άλλου μέρους της που αντίκειται προς τις αρχές του Δικαίου της Απόδειξης και τις πρόνοιες του νόμου.

Λέξεις και Φράσεις — “Ναύλωση” στο “Ναυτικό Δίκαιο”.

Λέξεις και Φράσεις — “Απάτη”, στο Άρθρο 17(1) του περί Συμβάσεων Νόμου.

Η εναγόμενη εταιρεία, εγγεγραμμένη στον Παναμά, ήταν ιδιοκτήτρια του εναγομένου πλοίου. Ουσιαστικός της ιδιοκτήτης ήταν ο πρόεδρός της ο οποίος θα αναφέρεται και ως ο “εναγόμενος” για τους σκοπούς της αγωγής.

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, τεκμ. 1, ημερομηνίας 15.9.88, μεταξύ [*82]του εναγομένου, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός ουσιαστικά μάρτυς των εναγομένων, και του Μ.Ε. 2, πληρεξουσίου του ενάγοντα, η εναγόμενη συμφώνησε να πωλήσει το 50% των μερίδων του πλοίου, το οποίο ήταν επιβατηγό, στον ενάγοντα, για το ποσό των Δ.Α. 716.000. Το τίμημα της πώλησης θα πληρωνόταν με καθορισμένες δόσεις. Σκοπός της συμφωνίας ήταν η σύσταση άλλης εταιρείας στην οποία θα μεταβιβαζόταν η κυριότης του πλοίου, στην οποία το κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα είχε 50% των μετοχών. Άλλη πρόνοια της συμφωνίας ήταν η εναλλακτική ναύλωση του πλοίου στα συμβαλλόμενα μέρη.

Όπως προκύπτει από τους όρους της συμφωνίας, τα μέρη είχαν πρόθεση να εγγράψουν το πλοίο κατά προτίμηση στην Ελλάδα λόγω των καλών προοπτικών εκμετάλλευσής του ως κρουαζιερόπλοιου.  Έτσι με την παράγραφο 8 συμφωνήθηκε να υποβιβασθεί το τίμημα πώλησης κατά Δ.Α. 50.000 αν οι προσπάθειες για εγγραφή του πλοίου στο ελληνικό νηολόγιο δεν καρποφορούσαν. Ενώ με την παράγραφο 10, ο ενάγων αναλάμβανε να διευθετήσει στον Καναδά, οφειλή του πλοίου προς το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.).

Εκτός από την οφειλή προς το Ν.Α.Τ. εκκρεμούσαν απαιτήσεις εναντίον του “Galaxias” από την εταιρεία Sea Island & Travel Tours Ltd με πρωτοβουλία της οποίας είχε συλληφθεί το πλοίο στη Λεμεσό στην αγωγή 86/88, από τα μέλη του πληρώματος, που τελικά αποσύρθηκαν αφού διευθετήθηκαν εξωδίκως και την πρώην ναυλώτρια του πλοίου United Brothers Shipping Co. Inc.

Tα γεγονότα που ακολουθούν σχετίζονται με τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων:

1.  O ενάγων συμφώνησε να εύρει δάνειο κυμαινόμενο μεταξύ Δ.Α. 800.000 και Δ.Α. 1.000.000 έναντι υποθήκευσης του εναγομένου πλοίου μέχρι τις 15.11.88.  Διαφορετικά θα έχανε τα ποσά που θα πλήρωνε και οι μετοχές του θα μεταβιβάζονταν στην εναγομένη.

2.  Η άλλη πλευρά συμφώνησε να υπογράψει κάθε απαραίτητο έγγραφο για τη σύσταση της νέας εταιρείας, το έγγραφο πώλησης (bill of sale) και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο αναγκαίο για απόκτηση από το πλοίο της ελληνικής σημαίας ή άλλη εθνικότητα. Παράβαση του όρου αυτού θα την υποχρέωνε να επιστρέψει ότι είχε εισπράξει έναντι του τιμήματος και να πληρώσει Δ.Α. 200.000 ως συμφωνημένη αποζημίωση.  Επίσης ανέλαβε τα χρέη του πλοίου συμπεριλαμβανομένων των δόσεων για την απαίτηση για την οποία το πλοίο τελούσε υπό σύλληψη.

[*83]3.        Ο ενάγων πλήρωσε συνολικά από 15.9.88 μέχρι 16.11.88 το ποσό των Δ.Α.256.260 και το ποσό των ΛΚ15.700.  Στις 26.11.88, η εναγόμενη τερμάτισε τη συμφωνία. Το ίδιο έπραξε και ο ενάγων στις 29.11.88.  Το πλοίο παρέμεινε υπό κατάσχεση στο λιμάνι της Λεμεσού μέχρι τις 2.11.89 που πωλήθηκε με πλειστηριασμό μετά από διάταγμα που εκδόθηκε στην υπόθεση ναυτοδικείου αρ. 86/88. Το καθαρό εκπλειστηρίασμα ήταν Δ.Α. 1.820.000.

Απαιτήσεις του ενάγοντα.

Ο ενάγων με την παρούσα αγωγή ζητά:

1.  Απόδοση των ποσών που κατέβαλε έναντι του τιμήματος αγοράς του πλοίου.

2.  Δαπάνες που υπέστη ενώ ανέμενε την απελευθέρωση και ναύλωση του πλοίου, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν η ασφάλιση για κινδύνους πολέμου του εναγομένου πλοίου μέχρι τον Μάϊο του 1989 και η αμοιβή που πλήρωσε στο δικηγόρο του στην Ελλάδα για το θέμα Ν.Α.Τ.

3.  Δ.Α. 200.000 συμπεφωνημένη αποζημίωση όπως προβλέφθηκε από την συμφωνία.

Ανταξίωση της εναγομένης:

Η εναγόμενη διεκδικεί από τον ενάγοντα τα ακόλουθα:

1.  Έξοδα του αξιωματικού ναυτοδικείου στην υπόθεση 86/88 για τη σύλληψη, φύλαξη και εκποίηση του πλοίου.

2. Ναύλο που θα πλήρωνε ο ενάγων για τον πρώτο χρόνο ναύλωσης του πλοίου.

3.  Χρήματα που η εναγομένη πλήρωσε για πρακτόρευση του πλοίου στην Metro Shipping & Travel Ltd., για λογαριασμό του ενάγοντα.  Για το ποσό αυτό η εν λόγω εταιρεία κίνησε την αγωγή εναντίον του πλοίου υπ’ αρ. 199/88.  Οι εναγόμενοι δέχθηκαν απόφαση εναντίον τους για το πιο πάνω ποσό αλλά επεφύλαξαν το δικαίωμα τους να στραφούν προσωπικά κατά του ενάγοντα για την ανάκτησή του.

4.  Το συμπεφωνημένο ναύλο για τα υπόλοιπα δύο χρόνια ναύλωσης, ως αποζημίωση.

[*84]Η αγωγή βασίζεται κυρίως επί της παράβασης συμφωνίας ή του δόλου. Η παράβαση συμφωνίας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντα συνίσταται στην παράλειψη της πλοιοκτήτριας εταιρείας (1) να διευθετήσει τις εκκρεμούσες εναντίον του πλοίου απαιτήσεις τρίτων και να το ελευθερώσει με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η υλοποίηση της ρήτρας για άμεση ναύλωση του πλοίου στον ενάγοντα (2) να ιδρύσει ή συμπράξει στη ίδρυση της διαδόχου εταιρείας, (3) να μεταβιβάσει στην εταιρεία αυτή την κυριότητα του πλοίου ή να υπογράψει το έγγραφο πώλησης (bill of sale) (4) να εγγράψει το πλοίο και να αποκτήσει σημαία για να πραγματωθεί η χρηματοδότηση, που ο ενάγων μερίμνησε και εξασφάλισε έγκαιρα έναντι υποθήκευσης και (5) να διευθετήσει ειδική επιθεώρηση (special survey) του πλοίου από αναγνωρισμένο νηογνώμονα.

Είναι η θέση του ενάγοντα πως εκπλήρωσε στο ακέραιο τη συμβατική του υποχρέωση για δανειοδότηση της συμφωνίας με 1 εκατομμύριο δολλάρια, σύμφωνα με τις πρόνοιές της. Τα σχετικά έγγραφα καθώς και η επιστολή του δανειομεσίτη Stubbs από το Λίβερπουλ στον οποίο ο ενάγων ανέθεσε την εξεύρεση χρηματοδοτών, που ήταν ο οίκος Transworld Funding Co., έγιναν δεκτά ως μαρτυρία.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1, ο οποίος παρέδωσε τα έγγραφα δανειοδότησης στον εναγόμενο στις 8.11.88, ο εναγόμενος του ζήτησε να πείσει τον ενάγοντα να τροποποιήσουν τη συμφωνία ώστε να αποφευχθεί η υποθήκευση του πλοίου, γιατί φοβόταν, πως ο ενάγων δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει το δάνειο με κίνδυνο να χάσει το πλοίο. Κατά την περίοδο ναύλωσης του πλοίου από τον ενάγοντα, ο κ. Zakaria, Μ.Ε. 5, διευθυντής της United Brothers Shipping Co. Inc., θα είχε την εκμετάλλευση 12 καμπίνων του πλοίου πλέον 8 για τον ίδιο.  Σε αντάλλαγμα ο Μ.Ε. 5 θα απέσυρε το έγγραφο ανακοπής (caveat) που κατέθεσε για εξασφάλιση της αξίωσης της εταιρείας του, που ήταν η σοβαρότερη από τις απαιτήσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του πλοίου.

Στις 25.11.88, και ενώ οι διαπραγματεύσεις είχαν ουσιαστικά καταλήξει, ο εναγόμενος πρότεινε νέα βάση συνεργασίας, δηλαδή, τη συνεκμετάλλευση του πλοίου με τον ενάγοντα κατά την πρώτη τριετία που ο ενάγων εδικαιούτο να ναυλώσει το πλοίο.  Η πρόταση αυτή ήταν ασύμφορη και απορρίφθηκε. Στην συνέχεια ο εναγόμενος τερμάτισε τη συμφωνία.

Αναφορικά με τα χρέη του πλοίου, ο Μ.Ε. 1 δέχθηκε ότι γνώριζαν τις οφειλές και/ή απαιτήσεις εναντίον του πλοίου. Όμως μέφθηκε τον εναγόμενο ότι ενεργά απέκρυψε από τον ενάγοντα το ύψος των απαιτήσεων που εκκρεμούσαν.

[*85]Οι εναγόμενοι παραδέχονται ότι ανέλαβαν υποχρέωση να εξοφλήσουν τα χρέη που ήταν πληρωτέα την 15.9.88. Ισχυρίζονται όμως πως τήρησαν την πρόνοια αυτή της συμφωνίας, καταβάλλοντας ότι εισέπραξαν από τον ενάγοντα έναντι των οφειλών του πλοίου. Επίσης ότι ο Μ.Ε. 1 είπε στον εναγόμενο ξεκάθαρα, πως ο ενάγων του ομολόγησε ότι δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει δάνειο και ότι του έδωσε παράταση 10 ημερών για να διευθετήσει τα περί της απόκτησης δανείου. Εφ’ όσον δε παρήλθε άπρακτη η προθεσμία αυτή, τερμάτισαν τη συμφωνία.

Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι η μαρτυρία των εναγόντων δεν αποδείκνυε την ύπαρξη δόλου και ότι εφ’ όσον η αδικοπρακτική ευθύνη που έχει προέλευση την απάτη, προβλήθηκε ως ανεξάρτητη βάση αγωγής, το Ναυτοδικείο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει αυτό το μέρος της διαφοράς. Επικαλέσθηκαν δε προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, την υπόθεση Elelyan.

Άλλοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν εκ μέρους των εναγομένων είναι ότι:

1. Η μαρτυρία του ενάγοντα πως η προσφορά του δανείου προήλθε από τον οίκο Transworld Funding και όχι τον Transworld House, όπως αναγράφεται στην παραγρ. 9 της ανταπάντησης του ενάγοντα, πρέπει να αγνοηθεί αφού δεν συνδέεται άμεσα με τη δικογραφία.

2. Το πιο πάνω στοιχείο δείχνει επίσης και την αναξιοπιστία του ενάγοντα.

3. Με τα δικογραφήματα του ο ενάγων δεν έχει καταστήσει τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την τροποποίηση της συμφωνίας, επίδικα θέματα στην υπόθεση.

4. Ο ενάγων ολιγώρησε στην καταβολή των δόσεων.

     Οι εναγόμενοι ήγειραν επίσης δύο προδικαστικές ενστάσεις. Συγκεκριμένα ότι οι αξιώσεις, όπως εκτέθηκαν στο κλητήριο ένταλμα, μπορούν να συσχετισθούν μόνο με το μέρος του τεκμ. 1 που κάμνει πρόβλεψη για ναύλωση του πλοίου και όχι με τις πρόνοιες για την πώλησή του.  Επίσης ότι η παράγρ. 17 και η παράγρ. 20(β) και (γ) της Αναφοράς, για την οποία έγινε λόγος για πρώτη φορά στο στάδιο των αγορεύσεων, βρίσκονται σε διάσταση με τις αξιώσεις, όπως τις καθόρισε το κλητήριο. Ζήτησαν δε τη διαγραφή των σχετικών παραγράφων.

     Αναφορικά με το θέμα των εξόδων, περιλαμβανομένων και των [*86]ασφαλίστρων, έγινε εισήγηση ότι το Ναυτοδικείο στερείται δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις αποφάσεις Avgerinos Master Shipping Co. Ltd v. Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ., και Sait Electronic S.A. v. The Ship “Dominique”, να τις επιληφθεί.

     Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίφθηκαν για τους πιο κάτω λόγους:

     Το αίτημα για διαγραφή δικογράφου ή μέρους του ασκείται εντός των καθορισμένων χρονικών ορίων που παρέχει η δικονομία:  Δ.19 θ.26 και Δ.27.

     Το δικονομικό πλαίσιο καθορίζεται από τον Καν. 237 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών, που καθιστά εφαρμοστέα την πρακτική του Τμήματος Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας. Η πρόνοια αυτή οδηγεί στη Δ.20 θ.4 της αγγλικής πρακτικής. Την ίδια πρόνοια περιέχει ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.20 θ.1Α.

     Ο ενάγων δεν χρειάζεται να περιγράψει στο κλητήριο επακριβώς την αιτία αγωγής, όπως ούτε και την αιτούμενη θεραπεία.  Δεν πρέπει όμως να μεταβληθεί πλήρως η αιτία αγωγής ή να προστεθεί νέα που δεν είναι βολικό να συνεκδικαστεί με την αρχική.  Στην παρούσα υπόθεση, η απαίτηση έχει διαζευκτικά ερείσματα που δεν έρχονται σε αντίθεση με την Αναφορά ή με τη μαρτυρία.

     Στην παρούσα υπόθεση, οι διαφορές αφορούν κατ’ ισχυρισμό παράβαση συμφωνίας για πώληση μεριδίων πλοίου ή της συμφωνίας για ναύλωση που αυτή περιέχει. Η αξίωση για καταβολή ασφαλίστρων, απορρέει από τις παραβάσεις αυτές που αναφύονται από την πιο πάνω μεταξύ των διαδίκων συναφθείσα σύμβαση.  Δεν προβάλλεται ως αυτοτελής βάση της αγωγής.

     Διαφορές που έχουν ως βάση και πλαίσιο συμφωνίες Nαυτασφάλισης, δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Ναυτοδικείου. Η παρούσα υπόθεση δεν αφορά τέτοιου είδους συμφωνία.

     Το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από σφαιρική αξιολόγηση της μαρτυρίας αποφάνθηκε επί της ουσίας της αγωγής, ότι:

1.  Η μαρτυρία του εναγομένου βρίσκεται σε τρανταχτή αντίθεση με τη μαρτυρία του αντιδίκου του και τους μάρτυρές του. Συγκλίνουν μόνο στο θέμα που αφορά το χρέος προς το Ν.Α.Τ.

[*87]2.        Δεν δημιουργείται δικαιοδοτικό πρόβλημα αναφορικά με το θέμα του δόλου. Διαφορετική αντίληψη θα είχε ως επακόλουθο τον ανεπιθύμητο κατακερματισμό δικαστικών αρμοδιοτήτων με όλες τις δυσάρεστες επιπτώσεις στα συμφέροντα των διαδίκων και της δικαιοσύνης, που δεν ευνοούν πολλαπλότητα διαδικασιών. Η υπόθεση Elelyan, την οποία επικαλέσθηκαν οι εναγόμενοι, δεν αποτελεί αυθεντία για την πρόταση ότι με βάση τις διατάξεις της παράγρ. (h) του Administration of Justice Act 1956, Άρθρο 11(ι), δεν μπορεί στην κατάλληλη περίπτωση το δικαστήριο να αναλάβει δικαιοδοσία στις περιπτώσεις που προβάλλεται και ο δόλος ως αιτία αγωγής.

3.  Δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται ο συγκεκριμένος δανειοδοτικός οίκος στο δικογράφημα. Είναι στοιχείο που κανονικά ανήκει στη σφαίρα της μαρτυρίας. Στο σχετικό επιστολόχαρτο αναγράφονται και τα δύο ονόματα.

4.  Ο ενάγων δεν βασίζει την υπόθεσή του επί της τροποποιημένης συμφωνίας. Σε τέτοια περίπτωση θα ήταν επιτακτικό να προηγηθεί η απαραίτητη δικονομική υποδομή. Το Δικαστήριο δέκτηκε τη σχετική μαρτυρία, ύστερα από ένσταση των εναγομένων για λόγους που αναφέρονται εν συντομία σε ενδιάμεση απόφαση, υπό το φως των εισηγήσεων που έγιναν τότε.

     Ανεξάρτητα από αυτό, στην παράγρ. 9 της Υπεράσπισής τους, οι εναγόμενοι αναφέρονται σε προτάσεις για τροποποίηση, μόνο που την αποδίδουν στον ενάγοντα. Περαιτέρω είναι και τα έγγραφα που κατατέθηκαν εκ συμφώνου. Η δίκη παρέμεινε εντός των πλαισίων της δικογραφίας της υπόθεσης.

5.  Η πληρωμή των δόσεων δεν ήταν ούτε κατέστη ποτέ ουσιώδης όρος της συμφωνίας.  Ο χρόνος πληρωμής των δόσεων δεν ήταν ουσιώδης στην παρούσα υπόθεση. Οι εναγόμενοι δεν επικαλέσθηκαν τις τυχόν καθυστερήσεις σαν λόγο τερματισμού της συμφωνίας και σε καμία περίπτωση που παρέλαβαν χρήματα, δεν επεφύλαξαν τα δικαιώματά τους. Πέραν αυτού πληρώθηκε το μέγιστο μέρος των δόσεων που έληξαν, παρ’ όλο που δεν είχε ακόμα συσταθεί η ανάδοχος εταιρεία, ζήτημα που αφέθηκε σε εκκρεμότητα μέχρι τέλους.

6.  Ο ισχυρισμός των εναγόντων για έλλειψη αξιοπιστίας από πλευράς του εναγομένου, ο οποίος όντας αγνωστικιστής, δεν κατέθεσε ενόρκως αλλά προέβη σε υπεύθυνη δήλωση (affirmation), δυνάμει του Άρθρου 50 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (N. 14/60 όπως τροποποιήθηκε), δεν τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι προέβη σε ένορκη δήλωση σε άλλη διαδι[*88]κασία. Η ορκοδοσία δεν είναι προϋπόθεση αξιοπιστίας.

7.  Η μαρτυρία του ενάγοντα και των πληρεξουσίων του αναφορικά με τα γεγονότα (τεκμ. 18) που συνδέονται με τη σύμβαση και την ματαίωσή της λόγω της συμπεριφοράς των εναγομένων, καταρρίπτει το βάθρο της υπεράσπισης ότι ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει την υποχρέωση του για δανειοδότηση. Η δικαιολογία ότι οι εναγόμενοι έδωσαν 10ημερη παράταση στους ενάγοντες προς εξεύρεση δανείου, απορρίπτεται ανεπιφύλακτα.

8.  Η αναξιοπιστία των εναγομένων συνάγεται και από τις κατηγορίες που διατύπωναν κατά του ενάγοντα όπως διατυπώνονται στα διάφορα φαξ που έστειλαν, ότι παρέβη την υποχρέωσή του για σύσταση της αναδόχου εταιρείας, όπως και άλλες υποχρεώσεις του.  Είναι φανερό ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει προτού διευθετηθεί το ζήτημα με το Ν.Α.Τ. το οποίο χειριζόταν ο δικηγόρος των εναγομένων στην Αθήνα.

9.  Η μαρτυρία του Μ.Ε.5 Zakaria, η οποία επίσης γίνεται αποδεκτή, υποστηρίζει έμμεσα την υπόθεση του ενάγοντα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα χρηματοδότησης της συμφωνίας. Παράλληλα δείχνει ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν με τρόπο που αντιστρατευόταν βασική ρήτρα της συμφωνίας.

10.  Η στάση του ενάγοντα να θεωρήσει ότι υπήρξε παραβίαση της συμφωνίας από τους εναγομένους ήταν δικαιολογημένη, εν όψει της συμπεριφοράς των εναγομένων που μαρτυρούσε αποποίηση ολόκληρης της σύμβασης. Ως εκ τούτου σύμφωνα με το Άρθρο 38 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 δεν ευθύνεται για μη εκπλήρωση της σύμβασης ούτε χάνει τα δικαιώματά του.

11.  Η διευθέτηση της αγωγής αρ. 86/88 και η συνακόλουθη ελευθέρωση του πλοίου, ήταν το πρώτο και απαραίτητο βήμα για να δημιουργηθούν οι δυνατότητες εφαρμογής της συμφωνίας. Οι εναγόμενοι δεν κατάφεραν ούτε επεδίωξαν να απελευθερώσουν το πλοίο.  Η υποχρέωση αυτή των εναγομένων δεν εξαρτήθηκε όπως εισηγούνται, από την καταβολή των δόσεων.

12.  Ο ισχυρισμός των εναγομένων για ναύλωση του πλοίου στον ενάγοντα από την υπογραφή του τεκμηρίου 1, δεν ευσταθεί, αφού το εν λόγω τεκμήριο, προνοούσε για συμφωνία ναύλωσης και όχι για ναύλωση. Η ναύλωση δεν έγινε ποτέ και οι προυποθέσεις για ενεργοποίηση της συμφωνίας δεν υπήρχαν. Η κατοχή του πλοίου ουδέποτε περιήλθε στην κατοχή του ενάγοντα μέχρι [*89]και την πώλησή του. Η δικαιοπραξία της ναύλωσης χωρίς κατοχή και έλεγχο του πλοίου δεν είναι κατανοητή.

13.  Ο λόγος για δόλο (απάτη), εντός της εννοίας του Άρθρου 17(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, που επικαλέσθηκε ο ενάγων, δεν στοιχειοθετείται εν όψει της προσαχθείσας μαρτυρίας.

14.  Η επιδίκαση αποζημιώσεων διέπεται από τις βασικές αρχές του Άρθρου 73(1) του Κεφ. 149. Ο ενάγων δικαιούται ως μέρος της αποζημίωσης το ποσό που κατέβαλε και επίσης ότι κατέβαλε για μη πραγμάτωση της αντιπαροχής η οποία υπήρξε πλήρης.

15.  Δυνάμει του Άρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν υπάρχει περιορισμός αναφορικά με το νόμισμα στο οποίο μπορεί να εκδοθεί μία απόφαση.

16.  Οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα είναι:

α) Το ποσό των ασφαλίστρων που πλήρωσε από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο του 1988.

β) Τα δικαιώματα πρακτόρευσης του πλοίου.

γ)  Ονομαστικές αποζημιώσεις ΛΚ50 λόγω ελλείψεως άλλης μαρτυρίας για τη ζημιά ή απώλεια του ενάγοντα. (Η ρήτρα αποζημίωσης για το ποσό των Δ.Α. 200.000 ως συμπεφωνημένες αποζημιώσεις σε περίπτωση διάρρηξης της συμφωνίας, θεωρείται ως υπέρμετρη ποινή (penalty) και ως εκ τούτου δεν επιδικάζεται).

     Τα ποσά της ανταπαίτησης δεν έχουν αποδειχθεί από τους εναγομένους και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

Εκδόθηκε απόφαση υπέρ του ενάγοντα για τα ποσά που κατέβαλε έναντι του τιμήματος αγοράς καθώς επίσης και τα ποσά των παραγράφων α), β) και γ) ανωτέρω, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην απόφαση.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Avgerinos Master Shipping Co. Ltd v. Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 191,

[*90]Sait Electronic S.A. v. Ship “Dominique” (1992) 1 A.A.Δ. 383,

Williams and Glyns Bank v. Ship “Maria” (1984) 1 C.L.R. 821,

Nearchou v. Theodoulou (1961) C.L.R. 61,

Vasiliko Cement Works Ltd v. World Tide Shipping Corporation and Others (1996) 1 A.A.Δ. 389,

Biochemie R.O.S.E. Ltd v. General Insurance of Cyprus Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 901,

Space Video v. Silver Paloma (1991) 1 A.A.Δ. 801,

Bater v. Bater [1950] 2 All E.R. 458,

Hornal v. Neuberger Products Ltd [1956] 3 All E.R. 970,

Whitehouse v. Jordan and Another [1980] 1 All E.R. 650,

Elelyan v. Cyprus Ship “Poseidonia” και Άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 990,

The “Moschanthy” [1971] 1 Lloyd’s Law Rep. 37,

The “Sennar” [1983] 1 Lloyd’s Law Rep. 295,

“Lemos” [1984] 1 Lloyd’s Law Rep. 464,

Παπακόκκινου και Άλλες v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379,

Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1(B) A.A.Δ. 836,

Paraskeva and Others v. Lantas (1988) 1 C.L.R. 285,

Behzadi v. Shaftesbury Hotels T.L.R. 30/9/90,

Derry v. Peek [1889] 14 A.C. 337,

Παντζιαρή v. Aquarian Container Lines Ltd κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 748,

A. N. Stasis Estates Co. Ltd. v. Edwards και Άλλων (1995) 1 A.A.Δ. 385,

[*91]Rahman v. M/V “Haj Anies” (1995) 1 A.A.Δ. 345,

Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία v. Επίσημου Παραλήπτη & Εφόρου Εταιρειών και Άλλων (1996) 1 A.A.Δ. 1261,

Maltezou and Another v. Louka  and Another 16 C.L.R. 88,

Tseriotis v. Christodoulou 19 C.L.R. 216,

Iordanou v. Anyftos 24 C.L.R. 97,

Lambrianides and  Others v. Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 466,

Katsikides v. Constantinides (1969) 1 C.L.R. 31,

Kalisperas v. Kababe (1971) 1 C.L.R. 296,

Wilson v. Love [1896] 1 Q.B. 626,

Mourtzinos v. Ship “Galaxias” (1989) 1 C.L.R. 314.

Aγωγή.

Aγωγή για το ποσό των $256.260 και Λ.K.15.700 ως το καταβληθέν τίμημα αγοράς του εναγόμενου πλοίου, πλέον $34.646 και Λ.A. 564.18 (Στερλίνες) για δαπάνες που υπέστη ο ενάγων ενώ ανέμενε την απελευθέρωση του πλοίου, πλέον $200.000 συμπεφωνημένη αποζημίωση λόγω παράβασης συμφωνίας ή δόλου.

N. Κλεάνθους και Α. Χαβιαράς, για τον Ενάγοντα.

Α. Θεοφίλου, για τους Εναγομένους.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση.

Οι διάδικοι

Ο ενάγων Μ. Μούρτζινος, που είναι ελλαδικής καταγωγής ήταν, για αρκετά χρόνια, υπάλληλος ναυτικής εταιρείας στο Λονδίνο. Διετέλεσε πρώτα αρχιπλοίαρχος της εταιρείας και από το 1988 γενικός διευθυντής της. Διαχειριζόταν, υπό την ιδιότητα αυτή, πάνω από 50 πλοία. Ανέπτυξε παράλληλα επιχειρηματική [*92]δραστηριότητα για δικό του όφελος σε ναυτικές εργασίες και απέκτησε συμφέρον σε 2 φορτηγά πλοία. Ασκεί επίσης το επάγγελμα του γενικού επιθεωρητή. Στο Λονδίνο γνώρισε και συνεργάστηκε με τον Κύπριο μηχανολόγο Γ. Σκορδέλλη, Μ.Ε.1, που εργάστηκε για καιρό στην ίδια εταιρεία ως βοηθός αρχιμηχανικός. Η επαγγελματική τους συνάφεια εξελίχθηκε σε στενή προσωπική φιλία.

Στην Κύπρο ο Μ.Ε.1 ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρήσεις. Με το συνεργάτη και φίλο του Δ. Τακούση (Μ.Ε.2), καθώς και τρίτο πρόσωπο, συνέστησαν την εταιρεία Metro Shipping & Travel Ltd., με έδρα τη Λάρνακα. Οι δύο αυτοί μάρτυρες είχαν πληρεξουσιότητα από τον ενάγοντα (Μ.E.6) να διαπραγματευθούν την αγορά του εναγόμενου πλοίου “Galaxias” και να υπογράψουν προς τούτο συμφωνία, χειριζόμενοι για λογαριασμό του και κάθε σχετικό θέμα.

Το πλοίο ήταν επιβατηγό. Ανήκε στην εναγόμενη εταιρεία Global Cruises S.A., που ήταν γραμμένη στον Παναμά. Προστέθηκε σαν διάδικο μέρος (εναγόμενη αρ. 2) μετά την έγερση της κρινόμενης αγωγής με διάταγμα ημερ. 12/5/90. Τούτο εξέδωσε άλλος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που χειριζόταν τότε την υπόθεση. Ουσιαστικός ιδιοκτήτης της εναγόμενης εταιρείας ήταν, κατά τους κρίσιμους χρόνους της αγωγής, ο πρόεδρος της Fernando Inigo, από τα κύρια πρόσωπα στην υπόθεση.  Γι’ αυτό και ήταν ο μοναδικός ουσιαστικά μάρτυς των εναγομένων, o οποίος για ευκολία θα αναφέρεται και ως “εναγόμενος”.

Το πλοίο “Galaxias” κατασχέθηκε ενώ ναυλοχούσε στο λιμάνι Λεμεσού. Το ένταλμα σύλληψής του εκδόθηκε από το Nαυτοδικείο στην υπόθεση αρ. 86/88 (βλέπε τεκμ. 23).  Στο μεταξύ απαγορεύθηκε στο πλοίο να αποπλεύσει γιατί τα ναυτιλιακά έγγραφα παρουσίαζαν προβλήματα.  Μεταξύ άλλων το πιστοποιητικό πλοϊμότητας είχε λήξει (βλέπε και επιστολή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας προς τον πλοίαρχο, τεκμ. 22, ημερ. 7/7/88).  Το πλοίο έμεινε και χωρίς σημαία εφόσον έληξε στο μεταξύ το προσωρινό πιστοποιητικό νηολόγησής του.

Στο σημείο αυτό μπορεί να αναφερθεί κάτω από ποίες συνθήκες το “Galaxias” κατέπλευσε στην Κύπρο. Από σχετική κοινή δήλωση των δικηγόρων των διαδίκων μερών προκύπτει ότι προηγουμένως καναδικό δικαστήριο στο Βανκούβερ διέταξε να πωληθεί με αναγκαστικό πλειστηριασμό.  Από το εκπλειστηρίασμα κατακρατήθηκε ποσό Δολλαρίων Αμερικής (εφεξής Δ.Α.) 350.000 για οφειλή προς το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο Ελλάδας (εφεξής το Ν.Α.Τ.). Η αξίωση όμως του Ν.Α.Τ. ήταν για Δ.Α. 505.000.  Γι’ αυτό και οι αρμόδιες [*93]ελληνικές αρχές δε χορήγησαν πιστοποιητικό διαγραφής του πλοίου από το Ελληνικό νηολόγιο στο οποίο φαίνεται πως ήταν γραμμένο.  Το πλοίο ταξίδεψε στην Κύπρο, αφού εξασφάλισε προσωρινή εγγραφή του στην Αντίγκουα, τη σημαία της οποίας ύψωσε.

Η συμφωνία, τεκμ. 1, ημερ. 15/9/88 και η φύση της υπόθεσης

Οι αντιπρόσωποι του ενάγοντος, με τους οποίους είχε επικοινωνήσει ο ενάγων, επισκέφθηκαν το πλοίο. Συνάντησαν το F. Ιnigo και συζήτησαν μαζί του. Οι διαπραγματεύσεις τους τελικά κατέληξαν στην κατάρτιση γραπτής συμφωνίας. Πρόκειται για το τεκμ. 1. Υπογράφτηκε στις 15/9/88 από το F. Inigo εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας και τον Μ.Ε.2 ως πληρεξούσιο του ενάγοντα. Η συμφωνία είναι διατυπωμένη στην αγγλική γλώσσα και τιτλοφορείται “Contract for sale shares of ship”. Η εναγόμενη συμφώνησε να πωλήσει το 50% των μερίδων του πλοίου στον ενάγοντα για το ποσό των Δ.Α. 716.000 υπό τους όρους και συμφωνίες που ακολουθούν στο κείμενο του τεκμ. 1.

Ο σκοπός της συμφωνίας, όπως καθορίζεται στην πρώτη κιόλας παράγραφό της, ήταν η σύσταση άλλης εταιρείας στην οποία θα μεταβιβαζόταν η κυριότης του πλοίου.  Στη νέα αυτή εταιρεία το κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα είχε 50% των μετοχών. Όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 2, σε περίπτωση νηολόγησης του πλοίου στην Ελλάδα, ο ενάγων θα εμφανιζόταν ως κάτοχος ποσοστού 51% του μετοχικού κεφαλαίου έναντι 49% της εναγομένης. Παράλληλα ο ενάγων θα παρείχε στην αντισυμβαλλόμενή του εξασφάλιση για το 1%.

Προκύπτει από την πρόνοια αυτή, αλλά και σειρά άλλων όρων της συμφωνίας, η πρόθεση των μερών να εγγράψουν κατά προτίμηση το πλοίο στην Ελλάδα.  Και τούτο διότι υπήρχαν καλές προοπτικές εκμετάλλευσής του ως κρουαζιερόπλοιου. Έτσι με την παράγραφο 8 συμφωνήθηκε να υποβιβασθεί το τίμημα πώλησης κατά Δ.Α. 50.000 στην περίπτωση αποτυχίας των προσπαθειών για εγγραφή του πλοίου στο ελληνικό νηολόγιο. Ενώ με την παράγραφο 10 ο ενάγων αναλάμβανε να καταβάλει ποσό μέχρι Δ.Α. 155.000 επιπλέον εκείνου των Δ.Α. 350.000, που υπήρχε στον Καναδά, για διευθέτηση των αξιώσεων του Ν.Α.Τ. Με τον ίδιο όρο συμφωνήθηκε πως το θέμα της αλλαγής σημαίας έπρεπε να ξεκαθαρίσει. Η παράγραφος 10 αρχίζει θέτοντας αυτή την προϋπόθεση. Συγκεκριμένα αναφέρεται: “Αs the new Company will put Greek Flag then this issue must be cleared”. Aναφέρω, παρεμπιπτόντως, πως ο ενάγων γνώριζε το σκάφος από παλιά. Η μαρτυρία του στο θέμα αυτό και ότι εργάστηκε σαν αξιωματικός του εναγόμενου πλοίου, όταν ανή[*94]κε σε ελληνική εταιρεία, δεν αμφισβητήθηκε.

Το τίμημα πώλησης θα πληρωνόταν με δόσεις, Δ.Α. 150.000 μόλις υπογραφόταν το τεκμ. 1: παράγραφος 4(1). Ποσό Δ.Α. 50.000 θα κατέβαλλε ο ενάγων με την ίδρυση της νέας εταιρείας και την εκτέλεση της παραγράφου 1 της συμφωνίας το περιεχόμενο της οποίας προεξέθεσα. Και περαιτέρω ποσό σε κυπριακές λίρες ισάξιο με Δ.Α. 65.000. Συγκεκριμένα η υποπαράγραφος 2 της παραγράφου 4 προβλέπει:

“On completion of the formation of the new company and upon execution of term 1 hereof $50.000 - U.S.D. and a further amount in Cyprus Pounds equivalent to $65.000 - U.S.D.”

Επειδή οι εναγόμενοι συζήτησαν και θέμα μη έγκαιρης εξόφλησης των δόσεων θα ήταν ευκαιρία να εκθέσουμε εδώ τις υπόλοιπες πρόνοιες του τεκμ. 1 που αγγίζουν το θέμα. Επιπρόσθετα των όσων ανέφερα ο ενάγων θα πλήρωνε 3 δόσεις από Δ.Α. 25.000 την καθεμιά στις 15/10/88, 30/10/88 και 15/11/88. Και στη συνέχεια στις 15/12/88 Δ.Α. 40.000 και δύο τελευταίες δόσεις από Δ.Α. 168.000 στις 30/6/89 και 30/11/89. Η παράγραφος 7 συνδέεται άμεσα με την πληρωμή του τιμήματος. Προνοεί ότι, σε περίπτωση που το οφειλόμενο ποσό δεν πληρωθεί όπως προβλέφθηκε, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας θα μειώνεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο 50/100 X Α/850.000. Το Α. είναι το ποσό που θα είχε πληρώσει μέχρι τότε ο ενάγων.

Από 15/9/88 μέχρι 16/11/88 ο ενάγων πλήρωσε συνολικά στην εναγόμενη Δ.Α. 256.260.  Κατά την ίδια περίοδο προέβη σε πληρωμές σε κυπριακό νόμισμα συμποσούμενες σε Λ.Κ.15.700. Οι λεπτομέρειες των πληρωμών εκτίθενται στην παράγραφο 16 της Αναφοράς. Και αποτελούν γεγονός παραδεκτό: βλέπε παράγραφο 7 της Απάντησης· επίσης την τηλεομοιοτυπία (telefax) ημερ. 7/11/88, τεκμ. 9, που απέστειλε σχετικά η εναγόμενη στον πλοίαρχο Μούρτζινο. Στις 26/11/88 η εναγόμενη τερμάτισε τη συμφωνία με το φαξ τεκμ. 12. Από τότε, και για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, από 16/11/88, δεν έγινε άλλη πληρωμή.

Υπάρχει ακόμη σειρά προνοιών (παράγραφοι 11 έως 16) με τις οποίες προβλέφθηκε η εναλλακτική ναύλωση του πλοίου στα συμβαλλόμενα μέρη. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε να εκναυλωθεί εξ ολοκλήρου το πλοίο πρώτα στον ενάγοντα για περίοδο 3 χρόνων, που θα έληγε στις 31/10/91, αντί ετήσιου ναύλου από Δ.Α. 820.000. Και στην εναγόμενη για τα επόμενα 3 χρόνια δη[*95]λαδή από 1/11/91 μέχρι 31/10/94. Και στις δύο περιπτώσεις θα ίσχυαν οι όροι γυμνής ναύλωσης (charter on bare boat basis).  Κατά την παράγραφο 16(a) του τεκμ. 1 η πρώτη ετήσια ναύλωση θα άρχιζε άμα τη υπογραφή της συμφωνίας:

“The yearly bare boat charter contracts will start on 1st November ending 30th October of the following year except the bare boat charter 1988-1989 that will start on signature of this contract.”

Ιδιαίτερη σημασία έδωσαν και οι δύο πλευρές στις πρόνοιες της παραγράφου 21 του τεκμ. 1. Ο κύριος όγκος της μαρτυρίας αφορά τη συμμόρφωση ή μη του ενάγοντα με την υποχρέωση που ανέλαβε δυνάμει του όρου αυτού. Είναι πράγματι το κλειδί για την κατανόηση της υπόθεσης και από αυτή βασικά εξαρτάται η έκβασή της.

O ενάγων συμφώνησε να εύρει δάνειο κυμαινόμενο μεταξύ Δ.Α. 800.000 και Δ.Α. 1.000.000 έναντι υποθήκευσης του εναγόμενου πλοίου (to obtain a mortgage ......... secured by the ship).  Για να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 21 (υποπαράγραφοι a έως d). Οι συνέπειες για τον ενάγοντα σε περίπτωση αθέτησης του όρου αυτού μέχρι την ταχθείσα προθεσμία (15/11/88) θα ήταν καταστρεπτικές. Να τι προνοεί σχετικά ο ίδιος ο όρος:

“If the mortgage is not arranged by 15th November, 1988, party B (ο ενάγων) will lose all the amounts paid by that date and all shares of Party B will be transferred to Party A (εναγόμενη 2)”

Η άλλη πλευρά συμφώνησε να υπογράψει (α) κάθε απαραίτητο έγγραφο για τη σύσταση νέας εταιρείας (β) το έγγραφο πώλησης (bill of sale) για να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση κυριότητας του πλοίου και (γ) οτιδήποτε άλλο ήταν λογικά αναγκαίο για να αποκτήσει το πλοίο την ελληνική σημαία ή άλλη εθνικότητα (παράγραφος 9). Παράβαση του όρου αυτού θα επέφερε κυρώσεις. Η εναγόμενη θα ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει ότι είχε εισπράξει έναντι του τιμήματος και να πληρώσει πρόσθετα Δ.Α. 200.000 ως συμφωνημένη αποζημίωση.

Ήταν επίσης όρος της συμφωνίας (παράγραφος 5) ότι η εναγόμενη θα έκαμνε τις αναγκαίες διευθετήσεις (shall make the necessary arrangements) έτσι ώστε η πρώτη και η δεύτερη δόση να πληρωθούν (shall be paid) για την απαίτηση για την οποία το πλοίο τελούσε υπό σύλληψη και/ή οποιεσδήποτε απαιτήσεις ή [*96]χρέη του πλοίου μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας. Με βάση τον ίδιο όρο - το μέρος αυτό είναι χειρόγραφο - οποιαδήποτε απόφαση που αφορούσε τα έξοδα του πλοίου μέχρι τη σύσταση της εταιρείας θα λαμβανόταν από κοινού. Ο αμέσως επόμενος όρος (παράγραφος 6) κάμνει πρόβλεψη για τις υποχρεώσεις και τα χρέη του πλοίου. Πρέπει να τον έχουμε υπόψη:

“Party “A” will be responsible for all debts and/or incumbrances and or past claims irrespective of whether they have come forward or not until this day. Party “A” will also be responsible for the paying off and repatriation of the present crew.”

Η τύχη της συμφωνίας, τεκμ. 1

Μετά την υπογραφή της συμφωνίας οι διάδικοι άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται για παραβάσεις της, όπως μπορεί να διαπιστωθεί και από μία φευγαλέα ματιά στα φαξ που αντάλλαξαν και είναι τεκμήρια στην υπόθεση. Με κορύφωσή τους τον τερματισμό της συμφωνίας από την εναγόμενη με το φαξ τεκμ. 12, ημερ. 26/11/88, για παράβαση, όπως ισχυρίζεται σε αυτό, της παραγράφου 21. Το ίδιο έπραξε και ο ενάγων. Τερμάτισε τη συμφωνία για άλλους λόγους που εξειδικεύει στο φάξ του, ημερ. 29/11/88, τεκμ. 13, προς την εναγόμενη. Το πλοίο παρέμεινε υπό κατάσχεση στο λιμάνι της Λεμεσού μέχρι τις 2/11/89 που πωλήθηκε σε πλειστηριασμό μετά από διάταγμα που εκδόθηκε στην υπόθεση ναυτοδικείου αρ. 86/88, τεκ. 23.  Το καθαρό εκπλειστηρίασμα ήταν Δ.Α. 1.820.000.

Οι απαιτήσεις του ενάγοντα και η ανταξίωση των εναγομένων

Οι απαιτήσεις του ενάγοντα, όπως διαμορφώθηκαν ή περιορίστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία ως και την αγόρευση του δικηγόρου του ενάγοντα, είναι για:

Α.  Απόδοση του ποσού των Δ.Α. 256.260 και Λ.Κ 15.700 που κατέβαλε έναντι του τιμήματος αγοράς του πλοίου.  Το ποσό αυτό αξιώνει διαζευκτικά σαν αποζημίωση για παράβαση του τεκμ. 1, χρήματα εισπραχθέντα για “αντάλλαγμα που απέτυχε” με βάση την προπαρατεθείσα παράγραφο 9 της συμφωνίας.  Το ίδιο ποσό απαιτεί - και πάλιν σε διαζευκτική βάση - σαν αποζημίωση για καταδολίευσή του από την εναγομένη 2 ή τον εκπρόσωπο της F. Inigo. Λεπτομέρειες του δόλου που χρησιμοποίησαν σε βάρος του παρέχονται στην παράγραφο 21 της Αναφοράς.

[*97]Β. Δ.Α. 34.646 πλέον Λ.Α. (στερλ.) 564.18 για δαπάνες που ο ενάγων υπέστη ενώ ανέμενε, κατά τους ισχυρισμούς του, την απελευθέρωση και ναύλωση του πλοίου.  Μπορεί εδώ να γίνουν μερικές πολύ σύντομες διευκρινιστικές παρατηρήσεις.  Το μεγαλύτερο ποσό (Δ.Α. 28.006) αφορά την ασφάλιση του εναγόμενου πλοίου και το υπόλοιπο την αμοιβή που πλήρωσε ο ενάγων στο δικηγόρο του στην Ελλάδα για το θέμα Ν.Α.Τ. Ας σημειωθεί πως η αρχική απαίτηση για ασφάλιστρα ήταν Δ.Α. 84.475 (παράγραφος 17 της Αναφοράς). Αλλά, όπως εξήγησε στη μαρτυρία του ο ενάγων, τη διάρκεια της ασφάλειας, που αρχικά έκαμε για ένα χρόνο από 21/9/88, περιόρισε χρονικά μέχρι 24/8/89.  Η ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει και τους κινδύνους ανοικτής θάλασσας. Όμως από 28/10/88 άλλαξε το ασφαλιστήριο, εφόσον συνεχιζόταν η κατάσχεση, για να καλύπτει μόνο τους κινδύνους λιμένα (βλέπε σχετικά τα τεκμ. 37A-37Z που κατατέθηκαν ύστερα από αίτημα του κ. Θεοφίλου και με τη συγκατάθεση της άλλης πλευράς). Το άλλο κονδύλι σε στερλίνες είναι, όπως είπε ο ενάγων, αμοιβή Άγγλων solicitors.

Γ. Δ.Α. 200.000 συμπεφωνημένη αποζημίωση όπως προβλέφθηκε από την παράγραφο 9 ανωτέρω.

Η εναγόμενη με την ανταξίωση που υπέβαλε διεκδικεί:

α) Λ.Κ. 46.000 έξοδα του αξιωματικού ναυτοδικείου στην υπόθεση 86/88 για τη σύλληψη, φύλαξη και την εκποίηση του πλοίου. Η δικαιολογητική βάση αυτής της απαίτησης, που προβάλλουν οι εναγόμενοι, είναι η παράβαση της υποχρέωσης για χρηματοδότηση, η οποία απορρέει από την παράγραφο 21 του τεκμ. 1 και η οποία είχε ως επακόλουθο να υποστεί η εναγόμενη την παραπάνω ζημία.

β) Δ.Α. 820.000 ναύλο που θα πλήρωνε ο ενάγων, σύμφωνα με την παράγραφο 12 του τεκμ. 1, για τον πρώτο χρόνο ναύλωσης του πλοίου. Ας λεχθεί εδώ διευκρινιστικά ότι ο ναύλος ήταν πληρωτέος με τρεις ισόποσες δόσεις όπως προβλέφθηκε από την παράγραφο 13. Όμως η παράγραφος 16 παρείχε στο καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαίωμα τερματισμού της ναύλωσης για το δεύτερο και τρίτο χρόνο.

γ) Δ.Α. 75.000 χρήματα που η εναγόμενη πλήρωσε στη Metro Shipping & Travel Ltd για λογαριασμό του ενάγοντα. Για το ποσό αυτό η εν λόγω εταιρεία κίνησε εναντίον του πλοίου την αγωγή αρ. 199/88 τεκ. 25. Οι εναγόμενοι δέχθηκαν απόφαση εναντίον τους για το παραπάνω ποσό, αλλά επιφυλάχθηκε το δικαίωμα να στραφούν προσωπικά κατά του ενάγοντα για την ανάκτησή του.

[*98]

δ) Τέλος, αξιώνουν το συμφωνημένο στο τεκμ. 1 ναύλο για τα υπόλοιπα δύο χρόνια ναύλωσης ως αποζημίωση.

Οι εναγόμενοι δεν επέμειναν σε ανταξίωση τους για Δ.Α.   1.000.000 που διατυπώνουν στην παράγραφο (Γ) της Απάντησης και Ανταξίωσης για ζημία που είχε προκύψει από την αναγκαστική πώληση του πλοίου. Εγκαταλείφθηκε.  Και δε θα μας απασχολήσει άλλο.

Τα δικόγραφα

Α. Η Αναφορά

Η αγωγή, όπως έχει διαφανεί, έχει δύο, κυρίως, διαζευκτικές βάσεις. Την παράβαση συμφωνίας ή το δόλο.  Οι ισχυρισμοί που θεμελιώνουν την πρώτη αιτία αγωγής εκτίθενται στις παραγράφους 20, 22 και 23 της Αναφοράς.  Βασικά στην παράγραφο 20.  Η ουσία των ισχυρισμών αυτών είναι ότι η συμφωνία ναυάγησε γιατί δεν υπήρξε συμμόρφωση με θεμελιακή υποχρέωση που ανέλαβε η εναγόμενη 2.  Συγκεκριμένα - και θα συνοψίσω μόνο το ουσιαστικό περιεχόμενο της παραγράφου 20 - η πλοιοκτήτρια εταιρεία κατηγορείται ότι παρέλειψε, αθετώντας έτσι τη συμφωνία που υπέγραψε, (1) να διευθετήσει τις εκκρεμούσες εναντίον του πλοίου απαιτήσεις τρίτων και να το ελευθερώσει με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η υλοποίηση της ρήτρας για άμεση ναύλωση του πλοίου στον ενάγοντα· (2) να ιδρύσει ή να συμπράξει στην ίδρυση της διαδόχου εταιρείας· (3) να μεταβιβάσει στην εταιρεία αυτή την κυριότητα του πλοίου ή και να υπογράψει το έγγραφο πώλησης “bill of sale”· (4) να φροντίσει να εγγράψει το πλοίο και να αποκτήσει σημαία για να πραγματωθεί η χρηματοδότηση, που ο ενάγων μερίμνησε και εξασφάλισε έγκαιρα, έναντι υποθήκευσης και (5) να προβεί σε διευθετήσεις για την ειδική επιθεώρηση (special survey) του πλοίου από αναγνωρισμένο νηογνώμονα. Θα μπορούσε να υπομνησθεί εδώ πως το πλοίο παρέμεινε χωρίς σημαία και τα απαραίτητα ναυτιλιακά πιστοποιητικά ασφαλείας. Γι’ αυτό και εμποδίστηκε ο απόπλους του από τις λιμενικές αρχές.

Ο ενάγων προβάλλει τις πράξεις ή παραλείψεις που περιγράφει στην παράγραφο 21, όπως τροποποιήθηκε, για να τις υπαγάγει σε συμπεριφορά που συνιστά δόλο. Λόγω της σημασίας που τους αποδόθηκε θα την παραθέσω εξ ολοκλήρου:

“21. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η Πλοιοκτήτρια διά του εκπροσώ[*99]που της εγένετο ένοχος δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή απάτης σχετικά με το Πλοίο και/ή με την προαναφερθείσα συμφωνία και/ή την ναύλωση και/ή χρήση του εν λόγω Πλοίου.

Λεπτομέρειες

(α) Ενεθάρρυνε και/ή επεδίωξε την είσπραξη και εισέπραξε από τον ενάγοντα τα ποσά που εκτίθενται στην παράγραφο 16 της παρούσης ενώ πρόθεση της Πλοιοκτήτριας και/ή εκπροσώπου της Fernando Inigo ήτο να εισπράξη τα ποσά αυτά χωρίς να ναυλώση και/ή παραδώση το Πλοίο στον ενάγοντα ελεύθερο από την σύλληψη και κράτηση του με διάταγμα του Δικαστηρίου.

(β) Ενεθάρρυνε και/ή εξώθησε τον ενάγοντα να υποστή τα προαναφερθέντα έξοδα ενώ πρόθεση της Πλοιοκτήτριας και/ή του εκπροσώπου της Fernando Inigo ήτο να μη ναυλώσει και/ή παραδώσει το Πλοίο στον ενάγοντα ελεύθερο από την σύλληψη και κράτηση του με διάταγμα του Δικαστηρίου.

(γ) Προέβη στην σύναψη της συμφωνίας της 15/9/88 και είσπραξε τα προαναφερθέντα ποσά ενώ δεν είχε πρόθεση να τηρήση τις υποσχέσεις και/ή υποχρεώσεις που ανέλαβε με βάση την εν λόγω συμφωνία.

(δ) Ενεργά απέκρυψε από τον ενάγοντα το ύψος των απαιτήσεων που εκκρεμούσαν εναντίον του πλοίου και για τις οποίες εκκρεμούσαν αγωγές και caveats against release που η Πλοιοκτήτρια εγνώριζε ή επίστευε ότι υπήρχαν.

(ε) Ενώ ο ενάγων ενεργούσε με απόλυτα καλή πίστη και εμπιστοσύνη, ο εκπρόσωπος της Πλοιοκτήτριας Fernando Inigo επροσπαθούσε με παραπλανητικά τελεφαξες ή άλλα μηνύματα να δημιουργήση άλλοθι ή προσχήματα που να προβάλλει σαν δικαιολογία για να οικειοποιηθή η Πλοιοκτήτρια ή/και ο ίδιος ο Fernando Inigo και/ή μέσω της συζύγου του τελευταίου Lorna Peller χρήματα που κατέβαλλε ο ενάγων και/ή για να δημιουργήσει πρόσχημα για να τερματίση την εν λόγω συμφωνία.

Ειδικώτερα, ενώ η Πλοιοκτήτρια μέσω του εκπροσώπου της Fernando Inigo είχε πληροφορηθεί δι’ εκπροσώπων του ενάγοντος τόσον προφορικά όσον και με τέλεφαξ ημερ. 8/11/88 ότι βρήκαν χρηματοδότηση έναντι υποθήκης, και μάλιστα επέδειξαν στον Fernando Inigo τους σχετικούς όρους, εν τούτοις η Πλοιοκτήτρια με τέλεφαξ της ημερ. 26/11/1988 ψευδώς έγραφε:

[*100]

“Regretfully we inform you that the grace period of ten days you had asked for and was granted by us in order to give you another chance to obtain the mortgage you had to produce in accordance to our contract has expired as of yesterday.

In our phone conversation of today I have tried to clarify your actual possibilities and position and the result has been more vague promises and nothing concrete as usual.

This situation continues to lead us nowhere but only to postpone the key actions and payments depending on the money from the mortgage.

We feel we must find other avenues of funding and consequently we have to call your breach of contract declaring you in default for non compliance with paragraph 21”.

(Β) H Απάντηση

Οι εναγόμενοι παραδέχονται ότι ανέλαβαν υποχρέωση να εξοφλήσουν τα χρέη που ήταν πληρωτέα μέχρι την 15/9/88. Ωστόσο διατείνονται πως τήρησαν την παραπάνω πρόνοια της συμφωνίας καταβάλλοντας ότι είσπραξαν από τον ενάγοντα έναντι των οφειλών του πλοίου. Και πληρώνοντας περαιτέρω άλλο ποσό Δ.Α. 11.779. Αναφορικά με το ποσό των Δ.Α. 129.584 (παράγραφος 17 της Αναφοράς) η θέση τους είναι πως δεν ήταν δική τους ευθύνη, αλλά του ενάγοντα ως ναυλωτή, ιδιότητα υπό την οποία και πλήρωσε τα διάφορα κονδύλια του παραπάνω λογαριασμού, που αξιώνει με την αγωγή του από τους ίδιους. Είναι η υπόθεση τους ότι ο ενάγων παρέλαβε κατοχή του πλοίου και διόρισε την εταιρεία Μetro Shipping & Travel Ltd (της οποίας μέλη και  διευθυντές είναι οι μάρτυρες του ενάγοντα 1 και 2) ως αντιπροσώπους του πλοίου, οι οποίοι και διενεργούσαν πληρωμές εκ μέρους του ενάγοντα.

Οι εναγόμενοι αρνούνται διαρρήδην ότι τους επιδείχθηκε ή παρέλαβαν ποτέ φαξ ημερ. 8/11/88 (τεκμ. 11) με το οποίο ο ενάγων τους προανάγγειλε ότι εξασφάλισε το δάνειο. Η κρίσιμη φράση στο μήνυμα είναι “we are now in the pleasant position to tell you that our side is ready to produce the mortgage”. Η εκδοχή των εναγομένων, όπως διατυπώνεται στην Απάντηση, είναι ότι στις 12/11/88 οι διάδικοι συμφώνησαν σε παράταση 10 ημερών για την εξεύρεση του δανείου, που ζήτησαν οι αντιπρόσωποι του ενάγοντα, αλλά η παράταση παρήλθε άπρακτη.  Στις 23/11/88 οι ίδιοι πρότειναν τροπο[*101]ποίηση της συμφωνίας, τεκμ. 1, αλλά οι εναγόμενοι την απέρριψαν στις 25/11/88 και υπέβαλαν αντιπροτάσεις τις οποίες όμως ο ενάγων δε δέχθηκε. Οι εναγόμενοι δε συμφώνησαν σε νέα παράταση και τερμάτισαν τη συμφωνία με το φαξ τεκμ. 12 (26/11/88).

Το κέντρο βάρους της υπεράσπισης εντοπίζεται στις παραγράφους 8 και 13. Αυτή ήταν η κύρια γραμμή υπεράσπισης που προώθησαν οι εναγόμενοι κατά τη δίκη και από την οποία εκπορεύονται οι απαιτήσεις που συνιστούν την ανταπαίτηση. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων δεν εξασφάλισε ούτε είχε τη δυνατότητα να βρει χρηματοδότηση “άνευ της οποίας η εκπλήρωσις της συμφωνίας 15/9/88 ήτο αδύνατος” (παράγραφος 13). Και έτσι προκάλεσε τη νόμιμη καταγγελία της σύμβασης από τους εναγόμενους.

Περαιτέρω οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί η απελευθέρωση του πλοίου μετά τη μεταβίβαση του στη νέα εταιρεία. Εν πάση περιπτώσει το θέμα συναρτήθηκε με την πληρωμή των δόσεων, όπως προβλέφθηκε στη συμφωνία, την οποία ο ενάγων δεν τήρησε παρόλο που, μαζί με τη ρήτρα δανειοδότησης, ήταν ουσιώδης όρος της συμφωνίας. Όπως δε συμμορφώθηκε και με την υποχρέωση του για σύσταση της εταιρείας. Έθεσε απαράδεκτους όρους προτού την εκπληρώσει, ζητώντας τροποποίηση της συμφωνίας, για παράδειγμα, του όρου για τη συμμετοχή των διαδίκων στο μετοχικό κεφάλαιο. Τέλος, το παραπάνω ποσό των Δ.Α. 75.000 για το οποίο οι εναγόμενοι υπέβαλαν ανταπαίτηση δαπανήθηκε, κατά τους ισχυρισμούς τους, για την τροφοδότηση του πλοίου μετά την ανάληψη της κατοχής του από τον ενάγοντα.  Συνεπώς έφερε ο ίδιος την αποκλειστική ευθύνη αποπληρωμής του.

H έγγραφη μαρτυρία (φαξ)

Αναφέρθηκα αδρομερώς στους ισχυρισμούς των διαδίκων, που ήταν και το επίκεντρο της μαρτυρίας τους. Ο ενάγων περιορίστηκε βασικά στο ζήτημα της δανειοδότησης, που κυριάρχησε στη διάρκεια της παρουσίας του στο εδώλιο, ιδιαίτερα κατά την αντεξέταση. Για όλα τα θέματα κατέθεσαν ενόρκως οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι του Γ. Σκορδέλλης και Δ. Τακούσης, Μ.Ε.1 και 2. Ας σημειωθεί ότι κατά τους ουσιώδεις χρόνους ο F. Inigo διέμενε με τη σύζυγο του Lorna Peller στην Κύπρο. Συγκεκριμένα σε διαμέρισμα στη Λεμεσό. Κατά τον ίδιο χρόνο ο ενάγων ζούσε και εργαζόταν στο Λονδίνο. Όπως είπε ο Μ.Ε.2 ενημέρωναν με τον Μ.Ε.1 τον ενάγοντα για όλες τις ενέργειες τους και ότι για τους χειρισμούς της υπόθεσης υπήρχε προσυνεννόηση με τον ενάγοντα ή αλληλοενημέρωση.

[*102]

Ο άλλος ουσιαστικός μάρτυς του ενάγοντα ήταν ο διευθυντής της United Brothers Shipping Co. Inc., Ιbrahim Zakaria, Μ.Ε.5, που αντεξετάστηκε, όπως και οι άλλοι μάρτυρες του ενάγοντα μεθοδικά και διεξοδικά μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες. Κύριος μάρτυς των εναγομένων ήταν ο Fernando Inigo, M.Y.2. Άλλωστε μόνο δύο άλλους μάρτυρες κάλεσε το Μ. Λουϊζίδη, ναυτιλιακό πράκτορα από Λεμεσό και τον Πρωτοκολλητή του Ναυτοδικείου.  Γενικά η εκδοχή που έδωσε κάθε πλευρά για τις ουσιαστικές πτυχές της υπόθεσης ήταν διαμετρικά διαφορετική.

Οι προστριβές άρχισαν ευθύς εξαρχής. Το επιμαρτυρούν τα τέλεφαξ που αντάλλαξαν ο F. Inigo με τους Μ.Ε.1 και 2. Κύριο χαρακτηριστικό είναι πως αλληλοκατηγορούνται για τη μη τήρηση όρων της συμφωνίας. Μερικά από τα μηνύματα αυτά θα μας δείξουν εκτός άλλων και τη φύση των διαφορών που οδήγησαν στη ρήξη. Η πρώτη επικοινωνία αυτής της μορφής έγινε στις 30/9/88 (τεκμ. 2 της ίδιας ημερομηνίας). Προέρχεται από την εναγομένη εταιρεία και το υπογράφει ο F. Inigo, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες σχεδόν τις άλλες περιπτώσεις.

Με το τεκμ. 2 οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι (1) το καταστατικό της νέας εταιρείας, που ετοίμασε ο κοινός δικηγόρος των διαδίκων στην Αθήνα, ήταν έτοιμο για υπογραφή και καλούσαν τον ενάγοντα, αφού διευθετήσει την υπογραφή, να πληρώσει επειγόντως τη δόση που προβλέπει ειδικά η συμφωνία και (2) η περίοδος ναύλωσης του ενάγοντα άρχισε από 15/9/88 και έπρεπε να διευθετήσει την ασφάλεια του πλοίου και να πληρώσει για την τροφοδότηση του, απειλώντας με “unforseen consequences” (η αλληλογραφία είναι πάντοτε στην αγγλική) αν δεν συμμορφωνόταν.

Η αντίδραση των αντιπροσώπων του ενάγοντα ήταν άμεση (βλέπε φαξ, τεκμ. 3, ημερ. 1/10/88). Αντιτάχθηκε ουσιαστικά ότι βρισκόταν ακόμη σε εκκρεμότητα το θέμα της ελληνικής σημαίας και λόγω της απαίτησης του Ν.Α.Τ., που χειριζόταν εκ μέρους όλων ο δικηγόρος των εναγομένων στην Αθήνα. Η συμβουλή του, όπως είπε στη μαρτυρία του ο Μ.Ε.1, ήταν να μην προχωρήσουν στη σύμπηξη εταιρείας προτού ξεκαθαρίσει το θέμα. Γι’αυτό δοκίμασε μεγάλη έκπληξη όταν πήρε το τεκμ. 2. Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι στις 23/9/88 οι διάδικοι συναντήθηκαν με το δικηγόρο τους στην Αθήνα, στην παρουσία του Μ.Ε.1.

Απορρίπτοντας τις αιτιάσεις των εναγομένων, ο ενάγων υπενθύμισε, στο ίδιο μήνυμα, πως η μεταβίβαση του πλοίου, που ήταν [*103]όρος καταβολής των δόσεων, δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί. Επίσης παραπονέθηκε στον F. Inigo, με την ίδια ευκαιρία, ότι με διάφορες ενέργειες παρεμπόδιζε την ανάληψη διαχείρισης του πλοίου από μέρους του. Ωστόσο πρόσθεσε ότι σε ένδειξη καλής θέλησης του απέστειλε - και είναι γεγονός - ποσό Δ.Α. 50.000. Επίσης ζητήθηκε από τους εναγομένους βεβαίωση ότι οι υποχρεώσεις προς τη Metro Shipping & Travel Ltd., “present or future liabilities” (όπως ακριβώς αναφέρεται στο φαξ) θα αφαιρούνταν από μελλοντικές πληρωμές έναντι του τιμήματος αγοράς του πλοίου.

Οι εναγόμενοι απάντησαν την επομένη (τεκμ. 4 ημερ. 2/10/88). Μίλησαν για παρελκυστική πολιτική (delaying tactics) του ενάγοντα και αθέτηση όρων της συμφωνίας. Και κάλεσαν τον ενάγοντα να υπογράψει μέχρι την επομένη (3/10) το καταστατικό προειδοποιώντας πάλιν για συνέπειες. Mένω εδώ για να υποδείξω ότι στο τεκμ. 7 (φαξ ημερ. 3/10/88) ο δικηγόρος των Αθηνών σε απάντηση μηνύματος του ενάγοντα αναφέρει:

“.... in our meetings in Piraeus I suggested that the style and type of company to which Global will transfer ownership, depends on the N.A.T. Decision.”

Στο τεκμ. 4 απάντησε ο ενάγων με το τεκμ. 5.  Αρχίζει:

“I think that you still misunderstand what we have agreed and what we meant in our fax of 1st October 1988. I do not attempt to modify any term of our agreement. I insist on the agreement and I am always prepared to fulfill all my obligations. As I did up to now.”

Στη συνέχεια αναφέρει ότι η άρνηση των εναγομένων να επιτρέψουν τη διαχείριση έρχεται σε αντίθεση με την παράγραφο 16(a), που επικαλέστηκαν προηγουμένως οι εναγόμενοι για να επιρρίψουν ευθύνη για τα έξοδα που έγιναν μετά τη σύναψη της συμφωνίας. Σε σχέση με το θέμα αυτό ο ενάγων ζήτησε να μάθει για την έκταση των δαπανών αυτών, υπενθυμίζοντας την παράγραφο 5 του τεκμ. 1 σύμφωνα με την οποία τα έξοδα πρέπει να γίνονται κοινή συναινέσει. Το μήνυμα καταλήγει με την υπόμνηση ότι όλες οι διαδικασίες για τις οποίες παραπονέθηκε ο F. Inigo είχαν ανατεθεί στο δικηγόρο των Αθηνών, ο οποίος όμως προσπαθούσε πρώτα να επιλύσει τη διαφορά με το Ν.Α.Τ.

Το τεκμ. 9 φέρει ημερ. 7/11/88. Με αυτό οι εναγόμενοι βεβαίωσαν λήψη των χρημάτων που πληρώθηκαν μέχρι τότε.  Την ίδια ημέρα ακολούθησε νέο φαξ τεκμ. 10.  Είχε επίκεντρο την υποθή[*104]κευση του πλοίου.  Το ερώτημα των εναγομένων ήταν:

“... to know firstly your time for the completion of the mortgage and consequent action οn all the outstanding points.”

Τα σημεία αυτά, που αναφέρει το τεκμ. 10, είναι η νέα σημαία, η σύσταση εταιρείας και οι πληρωμές.

Ο ενάγων ανταπάντησε την επομένη ημέρα (8/11/88) με το τεκμ. 11. Είναι σημαντικό έγγραφο με την εξής έννοια. Αναφέρεται στη διαδρομή των γεγονότων μέχρι τότε από τη σκοπιά του ενάγοντα και αντανακλά τα όσα είπαν στην ουσία, στο δικαστήριο, οι Μ.Ε.1 και 2. Είναι σημαντικό και για ένα άλλο λόγο. Ο ενάγων ισχυρίζεται πως βρήκε το δάνειο. Να πώς το έθεσε:

“Οur side never stopped making all necessary arrangements re the mortgage, and we are now in the pleasant position to tell you that our side is ready to produce the mortgage and this is another reason for which we must all move very quickly with the formation of the Company, Bill of Sale and Legal Transfer as we must obviously have the above prior to the mortgage.”

Στο ίδιο έγγραφο γίνεται αναφορά στο θέμα του Ν.Α.Τ. που, όντως, αποκρυσταλλώθηκε στις 12/10/88. Είναι κοινό έδαφος - και εν πάση περιπτώσει σ’ αυτό καταλήγω από τις μαρτυρίες - ότι πράγματι η προσπάθεια διευθέτησης με το Ν.Α.Τ. ναυάγησε κατά την εν λόγω ημερομηνία. Έτσι δεν υπήρχε πια η προοπτική να δοθεί στο πλοίο η ελληνική σημαία, που ήταν η πρωταρχική - και συμβατική - προτίμηση και των δύο πλευρών.

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι άρχισαν οι προσπάθειες του ενάγοντα για δανειοδότηση προτού ανακοινωθεί η απόφαση για το Ν.Α.Τ.  Είναι όμως καλύτερα να παρακολουθήσουμε τι διατείνεται ο ενάγων παραθέτοντας το σχετικό απόσπασμα από το τεκμ. 11:

“In the meantime our side in London had already started proceedings re mortgage. On the 7th of October 1988 before having the N.A.T. decision the two parties were met in Nicosia at Mr. Velaris office who was acting as your lawyer in order to analyse the situation and agree on the future proceedings re formation of the company, flag, mortgage and future action re claims on the ship.

A question connected with the Company to be formed and the mortgage was then raised by you regarding mainly ways to [*105]safequard your party for the 51% required by our party to show for management reasons for the mortgage and also the pledge of shares required for the same reason.

These two points were finally left with Mr. Velaris to study and revert to you and our lawyer Mr. Kleanthous with his proposals etc.”

Χρειάζεται περαιτέρω αναφορά στο περιεχόμενο του εγγράφου αυτού γιατί, επαναλαμβάνω, παρουσιάζει συγχρόνως και τον πυρήνα των ισχυρισμών του ενάγοντα μέσα από τη μαρτυρία των πληρεξουσίων του. Όταν κατέστη ανέφικτη η εγγραφή του πλοίου στην Ελλάδα διερευνήθηκε το ενδεχόμενο χρήσης της σημαίας Παναμά, αφού λήφθηκε και νομική συμβουλή από δικηγόρους στο Λονδίνο. Τελικά, ο ενάγων εισηγήθηκε να πραγματοποιηθεί η εγγραφή στην Κύπρο γιατί, όπως επεξήγησαν οι μάρτυρες του - και δε διαψεύσθηκαν - το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην πραγματοποίηση κρουαζιέρων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής:

“As you may also recall our side had suggested to you to bring all Company documents in Cyprus for the completion to be carried out here by our lawyers and after your approval this was done.

As you already know all documents are here in Cyprus and everything is at your disposal and as soon as you give specific instructions to your lawyers things can start moving.

Our lawyer Mr. Kleanthous is ready as has always been to work with your lawyers immediately in order to proceed with the formation of the company and everything as described in para 9 of our agreement in order to proceed also in our side and present you the mortgage”.

Ακολούθησε το φαξ, τεκμ. 12, στις 26/11/88. Είναι, όπως πρέπει να έχει διαφανεί από τα προλεγόμενα, άκρως σημαντικό.  Οι εναγόμενοι διεμήνυσαν στον ενάγοντα πως, εφόσον παρήλθε άπρακτη η προθεσμία των 10 ημερών που ζήτησε και του έδωσαν, τερματίζουν τη συμφωνία:

“We feel we must find other avenues of funding and consequently we have to call your breach of contract declaring you in default for non compliance with paragraph 21.”

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό πως ο μόνος λόγος που επικα[*106]λούνται οι εναγόμενοι για την πράξη τους είναι η διάρρηξη από τον ενάγοντα του όρου 21 και συγκεκριμένα η παράλειψη ή αδυναμία του ενάγοντα να προμηθεύσει το δάνειο.

Το φαξ, τεκμ. 13, ημερ. 29/11/88 (είχε μεσολαβήσει Σαββατοκυρίακο) ήταν η άμεση απάντηση του ενάγοντα.  Με λίγα λόγια θεώρησε απαράδεκτη και προσχηματική την ενέργεια του F. Inigo. Αρνήθηκε πως ζήτησε ποτέ παράταση για το δάνειο και αναφέρθηκε στο φαξ της 8/11/88 (τεκμ. 11), πως ήταν έτοιμος να παράσχει το δάνειο ζητώντας συνάμα από τους εναγομένους να τηρήσουν τις δικές τους υποχρεώσεις. Το μήνυμα αυτό περιέχει συνοπτικά την εκδοχή του ενάγοντα για το κρίσιμο αυτό γεγονός, που αποτέλεσε και αντικείμενο της προφορικής μαρτυρίας των αντιπροσώπων του.  Γι’ αυτό και κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το μεγαλύτερο μέρος του:

“However as soon as you received the above fax you contacted my representatives in Cyprus whom you asked for the sake of your tranquility of mind (it was your real expression) not to proceed with the mortgage because you were afraid of the drastic consequences which would inevitably occur in case of failure on my side to pay any instalment of the mortgage debt.

Instead of obtaining the mortgage you suggested and proceed with practical solutions in view of the fact you were in negotiations with Imbrahim of “United Brothers” for which we were not aware until then, in order to reach an out of court settlement, which you strongly wanted. For reasons of understanding between partners I finally accepted to proceed with the amendments you suggested. After many efforts between us and communications between you and Imbrahim, we finally agreed on the 23rd of November 1988 and we started preparing the documents which we left for completion and signature as soon could present to us the final settlement between you and Imbrahim which would be incorporated in our new (amended) agreement.

Quite unexpectedly on the morning of the 25th of November 1988 you informed my representatives that you had changed your mind again and that you preferred to proceed either with the original agreement of the 15th of September 1988 or with the amended one (without mortgage) provided that I would accept common management and sharing of profits on the schedule we had already entrusted to you with copies of passenger traffic. I answered to you that I could not agree with the “common management” proposition so we had no alternative but to proceed with the [*107]original agreement of the 15th of September 1988.

I therefore called you to co-operate and proceed for signing all the necessary documents of the new company, the legal transfer of the ship and also to register the vessel with the Panama flag as all the above are absolutely necessary for all prior mortgage procedures, something which I had emphasized also in my fax dated 8/11/88. Needless to say that all the above should be completed and/or executed since a long time and prior to certain payments as per our agreement which in fact I made only out of reasons of understanding to your difficult financial situation.”

Στην επόμενη και τελευταία παράγραφο ο ενάγων προχωρεί και τερματίζει ο ίδιος τη συμφωνία:

“Finally I regret to say that your whole attitude and/or actions, and/or ommisions as described above constitute breach of our agreement dated 15/9/88 and in particular of para 9 and I have no alternative but to exercise my rights as specified in the same paragraph.”

Aναδρομή στην υπόθεση του ενάγοντα μέσα από την προφορική μαρτυρία που κάλεσε

Η μαρτυρία του ενάγοντα είχε ως άξονα και βασικά περιορίστηκε στις ενέργειες τις οποίες ισχυρίστηκε ότι προέβη αναφορικά με το δάνειο. Αυτό είναι κατανοητό γιατί για όλα σχεδόν τα άλλα ζητήματα ενεργούσαν για τον ενάγοντα οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι του. Σύμφωνα με το Μ.Ε.2, ο συνέταιρος του και ο ίδιος, ενημέρωναν τον ενάγοντα για τις πράξεις τους, που ήταν συχνά αποτέλεσμα προσυνεννόησης μεταξύ τους. Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί πως έγιναν υπαινιγμοί σε διάφορα στάδια πως οι πραγματικοί αγοραστές ήταν οι δύο μάρτυρες-αντιπρόσωποι και ότι ο ενάγων χρησιμοποιήθηκε σαν προθήκη τρόπον τινα για τη σύναψη της συμφωνίας, τεκμ. 1. Δεν πιστεύω πως ήταν έτσι τα πράγματα.  Το γιατί θα φανεί αργότερα. Ο άλλος ουσιώδης μάρτυρας είναι ο Ιbrahim Zakaria, M.E. 5, διευθυντής της εταιρείας United Brothers Shipping Co. Inc.

Οι μάρτυρες του ενάγοντα αντεξετάστηκαν μεθοδικά και εξαντλητικά από το δικηγόρο του εναγομένου. Ορισμένα στοιχεία της αντεξέτασης θα ενσωματωθούν στην παρουσίαση της μαρτυρίας ή δυνατό να επισημανθούν ιδιαίτερα. Εκείνο όμως που πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι ότι το δικαστήριο έχει διεξέλθει - και έλαβε υπόψη - κάθε πτυχή της μαρτυρίας έστω και αν δεν γίνεται ρητή [*108]μνεία σ’ αυτή. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τις μαρτυρίες που αποτελούν ή ενισχύουν την αντίπαλη εκδοχή. Ακόμη μία επισήμανση. Η εξέταση ή αξιολόγηση της μαρτυρίας, προφορικής και έγγραφης, δεν έγινε κατακερματισμένα αλλά σφαιρικά.  Η μνημόνευση της προφορικής μαρτυρίας τώρα γίνεται χάρη ευκολίας.

Όπως και στα έγγραφα στα οποία αναφέρθηκα έτσι και η προφορική μαρτυρία του F. Inigo βρίσκεται σε τρανταχτή αντίθεση με όσα ανέφερε ο αντίδικος του και οι μάρτυρες που κάλεσε. Σε μόνο ένα θέμα συγκλίνουν, εκείνο που αφορά το χρέος προς το Ν.Α.Τ. Συγκεκριμένα πως επιχειρήθηκε επίμονα η διευθέτηση της διαφοράς τους· ότι για το σκοπό αυτό δόθηκε εντολή στο δικηγόρο των εναγομένων στην Αθήνα, που ήταν υπεύθυνος για τους χειρισμούς αυτούς· ότι η προσπάθεια δεν καρποφόρησε γιατί όταν η διοίκηση του Ν.Α.Τ. έδωσε την πρόταση για τον τελικό διακανονισμό, οι διάδικοι από κοινού την απέρριψαν· ότι οι προοπτικές για δρομολόγηση του “Galaxias” σαν πλοίου αναψυχής στην Ελλάδα είχαν εκλείψει οριστικά, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η αναζήτηση νέας σημαίας για το πλοίο· και ότι η έλλειψη προοπτικής οριστικής διευθέτησης με το Ν.Α.Τ. αποκρυσταλλώθηκε μόλις στις 12/10/88.

Αρκετή και ικανοποιητική μαρτυρία, που αποδέχομαι, υποστηρίζει τα πιο πάνω ευρήματα. Εν πρώτοις είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι στις 23/9/88 έγινε στην Αθήνα, για το ζήτημα του Ν.Α.Τ., συνάντηση του ενάγοντα, του Μ.Ε.1 και του εναγόμενου με το δικηγόρο του τελευταίου.  Ο ενάγων, όπως και ο Μ.Ε.1, είπαν πως συμφωνήθηκε να μη γίνουν διαβήματα για εγγραφή εταιρείας μέχρις ότου επιλυθεί η διαφορά με το Ν.Α.Τ. και συνακόλουθα και η εκλογή σημαίας. Παρουσιάστηκε το φαξ τεκμ. 7, ημερ. 3/10/88, από το δικηγόρο, που επιβεβαιώνει τη μαρτυρία αυτή. Ας σημειωθεί ότι τότε η διαπραγμάτευση δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Άλλωστε η ίδια η συμφωνία το έθεσε σαν όρο:  η παράγραφος 10 ορίζει ότι:

“10. NAT ISSUE:  As the new company will put Greek flag then this issue must be cleared.”

Δικαιολογείται εδώ η παρατήρηση πως ήταν παράξενη η συμφεριφορά του εναγομένου ότι, ενώ γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει ότι το φλέγον θέμα της ελληνικής σημαίας, που όλοι απέδιδαν μεγάλη οικονομική σημασία, βρισκόταν σε εκκρεμότητα, κατηγορούσε τον αντισυμβαλλόμενο του πως απέφευγε ή δεν ενδιαφερόταν για την ίδρυση εταιρείας, παρά τη σχετική πρόνοια της συμφωνίας. Για παράδειγμα, στις 2/10/88 (με το φαξ. τεκμ. 4) κατηγορήθηκε ο ενάγων για παρελκυστική τακτική και παράβα[*109]ση της παραγράφου 4 της συμφωνίας:

“Since our meetings in Athens, and more specifically the one on Friday, Sept. 23rd we have been declaring our total readiness for the signature of the new company with all its implications.

You have been using delaying techniques to postpone the due formality and the subsequent payment to us.”

Δανειοδότηση

Είναι η υπόθεση του ενάγοντα πως εκπλήρωσε στο ακέραιο τη συμβατική του υποχρέωση για δανειοδότηση της συμφωνίας με 1 εκατομμύριο δολλάρια, σύμφωνα με τις πρόνοιές της. Ο ενάγων αναφέρθηκε λεπτομερειακά στις ενέργειες του προς αυτή την κατεύθυνση.  Ο δανειομεσίτης Peter Stubbs από το Λίβερπουλ, με τον οποίο συνεργάστηκε επιτυχώς σε άλλες όμοιες υποθέσεις, στον οποίο έδωσε εντολή και για αυτή την περίπτωση, βρήκε χρηματοδότες. Θα μπορούσαν να χορηγήσουν άμεσα το δάνειο υπό τους όρους που αναφέρει το τεκμ. 18 μεταξύ των οποίων συμπεριλήφθηκε όρος για τη σύσταση υποθήκης του πλοίου προς ασφάλεια των δανειστών και για προσωπική εγγύηση του ενάγοντα.

Η επιστολή του ειρημένου χρηματιστή προς τον ενάγοντα, που φέρει ημερ. 7/11/88, αναφέρει:

“We are now in a position to make an offer from a financial institution who have studied your proposals and are ready to proceed with their Letter of Intent for an immediate advance subject to the terms and conditions as per the attached appendix - I”

Το παράρτημα με τους όρους, όπως και η επιστολή, αποτελούν μέρος του τεκμ. 18, που έγινε δεκτό ως μαρτυρία μετά από ένσταση των εναγομένων, κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Τους λόγους εξέθεσα σε σχετική ενδιάμεση απόφαση μου. Τα έγγραφα αυτά, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Μ.Ε.1, λήφθηκαν μέσω φαξ από το Λίβερπουλ στις 8/11/88. Την επομένη, συνάντησε τον εναγόμενο στο διαμέρισμα του τελευταίου στη Λεμεσό και του τα παρέδωσε. Η αντίδραση δεν ήταν η αναμενόμενη.

Η ουσία της μαρτυρίας του Μ.E.1 στο προκείμενο είναι πως ο εναγόμενος του ζήτησε να πείσει τον ενάγοντα να αλλάξουν τη συμφωνία τους γιατί φοβόταν, όπως δικαιολογήθηκε στο μάρτυ[*110]ρα, πως ο ενάγων δε θα μπορούσε να αποπληρώσει το δάνειο με κίνδυνο να χάσει το πλοίο. Ο εναγόμενος πρότεινε την τροποποίηση της υφιστάμενης συμφωνίας έτσι ώστε να αποφευχθεί η υποθήκευση του πλοίου. Κατά την περίοδο ναύλωσης του πλοίου από τον ενάγοντα, ο κ. Zakaria, Μ.Ε.5, τον οποίο συνάντησε, θα είχε την εκμετάλλευση 12 καμπίνων του πλοίου πλέον 8 για τον ίδιο. Σε αντάλλαγμα ο Μ.Ε.5 θα απέσυρε το έγγραφο ανακοπής (caveat) που κατέθεσε για εξασφάλιση της αξίωσης της εταιρείας του, που ήταν και η σοβαρότερη από τις απαιτήσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του πλοίου.

Κατά το μάρτυρα οι διαπραγματεύσεις για το θέμα που τέθηκε συνεχίστηκαν μέχρι 23/11. Απέμεινε η τελική διαμόρφωση της διευθέτησης με τον Zakaria για να περιληφθεί στη νέα συμφωνία. Έτσι, ενώ είχαν ουσιαστικά καταλήξει και ο μάρτυρας είχε ετοιμάσει και τα σχετικά έγγραφα, στις 25/11 ο εναγόμενος του τηλεφώνησε για να προτείνει νέα βάση συνεργασίας, δηλαδή, τη συνεκμετάλλευση του πλοίου με τον ενάγοντα κατά την πρώτη τριετία που ο τελευταίος εδικαιούτο να ναυλώσει το πλοίο. Ήταν όμως τόσο ασύμφορη και απαράδεκτη η πρόταση, που απορρίφθηκε.  Στη συνέχεια ο εναγόμενος τερμάτισε με το τεκμ. 12 τη συμφωνία.

Είχε εγερθεί ένσταση αναφορικά με τη δυνατότητα εισαγωγής μαρτυρίας αναφερόμενης σε προσπάθεια των εναγομένων για μεταβολή της συμφωνίας. Την απέρριψα. Πέραν της αιτιολογίας που δόθηκε τότε, θα μπορούσε να επισημανθεί στο σημείο αυτό, πως οι ίδιοι ή παρόμοιοι ισχυρισμοί προβάλλονται από τον ενάγοντα στο φάξ-απάντηση, τεκμ. 13, που είναι μέρος της δέσμης εγγράφων, τα οποία κατέθεσαν τα διάδικα μέρη εκ συμφώνου. Με μόνη επιφύλαξη το δικαίωμα αντεξέτασης ως προς το περιεχόμενό τους. Η θέση που προωθήθηκε είναι πως η παραπάνω συμπεριφορά του εναγομένου είχε και απώτερο στόχο - και κίνητρο - την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 21 για να διευκολυνθεί έτσι ο τερματισμός της συμφωνίας.  Και για να οικειοποιηθεί ο εναγόμενος, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του ενάγοντα, το σεβαστό ποσό που μέχρι τότε είχε εισπράξει επικαλούμενος για το σκοπό αυτό τη δρακόντεια ρήτρα της παραγράφου 21.

Είναι παραδεκτόν πως έγινε συνάντηση αρχές Νοεμβρίου, αλλά όχι στις 9/11/88. Αυτό συνέβηκε, κατά τον εναγόμενο, στις 4/11 αμέσως μετά την επιστροφή του Μ.Ε.2 από ταξίδι στο γειτονικό Λίβανο. Ο εναγόμενος ωστόσο έδωσε μία εντελώς άλλη χροιά. Ούτε κατά το χρόνο εκείνης της συνάντησης στο σπίτι του ούτε σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση ο Μ.Ε.2 του παρέδωσε τα έγγραφα του [*111]τεκμ. 18. Τα είδε για πρώτη φορά κατά τη δίκη, υπονοώντας πως δεν υπήρχαν τότε. Αναφορικά με τα διαμειφθέντα κατά τη συνάντηση πάλιν παρατηρείται χάσμα. Ο Μ.Ε.1 του είπε ξεκάθαρα πως ο ενάγων του ομολόγησε πως δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει το δάνειο και έδωσε παράταση 10 ημερών που ζήτησε ο Μ.Ε.1 για να διερευνηθεί περαιτέρω η δυνατότητα χρηματοδότησης από το Λίβανο. Και που τελικά διέρρευσε άπρακτη. Παρατηρώ εδώ ότι αυτή η μαρτυρία ανατρέπει την εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει ο εναγόμενος πως ο ενάγων είχε μόνο ρόλο αχυράνθρωπου στην υπόθεση, πράγμα που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Μ.Ε.1 και 2.

Θα ήταν βολικό στο σημείο αυτό να έχουμε και την αντίπαλη εκδοχή, όπως ολοκληρώθηκε με την κατάθεση από τον εναγόμενο, στη διάρκεια της μαρτυρίας του, του τεκμ. 39. Θα αναφερθώ στα βασικά, αφού επισημάνω πρώτα τα εξής. Αρκετός χρόνος, από την εξαντλητική αντεξέταση του ενάγοντα, αναλώθηκε για να φανεί πως ουδέποτε λήφθηκε στη μηχανή τέλεφαξ του ενάγοντα το αρχέτυπο τηλεομοιοτυπικού μηνύματος τεκμ. 18 προερχόμενο από τον κ. Stubbs. Η αντεξέταση στο προκείμενο επεκτάθηκε και σε πάμπολλες λεπτομέρειες, τεχνικής φύσεως, που αφορούν την μετάδοση, λήψη και εκτύπωση σε μηχάνημα φαξ και ιδιαίτερα εκείνου που είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ο ενάγων.  Ας σημειωθεί ότι ο ενάγων είχε την επαγγελματική του στέγη εκεί.

Το τεκμ. 31 είναι επιστολή του ενάγοντα προς την Transworld Funding Co., με ημερομηνία 15/11/88, με την οποία φέρεται να αποδέχθηκε τους όρους του δανείου τεκμ. 18 και περαιτέρω να συμφώνησε ότι θα κατέβαλλε Δ.Α. 20.000 προφανώς δικαιώματα ή προμήθειες, μόλις θα έπαιρνε τη συμπληρωμένη συμφωνία δανείου. Δεν θα καταπιαστώ με όλες τις λεπτομέρειες που το περιστοιχίζουν. Τελικά, όπως αποσαφηνίστηκε από τον ενάγοντα κατά την αντεξέτασή του, η επιστολή, την οποία άφησε στη σύζυγό του (που τον βοηθoύσε στη διεκπεραίωση των εργασιών του) με σχετικές οδηγίες, δεν στάληκε στον προορισμό της.  Ο ενάγων είπε πως ανέμενε πρώτα να δεχθεί ο εναγόμενος την προτεινόμενη χρηματοδότηση, αλλά όταν είδε τις εξελίξεις δεν υπήρχε πια λόγος να στείλει την εν λόγω επιστολή στον προορισμό της. Η εισήγηση των εναγομένων κατά την αντεξέταση ότι το τεκμ. 31 ήταν “κατασκεύασμα εκ των υστέρων” απορρίφθηκε ως ανυπόστατη.

Θα υπομνήσω ότι η γραμμή της υπεράσπισης, όπως διαγράφηκε έντονα μέσα από την αντεξέταση, ήταν ότι ουδέποτε δόθηκε ή επιδείχθηκε στον εναγόμενο το τεκμ. 18, για την ύπαρξη του οποίου πληροφορήθηκε όταν τέθηκε θέμα προσκομιδής του ως [*112]μαρτυρίας στο Δικαστήριο. Η θέση, πίσω από τον καταιγισμό των ερωτήσεων που δέχθηκε ο ενάγων επί του θέματος, ήταν ότι αυτός αδυνατούσε να εκπληρώσει τις ειλημμένες υποχρεώσεις του· και ούτε καν κατέβαλε προσπάθεια να τις τηρήσει. Το τεκμ. 18 δεν ήταν γνήσιο, αλλά αποτελούσε επινόηση για να ξεφύγει από τα συμφωνηθέντα.  Προς την ίδια κατεύθυνση περιστράφηκαν και οι αμφισβητήσεις που εκδηλώθηκαν κατά το ίδιο στάδιο κατά πόσο πράγματι υπήρξε ο οίκος χρηματιστών Transworld Funding Co. και αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο ο χρηματομεσίτης Stubbs. Αμφισβητήθηκαν επίσης και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο ενάγων μέσω των Άγγλων δικηγόρων του για ανεύρεση του Stubbs για να τον καλέσει σαν μάρτυρα στη δίκη, όπως και οι ενέργειες του για χρηματοδότηση από άλλες πηγές.  Θα μπορούσε εδώ να σημειωθεί ότι ο μάρτυς κατέθεσε το φαξ τεκμ. 34, κατά παράκληση του κ. Θεοφίλου, με το οποίο του ζητήθηκε προκαταβολή για την εξεύρεση του δανείου. Το απέστειλε ο Stubbs σε επιστολόχαρτο της Transworld Funding Co. ημερομηνίας 28/9/88.

Ο εναγόμενος παρουσίασε - και έγινε δεκτή ως τεκμ. 39 - ένορκο δήλωση από τον Stubbs που έκαμε στο Λίβερπουλ την 25/1/94, τον οποίο, όπως είπε ο εναγόμενος, συνάντησε τότε εκεί. Η μαρτυρία αυτή επιτράπηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφού απέρριψα προηγούμενη ένσταση του ενάγοντα ότι τέτοια δήλωση δεν αποτελούσε νομικά αποδεκτή μαρτυρία. Τους λόγους αποδοχής εξηγώ σε ενδιάμεση απόφασή μου. Ο Stubbs λέγει στο τεκμ. 39 πως πράγματι το Σεπτέμβριο του 88 ο ενάγων του ζήτησε να εξεύρει μέσω χρηματοδοτικού οίκου δάνειο ύψους ενός εκατομμυρίου δολλαρίων. Περαιτέρω αναφέρει ότι το θέμα παρέμεινε στάσιμο μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου 88.  Παραδέχεται στη συνέχεια ότι έστειλε το φαξ τεκμ. 18 στον ενάγοντα, αλλά ισχυρίζεται ότι “it was never intended as a loan or even an offer of a loan”.  Το έστειλε όμως κατά παράκληση του ενάγοντα “as preliminary information to him of the procedures and market conditions when dealing with reputable financial institutions ...”.

Κατά τον Stubbs ο ενάγων γνώριζε ότι η ολοκλήρωση των διαδικασιών παροχής τέτοιου δανείου απαιτούσε τουλάχιστον περίοδο τριών μηνών.  Ακολούθως ανέφερε πως δεν πληρώθηκε για τις υπηρεσίες του· ότι στη διάρκεια των ετών 1992 και 93 μίλησε σε ορισμένες περιπτώσεις με τον ενάγοντα από τηλεφώνου, αλλά του κατέστησε σαφές πως τα τηλεφωνήματα του, “have been purely social telephone calls” και ότι από τα μέσα του 1990 δεν είχε ασχοληθεί με χρηματοδοτήσεις. Ας σημειωθεί ότι, σύμ[*113]φωνα με το φαξ που απέστειλε στο δικηγόρο του, ο ενάγων είχε επικοινωνήσει για τελευταία φορά με τον Stubbs από τηλεφώνου περί το Σεπτέμβριο του 91.

Απαντώντας άλλες ερωτήσεις κατά την αντεξέτασή του, ο Μ.Ε.1 αρνήθηκε πως ο ενάγων είχε, από την έναρξη της συμφωνίας της 15/9/88 ή ποτέ άλλοτε, την κατοχή του πλοίου μέσω του μάρτυρα αυτού ή του συνεταίρου του, Μ.Ε.2. Αντίθετα προσφέρθηκε, όπως είπε, στον εναγόμενο ποσό Δ.Α. 45.000 για το σκοπό αυτό. Μάλιστα συντάχθηκε και έγγραφο, το τεκμ. 17 (προσκομίστηκε εκ συμφώνου), που θα ενσωματωνόταν στη βασική συμφωνία, αλλά ο εναγόμενος αρνήθηκε να το υπογράψει.  Όντως το έγγραφο, ημερομηνίας 24/9/88, περιέχει πρόνοια για ανάληψη της διαχείρισης του πλοίου από τον ενάγοντα κατόπιν πληρωμής του παραπάνω ποσού. Η συμφωνία θα συναπτόταν χωρίς βλάβη των υποχρεώσεων που απέρρεαν από την παράγραφο 4(2) της συμφωνίας. Ο εναγόμενος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να πήρε το τεκμ. 17. Για την ακρίβεια ανέφερε πως δεν θυμόταν. Στην αντεξέτασή του θυμήθηκε πως δεν υπέγραψε το τεκμ. 17 διότι είχε ήδη παραδώσει την κατοχή του πλοίου.

Είναι μέρος της υπόθεσης των εναγομένων ότι ο ενάγων προσέλαβε τον πλοίαρχο Δημάραγκα, ακριβέστερα ο Μ.Ε.1 εκ μέρους του, ο οποίος παρέλαβε την κατοχή του πλοίου για λογαριασμό του ενάγοντα από τον προηγούμενο πλοίαρχό του, που είχε ο ίδιος εργοδοτήσει, ονόματι Γιόρκεσον, στις 5/10/88. Αυτό κατέθεσε ο ίδιος ο εναγόμενος, που πρόσθεσε πως διέμενε στο πλοίο με την οικογένειά του μέχρι την ημερομηνία εκείνη.  Ας σημειωθεί πως σε άλλη φάση της μαρτυρίας του ανέφερε ότι έδωσε κατοχή στο Δημάραγκα στις 23/9, όπως υποβλήθηκε από το δικηγόρο του και κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1. Η περίοδος παραμονής του Δημάραγκα στο πλοίο έμεινε αδιευκρίνιστη από τη μαρτυρία. Ο ενάγων όταν ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση γιατί πλήρωσε το Δημάραγκα, απάντησε:

“Διότι εγώ ήμουν εκτεθειμένος, εγώ είχα βάλει τα λεφτά κάτω και έπρεπε να προστατεύσω το βαπόρι στην κατάσταση που βρισκόταν, που ήταν και μια λογική ασφάλεια έπρεπε να είχα δύο ανθρώπους να ξέρω τι συμβαίνει στο βαπόρι.”

Ο Μ.Ε.2, όπως και ο Μ.Ε.1, είπαν πως προσέλαβαν τον Δημάραγκα ως πράκτορες του Ιnigo κατόπιν των οδηγιών του να βάλουν πλήρωμα στο πλοίο μετά τον επαναπατρισμό του παλιού πληρώματος.

[*114]Η μαρτυρία που αφορά το μέρος της ανταξίωσης των εναγομένων για την απόφαση που εκδόθηκε υπέρ της εταιρείας Metro Shipping & Travel Ltd κατά των εναγομένων στην αγωγή ναυτοδικείου αρ. 199/88.

Υπήρξε η στερρά θέση του μάρτυρα (M.E.1) ότι τα έξοδα για τα οποία κίνησε την αγωγή της η παραπάνω εταιρεία καταβλήθηκαν από αυτή για λογαριασμό και κατ’ εντολή των εναγομένων. Συγκεκριμένα ο F. Inigo διόρισε προφορικά την εταιρεία πράκτορα του πλοίου, η οποία, με τη σειρά της, όρισε το Μ.Y.1 Μ. Λουϊζίδη αντιπρόσωπό της για το λιμάνι Λεμεσού (port agent). Κατά την εκδοχή του μάρτυρα για κάθε δαπάνη τους έδινε προηγουμένως προφορική εντολή ο εναγόμενος. Δεν αμφισβητήθηκε ο διορισμός του Μ. Λουϊζίδη, αλλά ότι ήταν αποτέλεσμα εξουσιοδότησης του εναγομένου, ο οποίος και αρνήθηκε διαρρήδην ότι ανέθεσε την πρακτόρευση του πλοίου στην εταιρεία Metro. Επέμεινε ότι η εταιρεία αυτή ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του ενάγοντα εκ μέρους του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των Λ.Κ. 33.256,19 (για το οποίο λήφθηκε απόφαση εναντίον των εναγομένων στην αγωγή 199/88 τεκμ. 25). Υπενθυμίζω ότι οι εναγόμενοι επιφύλαξαν το δικαίωμα να απαιτήσουν το ποσό αυτό στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με τη διευθέτηση και σχετική δήλωση που έγινε στην υπόθεση εκείνη (τεκμ. 50).

Στο ίδιο θέμα αναφέρθηκε και ο Μ.Ε.2. Ουσιαστικά είπε - έχω υπόψη και την αντεξέτασή του - ότι η δικαστική απόφαση υπέρ της εταιρείας αφορούσε τα έξοδα που αυτή πλήρωσε για τους εναγομένους ως αντιπρόσωπός τους από 15/9 μέχρι 1/11. 

Ειδική επιθεώρηση του εναγόμενου πλοίου.

Το πλοίο δε διέθετε πιστοποιητικό πλoϊμότητας. Έπρεπε να υποστεί ειδική επιθεώρηση και να του δοθεί κατηγορία. Χρειαζόταν τις επιδιορθώσεις για τις οποίες μιλά το φαξ αρ. 19 προς τους εναγομένους ημερομηνίας 24/10/88 από το νηογνώμονα των Lloyds. Θα υπομνήσω εδώ ότι οι δαπάνες για το σκοπό αυτό θα καταβάλλονταν από το δάνειο που θα έπαιρνε ο ενάγων (βλέπε παράγραφο 21(a) του τεκμ. 1).

Αποκάλυψη χρεών του πλοίου: μαρτυρία που αφορά γνώση του ενάγοντος.

Η μαρτυρία που έχει σχέση με το θέμα προήλθε κυρίως από την αντεξέταση του Μ.Ε.1. Δέχθηκε πως γνώριζαν τις παρακάτω οφειλές και/ή απαιτήσεις εναντίον του “Galaxias”:

[*115](1)         της εταιρείας Sea Island Travel & Tours Ltd, που με πρωτοβουλία της είχε συλληφθεί το πλοίο στη Λεμεσό στην αγωγή 86/88 (τεκμ. 23)·

(2)       του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.)·

(3)       των μελών του πληρώματος (αγωγές τεκμ. 26), που τελικά αποσύρθηκαν αφού σχεδόν όλες είχαν διευθετηθεί εξωδίκως·

(4)       της πρώην ναυλώτριας του πλοίου United Brothers Shipping Co. Inc. για την απαίτηση της οποίας κατατέθηκε caveat εναντίον της απελευθέρωσης του πλοίου. Τα υπόλοιπα caveats φαίνονται στον κατάλογο τεκμ. 27 (20 εναντίον απελευθέρωσης και 5 εναντίον πληρωμής χρημάτων).

Το παράπονο για μη αποκάλυψη των υποχρεώσεων φαίνεται να περιορίζεται στην έκταση της απαίτησης της United Brothers όπως δείχνει το παρακάτω απόσπασμα από την αντεξέταση.

“Ε. Σε τελική ανάλυση αυτά όλα τα claims, κ. Σκορδέλλη, γνωρίζετε ότι υπήρχαν από τότε, εναντίον του Γαλαξία, ποιο ήταν που δεν σας αποκάλυψε πριν μπείτε στη συμφωνία ...

Α.  Για την υπόθεση του κ. Ζακαρία (United Brothers) δεν είχαμε αντιληφθεί το μέγεθος του claim που εγκυμονούσε το caveat.”

Ο μάρτυς στη συνέχεια είπε πως ο κ. Ζakaria (Μ.Ε.5) του ανέφερε πως η απαίτησή του θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με τραπεζική εγγύηση ύψους Δ.Α. 200.000. Όμως δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 21(c) του τεκμ. 1, η απαιτούμενη εγγύηση μπορούσε να φτάσει μέχρι Δ.Α. 450.000.  Θα σημείωνα εδώ, πριν αφήσω το θέμα, την ουσία του σχολίου του δικηγόρου του ενάγοντα στην αγόρευσή του. Δεν παραπονείται ότι δεν αποκαλύφθηκαν οι εκκρεμείς απαιτήσεις όταν υπογράφτηκε το τεκμ. 1. Μέμφεται όμως τον εναγόμενο ότι “ενεργά απέκρυψε από τον ενάγοντα το ύψος των απαιτήσεων που εκκρεμούσαν ...” (η υπογράμμιση είναι δική του). Κατά την ίδια εισήγηση η μαρτυρία δείχνει πως οι εναγόμενοι δεν αποκάλυψαν τα ποσά, που ήταν αντικείμενο των αγωγών τεκμ. 24 και 26.

Ο ίδιος ο ενάγων δέχθηκε πως κατά την υπογραφή της συμφωνίας είχε υπόψη του ότι εκκρεμούσε (1) απαίτηση της United Brothers για την οποία η εταιρεία αυτή κατέθεσε caveat, αλλά δεν θυμόταν αν η απαίτηση ήταν για Δ.Α. 700.000· (2) ότι το βαπόρι εί[*116]χε συλληφθεί για συγκεκριμένη οφειλή του· (3) ότι πολλά μέλη του πληρώματος είχαν καταθέσει caveat, αλλά δεν ήξερε το μέγεθος των οφειλών. Η αντεξέτασή του επί του θέματος κατέληξε ως εξής:

“Ε. Υπήρχε οποιαδήποτε απαίτηση εναντίον του πλοίου “Γαλαξίας” που εκκρεμούσε κατά την 15/9/88 και δεν την γνωρίζατε και την μάθατε εκ των υστέρων;

Α. Δεν θυμάμαι.

Ε. Εγώ σας λέγω ότι δεν υπήρχε καμιά απαίτηση και γνωρίζατε όλες τις απαιτήσεις εναντίον του πλοίου “Γαλαξίας” πριν υπογραφεί το τεκμ. 1.

Α. Όχι. Αυτό δεν είναι αλήθεια διότι είμαστε σε καθημερινή επαφή με τον κ. Ιnigo και συζητούσαμε όλες τις περιπτώσεις των υποχρεώσεων του πλοίου.

Ε. Και από αυτές τις συζητήσεις βρέθηκε κάποια αξίωση που έπρεπε να την γνωρίζετε και δεν την γνωρίζατε πριν την υπογραφή του συμβολαίου...

Α. Τίποτε το συγκεκριμένο. Όχι.”

Έχει σημασία να λεχθεί ότι η εταιρεία United Brothers προχώρησε στην κατάθεση της αγωγής 91/88 που διευθετήθηκε εξώδικα, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η ακρόασή της ενώπιόν μου, με την έκδοση απόφασης υπέρ της εταιρείας αυτής και εναντίον των εναγομένων για Δ.Α. 140.000.

Έξοδα που ο ενάγων ισχυρίζεται πως υπέστη και δικαιούται να απαιτήσει από τους εναγομένους ως οι λεπτομέρειες της παραγράφου 17 της Αναφοράς.

Το πρώτο και μεγαλύτερο κονδύλι αφορά την ασφάλιση του πλοίου. Μαρτυρία για αυτό έδωσε ο ενάγων (Μ.Ε.6). Τη συνοψίζω. Η αρχική ασφάλεια που συνήψε μέσω των ασφαλιστικών πρακτόρων Sedgwick Ltd Λονδίνου κάλυπτε, εφόσον υπήρχε η προοπτική να ταξιδέψει το πλοίο, και τους κινδύνους ανοικτής θαλάσσης. Η ισχύς της ήταν για ένα χρόνο από 21/9/88. Ως δικαιούχος ο ενάγων δήλωσε την εναγόμενη εταιρεία. Αργότερα άλλαξε το είδος της κάλυψης με αποτέλεσμα να μειωθούν τα ασφάλιστρα. Από 28/10/88 και για περίοδο 12 μηνών περιορίστηκε σε κινδύνους λιμένος. Η ασφάλεια αυτή έμεινε σε ισχύ μέχρι τον [*117]Μάϊο του 89, που την ακύρωσε.  Κατέβαλε για ασφάλιστρα Δ.Α. 28.006,60. Η απαίτηση, όπως διατυπώθηκε στην παράγραφο 17 της Αναφοράς είναι για Δ.Α. 84.475.  Η διαφορά αποδίδεται στη μείωση που επήλθε εξαιτίας του περιορισμού των κινδύνων. Στο μεταγενέστερο ασφαλιστήριο έγγραφο ασφαλιζόμενοι εμφανίζονται οι εναγόμενοι και/ή ο ενάγων “as their respective interests may appear”. Το τεκμ. 37, που καταχωρήθηκε εκ συμφώνου και που αποτελείται από έξι έγγραφα, (37Α μέχρι 37Ζ), υποστηρίζει βασικά τους παραπάνω ισχυρισμούς του ενάγοντα.

Η θέση της άλλης πλευράς είναι ότι ήταν αδικαιολόγητη η συνέχιση ισχύος της ασφάλειας μετά τον τερματισμό της συμφωνίας από τον ενάγοντα με το τεκμ. 13 στις 29/11/88. Αν οι εναγόμενοι τελικά υπέχουν ευθύνη έναντι του ενάγοντα έπρεπε ο τελευταίος να είχε συνάψει ασφάλεια έναντι κινδύνων λιμένος για περίοδο δύο μηνών αντί επτά μηνών.  Αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί δαπάνη μόνο για Δ.Α. 7.000.  Δεν θα πρέπει επομένως να επιφορτισθούν με την επιπλέον ασφαλιστική δαπάνη οι εναγόμενοι.

Επισημαίνεται ότι έγινε επίκληση της μαρτυρίας αυτής από τους εναγόμενους για να υποστηριχθεί η βασική τους τοποθέτηση ότι ο ενάγων ασφάλισε το πλοίο υπό την ιδιότητά του ως ναυλωτής (όπως προβλέφθηκε από την παράγραφο 14(d) του τεκμ. 1) και όχι ως αγοραστής. Και με την ενέργειά του αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι ανέλαβε τη διοίκηση του πλοίου με βάση τη συμφωνία ναύλωσης που περιέχει το τεκμ.1. Ωστόσο, αντιπαρατέθηκε πως η ναύλωση δεν άρχισε ποτέ γιατί δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του τεκμ. 1, δηλαδή, απελευθέρωση πλοίου, εγγραφή αναδόχου εταιρείας, νηολόγηση, κλπ.  Και σε καμιά περίπτωση ο ενάγων δεν περιγράφεται ως ναυλωτής. Η πράξη του να μην διακόψει έγκαιρα την ασφάλεια δεν πρέπει να θεωρηθεί αμελής, όπως εισηγούνται οι εναγόμενοι. Ήθελε να είναι καλυμμένος σε περίπτωση ατυχήματος αφού είχε δώσει τόσα πολλά χρήματα. Η ενέργειά του επομένως - και όπως το έθεσαν - εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της λογικής και της σύνεσης. Η δαπάνη πρέπει να επιτραπεί στο ακέραιο. Ο δικηγόρος των εναγομένων, αφού αναφέρθηκε στα φαξ τεκμ. 2 και 4 (ημερομηνίας 30/9/88 και 2/10/88) με τα οποία οι εναγόμενοι ζητούσαν επιτακτικά από τον ενάγοντα να ασφαλίσει το πλοίο, έθεσε και ζήτημα αξιοπιστίας του ενάγοντα ο οποίος με το φαξ τεκμ. 5 δήλωνε πως ήταν ήδη ασφαλισμένο. Αντιτάχθηκε πως αυτό είναι σωστό γιατί η ασφάλεια άρχισε την 21/9/88, πριν σταλεί το πιο πάνω φαξ. Όντως, τα έγγραφα τεκμ. 37 επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή.

[*118]Σύμφωνα με την παράγραφο 17(β) ο ενάγων αξιώνει Δ.Α. 30.000 για δικηγορικά έξοδα. Η μαρτυρία του όμως είναι ότι πλήρωσε μικρότερο ποσό: Δ.Α. 6.640 στο δικηγόρο του στην Αθήνα και σε Άγγλους solicitors £564,18 (στερλίνες) για τα θέματα του Ν.Α.Τ. Η αντίπαλη θέση είναι ότι εν πρώτοις δεν προκύπτει νομική ευθύνη για καταβολή των δικηγορικών ή ταξιδιωτικών εξόδων του ενάγοντα, τα οποία εν πάση περιπτώσει ήταν αχρείαστα δεδομένου ότι το θέμα χειριζόταν ο δικηγόρος των εναγομένων στην Αθήνα.

Για τα υπόλοιπα κονδύλια της παραγράφου 17 έδωσε μαρτυρία ο Μ.Ε.2 που είπε ότι διενήργησε ο ίδιος τις πληρωμές υπό τις εξής συνθήκες. Κατέβαλε Δ.Α. 10.143 στον καπετάνιο του πλοίου, που με τη σειρά του πλήρωσε το πλήρωμα (παράγραφος 17(γ) της Αναφοράς). Η μόνη απόδειξη είναι ένα απόσπασμα από τους λογαριασμούς που τηρούσε ο τελευταίος και που κατατέθηκε σαν τεκμ. Γ για αναγνώριση. Παρατηρώ ότι δεν κλήθηκε ο συντάκτης του εγγράφου για να το καταθέσει ως κανονικό τεκμήριο. Με τον ίδιο τρόπο δαπανήθηκε ποσό Λ.Κ. 380 ή Δ.Α. 767 για τροφοδοσία του πλοίου (παρ. 17(δ)). Κατέβαλε επίσης στον Μ.Υ.1 για δικαιώματα για πρακτόρευση Λ.Κ. 250 (Δ.Α. 505): βλ. παράγραφο 17(ε). Και Δ.Α. 200 για “τηλεπικοινωνίες” όπως αναφέρει η παράγραφος 17(στ) που, όπως εξήγησε, αφορούσαν τηλεφωνήματα, τηλεγραφήματα κτλ.

Υποβάλλεται τέλος αξίωση για Λ.Κ. 1.730 (ή Δ.Α. 3.494 το ισάξιο τότε σε δολλάρια), που περιγράφεται στην παράγραφο 17(ζ) ως “ταξιδιωτικά έξοδα”. Για την αξίωση αυτή ο μάρτυς κατέθεσε τέσσερα τιμολόγια της Metro Shipping & Travel Ltd., τεκμ. 21-21Γ. Το τεκμ. 21 αφορά τα αεροπορικά εισιτήρια δύο μελών του πληρώματος από Αθήνα στη Λάρνακα, που προσέλαβε για το “Galaxias” με εντολή του ιδίου, αξίας Λ.Κ. 150. Τα τεκμ. 21Α και 21Β εκδόθηκαν πάλι για εισιτήρια των ίδιων προσώπων για την Αθήνα. Το τεκμ. 21Γ για Λ.Κ. 1.360 πληρώθηκε για αεροπορικά ναύλα του ενάγοντα και του Μ.Ε.1 από Λονδίνο και Λάρνακα αντίστοιχα στην Αθήνα και τη διαμονή τους, όταν πήγαν εκεί για να συναντήσουν τον ενάγοντα και το δικηγόρο του για να επιλύσουν την υπόθεση του Ν.Α.Τ.

Μελέτη βιωσιμότητας (τεκμ. 20) για δρομολόγηση του εναγόμενου πλοίου ως κρουαζιερόπλοιου.

Τη μελέτη αυτή ετοίμασε και παρουσίασε ο Μ.Ε.2.  Θα εκθέσω τα βασικά της μαρτυρίας του. Την εκπόνησή της του ανέθεσε ο ενάγων, όπως ο τελευταίος βεβαίωσε με τη μαρτυρία του.   Αντικείμενό της ήταν ο προσδιορισμός του κέρδους που θα μπο[*119]ρούσε να αποφέρει η εκτέλεση της γραμμής Λάρνακας - Χάιφα - Λάρνακας. Τα βασικά δεδομένα τα είχε υπόψη από προηγούμενη όμοια μελέτη που κατάρτισε για το ferry boat “Larnaca Rose”, ιδιοκτησίας του ίδιου και του συνεταίρου του. Γι’ αυτό και χρειάστηκε μόνο τρεις μέρες για να τη συμπληρώσει. Το καθαρό κέρδος που θα απέφερε η εκτέλεση δρομολογίων στη γραμμή αυτή για την περίοδο από 17/2/89 μέχρι 29/12/89 ήταν Δ.Α. 2.097.000.

Στον υπολογισμό του κέρδους, εκτός των εισοδημάτων, προμηθειών και εξόδων λήφθηκε υπόψη και η αποπληρωμή δανείου Δ.Α. 1.000.000 με τόκο 11% (βλ. σελίδα 7 της μελέτης που έχει επικεφαλίδα “Loan Repayment Schedule).  Τα στοιχεία που αφορούν την επιβατική κίνηση, που φαίνεται να υπήρξε σημαντικό δεδομένο για τον καταρτισμό της έκθεσης, τα πήρε από το λιμάνι Λεμεσού, χωρίς να διευκρινίζεται αν προήλθαν από αρχεία που τηρούνται εκεί ή άλλη πηγή. Επίσης στηρίχθηκε σε πληροφορίες ταξιδιωτικών πρακτόρων στη Χάϊφα με τους οποίους διατηρούσε συνεχή επαφή. Περαιτέρω οι υπολογισμοί έγιναν με γνώμονα τα ναύλα που επικρατούσαν κατά το 1987 και την πληρότητα (σε βάση κυμαινόμενη μεταξύ 70% και 100% της δυναμικότητας του πλοίου) που, κατ’ ανώτατο όριο, ήταν 300 επιβάτες.  Το τεκμ. 20 έδειξε και στον ενάγοντα μέσα Αυγούστου 1988, ο οποίος έδωσε οδηγίες να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για αγορά του πλοίου και επίσης στον Inigo μετά την 9/11/ στην παρουσία του Μ.Ε.1 για να τον πείσουν πως η επιχείρηση ήταν επικερδής, έστω και αν συνεπαγόταν δανεισμό.

Η σημασία που απέδωσε στο τεκμ. 20 ο δικηγόρος του ενάγοντα περιορίζεται στο να δείξει πως το αιτούμενο ποσό των Δ.Α. 200.000 ως συμπληρωματική αποζημίωση για ρήξη της συμφωνίας προσδιορίστηκε στα πλαίσια της λογικότητας.  Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί ποινική ρήτρα, αλλά έχει το χαρακτήρα προσυμφωνημένης αποζημίωσης.  Κατά την εισήγησή του με βάση το κέρδος που αναφέρει το τεκμ. 20, το οποίο θα πραγματοποιούσε ο ενάγων αν άρχιζε η περίοδος ναύλωσής του και έχοντας υπόψη την ίση συμμετοχή των διαδίκων στο μετοχικό κεφάλαιο της αναδόχου εταιρείας, το μέρισμα του ενάγοντα, μετά την καταβολή του μισθώματος, θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από το ποσό αποζημίωσης, το οποίο προβλέφθηκε από τη συμφωνία.

Ένας από τους άξονες αντεξέτασης σε αυτό το θέμα ήταν ο χρόνος εκπόνησης του τεκμ. 20 δεδομένου ότι συμφωνήθηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απόκτηση της Ελληνικής σημαίας. Ο ενάγων δεν θυμόταν αν έγινε πριν ή μετά την υπογραφή του τεκμ. [*120]1. Ο Μ.Ε.1 μας είπε πως ετοιμάστηκε μετά το γεγονός αυτό, ενώ ο Μ.Ε.2 προηγουμένως περί τα μέσα Αυγούστου.  Απαντώντας σε άλλη ερώτηση ο μάρτυς αυτός είπε πως τρία άλλα πλοία που είχαν δρομολογηθεί στην ίδια γραμμή δεν επηρέασαν τους υπολογισμούς του. Και αυτό γιατί θα εκτελούσαν ένα δρομολόγιο κάθε Σάββατο, ενώ ο “Galaxias” θα έκανε τη γραμμή πάνω σε μόνιμη βάση. Τελικά ο μάρτυς απέρριψε εισήγηση του κ. Θεοφίλου ότι ετοίμασε το τεκμ. 20 μετά την έγερση της παρούσας αγωγής για να υποστηρίξει την απαίτηση αποζημίωσης για Δ.Α. 200.000.

Μ.Ε.5 Ιbrahim Ζakaria.

Όπως θα θυμόμαστε ο μάρτυς ήταν, κατά τους ουσιώδεις χρόνους, διευθυντής της United Brothers Shipping Co. Inc. Η εταιρεία του είχε ναυλώσει το πλοίο από τους εναγόμενους. Τις διαπραγματεύσεις πριν καταλήξουν σε συμφωνία έκαμε ο μάρτυς με τον εναγόμενο. Για την απαίτησή του που, παραδεδεγμένως, ήταν η μεγαλύτερη, καταχώρησε caveat. Αργότερα κίνησε την αγωγή στην οποία αναφέρθηκα ήδη και στην οποία καταχωρήθηκε εγγύηση Δ.Α. 375.000.

Τον Οκτώβριο του 1988 (28, 29) συναντήθηκε με τον εναγόμενο στο Κάϊρο, ύστερα από τηλεφώνημα του τελευταίου που βρισκόταν ήδη εκεί, για να συζητήσουν τη διαφορά τους. Ο εναγόμενος του πρότεινε - με αντάλλαγμα την απόσυρση του caveat - την εξής διευθέτηση: (1) να καταβάλει στο μάρτυρα Δ.Α. 80.000 μόλις θα υπογραφόταν η συμφωνία διακανονισμού· (2) να τον διορίσει πράκτορα για την Αίγυπτο του πλοίου, το οποίο θα εκτελούσε ως κρουαζιερόπλοιο τη γραμμή Πόρτ-Σάϊδ - Λεμεσού - Χάϊφας· και (3) να του παραχωρήσει δέκα καμπίνες (χωρητικότητας είκοσι κλινών) που θα εκμεταλλευόταν για δικό του λογαριασμό για τρία χρόνια. Ο μάρτυς αποδέχθηκε την πρόταση, αλλά θα τελούσε υπό την αίρεση υπογραφής, μέχρι τέλους Νοεμβρίου, γραπτής συμφωνίας από όλους τους ενδιαφερόμενους. Προηγουμένως του ανέφερε ότι υπήρχαν χρηματοδότες, Κύπριοι και Έλληνες, που θα έβρισκαν τα χρήματα για να απελευθερώσουν το πλοίο και να πληρωθούν όλες οι απαιτήσεις. Παρενθέτω τη σχετική μαρτυρία του Μ.Ε.1. Ήξερε για το ταξίδι του εναγομένου διότι το εισιτήριο εκδόθηκε μέσω του γραφείου του, αλλά, ο εναγόμενος, αντίθετα με όσα κατέθεσε στο Δικαστήριο, δεν του ανέφερε ότι θα συναντούσε τον κ. Ζakaria.  Το μόνο που του είπε ο εναγόμενος είναι πως θα πήγαινε στην Αίγυπτο για διακοπές.  Τον ενημέρωσε μετά τις 9/11.

Ο μάρτυς, σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή του, ήλθε εδώ [*121]στις 6/11 μετά από τηλεφώνημα του εναγομένου για υλοποίηση της συμφωνίας. Υπήρχε μια εξέλιξη στις 8/11/88.  Την έχει περιγράψει με τα εξής:

“Ο κ. Ιnigo μου ανέφερε ότι υπήρχε πρόβλημα αναφορικά με τη συμφωνία η οποία θα υπογράφετο με τους χρηματοδότες, ότι οι χρηματοδότες αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν τον εαυτό μου ή την United Brothers στη συμφωνία μεταξύ τους και του κ. Ιnigo.”

Προτού φύγει για την Αίγυπτο στις 10/11 εκδήλωσε στον εναγόμενο την προθυμία του να έλθει ξανά στην Κύπρο για να υπογράψει τη συμφωνία αν το ήθελαν και οι χρηματοδότες.

Συνεχίζοντας τη μαρτυρία του ο κ. Zakaria είπε πως επανήλθε στην Κύπρο στις 27/11, μετά από προηγούμενο τηλεφώνημα του εναγομένου στην Αίγυπτο, ότι τα έγγραφα ήταν έτοιμα για υπογραφή. Παρά τις διαβεβαιώσεις του εναγομένου ότι όλα έβαιναν ομαλά και πως θα συναντούσαν τους χρηματοδότες, τελικά του αναφέρθηκε πως η προσπάθεια ναυάγησε. Συγκεκριμένα στις 9 ή 10/12 ο εναγόμενος του είπε πως οι χρηματοδότες δεν δέχθηκαν να υπογράψουν συμφωνία μαζί του ή την εταιρεία του και έπρεπε να βρεθούν κάποιοι άλλοι χρηματοδότες για να απελευθερωθεί το πλοίο.

Κατά τις συζητήσεις τους για εξώδικη διευθέτηση της αγωγής της United Brothers, πολύ αργότερα, ο εναγόμενος ζήτησε από το μάρτυρα να του δώσει εγγράφως το περιεχόμενο των προτάσεων του 1988 γιατί ήθελε να τον δεσμεύσει να πει τα πράγματα όπως συνέβηκαν, αν τον καλούσε ως μάρτυρα ο αντίδικός του.  Ο κ. Ζakaria συγκατατέθηκε και έθεσε στο φαξ που έστειλε από το Κάιρο ημερομηνία την 21/11/88 εφόσον, όπως είπε, ήταν αλήθεια ότι τότε του έγιναν οι πιο πάνω προτάσεις. Τόνισε όμως ότι η πραγματικότητα είναι ότι το φαξ στάληκε το Φεβρουάριο του 1992, όπως φαίνεται στο τεκμ. 29.  Ας σημειωθεί εδώ ότι το τεκμ. 42 είναι ευκρινέστερο αντίτυπο του τεκμ. 29.

Έχει σημασία να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του μάρτυρα, ο εναγόμενος του ζήτησε να προσθέσει ότι οι προτάσεις του (εναγομένου) τελούσαν υπό τον όρο πως οι χρηματοδότες θα έβρισκαν τα χρήματα με κάποια υποθήκη. Αρνήθηκε όμως να περιλάβει το στοιχείο αυτό στο φαξ γιατί δεν ήταν αλήθεια.  Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Εκείνο που γνώριζε από τον ίδιο τον εναγόμενο ήταν ότι οι χρηματοδότες του θα έδιναν οι ίδιοι τα χρήματα.

Ο μάρτυς, αντεξεταζόμενος, παραδέχθηκε πως δεν έμεινε [*122]ικανοποιημένος από το συμβιβασμό της υπόθεσής του. Ωστόσο πρόσθεσε πως το γεγονός αυτό δεν επηρέασε καθόλου τη μαρτυρία του. Θα έλεγε τα ίδια και στην περίπτωση που τον καλούσε ως μάρτυρα ο εναγόμενος, γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Θέλησε να μάθει ποιοι ήταν οι χρηματοδότες και γιατί τον απέρριψαν.   Ανακάλυψε πως ήταν η εταιρεία Metro, στοιχείο που ήλθε στην επιφάνεια κατά την αντεξέτασή του:

“Ε. κ. Ζakaria, σε αυτό το πρόσωπο ή πρόσωπα που είδες στη Λάρνακα στα Γραφεία της Metro, εξήγησες τότε ότι η μαρτυρία σου θα ήταν αυτή που μας είπες σήμερα;

Α. Μάλιστα. Διότι ήθελα να μάθω την αλήθεια. Διότι μου ελέχθη από τον Fernando ότι με είχαν απορρίψει οι χρηματοδότες και ήθελα να βρω την αλήθεια. Συγγνώμη, αυτό που είχε πει δεν ήταν η αλήθεια απ’ ότι ανακάλυψα από τους ανθρώπους της Metro.”

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κ. Ζakaria επανέλαβε πως το τεκμ. 29 συντάχθηκε και υπογράφτηκε το Φεβρουάριο του 92.   Αυτό έγινε στο δικηγορικό γραφείο του κ. Θεοφίλου στη Λεμεσό, αφού συζήτησαν το περιεχόμενό του εκεί με τον εναγόμενο.  Ο μάρτυς αρνήθηκε κατηγορηματικά πως υπέγραψε το έγγραφο και το παρέδωσε στον εναγόμενο στις 21/11/88 στο Γραφείο του Δώρου Χριστοδουλίδη, διευθυντή της εταιρείας Sea Island Travel & Tours Ltd., η οποία είχε κατάσχει το βαπόρι. Την παλιά ημερομηνία την έθεσε κατά παράκληση του εναγoμένου.

Ο δικηγόρος των εναγομένων πρόβαλε το συμβιβασμό και τη μαρτυρία που περιστοιχίζει το θέμα της ημερομηνίας του εγγράφου σαν παράγοντες που πλήττουν την αξιοπιστία του μάρτυρα σχετικά με όσα είπε, που δεν περιλαμβάνονται σε αυτό.  Το τεκμ. 29 αρχίζει με την εξής δήλωση:

“This is to record in writing our various verbal exchanges and results of our meetings in Cairo and Cyprus during October & November 1988, in our effort for a settlement of my claim against the ship Galaxias.”

Με βάση το στοιχείο αυτό και το ότι ο εναγόμενος ήταν στην Αίγυπτο στις 20 και 21/11 (βλέπε σχετικά το διαβατήριο τεκμ.   44) ο εναγόμενος ισχυρίστηκε πως δεν μπορεί να είναι ορθή η μαρτυρία του Μ.Ε.5 ότι η συμφωνία τεκμ. 29 έγινε τον Οκτώβριο. Κατά την εισήγηση του δικηγόρου των εναγομένων η παραποίηση αυτή έγινε για να εξυπηρετηθεί η γενικότερη θεωρία [*123]του ενάγοντα για τις προσπάθειες τροποποίησης του τεκμ. 1 από μέρους των εναγομένων, που άρχισαν στις 9/11.

Ο εναγόμενος συμφώνησε ότι το τεκμ. 29 αντανακλά πιστά τη συμφωνία τους στο Κάιρο, αλλά επέμεινε πως έγινε και δόθηκε από το μάρτυρα στον ίδιο προτού αναχωρήσει από το Κάϊρο την 21/11/88. Ο εναγόμενος αρνήθηκε με κατηγορηματικούς τόνους ότι το τεκμ. 29 του δόθηκε, κατά παράκλησή του, το Φεβρουάριο του 92 και ότι εισηγήθηκε την προχρονολόγησή του.  Θα ήθελα να επισημάνω στο σημείο αυτό τη διαμετρικά διαφορετική τοποθέτηση κατά την αντεξέταση του κ. Ζakaria. Ο δικηγόρος όμως των εναγομένων την απέδωσε σε λάθος. Παρατηρώ περαιτέρω ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.5 ότι η συμφωνία του με τον εναγόμενο επιτεύχθηκε τα τέλη Οκτωβρίου (είναι παραδεκτό ότι ο εναγόμενος έμεινε τότε στην Αίγυπτο τέσσερις μέρες) δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά κατά την αντεξέταση.

Η υπολοιπόμενη προφορική μαρτυρία που δόθηκε για τους εναγομένους.

Οι θέσεις και οι ισχυρισμοί των εναγομένων στα διάφορα επίδικα θέματα διατυπώθηκαν σε άλλα κεφάλαια της απόφασης.  Εδώ θα σημειώσω ό,τι δεν αναφέρθηκε, που δυνατό να έχει κάποια σημασία για την έκβαση της υπόθεσης. Αρχίζω με το μοναδικό μάρτυρα που κάλεσαν οι εναγόμενοι, το Μ.Υ.1 Μ. Λουϊζίδη, ναυτιλιακό πράκτορα, του οποίου η μαρτυρία δεν έτυχε μέχρι τώρα πιο ουσιαστικής ανάλυσης. Θα περιοριστώ στα κύρια σημεία. Είχε διατελέσει πράκτορας του πλοίου για τρεις μέρες προτού καταπλεύσει στη Λεμεσό στις 2/7/88. Μετά τη σύλληψη παραχώρησε στον εναγόμενο δικαίωμα να χρησιμοποιά τις διευκολύνσεις του Γραφείου του για να επικοινωνεί με το εξωτερικό και επίσης αυτοκίνητο. Ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι τον διόρισε η Metro Shipping πράκτορα λιμένα του “Galaxias”, η οποία και τον πλήρωσε για τις υπηρεσίες του. Η Metro του έστειλε τον πλοίαρχο Δημάραγκα που έμεινε για λίγο στο πλοίο.  Ο εναγόμενος όμως τον απέπεμψε για να επανέλθει αργότερα στο πλοίο.

Παρεμβάλλω τη θέση του εναγομένου. Πράγματι έδιωξε τον πλοίαρχο, ο οποίος είχε παραμείνει στο βαπόρι από 23 μέχρι 30/9. Ο λόγος για την ενέργειά του ήταν ότι δεν πληρώθηκε τη συμφωνηθείσα δόση.  Ο Δημάραγκας επέστρεψε στις 4/10 μόνος του χωρίς πλήρωμα, αλλά εργοδότησε τρία μέλη του πληρώματος του εναγομένου.  Στις 5/10 ο Δημάραγκας πήρε “επίσημα κατοχή” από το δικό του πλοίαρχο αφού υπόγραψε σχετικό έγγρα[*124]φο. Ας σημειωθεί ότι τέτοιο έγγραφο δεν προσκομίστηκε.

Η μαρτυρία του Μ.Υ.1 ενισχύει τους ισχυρισμούς των εναγομένων ότι ο ενάγων δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και γι’ αυτό πρότεινε και ήθελε να επιβάλει τροποποιήσεις του τεκμ. 1. Ήταν παρών σε τρεις συναντήσεις του εναγομένου με τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε την 1/10.  Θεωρώ σκόπιμο να δώσω την ίδια την περιγραφή του μάρτυρα για τα διαμειφθέντα.

“Ο κ. Σκορδέλλης είχε πει τότε ότι είχαν συμφωνήσει να κάμουν μία εταιρεία για την όλη υπόθεση. Οι κύριοι Metro θα εδούλευαν το βαπόρι για ένα διάστημα και θα έγραφαν μία εταιρεία και αν δεν εγράφετο η εταιρεία, δεν θα μπορούσε να τους δώσει τα χρήματα. Επίσης υπήρχε μία εκκρεμότητα στο βαπόρι, του Ν.Α.Τ .... Ο κ. Σκορδέλλης έλεγε αν δεν τελειώσω αυτή την υπόθεση δεν θα μπορούμε να κάνουμε την εταιρεία. Επίσης θυμάμαι ότι οι κύριοι Metro ήταν υποχρεωμένοι να εύρουν ένα δάνειο για το βαπόρι το οποίο για να το εξεύρουν είχαν προτείνει κάτι αλλαγές πάνω στο κοντράτο στον κ. Ιnigo.”

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυς απέρριψε την εισήγηση του δικηγόρου του ενάγοντα πως ποτέ δεν έγινε τέτοια συνάντηση.

Η δεύτερη συνάντηση με τα ίδια πρόσωπα παρόντα και επίσης τον εκ των δικηγόρων του ενάγοντα κ. Ν. Κλεάνθους είναι παραδεκτή. Διαφέρουν όμως οι εκδοχές ως προς τα διατρέξαντα. Ο μάρτυς συμφώνησε με το δικηγόρο του ενάγοντα ότι συζητήθηκε το θέμα του Ν.Α.Τ. Επέμεινε όμως ότι εκτός από αυτό “οι κ. Metro ήθελαν να γίνουν μερικές τροποποιήσεις για να μπορούν να εξεύρουν το δάνειο... έπρεπε να είχαν το 51% και να βάλει υποθήκη τα υπόλοιπα shares, και να βάλουν και οι ίδιοι προσωπική εγγύηση για να πάρουν το δάνειο.”

Ο μάρτυς περαιτέρω είπε πως στην τρίτη συνάντηση, που έγινε στις 30/11/88, τα δύο διάδικα μέρη διατήρησαν τις αρχικές θέσεις τους. Πάλι θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ στην περιγραφή του μάρτυρα.

“Ο κ. Ιnigo ήθελε να προχωρήσει με το συμβόλαιο δηλαδή την εταιρεία, να γίνει η εταιρεία, να προχωρήσουμε, ορισμένα άλλα λεφτά τα οποία έπρεπε βάσει του συμβολαίου να τα είχε πληρωθεί τα οποία δεν είχε πληρωθεί και διερωτάτο γιατί δεν εξευρίσκετο η δανειοδότηση.”

[*125]Επίσης, κατά την ίδια συνάντηση, ο εναγόμενος πρότεινε να πληρώσει τα χρήματα, που ο ενάγων του όφειλε δυνάμει του συμβολαίου, στον Ζakaria, του οποίου τις απαιτήσεις πέτυχε να μειώσει και να προχωρήσουν σε συνεκμετάλλευση του πλοίου.  Η πρόταση όμως δεν έγινε δεκτή.

Κύριος άξονας της μαρτυρίας του εναγομένου (Μ.Υ.2) ήταν οι ισχυρισμοί του πως ουδέποτε του στάληκε ή δόθηκε το τεκμ. 18 ή άλλη πρόταση χρηματοδότησης. Μάλιστα ανέφερε πως πήρε αντίγραφό του για πρώτη φορά από το Δικαστήριο κατά τη δίκη. Ούτε ο ενάγων του παρουσίασε υποθήκη και τα χρήματα του δανείου.  Και πρόσθεσε ότι οι αντιπρόσωποι του ενάγοντα πάντοτε του έλεγαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του συμβολαίου πως δεν ήταν σε θέση να λύσουν το θέμα του δανείου.  Επίκεντρό της ήταν ακόμα και οι ισχυρισμοί του ότι ο ενάγων παρέλαβε, με τον τρόπο που ανέφερε, το πλοίο κατά την έναρξη της περιόδου ναύλωσης του ενάγοντα στις 15/11. Επομένως, τα έξοδα που έγιναν από τη Metro δεν αφορούσαν τους εναγομένους, αλλά ήταν ευθύνη του ενάγοντα. Έχω όμως ήδη ασχοληθεί κατά τον ένα ή άλλο τρόπο με τους παραπάνω ισχυρισμούς. Εδώ θα εξετάσω θέματα που συμπληρώνουν τους παραπάνω ισχυρισμούς ή που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στα επίδικα θέματα, όπως έχουν προσδιοριστεί.

Ο εναγόμενος απαίτησε από τον ενάγοντα, με βάση όσα του διεμήνυσε με το φαξ τεκμ. 9, ημερομηνίας 7/11/88, έξοδα που κατέβαλε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, για λογαριασμό του ενάγοντα. Για την ακρίβεια ποσό Δ.Α. 9.163 το κατακράτησε από έμβασμα του ενάγοντα έναντι των δόσεων του τιμήματος αγοράς και αξίωσε το υπόλοιπο από Δ.Α. 1.105 (βλέπε τεκμ. 9). Για να υποστηρίξει την απαίτησή του ο εναγόμενος κατέθεσε το τεκμ. 40, κόλλα με ιδιόγραφες σημειώσεις του, της οποίας το πρωτότυπο, όπως είπε, παρέδωσε στο μάρτυρα Σκορδέλλη.  Αντεξεταζόμενος πάνω στο σημείο αυτό είπε πως το πρώτο κονδύλι εξόδων του τεκμ. 40 για Δ.Α. 1.500 το πλήρωσε στον Γιόρκεσον που ήταν ο πλοίαρχος του “Galaxias” όταν αφίχθηκε στη Λεμεσό, τον οποίο είχε εργοδοτήσει ο ίδιος.  Δεν μπορούσε όμως να εξηγήσει ικανοποιητικά γιατί ο ενάγων έπρεπε να υποστεί τέτοια δαπάνη. Παρατηρώ ακόμη ότι ο Μ.Ε.1 δεν αντεξετάσθηκε κατά πόσο του δόθηκε ποτέ το τεκμήριο αυτό.

Ο εναγόμενος είπε πως ό,τι είσπραξε από τον ενάγοντα το διέθεσε για εξόφληση χρεών του πλοίου. Συγκεκριμένα πλήρωσε συνολικά Δ.Α. 200.000 από τα χρήματα αυτά, πλέον Δ.Α. 11.000 από δικά του χρήματα. Το υπόλοιπο του ποσού που είσπραξε κατέθεσε σε λογαριασμό σε Τράπεζα για να αντιμετωπίσει έξοδα [*126]του πλοίου. Ο λογαριασμός όμως παγοποιήθηκε με δικαστικό διάταγμα που ζήτησε η Metro στην αγωγή της 199/88. Πρόσθεσε ακόμη ότι από τη δόση της παραγράφου 4(2) του τεκμ. 1 υπολείπεται ποσό Δ.Α. 65.000, που ο ενάγων παρέλειψε να του καταβάλει. Με το ποσό αυτό θα μπορούσε να εξοφλήσει την απόφαση εναντίον του πλοίου τεκμ. 23 για Λ.Κ. 20.000 πλέον Λ.Κ. 2.200 έξοδα και να ελευθερώσει το πλοίο.

Στην αντεξέταση όμως φάνηκε πως το παραπάνω ποσό ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της συζύγου του εναγομένου κας Lorna Peller στον οποίο παραδεδεγμένα ο ενάγων είχε εμβάσει χρήματα κατ’ εντολή του εναγομένου. Ισχυρίστηκε ότι μέρος των χρημάτων τα πλήρωσε στη σύζυγό του για εξόφληση υπηρεσιών της που πρόσφερε στο βαπόρι και ότι το υπόλοιπο ποσό ήταν δικό του. Όμως το χρέος αυτό δεν ήταν καταχωρημένο στις σημειώσεις του τεκμ. 40. Συμφώνησε ο εναγόμενος ότι η αγωγή της Metro κινήθηκε το Δεκέμβριο του 1988 και ότι πέραν του λογαριασμού Peller (γύρω στα Δ.Α. 60.000) είχε πληρώσει σε δικηγόρους Δ.Α. 23.000 από τα εισπραχθέντα. Με έρεισμα τη μαρτυρία αυτή οι δικηγόροι του ενάγοντα εισηγήθηκαν πως μπορούσε άνετα να ικανοποιηθεί απαίτηση για την οποία είχε συλληφθεί το πλοίο και να απελευθερωθεί. Παραθέτω τη σχετική μαρτυρία από την αντεξέταση του εναγομένου:

“Ε.  Μας είπες ότι ξόδευσες για το πλοίο Δ.Α. 211.000;

Α. Μάλιστα.

Ε. Άρα είχες στο χέρι Δ.Α. 60.000;

Α. Μάλιστα.

Ε. Χρησιμοποίησες αυτό το ποσό των Δ.Α. 60.000 για να απελευθερώσεις το πλοίο;

Α. Όχι οι πελάτες σου χρησιμοποίησαν αυτό το ποσό για να δεσμεύσουν το λογαριασμό μου.

Ε. Εννοείς το λογαριασμό της συζύγου σου Lorna Peller;

Α. Μάλιστα.

Ε. Στον οποίο κατατίθενται τα χρήματα από τον ενάγοντα μετά από δική σου εντολή;

Α. Μερικά ποσά από αυτά.”

Προδικαστικές ενστάσεις.

Μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε στην εξέταση των δύο προδικαστικών ενστάσεων των εναγομένων.  Είναι διατυπωμένες στις παραγράφους 2 και 3 της Απάντησης και Ανταξίωσης.  Είναι προτιμότερο να έχουμε υπόψη το πλήρες περιεχόμενό τους.

[*127]“2. Οι εναγόμενοι ενίστανται εις την περίληψιν εις την ΑΝΑΦΟΡΑ των παραγράφων 5, 8, 9, 10, 16, 20(β) και (γ), 21(α), (β), (γ) και (ε), 23(α) και της υπό (β) αξιώσεως, ως αναφερομένων εις αντικείμενον το οποίον δεν περιλαμβάνεται και/ή δεν καλύπτεται από το κλητήριο ένταλμα, και αιτούνται τη διαγραφή των.

3. Οι εναγόμενοι ενίστανται εις την περίληψιν εις την ΑΝΑΦΟΡΑ της παραγράφου 17, ως αντικειμένης και/ή μη υποστηριζομένης και/ή μη καλυπτομένης από το κλητήριο ένταλμα, και αιτούνται τη διαγραφή της.”

Διευκρινίζεται ότι η ένσταση της παραγράφου 2 αφορά βασικά την απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων από τον ενάγοντα στους εναγομένους ποσών, ενώ η παράγραφος 17 τα διάφορα έξοδα για τα οποία έγινε ήδη λεπτομερειακή ανάλυση της μαρτυρίας.

Είναι η εισήγηση των εναγομένων ότι οι αξιώσεις, όπως εκτέθηκαν στο κλητήριο ένταλμα, μπορούν να συσχετισθούν μόνο με το μέρος του τεκμ. 1 που κάμνει πρόβλεψη για ναύλωση του πλοίου και όχι με τις πρόνοιες για την πώλησή του· και ότι αυτό συνάγεται από πρακτικά της αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με αριθμό 2809/88 (τεκμ. 45 και 46) και διάφορες δηλώσεις του δικηγόρου του ενάγοντα στο τεκμ. 46. Υποβλήθηκε απαίτηση αποζημιώσεων για παράβαση του τεκμ. 1, αλλά περιορίστηκε στη “χρήση, εκμετάλλευση και ναύλωση του πλοίου”. Η εισήγηση επεκτάθηκε και σε άλλες δύο εξειδικευμένες θεραπείες (παραγρ. β και γ) για να υποστηριχθεί η αποστασιοποίησή τους από τους ισχυρισμούς που αναπτύσσει η Αναφορά, οι οποίοι δεν μπορούν να αποτελέσουν τη σωστή πραγματική βάση για παροχή θεραπείας, σύμφωνα με τις παραγρ. (α), (β) και (γ) του κλητηρίου.

Περαιτέρω, η παράγραφος 17 και η παράγραφος 20(β) και (γ), για την οποία έγινε λόγος για πρώτη φορά στο στάδιο των αγορεύσεων, βρίσκονται σε διάσταση με τις αξιώσεις, όπως τις καθόρισε το κλητήριο. Ενώ σ’ αυτό ζητούν θεραπεία για έξοδα που ο ενάγων υπέστη βασικά ως ναυλωτής, στην Αναφορά ο ενάγων εμφανίζεται πως προέβη στα έξοδα αυτά με την προσδοκία της ναύλωσης. Η μαρτυρία δεν αποσαφηνίζει κανένα από τα θέματα και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως και όλη η μαρτυρία η οποία συνδέεται με τις απαιτήσεις που έχουν ως αιτία την πώληση του πλοίου.

Το θέμα των εξόδων, περιλαμβανομένων των ασφαλίστρων, συζητήθηκε και από τη σκοπιά της δικαιοδοσίας: ότι, δηλαδή, το ναυτοδικείο στερείται δικαιοδοσίας, σύμφωνα με την απόφαση στην [*128]αγωγή ναυτοδικείου αρ. 44/89 Avgerinos Master Shipping Co. Ltd. v. Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ., ημερομηνίας 5/3/1990, να επιληφθεί αυτού του είδους των αξιώσεων. Όπως και των υπόλοιπων αξιώσεων για έξοδα με βάση την απόφαση στην αγωγή αρ. 165/88, Sait Electronic S.A. v. The Ship “Dominique”, ημερομηνίας 6/3/1992. Ας σημειωθεί ότι δεν αμφισβητήθηκε, ούτε μπορούσε να αμφισβητηθεί, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου πάνω σε διαφορές που έχουν προκύψει από πώληση, όπως εδώ, μερίδων του πλοίου, ενόψει των διατάξεων των άρθρ. 19(α) και 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (ν. 14/60) και του Administration of Justice Act 1956, άρθρ. 1(1)(α) και (β).

Δεν αποκρύπτω τον έντονο προβληματισμό μου για την έγερση του θέματος στο τελικό στάδιο της δίκης, που συνοδεύθηκε με αίτημα για αποκλεισμό συλλήβδην της σχετικής μαρτυρίας. Η επιφύλαξη του δικαιώματος από το δικηγόρο των εναγομένων με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δε δημιουργεί ούτε διατηρεί δικαίωμα για πρωθύστερη ανάπτυξη του θέματος με πιθανές καταλυτικές συνέπειες σε ό,τι προηγήθηκε. Το αίτημα για διαγραφή δικογράφου ή μέρους του παραμένει αλώβητο. Ασκείται ωστόσο στα καθορισμένα χρονικά όρια που παρέχει η δικονομία: Δ.19 θ.26 και Δ.27.  Βλέπε επίσης μεταξύ άλλων Williams and Glyns Bank v. Ship “Maria” (1984) 1 C.L.R. 821. Δεδομένου όμως ότι δεν υπήρξε η παραμικρή εναντίωση από την άλλη πλευρά, η οποία μάλιστα αντέκρουσε με επιχειρηματολογία, άλλης όμως υφής, το αίτημα, θα εξετάσω τους προβληθέντες ισχυρισμούς.

Το δικονομικό πλαίσιο δεν μπορεί να είναι άλλο από τον καν. 237 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών, που καθιστά εφαρμοστέα την πρακτική του Τμήματος Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας.  Η πρόνοια αυτή μας οδηγεί στη Δ.20 θ.4 της αγγλικής πρακτικής, την οποία μεταφέρω εδώ:

“20.4 Whenever a statement of claim is delivered the plaintiff may therein alter, modify, or extend his claim without any amendment of the indorsement of the writ.”

Παρενθεντικά, μπορούμε να σημειώσουμε ότι την ίδια πρόνοια περιέχει ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός. Βλέπε Δ.20 θ.1Α και την υπόθεση Socrates Nearchou v. Maria Theodoulou (1961) C.L.R. 61. Επίσης την απόφαση στις Π.Ε. 7727 και 7731 Vassiliko Cement Works Ltd v. World Tide Shipping Corporation, ημερομηνίας 5/4/1996.

[*129]Το βασικό είναι πως δεν χρειάζεται να περιγράψει ο ενάγων στο κλητήριο την αιτία αγωγής επακριβώς. Το ίδιο ισχύει και για την αιτούμενη θεραπεία. Δεν πρέπει όμως να μεταβληθεί πλήρως η αιτία αγωγής ή να προστεθεί νέα που δεν είναι βολικό να συνεκδικαστεί με την αρχική. Στο παρακάτω απόσπασμα από την Annual Practice 1959, στη σελίδα 493 αναφέρεται και η αγγλική νομολογία που υποστηρίζει τις θέσεις αυτές.

“This Rule applies only where the writ has been generally indorsed, and duly served, and the defendant has appearred thereto, and a statement of claim, separate from the writ, has been delivered to the defendant or his solicitor. In a general indorsement it is “not essential to set forth the precise ground of complaint, or the precise remedy or relief to which the plaintiff considers himself entitled” (O.3 r.2). Hence the plaintiff is permitted in his subsequent statement of claim, to alter, modify, or extend his original claim to any extent and to claim further or other relief, without amending his writ (Large v. Large [1877] W.N. 198; Johnson v. Palmer, 4 C.P.D.  258); provided he does not completely change the cause of action indorsed on the writ without amending the latter (Cave v. Crew, 62 L. J.Ch. 530; Ker v. Williams, 30 S.J. 238); or introduce an entirely new and additional cause of action which cannot be conveniently tried with the original claim (United Telephone Co. v. Tasker, 59 L.T. 852) or introduce a claim which the Court has no jurisdiction to entertain - e.g., a claim which, if indorsed upon a writ, would not have been allowed to be served out of the jurisdiction; Waterhouse v. Reid (1938), 54 T.L.R. 332.”

Ερχόμενος πίσω στα θέματα της υπόθεσης, με την πρώτη ματιά, φαίνεται ότι το ποσό που κατέβαλε ο ενάγων στους εναγομένους έναντι του τιμήματος απαιτείται ρητά και με ρητή μάλιστα αναφορά στη συμφωνία.

“(β) Δολ. Η.Π.256.260 ή το ισάξιο σε Κυπριακό Νόμισμα και Λ.Κ. 15.700 για χρήματα που ο ενάγων κατέβαλε στους ιδιοκτήτες και ή αντιπροσώπους των σχετικά με το πιο πάνω πλοίο και/ή με βάση την πιο πάνω γραπτή συμφωνία.”

Υπενθυμίζω πως η παράγραφος (α) του αιτητικού είναι για αποζημιώσεις για παράβαση “της συμφωνίας της 15ης Σεπτεμβρίου 1988” για τους λόγους που ήδη έχω καταγράψει. Ο συσχετισμός απαιτήσεων στα δύο δικογραφήματα είναι απόλυτος. Η παράγραφος (γ) αφορά τα έξοδα που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έκαμε και αναφέρει το συγκεκριμένο ποσό “των Δολ. Η.Π.149.608,90 ή το [*130]ισάξιο σε Κυπριακό Νόμισμα”. Η απαίτηση έχει διαζευκτικά ερείσματα, που δηλώνονται και που με κανένα τρόπο δεν συγκρούονται είτε με ό,τι ακολούθησε στην Αναφορά είτε με τη μαρτυρία.

Θα αρχίσω την εξέταση του επικουρικού επιχειρήματος, που εμπλέκει άλλη δικαστική διαδικασία, με την παρατήρηση ότι, πλην της κατάθεσης φακέλων, δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία που να συνδέει ή ταυτίζει τα διάδικα μέρη στις δύο αγωγές, δηλαδή της κρινόμενης και εκείνης του Δικαστηρίου Λάρνακας, στην οποία μπορεί να λεχθεί εν παρόδω πως υπάρχει ένας μόνο εναγόμενος. Ωστόσο και να δεχόμουν τα δεδομένα όπως τα εμφάνισαν οι εναγόμενοι πάλι θα απέρριπτα την εισήγησή τους.  Η εκκρεμοδικία ενώπιον άλλου Δικαστηρίου (lis alibi pendens), θα παρείχε δικαίωμα στους εναγομένους να αποταθούν για αναστολή της μιας των διαδικασιών στην περίπτωση που ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσουν τις απαιτούμενες για την παροχή θεραπείας προϋποθέσεις.  Για τις σχετικές αρχές παραπέμπω στην Annual Practice 1970, Τόμος 2, παράγραφος 3359, σελίδα 878, στην επικεφαλίδα Lis Alibi Pendens. Δεν είχα ποτέ ενώπιόν μου τέτοιο αίτημα.

Έχει νομολογηθεί, σταθερά και πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι διαφορές που έχουν ως βάση και πλαίσιο συμφωνίες ναυτασφάλισης δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ναυτοδικείου: Avgerinos Master Shipping Co. Ltd., ανωτέρω, Πολιτική Έφεση Αρ. 7552, Biochemie R.O.S.E. Ltd. v. General Insurance of Cyprus Ltd., ημερομηνίας 31/10/1990 και Space Video v. Silver Paloma (1991) 1 Α.Α.Δ. 801. Στην παρούσα όμως υπόθεση υπάρχει ειδοποιός διαφορά που τη διακρίνει. Η κύρια αιτία αγωγής είναι η κατ’ ισχυρισμό παράβαση της συμφωνίας για πώληση μεριδίων πλοίου ή της συμφωνίας για ναύλωση που αυτή περιέχει. Η αξίωση για καταβολή ασφαλίστρων απορρέει από τις παραβάσεις αυτές που αναφύονται από την πιο πάνω μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση. Δεν προβάλλεται ως αυτοτελής βάση της αγωγής.

Οι προδικαστικές ενστάσεις των παραγράφων 2 και 3 απορρίπτονται.

Noμικές Εισηγήσεις για το δόλο

Η τελευταία θεραπεία στο κλητήριο αφορά το δόλο. Με την παράγραφο (δ) ο ενάγων αξιώνει:

[*131]“αποζημιώσεις για δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ ή απάτη που έγινε υπό ή εκ μέρους των πλοιοκτητών του πλοίου GALAXIAS σχετικά με συμφωνία για ναύλωση και/ ή χρήση του εν λόγω πλοίου.”

Με έναυσμα αυτή τη διατύπωση έγινε η εισήγηση ότι δεν πρέπει να τύχει αξιολόγησης και ληφθεί υπόψη η μαρτυρία που αναφέρεται σε δόλο των εναγομένων και σχετίζεται όπως τέθηκε “με παράβαση υποχρέωσης ή σε δόλια πρόθεση να μην πωλήσουν ή μεταβιβάσουν το πλοίο.” Αλλά με τη μαρτυρία που συσχετίζεται, όπως καθορίζει το αίτημα (δ) στο κλητήριο, με συμφωνία για ναύλωση ή χρήση.

Τα ίδια περίπου έχουν λεχθεί και για τη μαρτυρία που αφορά άλλη πτυχή της υπόθεσης.  Η προσέγγισή μου δεν μπορεί να είναι διαφορετική. Τέτοια μαρτυρία δεν μπορεί, για τους λόγους που εξήγησα, να διαχωρισθεί από τη μαρτυρία αναφορικά με τη ναύλωση και στη συνέχεια να απορριφθεί en masse.  Πέραν τούτου, ήταν δυνατή η προώθηση τέτοιων ισχυρισμών μέσα στο πνεύμα των παραπάνω δικονομικών διατάξεων, που επιτρέπουν την παρεμφερή διεύρυνση των επιδίκων θεμάτων. Η μαρτυρία καλύπτεται με αυτή την έννοια από το εισαγωγικό μέρος της παραγράφου 21 και επίσης τις υποπαραγράφους της (γ), (δ) και (ε).  Δεν εισάγεται νέα αιτία αγωγής.

Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο βάρος απόδειξης σε υποθέσεις δόλου. Αφού αναφέρθηκε στις υποθέσεις Bater v. Bater [1950] 2 All E.R. 458, 459, Hornal v. Neuberger Products Ltd. [1956] 3 All E.R. 970, 976-977 και 978 και Whitehouse v. Jordan and Another [1980] 1 All E.R. 650, ο συνήγορος τόνισε το ψηλό βαθμό απόδειξης που χρειάζεται για τη θεμελίωση ισχυρισμών για την ύπαρξη δόλου και ότι το βάρος απόδειξης είναι μεγαλύτερο εκείνου που χρειάζεται για τη στοιχειοθέτηση συνήθων ισχυρισμών σε αστικές υποθέσεις. Με αυτό το γνώμονα η μαρτυρία, κατά την εισήγηση, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η μαρτυρία που περιβάλλει το θέμα της κάλυψης των προϋφισταμένων της συμφωνίας χρεών, ο ενάγων δεν απέδειξε δόλο.

Έχει αναπτυχθεί σε σχέση με το ίδιο θέμα και ένα αμιγές δικαιοδοτικό ζήτημα. Εφόσον, κατά το επιχείρημα των εναγομένων, η αδικοπρακτική ευθύνη που έχει προέλευση την απάτη προβλήθηκε ως ανεξάρτητη βάση αγωγής και δε συνδέεται με την αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, το ναυτοδικείο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει αυτό το μέρος της διαφοράς.  Παραπομπή γιαυτό έγινε [*132]στην υπόθεση Elelyan v. Τhe Cyprus Ship “Poseidonia” και Άλλων, αγωγή ναυτοδικείου αρ. 70/88 ημερ. 28/11/90.

H ένσταση απαντήθηκε με δεδομένη την αυτοτέλεια του δόλου, ως βάσης αγωγής. Είναι η θέση του δικηγόρου του ενάγοντα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Administration of Justice Act 1956, άρθρ. 1(1)(h), που ισχύει και στην Κύπρο, είναι δυνατή η εκδίκαση αστικών αδικημάτων από το δικαστήριο με βάση τη διασταλτική ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων που υιοθέτησε η αγγλική νομολογία. Οι παραπομπές περιλαμβάνουν τις υποθέσεις Space Video v. Silver Paloma [1991] 1 A.A.Δ. 801, The “Moschanthy” (1971) 1 Lloyd’s Law Rep. 37, The “Sennar” [1983] 1 Lloyd’s Law Rep.295, The “Antonis P. Lemos” [1984] 1 Lloyd’s Law Rep. 464.

Πρέπει να λεχθεί ότι όλες οι παραπάνω αγγλικές αποφάσεις, εκτός της Τhe “Moschanthy”, είχαν ως δικαιοδοτική βάση το άρθρ. 20 (2) (h) του Supreme Court Act 1981. Η πρόνοια αυτή είναι ωστόσο απαράλλακτη με εκείνη του νόμου του 1956, που έχει ως εξής:

“Any claim arising out of any agreement relating to the carriage of goods in a ship or to the use or hire of a ship”

Το εύρος της διάταξης συλλαμβάνει ο Nigel Meeson “Admiralty Jurisdiction and Practice” (1993) στην εισαγωγική παρατήρηση για την παράγραφο αυτή στη σελ. 35:

“The language of this section is wide enough to cover claims, whether in contract or in tort arising out of any agreement relating to the carriage of goods in a vessel, and it is not necessary that the claim in question be directly connected with some agreement for the carriage of goods in a ship or for the use or hire of a ship or that the agreement be one made between the two parties to the action. The phrase “arising out of” is in this context to be given the broader meaning of “connected with” and not the narrower meaning of “arising under”.

As well as claims obviously within this head, such as claims for damages for breach of a charter- party, freight and demurrage and damages for breach of a bill of lading contract, it is also wide enough to cover the following:

(i)  ......................................

[*133](ii) a claim in negligence or deceit for the ante-dating of bills of lading;

(iii) .......................................”

Ας σημειωθεί ότι η εναρκτήρια πρόταση του σχολίου είναι επανάληψη της άποψης του δικαστή Willmer στην υπόθεση St. Elefterio [1957] 1 Lloyd’s Law Rep. 283.

Δέχομαι και υιοθετώ την ερμηνεία αυτή και καταλήγω ότι κάτω από τις συνθήκες της υπόθεσης αυτής  δε δημιουργείται δικαιοδοτικό πρόβλημα. Άλλωστε διαφορετική αντίληψη θα είχε ως επακόλουθο τον ανεπιθύμητο κατακερματισμό δικαστικών αρμοδιοτήτων με όλες τις δυσάρεστες επιπτώσεις στα συμφέροντα των διαδίκων και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, που δεν ευνοούν πολλαπλότητα των διαδικασιών.

Προτού αφήσω το θέμα θα ήθελα να παρατηρήσω ότι στην υπόθεση Elelyan, ανωτέρω, έγινε αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος έτσι ώστε να περιληφθούν σε αυτό αξιώσεις για σώστρα και ρυμούλκηση πλοίου και επίσης για αποζημιώσεις για ψευδείς παραστάσεις, απάτη και συνωμοσία.  Μόνο το πρώτο μέρος που αφορούσε θαλάσσια αρωγή επιτράπηκε. Για το δόλο και τη συνωμοσία το δικαστήριο αποφάνθηκε ουσιαστικά ότι δεν τέθηκαν τα γεγονότα ενώπιόν του. Αποκάλεσε μάλιστα το σχετικό υλικό “τηλεγραφική ένορκη δήλωση” Βλέπουμε λοιπόν πως η θεραπεία στην υπόθεση Elelyan ζητήθηκε κάτω από άλλες διατάξεις {παράγραφος (j) και (k)} και διαφορετικές συνθήκες. Η υπόθεση δεν αποτελεί αυθεντία για την πρόταση ότι με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (h) δεν μπορεί στην κατάλληλη περίπτωση να αναλάβει το δικαστήριο δικαιοδοσία στις περιπτώσεις που προβάλλεται και ο δόλος ως αιτία αγωγής.

O κ. Θεοφίλου τόνισε την ανάγκη να κριθεί η υπόθεση στο πλαίσιο της δικογραφίας χωρίς να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε μαρτυρία που δεν συνδέεται άμεσα ή απομακρύνεται από αυτό.  Τον κανόνα αυτό έχει όντως εξυφάνει και καθιερώσει η νομολογία ως το θεμέλιο διεξαγωγής της πολιτικής δίκης.  Παραπέμπω στην υπόθεση Παπακόκκινου και Άλλες v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, στην οποία επισκοπείται η παλαιότερη νομολογία στο θέμα. Βλέπε επίσης Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 και Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836. Κατά την αντίληψη της υπεράσπισης η μαρτυρία του ενάγοντα πως η προσφορά του δανείου προήλθε από τον οίκο Transworld [*134]Funding και όχι τον Transworld House, όπως αναγράφεται στην παράγραφο 9 της ανταπάντησης του ενάγοντα, αποτελεί παραβίαση του παραπάνω δικονομικού αξιώματος.  Επομένως κάθε αναφορά στις μαρτυρίες στο τεκμ. 18 πρέπει να αγνοηθεί. Παράλληλα το γεγονός αυτό προωθήθηκε ως στοιχείο που δείχνει και την αναξιοπιστία του ενάγοντα.

Παρατηρώ ότι στο σχετικό επιστολόχαρτο αναγράφονται και τα δύο ονόματα.  Πέραν τούτου δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται συγκεκριμένος οίκος στο δικογράφημα. Είναι στοιχείο που κανονικά ανήκει στη σφαίρα της μαρτυρίας. Το ίδιο ισχύει και για το παράπονο ότι δεν γίνεται ρητή μνεία για παράδοση του τεκμ. 18 στον κ. Inigo. Παρατηρώ εντούτοις ότι το ζήτημα καλύπτεται πλήρως από την παράγραφο 18 της Αναφοράς, το σχετικό απόσπασμα της οποία παραθέτω με υπογράμμιση του μέρους που ενδιαφέρει άμεσα το τεθέν ερώτημα:

“18. Ενεργώντας με βάση την προαναφερθείσα συμφωνία ο ενάγων προέβη σε ενέργειες και κατόρθωσε να εξεύρει δάνειο ........ και έλαβε σχετική βεβαίωση κατά ή περί την 7/11/88, το περιεχόμενο της οποίας εγνωστοποιήθη στον εκπρόσωπο της Πλοιοκτήτριας Fernando Inigo εντός των χρονικών ορίων που έθετε η εν λόγω συμφωνία.”

To κυριότερο όμως παράπονο είναι ότι με τα δικογραφήματά του ο ενάγων δεν έχει καταστήσει τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την τροποποίηση επίδικα θέματα στην υπόθεση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στις λεπτομέρειες του δόλου και ούτε ο ενάγων βασίζεται σ’ αυτές για να υποστηρίξει τις συμβατικές παραβιάσεις που έθεσε. Είναι σαφές, από μία συνολική ματιά στα δεδομένα, πως ο ενάγων δεν βασίζεται σε τροποποιημένη συμφωνία για να κτίσει την υπόθεσή του. Σε τέτοια περίπτωση θα ήταν ασφαλώς επιτακτικό να προηγηθεί η απαραίτητη δικονομική υποδομή. Τη σχετική μαρτυρία το δικαστήριο δέχθηκε, ύστερα από ένσταση των εναγομένων, για λόγους που αναφέρονται σύντομα σε ενδιάμεση απόφαση υπό το φως των εισηγήσεων που έγιναν τότε.

Ανεξάρτητα όμως από αυτό, στην παράγραφο 9 της Υπεράσπισής τους, οι εναγόμενοι αναφέρονται σε προτάσεις για τροποποίηση, μόνο που την αποδίδουν στον ενάγοντα. Περαιτέρω είναι και τα έγγραφα που κατατέθηκαν εκ συμφώνου.  Ιδιαίτερα το τεκμ. 13, στο περιεχόμενο του οποίου αναφέρθηκα, παρουσιάζει την εκδοχή του ενάγοντα και για το συζητούμενο θέμα [*135]των τροποποιήσεων στο πλαίσιο των ισχυρισμών για συμβατικές παραβιάσεις των εναγομένων. Είναι η κατάληξή μου ότι η δίκη παρέμεινε μέσα στον περίγυρό της, όπως τον χάραξε η δικογραφία της υπόθεσης.

Εδώ θα μπορούσε να αποσαφηνισθεί και το θέμα που αφορά την εμπρόθεσμη καταβολή των δόσεων.  Ο ενάγων είναι υπό κατηγορία ότι ολιγώρησε. Δεν υπήρξε συνεπής με τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Αλλά και στην περίπτωση που αυτό ήταν αλήθεια σπεύδω να παρατηρήσω ότι η πληρωμή των δόσεων δεν ήταν ούτε κατέστη ποτέ ουσιώδης όρος της συμφωνίας. Με δύο λόγια η σχετική αρχή, όπως επιβεβαιώθηκε και από την απόφαση Paraskeva and Others v. Lantas (1988) 1 C.L.R. 285, είναι ότι ο χρόνος πληρωμής δεν είναι ουσιώδης εκτός αν οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν διαφορετικά. ‘Η ένα από τα μέρη δίνει εύλογη ειδοποίηση μετά την οποία είναι εφικτή η λύση της σύμβασης. Βλέπε επίσης Behzadi v. Shaftesbury Hotels T.L.R. 30/9/90.

Στην προκείμενη περίπτωση όλα τα δεδομένα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Διότι (α) με την ίδια τη συμφωνία προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης θα μειώνονταν οι μετοχές του ενάγοντα σύμφωνα με τη φόρμουλα του όρου 7.  Αυτή την κύρωση συμφώνησαν οι διάδικοι. Και (β) οι εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν τις τυχόν καθυστερήσεις στην πληρωμή των δόσεων σαν λόγο τερματισμού της συμφωνίας. Στηρίχθηκαν στην παράγραφο 21. Περαιτέρω (γ) σε καμιά από τις περιπτώσεις που παρέλαβαν χρήματα οι εναγόμενοι είχαν επιφυλάξει τα δικαιώματά τους. Πέραν αυτού, υπενθυμίζω ότι πληρώθηκε το μέγιστο μέρος των δόσεων που έληξαν παρόλο που δεν είχε ακόμη, σύμφωνα με την παράγραφο 4.2, συσταθεί η ανάδοχος εταιρεία, ζήτημα που αφέθηκε σε εκκρεμότητα μέχρι τέλους.

Αξιολόγηση της Μαρτυρίας και περαιτέρω ευρήματα

Προτού καταθέσει, ο εναγόμενος δήλωσε ότι είναι αγνωστικιστής. Γι’ αυτό και δεν ορκίστηκε. Του επιτράπηκε όμως να μαρτυρήσει ύστερα από υπεύθυνη δήλωση (affirmation), που έδωσε, όπως ορίζει το άρθρ. 50 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε), ότι η μαρτυρία του “θα είναι η αλήθεια, όλη η αλήθεια και μόνο η αλήθεια”.  Ο δικηγόρος του ενάγοντα υπέβαλε ότι παρόλο που είναι άθρησκος, ο εναγόμενος προέβη σε ένορκη δήλωση με την οποία υποστήριξε ένστασή του σε γραπτό αίτημα του ενάγοντα σε άλλη διαδικασία. (σελ. 18 του τεκμ. 49). Αυτό δείχνει, κατά την εισήγηση, την [*136]έλλειψη σεβασμού είτε στη χρήση του όρκου είτε διαβεβαίωσης, πράγμα που πρέπει να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπιστία του μάρτυρα.

Ωστόσο επισημαίνεται ότι δεν αποκαλύφθηκαν ή δεν αποκαλύφθηκαν πλήρως οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η ένορκος δήλωση.  Ούτε ρωτήθηκε ο εναγόμενος αν το Δεκέμβριο του 1988 που την έκαμε ήταν αγνωστικιστής.  Δε θα ήταν λοιπόν ορθό για το δικαστήριο, από μόνο το στοιχείο αυτό, να αχθεί σε συμπεράσματα για τη φιλαλήθεια και ευρύτερα την αξιοπιστία του εναγομένου ως μάρτυρα. Πέραν τούτου, πρέπει να λεχθεί ότι η επιβεβαίωση είναι εξίσου δεσμευτική για τη συνείδηση του μάρτυρα όσο και ο όρκος. Η ορκοδοσία δεν είναι προϋπόθεση αξιοπιστίας. Το άρθρ. 50 δε διακρίνει μεταξύ των δύο.

Με την ευκαιρία αυτή μπορεί να αναφερθεί ότι είναι ενδιαφέρουσα η άποψη του Κ. Ι. Δεσποτόπουλου, που εκφράζει στο άρθρο του “Περί όρκου”, που περιέχεται στο βιβλίο του “Μελετήματα Φιλοσοφίας του Δικαίου”, έκδοση του 1980, σελ. 130-144.  Βασικά είναι εναντίον της χρήσης του όρκου στη δικαστική διαδικασία. Η καταληκτική παράγραφος του άρθρου συνοψίζει τις θέσεις του και αξίζει να τις σημειώσουμε:

“Ο θεσμός άρα του όρκου, ιδία επί των δικών πάσης φύσεως, δέον να εκλείψη ολικώς. Δέον αμελλητεί να καταργηθώσι πάσαι αι θεσπίζουσαι την δόσιν όρκου διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας και της Ποινικής Δικονομίας· να υποκατασταθή δε ούτως ειπείν η δόσις όρκου, - όπου σήμερον αποτελεί προϋπόθεσιν του εγκύρου, ή επίρρωσιν του κύρους, της ενώπιον Αρχής καταθέσεως μάρτυρος ή διαδίκου ωσεί μάρτυρος, - διά τεθεσπιμένης αυστηράς ποινής, ως συνεπείας της ψευδούς ενώπιον Αρχής καταθέσεως, της ανωμότου εφεξής πάντοτε.”

Προβαίνοντας σε ευρήματα έχω επίγνωση της πορείας της υπόθεσης. Όμως διατηρώ καθαρή την εικόνα κάθε μάρτυρα. Θα πρόσθετα ότι η βάση για τα ευρήματα δεν περιορίζεται στις εντυπώσεις που άφησαν οι μάρτυρες. Υπάρχει στα καίρια σημεία, όπως θα φανεί αμέσως μετά και άλλο υλικό που τα στηρίζει. Με την εξαίρεση οποιουδήποτε θέματος που θα υποδείξω ιδιαίτερα, προτιμώ στα ουσιαστικά σημεία τη μαρτυρία που δόθηκε από τον ενάγοντα και τους μάρτυρές του, στις περιπτώσεις που αυτή διαφέρει - ή είναι αντίθετη - από τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εναγομένων. Και φυσικά καταλήγω σε ανάλογα συμπεράσματα. Και τούτο, αφού έχω σταθμίσει κάθε σχό[*137]λιο, κρίση ή εισήγηση, νομική ή άλλη, της κάθε πλευράς έστω και αν δεν αναφέρομαι ρητά σε αυτή.

Δέχομαι τη μαρτυρία του ενάγοντα και των πληρεξουσίων του ότι το τεκμ. 18 παραδόθηκε ή τουλάχιστον επιδείχθηκε ή ήλθε σε γνώση του F. Inigo κατά το χρόνο που ανέφεραν· και ότι τούτο συνέβη μέσα στα χρονικά περιθώρια της συμφωνίας. Τελικά όμως το ζήτημα δεν είχε συνέχεια και η δανειοδότηση δεν πραγματώθηκε λόγω της συμπεριφοράς των εναγομένων. Έτσι, ο πυρήνας της υπεράσπισης, ότι ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει την υποχρέωσή του για δανειοδότηση, καταρρέει.

Aνοίγω εδώ σύντομη παρένθεση για να επισημάνω ότι όπως και να έχει το θέμα ενεχυρίασης του συνόλου των μετοχών, γεγονός είναι ότι το τεκμ. 18 δεν έθετε τέτοιο όρο για τη σύναψη του δανείου από τον ενάγοντα. Εν πάση περιπτώσει ο ενάγων δεν επέμεινε στο θέμα αυτό και δεν βλέπω να είχε οποιεσδήποτε επιπτώσεις.  Ούτε προβλήθηκε στο τεκμ. 12 ή ποτέ άλλοτε ως λόγος ακύρωσης της σύμβασης ή λόγος που παρεμπόδιζε τους εναγομένους να αποδεχθούν την συγκεκριμένη πρόταση του τεκμ. 18.

Η δήλωση Stubbs, τεκμ. 39, που κατέθεσε ο ίδιος ο εναγόμενος, αποτελεί την πιο τρανή επαλήθευση της εκδοχής του ενάγοντα.  Ενώ ταυτόχρονα πλήττει την αξιοπιστία του εναγομένου, που υποστήριζε με πάθος, ενώ βρισκόταν στο εδώλιο, πως η ιστορία του ενάγοντα για το τεκμ. 18 ήταν μύθευμα ή σκευωρία για να συγκαλύψει την αδυναμία του.  Η δήλωση επιβεβαιώνει επίσης ότι ο ενάγων άρχισε τις προσπάθειές του για το ναυτοδάνειο από το Σεπτέμβριο, μαρτυρία που συνάδει και με το τεκμ. 34.

Πρέπει εντούτοις να διευκρινισθεί ότι δεν μπορεί παρά να αγνοηθεί το υπόλοιπο τμήμα της μαρτυρίας Stubbs. Εν πρώτοις μέγα μέρος αποτελεί σχόλιο του μάρτυρα με το οποίο προσπαθεί να ερμηνεύσει ο ίδιος το τεκμ. 18 και ιδιαίτερα τις δικές του προθέσεις.  Φυσικά δεν είναι έργο του μάρτυρα η ερμηνεία ή η νοηματοδότηση ενός γραπτού κειμένου έστω και αν ο ίδιος ήταν ο συντάκτης του:

“Construction is usually a matter of law for the judge to decide, not a matter of fact on which evidence of the intention of a party to the document will be heard”

(βλ. G. D. Nokes “An Introduction to Evidence” 4η έκδοση, σελ. 257).

[*138]Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στην παράγραφο 15 της σελ. 42 του ιδίου συγγράμματος που έχει τον εύγλωττο τίτλο “Interpretation and Construction of Documents”:

“Any doubt as to the meaning or effect of a document which has been admitted in evidence or is otherwise before the court, must be resolved by the judge.”

Ας σημειωθεί ότι έχω παραθέσει αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της δήλωσης στην ενδιάμεση απόφασή μου ημερ. 4/4/94 με την οποία αποδέχθηκα την προσαγωγή ως μαρτυρίας της δήλωσης Stubbs, παρά την ένσταση του ενάγοντα. Η υπόλοιπη μαρτυρία του, που συνόψισα σε άλλο μέρος της απόφασης, όπως και στην ενδιάμεση απόφαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη δεδομένου ότι (1) ο μάρτυς δεν έχει υποστεί τη βάσανο της αντεξέτασης και (2) υπάρχει μαρτυρία του ενάγοντα, προφορική και έγγραφη, που πιστεύω, η οποία αντικρούει τον κ. Stubbs.

Το στοιχείο όμως που δίνει τη χαριστική βολή στην αξιοπιστία του εναγομένου είναι η ιστορία ότι κατά τη συνάντησή του με τους εκπροσώπους του ενάγοντα τού ομολόγησαν την πλήρη αδυναμία του (ενάγοντα) να συμμορφωθεί με τη θεμελιακή του υποχρέωση. Ωστόσο, παρά την εξομολόγηση και τη σημασία της δεν υπήρξε αντίδραση. Και θα ήταν εύλογο να αναμένει κανείς ότι ο εναγόμενος θα κατάγγελλε αμέσως τη συμφωνία ή τουλάχιστον θα προέβαινε σε γραπτή διαμαρτυρία. Είναι και η αντιφατική εκδοχή ότι οι πραγματικοί αντισυμβαλλόμενοι των εναγομένων ήταν οι δύο μάρτυρες. Αν έτσι ήταν τα πράγματα η αντίδραση, πάλιν, του εναγομένου έπρεπε να ήταν ακαριαία.

Είναι επίσης η σιωπή των εναγομένων κατά την κρίσιμη περίοδο. Κανένα φαξ ή άλλο μήνυμα. Παρά την προηγούμενη τακτική των εναγομένων, το υψίστης προτεραιότητας αυτό ζήτημα δεν προκάλεσε καμιά γραπτή επικοινωνία με την άλλη πλευρά.  Σε καμιά περίπτωση ούτε και με το τεκμ. 12 δεν στηλιτεύεται ούτε καν αναφέρεται οτιδήποτε για τα διατρέξαντα. Και το βρίσκω κάπως δύσκολο να δεχθώ τη δικαιολογία ότι οι εναγόμενοι παρέσχαν 10ημερη παράταση ή προθεσμία για να βρεθεί το δάνειο.  Τη στιγμή που οι προοπτικές ήταν πενιχρές, ή πιο σωστά, ανύπαρκτες. Την απορρίπτω ανεπιφύλακτα.

Μία άλλη πτυχή, που αντανακλά και στη φερεγγυότητα της μαρτυρίας των εναγομένων, αφορά τις κατηγορίες κατά του ενάγοντα, όπως διατυπώνονται στα διάφορα φαξ που έστειλαν, [*139]που ήδη κατέγραψα, ότι ο ενάγων παρέβη την υποχρέωση για σύσταση της αναδόχου εταιρείας, όπως και άλλες υποχρεώσεις του. Είναι φανερό πως καμιά τέτοια κίνηση δεν μπορούσε να γίνει προτού εκκαθαριστεί το ζήτημα με το Ν.Α.Τ., το οποίο χειριζόταν μάλιστα ο δικηγόρος των εναγομένων στην Αθήνα.  Δεν είναι μόνον αυτά τα παραδείγματα αναξιοπιστίας του εναγομένου ως μάρτυρα. Είναι όμως από τα πιο κτυπητά.

Υπάρχει, τέλος, η μαρτυρία Zakaria.  Επαναλαμβάνω ότι την αποδέχομαι. Έχει τα στοιχεία της πειστικότητας. Και δεν έχω κανένα ενδοιασμό να βασισθώ σε αυτή. Ό,τι προβλήθηκε από το δικηγόρο των εναγομένων σαν λόγοι που καθιστούν την κατάθεση του απαράδεκτη δε με πείθουν. Για παράδειγμα, πως ο μάρτυρας γνώριζε πως ο δικηγόρος των εναγομένων δεν μπορούσε να καταθέσει ως μάρτυρας στην υπόθεση για να τον αντικρούσει ή ότι είχε ελατήριο την εκδίκηση για τον κακό συμβιβασμό της υπόθεσής του. Παρατηρώ, αναφορικά με το πρώτο σημείο, ότι δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός από το μάρτυρα.  Η μαρτυρία ως προς το πότε, πού και υπό ποίες συνθήκες έγινε το τεκμ. 29 εκμαιεύτηκε κατά την αντεξέταση ύστερα από τις επίμονες ερωτήσεις του ιδίου του συνηγόρου της υπεράσπισης. Ο μάρτυρας ήταν ειλικρινής και ανέφερε ότι δεν ευνοήθηκε από το συμβιβασμό. Αντίθετα δεν τον ικανοποίησε. Δεν έδωσε όμως την εντύπωση ότι ήλθε να καταθέσει για εκδικητικούς λόγους. Στο κάτω κάτω αυτός επιδίωξε ή αποδέχθηκε ελεύθερα τη διευθέτηση. Το χειροπιαστό όμως στοιχείο είναι ότι η συμφωνία του με τον εναγόμενο, όπως διατυπώθηκε στο τεκμ. 29, είναι η αλήθεια. Τούτο είναι αμοιβαία αποδεκτό.  Οι αμφισβητήσεις περιορίστηκαν στα στοιχεία εκείνα της μαρτυρίας που βοηθούν ή τείνουν να βοηθήσουν τον ενάγοντα.

Πράγματι η μαρτυρία αυτή είναι πολυσήμαντη. Υποστηρίζει έμμεσα την υπόθεση του ενάγοντα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα χρηματοδότησης της συμφωνίας. Ενισχύει επίσης ό,τι ανέφερε ο Γ. Σκορδέλλης εκ μέρους του ενάγοντα στο τεκμ. 13. Παράλληλα δείχνει ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν με τρόπο που αντιστρατευόταν βασική ρήτρα της συμφωνίας. Ο εναγόμενος, χωρίς τη γνώση ή τη συναίνεση του ενάγοντα, ενοικίασε καμπίνες του πλοίου σε τρίτο, ενώ ο ίδιος επέμεινε ότι η ναύλωση του ενάγοντα άρχισε στις 15/9.

Ο ενάγων προσφέρθηκε - και ήταν σε θέση - να εκπληρώσει την υποχρέωση που ανέλαβε δυνάμει της παραγράφου 21 της συμφωνίας, αλλά οι εναγόμενοι με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν και ειδικότερα με το φαξ τεκμ. 12 στην ουσία αποποιήθηκαν οριστικά [*140]την προσφορά και έθεσαν παράνομα τέρμα στη συμφωνία. Σε μία τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρ. 38 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 “ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για μη εκπλήρωση, ούτε χάνει τα δικαιώματα του από τη σύμβαση”. Χρειάζεται να υπογραμμισθεί ότι η συμπεριφορά και οι πράξεις των εναγομένων μαρτυρούσαν αποποίηση ολόκληρης της σύμβασης. Κατά συνέπεια ήταν δικαιολογημένη η στάση του ενάγοντα να θεωρήσει ότι υπήρξε παραβίαση της συμφωνίας από τους εναγομένους.

Είναι άξια μνείας σε αυτό το σημείο η ακόλουθη θέση στον Chitty on Contracts, 1ος τόμος, 24η έκδοση 1977, παράγραφος 1471, σελ. 693:

“A contract may be discharged by breach, that is to say, one party to it may be discharged from further liability to perform it by reason of the other party’s default.”

Προφανώς ο εναγόμενος ωθήθηκε στην ενέργειά του να τερματίσει το τεκμ. 1 αφού προήλθε στη συμφωνία τεκμ. 29 με τη United Brothers, του μεγαλύτερου, ομολογουμένως, δανειστή των εναγομένων, η οποία θα του επέτρεπε να αψηφίσει τη συμφωνία του με τον ενάγοντα. Οι εναγόμενοι θα απεκόμιζαν συνάμα τα οφέλη από τη συμφωνία, τεκμ. 1, που είχαν μέχρι τότε προκύψει γι’ αυτούς.

Εκτός όμως από το λόγο αυτό υπήρχαν και άλλοι που καθιστούν νόμιμη την καταγγελία της σύμβασης από τον ενάγοντα με το τεκμ. 13. Οι εναγόμενοι δεν κατάφεραν, ούτε καλά καλά επιδίωξαν, να απελευθερώσουν το πλοίο. Πρέπει να τονισθεί ότι η υποχρέωση αυτή των εναγομένων δεν εξαρτήθηκε, όπως εισηγούνται, από την καταβολή των δόσεων. Αντίθετα οι ίδιοι δεσμεύθηκαν, σύμφωνα με την παράγραφο 5 της συμφωνίας, να καταβάλουν τις δύο πρώτες δόσεις για την οφειλή για την οποία κατασχέθηκε το πλοίο ή και για άλλα χρέη (...... shall be paid towards current arrest and/or any other claims .......).

Η διευθέτηση της αγωγής αρ. 86/88, τεκμ. 23 και η συνακόλουθη ελευθέρωση του πλοίου ήταν το πρώτο - και απαραίτητο - βήμα για να δημιουργηθούν οι δυνατότητες εφαρμογής της συμφωνίας. Ωστόσο, το χρέος δε διευθετήθηκε κατά παράβαση της συμφωνίας, που παρείχε στον ενάγοντα δικαίωμα ακύρωσης. Και το πλοίο παρέμεινε υπό σύλληψη μέχρι την πώλησή του, υπό τις συνθήκες που κατέγραψα, χωρίς οι εναγόμενοι να εκπληρώσουν και οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις τους της [*141]παραγράφου 9. Αλλά και να ληφθεί υπόψη ότι πραγματοποιήθηκαν πληρωμές από τα καταβληθέντα, για άλλα χρέη, παρέμειναν αρκετά χρήματα (το έμβασμα του ενάγοντα στο λογαριασμό της συζύγου του εναγομένου) για να πληρωθεί το χρέος και να αφεθεί ελεύθερο το πλοίο πριν από τη δικαστική παρέμβαση, ύστερα από μήνες (Δεκέμβριος του 1988), της Metro, για παγοποίηση του λογαριασμού της κας Peller.

Ένα άλλο ζήτημα που θα με απασχολήσει είναι κατά πόσον η ναύλωση του ενάγοντα, παρά τα συμβάντα, άρχισε σύμφωνα με τους όρους του τεκμ. 1, από την υπογραφή του στις 15/9.  Το θέμα συνδέεται και με την ανταξίωση των εναγομένων για αποζημιώσεις Δ.Α. 820.000 για το ναύλο του πρώτου χρόνου της ναύλωσης στον ενάγοντα.  Η θέση του εναγομένου είναι ότι η ναύλωση ξεκίνησε όπως προβλέφθηκε στην παράγραφο 16(α).  Και ότι ο ενάγων είχε την κατοχή από τότε όπως επιμαρτυρεί (α) η ασφάλεια του πλοίου από τον ενάγοντα και (β) η τοποθέτηση πλοιάρχου και πληρώματος στο πλοίο με εντολή και πάλιν του ιδίου.

Η άλλη πλευρά, επικαλούμενη τις παραβάσεις της συμφωνίας, υποστήριξε ότι ο ενάγων δεν έλαβε ποτέ κατοχή. Αντέτεινε κυρίως ότι οι σχετικές πρόνοιες του τεκμ. 1, ορθά ερμηνευόμενες, δεν προβλέπουν για ναύλωση αλλά συμφωνία για ναύλωση. Η πρώτη δεν έγινε ποτέ.  Το επιχείρημα στηρίζουν στο ρήμα “will, will be”, που χρησιμοποιείται στις παραγράφους 11, 12 και 13. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε χρόνο έπρεπε να υπογραφόταν χωριστό ναυλοσύμφωνο.  Και είναι με αυτό το πνεύμα που πρέπει να προσεγγισθεί η παράγραφος 16(α).

Η γυμνή ναύλωση (το πλοίο εξοπλίζει ο ναυλωτής) συνεπάγεται απαραίτητα την παράδοση ελέγχου και κατοχής του γυμνού πλοίου. Ο Lord Chοrley “Ναυτικόν Δίκαιον” (κατά μετάφραση στην ελληνική) στη σελ. 99 αναφέρει:

“Η ναύλωσις δύναται να είναι μία συνήθης μίσθωσις, ακριβώς ως η μίσθωσις οιουδήποτε κινητού, π.χ. ενός αυτοκινήτου δι’εκδρομήν, ή δύναται κατά την φύσιν αυτής να είναι ενοικίασις δι’ ής ο ιδιοκτήτης παρέχει ή μεταβιβάζει τον όλον έλεγχον, την νομήν και κατοχήν του πλοίου εις τον ναυλωτήν.”

Βλέπε επίσης Scrutton on Charterparties, 18η έκδοση, σελ. 45 και 46.

Δεν μπορώ να αποδεχθώ την εισήγηση των εναγομένων ότι η έναρξη της ναύλωσης άρχισε με την υπογραφή του τεκμ. 1.  Δεν [*142]υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της συμφωνίας.  Εν πρώτοις, ο εναγόμενος με την οικογένειά του διέμενε στο πλοίο μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου. Δεν είναι επίσης άσχετο να αναφερθεί ότι ο εναγόμενος αρνήθηκε να υπογράψει το τεκμ. 17 για ανάληψη της διαχείρισης του πλοίου από τον ενάγοντα έναντι αντιπαροχής. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι εναγόμενοι, κατά παράβαση της συμφωνίας, δεν εκπλήρωσαν την πρωταρχική υποχρέωσή τους να ελευθερώσουν το πλοίο, που ουδέποτε περιήλθε στην κατοχή του ενάγοντα μέχρι και την πώλησή του. Είναι αδιανόητη η δικαιοπραξία της ναύλωσης χωρίς κατοχή και έλεγχο του πλοίου. Γι’ αυτό και προβλέφθηκε ρητά η εξόφληση του χρέους για το οποίο έγινε η σύλληψη.

Δόλος

Το άρθρ. 17 του περί Συμβάσεων Νόμου, που επικαλέστηκε γενικά ο ενάγων, καθορίζει πότε υπάρχει δόλος (απάτη) χωρίς να εξαντλεί όλες τις περιπτώσεις. Αυτή είναι η έννοια του ρήματος “περιλαμβάνει” στο κείμενο της διάταξης, όπως δέχεται ο Α.C. Patra “The Indian Contract Act”, 1ος τόμος, σελ. 354. Το άρθρ. 17(1) ορίζει:

“‘Απάτη’ περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπό του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης.”

Ακολουθεί η απαρίθμηση 5 συγκεκριμένων περιπτώσεων. Το άρθρ. 18 μας δίνει ορισμό της ψευδούς παράστασης, ενώ το άρθρ. 19 προβλέπει πως μία σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί, μεταξύ άλλων, και για απάτη. Την ακύρωση μπορεί να ζητήσει ο εξαπατηθείς:

“19 (1)  Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.”

Η ενεργός απόκρυψη γεγονότων από πρόσωπο που τα γνωρίζει συνιστά, κατά το άρθρ. 17(1)(β), μορφή απάτης. Έχοντας υπόψη τη μαρτυρία γενικά και ειδικότερα τι είπε ο ενάγων στο θέμα μη αποκάλυψης των υποχρεώσεων του πλοίου, έχω την άποψη ότι δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός. Εξέθεσα τη μαρτυρία και δε χρειάζεται να κάμω άλλη ανάλυση για να φανεί το [*143]ανυπόστατο της κατηγορίας. Αν δεχθώ προς στιγμή ότι δεν αποκαλύφθηκε το ύψος απαίτησης  - και αν αυτό πάλιν συνιστά χωρίς οτιδήποτε άλλο απάτη - δόθηκαν όλα τα στοιχεία από τα οποία ο ενάγων θα μπορούσε εύκολα να ανεύρει την αλήθεια.  Και πρέπει να μην λησμονείται ότι η απαίτηση της αιγυπτιακής εταιρείας δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Υπήρχε caveat για το οποίο ήταν ενήμερος ο ενάγων.

Καμιά από τις άλλες λεπτομέρειες του δόλου δε σχετίζεται άμεσα με τη σύναψη της συμφωνίας. Επομένως δεν εξετάζονται, γιατί πρόκειται για κατοπινές εξελίξεις. Δεν είναι πράξεις του δράστη που εξώθησαν τον ενάγοντα στη σύναψη της σύμβασης.  Αυτό υποστηρίζεται από τους Pollock & Mulla “Indian Contract and Specific Relief Acts”, 9η έκδοση, στη σελ. 156.  Και υιοθετείται γιατί οι πρόνοιές μας είναι ταυτόσημες:

“Under the Contract Act we are concerned with the effects of fraud only so far as consent to a contract is procured by it.”

Στη σελ. 175 υπάρχει και το εξής συναφές σχόλιο:

“Α false representation whether fraudulent or innocent, is merely irrelevant if it has not induced the party to whom it was made to act upon it by entering into a contract or otherwise.  He cannot complain of having been misled by a statement which did not lead him at all. In the common phrase of English textbooks, the representation must be definable as dans locum contractui, bringing about the contract.”

Και να εξετασθεί η υπόθεση υπό το πρίσμα της απάτης ως αστικού αδικήματος, που δε συνδέεται με τη σύμβαση, έχω τη γνώμη πως τα στοιχεία δεν υποστηρίζουν μία τέτοια κατηγορία. Αν μη τι άλλο τα βασικά, όπως για παράδειγμα ο ισχυρισμός για δεκαήμερη παράταση, όχι μόνον δεν τα δέχεται και δεν ενεργεί με βάση αυτά ο ενάγων, αλλά τα διαψεύδει στα διάφορα φαξ που έστειλε στους εναγομένους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά του εναγομένου ήταν άψογη. Κρίθηκε ήδη ότι αποτελούσε αθέτηση της συμφωνίας. Για τους συσχετισμούς των ψευδών παραστάσεων στο δίκαιον των συμβάσεων και το δίκαιον των αστικών αδικημάτων παραπέμπω στον Street “The Law of Torts” 6η έκδοση, στη σελ. 378. Ορισμό του αδικήματος παρέχει ο Street στη σελ. 379.  Βλέπε περαιτέρω τη βασική υπόθεση Derry v. Peek [1889] 14 Appeal Cases 337 και Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση σελ. 1022 και επέκεινα. Υπογραμμίζεται όμως ότι εδώ η υπόθεση συζητήθηκε κυρίως στο [*144]πλαίσιο που σχηματίζουν οι διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου (βλέπε γραπτή αγόρευση του ενάγοντα).

Το άρθρ. 75 του Κεφ. 149 κατοχυρώνει δικαίωμα σε αποζημίωση και στην περίπτωση που έλαβε χώρα νόμιμη συμβατική υπαναχώρηση. Ορίζει συγκεκριμένα ότι:

“To πρόσωπο το οποίο υπαναχωρεί νόμιμα από τη σύμβαση,    δικαιούται αποζημίωση για κάθε ζημιά την οποία υπέστη    συνεπεία της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.”

(Βλέπε Π.E. 8010, Παντζιαρή ν. Aquarian Container Lines Ltd. κ.α., ημερ. 8/10/93 και Π.Ε. 8691, Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd. v. Georges Evans Edwards and Another, ημερ. 28/4/95.

Η επιδίκαση αποζημιώσεων διέπεται από το άρθρ. 73(1) που ενσωματώνει δύο βασικές αρχές: (1) την επαναφορά του ενάγοντα από οικονομική σκοπιά στη θέση που θα ήταν αν η σύμβαση προχωρούσε σε εκτέλεση και (2) τη λογική πρόβλεψη των συμβαλλομένων σαν κριτήριο για τη ζημία που προξενήθηκε εξαιτίας της παραβίασης, αποκλειομένης της έμμεσης και απομακρυσμένης απώλειας.  Σε πρόσφατη απόφαση στην αγωγή ναυτοδικείου αρ. 54/94, Rahman v. M/V “Haj Anies” ημερ. 14/4/95, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου έθεσε το θέμα ως εξής:

“Η βάση των αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας, είναι η αποκατάσταση του αναίτιου μέρους στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν επεσυνέβαινε η παράβαση. Η αρχή αυτή ενσωματώνεται στο Άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου - Κεφ. 149, όπως επεξηγείται στη Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 {βλ. επίσης Markidou ν. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392, Xenophontos v. Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23 και Δρουσιώτη v. Ιερωνυμίδη (Πολιτική Έφεση 7534, 30/11/90)}.

Η λογική πρόβλεψη και τα φυσικά επακόλουθα των όσων    ήταν προβλεπτά, συνιστούν το μέτρο για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας.”

O ενάγων δικαιούται επομένως ως μέρος της αποζημίωσης το ποσό που κατέβαλε. Είναι φανερό ότι δεν άντλησε κανένα όφελος για τα χρήματα που κατέβαλε. Η μη πραγμάτωση της αντιπαροχής υπήρξε πλήρης.  Ο ενάγων δικαιούται σε ότι κατέβαλε και για την αιτία αυτή. Η άποψή μου ενισχύεται από το πα[*145]ρακάτω απόσπασμα από το Chitty on Contracts, 1ος τόμος, 27η έκδοση, (1994), παραγ. 24-043 στη σελ. 1177 και 1178:

“Where the innocent party is entitled to, and does, treat himself as discharged by the other’s breach, he is thereby released from future performance of his obligations under the contract. Discharge also deprives him of any right as against the other party to continue to perform them. After such discharge he is not bound to accept, or pay for, any further performance by the other party.

If he has paid money under the contract to the party in default, he will be entitled to recover it by an action for money had and received, but only if the consideration for the payment has totally failed.”

Η δυνατότητα ανάκτησης των καταβληθέντων υπάρχει και στην περίπτωση μερικής πραγμάτωσης της αντιπαροχής (βλ.  υποσημείωση 34 στη σελ. 1178 και σε όσα παραπέμπει).

Ας σημειωθεί ότι το άρθρ. 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως ερμηνεύθηκε, δε θέτει κανένα περιορισμό αναφορικά με το νόμισμα στο οποίο μπορεί να εκδοθεί μία απόφαση. Και είναι σταθερή η νομολογία ότι υπάρχει δυνατότητα έκδοσης απόφασης σε ξένο νόμισμα. Το ιστορικό της εξέλιξης αυτής, όπως και της νομολογίας που την καθιέρωσε, παρέχει η απόφαση στην αγωγή ναυτοδικείου αρ. 211/89 Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία v. Επίσημου Παραλήπτη & Εφόρου Εταιρειών κ.α., ημερ. 6/12/96.

Όπως είπα πριν, πιστεύω τη μαρτυρία του ενάγοντα. Αποδέχομαι επομένως πως πλήρωσε το ποσό των Δ.Α. 28.006,66 για ασφάλιστρα. Άλλωστε η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά και περαιτέρω υποστηρίζεται από τα έγγραφα που κατέθεσε. Κατά τη γνώμη μου για τη δαπάνη αυτή οι εναγόμενοι υπέχουν ευθύνη. Ο ενάγων ασφάλισε το πλοίο με την προοπτική της ναύλωσης. Υπενθυμίζω εδώ και τις σχετικές προτροπές και παράπονα του F. Inigo στα διάφορα φαξ. Ο κ. Θεοφίλου υπέβαλε ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η διατήρηση της ασφάλειας μετά τον τερματισμό της συμφωνίας αυτής και εισηγήθηκε πως είναι αρκετό ποσό Δ.Α. 7.000 για περίοδο 2 μηνών, δηλαδή, περίπου ένα τέταρτο του χρόνου που ίσχυσε η ασφάλεια προτού διακοπεί. Συμφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Όμως ο χρόνος απαραίτητης κάλυψης είναι μεγαλύτερος (Σεμπτέμβριος μέχρι Νοέμβριος). Επιδικάζω επομέ[*146]νως ποσό Δ.Α. 12.000.

Δεν αναφέρθηκε η συμβατική ή άλλη βάση για τα δικηγορικά έξοδα.  Δε βρίσκω να υπάρχει νομικό έρεισμα για τις απαιτήσεις αυτές, τις οποίες και απορρίπτω. Το ίδιο ισχύει και για τα ταξιδιωτικά έξοδα και έξοδα διαμονής. Οι εναγόμενοι πάλιν δεν είναι υπεύθυνοι για τα αεροπορικά εισιτήρια δύο μελών του πληρώματος που επισκέφθηκαν τους δικούς τους στις Αθήνες.  Ούτε στις περιπτώσεις αυτές προβλήθηκε ή βρίσκω να υπάρχει νομική βάση που να στηρίζει τέτοιες απαιτήσεις.

Δεν είμαι διατεθειμένος να επιτρέψω τα υπόλοιπα κονδύλια εξόδων της παραγράφου 17 της Αναφοράς, πλήν του ποσού των Λ.Κ. 250 δικαιώματα πρακτόρευσης.  Δεν με ικανοποίησε η μαρτυρία του Μ.Ε.2. Αναφορικά με το μέρος λογαριασμού τεκμ. Γ για αναγνώριση, που σχετίζεται με το κονδύλι (γ), ο ενάγων δεν φρόντισε να γίνει κανονικά τεκμήριο. Η μαρτυρία έμεινε μετέωρη.  Για τα υπόλοιπα έξοδα της παραγράφου αυτής δεν υπάρχει υλικό υποστήριξης ή άλλη ενισχυτική μαρτυρία και δε θα τα εγκρίνω με μόνη τη δήλωση του μάρτυρα ότι καταβλήθηκαν.  Εξάλλου, στην αγόρευσή του στις σελ. 57 και 58, ο δικηγόρος του ενάγοντα, με την εξαίρεση των ασφαλίστρων και των δικηγορικών δεν περιλαμβάνει, στη “σύνοψη απαιτήσεων” στην οποία προέβη, καμιά από τις άλλες δαπάνες της παραγράφου 17.

Είναι, τέλος, η ρήτρα αποζημίωσης της παραγράφου 9 του τεκμ. 1. Ο ενάγων αξιώνει το ποσό των Δ.Α. 200.000 που προβλέπει σε περίπτωση διάρρηξης της συμφωνίας ως συμπεφωνημένες αποζημιώσεις. Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό ότι η μαρτυρία που αφορά τη μελέτη βιωσιμότητας, τεκμ. 20, δόθηκε για να καταδειχθεί πως το ποσό της ρήτρας έχει αυτό το χαρακτήρα και δεν αποτελεί υπέρμετρη ποινή (penalty), που ετέθη “in terrorem” του οφειλέτη. Το θέμα ρυθμίζει το άρθρ. 74 του Κεφ. 149. Προσδιορίζει το μέτρο της αποζημίωσης στις περιπτώσεις που η σύμβαση περιέχει ποινική ρήτρα. Επί του θέματος ο εκδότης του συγγράμματος των Pollock & Mulla, 10η έκδοση, αναφέρει στη σελ. 678:

“Section 74 provides for the measure of damages in two classes of cases (i) where the contract names a sum to be paid in case of breach; and (ii) where the contract contains any other stipulation by way of penalty.  In the latter case, the measure of damages is by section 74, reasonable compensation not exceeding the penalty stipulated for.”

[*147]H ινδική πρόνοια είναι απαράλλακτη με το άρθρ. 74 του Κεφ. 149, η δε νομολογία έχει ευθυγραμμιστεί με τα κρατούντα στη χώρα εκείνη. Αναφέρω μερικές από τις αποφάσεις: Michael Antoni Maltezou and Another v. Iosif Louka and Another, 16 C.L.R. 88, Christodoulos Nicola Tseriotis v. Chryssi Christodoulou 19 C.L.R. 216, Eleni Panayiotou Iordanou v. Polykarpos Neophytou Anyftos, 24 C.L.R. 97, Demetris M. Lambrianides and 2 Others v. Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 466, Frixos Katsikides v. Michael Constantinides (1969) 1 C.L.R. 31 και Costas Kalisperas v. Gerald Th. Kababe (1971) 1 C.L.R. 296.  Τη στάση της νομολογίας απηχούν οι ακόλουθες δύο αποφάσεις. Στην Maltezou, στη σελ. 88 έχει λεχθεί ότι:

“Under section 74(1) of the Contract Law, 1930, where a contract contains a stipulation by way of penalty in the event of a breach of the contract, the party complaining of the breach is entitled to receive reasonable compensation not exceeding the amount so named.”

Και στην Iordanou, ανωτέρω, στη σελ. 104:

“It is clear from the wording of the section itself that whether the sums stipulated are in the nature of a genuine pre-estimate of damages or in the nature of penalty that makes no difference as to the discretion of the Judge to award as reasonable compensation to the party entitled thereto a sum not exceeding the amount stipulated. No doubt when the amount named in the contract is in the nature of pre-estimated damages, that will carry weight with the Judge in fixing the amount of damages but in either case a Court is precluded from awarding damages beyond and in excess of the amount named in the contract.”

Η μαρτυρία για τη μελέτη, τεκμ. 20, είναι αντιφατική σε ένα σχετικά σοβαρό σημείο. Το χρόνο που ετοιμάστηκε.  Ο ένας μάρτυρας είπε πως έγινε πριν την υπογραφή του τεκμ. 1, ενώ ο άλλος μετά. Ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να μας διαφωτίσει. Το πιο σημαντικό όμως είναι άλλο. Τα συμπεράσματα της μελέτης βασίστηκαν ουσιαστικά σε πληροφορίες ή στοιχεία που δεν είναι τίποτε άλλο παρά εξ ακοής μαρτυρίες.  Και σαν τέτοιες, απαράδεκτες για την απόδειξη των γεγονότων στα οποία αναφέρονται.  Επομένως δεν μπορώ να αποδώσω στη μελέτη οποιαδήποτε αποδεικτική αξία.

Γεννιέται αμέσως το ερώτημα αν μπορεί να επιδικασθεί το [*148]ποσό που αναφέρεται στην ποινική ρήτρα ως εύλογη αποζημίωση. Όπως θα προσέξει κανείς το ποσό αυτό ήταν πληρωτέο για διάφορες παραβιάσεις της συμφωνίας. Αυτό, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστή Α. L. Smith στη Wilson v. Love (1896) 1 Q.B. 626, 631, που υιοθετούν οι Pollock & Mulla (σελ. 679 της 10ης έκδοσης), μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρη ποινή (penalty).  Και αυτή είναι η κατάληξή μου σχετικά με την κρινόμενη υπόθεση. Το απόσπασμα της απόφασης έχει ως εξής:

“where a sum is made payable by a contract tο secure performance of several stipulations the damages for the breach of which respectively must be substantially different ...... that sum is prima facie to be regarded as a penalty, and not as liquidated damages.”

Το δικαστήριο μπορεί ωστόσο να επιδικάσει λογική αποζημίωση. Εφόσον όμως δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία για τη ζημία ή απώλεια του ενάγοντα, μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις μπορώ να εγκρίνω, που καθορίζω σε £50. Ανεξάρτητα από τη Wilson, η άποψή μου ισχυροποιείται από το εξής σχόλιο, βασιζόμενο όπως και τα άλλα σε δικαστικές αποφάσεις, στη σελ. 678 του ιδίου συγγράμματος, το οποίο και υιοθετώ:

“S. 74 requires proof of general damages as distinguished from proof of actual or quantum of damages. In a Madras case the section was stated to be applicable even where there was no loss.  It is submitted that this is not the correct position.”

Ο McGregor on Damages, 15η έκδοση, παραγ. 399 στη σελ. 250 αναφέρει πότε δικαιολογείται η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων:

“Nominal damages may also be awarded where the fact of a loss is shown but the necessary evidence as to its amount is not given.”

Έγινε αναφορά στην απόφαση, που αφορά τον ενάγοντα, Mourtzinos v. Ship “Galaxias” (1989) 1 A.Α.Δ. 314.  Το Ναυτοδικείο (Μαλαχτός, Δ.) μείωσε το ποσό της αρχικής εγγύησης, για να αφεθεί ελεύθερο το πλοίο, από Δ.Α. 1.800.000 σε Δ.Α. 500.000, αφού έλαβε υπόψη τη ρήτρα αποζημίωσης για Δ.Α. 200.000 της παραγράφου 9. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τον ενάγοντα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. (βλ. την απόφαση του Εφετείου στη σελ. 335 του ίδιου τόμου των αποφάσεων). Η εγγυοδο[*149]σία, που ακολούθησε τη σύλληψη του πλοίου, δεν έχει καμιά σχέση με τον καθορισμό της αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 74 ούτε αποτελεί από μόνη της μαρτυρία ότι το ποσό της παραγράφου 9 μπορούσε να ανακτηθεί ως συμφωνημένη αποζημίωση. Η εγγυοδοσία παρέχεται χωρίς να εκλαμβάνεται ως δεδομένη και αποδεδειγμένη η σχετική απαίτηση, αλλά με βάση άλλα κριτήρια.

Ενόψει των ευρημάτων μου η ανταξίωση για τα έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου είναι παντελώς αβάσιμη, όπως και εκείνη που αφορά το ναύλο για τον πρώτο χρόνο ναύλωσης, η οποία όπως εξήγησα, δεν έγινε ποτέ. Εξίσου αβάσιμη είναι και η απαίτηση για αποζημίωση για τα υπόλοιπα δύο χρόνια της ναύλωσης. Έρχομαι στην παράγραφο (Δ) της ανταπαίτησης. Υπενθυμίζω ότι δεν αμφισβητείται το ύψος του ποσού. Η διαμάχη αφορά την ευθύνη πληρωμής. Βρίσκω ότι κατά τους ουσιώδεις χρόνους η Metro ουσιαστικά ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό των εναγομένων που ευθύνονταν για τις δαπάνες εκείνες. Επισημαίνω την απαίτηση της Metro για τα έξοδα αυτά στο τεκμ. 3 ημερ. 1/10/88 στο οποίο δεν υπήρξε αντίδραση. Στο φαξ αυτό ο Δ. Τακούσης απευθυνόμενος στην εναγόμενη 2 αναφέρει στο τέλος:

“We would also like to have your confirmation that all your present or future liabilities to Metro Shipping and Travel Ltd should be deducted from future payments of the purchase price as I have taken personal responsibility.”

Καταλήγω πως οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν ούτε το μέρος αυτό της ανταπαίτησης, το οποίο και απορρίπτω.

Τελικά εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων για τα εξής ποσά:

(α)   Δ.Α. 256.260 που κατέβαλε έναντι του τιμήματος αγοράς ή το ισάξιο σε κυπριακές λίρες·

(β)   Λ.Κ. 15.700 που κατέβαλε για τον ίδιο σκοπό·

(γ)   Δ.Α. 12.000 για ασφάλιστρα ή το ισάξιο σε κυπριακές λίρες·

(δ)   Λ.Κ. 250 ως η παράγραφος 17 της Αναφοράς· και

(ε) Λ.Κ. 50 ονομαστικές αποζημιώσεις με βάση την παράγραφο 9 του τεκ. 1.

Τα ποσά της απόφασης θα φέρουν νόμιμο τόκο προς 8% από τις 29/11/96 (βλέπε άρθρ. 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του [*150]1960 (ν. 14/60) όπως τροποποιήθηκε από το άρθρ. 4(α) του τροποποιητικού νόμου αρ. 102(1)/96}.

Οι εναγόμενοι θα πληρώσουν τα έξοδα της αγωγής που θα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής εκτός αν τα συμφωνήσουν οι δικηγόροι των διαδίκων. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

H αγωγή επιτυγχάνει. Eκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα ως ανωτέρω. H ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα. Eκδίδεται διαταγή για πληρωμή των εξόδων της αγωγής ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο