Eταιρεία Hλίας Λάζος Λτδ ν. Xριστάκη Nεοφύτου (1997) 1 ΑΑΔ 169

(1997) 1 ΑΑΔ 169

[*169]31 Iανουαρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

EΤΑΙΡΕΙΑ ΗΛΙΑΣ ΛΑΖΟΣ ΛΤΔ.,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9121).

 

Δίκαιο των Συμβάσεων — Σύμβαση για πώληση ακινήτων — Κρίθηκε παράνομη γιατί αποσκοπούσε στην εξαπάτηση του δημοσίου με την απόκρυψη του πραγματικού τιμήματος της πώλησης στη γραπτή συμφωνία — Απόρριψη της αγωγής η οποία είχε σαν αντικείμενο την παράνομη σύμβαση — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο.

Mαρτυρία — Εξωγενής μαρτυρία που αποσκοπούσε να αποδείξει ότι η σύμβαση επηρεαζόταν από στοιχεία παρανομίας που περιείχε — Ορθά έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.

Mαρτυρία — Αξιοπιστία προφορικής μαρτυρίας — Το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει τις διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου επί του θέματος αυτού, εφ’ όσον οι διαπιστώσεις αυτές είναι αιτιολογημένες.

Ο εφεσίβλητος είναι ιδιοκτήτης δύο τεμαχίων γης στην Αραδίππου.  Την 24/6/89 υπέγραψε συμφωνία πώλησης των τεμαχίων αυτών στην εφεσείουσα αντί ποσού ΛΚ11.000 πληρωτέου με προκαταβολή ΛΚ500 και το υπόλοιπο κατά την τιτλοποίηση.  Η προκαταβολή πληρώθηκε και η εφεσείουσα κατέθεσε το συμφωνητικό έγγραφο στο Κτηματολόγιο Λάρνακας.  Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την εκτέλεση της συμφωνίας.

Ο πιο σοβαρός λόγος που πρόβαλε ο εφεσίβλητος στο πρωτόδικο Δικαστήριο για την μη εκτέλεση της συμφωνίας ήταν γιατί η τιμή των ΛΚ11.000 για τα δύο τεμάχια δεν ήταν η πραγματική, γιατί η εφεσείουσα του πρότεινε να του πληρώσει ΛΚ8.000 τοις μετρητοίς επιπλέ[*170]ον “κάτω από το τραπέζι”.  Ο ίδιος, όπως ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο, ήθελε να πάρει νομική συμβουλή για την εγκυρότητα αυτής της πράξης.  Μετά δε από σχετική επικοινωνία με τον δικηγόρο του αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εκτέλεση της σύμβασης.

Η εκδοχή της εφεσείουσας ήταν ότι ο διευθυντής της, που είχε κάμει τις διαπραγματεύσεις με τον εφεσίβλητο και υπέγραψε και τη σχετική σύμβαση, ισχυρίστηκε πως αυτή περιείχε την πραγματική συμφωνία των διαδίκων. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ούτε η μαρτυρία που έδωσε η εφεσείουσα εταιρεία αλλά ούτε και αυτή του εφεσίβλητου, έδιδε την αλήθεια των γεγονότων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε όμως πως πράγματι η εφεσείουσα πρότεινε πλρωμή ποσού ΛΚ8.000 σε μετρητά επιπλέον του ποσού των ΛΚ11.000. Η απόκρυψη του πραγματικού τιμήματος, στην έγγραφη σύμβαση, κατά το Δικαστήριο, αποσκοπούσε στην εξαπάτηση του δημοσίου, να μην καταβληθούν δηλαδή κατά τη μεταβίβαση οι υπό του νόμου προβλεπόμενοι φόροι και ταυτόχρονα να αποκρυβεί η πραγματική εισοδηματική κατάσταση της εφεσείουσας εταιρείας για σκοπούς φόρου εισοδήματος. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.

Στην έφεση ο δικηγόρος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ότι:

(α)   Εσφαλμένα το Δικαστήριο απεδέχθη εξωγενή μαρτυρία για το περιεχόμενο της εγγράφου συμβάσεως, γιατί, αποδεχόμενο τέτοια μαρτυρία, το Δικαστήριο ουσιαστικά υποκατέστησε τη σύμβαση που έγινε μεταξύ των διαδίκων με τη δική του άποψη, οτι δηλαδή σε αυτή προβλεπόταν τίμημα ΛΚ19.000 αντί ΛΚ11.000.

(β)   Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και οι διαπιστώσεις του επ’ αυτής ήταν εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

(α)   Το Δικαστήριο ορθά απεδέχθη την μαρτυρία, που αποσκοπούσε να αποδείξει ότι η σύμβαση επηρεαζόταν από στοιχεία παρανομίας που περιείχε.

(β)   Το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει διαπιστώσεις του δικάσαντος Δικαστηρίου που βασίζονται στην κρίση του αναφορικά με την αξιοπιστία προφορικής μαρτυρίας, εφόσον οι διαπιστώσεις του αυτές αιτιολογούνται.

[*171]Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kρονίδης, Π.E.Δ. και Xατζηχαμπής, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 23 Δεκεμβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 2730/89), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της, λόγω του ότι η απαίτηση αφορούσε την εφαρμογή παράνομης συμφωνίας η οποία σκοπούσε στην εξαπάτηση του δημοσίου.

Μ. Παπαπέτρου, για την Εφεσείουσα.

Α. Ποιητής με Κλεάνθους, για τoν Εφεσίβλητo.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε στις 22.12.93 την αγωγή της εφεσείουσας εταιρείας γιατί έκρινε πως η σύμβαση που έκαμε με τον εφεσίβλητο-εναγόμενο,  στην οποία και στηριζόταν η αγωγή της, ήταν παράνομη γιατί σκοπούσε στην εξαπάτηση του δημοσίου και συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορούσε, διατάσσοντας την εφαρμογή της, να γίνει αρωγός στην παρανομία.

Η εφεσείουσα επιδιώκει με την υπό συζήτηση έφεση ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αντικατάστασή της με δική μας που να διατάσσει την ειδική εκτέλεση του πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 24.6.89, και, διαζευκτικά, αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας αυτής.

Τα γεγονότα της υπόθεσης εκτίθενται σε συντομία παρακάτω:  Ο εφεσίβλητος είναι ιδιοκτήτης δυο τεμαχίων γης στην Αραδίππου με αριθμούς εγγραφής 156 και 149 αντίστοιχα, Φ.Σχ.XL/46.Ε2. Την πιο πάνω ημερομηνία υπέγραψε συμφωνία πώλησης των τεμαχίων αυτών στην εφεσείουσα αντί ποσού £11,000 πληρωτέου με προκαταβολή £500 και το υπόλοιπο κατά την τιτλοποίηση. Η προκαταβολή πληρώθηκε και η εφεσείουσα κατάθεσε το συμφωνητικό έγγραφο στο κτηματολόγιο Λάρνακας. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την εκτέλεση της συμφωνίας και στο πρωτόδικο Δικαστήριο πρόβαλε τους πιο κάτω ισχυρισμούς για να δικαιολογήσει νομικά τη θέση του.

[*172]Η συμφωνία τελούσε υπό την προφορική αίρεση πως μαζί με τα δύο κτήματα θα επωλείτο και ένα άλλο που βρισκόταν μεταξύ τους και του οποίου κύριος ήταν ο ίδιος, ήταν όμως τυπικά εγγεγραμμένο στο όνομα της πεθεράς του. Η εφεσείουσα ενδιαφερόταν ουσιαστικά και γι’ αυτό το κτήμα,  που όπως είπαμε πιο πριν βρισκόταν στο μέσο των δύο τεμαχίων, έτσι που και τα τρία τεμάχια να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο, άλλως τα δυο τεμάχια δεν θα της ήσαν χρήσιμα. Γι’ αυτό το λόγο, συνεχίζει ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, ανέλαβε να απαντήσει στην εφεσείουσα μέσα σε δυο τρεις μέρες αν μπορούσε να επιτευχθεί και αυτή η πώληση, κάτι όμως που τελικά δεν έγινε εφικτό. Ο πιο σοβαρός όμως λόγος που πρόβαλε ο εφεσίβλητος για την μη εκτέλεση της συμφωνίας ήταν γιατί, πάντα σύμφωνα με την εκδοχή του, η τιμή των £11,000 για τα δύο τεμάχια, που αναφέρεται στη γραπτή συμφωνία, δεν ήταν η πραγματική, γιατί η εφεσείουσα του πρότεινε να του πληρώσει £8,000 μετρητοίς επιπλέον “κάτω από το τραπέζι”. Ο ίδιος, όπως ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο, ήθελε να πάρει νομική συμβουλή για την εγκυρότητα αυτής της πράξης. Μετά δε από σχετική επικοινωνία με τον δικηγόρο του αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εκτέλεση της σύμβασης.

Η εκδοχή της εφεσείουσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν διαφορετική. Ο διευθυντής της, που είχε κάμει τις διαπραγματεύσεις με τον εφεσίβλητο και υπέγραψε και τη σχετική σύμβαση, ισχυρίστηκε πως αυτή περιείχε την πραγματική συμφωνία των διαδίκων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύει με περισσή λεπτομέρεια στην εμπεριστατωμένη απόφασή του τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιόν του, και που αφορούσε τα επίδικα ζητήματα όπως τα έχουμε εκθέσει πιο πάνω. Μετά από συζήτηση της μαρτυρίας το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ούτε αυτή που έδωσε η εφεσείουσα εταιρεία, αλλά μήτε και αυτή του εφεσίβλητου, έδιδε την αλήθεια των γεγονότων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε όμως, από το σύνολο της μαρτυρίας, πως πράγματι η εφεσείουσα πρότεινε πληρωμή ποσού £8,000 σε μετρητά, επιπλέον του ποσού των £11,000 που αναφερόταν στην γραπτή συμφωνία. Η απόκρυψη του πραγματικού τιμήματος, στην έγγραφη σύμβαση, κατά το Δικαστήριο, αποσκοπούσε στην εξαπάτηση του δημοσίου, να μην καταβληθούν δηλαδή κατά τη μεταβίβαση οι υπό του νόμου προβλεπόμενοι φόροι και ταυτόχρονα να αποκρυβεί η πραγματική εισοδηματική κατάσταση της εφεσείουσας εταιρείας για σκοπούς φόρου εισοδήματος, ή βεβαίως, προσθέτουμε και εμείς, του κεφαλαιουχικού κέρδους του εφεσίβλητου, ή του ετήσιου εισοδήματός του.  Για τις διαπιστώσεις του αυτές το πρωτόδι[*173]κο Δικαστήριο έδωσε πλήρεις εξηγήσεις.

Η πρώτη εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ενώπιόν μας ήταν πως εσφαλμένα το Δικαστήριο απεδέχθη εξωγενή μαρτυρία για το περιεχόμενο της εγγράφου συμβάσεως, γιατί, αποδεχόμενο τέτοια μαρτυρία, το Δικαστήριο ουσιαστικά υποκατέστησε τη σύμβαση που έγινε μεταξύ των διαδίκων με τη δική του άποψη ότι δηλαδή σε αυτή προβλεπόταν τίμημα £19,000 αντί £11,000. Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή.  Το Δικαστήριο ορθά απεδέχθη την μαρτυρία, που αποσκοπούσε να αποδείξει ότι η σύμβαση επηρεαζόταν από στοιχεία παρανομίας που περιείχε.  Ο νομικός κανόνας είναι σαφής. [Δες ενδεικτικά μόνο: Halsbury’ s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 12, παρα.1485].

Στη συνέχεια ο δικηγόρος της εφεσείουσας ασχολήθηκε με τη μαρτυρία σε μια προσπάθεια να μας πείσει πως η αξιολόγησή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και οι διαπιστώσεις του επ’ αυτής, είναι εσφαλμένη. Σ’ αυτό το σημείο βεβαίως ο συνήγορος συνάντησε δύσβατο δρόμο που δημιουργείται από τη νομολογιακή αρχή πως το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου που βασίζονται στην κρίση του αναφορικά με την αξιοπιστία προφορικής μαρτυρίας, εφόσον οι διαπιστώσεις του αυτές αιτιολογούνται.

Στην υπό συζήτηση έφεση δεν προβλήθηκε κανένας λόγος για οποιαδήποτε επέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο