Display Arts Ltd ν. Companie Maritime D’ Affretement (1997) 1 ΑΑΔ 151

(1997) 1 ΑΑΔ 151

[*151]31 Ιανουαρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

DISPLAY ARTS LTD,

Ενάγοντες,

v.

COMPANIE MARITIME D’ AFFRETEMENT,

Εναγομένων.

(Αγωγή Αρ. 81/91).

 

Nαυτοδικείο — Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου — Ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας — Tα Δικαστήρια, με μεγάλη δυσκολία αποφασίζουν να παρακάμψουν τη συμφωνία μεταξύ των μερών και να εκδικάσουν την υπόθεση σε άλλη δικαιοδοσία — Ποία τα εφαρμοστέα κριτήρια.

Οι ενάγοντες είναι Κυπριακή εταιρεία που εδρεύει στην Κύπρο και οι διευθυντές και υπάλληλοί της είναι Κύπριοι που επίσης διαμένουν στην Κύπρο.  Κίνησαν αγωγή εναντίον των εναγομένων, εταιρείας εγγεγραμμένης στη Γαλλία, ζητώντας αποζημιώσεις για αθέτηση συμφωνίας με την οποία οι εναγόμενοι ανέλαβαν να μεταφέρουν εμπορεύματα από την Κύπρο διά θαλάσσης στη Μερσίνα και από εκεί διά ξηράς στην Τεχεράνη.  Η σχετική φορτωτική προνοούσε ρητά πως όλες οι διαφορές και αξιώσεις που θα προέκυπταν σε σχέση με τη φορτωτική, θα αποφασίζονταν από τα δικαστήρια της Μασσαλίας, αποκλειομένων των δικαστηρίων οποιασδήποτε άλλης χώρας.

Με την παρούσα αίτηση, οι αιτητές-εναγόμενοι αξιώνουν διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία στην αγωγή, γιατί τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την επίδικη διαφορά.

Οι αιτητές ισχυρίσθηκαν ότι η μόνη σχέση της υπόθεσης με την Κύπρο είναι ότι η φορτωτική υπογράφθηκε εδώ και ότι μέρος της μαρτυρίας που σχετίζεται με την απαίτηση των εναγόντων βρίσκεται στην Κύπρο.

Αντίθετα οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι η σύμβαση, αντικείμενο [*152]της αγωγής, έγινε στη Λεμεσό και καλύπτεται από την επίδικη φορτωτική.  Επίσης ισχυρίσθηκαν ότι: α) με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης τα Κυπριακά Δικαστήρια προσφέρονται ως καταλληλότερα για τους διαδίκους, δεδομένου ότι το ισχύον δίκαιο είναι το Κυπριακό, η συμφωνία μεταφοράς και η φόρτωση των εμπορευμάτων έγινε στην Κύπρο και η φορτωτική εκδόθηκε με τους εν Κύπρω αντιπροσώπους των εναγομένων, β) το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας βρίσκεται στην Κύπρο και γ) η προσφυγή στα δικαστήρια της Μασσαλίας θα προκαλέσει τεράστια δαπάνη στους διαδίκους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:

Όταν οι διάδικοι συμφωνήσουν να παραπέμψουν τη διαφορά τους στην αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου, τα κριτήρια που καθορίζονται στην υπόθεση The Eleftheria, δείχνουν τη δυσκολία με την οποία τα δικαστήρια αποφασίζουν να παρακάμψουν τη συμφωνία των μερών και να εκδικάσουν την υπόθεση σε άλλη δικαιοδοσία.  Τα κριτήρια αυτά είναι εν συντομία τα ακόλουθα:

1.  Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να εγκρίνει ή απορρίψει την αίτηση για αναστολή της διαδικασίας.

2.  Η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται υπέρ της παροχής της αναστολής, εκτός αν αποδειχθεί σοβαρός λόγος περί του αντιθέτου.

3.  Το βάρος αποδείξεως του σοβαρού αυτού λόγου βρίσκεται στην πλευρά των εναγόντων.

Οι περιστάσεις που λαμβάνονται υπ’ όψιν στην ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι:

α) Σε ποία χώρα είναι πιο εύκολα διαθέσιμη η μαρτυρία για απόδειξη των εγειρομένων θεμάτων και η επίδραση που θα έχει πάνω στην άνεση των ενδιαφερομένων και τη δικαστική δαπάνη η σύγκριση μεταξύ του Κυπριακού και ξένου δικαστηρίου,

β) κατά πόσο μπορεί να εφαρμοστεί ο νόμος του ξένου δικαστηρίου,

γ)  με ποία χώρα τα μέρη είναι πιο στενά συνδεδεμένα,

δ) κατά πόσο η επιθυμία των εναγομένων να δικαστούν σε ξένη χώρα είναι γνήσια ή αν επιδιώκουν μόνο δικονομικά πλεονεκτήματα,

[*153]ε)      κατά πόσο οι ενάγοντες θα επηρεαστούν δυσμενώς αν εγείρουν την αγωγή στο αλλοδαπό δικαστήριο.

Τα πιο πάνω κριτήρια δεν έχουν ικανοποιηθεί. Οι ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ τους και να μη διατάξει την αναστολή της διαδικασίας. Ως εκ τούτου η αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία στην παρούσα αγωγή.

Η αίτηση έγινε αποδεκτή με έξοδα εναντίον των εναγόντων-καθ’ ων η αίτηση.

Υπόθεση που αναφέρθηκε:

The Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641.

Aίτηση για Αναστολή της Διαδικασίας.

Oι εναγόμενοι-αιτητές αξιώνουν διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία στην αγωγή, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των Kυπριακών Δικαστηρίων.

Κάρμιου (κα) για κ. Κακογιάννη, για τους Ενάγοντες.

Μ. Ηλιάδης για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Εναγόμενους.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές-εναγόμενοι αξιώνουν διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία στην αγωγή, γιατί τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την επίδικη διαφορά. Σαν λόγος για τον πιο πάνω ισχυρισμό δίδεται το γεγονός ότι οι διάδικοι με συμφωνία τους που περιέχεται στη φορτωτική ημερ. 22.8.1989, συμφώνησαν μεταξύ άλλων, όπως όλες οι διαφορές και αξιώσεις που θα προέκυπταν σε σχέση με τη φορτωτική θα αποφασίζονταν από τα δικαστήρια της Μασσαλίας αποκλειομένων των δικαστηρίων οποιασδήποτε άλλης χώρας.

Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς 203, 207-212 και 237 του Admiralty Jurisdiction Order του 1893.  Στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αναφέρεται ότι είναι ρητός όρος της φορτωτικής ότι όλες οι απαιτήσεις που εγείρονται λόγω ή σε σχέση [*154]με τη φορτωτική θα αποφασίζονται από τα δικαστήρια της Μασσαλίας, αποκλειομένων των δικαστηρίων οποιασδήποτε άλλης χώρας. Στη συνέχεια και υπό τον τίτλο Clause Paramount (Υπέρτατος Όρος) προνοείται ότι για το μέρος της μεταφοράς διά θαλάσσης, η φορτωτική θα εφαρμόζεται τηρουμένων των προνοιών της Διεθνούς Συνθήκης Αναφορικά με τις Φορτωτικές ημερομηνίας 25 Αυγούστου 1924, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 23.1.1968 (Hague Visby Rules). Προβλέπεται επίσης ότι στην έκταση που οποιοσδήποτε όρος της φορτωτικής είναι ασυμβίβαστος με τα Hague Visby Rules ο όρος αυτός θα είναι άκυρος, στην έκταση που ακριβώς τυγχάνει ασυμβίβαστος με τους πιο πάνω κανόνες, αλλά όχι πέραν αυτού. Προνοείται τέλος ότι για το μη θαλάσσιο μέρος της μεταφοράς και για κάθε περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει πρόνοια στα Hague Visby Rules θα εφαρμόζεται ο Γαλλικός Νόμος της 18ης Ιουνίου, 1966 και τα αντίστοιχα διατάγματα καθώς και οι μετέπειτα τροποποιήσεις και προσθήκες.

Σύμφωνα πάντα με την επισυνημμένη στην αίτηση ένορκο δήλωση της Έλενας Παπαμιχαήλ, εγγεγραμμένης δικηγορικής υπαλλήλου του γραφείου των δικηγόρων των αιτητών, η μόνη σχέση της υπόθεσης με την Κύπρο είναι ότι η φορτωτική υπογράφτηκε εδώ και ότι μέρος της μαρτυρίας που σχετίζεται με την απαίτηση των εναγόντων βρίσκεται στην Κύπρο. Το εγγεγραμμένο γραφείο των εναγομένων βρίσκεται στη Μασσαλία. Οι εναγόμενοι-αιτητές έχουν καταχωρήσει εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και δεν έχουν καταχωρήσει οποιοδήποτε δικόγραφο ή προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα στη διαδικασία.

Αντίθετα στην ένορκο δήλωση του διευθυντή των εναγόντων, Σάββα Νικολάου, που επισυνάπτεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους ενάγοντες, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η σύμβαση σε σχέση με την οποία έχει εγερθεί η αγωγή έγινε στη Λεμεσό και καλύπτεται από την επίδικη φορτωτική. Με βάση τη σύμβαση τα εμπορεύματα φορτώθηκαν στο πλοίο “Ville D’ Orient” για μεταφορά διά θαλάσσης από τη Λεμεσό στη Μερσίνα και από εκεί διά ξηράς στην Τεχεράνη. Στη συνέχεια προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης τα Κυπριακά Δικαστήρια προσφέρονται ως καταλληλότερα και ευχερέστερα για αμφότερους τους διαδίκους για εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης. Σαν λόγοι προβάλλονται οι θέσεις ότι το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση είναι το Κυπριακό, η συμφωνία μεταφοράς και η φόρτωση των εμπορευμάτων έγινε στην Κύπρο και η φορτωτική εκδόθηκε με τους εν Κύπρω αντιπροσώπους [*155]των εναγομένων. Περαιτέρω αναφέρεται ότι οι ενάγοντες είναι Κυπριακή εταιρεία που εδρεύει στην Κύπρο και οι διευθυντές και υπάλληλοί της είναι Κύπριοι που επίσης διαμένουν στην Κύπρο. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας, καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία των μαρτύρων βρίσκονται στην Κύπρο. Αντίθετα, τα δικαστήρια της Μασσαλίας έχουν μόνο τυπικό δεσμό με την παρούσα υπόθεση, αφού η σχέση με τη Μασσαλία είναι μόνο κατά το ότι η εναγόμενη εταιρεία εδρεύει εκεί και κατά το ότι υπάρχει σχετικός όρος περί δικαιοδοσίας στη φορτωτική. Η προσφυγή στα δικαστήρια της Μασσαλίας απλώς θα προκαλέσει τεράστια δαπάνη στους ενάγοντες αλλά και στους εναγόμενους, αφού όλοι οι ουσιώδεις μάρτυρες των εναγόντων και πιθανόν και των εναγομένων θα πρέπει να μεταβούν εκεί από την Κύπρο. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η δικαστική δαπάνη για προσφυγή σε δικαστήριο της Μασσαλίας θα είναι αδικαιολόγητα αυξημένη.

Στις περιπτώσεις όπου η φορτωτική περιλαμβάνει όρο αποκλειστικής δικαιοδοσίας οι ενάγοντες θα πρέπει να αποδείξουν καλό λόγο γιατί το Δικαστήριο να αποστεί από τη βούληση και συμφωνία των μερών και να εκδικάσει την υπόθεση αλλού.  Τα κριτήρια αυτά που καθορίζονται στην υπόθεση Τhe Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641, δείχνουν τη δυσκολία με την οποία τα δικαστήρια αποφασίζουν να παρακάμψουν τη συμφωνία των μερών και να εκδικάσουν την υπόθεση σε άλλη δικαιοδοσία. Τα κριτήρια αυτά μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

(1) Όπου οι ενάγοντες έχουν εγείρει αγωγή στα Κυπριακά δικαστήρια κατ’ αθέτηση συμφωνίας για παραπομπή της διαφοράς σε αλλοδαπό δικαστήριο και οι εναγόμενοι έχουν υποβάλει, όπως στην παρούσα περίπτωση, αίτηση για αναστολή της διαδικασίας, το Κυπριακό δικαστήριο με την προϋπόθεση ότι η αξίωση άλλως ευρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του, δεν είναι υποχρεωμένο να παράσχει την αναστολή, αλλά έχει διακριτική ευχέρεια να πράξει αναλόγως.

(2) Η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να εξασκείται υπέρ της παροχής της αναστολής, εκτός εάν αποδειχθεί σοβαρός λόγος περί του αντιθέτου.

(3) Το βάρος απόδειξης του σοβαρού αυτού λόγου κείται επί των ώμων των εναγόντων.

(4) Κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικα[*156]στήριο θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Συγκεκριμένα πρέπει να εξετάσει:

(α) Σε ποια χώρα βρίσκεται η μαρτυρία για απόδειξη των διαφόρων θεμάτων που εγείρονται ή πού είναι πιο εύκολα διαθέσιμη μια τέτοια μαρτυρία και την επίδραση που θα έχει πάνω στην άνεση των ενδιαφερομένων και τη δικαστική δαπάνη η σύγκριση μεταξύ του Κυπριακού και του ξένου δικαστηρίου,

(β) κατά πόσο εφαρμοστέος τυγχάνει ο νόμος του ξένου δικαστηρίου και αν εφαρμόζεται κατά πόσο διαφέρει από τον ημεδαπό νόμο σε οποιαδήποτε ουσιαστικά σημεία,

(γ) με ποια χώρα τα μέρη είναι συνδεδεμένα και πόσο στενά,

(δ) κατά πόσο οι εναγόμενοι γνήσια επιθυμούν να δικαστούν στη ξένη χώρα ή αν επιδιώκουν μόνο δικονομικά πλεονεκτήματα,

(ε) κατά πόσο οι ενάγοντες θα επηρεαστούν αν από το ότι θα έχουν να εγείρουν την αγωγή στο αλλοδαπό δικαστήριο γιατί (i) θα στερηθούν της εξασφάλισης της αξίωσής τους, (ii) θα είναι ανίκανοι να επιβάλουν οποιαδήποτε δικαστική απόφαση που δυνατόν να εξασφαλίσουν, (iii) θα βρεθούν ενώπιον παραγραφής που δεν εφαρμόζεται στην Κύπρο, ή (iv) ότι είναι πιθανόν να μην τύχουν δίκαιης δίκης για πολιτικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους.

Θα προχωρήσω στην εφαρμογή των πιο πάνω κριτηρίων στην παρούσα υπόθεση. Όπως φαίνεται από τις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, οι εναγόμενοι ανέλαβαν δυνάμει φορτωτικής ημερ. 22.8.1989 που εκδόθηκε από αντιπροσώπους τους στη Λεμεσό, τη μεταφορά εμπορευμάτων με το πλοίο των εναγομένων “Ville D’ Orient” στην Τεχεράνη. Η αξίωση των  εναγόντων εναντίον των εναγομένων βασίζεται σε αποζημιώσεις για αθέτηση της συμφωνίας μεταφοράς. Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση που κατατέθηκε από τους εναγόμενους-αιτητές η μόνη σχέση της υπόθεσης με την Κύπρο είναι ότι η σχετική φορτωτική υπογράφτηκε στην Κύπρο και ότι μέρος της μαρτυρίας που σχετίζεται με την απαίτηση των εναγόντων βρίσκεται στην Κύπρο. Το εγγεγραμμένο γραφείο των εναγομένων βρίσκεται στη Μασσαλία και αν τα Κυπριακά δικαστήρια επιλαμβάνονταν της υπόθεσης, η απόδειξη των Hague Visby Rules και/ή του [*157]Γαλλικού νόμου που τυγχάνουν εφαρμογής, θα συνεπαγόταν σημαντικά έξοδα. Σύμφωνα με τους εναγόμενους-αιτητές όλη η μαρτυρία σχετικά με τα επίδικα θέματα βρίσκεται στη Μερσίνα και στην Τεχεράνη. Η κατ’ ισχυρισμόν αθέτηση της συμφωνίας μεταφοράς δεν έγινε στην Κύπρο και οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την αθέτηση αυτή δεν μπορεί να βρίσκεται στην Κύπρο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμφωνία μεταφοράς έγινε στην Κύπρο από τους αντιπροσώπους των εναγομένων και η φόρτωση των εμπορευμάτων έγινε από Κυπριακό λιμάνι. Αντίθετα οι ενάγοντες αρνούνται ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας βρίσκεται στη Μερσίνα και ισχυρίζονται ότι σχεδόν το σύνολο της μαρτυρίας θα προέλθει από την Κύπρο. Το ίδιο αντιφατικοί και αντίθετοι είναι οι ισχυρισμοί των διαδίκων ως προς το κόστος της διαδικασίας. Οι μεν εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τυχόν εκδίκαση της υπόθεσης στην Κύπρο με την ανάγκη προσαγωγής μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων προς απόδειξη του αλλοδαπού δικαίου θα επιβαρύνει με μεγάλη δαπάνη τη διαδικασία, οι δε ενάγοντες ότι η  εκδίκαση από δικαστήριο της Μασσαλίας θα επιβαρύνει την υπόθεση με τα έξοδα μετάβασης των μαρτύρων στη Γαλλία. Κανένας από τους διάδικους δεν έχει ουσιαστικά παράσχει εμπεριστατωμένα στοιχεία ως προς τη βαρύτητα των ισχυρισμών του, γιατί ούτε ο ενάγων αναφέρει με λεπτομέρεια τον αριθμό των μαρτύρων που θα πρέπει να μεταβούν στη Μασσαλία, ούτε και ο εναγόμενος το ύψος της απαιτούμενης για τη μετάκληση του ξένου εμπειρογνώμονα δαπάνης. Όμως λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι το σχετικό βάρος απόδειξης φέρουν οι ενάγοντες, θα πρέπει να πω ότι δεν έχω πεισθεί ότι οι θέσεις τους ότι η μαρτυρία προέρχεται από την Κύπρο ή ότι η δαπάνη μετάβασης στη Μασσαλία ή η δικαστική δαπάνη εκεί θα είναι δυσβάστακτη είναι πειστικές. Έτσι καταλήγω ότι το συγκεκριμένο κριτήριο δεν ικανοποιείται.

Το δεύτερο κριτήριο που θα πρέπει να εξετάσω είναι κατά πόσο εφαρμόζεται το ημεδαπό ή το αλλοδαπό δίκαιο και στην περίπτωση που εφαρμόζεται το αλλοδαπό δίκαιο, κατά πόσο αυτό είναι διαφορετικό από το δικό μας. Στη φορτωτική αναφέρεται σαφώς ότι το εφαρμοστέο δίκαιο, όσον αφορά τις διαφορές που θα προκύψουν κατά τη διά ξηράς μεταφορά των εμπορευμάτων, θα είναι το Γαλλικό δίκαιο. Για το υπόλοιπο δε μέρος της σύμβασης θα ισχύουν οι κανόνες Hague Visby Rules. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση των δικηγόρων των εναγόντων ότι ο σχετικός όρος στη φορτωτική αναφέρεται στο δικονομικό δίκαιο και στη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Αντίθετα στη φορτωτική σαφώς αναφέρεται ότι οποιαδήποτε διαφορά όσον αφορά μεν την διά ξηράς μεταφορά θα επιλύεται με βάση το Γαλλικό [*158]Νόμο της 18ης Ιουνίου, 1966, ενώ για τις διαφορές που προκύπτουν κατά τη θαλάσσια μεταφορά θα ισχύουν τα Hague Visby Rules. Έτσι ούτε αυτό το κριτήριο μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των εναγόντων.

Στη συνέχεια θα εξετάσω με ποια χώρα είναι συνδεδεμένα τα μέρη και πόσο στενά. Οι ενάγοντες είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο και οι εναγόμενοι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Γαλλία. Η σύμβαση υπογράφτηκε στην Κύπρο από τους ενάγοντες και από τους αντιπρόσωπους των εναγομένων. Θα έλεγα ότι κανένα από τα μέρη δεν μπορεί να δείξει λόγο γιατί το κριτήριο αυτό να λειτουργήσει υπέρ του. Η σχέση του καθενός με τις δύο αντίστοιχες δικαιοδοσίες είναι ίση, με τους ενάγοντες να έχουν κάποιο προβάδισμα λόγω του ότι η σύμβαση έχει συναφθεί στην Κύπρο.

Προχωρώντας για να εξετάσω το τέταρτο κριτήριο κατά πόσο οι εναγόμενοι ζητούν γνήσια να δικαστούν αλλού ή αν θέλουν να αποκομίσουν δικονομικά πλεονεκτήματα από την εκδίκασή τους στο εξωτερικό, καμιά απολύτως ένδειξη δεν δόθηκε, γιατί ούτε οι εναγόμενοι, ούτε οι ενάγοντες έχουν αναφερθεί στο συγκεκριμένο ερώτημα. Το τελευταίο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι ενάγοντες θα επηρεαστούν δυσμενώς από την εκδίκαση ενώπιον του Γαλλικού δικαστηρίου. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι με την εκδίκαση ενώπιον Γαλλικού δικαστηρίου θα επηρεαστεί αρνητικά ή θα χαθεί οποιαδήποτε εξασφάλιση την οποία έχουν οι ενάγοντες για εξασφάλιση του χρέους τους, ούτε έχει υποβληθεί ο ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες θα αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε πρόβλημα με την εκτέλεση οποιασδήποτε απόφασης την οποία ήθελαν εξασφαλίσει. Τέλος κανένας ισχυρισμός δεν προβλήθηκε για οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση που αναμένεται να υπάρξει εναντίον των εναγόντων λόγω πολιτικών, φυλετικών ή θρησκευτικών λόγων. Αντίθετα οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι θα είναι πολύ δύσκολη η εξασφάλιση και προσαγωγή σχετικής μαρτυρίας από τη Μερσίνα στην Κύπρο. Με γνωστή την κατάσταση που επικρατεί στις σχέσεις της Κύπρου με την Τουρκία δεν θα απέκλεια ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι ούτε και αυτό το κριτήριο ικανοποιείται.

Λαμβάνοντας όλα τα πιο πάνω υπ’ όψη είμαι αναγκασμένος να καταλήξω ότι οι ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει με την εγκυρότητα που απαιτείται ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ τους και να μη διατάξει την αναστολή της διαδικασίας. Σαν αποτέλεσμα η αίτηση εγκρίνεται [*159]και εκδίδεται διάταγμα με το οποίο αναστέλλεται η διαδικασία στην παρούσα αγωγή.  Τα έξοδα που ακολουθούν το αποτέλεσμα θα βαρύνουν τους ενάγοντες και θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου. Πριν τελειώσω θα ήθελα να αναφέρω ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που φαίνεται ότι μεσολάβησε μεταξύ της καταχώρησης της αίτησης και της απόφασης οφείλεται στο γεγονός της ασθένειας και τελικά του θανάτου του αδελφού δικαστή στον οποίο η παρούσα υπόθεση είχε αρχικά ανατεθεί.

Η αίτηση γίνεται αποδεκτή με έξοδα εναντίον των εναγόντων-καθ’ ων η αίτηση, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο